ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΝΕΟΒΑΠΤΙΣΘΕΝΤΕΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΝΕΟΒΑΠΤΙΣΘΕΝΤΕΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 9 Ιουλίου 2017

ΙΡΛΑΝΔΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΣ ΕΓΙΝΕ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΙΕΡΕΑΣ

Πολλοί είναι οι δρόμοι που μπορεί να ακολουθήσει ένας άνθρωπος, για να συναντήσει τον Θεό.
Κάποιες φορές μοιάζουν να βρίσκονται μακριά από την Εκκλησία, όμως αυτό δεν εμποδίζει το Θεία χάρη να ενεργήσει μέσα στην ελευθερία του ανθρώπου και να τον οδηγήσει πιο κοντά στον αληθινό Θεό.
Στο παρελθόν έχουν καταγραφεί πολλές περιπτώσεις ανθρώπων οι οποίοι μεγάλωσαν σε διαφορετικό χριστιανικό περιβάλλον, όμως με έναν θαυμαστό τρόπο τα βήματά τους οδηγήθηκαν στην ορθόδοξη πίστη.
Μια τέτοια, ιδιαίτερη περίπτωση είναι και εκείνη του π. Τόμας Κάρολ από το Δουβλίνο.
Τίποτα στα νεανικά χρόνια του δεν προμήνυε την εξέλιξη της ζωής του εντός της Ορθόδοξης Εκκλησίας, και μάλιστα ως ιερέας της. 

ΤΟ ΚΑΛΕΣΜΑ

Ο π. Τόμας μεγάλωσε σε μια αγροτική περιοχή του Τιπερέρι, σε μια οικογένεια με δυνατούς με τον στρατό δεσμούς Ο πατέρας του πολέμησε στην Καλλίπολη, ενώ ο θείος τον στη μάχη της Θεσσαλονίκης κατά τον Β ' Παγκόσμιο Πόλεμο. Μεγαλώνοντας, σε ένα καθολικό γυμνάσιο ένιωσε το κάλεσμα για να γίνει ιερέας. Του είπαν όμως πως δεν ήταν έτοιμος και, έτσι, ακολούθησε τα βήματα του πατέρα του και κατατάχθηκε στον ιρλανδικό στρατό.

Κάποια στιγμή στα νεανικά χρόνια του παρατήρησε στο Δουβλίνο μια εκκλησία διαφορετική από τις άλλες. Ήταν μια εκκλησία που ξεχώριζε από τις άλλες στην πόλη λόγω του διακοσμημένου τέμπλου της, που χώριζε την Αγία Τράπεζα από τον κυρίως ναό, και επειδή ήταν ορθόδοξη.
Αυτή ήταν και η πρώτη, ελάχιστη επαφή τον με την Ορθοδοξία, χωρίς όμως τότε να δοθεί συνέχεια.

Η δεύτερη και καθοριστική επαφή του με την Ορθοδοξία θα πραγματοποιούνταν τη δεκαετία του ‘60, όταν κατά τη διάρκεια της θητείας του στην Κύπρο με τα Ηνωμένα Έθνη, ο π. Τόμας άκουσε για πρώτη φορά να γίνεται λόγος για την Ορθόδοξη Εκκλησία. Για να προστατέψουν τούς στρατιώτες τους, ώστε να μην επηρεαστούν με οποιονδήποτε τρόπο, τα Ηνωμένα Έθνη δεν επέτρεπαν καμία κοινωνική επαφή μεταξύ αυτών και των δύο κοινοτήτων της Κύπρου.
Παρ' όλα αυτά, ο π. Τόμας δεν μπόρεσε να ακολουθήσει τη συγκεκριμένη εντολή.

«Είχα γνωριμίες με Κυπρίους, αλλά το μοναδικό άτομο με το οποίο είχα τακτική επικοινωνία ήταν ένας Ελληνορθόδοξος ιερέας σε κάποιο χωριό» θυμάται. Ο π. Τόμας τον συναντούσε συχνά για να συζητήσει μαζί τον περί Θεολογίας, αλλά και για να διαφωνήσει με τον ιερέα σε κάποιες περιπτώσεις.
Ακόμα και αυτή η διαφωνία όμως υπήρξε γόνιμη για τον μετέπειτα ορθόδοξο κληρικό.
«Πολλές φορές δεν μπορούσαμε να συμφωνήσουμε σε κάτι, αλλά μού άφησε μια θετική εντύπωση» τονίζει ο π. Τόμας.
Η εμπειρία τον αυτή τον ώθησε να ερευνήσει την ορθόδοξη πίστη περισσότερο. Όταν όμως επέστρεψε στην Ιρλανδία, υπήρχαν μόνο λίγοι Έλληνες και Κύπριοι που ζούσαν εκεί.

Η ΕΝΟΡΙΑ

Δεν είχαν δημιουργήσει ακόμα κάποια κοινότητα, οπότε κανείς δεν μπορούσε να τον βοηθήσει στην αναζήτησή του. Μόνο όταν ο Αρχιεπίσκοπος Θυάτειρων και Μεγάλης Βρετανίας Μεθόδιοςίδρυσε την πρώτη ορθόδοξη ενορία στην Ιρλανδία το 1981 κατέστη για τον π. Τόμας δυνατό να συναντήσει και να μιλήσει με ανθρώπους που μοιραζόνταν το ίδιο ενδιαφέρον.
Νωρίτερα είχε επικοινωνήσει με της Ελληνορθόδοξες ενοριες του Λονδίνου, αλλά κανείς δεν απάντησε στις επιστολές του. «Προφανώς νόμισαν πως ήμουν απλώς κάποιος που ζητούσε πληροφορίες» εξηγεί ο π. Τόμας.
Η πορεία του όμως προς την Ορθοδοξία δεν σταμάτησε εκεί. Όταν η ενορία ιδρύθηκε από τον μητροπολιτη Μεθόδιο, ένας φίλος έτυχε να του το αναφέρει κατά τύχη.

Τότε επισκέφθηκε αμέσως την εκκλησία, ωστόσο χρειάστηκαν άλλα πέντε χρόνια ώσπου να αποφασίσει να κάνει το μεγάλο βήμα και να κατηχηθεί.
Για τον π. Τόμας η Εκκλησία είναι ένας ζωντανός οργανισμός και πρέπει να προσαρμόζεται στην κοινωνία - όχι η κοινωνία σε αυτήν.
Άλλος ένας λόγος για τον οποίο θαυμάζει Την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία είναι το γεγονός ότι αυτή απευθύνεται σε όλες τις εθνικότητες.
Όπως ο ίδιος αναφέρει, «όλες οι ελληνορθόδοξες ενοριες στη Βρετανία έχουν γύρω στο 30% μη Έλληνες κληρικούς, οπότε οι λειτουργίες τους εκτελούνται συχνότατα στα αγγλικά. Άλλες Θρησκευτικές δικαιοδοσίες, όπως η ρουμανική και η ρωσική, τελούν τα μυστήρια αποκλειστικά στη γλώσσα τούς, μόνο για τους υπηκόους τους».

Ο π. Τόμας Κάρολ είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ανθρώπου που δεν ακολούθησε την πεπατημένη, δεν ασπάστηκε μια θρησκεία λόγω της οικογενειακής ή της εθνικής παράδοσης.
Ερεύνησε για πολλά χρόνια και τελικά έδωσε μια ορθόδοξη απάντηση στο κενό της πνευματικής ζωής του, κάτι για το οποίο δεν έχει μετανιώσει.

«ΟΣΟ ΗΜΟΥΝ ΚΑΘΟΛΙΚΟΣ, ΕΝΙΩΘΑ ΕΝΑ ΚΕΝΟ»

«Τελικά, έγινα ορθόδοξος το 1986, οπότε δεν κάνω τίποτα βιαστικά» αστειεύεται ο π. Τόμας και προσθέτει: «Μετά όμως αφοσιώθηκα. Συνταξιοδοτήθηκα νωρίς από το επάγγελμά μου, το 1996, και άρχισα σπουδές στη Θεολογία».
Έπειτα από το πέρας των σπουδών του αρχικά διετέλεσε διάκονος επί τέσσερα χρόνια στην καινούργια ενορία, προτού τελικά χειροτονηθεί ιερέας.
Για τον ίδιο ο ρόλος του υπήρξε πάντα λειτούργημα και ποτέ επάγγελμα. Όπως αναφέρει, αισθανόταν ένα μεγάλο κενό στην πνευματική ζωή του τον καιρό που ήταν καθολικός.
Μάλιστα, ο ιερέας τονίζει: «Εδώ ήταν που η Ορθοδοξία μπήκε στη ζωή μου και μου έδωσε κάτι απτά να ασπαστώ. Ή εκκλησία η ίδια, η διάταξή της, τα μυστήρια, ακόμα και η μυρωδιά του λιβανιού, σε ελκύουν αμέσως».

Από τον Κώστα Παππά στην ''Ορθόδοξη Αλήθεια'' που κυκλοφορεί στα περίπτερα.

https://proskynitis.blogspot.gr

Πέμπτη 8 Ιουνίου 2017

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΝΟΣ ΓΚΟΥΡΟΥ– ΕΝΑΣ ΙΝΔΟΥΙΣΤΗΣ ΕΡΧΕΤΑΙ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ

Ο Ράμπι ήταν ένα συνηθισμένο παιδί, για την ηλικία του, στην κοινωνία του Τρινιδάδ. Η αγαπημένη απασχόληση του ήταν το ξύσιμο της αγελάδας, την οποία λάτρευε σαν θεά, ασχολία που του εξασφάλιζε καλό κάρμα για την επόμενη ζωή του. Έψελνε με τις ώρες ζωγραφίζοντας εικόνες μερικών εκ των εκατομμυρίων θεών του Ινδουϊσμού, όπως η Κάλι, η οποία πάντα απεικονίζεται να πίνει ζεστό αίμα από μια κούπα, έχοντας στεφάνια από φρεσκοκομμένα κεφάλια και χέρια κρεμασμένα στο λαιμό της. Στην προσευχή του προσέφερε νερό στις θεότητες κι ύστερα έβγαινε να λατρέψει τον ήλιο κοιτάζοντάς τον για πολύ ώρα με ανοιχτά μάτια. Κρατούσε στο δωμάτιό του ένα φίδι και το λάτρευε, όπως λάτρευε το θεό πίθηκο και το θεό ελέφαντα. «Για μένα θεός ήταν το κάθε τι, και κάθε τι ήταν θεός, εκτός, φυσικά, από τα άτυχα πλάσματα που δεν είχαν κοινωνική τάξη», λέει ο ίδιος.

Οι οικείοι του τον μεταχειρίζονταν σαν πρίγκηπα και δεν του έφερναν ποτέ αντίρρηση. Η παρουσία του θεωρούνταν ευλογία, μιας και ανήκε στην ανώτατη τάξη των βραχμάνων. Ο μεγαλύτερος ινδουϊστής ιερέας της περιοχής και πολλοί παλμολόγοι, μελλοντολόγοι και αστρολόγοι, συμφωνούσαν ότι θα γίνει μεγάλος γιόγκι, σαν τον πατέρα του. Αυτό τον έκανε πολύ περήφανο. Ο πατέρας του, από τη γέννηση του μέχρι τα οκτώ του χρόνια, ποτέ δεν του μίλησε ή του έδειξε την παραμικρή προσοχή, όσο απεγνωσμένα κι αν εκείνος το επιζητούσε.

Οι γονείς του παντρεύτηκαν με συνοικέσιο, αφού πρώτα οι ιερείς της περιοχής διάβασαν τις παλάμες του ζεύγους. Όμως ημέρες μετά το γάμο ο πατέρας του απότομα απαρνήθηκε τα επίγεια για να ζήσει σύμφωνα με το ιερό βιβλίο των Ινδουϊστών. Η τέλεια αφοσίωσή του και η αδιάκοπη εξάσκηση της γιόγκα, είχαν πείσει την κοινωνία του Τρινιδάδ ότι είχε επιτύχει απευθείας επικοινωνία με το Βραχμάν (την Τελική Πραγματικότητα) και είχε ξεφύγει από τον τροχό των μετενσαρκώσεων.

Άνθρωποι ταξίδευαν χιλιόμετρα για να τον λατρέψουν σαν αληθινό θεό που είχε έρθει στη γη για να δείξει τον δρόμο της αληθινής γιόγκα. Δεν μεριμνούσε για τον εαυτό του. Ήταν ένας θεός που έπρεπε να τον φροντίζουν, να τον πλένουν, να τον ταΐζουν και να τον αλλάζουν.


Λίγο μετά το θάνατο του συζύγου της, η μητέρα του Ράμπι έφυγε για την Ινδία, ενώ ο ίδιος πήγε να μείνει στο σπίτι του παππού του Νάνα. Ο παππούς του απότομα και χωρίς προφανές αίτιο είχε γίνει ένας από τους πιο πλούσιους και δυναμικούς ανθρώπους στο Τρινιδάδ, ένας Ινδουϊστής ηγέτης με μυστηριακές υπερφυσικές δυνάμεις. «Όλοι ξέραμε ότι οι παντοδύναμοι θεοί τον είχαν βοηθήσει. Σε αντάλλαγμα τους είχε δώσει την ψυχή του», λέει ο Ράμπι. Μερικές φορές ήταν πολύ γενναιόδωρος και καλοσυνάτος, ενώ αρκετές άλλες αδικαιολόγητα βίαιος. Ενώ σερβίριζε πελάτες στο ποτοπωλείο του, έφευγε ξαφνικά και ανέβαινε στο τσιμεντένιο σαν φρούριο σπίτι του, για να δείρει όλη την οικογένεια με μια βαριά δερμάτινη λουρίδα. Οι οικείοι του το απέδιδαν σε κατάλοιπα προηγούμενης ενσάρκωσης. Με την ίδια βαναυσότητα έδειρε παραδειγματικά και την παράλυτη γυναίκα του, πριν την πετάξει από τις σκάλες, επειδή αυτή κατείχε και διάβαζε μια Βίβλο. Μετά το θάνατό του, στο σπίτι παρουσιάστηκε σωρεία μεταφυσικών φαινομένων. Οι φιλοξενούμενοι δέχονταν σωματική επίθεση από αόρατα χέρια ή γίνονταν αυτόπτες φαντασμάτων κατά τη διάρκεια της νύχτας. Συχνά ακούγονταν άγρια τρεχάματα ή χτυπήματα στο πάτωμα και μια δυσάρεστη οσμή πλανιόταν στην ατμόσφαιρα για αρκετή ώρα.

