ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2021

ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΣΤ' ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ

Μνήμη της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου 

Η ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδος έγινε στην Κωνσταντινούπολη το έτος 680 μ.Χ. επί της βασιλείας του Kωνσταντίνου Δ' και καταδίκασε τον Μονοθελητισμό. Ο αριθμός των Πατέρων που έλαβαν μέρος στην Σύνοδο ανέρχεται στους 150.

Το Συναξάρι αναφέρει χαρακτηριστικά ότι η ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδος «Ἠθροίσθη δὲ ἐν τῷ Τρούλλῳ τοῦ Παλατίου, τῷ λεγομένῳ, Ὠάτῳ, ἀναθέματι καθυποβαλοῦσα Σέργιον, καὶ Πύρρον, καὶ Πέτρον, καὶ Παῦλον, Ἐπισκόπους γενομένους Κωνσταντινουπόλεως· Μακρόβιόν τε τὸν Ἀντιοχείας, καὶ Κῦρον τὸν Αλεξανδρείας, καὶ Ὁνώριον τὸν Ῥώμης, Στέφανόν τε καὶ Πολυχρόνιον, καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς».

Η ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδος, υπήρξε η κατάληξη πεντηκονταετών θεολογικών και εκκλησιαστικών ερίδων (7ος αιώνας μ.Χ.) περί το θέμα αν ο Θεάνθρωπος Χριστός, τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, σε μία Υπόσταση (ένα πρόσωπο), έχει δύο ενέργειες και θελήσεις ή μία. Η Σύνοδος των Αγίων Πατέρων καταδίκασε τη χριστολογία των μονοθελητών, όσων δηλαδή υποστήριζαν, ότι ο Χριστός έχει μόνον μία θέληση και ενέργεια, διότι αυτή η χριστολογία δεν ήταν παρά «μεταμφιεσμένη» επανεμφάνιση της ήδη απερριμμένης και καταδικασμένης αιρέσεως του μονοφυσιτισμού (στην Αγία Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο, 451 μ.Χ.).
Η ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδος ουσιαστικώς δικαίωσε τη χριστολογία και τους αγώνες των Αγίων Σωφρονίου Πατριάρχου Ιεροσολύμων και Μαξίμου του Ομολογητού κατά της αιρέσεως του μονοθελητισμού και δογμάτισε, ότι επειδή ο Χριστός έχει τέλειες τις δύο φύσεις, θεία και ανθρώπινη, έχει και δύο φυσικές θελήσεις και δύο ενέργειες (θεία και ανθρώπινη), όπως προκύπτει και από τις ίδιες τις Ευαγγελικές διηγήσεις.

Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής (580 - 662 μ.Χ.), πρώτα Ηγούμενος της Μονής Χρυσουπόλεως κοντά στην Κωνσταντινούπολη, αγωνίσθηκε για πολλά χρόνια χωρίς «ανώτερη» εκκλησιαστική υποστήριξη, ενώ τα Πατριαρχεία της Ανατολής και η Ρώμη είχαν αποδεχθεί την αίρεση κάτω από επίδραση του μονοθελήτου Αυτοκράτορος Κώνσταντος Β΄ (641 - 668 μ.Χ.). Ο Άγιος Μάξιμος περιήλθε γη και θάλασσα από την Κωνσταντινούπολη μέχρι τη Ρώμη, όπου και βοήθησε στη Σύνοδο του Λατερανού (649 μ.Χ.) κατά του μονοθελητισμού, υπό τον ορθόδοξο Πάπα Μαρτίνο. Ο Άγιος Μάξιμος συνελήφθη και πέθανε στην εξορία στη Λαζική. Όταν σε ανάκριση ο αιρετικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Πέτρος του είπε να ενωθεί με την καθολική (παγκόσμια) εκκλησία που είχε δεχθεί την αίρεση, ο Άγιος Μάξιμος απάντησε: «Ο Θεός των όλων (Χριστός), μακαρίζοντας τον Πέτρο για όσα είπε, ομολογώντας Αυτόν καλώς, είπε ότι Καθολική Εκκλησία είναι η ορθή και σωτήριος ομολογία της πίστεως σ' Αυτόν» (και όχι η ενότητα μέσα στην αίρεση, μέσα στην ψευδή πίστη).

Οι αντίπαλοι της Ορθοδοξίας, αιρετικοί Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος (610 - 638 μ.Χ.), Πύρρος (638 - 641, 654 μ.Χ.), Παύλος Β΄ (641 - 653 μ.Χ.) και Πέτρος (654 - 666 μ.Χ.), οι αιρετικοί Πατριάρχες Αντιοχείας Μακάριος (650 - 685 μ.Χ.) και Αλεξανδρείας Κύρος (630 - 642 μ.Χ.), ο αιρετικός Πάπας Ρώμης Ονώριος (625 - 638 μ.Χ.) και οι Στέφανος, Πολυχρόνιος και Κωνσταντίνος αναθεματίσθηκαν από την ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδο.

Σήμερα ο μονοθελητισμός και ο μονοενεργητισμός αποτελούν συστατικά της χριστολογίας των «μετριοπαθών» (σεβηριανών) μονοφυσιτών, δηλ. των μονοφυσιτών Κοπτών (της Αιγύπτου), των Αρμενίων, των Αιθιόπων, των Συροϊακωβιτών και των Ινδών του Μαλαμπάρ. Δυστυχώς, ο σύγχρονος θεολογικός διάλογος από το 1990 μ.Χ. και εξής, αποφαίνεται, αντιθέτως προς τις Άγιες Οικουμενικές Συνόδους, ότι δήθεν οι προαναφερθέντες μονοφυσίτες είναι Ορθόδοξοι και ότι οι Άγιοι Πατέρες δήθεν τους παρεξήγησαν.

Η διακήρυξη του δόγματος περί δύο φυσικών θελήσεων και ενεργειών στο Χριστό από την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο, ελέγχει επίσης και τους αιρετικούς Λατίνους (την παπική-ρωμαιοκαθολική «εκκλησία»), οι οποίοι μερικούς αιώνες αργότερα δια του στόματος των σχολαστικών τους μεσαιωνικών θεολόγων και κυρίως τον 14ον αιώνα μ.Χ. δια των αντι-παλαμικών και αντι-ησυχαστών φιλοσόφων στην Ανατολή, αρνήθηκαν τη διάκριση φύσεως και φυσικής ενεργείας στο Θεό, αντίθετα με τους Αγίους Πατέρες της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου και σύνολη την εκκλησιαστική διδασκαλία.

Η καταδίκη του Πάπα Ονωρίου από την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο, τρανώς αποδεικνύει ότι είναι εκκλησιολογικά ψευδής και απαράδεκτος ο θεολογικός μύθος των παπικών περί «αλαθήτου» του Πάπα.