Στα δέκα του χρόνια ο Ράμπι πέρασε λίγο καιρό σε ένα Ινδουϊστικό ναό. Εκεί εξασκούσε υπερβατική αυτοσυγκέντρωση μέσω της γιόγκα. Άρχισε να έχει ψυχεδελικά οράματα, να ακούει εξωγήϊνη μουσική, και να επισκέπτεται εξωτικούς πλανήτες όπου συζητούσε με θεούς και τρομακτικά πλάσματα. Ο γιόγκι του εξηγούσε ότι όλα αυτά ήταν φυσιολογικά. Ήταν μάλιστα κοινή γνώση ότι δαίμονες που περιγράφονται στις ιερές γραφές του Ινδουισμού έχουν καταλάβει γιόγκι στο παρελθόν. Οι εν λόγω εμπειρίες τον έκαναν να αισθάνεται ότι ήταν «το σύμπαν, Κύριος πάντων, παντοδύναμος, πανταχού παρών». Λάτρευε τον εαυτό του στεκόμενος μπροστά σε καθρέπτη, και όταν περπατούσε στο δρόμο αισθανόταν ότι τα πλάσματα υποκλίνονταν μπροστά του. Ο Κρίσνα είχε υποσχεθεί αυτή τη θεία γνώση σε όποιον εξασκείτο στη γιόγκα, δηλαδή ότι όλοι οι άνθρωποι ήταν από την αυτή Ουσία, εκτός φυσικά από εκείνους που δεν ανήκαν στις τέσσερις Ινδουιστικές κάστες.

Μόλις επέστρεψε από την εκπαίδευσή του απέκτησε τη συνήθεια του καπνίσματος, και έκλεβε τσιγάρα, αφού δεν μπορούσε να αγοράσει λόγω ηλικίας. Στις δημόσιες θρησκευτικές τελετές ράντιζε τους παρευρισκόμενους με ιερό νερό ή τους σημάδευε το πρόσωπο με ιερή άσπρη πάστα και μάζευε σημαντικές χρηματικές προσφορές. Ήταν το κέντρο της προσοχής και του θαυμασμού, κάτι το οποίο απολάμβανε. Αναλόγως έπρατταν και άλλοι σαν αυτόν, οι οποίοι υπόσχονταν να προετοιμάσουν το δρόμο –με μεγάλη χρηματική αμοιβή– για την είσοδο κάποιου στην επόμενη ζωή, και υπόσχονταν ακόμα και τη νιρβάνα.

Όσο συνέχιζε ανελλιπώς και με ζήλο να εξασκεί τη γιόγκα, οι εμπειρίες του αυξάνονταν. Μερικές φορές μεταφέρονταν με αστρική προβολή σε μακρινούς πλανήτες, όπου θεοί έπαιρναν μορφές και κουβέντιαζαν μαζί του. Ύστερα από χρόνια έμαθε ότι τέτοιες εμπειρίες είχαν αναπαραχθεί σε εργαστήρια με τη χρήση ύπνωσης και LSD. Σε βαθιά αυτοσυγκέντρωση βρισκόταν με φόβο καθισμένος στα πόδια του θεού Σίβα, ο οποίος είχε μια απειλητική κόμπρα τυλιγμένη στο λαιμό του.

Ο Ράμπι δεν φοβόταν κανέναν άλλο θεό όπως αυτόν, και γι’ αυτό τον λάτρευε, για να τον εξευμενίσει. «Παρά τις προσπάθειές μου με μάντρας, τελετουργίες και λατρεία, δεν μπορούσα να βρω ειρήνη στη σχέση μου με το φοβερό αυτό θεό, που ήταν γνωστός ως καταστροφέας», λέει ο ίδιος. Ένα βράδυ ο ξάδερφός του είχε χτυπηθεί στον πρόσωπο από τον Σίβα ενώ διάβαζε, και το πρωί τα σημάδια ήταν ακόμα εμφανή, ενώ άλλες φορές ένιωθε αόρατα χέρια να τον πνίγουν στο κρεβάτι του. Ο Ράμπι είχε δεχθεί παρόμοιες επιθέσεις.

Με το θάνατο του παππού του, η θεία του Ρεβάτη έγινε η κεφαλή της οικογενείας. Ήταν πολύ ευλαβής ινδουίστρια, έκανε πολλές ώρες προσευχή και πολλές προσφορές στους θεούς. Οι απαιτήσεις των εργασιών στο σπίτι της σπαταλούσαν πολύτιμο χρόνο και δυσανασχετούσε. Ο Ράμπι φιλονικούσε έντονα μαζί της, επειδή θεωρούσε κι αυτός ότι οι εργασίες του σπιτιού ήταν κατώτερες του επιπέδου του. Στο αποκορύφωμα ενός καβγά έφτασε μέχρι και να μαστιγώσει τις τσιμεντένιες κολώνες του σπιτιού για εκφοβισμό και έδειρε τα ξαδέλφια του με τη ζωστήρα, ενώ στο τέλος υποχώρησε συγχυσμένος και ντροπιασμένος. Ήταν περιπτώσεις όπου αισθανόταν ότι το πνεύμα του Νάνα τον καταλάμβανε προσωρινά.

Ως μελλοντικός πνευματικός ηγέτης, ήξερε ότι έπρεπε να αποκτήσει και συμβατική εκπαίδευση, για να μπορεί να ανταπεξέλθει στις διδασκαλικές απαιτήσεις της θέσης αυτής, κι έτσι γράφτηκε σε γυμνάσιο. Όμως, η επαφή του με αλλόθρησκους και αλλόφυλους απετέλεσε σοβαρή πρόκληση για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Όλη του τη ζωή είχε βαθύ μίσος γι αυτούς, επειδή έτρωγαν το θεό του, την αγελάδα. Εκεί γνώρισε αρκετούς από πλούσιες οικογένειες με πολύ καλύτερη χρήση της αγγλικής από τον ίδιο. Στο μέρος όπου ζούσε ήταν αναγνωρισμένος σαν θεός, αλλά οι συμφοιτητές του τον έβλεπαν σαν όμοιό τους, αν όχι κατώτερο, και έκαναν ερωτήσεις που εξέθεταν την πίστη του. Τέτοιες εμπειρίες τον έφερναν κοντά στην γελοιοποίηση.

Η ύπαρξη ανθρώπων που δεν ανήκαν στις τάξεις–κάστες του Ινδουισμού τον έκανε να αναρωτιέται, αφού σύμφωνα με τον Ινδουισμό, ο ίδιος ο Βράχμα δημιούργησε τις τέσσερις τάξεις από το σώμα του. Μάλιστα, όλοι οι μη ινδουιστές δεν είχαν ελπίδα σωτηρίας μέσω της γιόγκα και της μετενσάρκωσης. Επίσης ήξερε ότι η Ινδία είναι μια χώρα με εξαθλιωμένους και φτωχούς πολίτες σε απελπιστικά ανθυγιεινές συνθήκες διαβίωσης, έστω κι αν είχαν περάσει χιλιάδες χρόνια γιόγκα, βελτιωμένου Κάρμα και ανοδικής μετενσάρκωσης προς την ένωση με το Βραχμάν. Η μόνη απόδειξη της πραγματικότητας του Ινδουισμού που είχε ήταν οι συναντήσεις του με πνευματικά όντα κατά την διάρκεια των λατρευτικών του καθηκόντων.

Το αποκορύφωμα της εσωτερικής του σύγχυσης ήλθε κατά τον τρίτο χρόνο στο γυμνάσιο. Ταλαντευόταν ανάμεσα στην Ινδουιστική πεποίθηση ότι ο Θεός-Δημιουργός και δημιουργία ήταν ένα και το αυτό, και την αντίληψη πως ο Θεός-Δημιουργός ήταν ξεχωριστός από την δημιουργία. Άρχισε σιγά-σιγά να σκέπτεται τον Δημιουργό ως τον αληθινό Θεό, αγαθό και τρυφερό, σε αντίθεση με τους ινδουιστικούς θεούς που του προξενούσαν φόβο. 


«Δεν υπήρχε ούτε ένας ινδουιστικός θεός τον οποίον αισθανόμουν ότι μπορούσα να εμπιστευθώ πραγματικά. Ούτε ένας δεν με αγαπούσε», ομολογεί. Αισθάνονταν πως η επιδίωξη της αυτογνωσίας μέσω της γιόγκα στην ουσία τον απομάκρυνε από τον αληθινό Θεό. Μεγάλη διάσπαση του προκαλούσαν επίσης τα έντονα ξεσπάσματα θυμού εναντίον της θείας του, που έφτασαν μέχρι και να της επιτεθεί με μια ράβδο γυμναστικής με βάρη που σήκωσε υπερφυσικά, κάτι που βέβαια τον τρόμαξε. Τέτοιες ακρότητες ερχόντουσαν σε πλήρη αντίθεση με τη μακαριότητα και ειρήνη που είχε κατά την αυτοσυγκέντρωσή του και την πεποίθησή της μη-βίας και σεβασμού κάθε έμβιου όντος, κι έτσι, δυσκολευόταν να πείσει τον εαυτό του ότι ήταν το Βραχμάν.

Μια μέρα έριξε κατά λάθος στο πάτωμα ένα άγαλμα του Κρίσνα, παραμορφώνοντάς το ελαφρώς. Πραγματικά παγωμένος από τρόμο, προσπαθούσε να διορθώσει μιαν αδιόρθωτη για οποιονδήποτε ινδουιστή κατάσταση, αφού η αυτογνωσία και η νιρβάνα θα ήταν πλέον για αυτόν άπιαστο όνειρο και η τιμωρία στην επόμενη ζωή του βέβαιη και αμείλικτη. Αναγκάστηκε παρά ταύτα, να αναγνωρίσει τον παραλογισμό αυτής της σκέψης.

Παράλληλα με αυτά τα γεγονότα, ο Θεός του έδειχνε διακριτικά το δρόμο με κάποια θαυμαστά γεγονότα. Το πρώτο περιστατικό συνέβη κατά τη διάρκεια ενός περιπάτου στην ύπαιθρο, όπου ένα μεγάλο φίδι τον στρίμωξε σε ένα γκρεμό. Έντρομος, θυμήθηκε κάτι που του είχε πει η μητέρα του όταν ήταν μικρός: «εάν ποτέ είσαι σε πραγματικό κίνδυνο και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, υπάρχει ένας θεός που μπορείς να επικαλεστείς. Το όνομά του είναι Ιησούς». Το δοκίμασε, και το φίδι έκανε γρήγορα μεταβολή και έφυγε.

Κάμποσο καιρό αργότερα, ενώ βρισκόταν στο νοσοκομείο μετά από εγχείρηση, αισθάνθηκε μεγάλο πόνο και σκοτοδίνη. Πριν λιποθυμήσει, ζήτησε μηχανικά βοήθεια από τον Ιησού και αμέσως αισθάνθηκε ένα χέρι να τον κρατάει από το μπράτσο, έστω κι αν ήταν μόνος στο δωμάτιο. Όταν επανήλθε ο πόνος είχε εξαφανισθεί και αισθάνονταν υγιής, δυνατός και γαλήνιος.

Κανένα από τα δύο περιστατικά δεν τον συντάραξε τόσο, όσο αυτό που συνέβη κατά τη διάρκεια μιας δημόσιας τελετής, κατά το τέλος του τρίτου έτους του γυμνασίου: όταν άπλωσε το χέρι να ευλογήσει μια γυναίκα, άκουσε μέσα του μια «φωνή αλάνθαστης παντοδύναμης εξουσίας», να του λέει: «Δεν είσαι Θεός Ράμπι! Δεν είσαι Θεός!». Ήξερε ότι ήταν η φωνή του πραγματικού Θεού. Τρέμοντας, αισθάνθηκε την ανάγκη να πέσει στα γόνατα ζητώντας συγχώρεση, αλλά δεν το έκανε, επειδή θα ήταν αδύνατο να δικαιολογηθεί στους παρευρισκόμενους. Συντετριμμένος, κλείστηκε για μέρες στο δωμάτιό του, μη μπορώντας να διανοηθεί πώς τόλμησε να δεχτεί τη λατρεία που ανήκε μόνο στον Θεό. Ήταν τόσο απελπισμένος, που μόνο ο φόβος του τί τον περίμενε τον απέτρεπε από την αυτοκτονία. Δεν ήξερε όμως άλλο τρόπο να βρει το Θεό πέραν του Ινδουισμού.

Εκείνες τις ημέρες μια φίλη πήγε σπίτι του να του μιλήσει για την εμπειρία της με τον Χριστιανισμό, τον οποίο είχε πρόσφατα ασπασθεί. Ο Ράμπι, αρνούμενος φανατικά να δεχθεί οποιαδήποτε χριστιανική διδαχή, προσποιήθηκε πως είναι απόλυτα ευχαριστημένος με τη θρησκεία του. Του μίλησε για συγχώρεση αμαρτιών, αλλά ο ίδιος ήξερε από τον Ινδουισμό ότι δεν υπήρχε συγχώρεση, μόνο κάρμα, και πως οποιαδήποτε οδό κι αν πάρει κανείς στη ζωή του, το κάρμα και η μετενσάρκωση θα τον φέρουν στον Κρίσνα. Εκνευρισμένος προσπαθούσε να υποστηρίξει τις θεωρίες του Ινδουισμού, αλλά η κοπέλα είχε την ειρήνη που χαρίζει η επαφή με τον Ιησού, κάτι που ο Ράμπι δεν μπορούσε να αμφισβητήσει και ζήλευε. Όταν έμεινε πια μόνος και εγκλωβισμένος σε έναν εσωτερικό τυφώνα αμφιβολιών, μίσους για τον Χριστιανισμό, υπερηφάνειας, εγωϊσμού, συναισθηματικής συντριβής, αλλά και εσωτερικής πληροφορίας πως υπήρχε κάτι αληθινό στον Ιησού, πίεσε τον εαυτό του και προσευχήθηκε στον Θεό να του δείξει την αλήθεια. Γαλήνευσε με τη σιγουριά πως για πρώτη φορά στη ζωή του ο Θεός θα απαντούσε στην προσευχή του, έστω κι αν έτσι πρόδιδε τη θρησκεία, την τάξη και τον πατέρα του.

Πλέον, του ήταν σαφές πως ήταν ένας μικρός τύραννος που περιστρέφονταν γύρω από τις επιθυμίες του. Η καρδιά του τον πληροφορούσε αλάνθαστα πως η αλήθεια ήταν στον Ιησού, έστω κι αν δεν μίλαγε γι’ αυτό σε κανέναν. Ώσπου μια μέρα δέχτηκε αυθόρμητα να πάει με τον ξάδελφό του σε μια χριστιανική συνάθροιση που θα γινόταν στην παράγκα μιας φτωχογειτονιάς. Όλα ήταν απλά, αλλά τον συνεπήρε ο ενθουσιασμός των λίγων παρευρισκομένων. Μετά από την ανάγνωση ψαλμών και τον λόγο του κήρυκα, όπου νόμιζε ότι απευθυνόταν αποκλειστικά σε αυτόν, γονάτισε μπροστά του για να δεχθεί τον Ιησού στην ζωή του. Σε κατάσταση πραγματικής μετανοίας είπε μια αυτοσχέδια προσευχή και αισθάνθηκε ένα λαμπρό φως να πλημμυρίζει την ψυχή του. Ήξερε ότι ο Ιησούς είχε έλθει να ζήσει μέσα του και τον ανακαίνισε πνευματικά και ψυχικά. Ήταν ευτυχής που για πρώτη φορά αισθάνθηκε τί σημαίνει να έχει κανείς πραγματική εσωτερική ειρήνη, αγάπη και κοινωνία με τους ανθρώπους γύρω του.

Όταν το ανακοίνωσε στην οικογένειά του, ανακάλυψε ότι λίγο-πολύ όλοι είχαν αρχίσει να μεταστρέφονται κρυφά ή φανερά στον Χριστιανισμό. Αυτός και η θεία του συγχώρεσαν ο ένας τον άλλο και το παρελθόν μίσους κατέρρευσε, δίνοντας νέα πνοή στη σχέση τους. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα έγιναν όλοι Χριστιανοί. Έκαψαν τα είδωλα, τελετουργικά σκεύη και οτιδήποτε ινδουιστικό είχαν στο σπίτι, και οι εμφανίσεις του πνεύματος του Νάνα σταμάτησαν. Η γιαγιά του, η οποία ήταν σε αναπηρικό καροτσάκι, ξαναπερπάτησε επειδή το ζήτησε με μεγάλη πίστη από τον Κύριο. Οι μέχρι τότε φίλοι τούς αντιμετώπιζαν τώρα με θυμό και μίσος.

Ο Ράμπι φοίτησε στο Βιβλικό Κολλέγιο του Λονδίνου και ξεκίνησε μια μακρά πορεία ως κήρυκας του Ευαγγελίου, οδηγώντας πολλούς στον Χριστό.

Αυτή ήταν εν συντομία η ιστορία του Rabindranath R. Maharaj, που πέρασε μέσα από σκοτεινούς δρόμους, και παθαίνοντας έμαθε την αλήθεια. Παρόμοιες διηγήσεις από τον κόσμο της άπω Ανατολής είχαμε και από παθόντες που κατέφυγαν στην βοήθεια και στήριξη του οσίου γέροντος Παϊσίου. Αυτό που διαφαίνεται σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι η αφετηρία των πνευματικών αυτών εμπειριών, που είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από τον αγαθό αληθινό Θεό.

Δεν είναι δύσκολο να πλανηθεί κανείς, επειδή κι ο διάβολος μπορεί να κάνει θαύματα και να παρέχει «πνευματικά ταξίδια». Όλες οι θρησκείες δεν αναφέρονται στον ίδιο Θεό, ούτε όλες οι θρησκείες οδηγούν στον ίδιο Θεό. Όμως, σήμερα ξένες θρησκείες οικειοποιούνται και «ντύνουν» τη φιλοσοφία τους με χριστιανικά στοιχεία, όπως η αγάπη, ώστε να διευκολύνουν το δρόμο της διάδοσής τους στο χριστιανικό κόσμο. Είναι εμφανής στην Ευρώπη η συστηματική προώθηση φιλοσοφιών της Άπω Ανατολής, όπως η γιόγκα, διαφημιζομένων με εύπεπτη ορολογία, καλυμμένων με το περιτύλιγμα της πνευματικής και σωματικής υγείας και ευεξίας. Συχνά παραλείπεται η οργανική σύνδεση αυτών των πρακτικών με τους Ινδουιστικούς «θεούς » και τη στάση ζωής που απορρέει από τους μύθους τους.

Η ευαισθησία που συχνά έχουμε ως προς την ποιότητα και τα αγνά συστατικά της υλικής τροφής καλό θα ήταν να χαρακτηρίζει και την πρόσληψη της πνευματικής τροφής και την αναζήτηση της αληθινής εμπειρίας.

Μεταγραφή – περίληψη από το βιβλίο «Ο θάνατος ενός γκουρού – ένας Ινδουιστής έρχεται στο Χριστό», Rabindranath R. Maharaj, εκδόσεις Πέργαμος, 1990.
επιμέλεια μ. Χριστοφόρος Κουτλουμουσιανός 

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2017

ΓΑΛΛΙΑ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΟΥΔΙΣΜΟ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

Γράφει ὁ Γάλλος π. Πλακίδας Deseille: 

«Στή Grenoble ὑπάρχουν κάπου πενῆντα Γάλλοι πού ἔγιναν βουδιστές, μαθητές ἑνός θιβετιανοῦ διδασκάλου. Ἐπικεφαλῆς αὐτῆς τῆς ὁμάδος εἶναι ὁ διευθυντής τοῦ ψυχιατρικοῦ νοσοκομείου τῆς Grenoble, ἕνας διακεκριμένος γιατρός. Ὡστόσο, αὐτοί οἱ βουδιστές, πού ἔχουν μιά διδασκαλία ξένη πρός τή δική μας τή χριστιανική, εἶναι σοβαροί ἄνθρωποι καί πρίν ἀπό ἕνα περίπου χρόνο μοῦ ζήτησαν, σ᾽ ἕνα βουδιστικό μοναστήρι πού βρίσκεται ἑκατό χιλιόμετρα μακριά ἀπό τή δική μας ἀδελφότητα, νά τούς κάνω μιά παρουσίασι τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητος. Στή συνάντησι αὐτή παραβρέθηκαν κάπου ἑκατό μέ ἑκατόν πενῆντα ἄνθρωποι καθολικῆς προελεύσεως. Μετά ἀπό τήν ὁμιλία μου ὁ βουδιστής διδάσκαλός τους πού ἦταν ἐκεῖ, εἶπε στήν ὁμήγυρι: “Ἐάν γνωρίζατε τό βάθος τοῦ χριστιανισμοῦ, ὁ βουδισμός δέν θά εἶχε πλέον τίποτε νά σᾶς προσφέρη”. Ἀπό τότε πολλά πρόσωπα, πού εἶχαν παραβρεθῆ, στή διάλεξί μου, ἦλθαν γιά νά μέ δοῦν, κι ἕνας ἀπ᾽ αὐτούς συγκεκριμένα, ἕνας πολύ ἀξιόλογος ἄνθρωπος, ἔγινε ἤδη ὀρθόδοξος».

ΠΗΓΗ:
Αρχίμ. Ιωάννου Κωστώφ
Ο Ήχος των Θεϊκών Βημάτων
εκδ. Άγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός

Αθήνα 2011

Τρίτη 23 Αυγούστου 2016

Π. ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ- Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ ΕΝΟΣ ΑΘΕΟΥ

"...Άπό αυτή τή στιγμή μέχρι πού νά πεθάνω, θά μου μιλάτε μόνο γιά τον Θεό, τόν Χριστό, τήν Παναγία, τους Αγγέλους, τους Αγίους. Γιά τίποτε άλλο..." 

Πρίν από χρόνια, όταν ήμουν εφημέριος στον ιερό Ναό του Αγίου Βασιλείου Πειραιώς, μ’ έκάλεσαν νά εξομολογήσω εκτάκτως, κατόπιν δικής του επιθυμίας, ένα νέο άνδρα, 42 ετών, του οποίου τό όνομα, ήτο Ξενοφών.
Όταν πήγα, ήταν σέ κακή κατάστασι. Ό καρκίνος μέ τίς ραγδαίες μεταστάσεις τόν είχε προσβάλλει καί στό κεφάλι. Οι μέρες του μετρημένες. Ήταν μόνος στον θάλαμο, τό διπλανό κρεββάτι ήταν άδειο, κι έτσι βρεθήκαμε μόνοι μας. Καί μου είπε τά έξης, γιά τό πως πίστεψε, αφού υπήρξε, όπως τό τόνισε, «σκληρός άθεος» καί άπιστος. 

«Ήλθα έδώ πρίν άπό 35 περίπου μέρες, σαυτό τό δωμάτιο των δύο κλινών. Δίπλα μου ήταν ήδη κάποιος άλλος άρρωστος, μεγάλος στην ηλικία, 80 περίπου ετών. Αυτός ό άρρωστος, πάτερ μου, παρά τους φοβερούς πόνους πού είχε στά κόκκαλα -εκεί τόν είχε προσβάλει ό καρκίνος- συνεχώς αναφωνούσε «Δόξα Σοι, ό Θεός! Δόξα Σοι, ό Θεός!…»Στή συνέχεια έλεγε καί πολλές άλλες προσευχές, πού εγώ ο ανεκκλησίαστος καί άθεος τίς άκουγα γιά πρώτη φορά.Κι όμως, πολλές φορές μετά από τίς προσευχές του ηρεμούσε -κι εγώ δέν ξέρω μέ ποιόν τρόπο- καί τόν έπαιρνε γλυκύτατος ύπνος. «Υστερα από δυό-τρεις ώρες ξυπνούσε από τους αφόρητους πόνους, γιά νά ξαναρχίση καί πάλιν «το Χριστέ μου, Σ’ ευχαριστώ! Δόξα στό όνομά Σου!…Δόξα Σοι, ο Θεός!…Δόξα Σοι, ό Θεός!…» 

Εγώ μούγκριζα άπό τους πόνους, κι αυτός ο συνασθενής μου, μέ τους αφόρητους πόνους, δοξολογούσε τόν Θεό.’ Εγώ βλαστημούσα τον Χριστό καί την Παναγία, κι αυτός μακάριζε τόν Θεό, Τόν ευχαριστούσε γιά τόν καρκίνο πού του έδωσε καί τους πόνους πού είχε. Τότε εγώ αγανακτούσα όχι μόνο από τους πόνους τους φρικτούς πού είχα, άλλα καί γιατί έβλεπα αυτόν, τόν συνασθενή μου, νά δοξολογή συνεχώς τόν Θεό. Αυτός έπαιρνε σχεδόν κάθε μέρα «τήν Θεία Μεταλαβιά» κι έγώ ό άθλιος ξερνούσα άπό αηδία. 

- Σκάσε, επί τέλους, σκάσε επί τέλους νά λές συνεχώς «Δόξα Σοι, ο Θεός»! Δέν βλέπεις πώς Αυτός ο Θεός, πού εσύ Τον δοξολογείς, Αυτός μας βασανίζει τόσο σκληρά; Θεός είναι αυτός; Δέν υπάρχει.»Οχι! δέν υπάρχει… 

Καί αυτός μέ γλυκύτητα απαντούσε: 
‘Υπάρχει, παιδί μου, υπάρχει καί είναι στοργικός Πατέρας, διότι με την αρρώστια καί τους πόνους μας καθαρίζει από τίς πολλές μας αμαρτίες. «Οπως αν ασχολιόσουν μέ καμμιά σκληρή δουλειά, όπου τά ρούχα σου και το σώμα σου θά βρωμούσαν κυριολεκτικώς, θά χρειαζόσουν μία σκληρή βούρτσα γιά νά καθαριστής καλά, κι εσύ καί τό σώμα σου καί τά ρούχα σου, κατά τόν ίδιο τρόπο καί ο Θεός χρησιμοποιεί τήν αρρώστια σάν ευεργετικό καθαρισμό της ψυχής, γιά νά τήν προετοιμάση γιά τή Βασιλεία των ουρανών. 

Οι απαντήσεις του μ’ εκνεύριζαν ακόμη περισσότερο καί βλαστημούσα θεούς καί δαίμονες. Δυστυχώς οι αντιδράσεις μου ήσαν αρνητικές, μέ τό νά φωνάζω: 
-Δέν υπάρχει Θεός.,.Δέν πιστεύω σέ τίποτα…Ούτε στον Θεό ούτε ο αυτά τά «κολοκύθια» πού μου λές περί Βασιλείας του Θεού σου…Θυμάμαι τίς τελευταίες του λέξεις: 

-Περίμενε καί θά δής μέ τά μάτια σου πώς χωρίζεται η ψυχή απ’ τό σώμα ενός χριστιανού πού πιστεύει. Είμαι αμαρτωλός, αλλά τό έλεός Του θά μέ σώση. Περίμενε, θά δής καί θά πιστέψεις! 

Καί ή μέρα αυτή έφθασε. Από τό νοσοκομείο θέλησαν νά βάλουν ένα «παραβάν», όπως ήταν καθήκον τους, αλλά έγώ διαμαρτυρήθηκα. Τους είπα «όχι, γιατί θέλω νά δω πώς αυτός ο γέρος θά πεθάνει!!!». 
Τόν έβλεπα λοιπόν νά δοξολογή συνεχώς τόν Θεό. Πότε έλεγε κάποια «Χαίρε» γιά τήν Παναγία, πού αργότερα έμαθα ότι λέγονται «Χαιρετισμοί». Κατόπιν σιγοέψαλλε τό «Θεοτόκε Παρθένε», τό «Άπό των πολλών μου αμαρτιών…», τό «Άξιον έστι», κάνοντας συγχρόνως καί πολλές φορές τό σημείο του σταυρού. 
Σήκωσε κάποια στιγμή τά χέρια του καί είπε: «Καλώς τόν Άγγελό μου! Σ’ ευχαριστώ, πού ήλθες μέ τόση λαμπρά συνοδεία νά παραλάβεις τήν ψυχή μου. Σ’ ευχαριστώ!… Σ ευχαριστώ!…» Ανασηκώθηκε λίγο, ξανασήκωσε τά χέρια του ψηλά, έκαμε τό σημείο του σταυρού, σταύρωσε τά χεράκια του στό στήθος του καί εκοιμήθη! 