Το νομοθετικό έργο (την έκδοση ιερών Κανόνων) της ΣΤ', καθώς και της προηγηθείσης Ε΄ Οικουμενικής Συνόδου (553 μ.Χ.) συμπλήρωσε η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος (Κωνσταντινούπολη, 691 μ.Χ.).
 

https://www.saint.gr

Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2021

ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ Γ' ΑΓΙΑΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ

 Μνήμη της Γ' Αγίας Οικουμενικής Συνόδου
 
Τον 5ο αιώνα μ.Χ., διαφάνηκε η αίρεση του Νεστορίου, Πατριάρχη Κωνταντινουπόλεως. Η διαπίστωση της κακοδοξίας του Νεστορίου σημειώθηκε όταν ο νομικός Ευσέβιος, εντόπισε στα λεγόμενα του Αναστασίου (συγκέλου του Νεστορίου), αιρετικές δοξασίες, οι οποίες αφορούσαν στο πρόσωπο της Θεοτόκου. Ο Αναστάσιος δεν αποδεχόταν τον όρο «Θεοτόκος» και αντ’ αυτού, παρόντος του Νεστορίου, εισηγείτο τον όρο «ανθρωποτόκος».
Ο Νεστόριος, ωστόσο, για να μην προκληθεί θύελλα αντιδράσεων, εισηγήθηκε να χρησιμοποιείται ο ηπιότερος όρος «Χριστοτόκος», μη δεχόμενος έτσι την υποστατική ένωση των δύο φύσεων στο πρόσωπο του Χριστού, όπως τη διερμήνευε ο Άγιος Κύριλλος, ο οποίος υπογράμμιζε ότι ο Κύριος προσέλαβε ολόκληρη την ανθρώπινη φύση και πως έγινε αντίδωση ιδιωμάτων, αλλά οι δύο φύσεις παρέμειναν ασύγχυτες και άτρεπτες.

Ο νομικός Ευσέβιος, λαϊκός τότε, μετέπειτα Επίσκοπος Δορυλαίου, κατάγγειλε τον Νεστόριο τόσο στον Αλεξανδρείας Κύριλλο, όσο και στον Ρώμης Κελεστίνο.

Ο νομικός Ευσέβιος, λαϊκός τότε, μετέπειτα Επίσκοπος Δορυλαίου, κατάγγειλε τον Νεστόριο τόσο στον Αλεξανδρείας Κύριλλο, όσο και στον Ρώμης Κελεστίνο. Τότε, ο Άγιος Κύριλλος απέστειλε δύο επιστολές στον Νεστόριο, στις οποίες αποφαινόταν για τον όρο Θεοτόκος τον Ιούλιο ή Αύγουστο του 429 μ.Χ. την πρώτη και Ιανουάριο ή Φεβρουάριο του 430 μ.Χ. τη δεύτερη. O Νεστόριος, εν τω μεταξύ, ήδη είχε γράψει δύο επιστολές στον Πάπα Ρώμης, στην προσπάθειά του να συγκαλυφθεί. Επειδή, όμως, το προκείμενο θεολογικό ζήτημα ήταν δύσβατο για τον Κελεστίνο δεν ανταποκρίθηκε, καταρχάς, στον Νεστόριο. Θεώρησε φρονιμότερο να στείλει σχετική επιστολή στον Αλεξανδρείας με διάφορα ερωτήματα, υπογραμμίζοντας ότι «πάνυ ἐσκανδαλίσθησαν», από τις θέσεις του Νεστορίου. Ο Κύριλλος απάντησε στην επιστολή του Πάπα Ρώμης, επίσης, με επιστολή, με την οποία κοινοποιούσε προς τον «συλλειτουργό» Κελεστίνο (και σε άλλους) τη χριστολογία, όπως ο ίδιος (Κύριλλος) τη διερμήνευε, εξηγούσε την πλάνη του Νεστορίου και ανακοίνωνε τις προθέσεις του για επιβολή ακοινωνησίας στον αιρεσιάρχη. Ακόμη, ο Κύριλλος προτρέπει τον Κελεστίνο να φροντίσει ώστε «δώσομεν ἀφορμᾶς τοῦ πάντας μία ψυχῄ καί μία γνώμῃ στῆναι καί ἐπαγωνίσασθαι τῇ ὀρθῄ πίστει πολεμουμένῃ». Ο Κελεστίνος απάντησε στον Κύριλλο ότι συμφωνεί μαζί του και αναγνωρίζει πως η θεωρία του Νεστορίου είναι αιρετική. Ωστόσο, δεν μπορούσε να υπεισέλθει στα βαθύτερα νερά του εν λόγω θεολογικού ζητήματος, γι’ αυτό και περιορίστηκε να τονίσει ότι πρόκειται για πρόβλημα που αφορά στη γέννηση του Χριστού. Εξάλλου και στην απαντητική του επιστολή προς τον Νεστόριο, επιπλήττει τον αιρεσιάρχη, αλλά δεν τού ορίζει ακριβώς και τι πρέπει να πιστεύει. Επιπλέον, ο Κελεστίνος έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στον Αλεξανδρείας Κύριλλο, καθιστώντας τον στο θέμα αυτό αντιπρόσωπο της Ρώμης. Με το γεγονός αυτό, κρίνουμε, ότι ο Άγιος Κελεστίνος αναγνώρισε έμμεσα πρωτείο αλήθειας στον Άγιο Κύριλλο.

Τον Οκτώβριο του ιδίου έτους ο Κύριλλος συγκάλεσε άλλη τοπική Σύνοδο, στο οικείο Πατριαρχείο, η οποία προσυπόγραψε τους «12 αναθεματισμούς» του, παρεκκλίνοντας, έτσι, από τη συμφωνία που είχε συνάψει με τον Ρώμης, για επιβολή μόνο ακοινωνησίας στον Νεστόριο. Κατόπιν, απέστειλε εκτενή συνοδική, δογματικού τύπου, επιστολή στον αιρεσιάρχη, καλώντας τον να αποδεχθεί τους αναθεματισμούς, ουσιαστικά την καθ’ υπόσταση ένωση των δύο φύσεων εν Χριστώ. Όμως, ο Νεστόριος δεν αποδέχτηκε το περιεχόμενο, παρά μόνο τον όρο Θεοτόκος, υπό τις θεολογικές του προϋποθέσεις.

Από το σημείο αυτό, λοιπόν, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για τη σύγκληση της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου, αφού το ζήτημα απέβη, πλέον, «σκάνδαλο οικουμενικό».

Αν και ο Ρώμης Κελεστίνος δεν θεωρούσε απαραίτητη την σύγκληση Οικουμενικής Συνόδου, εντούτοις ο Αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Β΄, με τη σύμφωνη γνώμη του Αυτοκράτορα της δύσης Βαλεντινιανού Γ΄, αλλά και του Νεστορίου, ανακοίνωσε τη σύγκλησή της. Με την επιστολή του όριζε την έναρξη των εργασιών της κατά την ημέρα της Πεντηκοστής (7 Ιουνίου του 431 μ.Χ.) στην Έφεσο, ώστε να διαπιστωθεί ποιοι κατείχαν και εξέφραζαν την ορθή πίστη, σε σχέση με την ένωση των δύο φύσεων στο πρόσωπο του Χριστού, αλλά και για να θεραπευτούν και άλλα ζητήματα.

Τον Οκτώβριο του ιδίου έτους ο Κύριλλος συγκάλεσε άλλη τοπική Σύνοδο, στο οικείο Πατριαρχείο, η οποία προσυπόγραψε τους «12 αναθεματισμούς» του, παρεκκλίνοντας, έτσι, από τη συμφωνία που είχε συνάψει με τον Ρώμης, για επιβολή μόνο ακοινωνησίας στον Νεστόριο. Κατόπιν, απέστειλε εκτενή συνοδική, δογματικού τύπου, επιστολή στον αιρεσιάρχη, καλώντας τον να αποδεχθεί τους αναθεματισμούς, ουσιαστικά την καθ’ υπόσταση ένωση των δύο φύσεων εν Χριστώ. Όμως, ο Νεστόριος δεν αποδέχτηκε το περιεχόμενο, παρά μόνο τον όρο Θεοτόκος, υπό τις θεολογικές του προϋποθέσεις.
Από το σημείο αυτό, λοιπόν, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για τη σύγκληση της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου, αφού το ζήτημα απέβη, πλέον, «σκάνδαλο οικουμενικό».
Αν και ο Ρώμης Κελεστίνος δεν θεωρούσε απαραίτητη την σύγκληση Οικουμενικής Συνόδου, εντούτοις ο Αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Β΄, με τη σύμφωνη γνώμη του Αυτοκράτορα της δύσης Βαλεντινιανού Γ΄, αλλά και του Νεστορίου, ανακοίνωσε τη σύγκλησή της. Με την επιστολή του όριζε την έναρξη των εργασιών της κατά την ημέρα της Πεντηκοστής (7 Ιουνίου του 431 μ.Χ.) στην Έφεσο, ώστε να διαπιστωθεί ποιοι κατείχαν και εξέφραζαν την ορθή πίστη, σε σχέση με την ένωση των δύο φύσεων στο πρόσωπο του Χριστού, αλλά και για να θεραπευτούν και άλλα ζητήματα.
Στην Έφεσο κατέφθασαν εγκαίρως οι Αλεξανδρείας Κύριλλος, Ιεροσολύμων Ιουβενάλιος και Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριος, όπως και οι πιο πολλοί απ’ αυτούς που είχαν προσκληθεί. Αντιθέτως, είχαν καθυστερήσει οι εκπρόσωποι του Ρώμης Κελεστίνου, λόγω του χειμώνα, καθώς και ο Αντιοχείας Ιωάννης και οι Επίσκοποι της διοικήσεως της ανατολής. Η καθυστέρησή τους οδήγησε στην ακύρωση της πρώτης ημερομηνίας.

Οι εργασίες της Συνόδου άρχισαν, τελικά, στις 22 Ιουνίου του αυτού έτους, προεδρεύοντος του Κυρίλλου Αλεξανδρείας μέσα στην «ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ ἐκκλησίᾳ τῇ καλουμένῃ Μαρίᾳ, προκειμένου τοῦ ἁγίου εὐαγγελίου ἐν τῷ μεσαιτάτῳ θρόνῳ». Συνολικά έλαβαν μέρος 210 Πατέρες.

Ως αυτοκρατορικός εκπρόσωπος παρέστη ο συνεργάτης του Θεοδοσίου Κανδιδιανός, ο οποίος με την έναρξη της 1ης συνεδρίας αποχώρησε, διαμαρτυρόμενος, αφού ο Αντιοχείας Ιωάννης και οι Επίσκοποι της ανατολής, δεν είχαν προλάβει να αφιχθούν. Η Σύνοδος, όμως, συνέχισε κανονικά τις εργασίες της. Μάλιστα, ολοκλήρωσε το ουσιαστικότερο έργο της από την 1η Συνεδρία. Ο Νεστόριος δεν προσήλθε στη Σύνοδο, αν και προσκλήθηκε τρεις φορές.

Όταν έφθασαν οι αντιπρόσωποι του Ρώμης εντάχθηκαν και μετείχαν κανονικά στις εργασίες της Συνόδου από την 2η συνεδρία και εξής. Μάλιστα, ο Κύριλλος παρίστατο και ως ο «διέπων καί τόν τόπον τοῦ ἁγιωτάτου καί ὀσιοτάτου ἀρχιεπισκόπου τῆς ρωμαίων ἐκκλησίας Κελεστίνου».

Η αντίδραση του Αντιοχείας Ιωάννη, εν τω μεταξύ, δεν ήταν ανάλογη.

Οι εργασίες της Συνόδου άρχισαν, τελικά, στις 22 Ιουνίου του αυτού έτους, προεδρεύοντος του Κυρίλλου Αλεξανδρείας μέσα στην «ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ ἐκκλησίᾳ τῇ καλουμένῃ Μαρίᾳ, προκειμένου τοῦ ἁγίου εὐαγγελίου ἐν τῷ μεσαιτάτῳ θρόνῳ». Συνολικά έλαβαν μέρος 210 Πατέρες.
Ως αυτοκρατορικός εκπρόσωπος παρέστη ο συνεργάτης του Θεοδοσίου Κανδιδιανός, ο οποίος με την έναρξη της 1ης συνεδρίας αποχώρησε, διαμαρτυρόμενος, αφού ο Αντιοχείας Ιωάννης και οι Επίσκοποι της ανατολής, δεν είχαν προλάβει να αφιχθούν. Η Σύνοδος, όμως, συνέχισε κανονικά τις εργασίες της. Μάλιστα, ολοκλήρωσε το ουσιαστικότερο έργο της από την 1η Συνεδρία. Ο Νεστόριος δεν προσήλθε στη Σύνοδο, αν και προσκλήθηκε τρεις φορές.
Όταν έφθασαν οι αντιπρόσωποι του Ρώμης εντάχθηκαν και μετείχαν κανονικά στις εργασίες της Συνόδου από την 2η συνεδρία και εξής. Μάλιστα, ο Κύριλλος παρίστατο και ως ο «διέπων καί τόν τόπον τοῦ ἁγιωτάτου καί ὀσιοτάτου ἀρχιεπισκόπου τῆς ρωμαίων ἐκκλησίας Κελεστίνου».
Η αντίδραση του Αντιοχείας Ιωάννη, εν τω μεταξύ, δεν ήταν ανάλογη. Όταν αφίχθηκε συγκάλεσε στις 27 Ιουνίου παράλληλη σύνοδο, στην οποίαν έλαβαν μέρος οι Επίσκοποι της ανατολικής διοίκησης, προκειμένου να καθαιρέσει τον Αλεξανδρείας Κύριλλο και τον Εφέσου Μέμνονα. Η κανονική Σύνοδος απάντησε κατά την 5η συνεδρία της, επιβάλλοντας στον Αντιοχείας, και τους λοιπούς 38 της παρασυνόδου, ακοινωνησία και αργία μέχρι να μετανοήσουν.

Η οξύτητα των γεγονότων προκάλεσε την επέμβαση του Αυτοκράτορα, ο οποίος έστειλε τον κόμη Ιωάννη, για να μεσολαβήσει προς εκτόνωση της κρίσης. Ο κόμης έφερε μαζί του αυτοκρατορικό γράμμα, που διακήρυσσε ως καθαιρεμένους τον Νεστόριο, τον Αλεξανδρείας Κύριλλο και τον Εφέσου Μέμνονα, τους οποίους και έθεσε υπό περιορισμό, μέχρι να επέλθει συνεννόηση μεταξύ των δύο παρατάξεων στη Χαλκηδόνα. Η επιχείρηση ναυάγησε, γι’ αυτό και ο Αυτοκράτορας επιβεβαίωσε την καθαίρεση του Νεστορίου, τον οποίο και εξόρισε. Ακολούθως, διέκοψε τις εργασίες της Συνόδου και έδωσε εντολή όπως 7 μέλη της κανονικής Συνόδου, μαζί με τους ενδημούντες Επισκόπους της Πόλης, να εκλέξουν και χειροτονήσουν νέο Πατριάρχη.