Ξαφνικά τό δωμάτιο πλημμύρισε άπό φώς, λές καί μπήκαν μέσα δέκα ήλιοι καί περισσότεροι, τόσο πολύ φωτίστηκε τό δωμάτιο! Ναί, εγώ ο άπιστος, ο άθεος, ο υλιστής, ο «ξιπασμένος», ομολογώ ότι όχι μόνον έλαμψε τό δωμάτιο άλλα καί μιά ωραιότατη μυρωδιά απλώθηκε σ’αύτό, ακόμη καί σέ ολόκληρο τόν διάδρομο, καί μάλιστα όσοι ήσαν ξυπνητοί καί μπορούσαν, έτρεχαν εδώ κι εκεί, γιά νά διαπιστώσουν άπό που ήρχετο η παράξενη αυτή μυρωδιά. 

«Ετσι, πάτερ μου, πίστεψα, γι’ αυτό καί φώναξα γιά Εξομολόγο ύστερα άπό τρεις ημέρες. Τήν άλλη μέρα όμως, τά βαλα μέ τους δικούς μου, την μάνα μου καί τον πατέρα μου, ύστερα με τά δύο μεγαλύτερα αδέλφια μου, μέ τη γυναίκα μου, μέ τους συγγενείς καί τους φίλους, καί τους φώναζα καί τους έλεγα: 

- Γιατί δέν μου μιλήσατε ποτέ γιά τόν Θεό, τήν Παναγία καί τους Αγίους; Γιατί δέν μέ οδηγήσατε ποτέ στην ‘Εκκλησία; Γιατί δέν μου είπατε ότι υπάρχει Θεός καί υπάρχει καί θάνατος καί κάποτε αυτη ή ψυχή θά χωρισθή από τό σώμα γιά νά δώση τόν λόγο της; Γιατί μέ σπρώξατε μέ τήν συμπεριφορά σας στην αθεΐα καί στον μαρξισμό; ‘ Εσείς μέ μάθατε νά βλαστημώ, νά κλέβω, νά απατώ, νά θυμώνω, νά πεισμώνω, νά λέω χιλιάδες ψέματα, νά αδικώ, νά πορνεύω… 
Εσείς μέ μάθατε νά είμαι πονηρός, καχύποπτος, ζηλιάρης, λαίμαργος, φιλάργυρος καί κακός. Γιατί δέν μου διδάξατε τήν αρετή; Γιατί δέν μου διδάξατε τήν αγάπη; Γιατί δέν μου μιλήσατε ποτέ γιά τόν Χριστό; Γιατί;… Άπό αυτή τή στιγμή μέχρι πού νά πεθάνω, θά μου μιλάτε μόνο γιά τον Θεό, τόν Χριστό, τήν Παναγία, τους Αγγέλους, τους Αγίους. Γιά τίποτε άλλο. 

Ηρχοντο οι δικοί μου, οι συγγενείς, φίλοι, γνωστοί, καί τους ρωτούσα τόν καθένα χωριστά ή όλους μαζί: 
- «Εχετε νά μου πείτε κάτι σημαντικό γιά τόν Θεό; διότι Αυτόν θά συναντήσω! Λέγετε…..’Εάν δέν ξέρετε, νά μάθετε. Οί μέρες περνάνε κι εγώ θά φύγω. 

Καί σ’ ένα – δυό επισκέπτες: 
- Άν δέν ξέρης ή αν δέν πιστεύης, νά φύγης!… 
Τώρα πιστεύω μέ όλη μου τήν καρδιά, καί θέλω νά εξομολογηθώ όλες τίς αμαρτίες μου από μικρό παιδί…» 

Ήτο σταθερός καί αμείλικτος μέ τό παλαιό εαυτό του ο Ξενοφών. Καί το έλεος του Θεού ήταν μεγάλο, πολύ μεγάλο!’ Εξομολογήθηκε μέ ειλικρίνεια, κοινώνησε δυό-τρεις φορές καί υστέρα από πάλη μερικών ημερών μέ τόν καρκίνο, έφυγε εν πλήρη μετάνοια, μέ ζέουσα τήν πίστι, ειρηνικά, οσιακά, δοξολογώντας κι’ αυτός τόν Θεό.

ΓΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΒΙΩΜΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ
ΠΡ. ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Σάββατο 23 Ιουλίου 2016

ΠΑΤΗΡ ΙΩΑΝΝΗΣ: ΕΝΑΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΙΕΡΕΑΣ

Θεωρούμαι προδότης από την οικογένειά μου. Εκεί στη νότιο Ιταλία είναι φανατικά Καθολικοί. Δεν μπορούν να δεχθούν οτιδήποτε εναντίον του Πάπα ...ΕΝΑΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΣ ΕΓΙΝΕ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΙΕΡΕΑΣ...

Η εντυπωσιακή ιστορία ενός δυναμικού Ιταλού, που μέσα από τις συμπληγάδες του φανατικού καθολικισμού της Σικελίας, βρήκε την προσωπική του λύτρωση μέσα στην Ορθοδοξία. 
Σήμερα είναι ιερέας της Αγίας Τριάδας Χολαργού

     «Ως καθολικός έκανα το σταυρό μου, την προσευχή μου και μέχρι εκεί. Μετά ήμουν ο άνθρωπος της καθημερινότητας»

·       «Με το που μπήκα στην μάνδρα της μονής, ένα απέριττο κελί, αισθάνθηκα ότι άγγιζε τον ουρανό, ενώ όταν μπαίνεις σε δυτικούς ναούς αισθάνεσαι ότι οι ουρανοί είναι κλειστοί κι απόμακροι»


·       «Στην Ορθοδοξία νιώθεις ότι ο Θεός σε ακολουθεί κατά πόδας. Νιώθεις το πατρικό χέρι του Θεού ότι σε καλύπτει, σε σκεπάζει. Είναι κοντά σου, είναι μέσα σου, δεν είναι απέναντι»


·       «Ναι, θεωρούμαι προδότης από την οικογένειά μου. Εκεί στη νότιο Ιταλία είναι φανατικά καθολικοί. Δεν μπορούν να δεχθούν οτιδήποτε εναντίον του Πάπα»

·       «Οι νέοι πιστεύουν στο Θεό αλλά δεν πηγαίνουν στην Εκκλησία εξαιτίας της εκκοσμίκευσής της. 
Η Εκκλησία θεωρείται εταιρεία του ιερού. Σε πληρώνω για να μου παρέχεις την βάπτιση, τον γάμο κ.λ.π. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να είναι γεμάτες οι καφετέριες και τα μπαρ από νεολαίους»

·       «Το ότι επιτίθενται στην Ελλάδα και στην Ορθοδοξία, σημαίνει ότι πάμε καλά. Κάποιοι μας φοβούνται»


·       «Ὁ Έλλην εκ γενετής δεν έχει όρια, είναι μία φύση ''ταξιδιωτική'', δεν μπαίνει σε καλούπια»


Συνέντευξη στον Μάκη Βραχιολίδη

Giovanni Pileri-Bruno χθες, πατήρ Ιωάννης σήμερα. 

Ο Ιταλός από το Παλέρμο Σικελίας, που γεννήθηκε, μεγάλωσε και σπούδασε σε μια περιοχή κάτω από τα Αρβανιτοχώρια. 
Δεν είναι ελληνική παροικία, όπως λέει δε ο ίδιος, η ελληνική γλώσσα έχει χαθεί από την περιοχή, ήδη από τον 15ο αιώνα! 
Από πιστή καθολική οικογένεια, ο Bruno ήταν παιδί του ιερού. 
Ο αδερφός του είναι παπικός ιερέας. 
Οπότε, γίνεται αντιληπτό πόσο δύσκολο ήταν για τον νεαρό Ιταλό να ξεφύγει από τον καθολικισμό και να ακολουθήσει τα βήματα της Ορθοδοξίας. 
Ένα ταξίδι, μια διαδρομή εξαιρετικά δύσκολη αλλά μαγευτική, όπως ομολογεί και ο ίδιος.

Εδώ και 14 χρόνια, και συγκεκριμένα από την άνοιξη του 1999 ο Bruno είναι ο Ορθόδοξος. 

Μετά το σεισμό της Αθήνας την ίδια χρονιά, βρέθηκε στην ελληνική πρωτεύουσα ως υπότροφος της Ιεράς Συνόδου. Τότε, ερχόταν με την επιθυμία να τελειώσει το Πανεπιστήμιο Θεολογίας, και μετά να επιστρέψει για να αναλάβει ιεραποστολή. 
Τελικά, ρίζωσε και έμεινε στην Ελλάδα. Έγινε διάκος το 2005 και από το 2008 είναι ιερέας.
Όσα αποκαλύπτει ο πατήρ Ιωάννης είναι εξίσου μαγευτικά και για μας. 
Πραγματικά, αξίζει τον κόπο να διαβάσετε μια συνέντευξη εντελώς διαφορετική από τις άλλες.

Πότε σας γεννήθηκε η τάση να ξεφύγετε από τον καθολικισμό;


π. Ιωάννης: Ήμουν παιδί θρήσκας οικογένειας, παιδί ιερού θα ‘λεγα. Δεν ήμουν με παρωπίδες. Στην εφηβεία πέρασα ένα διάστημα όπου είχα επαναστατήσει, άκουγα πολύ μουσική, πάντα όμως σεβόμενος τα της θρησκείας και του Θεού. 

Στα 16 μου χρόνια επιστρέφω στην καθολική εκκλησία προς παρηγορία, αγωνιζόμενος και διαβάζοντας τα της θεολογίας. Δεν με ανέπαυε όμως τίποτα.  Σκεφτείτε ότι εκεί υπάρχει μια μεγάλη γκάμα πνευματικοτήτων. 
Τότε ειδικά, ο πάπας Κάρολος Βοϊτίλα, είχε εγκαινιάσει μια πολιτική ανοίγματος προς όλες τις θρησκείες και τις Εκκλησίες. Οπότε είχα την πολυτέλεια επιλογής. Αυτό μου βγήκε σε καλό γιατί μέσα σε αυτή την γκάμα υπήρχαν και ορθόδοξοι βυζαντινοί. Αυτό με τράβηξε.  Θυμάμαι τότε δε, ότι είχα διαβάσει ένα βιβλίο «Οι Περιπέτειες ενός Προσκυνητού», το οποίο αφορούσε στη σχέση σου με τον Θεό σε καθημερινή βάση. Αποφάσισα τότε, στα 16 μου να το επαναφέρω στη μνήμη μου.  
Ως καθολικός έκανα το σταυρό μου, την προσευχή μου και μέχρι εκεί. Μετά ήμουν ο άνθρωπος της καθημερινότητας. Μέσα στη διήγηση όμως αυτού του προσκυνητού, είχα την αίσθηση ότι ο Θεός σε ακολουθεί κατά πόδας.

Ο Θεός δηλαδή σε κάθε λεπτό ήταν κοντά σας;


π. Ιωάννης: Ναι. Το πατρικό χέρι του Θεού σε καλύπτει, σε σκεπάζει. Είναι κοντά σου, είναι μέσα σου, δεν είναι απέναντι. Τότε είπα: αυτό είναι που αναζητώ και θέλω.


Διαπιστώσατε λοιπόν τότε ότι σας άγγιζε η Ορθοδοξία. Υπήρχε εκεί κάποια ορθόδοξη κοινότητα στην οποία απευθυνθήκατε;


π. Ιωάννης:  Κυκλοφορούσαν τότε μεταφράσεις του Πιέρ Ζιλέτ του Ορθόδοξου Βέλγου, του Σιλουανού Αθωνίτου κ.α. Μιλάμε για σύγχρονους αγίους και αυτό θα μου προξενήσει εντύπωση,γιατί η Ορθοδοξία παράγει αγίους.Όταν τελείωσα το σχολείο γράφτηκα στην ποντιφική σχολή του Παλέρμου, στην οποία υπήρχε ένα μάθημα η «Βυζαντινή Θεολογία» η οποία όμως δεν με κάλυπτε πάλι καθόλου. Τότε άκουσα ότι στην Καλαβρία υπήρχε ένας μοναχός Λαυριώτης (από την Μεγίστη Λαύρα), που είχε εγκαταβιώσει σε ένα κελί και είχε αναβιώσει τον Ορθόδοξο μοναχισμό. 


Είπα λοιπόν μέσα μου: «Ώπα, αυτός θα ξέρει να μου πει για την πνευματικότητα και την Εκκλησία». Κανόνισα λοιπόν με έναν ομοϊδεάτη μου Ιταλό να πάμε στο κελί του μοναχού.Με το που μπήκα στην μάνδρα της μονής, ένα απέριττο κελί, αισθάνθηκα ότι άγγιζε τον ουρανό, ενώ όταν μπαίνεις σε δυτικούς ναούς αισθάνεσαι ότι οι ουρανοί είναι κλειστοί ή απόμακροι. 

Θυμάμαι όταν διάβαζα τις πρώτες σελίδες του «Αντίχριστου» του Νίτσε ότι «ο Θεός απέθανε». Αυτός ο Θεός όντως μπορεί να απέθανε. 

Εγώ αισθανόμουν μέσα μου ότι ο Θεός υπάρχει και μάλιστα ο Θεός των χριστιανών. Με το που μπήκα λοιπόν στο μοναστήρι, αισθάνθηκα ότι ο Θεός είναι τρομερά προσιτός. Έκανες έτσι με το χέρι και τον άγγιζες. Αυτό βεβαίως οφειλόταν στους μεγάλους αγώνες του ασκητού. Αργότερα μου έλεγε ότι αυτό που τραβάει ο ασκητής στην έρημο είναι οριακή εμπειρία. Κατηχήθηκα λοιπόν στην μονή του ασκητού.


Από την οικογένειά σας αντιμετωπίσατε αντιδράσεις;


π. Ιωάννης: Υπήρξε ένας «πόλεμος» και από την οικογένεια και από την τοπική Εκκλησία. Το ενδιαφέρον τους ήταν αν θα ξεκινούσα εγώ πόλεμο ή αν θα υπέγραφα δημόσιο λίβελλο. 

Τους είπα «όχι», απλώς αφήστε με να πάρω το δρόμο μου. Κοιτάξτε, δικαιολογώ τη στάση τους διότι επαναλαμβάνω ότι ήμουν παιδί του ιερού. 

Το αξιόλογο είναι ότι ενώ κατά εκατοντάδες ή χιλιάδες μεταστρέφονται στον προτεσταντισμό ή στους ιεχωβάδες, δεν κάνει τόσο μεγάλη εντύπωση όσο το ότι μπορεί κάποιος να μεταπηδήσει στην Ορθοδοξία. 

Βέβαια, αυτό έχει να κάνει και με το background της κάτω Ιταλίας η οποία κάποτε υπήρξε Ορθόδοξη αλλά εκλατινίστηκε.

Η αποσκίρτησή σας όμως από τον καθολικισμό έγινε αποδεκτή από την οικογένειά σας ή θεωρείστε ως «αποδιοπομπαίος τράγος»;

π. Ιωάννης: 
 Ο ιταλικός νότος που εκλατινίστηκε βίαια είναι σαν τους γενίτσαρους. Είναι βαθιά και φανατικά καθολικοί. Δεν μπορείς να τους μιλήσεις κατά του πάπα. Σε αντίθεση με τους Ιταλούς της Ρώμης ή της Φλωρεντίας που έχουν ζήσει από πρώτο χέρι τον πάπα και είναι ανοιχτοί στον διάλογο και την αυτοκριτική. Συμπερασματικά λοιπόν σας λέω ότι ναι, θεωρούμαι προδότης.

Έχετε τολμήσει να πάτε εκεί, πίσω στην πατρίδα, εννοώ;

π. Ιωάννης:  Πήγα πριν από δύο χρόνια.


Έτσι όπως είστε, με τα ράσα;


π. Ιωάννης:  Όχι, τα είχα βγάλει γιατί θα υπήρχε θέμα. Δεν ήθελα να εκληφθεί ως πρόκληση. Ο πατέρας μου, ειρωνευόμενος μου είπε: «Εσύ μόνο στην Ελλάδα θα μπορούσες να γίνεις ιερέας», θέλοντας να πει ότι εδώ υπάρχει χαμηλό πνευματικό επίπεδο. Οπότε εγώ του απάντησα: «Δεν έχω το πνευματικό ανάστημα των παιδοφίλων της Ιρλανδίας».


Πώς βρεθήκατε στην Ελλάδα;


π. Ιωάννης:  Στην ιερά μονή συνάντησα έναν αρχιερατικό επίτροπο της Καλαβρίας και Σικελίας, ο οποίος με πήρε στο Άγιον Όρος ως κατηχούμενο και μου είπε: «Μην βιάζεσαι, είσαι νέος και μην πάρεις απόφαση για τον άγαμο ή έγγαμο βίο. Κάνε μερικά βήματα μέσα στην Εκκλησία κι εκεί θ’ αποφασίσεις ποια είναι η κλίση σου». Ήρθα ως υπότροφος της Εκκλησίας της Ελλάδος το 1999 και ωρίμασε μέσα μου η ιδέα να παραμείνω εδώ. Τα αρχικά μου σχέδια μου περί ιεραποστολής, ήταν ουτοπία.


Ήρθατε λοιπόν στην Ελλάδα, σπουδάσατε στην Θεολογική Σχολή Αθηνών και μιλάτε τα ελληνικά καλύτερα από Έλληνα. Παντρευτήκατε εδώ;


π. Ιωάννης:  Ναι.


Ελληνίδα είναι η πρεσβυτέρα;


π. Ιωάννης:  Όχι, Ρουμάνα. Σπούδαζε στην Πάτρα, είχε περισσότερα χρόνια από μένα στην Ελλάδα και γνωριστήκαμε στην Αθήνα.


Τα παιδιά σας αισθάνονται Έλληνες;


π. Ιωάννης:  Ναι, αλλά προσπαθώ πάντα αυτά να συμβαίνουν φυσιολογικά. 


Εσείς νιώθετε Έλληνας;


π. Ιωάννης:  Όχι Ελλαδίτης, αλλά είμαι μέλος της οικογένειας του Ελληνισμού.

«ΟΙ ΝΕΟΙ ΠΙΣΤΕΟΥΝ ΣΤΟ ΘΕΟ, ΦΤΑΙΕΙ ΟΜΩΣ Η ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΡΟΣΕΡΧΟΝΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΝΑΟΥΣ»

Τι έχετε διαπιστώσει για τον Έλληνα Ορθόδοξο, είναι πιστός ή επιφανειακά πιστεύει στον Χριστό;


π. Ιωάννης:  Εδώ γεννήθηκε η φιλοσοφία. Αυτό σημαίνει ότι ο Έλληνας πιστεύει πολύ στην λογική του. Βλέπετε με πόση ευκολία στιγματίζει ο Έλληνας τον κομπογιανιτισμό ή την λαϊκή ευσέβεια κάτι που είναι αδιανόητο σε χώρες σλαβικές ή πιο ασιατικές. Εδώ γεννήθηκε η φιλοσοφία, ο ήλιος και το φως δεν είναι εφήμερο αλλά δεν μπορείς να εμπιστεύεσαι μόνο την λογική σου γιατί μακροπρόθεσμα θα σε κουράσει, θα σε αποδυναμώσει. 


Γι’ αυτό βάζουν τον Έλληνα να σκέφτεται μόνον λογικά, για να τον αποδυναμώσουν. Γιατί ξέρουν πού θα φτάσει. Τα μεγάλα αναστήματα μόνο με την προδοσία τα ρίχνουν. Τον Χριστό πώς τον ρίξανε; Με τον Ιούδα. Τον Μέγα Αλέξανδρο; Πάλι με προδοσία. Τον μεγάλο δεν μπορείς κατά μέτωπο να τον ρίξεις, παρά μόνο με προδοσία.


Για την νεολαία όμως, τ ι λέτε; Τα μπαρ και οι καφετέριες είναι γεμάτες από νεολαίους. Ελάχιστοι βρίσκονται στις εκκλησίες. Δεν νομίζω ότι είναι θέμα φιλοσοφίας αυτό.


π. Ιωάννης:  Αυτό έχει να κάνει με την εκκοσμίκευση της Εκκλησίας. Αυτό και στη Δύση είχε δημιουργηθεί. Ότι δηλ. η Εκκλησία είναι μια εταιρεία του ιερού. Σε πληρώνω για να μου παρέχεις την βάπτιση, τον γάμο κ.λ.π. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να είναι γεμάτες οι καφετέριες και τα μπαρ. Αν ρωτήσεις τα παιδιά αυτά αν πάνε στην Εκκλησία, θα σου πουν: 


«Α, δεν μπορώ τους παπάδες». Αν τους ρωτήσεις εάν πιστεύουν στο Θεό, θα σου πουν «πάρα πολύ» και μπορεί να δακρύσουν κιόλας. Όταν είχε ξεσπάσει το λεγόμενο σκάνδαλο του Βατοπαιδίου, ο Λαζόπουλος είχε κάνει μια παραλλαγή ενός τραγουδιού με περιπαικτικούς στίχους για τον Εφραίμ και παρότρυνε τα παιδιά να τραγουδήσουν μαζί του. Τα παιδιά όμως δεν ήθελαν να τραγουδήσουν και κάποια από αυτά δακρύζανε. Ποιο ήταν το μήνυμα: «το Άγιον Όρος είναι Άγιον Όρος. Για μας δεν είναι ένα γεωγραφικό μέρος αλλά και πνευματικό».

«ΝΟΙΑΖΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΜΕΝΟΣ ΚΙ ΑΦΗΝΟΥΝ ΝΑ ΚΑΤΑΡΡΕΟΥΝ ΤΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΜΝΗΜΕΙΑ»

Το ότι η ελληνική κυβέρνηση έσπευσε να υιοθετήσει τη δημιουργία του μουσουλμανικού τεμένους και μάλιστα προχώρησε στη σχετική δημοπρασία του έργου, δεν γεννά κινδύνους; Ποια είναι η άποψή σας;


π. Ιωάννης:  Εμένα με πληγώνει ότι από τη μια κόπτονται για τα δικαιώματα των μουσουλμάνων, αλλά την ίδια ώρα τα βυζαντινά μνημεία καταστρέφονται, καταρρέουν. Δεν υπάρχει ενδιαφέρον από το Υπουργείο Πολιτισμού. Φτιάξε τέμενος αλλά πρώτα φρόντισε για τα δικά σου, για τα του οίκου σου. Είναι κρίμα.


Πολλοί συμπατριώτες μας πιστεύουν ότι όσα υποφέρει ο λαός μας είναι μια δοκιμασία ή τιμωρία του Θεού. Είναι έτσι;


π. Ιωάννης:  Έχει ειπωθεί ότι η εποχή μας συγγενεύει και μοιάζει με την υστεροαρχαιότητα· με μία ιστορική περίοδο όπου όλοι οι δημόσιοι θεσμοί κατέρρεαν και η προσμονή ενός Λυτρωτού γινόταν όλο και πιο επιτακτική. 

Όλοι οι μεταβατικοί ιστορικοί περίοδοι χαρακτηρίζονται βέβαια από κάποια μορφή ''κρίσης''.
Μέχρι πρότινος θα’ λεγε κανείς ότι η Εκκλησία προσπαθούσε να αναπληρώσει τις ατέλειες των υπαρχόντων κοινωνικών θεσμών. Σήμερα, αυτό μπαίνει σε αμφισβήτηση και η Εκκλησία με παράπονο αργεί να το παραδέχεται, ίσως και με το δίκιο της. Θυμάμαι και το αναφέρω αυτό ενδεικτικά ότι το 2005 οι  εφημερίδες γράφανε, χωρίς επίσημα ακριβή στατικά στοιχεία, ότι η Εκκλησία με το συνολικό της έργο εκάλυπτε περίπου το 80% των αναγκών της κοινωνικής πρόνοιας. Αν σκεφτείτε τι εθελοντισμός διεξάγεται στις κατά τόπους εκκλησίες ακόμη και προτού γίνει της μόδας ο εθελοντισμός, δεν θα’ πρεπε αυτό να μας φανεί παράξενο.
Ένας λαός όπως ὁ ελληνικός, με τεράστια και μακραίωνη πνευματική και πολιτιστική παράδοση, έχει όλα τα εχέγγυα για να θεωρείται πνευματικά ώριμος. Ένας άνθρωπος πνευματικά προχωρημένος συνήθως δοκιμάζεται, προπονείται για να επιτύχει υψηλότερους στόχους. 
Θεωρώ ότι μάλλον η παρούσα στέρηση οικονομικών δυνατοτήτων είναι στην χειρότερη των περιπτώσεων μία πολύ δύσκολη εξέταση για τον ελληνικόν λαόν και για όλη την κοιτίδα της Μεσογείου.
Ἡ εκ των υστέρων μοιρολατρία,  εννοείται πως παραμονεύει συνεχώς πάντοτε και παντού σε ανάλογες περιπτώσεις. Είναι εύκολο εκ των υστέρων να λέμε· '' θα ‘πρεπε να ‘χει γίνει τούτο, εκείνο κ.ο.κ.''
Βέβαια, σημείο πνευματικής ωρίμανσης είναι και το να γνωρίζει κανείς τα δικά του όρια. Ὁ Έλλην εκ γενετής δεν έχει όρια, είναι μία φύση ''ταξιδιωτική'' ας μου επιτραπεί ἡ έκφραση, δεν μπαίνει σε καλούπια. 
Ένας γνωστός μου πολιτικός μηχανικός μου’ λεγε ότι κάποτε του ‘λαχε να συνεργαστεί με κάποιο ''βόρειο'' συνάδελφό του. Και ενώ εκείνος προσπαθούσε να βρει λύσεις αποτελεσματικές ὁ ''ορθολογιστής'' του ’μπαινε και του’ λεγε ότι αυτό δεν επιτρέπεται! Είναι αλήθεια ότι ο  Έλληνας περνάει ώρες μπροστά στον καφέ του, αλλά κύρια θέματα στην ημερήσια διάταξη είναι η δουλειά του, η οικογένειά του και η πνευματική και ολική πρόοδος του τόπου του που λατρεύει. Εξ' ου και επιτυγχάνει σε σύντομο χρονικό διάστημα τα μέγιστα. Ξεχάσατε το 2004; Θυμόσαστε τα κολακευτικά λόγια της διεθνούς κριτικής μετά το πέρας των ολυμπιακών αγώνων; Αυτή είναι η πραγματική φύσις του  Έλληνα. 

Αισιοδοξείτε για το αύριο της Ελλάδος και της Ορθοδοξίας ή όχι;


π. Ιωάννης:  Το ότι επιτίθενται στην Ελλάδα και στην Ορθοδοξία, σημαίνει ότι πάμε καλά. Κάποιοι μας φοβούνται. Το ότι υπάρχει η γαλανόλευκη, το ότι υπάρχει Αιγαίο σε κάποιους δεν αρέσει. Παρ’ όλα τα χάλια μας, παρ’ όλες τις αδυναμίες και τις δοκιμασίες, ενσαρκώνεται ο Λόγος στην Ιστορία.

Τρίτη 19 Ιουλίου 2016

Ο ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ ΤΑΞΙΑΡΧΟΣ ΚΑΙ Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

Ένας αμερικανός ταξίαρχος όπου στάλθηκε σε αποστολή στην Μολδαβία, αγάπησε τον μολδαβικό τρόπο ζωής και αποφάσισε να βαπτιστεί ορθόδοξος.

 Ο Norvel Coots, επικεφαλής του Ιατρικού Αρχηγείου του ΝΑΤΟ  έχει τον βαθμό του Ταξίαρχου. Φτάνοντας στο Κίσιβο εντυπωσιάστηκε από τις δύσκολες συνθήκες υπό τις οποίες ζούσαν χιλιάδες παιδιά. Το 2000 έθεσε τις βάσεις ενός προγράμματος για την βοήθεια τους, πρόγραμμα το οποίο λειτουργεί μέχρι σήμερα.

 «Είδα τα ορφανοτροφεία που λειτουργούσαν κατά το σοβιετικό σύστημα, μεγάλα ορφανοτροφεία χωρίς ρεύμα και νερό, ουσιαστικά  μόνο ένα μέρος για μείνει κάποιος το βράδυ. Αν και τα παιδιά είχαν φαγητό και λάμβαναν κάποια μόρφωση, είχαν ανάγκη από φροντίδα, στοργή και άλλα βασικά πράγματα που θα εξασφάλιζαν καλύτερες συνθήκες ζωής
Η προσπάθεια μας ξεκίνησε το 2000,είπε ο ίδιος σε μία συνέντευξη στην România Liberă.