Η οξύτητα των γεγονότων προκάλεσε την επέμβαση του Αυτοκράτορα, ο οποίος έστειλε τον κόμη Ιωάννη, για να μεσολαβήσει προς εκτόνωση της κρίσης. Ο κόμης έφερε μαζί του αυτοκρατορικό γράμμα, που διακήρυσσε ως καθαιρεμένους τον Νεστόριο, τον Αλεξανδρείας Κύριλλο και τον Εφέσου Μέμνονα, τους οποίους και έθεσε υπό περιορισμό, μέχρι να επέλθει συνεννόηση μεταξύ των δύο παρατάξεων στη Χαλκηδόνα. Η επιχείρηση ναυάγησε, γι’ αυτό και ο Αυτοκράτορας επιβεβαίωσε την καθαίρεση του Νεστορίου, τον οποίο και εξόρισε. Ακολούθως, διέκοψε τις εργασίες της Συνόδου και έδωσε εντολή όπως 7 μέλη της κανονικής Συνόδου, μαζί με τους ενδημούντες Επισκόπους της Πόλης, να εκλέξουν και χειροτονήσουν νέο Πατριάρχη. Πράγμα που έγινε την 25ην Οκτωβρίου, οπότε εκλέχθηκε νέος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ο Μαξιμιανός.

Ύστερα από διαβουλεύσεις και μεσολαβήσεις η διαφορά μεταξύ του Κυρίλλου Αλεξανδρείας και Ιωάννη Αντιοχείας, γεφυρώθηκε το 433 μ.Χ., με τη λεγόμενη «Ἔκθεση τῶν Διαλλαγῶν», που θεωρείται έργο του Θεοδώρητου Κύρου. Η εν λόγω έκθεση στάλθηκε από τον Ιωάννη Αντιοχείας στον Κύριλλο και αφορούσε στην ενανθρώπηση του Κυρίου, ενώ το περιεχόμενό της έγινε, τελικά, δεκτό από τον Κύριλλο Αλεξανδρείας.
Εν τέλει, η Γ’ Οικουμενική Σύνοδος αποφάσισε: την οριστική καταδίκη του Νεστορίου και της θεωρίας του, επικύρωσε το Σύμβολο της Νικαίας - Κωνσταντινουπόλεως και καταδίκασε τις αιρέσεις του πελαγιανισμού και των μεσσαλιανών.

Η Σύνοδος ασχολήθηκε και με θέματα Κανονικού Δικαίου. Κατά την 7η συνεδρία της (πιθανόν κατά την 31η Ιουλίου 431 μ.Χ.), η οποία ως φαίνεται, εκ των διασωθέντων Πρακτικών, ήταν η τελευταία, έγινε ανάγνωση «λιβέλλου» που υποβλήθηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντίας Ρηγίνο. Ο Αρχιεπίσκοπος Ρηγίνος, που συνοδευόταν από τους Επισκόπους Κουρίου Ζήνωνα και Σόλων Ευάγριο, επικαλέστηκε ανάμιξη του Αντιοχείας στις χειροτονίες των Επισκόπων της Κύπρου (ACO 1, 1, 7, σελ. 118-122). Η Σύνοδος αποφάσισε να κατοχυρώσει - επικυρώσει, την ήδη ισχύουσα και αναγνωρισμένη, από την ίδρυσή της, αυτοτέλεια και ανεξαρτησία της Εκκλησίας της Κύπρου [Ο όρος «αυτοκέφαλος» δεν υπάρχει στα πρακτικά της Συνόδου. Τον όρο διαχειρίζεται ο Θεόδωρος ο Αναγνώστης, προκειμένου να ορίσει μονολεκτικά την απόφαση της Συνόδου (P.G. 86, 184)]. Έτσι τερμάτισε τις βλέψεις του Πατριάρχη Αντιοχείας, ο οποίος αξίωνε εναρμόνιση των εκκλησιαστικών ορίων με τα πολιτικά και διοικητικά όρια.
«Ἡ ἅγια Σύνοδος εἶπε», λοιπόν, «πρᾶγμα παρὰ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς θεσμοὺς καὶ τοὺς κανόνας τῶν ἁγίων Πατέρων καινοτομούμενον, καὶ τῆς πάντων ἐλευθερίας ἁπτόμενον, προσήγγειλεν ὁ θεοσεβέστατος συνεπίσκοπος Ρηγίνος καὶ οἱ σὺν αὐτῶ εὐλαβέστατοι ἐπίσκοποί της Κυπρίων ἐπαρχίας Ζήνων καὶ Εὐάγριος. Ὅθεν, ἐπειδή, τὰ κοινὰ πάθη μείζονος δεῖται τῆς θεραπείας, ὡς καὶ μείζονα τὴν βλάβην φέροντα, καὶ μάλιστα εἰ μηδὲ ἔθος ἀρχαῖον παρηκολούθησεν, ὥστε τὸν ἐπίσκοπόν της Ἀντιοχέων πόλεως τὰς ἐν Κύπρῳ ποιεῖσθαι χειροτονίας, καθᾶ διὰ τῶν λιβέλλων καὶ τῶν οἰκείων φωνῶν ἐδίδαξαν οἱ εὐλαβέστατοι ἄνδρες, οἱ τὴν πρόσοδον τὴ ἁγία Συνόδω ποιησάμενοι, ἔξουσι τὸ ἀνεπηρέαστον καὶ ἀβίαστον οἱ τῶν ἁγίων ἐκκλησιῶν τῶν κατὰ τὴν Κύπρον προεστῶτες, κατὰ τοὺς κανόνας τῶν ὁσίων Πατέρων καὶ τὴν ἀρχαίαν συνήθειαν, δὶ ἑαυτῶν τὰς χειροτονίας τῶν εὐλαβεστάτων ἐπισκόπων ποιούμενοι. Τὸ δὲ αὐτὸ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων διοικήσεων καὶ τῶν ἁπανταχοῦ ἐπαρχιῶν παραφυλαχθήσεται, ὥστε μηδένα τῶν θεοφιλέστατων ἐπισκόπων ἐπαρχίαν ἑτέραν, οὐκ οὖσαν ἄνωθεν καὶ ἐξ ἀρχῆς ὑπὸ τὴν αὐτοῦ ἢ γοῦν τῶν πρὸ αὐτοῦ χεῖρα καταλαμβάνειν· ἀλλ’ εἰ καὶ τὶς κατέλαβε καὶ ὑφ’ ἑαυτὸν πεποίηται βιασάμενος, ταύτην ἀποδιδόναι· ἶνα μὴ τῶν Πατέρων οἱ κανόνες παραβαίνωνται, μηδὲ ἐν ἱερουργίας προσχήματι, ἐξουσίας τῦφος κοσμικῆς παρεισδύηται, μηδὲ λάθωμεν τὴν ἐλευθερίαν κατὰ μικρὸν ἀπολέσαντες, ἢν ἠμὶν ἐδωρήσατο τῷ ἰδίῳ αἵματι ὁ Κύριος ἠμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ πάντων ἀνθρώπων ἐλευθερωτής. Ἔδοξε τοίνυν τὴ ἁγία καὶ οἰκουμενικὴ Συνόδω σώζεσθαι ἑκάστη ἐπαρχία καθαρὰ καὶ ἀβίαστα τὰ αὐτὴ προσόντα δίκαια ἐξ ἀρχῆς καὶ ἄνωθεν, κατὰ τὸ πάλαι κράτησαν ἔθος, ἄδειαν ἔχοντος, ἑκάστου μητροπολίτου τὰ ἴσα τῶν πεπραγμένων πρὸς τὸ οἰκεῖον ἀσφαλὲς ἐκλαβεῖν. Εἰ δὲ τὶς μαχόμενον τύπον τοῖς νῦν ὠρισμένοις προκομίσοι, ἄκυρον τοῦτον εἶναι ἔδοξε τὴ ἁγία πάση καὶ οἰκουμενικὴ Συνόδω» (ACO 1, 1, 7, σέλ. 122). Ο Βαλσαμών αναφέρει πως «παλαιὸν πάντες οἱ τῶν ἐπαρχιῶν μητροπολίται αὐτοκέφαλοι ἤσαν καὶ ὑπὸ οἰκείων συνόδων ἐχειροτονοῦντο».