Ο ταξίαρχος Coots υποστηρίζεται από την Ορθόδοξη εκκλησία της Μολδαβίας και τον αρχιεπίσκοπο Βλαδίμηρο του Κισίβου. Ο Αμερικανός υποστηρίζει πως οι δωρεές ελήφθησαν μέσω της ορθόδοξης εκκλησίας αλλά συνέβαλε και ο ίδιος προσωπικά.

Οι εμπειρίες που έζησε εκεί στις όχθες του ποταμού Προύθου, έκαναν τον ταξίαρχο να αλλάξει ζωή. Βαπτίστηκε Ορθόδοξος και υποστηρίζει πως άκουσε την ίδια την Παναγία να του λέει να βοηθήσει τα παιδιά της Μολδαβίας

«Έγινα ορθόδοξος. Τα παιδιά μου πήραν μολδαβικά ονόματα, Μαξιμιλιανός και Καταλίνα. Την δεύτερη φορά που πήγα στην Μολδαβία για να ολοκληρώσω το πρόγραμμα, επισκέφτηκα ένα παλιό μοναστήρι στο Ορχέι. Τότε μου μίλησε η Παναγία και μου είπε να βοηθήσω εκείνα τα παιδιά. Ήδη αισθάνομαι Μολδαβός και μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο Βλαδίμηρο θέλουμε να αναπτύξουμε και άλλα προγράμματα


πηγή/Απόδοση στα ελληνικά π.Γεώργιος Κονισπολιάτης/proskynitis.blogspot

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2016

Ο ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΟΣ ΔΙΑΣΗΜΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑΣ ΠΟΥ ΑΣΠΑΣΤΗΚΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ


O πρώην Μουσουλμάνος διάσημος επιστήμονας από τη Σαουδική Αραβία με καταγωγή από την πόλη της Τζέντα Δρ Khalid Al-Sida, ασπάστηκε τον Χριστιανισμό πριν από λίγο καιρό.  
Σήμερα ο διάσημος μικροβιολόγος Δρ Khalid Al-Sida έχει επιλέξει να κηρύττει τον Χριστιανισμό στους Μουσουλμάνους.  
Όπως δηλώνει ο πρώην πλέον μουσουλμάνος επιστήμονας που ασπάστηκε τον Χριστιανισμό, Δρ Khalid Al-Sida, «Ο Ιησούς είναι το Άλφα και το Ωμέγα. Ο Ιησούς με έσωσε στη Σαουδική Αραβία, την Ιορδανία, όταν ήμουν πρόσφυγας, και το σημαντικότερο – ο Κύριος με έσωσε από τον αιώνιο θάνατο. Δράττομαι της ευκαιρίας να ευχαριστήσω τον Ιησού για την αγάπη Του για μένα, την οικογένειά μου και τους ανθρώπους μου »..  
Για περισσότερα από 33 χρόνια ο Δρ Khalid Al-Sida, υπήρξε ένας αφοσιωμένος οπαδός του Ισλάμ. Ωστόσο, ως επιστήμονας από τη φύση του, συνήθιζε να κάνει ερωτήσεις. Το αποτέλεσμα ήταν τα  ερωτήματα αυτά, να οδηγήσουν τον διάσημο μικροβιολόγο στο Χριστιανισμό και στην πίστη στον Ιησού Χριστό.  
Σύμφωνα, με τη μαρτυρία του ίδιου του Δόκτωρος Khalid Al-Sid, ένα όνειρο ήταν εκείνο που τον οδήγησε να ασπαστεί τον Χριστιανισμό.  

«Μετά το μήνα του μέλιτος, πήγα πίσω στη Σαουδική Αραβία. Είδα ένα όνειρο. Σε μένα, αποκαλύφθηκε ο Ιησούς – ο Υιός του Θεού και Σωτήρας. Αλλά ήταν δύσκολο να τον δεχτώ από τη στιγμή που ήμουν μουσουλμάνος 33 χρόνια. Τότε αποφάσισα να διαβάσω την Αγία Γραφή. Ένιωσα τεράστια δύναμη από το Λόγο του Θεού.   Έχω διαβάσει την Αγία Γραφή περίπου 8-9 χρόνια. Ήταν τόσο όμορφη» σημείωσε ο διάσημος επιστήμονας σε μια προσπάθεια να εξηγήσει πώς προσέγγισε τον Χριστιανισμό. 

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016

Η ΒΑΠΤΙΣΗ ΤΗΣ ΜΠΟΥΡΤΖΟΥ («EΥΡΕΘΗΝ ΤΟΙΣ ΕΜΕ ΜΗ ΖΗΤΟΥΣΙΝ»)

 Η ΒΑΠΤΙΣΗ ΤΗΣ ΜΠΟΥΡΤΖΟΥ
«EΥΡΕΘΗΝ ΤΟΙΣ ΕΜΕ ΜΗ ΖΗΤΟΥΣΙΝ»
 
(Στὴν κατωτέρω αληθινή ιστορία δι᾽ εὐνοήτους λόγους ἔχουν ἀλλαχθεῖ ὅλα τὰ ὀνόματα καὶ τὰ τοπωνύμια.)
 
Ἡ Μπουρτζοὺ γεννήθηκε πρὶν ἀπὸ 35 χρόνια σὲ μία μουσουλμανικὴ χώρα, ὅπου καὶ μεγάλωσε, χωρὶς νὰ ἔχει κανέναν συγγενικὸ ἢ φιλικὸ δεσμὸ μὲ χριστιανούς, μέσα σὲ ἕνα καθαρὰ μουσλουμανικὸ περιβάλλον. Ὅλοι στὴν οἰκογένειά της εἶναι μουσλουμάνοι καὶ ποτὲ δὲν ἔτυχε νὰ γνωρίσει χριστιανούς.

Ὅταν πρὶν ἀπὸ 5 χρόνια ἦρθε ἕνα ταξίδι στὴν Ἑλλάδα ἀνακάλυψε ὅτι ἡ Κυρία ποὺ ἔβλεπε συχνὰ στὸν ὕπνο της ἦταν ἡ Παναγία. Ἔνιωσε ρίγος μέσα σὲ ἕνα μοναστήρι τῆς Βορείου Ἑλλάδος, ὅταν ἀντίκρισε τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ πυκνὰ δάκρυα κύλησαν στὰ μάγουλά της. Τότε ἦταν ποὺ ἄρχισε νὰ ρωτάει γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ ἀποφάσισε νὰ γίνει χριστιανή. Ἀλλὰ ὁ δρόμος της ἦταν δύσκολος…Ρώτησε, ἔψαξε ἀλλὰ κανένας δὲν ἦταν πρόθυμος νὰ τὴν βοηθήσει.
Ἡ Μπουρτζοὺ ἔφτασε ὣς τὴν Θεσσαλονίκη, προκειμένου νὰ κατηχηθεῖ καὶ νὰ βαπτιστεῖ. Ἐπικοινώνησε μὲ ἱερέα ποὺ ἤξερε τὴν γλῶσσα της κι ὅταν ἔμαθε ὅτι ἐκεῖνος ἔχει πάρει ἐντολὴ ἀπὸ τὴ Μητρόπολή του νὰ κατηχήσει καὶ νὰ βαπτίσει ὁμάδα συμπατριωτῶν της ὀρθοδόξων πιστῶν, προσπάθησε νὰ ἔρθει μαζί τους στὴν πρώτη σειρὰ μαθημάτων.

Λυπηθήκαμε ὅταν τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 2009 μάθαμε ὅτι δὲν κατάφερε νὰ ἔρθει ἡ Τ. –Μπουρτζού παρ’ ὅλο ποὺ τὸ ἐπιθυμοῦσε διακαῶς. (εἶχε ἤδη ἐπιλέξει χριστιανικὸ ὄνομα). Εἶπα στοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφοὺς καὶ συνενορίτες μου ὅτι ἡ Τ. κλαίει ἀπαρηγόρητη καὶ βέβαια ἐκεῖνοι ἔβαλαν τὰ «μεγάλα μέσα». Ἄρχισαν προσευχὴ γιὰ τὴν ἴδια καὶ τὸν ἄντρα της. Ὁ π.Θ. τῆς ἄρχισε μαθήματα τηλεφωνικῶς (!!!) γιὰ νὰ συντονιστεῖ μὲ τοὺς ὑπολοίπους στὴν ἑπομένη σειρὰ μαθημάτων. Ἀπὸ τὴν χαρά της ἔκλαιγε καὶ δὲν μποροῦσε νὰ παρακολουθήσει τὸ μάθημα…Ὅλοι στὴν ἐκκλησία προσεύχονταν καὶ γιὰ αὐτοὺς ποὺ ὁλοκλήρωσαν τὴν πρώτη σειρὰ μαθημάτων καὶ ἔφυγαν γιὰ νὰ ἐπανέλθουν σὲ ἕνα μήνα ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν Τ. μὲ τὸν ἄντρα της καὶ γιὰ ἀρκετοὺς ἀκόμα ποὺ δὲν κατάφεραν νὰ πάρουν βίζα καὶ νὰ ἔρθουν, λὲς νὰ τοὺς γνώριζαν χρόνια κι ἂς μὴν τοὺς εἶχαν δεῖ ποτὲ στὴ ζωή τους.
 
Τελικὰ μετὰ ἀπὸ ἕνα μήνα μία εὐχάριστη ἔκπληξη μᾶς περίμενε: ξαφνικὰ ἐμφανίστηκαν στὴν ἐνορία ἡ Τ. καὶ ὁ ἄντρας της ὁ Σ.! Ὁ ἴδιος ἄνθρωπος ποὺ πρὶν ἕνα μήνα τῆς ἀπαγόρευσε νὰ ἔρθει γιὰ κατήχηση ὁ ἴδιος ἄνθρωπος τὴν ἔφερε μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια.
Πολὺ ζεστοὶ ἄνθρωποι. Ὁ Σ. παρ’ ὅλο ποὺ δὲν δήλωσε κατηχούμενος, μόλις εἶδε τὸν π.Θ., τὸν ἀγκάλιασε θερμὰ καὶ τὸν σήκωσε σχεδὸν στὴν ἀγκαλιά του. Κουβέντιασαν μαζί του καὶ ἡ καρδιά τους γέμισε χαρὰ καὶ ἐλπίδα. Ὅλοι μείναμε κατάπληκτοι μὲ τὶς εὔστοχες ἀπορίες τους καὶ τὴν πίστη τους. Ἡ Τ. λέει ὅτι θέλει νὰ κάνουν παιδιὰ μετὰ τὴν βάπτισή της.
 
Μᾶς διηγήθηκαν ὅτι σὲ ἕνα ταξίδι τους στὸ Α. εἶχαν καθίσει ἔξω ἀπὸ ἕνα παλιὸ ὀρθόδοξο ναὸ ποὺ ἔχει μετατραπεῖ σὲ τζαμὶ καὶ κοιτοῦσαν σκεπτικοὶ τὸ μεγάλο καμπαναριὸ ποὺ εἶχε χρόνια νὰ χτυπήσει. Ἐπειδὴ ὁ χῶρος εἶναι τζαμὶ οἱ ἰμάμηδες ἔχουν βγάλει τὸ σήμαντρο ἀπὸ τὴν καμπάνα. Τὴν ὥρα λοιπὸν ποὺ ἡ Τ. σκεφτόταν τί ὡραῖες λειτουργίες θὰ γίνονταν κάποτε ἐδῶ, ξαφνικὰ χτυπάει δύο φορὲς καθαρὰ καὶ δυνατὰ ἡ καμπάνα!!! Ὁ ἰμάμης, οἱ «πιστοί», οἱ γύρω περαστικοὶ τρέχουν ἔντρομοι κάτω ἀπὸ τὸ καμπαναριὸ νὰ δοῦν τί γίνεται! Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ἐξηγήσει πὼς χτύπησε μία καμπάνα χωρὶς σήμαντρο ποὺ ἦταν σὲ ἀχρηστία πάνω ἀπὸ 80 ἔτη!
 
Ἄρχισαν νὰ ρωτοῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον ἂν ξέρει κάτι σχετικό… Οἱ συζητήσεις φούντωσαν καὶ δὲν ἔλεγαν νὰ κοπάσουν γιὰ πολλὴ ὥρα μεταξὺ τῶν περαστικῶν καὶ τῶν παρευρισκομένων. Ὅλους τοὺς κατέλαβε ρίγος. Μερικοὶ μάλιστα ἀπομακρύνθηκαν…καλοῦ κακοῦ…Καὶ τότε ὁ Σ. λέει στὴν γυναίκα του: ὁ Θεὸς εἶδε τὴν πίστη σου. Ἡ Ἐκκλησία σὲ ὑποδέχεται μὲ τυμπανοκρουσίες, γιὰ σένα ἔγινε αὐτό!
Μία ἄλλη φορὰ πάλι ἐπισκέφτηκαν ἕναν ἄλλον μισογκρεμισμένο ναό. Ὅλη τὴν ὥρα ἡ Τ. προσευχόταν στὸν ἔρημο ναὸ μὲ δάκρυα. Μία ἔντονη μυρωδιὰ ἀπὸ λιβάνι τῆς τρυποῦσε τὰ ρουθούνια ποὺ μάταια ἔψαχνε νὰ βρεῖ ἀπὸ ποῦ ἔρχεται. Σκέφτηκε νὰ τὸ πεῖ στὸν σύζυγό της ἀλλὰ δὲν τὸ ἔκανε, γιατί φοβόταν μὴν τὴν πεῖ φαντασιόπληκτη. Καὶ τότε ἐκεῖνος τὴ ρωτάει: μὰ ἀπὸ ποῦ ἔρχεται αὐτὴ ἡ ὡραία μυρωδιά; Δὲν σοῦ μυρίζει κάτι ὄμορφο; Δὲν βρῆκαν ποτὲ τὴν «πηγή» της.
 
Μιλούσαμε πολὺ καιρὸ στὸ τηλέφωνο μὲ τὴ Τ. ἀλλὰ ὅταν ἦρθε καὶ τὴ γνώρισα ἀπὸ κοντά, ντράπηκα γιὰ τὰ πνευματικά μου χάλια. Εἴπαμε πολλά. Μᾶς διηγήθηκε πῶς τὸ πρῶτο της ταξίδι στὴν Ἑλλάδα τὴν ἔκανε σὰν τρελὴ νὰ θέλει νὰ γίνει χριστιανή. Τὶς δυσκολίες τους, τὸν φόβο τῆς ἀπόρριψης, τὴν ἄγνοιά τους καὶ γιὰ τὰ πιὸ βασικὰ πράγματα, τὶς πόρτες ποὺ τοὺς ἄνοιξε ὁ Θεός, τὸ πρῶτο τους Πάσχα στὸ ναό…Πρὶν φύγουν τοὺς ἀγόρασα τὸ πρῶτο τους θυμιατήρι καὶ τὴν πρώτη τους καντήλα καὶ ἡ χαρά τους ἦταν ἀπερίγραπτη. Τοὺς ἔδειξα πῶς νὰ τὰ χρησιμοποιοῦν. Εἶναι τόσο ὄμορφο νὰ δείχνεις στοὺς ἀδελφοὺς μερικὰ μικρὰ καὶ πρακτικὰ ποὺ γιὰ μᾶς εἶναι ἁπλὴ ρουτίνα ἐνῶ γι’ αὐτοὺς εἶναι ἐντελῶς ἄγνωστα…
 
Ὅταν γύρισαν πίσω σπίτι τους, τὸ μικρό τους ἀνιψάκι ἐπέμενε ἡ θεία του νὰ τὸ πάει στὴν Ἐκκλησία. Τὸ παιδάκι αὐτὸ δείχνει μεγάλο ἐνθουσιασμὸ καὶ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ θρησκεία τῆς θείας του. Χωρὶς ἐκείνη νὰ τοῦ λέει κάτι ἰδιαίτερο, τὸ παιδάκι ἀναπαύεται στὸ νὰ τὴν ἀντιγράφει.
 
Οἱ μῆνες κύλησαν… Ἡ Τ. ὁλοκλήρωσε μέρος τῆς κατήχησής της διαδικτυακὰ ἀλλὰ καὶ διὰ ζώσης. Ὅταν ἔφτασε ἡ εὐλογημένη ὥρα τῆς βάπτισής της (ἔγινε στὶς 14 Ὀκτωβρίου 2010), δὲν κατάφερα νὰ εἶμαι κοντά της. Ἐκείνη μοῦ ἔγραψε τὴν παρακάτω ἐπιστολὴ ὅπου μοῦ περιγράφει ἀναλυτικὰ τὰ γεγονότα ἐκείνης τῆς ἡμέρας. Ἡ ἐπιστολὴ γράφτηκε λίγες μέρες μετὰ τὴ βάπτισή της. Στὰ σημεῖα ποὺ ὑπάρχουν μεγάλα γράμματα ἔχει βάλει καὶ ἡ ἴδια μεγάλα στὸ πρωτότυπο.
 