Αξίζει να σημειωθεί ότι η Σύνοδος της Εφέσου δεν διατύπωσε κανόνες. Από τα πρακτικά και δύο επιστολές της, όμως, σχηματίστηκαν συνολικά εννέα κανόνες, οι οποίοι περιελήφθηκαν στις κανονικές συλλογές της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο 8ος κανόνας, που αφορά ιδιατέρως στην Εκκλησία της Κύπρου, σχηματίστηκε από τα πρακτικά της 7ης Συνεδρίας.
Στη συνέχεια, το έτος 478 μ.Χ., ο Αρχιεπίσκοπος Κυπρου Ανθέμιος μετά από όραμα εντόπισε τον τάφο και το τίμιο λείψανο του Αποστόλου Βαρνάβα· «Βαρνάβα τοῦ Ἀποστόλου τὸ λείψανον εὑρέθη ἐν Κύπρῳ ὑπὸ δένδρον κερατέα, ἔχον ἐπὶ τοῦ στήθους τὸ κατὰ Ματθαῖον εὐαγγέλιον, ἰδιόγραφόν του Βαρνάβα. Ἐξ ἢς προφάσεως καὶ περιγεγόνασι Κύπριοι, τὸ αὐτοκέφαλον εἶναι τὴν κατὰ αὐτοὺς μητρόπολιν καὶ μὴ τελεῖν ὑπὸ Ἀντιόχειαν» (P.G. 86, 184), σημειώνει ο Θεόδωρος Αναγνώστης.
Ο Ανθέμιος πρόσφερε το εν λόγω Ευαγγέλιο στον Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ζήνωνα. Ο Αυτοκράτορας, και εις ένδειξη εκτίμησης, παραχώρησε τρία αυτοκρατορικά προνόμια στον (εκάστοτε) Αρχιεπίσκοπο Κυπρου: 1. να υπογράφει με κιννάβαρι (κόκκινο μελάνι), 2. να φέρει πορφυρούν μανδύα κατά τις ιεροτελεστίες και 3. να κρατεί αντί επισκοπικής πατερίτσας το αυτοκρατορικό σκήπτρο. Με την ενέργειά του επικύρωσε ξανά το Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας Κύπρου, υπογραμμίζοντας ότι η Εκκλησία της Κύπρου είναι Αποστολική, γι’ αυτό δικαιούται να είναι και Αυτοκέφαλη.
Την αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Κύπρου επικύρωσε αργότερα και τοπική Σύνοδος το 488 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη, αφού ο Πατριάρχης Αντιοχείας εξακολουθούσε να αμφισβητεί την απόφαση της Γ' Οικουμενικής Συνόδου.

Τέλος, τα αυτοκρατορικά προνόμια και το Αυτοκέφαλο επικύρωσε και η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος το 692 μ.Χ., επίσης, στην Κωνσταντινούπολη. Επιπρόσθετα, μαλίστα, παραχωρήθηκε στον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου το δικαίωμα να συγκαλεί Μείζονα Σύνοδο.
Σε ό,τι αφορά την Εκκλησία της Κύπρου η κατάταξη στα Δίπτυχα, μετά την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο, είχε διαμορφωθεί ως εξής: Ρώμης, «μετ’ εκείνον υπάρχοντα» και «των ίσων απολαύειν πρεσβείων» (με τον Ρώμης) ο Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και ακολούθως της Κύπρου.
 
https://www.saint.gr

Σάββατο 22 Μαΐου 2021

ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ Β' ΑΓΙΑΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ

Μνήμη της Β' Αγίας Οικουμενικής Συνόδου 

Μετά την Α' Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας ανεφάνησαν στην Εκκλησία και νέοι αιρετικοί, όπως οι Πνευματομάχοι ή Μακεδονιανοί, υπό τον αιρεσιάρχη Μακεδόνιο Κωνσταντινουπόλεως, οι Ημιαρειανοί, ο Απολινάριος Λαοδικείας, ο Σαβέλλιος Πτολεμαΐδος, ο Μάρκελλος Αγκύρας, ο Φωτεινός Σιρμίου, ο Ευνόμιος Κυζίκου με το διδάσκαλό του Αέτιο, ο Ευδόξιος Κωνσταντινουπόλεως, ο Παύλος Σαμοσατεύς και άλλοι που προσείλκυαν πολλούς οπαδούς.

Το χριστολογικό ζήτημα τέθηκε εξ αιτίας της αιρέσεως του Απολιναρίου Λαοδικείας. Ο Απολινάριος (390 μ.Χ.), όπως και η λεγόμενη Αλεξανδρινή Σχολή, τόνιζε πρωτίστως την ενότητα στο Πρόσωπο του Ιησού Χριστού, συχνά εις βάρος της πληρότητας του ανθρώπινου στοιχείου. Δίδασκε ότι ο Χριστός είναι Υιός του Θεού, ο οποίος είναι τέλειος Θεός και κατά την Ενανθρώπιση έλαβε μόνο σάρκα («Θεός σαρκοφόρος»), δηλαδή ανθρώπινο σώμα και άλογη ψυχή, όχι όμως και ανθρώπινο νου, γιατί αυτό θα σήμαινε την τελειότητα (ακεραιότητα) της ανθρώπινης φύσεως. Ο Απολινάριος θεωρούσε πως ο Χριστός για την σωτηρία του ανθρώπου είναι ανάγκη να είναι τέλειος Θεός. Για να είναι λοιπόν δυνατή η πλήρης ένωση στον Ένα Χριστό, δίδασκε ότι ο Λόγος του Θεού δεν έλαβε κατά την Ενανθρώπιση τέλεια ανθρώπινη φύση, αλλά μόνο το ανθρώπινο σώμα εμψυχωμένο με ζωική (άλογη) ψυχή και όχι ανθρώπινο νου. Προτιμούσε να χρησιμοποιεί τον όρο «σαρξ», όχι όμως με την βιβλική του σημασία. Επέμενε στη στενή ένωση Θεού και ανθρώπου στον Χριστό, αλλά η ανθρώπινη φύση Του δεν ήταν πλήρης. Την ένωση Λόγου και σαρκός σε μία φύση την χαρακτήριζε «ένωσιν ουσιώδη», «ένωσιν σύνθετον» και «ένωσιν φυσικήν». Η «κολοβωμένη» ανθρώπινη φύση μετά την ένωση πρέπει να θεωρηθεί ότι απορροφήθηκε και χάθηκε μέσα πιο κόλπους του Λόγου, έτσι ώστε ο Χριστός να μην είναι τέλειος άνθρωπος, αλλά μόνο τέλειος Θεός..

Οι Πνευματομάχοι ή Μακεδονιανοί αρνούνταν τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος, θεωρώντας αυτό «κτίσμα και όχι Θεό, ούτε ομοούσιο με τον Πατέρα και τον Υιό».
Κατά τον Μέγα Βασίλειο οι Πνευματομάχοι θεωρούνταν όχι μόνο ότι θεομαχούσαν κατά του Θεού και του Υιού και ότι χριστομαχούσαν, αλλά και ότι πνευματομαχούσαν…

Στη διδασκαλία του Απολιναρίου και του Μακεδονίου αντέδρασαν από πολύ νωρίς οι Πατέρες της Εκκλησίας και τον καταδίκασαν πολλές φορές. Η οριστική όμως καταδίκη της αιρετικής τους κακοδοξίας έγινε από τη Β' Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως το 381 μ.Χ..

Η Β' Οικουμενική Σύνοδος συνήλθε από τον Μάιο μέχρι το τέλος του Ιουλίου του 381 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη, μετά από πρόσκληση του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μεγάλου, προς επίλυση θεολογικών και διοικητικών προβλημάτων. Οι εκατόν πενήντα θεοφόροι Πατέρες, που συμμετείχαν σε αυτήν, προέρχονταν από περιοχές, οι οποίες πολιτικά υπάγονταν στη δικαιοδοσία του αυτοκράτορα που τους συγκάλεσε. Επρόκειτο δηλαδή περί Μεγάλης Συνόδου των Επισκόπων του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους, η δε αναγνώρισή της ως της Β' Οικουμενικής έγινε από την Δ+ Οικουμενική Σύνοδο, που συνήλθε στη Χαλκηδόνα το 451 μ.Χ., η οποία και αποδέχθηκε το Σύμβολον αυτής ως ισοδύναμο και ισόκυρο με αυτό της Νικαίας.

Η Β' Οικουμενική Σύνοδος απέκτησε μεγάλη σημασία για τον Χριστιανισμό προ πάντων διότι συμπλήρωσε το ιερό Σύμβολον της Πίστεως, αφού δογμάτισε ιδίως την Πνευματολογία της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, ως και άλλα άρθρα της πίστεως, και έτσι αποτέλεσε ορόσημο στην ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και μέγα σταθμό ιδίως στο δογματικό καθορισμό της αρχαίας Εκκλησίας. Η σπουδαιότητα της παρούσης Συνόδου και του Συμβόλου αυτής έγκειται κυρίως στην ολοκλήρωση του Τριαδικού δόγματος, διά της θεσπίσεως της Θεότητος και της «ἐκ τοῦ Πατρὸς» εκπορεύσεως του Πνεύματος, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι παραθεωρείται η σημασία της διδασκαλίας αυτής περί Εκκλησίας, βαπτίσματος, αναστάσεως νεκρών και ζωής αιωνίου.

Αυτή κατά πρώτο και κύριο λόγο διετύπωσε πλατύτερα, πληρέστερα και ακριβέστερα το ιερό Σύμβολον της Νικαίας Κωνσταντινουπόλεως, το «Πιστεύω», επειδή τα μεν επτά πρώτα άρθρα συντάχθηκαν υπό της Α' Οικουμενικής Συνόδου το 325 μ.Χ., εναντίον της μεγάλης αιρέσεως του Αρειανισμού, που συντάραξε επί μακρόν την Εκκλησία, και η οποία αίρεση αρνιόταν τη Θεότητα του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, τα δε πέντε τελευταία από τη Β' Οικουμενική Σύνοδο, εναντίον της Πνευματομαχίας που αρνιόταν τη Θεότητα του Τρίτου Προσώπου της Αγίας Τριάδος και των άλλων ως άνω αιρέσεων. το ιερόν Σύμβολον της Πίστεως, το «Πιστεύω», απαγγέλεται και καθομολογείται από όλους τους Χριστιανούς ως ομολογία πίστεως, ως βαπτιστήριο και ως λειτουργικό κείμενο στη θεία λατρεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία αναγνωρίζει και τιμά αυτό ως έργο των δύο πρώτων Οικουμενικών Συνόδων.

Εκείνο το οποίο υπογραμμίζει ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης στη Σύνοδο είναι ότι ο Ίδιος ο Κύριος επισυνάπτει το Πνεύμα με τον Πατέρα και τον Υιό, δεδομένου ότι έχει όλα τα χαρακτηριστικά της θείας φύσεως και είναι ζωοποιόν, άγιον, αΐδιον, σοφόν, ευθές, ηγεμονικόν. Αυτή η κοινότητα των Ονομάτων αποδεικνύει ότι ουδεμία διαφορά υπάρχει στην ενέργεια μεταξύ Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Η ταυτότητα δε της ενέργειας αποδεικνύει το ηνωμένον της φύσεως. Ουδείς επομένως πρέπει να αρνηθεί την μία Θεότητα των Τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδος. Γι' αυτό ο ιερός Πατέρας αναγράφει ότι «μία ἐστὶν ἡ ζωὴ ἡμῶν ἡ διὰ τῆς εἰς τὴν Ἁγίαν Τριάδα πίστεως παραγινομένη, ἐκ μὲν τοῦ θεοῦ τῶν ὅλων πηγάζουσα, διὰ δὲ τοῦ Υἱοῦ προϊοῦσα, ἐν δὲ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι τελειουμένη». Στην ερώτηση των Πνευματομάχων πως είναι δυνατόν το Πνεύμα να είναι ισότιμο προς τον Πατέρα και τον Υιό, εφ' όσον ο Πατέρας μεν είναι Δημιουργός, δι' Υιού δε τα πάντα εδημιουργήθησαν, απαντά ότι πάντα εκτίσθησαν εν Αγίω Πνεύματι και εξαίρει το συναΐδιον και αχώριστον των Τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδος και υπογραμμίζει ότι εκτός της κατά τάξιν και υπόστασιν διαφοράς «ἐν οὐδενὶ τὸ παρηλλαγμένον καταλαμβάνομεν».