Κυριακὴ 17 Ὀκτωβρίου 2010
Πῶς εἶσαι ἀδελφή μου; Θέλεις νὰ μάθεις τὰ νέα μου, ἔ; Λοιπόν, εἶμαι τόσο εὐτυχισμένη, ἐσωτερικὰ ἀναπαυμένη καὶ συναισθηματικὰ ἀσφαλής, ὅσο δὲν ὑπῆρξα ποτὲ στὴν ζωή μου.
Τὴ μέρα τῆς βάπτισής μου βίωσα μία κατάσταση πανικοῦ…Τὸ πρωὶ ξεκινήσαμε νωρίς ἀπὸ τὸ σπίτι μαζὶ μὲ τὸν Σ. (ὁ ἄντρας της) καὶ φτάσαμε ἐγκαίρως στὸ ἀεροδρόμιο γιὰ νὰ παραλάβουμε τὴν νονά μου ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη εἰδικὰ γιὰ τὴ βάπτιση. Τὴν παραλάβαμε ἀλλὰ ὁ Σ. ἀντὶ νὰ πάει ὡς συνήθως παραλιακὰ στὸ Ναὸ ἀποφάσισε νὰ πάρει ἄλλο δρόμο γιὰ τὸ ναὸ καὶ ἔχασε τὸ δρόμο καὶ παιδευτήκαμε 1,5 ὥρα. Ἄρχισα νὰ κλαίω ἀπὸ τὰ νεῦρα μου. Βλέπεις ὁ πονηρὸς μὲ βασάνισε μέχρι τὸ τελευταῖο λεπτό. Πήραμε τηλέφωνο στὸν ἀδελφό μας τὸν Ι., μᾶς ἔδωσε νέες πληροφορίες καὶ βρήκαμε τὸν σωστὸ δρόμο ἀλλὰ ἐν τῷ μεταξὺ ἄρχισαν νὰ μᾶς παίρνουν τηλέφωνο ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλον ὁ Π., ἡ Β., ὁ Μ. ὅλοι ρωτοῦσαν τί πάθαμε. Εἶπα μέσα μου «πάει, δὲν θὰ γίνει ἡ βάπτιση». Τελικὰ φτάσαμε στὸ Ναό, πετάχτηκα ἀπὸ τὸ αὐτοκίνητο καὶ ἔπιασα τὸ χέρι τοῦ Π. καὶ ἄρχισα νὰ κλαίω ἀσυναίσθητα. (Ἡ Β. καὶ ὁ Ι. εἶναι πνευματικοὶ ἀδελφοί της, ὁμοεθνεῖς, βαπτισμένοι ὀρθόδοξοι ἐνῶ ὁ Π. καὶ ὁ Μ. Ἕλληνες φίλοι τους.)
Ὁ ἱερέας εἶπε «ἂς ἀρχίσουμε ἀμέσως» καὶ ἀρχίσαμε… Λὲς καὶ σταμάτησε ὁ χρόνος γιὰ μένα. Τί αἴσθηση ἦταν αὐτή, τί στιγμή…Μόλις ὁ πατέρας ἔβαλε τὸ χέρι του στὸ κεφάλι μου γιὰ τοὺς ξορκισμούς, ἄρχισα νὰ τρέμω. Καὶ ἡ νονά μου ἦταν τὸ ἴδιο φορτισμένη. Ἡ Β. ἦταν πίσω μου. Μετὰ τὴν κατήχηση ἀνεβήκαμε ὅλοι μαζὶ πάνω στὸν γυναικωνίτη.  Ξαφνικὰ βλέπω ἕνα γκροὺπ ποὺ εἶχε συνοδεύσει ὁ Μ. ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη –ἄνθρωποι ἄγνωστοί μου ὣς ἐκείνη τὴν ὥρα- νὰ ἔχουν καθίσει ὅλοι στὸν γυναικωνίτη καὶ νὰ περιμένουν τὴν βάπτισή μου. Τὰ ἔχασα. Μὲ βοήθησαν νὰ ἑτοιμαστῶ. Δὲν μπορῶ νὰ σοῦ περιγράψω τὴν ἀγωνία τῆς Β. καὶ τῆς νονᾶς μου…
Ἄρχισαν οἱ δεήσεις τῆς κολυμπήθρας. Μετὰ μοῦ εἶπαν νὰ φορέσω τὸν χιτώνα μου καὶ νὰ μπῶ στὴν κολυμπήθρα. Δὲν ξέρω πῶς τὰ κατάφερα μὲ τὰ τόσα κιλά μου νὰ μπῶ, ἀλλὰ ἂν δὲν μοῦ ἔλεγαν νὰ βγῶ, θὰ μποροῦσα νὰ μείνω μέρες ὁλόκληρες μέσα στὸ νερό… Γιὰ σκέψου ἀδελφή μου, ἐδῶ καὶ 5 χρόνια πηγαινοέρχομαι καὶ παρατηρῶ μὲ λαχτάρα αὐτὴ τὴν κολυμπήθρα, ἀναρωτιέμαι πότε θὰ ἔρθει αὐτὴ ἡ εὐλογημένη στιγμὴ τῆς βάπτισής μου. Ὁ ἄνθρωπος βγαίνει ἀπὸ τὸ νερὸ ΝΕΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ! ΑΝ ΔΕΝ ΤΟ ΖΗΣΕΙΣ, ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙΣ! Ὅταν ὁ ἄνθρωπος βγεῖ ἀπὸ τὴν κολυμπήθρα εἶναι ἀνάλαφρος σὰν πουλί.
Στὸ μύρωμα τὰ ἔχασα… δὲν ἤξερα τί ἔπρεπε νὰ κάνω, μὲ βοήθησε ἡ Β. Γελοῦσε μὲ τὸν πανικό μου… φυσικὸ ἦταν, δὲν εἶχα ξαναδεῖ βάπτιση, δὲν ἤξερα. Ἀλλὰ μόλις πῆγα στὸ δωματιάκι νὰ ντυθῶ ἄρχισα νὰ κλαίω μὲ ἀναφιλητὰ ἀπὸ τὴν συγκίνηση. Μὲ ἄκουσαν. Ὁ ἱερέας μὲ ρώτησε ἂν μοῦ συνέβη κάτι.
Ὅλα ἦταν ὑπέροχα, ἀδελφή μου, εἶχα τέτοια ἀγωνία καὶ τώρα ἔχω τὸ ἴδιο συναίσθημα… λὲς καὶ τὰ ξαναζῶ ὅλα τώρα καὶ δὲν μπορῶ νὰ σοῦ γράψω. Ἀντὶ νὰ φιλήσω τὸ χέρι τοῦ πατέρα μετὰ τὸ εὐαγγέλιο φίλησα ξανὰ τὸ εὐαγγέλιο… Μετὰ ὅμως φίλησα καὶ τὸ χέρι του. Ἡ καρδιά μου πῆγε νὰ σπάσει, «ἄχ, δὲν φίλησα τὸ χέρι του» σκέφτηκα ἀλλὰ μετὰ παρηγορήθηκα στὴν ἰδέα ὅτι θὰ τοῦ ἔχει ξανασυμβεῖ κάτι τέτοιο.
Ὅλοι στὸ γκροὺπ παρακολουθοῦσαν ὄρθιοι κλαίγοντας. Ἔκλαιγα κι ἐγώ, ἡ Μάνα μου (ἐννοεῖ τὴ νονά της), ὁ Σ., ὁ Μ., ἡ Β., ὅλοι κλαίγαμε. Δηλαδὴ ἦταν μία βάπτιση μὲ μπόλικα δάκρυα ἡ δική μου…
Μετὰ κατεβήκαμε κάτω στὸ ναὸ γιὰ νὰ κοινωνήσω μαζὶ μὲ τὴ νονά μου. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ δὲν μπόρεσα νὰ συγκρατηθῶ. Φαντάσου ἀδελφή μου, θὰ ἔπαιρνα ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΜΟΥ μέσα μου! Χρόνια ὁλόκληρα ἔβλεπα αὐτοὺς ποὺ κοινωνοῦσαν καὶ τώρα εἶχε φτάσει ἡ ὥρα καὶ γιὰ μένα. Κράτησα τὴ λαμπάδα μου καὶ πλησίασα. Κατάπια τὸν μαργαρίτη μὲ τέτοια λαχτάρα λὲς καὶ θὰ κατάπινα τὴ λαβίδα. Νομίζω ὅτι ἀκούστηκε ἕνας θόρυβος ἀπὸ τὴ λαχτάρα μου νὰ πάρω τὸν Κύριο. Ἐκείνη τὴν ὥρα εἶπα: ΝΑ ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ, ΠΗΡΑ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ! Προσευχήθηκα: ΘΕΕ ΜΟΥ ΜΗ ΜΟΥ ΣΤΕΡΗΣΕΙΣ ΠΟΤΕ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ κατάλαβα ὅτι τίποτα ἄλλο στὴ ζωὴ δὲν ἔχει νόημα κι ὅτι ἐγὼ ἐκείνη τὴν ὥρα ἔγινα πραγματικὰ ΟΡΘΟΔΟΞΗ. Γιὰ σκέψου κι αὐτό: ὅλον αὐτὸ τὸν καιρὸ ἔλεγα ὅτι εἶμαι ὀρθόδοξη ἀλλὰ ἤμουν μακριὰ ἀπὸ τὰ μυστήρια. ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΒΙΩΣΑ 3 ΜΕΓΑΛΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΜΑΖΙ: ΒΑΦΤΙΣΗ, ΧΡΙΣΜΑ ΚΑΙ ΘΕΙΑ ΜΕΤΑΛΗΨΗ. ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΙΟ ΣΠΟΥΔΑΙΟ ΒΙΩΜΑ ΑΠΟ ΑΥΤΟ! ΔΟΞΑΖΩ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΠΟΥ ΜΕ ΑΞΙΩΣΕ ΝΑ ΠΕΡΠΑΤΗΣΩ ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΚΑΙ ΕΓΡΑΨΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ.
Κοινώνησε καὶ ἡ μάνα μου (νονά μου). Δὲν μποροῦσα νὰ συγκρατήσω τὰ δάκρυά μου. Ἦρθαν ἀπὸ τὸ γκροὺπ γιὰ ἀναμνηστικὲς φωτογραφίες. Κοιτάω τὰ πρόσωπά τους καὶ τί νὰ δῶ, ὅλοι κλαίγανε. Ἄρχισαν νὰ μὲ φιλᾶνε στὸ πρόσωπο καὶ στὰ χέρια. Ὁ ἕνας μοῦ περνοῦσε ἕνα κομποσκοίνι, ὁ ἄλλος κάτι ἄλλο. Δύο κυρίες ἔβγαλαν τὰ δαχτυλίδια τους καὶ μοῦ τὰ ἔδωσαν. Ἦταν ἀπὸ τὸ Σινᾶ καὶ ἔγραφαν πάνω τὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης. Ἔμεινα ἔκπληκτη, πῶς θὰ μποροῦσα ἐγὼ νὰ ἀποκτήσω ἕνα δαχτυλίδι ἀπὸ τὸ Σινᾶ καὶ μάλιστα μὲ χαραγμένο τὸ ὄνομα τῆς νονᾶς μου… Τὸ ἄλλο γράφει ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ. Ἀκόμα και νὰ τὰ εἶχα παραγγείλει, δὲν θὰ ἦταν εὔκολο νὰ μοῦ ἔρθουν τέτοια δῶρα.
Ἐκείνη τὴν ὥρα μὲ πλησίασε ἕνας νεαρὸς καὶ μοῦ εὐχήθηκε στὴ γλώσσα μου. Τὰ ἔχασα. Ὅταν μάλιστα μοῦ εἶπε τὶς εὐχές σου νόμισα ὅτι ἄρχισα νὰ τὸ χάνω, λέω δὲν κατάλαβα καλά. Ὅμως ἐκεῖνος μοῦ ἐξήγησε ὅτι εἶναι μαθητής σου, φίλησε τὸ χέρι μου καὶ μοῦ ἔδωσε μία εἰκόνα τῆς Παναγίας κι ἕνα κομποσκοίνι. Ἦταν μία μεγάλη ἔκπληξη γιὰ μένα.
Ἡ μητέρα μου (νονά μου) ΤΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΟΛΑ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ, μοίρασε γλυκὰ στὸ γκροὺπ καὶ ἔφυγαν. (τὸ γκροὺπ) Δὲν μπορῶ νὰ σοῦ περιγράψω πῶς ἀγκάλιασα καὶ πόση ὥρα εὐχαριστοῦσα τὸν Μ. ποὺ ἔγινε αἰτία νὰ ἀρχίσουν ὅλα καὶ ὁ ὁποῖος μοῦ ἔλεγε πάντα νὰ κάνω αὐτὸ ποὺ θέλει ἡ καρδιά μου καὶ νὰ γίνω εὐτυχισμένη. Τὸν ἀγκάλιασα καὶ ἔκλαψα πολύ.
Ἦταν ὅλα τέλεια. Ἔμεινα λίγο ἀκόμα στὸ Ναό. Περιηγήθηκα στοὺς διαδρόμους του ὅμως τώρα πιὰ ἤμουν βαπτισμένη. Ἔνιωθα τὰ πόδια μου νὰ πατοῦν πιὸ σταθερὰ στὸ πάτωμα. Ἀσπάστηκα ξανὰ τὶς εἰκόνες, προσευχήθηκα καὶ μὲ μεγάλη δυσκολία ἔφυγα μπροστὰ ἀπὸ τὴν ὡραία πύλη. Σκεφτόμουν ὅτι βρῆκα τελικὰ τὴν ἐσωτερικὴ ἀνάπαυση ποὺ ἀναζητοῦσα ἐδῶ καὶ χρόνια.
Βγῆκα ἔξω νὰ ἀποχαιρετήσω τὸ γκρούπ. Ἔβρεχε. Μοῦ ἔλεγαν νὰ φυλαχτῶ, γιατί εἶχα βρεγμένο τὸ κεφάλι μου ἀλλὰ ἐγὼ δὲν καταλάβαινα τίποτα, ὁ Κύριος μὲ ζέσταινε.
Πήγαμε στὸ κέντρο τῆς πόλης μαζὶ μὲ τὴ μαμά μου (νονά) μου καὶ τὴ Β. καὶ τὸν Σ. Ἀφήσαμε τὸ αὐτοκίνητο κάπου γιὰ πέντε λεπτὰ καὶ μᾶς τὸ πῆρε ὁ γερανός.
Ὁ Σ. πῆγε νὰ τὸ βρεῖ, ἐγὼ μὲ τὴ Β. καὶ τὴ μητέρα μου (νονὰ) πήγαμε γιὰ φαγητό, ἦρθε καὶ ὁ Σ. καὶ μᾶς βρῆκε. Ἡ Β. μοῦ ἔκανε δῶρο τὸ τραπέζι. Ἐν συνεχείᾳ ἡ Β. πῆγε στὴ δουλειά της κι ἐγὼ μὲ τὸν Σ. μείναμε στὸ ἀεροδρόμιο μαζὶ μὲ τὴν μητέρα (νονά) μου κουβεντιάζοντας ὣς τὴν ὥρα τῆς ἀναχώρησης.
Σοῦ εἶμαι εὐγνώμων γιὰ τὴ νονὰ ποὺ μοῦ γνώρισες, εἶναι ὑπέροχος ἄνθρωπος. Πάντα ἤθελα νὰ μὲ βαπτίσει κάποια μὲ βαθειὰ πίστη, τὴν ὁποία νὰ ἔχω γιὰ παράδειγμα στὴν πνευματική μου ζωή. Ἐσὺ γιὰ μένα εἶσαι μάνα μου, ἀδελφή μου ἡ πιὸ στενή μου φίλη…τὰ πάντα. Σὲ ἀγαπῶ πολύ.
Ἡ νονά μου τὸ παράκανε μὲ τὰ δῶρα. Μοῦ ἔφερε ἕνα μπαοῦλο δῶρα. Μέσα ἀπὸ τὸ μπαοῦλο βγῆκε ἕνας ἐπὶ πλέον βαπτιστικὸς χιτώνας, ποὺ εἶχε φέρει ἡ νονά μου ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλημα. Ὁ Σ. μοῦ εἶπε: «αὐτὸν φύλαξέ τον γιὰ μένα».
Ἀδελφή μου, δὲν μπορῶ νὰ σοῦ περιγράψω πόσο πολὺ ἐπηρεάστηκε ἀπὸ τὴ βάπτισή μου. Ἄλλαξε ἡ συμπεριφορά του. Πάντα ἦταν καλὸς ἀλλὰ πλέον εἶναι ὑπέροχος.
Σήμερα βγήκαμε ἔξω γιὰ φαγητό. Μετὰ τὸ φαγητὸ ἄρχισε νὰ μὲ ρωτάει διάφορα πράγματα κι ἐγὼ τοῦ εἶπα πολλά. Εἶναι πιστὸς ἄνθρωπος καὶ ἔχει ὀρθόδοξο τρόπο τοῦ σκέπτεσθαι. «Καὶ βέβαια, λέει, μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ ἔρθει ὡς ἄνθρωπος ἐπὶ τῆς γῆς!». Ἂν τὸν ἀκούσεις νὰ μιλάει, νομίζεις ὅτι διάβασε τὴν Γραφὴ ἀλλὰ δὲν τὴν ἔχει διαβάσει. Τοῦ εἶπα νὰ τὴν διαβάσει, ὅταν ἔχει χρόνο καὶ εἶναι ἤρεμος. Ἀδελφή μου, δὲν κατάφερες νὰ ἔρθεις στὴν βάπτισή μου, ἴσως ἔρθεις στὸν γάμο μας.
Μοῦ εἶπε τὴν αὐτοσχέδια προσευχὴ ποὺ λέει κάθε βράδυ στὸν Θεὸ ἀπὸ τότε ποὺ ἦταν παιδί. Ἔμεινα κατάπληκτη: λὲς καὶ διαβάζεις ἀπόδειπνο!!! Ἔπαθε σὸκ κι ἐκεῖνος, ὅταν τοῦ τὸ εἶπα. Δὲν μὲ πίστευε. Μόλις γυρίσαμε στὸ σπίτι, τοῦ ἔδειξα τὸ ἀπόδειπνο…ἔμεινε μὲ τὸ στόμα ἀνοιχτό! Πράγματι, ἀπὸ μικρὸς προσεύχεται σὰν ὀρθόδοξος… (ποιός ἄραγε ἔβαλε αὐτὰ τὰ λόγια στὴν καρδιά του;)
Ἀδελφή μου, διαβάζω τὶς προσευχές μου καθημερινά. Φοβᾶμαι πολὺ νὰ μὴν ἁμαρτήσω μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο. ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΤΟΝ ΘΕΟ ΝΑ ΜΕ ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΑΜΑΡΤΙΑ.
Τὸ βράδυ τῆς βάπτισής μου τηλεφώνησε ὁ ΠΑΤΕΡΑΣ μας, ὁ π.Θ. Μὲ συνεχάρη καὶ μοῦ εἶπε: «ἔγινες χριστιανή, ὥρα νὰ γίνεις καὶ ἁγία». Εἴθε νὰ μᾶς ἀξιώσει ὅλους ὁ Κύριος τὴν ἁγιότητα. Θὰ ἤθελα πολὺ νὰ κοινωνήσω κι ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ πατέρα μας.
Μίλησα καὶ μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ἀδελφή μας τὴν Πόπη. Τί ὡραῖοι ἄνθρωποι ποὺ εἶστε ὅλοι σας! Τώρα καταλαβαίνω τί σημαίνει νὰ βαδίζεις τὸν δρόμο τοῦ Κυρίου. Ἡ ὀμορφιὰ τῆς καρδιᾶς σας ἀντανακλάει παντοῦ στὴν ζωή σας. Σᾶς ἀγαπῶ πολύ.
Τὴν ἡμέρα τῆς βάπτισης, ὅταν γυρίζαμε σπίτι, ἄρχισα νὰ προσεύχομαι γιὰ ὅλους σας ξεχωριστά: Γιὰ τὸν Πατέρα καὶ τὴ Μητέρα μας, γιὰ σένα, τὸν ἄντρα σου, τὰ παιδιά σας, τοὺς γονεῖς σου, τὴ νονά μου, τὴ μαμά μου, τὸν Σ., τὴν ἀδελφή μου, γιὰ τὸν ἀνιψιό μου, γιὰ τὴ Β., τὴ Μαρία, τὸν Θανάση, τὸν Ι., τὸ Λουκᾶ, τὴν γυναίκα του, τὴν Πόπη καὶ γιὰ ὅλη μας τὴν ἐνορία. Ὅσων τὰ ὀνόματα δὲν τὰ θυμόμουν, τοὺς περιέγραφα: ἐκείνη τὴν ἀδύνατη μὲ τὰ κοντὰ μαλλιὰ ἐλέησε Κύριε, ἔλεγα. Δὲν τελείωσαν τὰ ὀνόματα, μέχρι νὰ φτάσουμε σπίτι. Ὁ Σ. μὲ ρωτάει τί σιγοψιθυρίζω καὶ τοῦ ἀπαντῶ: προσεύχομαι γιὰ ὅλους πρὶν ἁμαρτήσω. Δὲν τὸ θέλω ἀλλὰ μπορεῖ νὰ ἁμαρτήσω χωρὶς νὰ τὸ ξέρω. Πρὶν συμβεῖ αὐτὸ προσευχήθηκα γιὰ ὅλους σας.
Τὸ ἅγιο Μύρο διαπότισε τὸ δέρμα μου. Δὲν ἤθελα νὰ πλυθῶ γιὰ νὰ μὴ φύγει ἡ μυρωδιὰ ἀλλὰ παρέμεινε καὶ μετὰ τὴν ἀπόλουση. Ὁ Σ. ἔρχεται πότε πότε καὶ μυρίζει τὰ χέρια μου. «Βαφτίσου κι ἐσὺ» τοῦ εἶπα, «πρὶν προλάβει νὰ φύγει τὸ ἅγιο Μύρο ἀπὸ τὰ δικά μου χέρια». Ἀδελφή μου, πρώτη φορὰ ἔνιωσα τόσο κοντά μου τὸν Σ. Νὰ περιμένεις τὰ καλὰ νέα. Ἂς προσευχηθοῦμε. Ὁ κατηχητής μου προσευχήθηκε γιὰ μένα.
Κατάλαβα ὅτι ἡ Μόνη Ἀλήθεια στὴ ζωή μας εἶναι ὁ Κύριος, ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι μάταια. Τὸ μόνο ποὺ ἀξίζει εἶναι νὰ ζεῖ κανεὶς σὰν Ἐκεῖνον, νὰ συνδέεται μαζί Του, νὰ γίνεσαι ἄξιος δοῦλος Του. Κάθε βράδυ δίνω ὑπόσχεση στὸν ἑαυτό μου νὰ μὴν θυμώσω μὲ κανέναν, νὰ μὴν πικράνω κανέναν. Λέω πὼς εἶμαι στὸν δρόμο τοῦ Χριστοῦ καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ εἶμαι παράδειγμα στοὺς ἄλλους. Δυστυχῶς ἀναγκάστηκα νὰ πῶ ψέματα στὴ μαμά μου, ἡ ὁποία μᾶς πῆρε τηλέφωνο ὅταν ἤμασταν στὸ ἀεροδρόμιο μὲ τὴ νονά μου. Κατάλαβε ὅτι εἴχαμε πάει γιὰ τὴ βάπτιση καὶ ἔβαλε τὶς φωνὲς στὸν Σ. «Ἂν βαπτιστεῖ, νὰ μὴν πατήσει στὸ σπίτι μου οὔτε κι ἐγὼ θὰ πάω στὸ δικό της!» οὔρλιαζε. Ἀναγκάστηκα νὰ τῆς πῶ ὅτι εἴμαστε σπίτι, γιὰ νὰ τὴν ἠρεμήσω. Εἶπα δηλαδὴ τὸ πρῶτο μου ψέμα. Πρὸς τὸ παρὸν δὲν θὰ τὸ πῶ οὔτε στὴ μητέρα οὔτε στὴν ἀδελφή μου…αὐτὸς θὰ εἶναι ὁ δικός μου σταυρός. Τὸ σημαντικὸ γιὰ μένα εἶναι ὅτι ὁ ἄντρας μου μὲ στηρίζει, μοῦ ἐπιτρέπει νὰ προσεύχομαι ἄνετα στὸ σπίτι μου, μὲ πηγαίνει στὴν ἐκκλησία.
Πρώτη φορὰ λοιπὸν στὴ ζωή μου ἔκανα αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ ἤθελα ΜΕ ΤΗΝ ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ, ΔΟΞΑΣΜΕΝΟ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ!
Εἶμαι εὐτυχισμένη καὶ ἐσωτερικὰ ἀναπαυμένη ὅσο ποτὲ στὴ ζωή μου. Εἶμαι εὐγνώμων στὸν Πατέρα μας, σὲ σένα καὶ σὲ ὅλους. Ο ΚΥΡΙΟΣ ΝΑ ΣΑΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙ. Σᾶς ἀγαπῶ πολύ.
Τ. Μπουρτζοὺ
 
Τὴν 1 Φεβρουαρίου 2013 ἡ Τ. Μπουρτζοὺ ἀπέκτησε ἕνα ὑγιέστατο κοριτσάκι κατὰ τὴν ἐπιθυμία της νὰ γίνει μητέρα μετὰ τὴ βάπτισή της. Στὴν πόλη ποὺ ζεῖ, στὸ μαιευτήριο, τὴν ἐπισκέφτηκε ὀρθόδοξος ἱερέας καὶ τῆς διάβασε τὴ σχετικὴ εὐχή. Μὲ τὴ σύμφωνη γνώμη τοῦ συζύγου της ἡ κόρη τους θὰ βαπτιστεῖ καὶ θὰ ὀνομαστεῖ Αἰκατερίνη.