Στο Τυπικό της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης η μνήμη της Συνόδου ετελείτο μαζί με την μνήμη της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου την πρώτη Κυριακή μετά την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού. Ως εισηγητής της διπλής αυτής εορτής και ποιητής της Ακολουθίας θεωρείται ο Συμεών Θεσσαλονίκης.
 

https://www.saint.gr

Τρίτη 9 Μαρτίου 2021

Η «ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ» ΕΥΘΥΝΕΤΑΙ ΔΙΑ ΤΗΝ ΑΜΗΧΑΝΙΑΝ ΤΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ

 Ἡ «θεολογία τοῦ προσώπου» εὐθύνεται διὰ τὴν ἀμηχανίαν
τῶν Ἱεραρχῶν
Γράφει ὁ κ. Παῦλος Τρακάδας, θεολόγος

Εἶναι πασιφανὲς ὅτι ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὴν παροῦσαν κρίσιν, ποὺ δὲν εἶναι ὑγειονομικὴ ἀλλὰ πνευματικὴ εἰς τὴν βάσιν της, ὅπως κάθε κρίσις, δὲν εἶχεν ἀπάντησιν ἐπὶ τῆς οὐσίας. Δὲν ἐγνώριζε τί νὰ εἴπη. Πολλοὶ Ἀρχιερεῖς καὶ πρεσβύτεροι ἐδήλωσαν τὴν ἀμηχανίαν των, ὅτι ὁ ἰὸς τοὺς εὗρεν «ἐν ὑπνώσει». Ἀκόμη καὶ σήμερα δὲν ὑπάρχει μία ἑνιαία φωνή. Εὐτυχῶς, ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία τουλάχιστον ἔθεσε τεῖχος ἔστω εἰς τὴν Θείαν Μετάληψιν, καθ’ ἥν στιγμὴν ὀρθόδοξοι κληρικοὶ καὶ θεολόγοι εἴτε ἐδήλωναν ἄγνοιαν εἴτε ἐμφανῶς παρεδέχοντο ὅτι ἡ Θεία Μετάληψις μεταδίδει νοσήματα!

Ὡστόσον, αὐτὴ ἡ στάσις τῆς ΔΙΣ δὲν περιέσωσε τὸ Μυστήριον τῆς Θ. Κοινωνίας, ἀλλὰ μᾶλλον τὸ ἔβλαψεν, ἀποκόπτουσα τὴν Θείαν Μετάληψιν ἀπὸ τὴν Θείαν Λειτουργίαν, τὸν ἐκκλησιασμόν. Πιστοὶ ἐλάμβανον τὸ Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Κυρίου μὴ συμμετέχοντες εἰς τὴν ἱερουργίαν αὐτοῦ, παρὰ τὴν σαφῆ εὐχὴν τοῦ τελοῦντος ἱερέως «καὶ κατάπεμψον τῷ Ἁγίῳ Σου Πνεύματι ἐφ’ ΗΜΑΣ καὶ ἐπὶ τὰ προκείμενα δῶρα ταῦτα». Μία ἐπανάληψις λέξεων χωρὶς νόημα τελικά; Πῶς θὰ προσλάβωμεν τὰ Τίμια Δῶρα, ἂν δὲν μεταποιηθῶμεν ἐμεῖς; Τί εἴδους «Δεῖπνον» εἶναι ἐκεῖνο, ὅταν δὲν καθήμεθα εἰς «τράπεζαν», ἀπολαμβάνοντες τὸ πνευματικὸν «προδόρπιον» καὶ ἔπειτα τὸ «ἐπιδόρπιον» συνευωχούμενοι μετὰ τῶν «ἐνχριστωμένων» ἀδελφῶν, ἀλλὰ στεκόμεθα εἰς τὴν θύραν τοῦ «ἑστιατορίου» καταπίνομεν ταχέως τὸ παραγγελθὲν προϊὸν καὶ ἀποχωροῦ­μεν, ἀποκομμένοι ἀπὸ τὸν πλησίον καὶ ἄγευστοι «ὅτι Χριστὸς ὁ Κύριος», ἀφοῦ δὲν τὸν ὡμολογήσαμεν κατὰ τὴν προτροπὴν «ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους ἵνα ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογήσωμεν»; Δὲν εἶναι αὐτὸ εἶδος ἐκπληρώσεως τοῦ ἀριθμοῦ τοῦ Ἀντιχρίστου «χξστ΄» (=«Χριστὸς Ξένος Σταυροῦ», συμφώνως πρὸς κάποιους ἑρμηνευτὰς), ἀφοῦ εἴμεθα «ξένοι Σταυροῦ», καθὼς δὲν μετείχομεν εἰς τὴν Σταύρωσιν καὶ τὴν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου κατὰ τὴν Θείαν Λατρείαν;

Εἶναι ὑγειονομικὴ ἢ πνευματικὴ ἡ παροῦσα κρίσις;

Τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἐπροβλημάτισε τὴν Διοικοῦσαν Ἐκκλησίαν, ποὺ ἐξέδιδεν ἀνακοινωθέντα «περὶ ἀνέμων καὶ ὑδάτων», ἀλλὰ ὄχι καθαγιασμένων, διότι δὲν ἰσχύουν οἱ καθαγιασμοί, ἐάν… δὲν ἐκδοθῆ ΦΕΚ(!), διὰ νὰ παραλλάξωμεν ὀλίγον λόγους ποὺ εἶχαν ἀναφερθῆ πρὸ καιροῦ περὶ «ἀφορισμοῦ» τοῦ Πρωθυπουργοῦ. Διατί ὅμως δὲν τὴν ἐπροβλημάτισαν; Κατὰ τὴν περίοδον τῶν μνημονίων ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία ἐπανελάμβανεν ὅτι ἡ κρίσις εἶναι πνευματικὴ καὶ ὄχι ὑλική; (Ἐννοοῦσε ὅτι ἐγκαταλείψαμεν τὰς ἀξίας μας, μὴ ὅμως τονίζουσα τὴν βαθυτέραν αἰτίαν: κάθε κρίσις εἶναι πνευματική, διότι ὁ ἄνθρωπος εἶναι πνευματικὸν ὄν, ὄχι μόνον χῶμα). Διατί δὲν τὸ ἔπραξε καὶ τώρα; Ἑρμηνεῖαι ποὺ ἀποδίδουν τὴν σιωπὴν εἰς ἐκβιασμοὺς τοῦ κράτους ἔναντι Ἱεραρχῶν, περιέχουν δόσεις ἀληθείας, ἀλλὰ ἐμεῖς ἂς ἀναζητήσωμεν τὴν ἄκρην τοῦ θεολογικοῦ νήματος. Μήπως καὶ τώρα κατὰ τὴν «ὑγειονομικὴν» κρίσιν δὲν ἐγκατελείψαμεν ὄχι μόνον τὰς ἀξίας μας, ἀλλὰ κάθε τί ποὺ μᾶς πραγματώνει ὡς ἀνθρώπους; Ἡ ἀπεμπόλησις ὄχι μόνον δημοκρατικῶν δικαιωμάτων διὰ τὴν ἐξάσκησιν τῶν «θρησκευτικῶν ἀναγκῶν», ἀλλὰ καὶ τῆς ἰδίας τῆς Λατρείας δὲν σημαίνει κατάργησιν τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἀνθρώπου; Ἡ λατρεία εἶναι ἡ μόνη ποὺ μᾶς θυμίζει, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν πρᾶξιν μᾶς μεταμορφώνει εἰς… ἀνθρώπους, διότι ἄνθρωπος δὲν σημαίνει ἁπλὰ μία βιολογικὴ ὕπαρξις, ὅπως τὸ ζῶον, ἀλλὰ μία εἰς τὸ διηνεκές, αἰωνία κατὰ χάριν ζωὴ ἐν Χριστῷ.

Ὀφείλομεν νὰ ἐνθυμηθῶμεν ὅτι τόσα χρόνια μετὰ τὸν Β΄ Παγκόσμιον Πόλεμον τὸ σύνθημα τῆς ἀνθρωπότητος ἦτο «ὄχι ξανὰ στρατόπεδα συγκεντρώσεως», διότι εἰς αὐτὰ συνέβαινε κάτι χειρότερον ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν πόλεμον. Εἰς τὴν μάχην ἦτο δυνατὸν νὰ ἀπωλέσης τὴν ζωήν σου εἴτε ἡρωϊκὰ εἴτε ἄδικα εἴτε… εἴτε… κ.λπ. Εἰς τὸ «στρατόπεδον» ὅμως δὲν ἦτο ἁπλῶς ὅτι ἀπηξιοῦτο ὁ τρόπος ζωῆς, ἀλλὰ ἐνεσαρκοῦτο («ἔμπαινε στὸ πετσὶ» κάθε ἀνθρώπου, ὡς λέγει ὁ λαὸς) ἕνας ἄλλος τρόπος ὑπάρξεως: ὁ ἄνθρωπος ἔζη ὡς ζῶον, ἄνευ βουλήσεως, δικαιωμάτων, προσδοκιῶν! Εἰς τοιοῦτον σημεῖον ἔφθανεν αὐτὴ ἡ φρίκη, ὥστε ἀκόμη καὶ ὅσοι ἐγλύτωσαν ἀπὸ τοὺς «τόπους τῆς βασάνου» νὰ μὴ δύνανται νὰ συνέλθουν· εἶχε καταστεῖ δευτέρα φύσις των. Εἶναι ὅμως ἐπίσης γνωστὸν ὅτι κάποιοι ὀρθόδοξοι κληρικοί, ποὺ ἦσαν καὶ αὐτοὶ ἐκεῖ ἔγκλειστοι, δὲν «ἔχασαν τὴν συνείδησίν» των, ἐπειδὴ κρυφὰ συνηθροίζοντο δύο ἢ τρεῖς καὶ ἐτέλουν τὴν Θείαν Εὐχαριστίαν. Βεβαίως, συνεστέλλετο ὅλη εἰς μόνον τὴν εὐλόγησιν καὶ τὴν μετάληψιν, καθὼς δὲν ὑπῆρχεν ἑτέρα δυνατότης. «Ὁρίστε», θὰ ἀντιτείνη ἡ σημερινὴ Διοικοῦσα Ἐκκλησία, «εἰς καιροὺς ἐκτάκτου ἀνάγκης ὅλοι συμφωνοῦμε ὅτι συμβαίνει περιστολὴ τῆς Θείας Λατρείας». Αὐτὸ ὅμως εἶναι αὐτοπαγίδευσις, διότι εἴτε πρέπει νὰ παραδεχθῆ ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία ὅτι δὲν ζῶμεν εἰς Δημοκρατίαν, ἀλλὰ εἰς τυραννίαν, ἡ ὁποία αὐθαιρέτως ἐπιβάλλεται ἐπὶ τῆς Ἐκκλησίας (τί πράττει τότε δι’ αὐτὸ ἡ Ἱεραρχία;) εἴτε –ἐφ’ ὅσον ζῶμεν εἰς Δημοκρατίαν- ὅτι ἡ ἀποδοχὴ τελέσεως ἄνευ ποιμνίου (ἢ ἀκόμη καὶ ἡ πλήρης διακοπὴ) τῆς Λατρείας ἦταν «δικτατορικὴ» πρᾶξις τῆς Ἐκκλησίας! Ὅ,τι καὶ ἂν συμβαίνη, εἰς ἀμφοτέρας τὰς περιπτώσεις σημαίνει ὅτι ἐπετράπη νὰ εἰσχωρήσουν καὶ πάλιν εἰς τὴν σύγχρονον Ἱστορίαν αἱ δυνάμεις ποὺ ἀπεκδύουν τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὴν ἀνθρωπότητά του καὶ τὴν οὐσιαστικὴν «ἀνθρωπιάν» του. Ἐπιστρέψαμεν εἰς συνθήκας «Ἄουσβιτς» (ὄχι τόσον βιωτικά, ὅσον ἀνθρωπολογικὰ) καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι συνένοχος!

Παραμένει ὅμως ἕνα διατί: Διατί ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία δὲν ἦτο εἰς θέσιν νὰ ἀντιμετωπίση τὴν παροῦσαν ἐπιδημίαν ὡς πνευματικὴν κρίσιν;

Ἡ «θεολογία τοῦ προσώπου» εἶναι ἡ ρίζα τοῦ κακοῦ

Τὴν ζημίαν ἐποίησεν ἡ θεολογία περὶ προσώπου. Πῶς; Τὸ ἐρώτημα αὐτὸ εἶναι συνυφασμένον μὲ ἕνα δεύτερον ἐρώτημα: ἐφ’ ὅσον ἡ θεολογία περὶ προσώπου ὑπῆρχε καὶ κατὰ τὰ μνημόνια διατί μόνον τώρα ἐπιρρίπτομεν εὐθύνας εἰς αὐτήν; Ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος αὐτῆς τῆς «θεολογίας» εἶναι ὅτι διεχώρισε τὸ ἄτομον ἀπὸ τὸ πρόσωπον. Ἀκόμη καὶ Ἱεράρχαι ἢ ἁπλοὶ κληρικοὶ ἀνίδεοι καὶ «ἀδιάβαστοι» περὶ τὴν ψευδοθεολογίαν αὐτήν, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι πολλάκις εἴμεθα αὐτήκοοι καὶ δυνάμεθα νὰ τὸ ἐπιβεβαιώσωμεν, ἐπαναλαμβάνουν μὲ ὕφος αὐθεντίας καὶ ἐντελῶς ἀσυλλόγιστα ὅτι «ὁ ἄνθρωπος καλεῖται ἀπὸ ἄτομον νὰ γίνη πρόσωπον», ἄν καὶ 2000 ἔτη ἡ δογματικὴ παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας ὁμοφώνως δὲν ἔπαυσε νὰ διακηρύττη ὅτι «πρόσωπον, ἄτομον, ὑπόστασις ταὐτόν». Ὁ διχασμὸς τῆς ἀνθρωπίνης ὑποστάσεως, ποὺ ἐπέφερεν αὐτὴ ἡ θεωρία, δὲν ἀνεδύθη ὡς πρόβλημα κατὰ τὰ μνημόνια, ὅπου ἐκρίνετο ἡ σχέσις τοῦ ἀνθρώπου ὡς πρὸς κάτι ἐξωτερικόν, τὸ χρῆμα, ἀπεναντίας ἐνίσχυσε τὴν κακοδοξίαν αὐτὴν καθὼς πρόσωπον εἶναι ὅποιος σχετίζεται μὲ τὸν συνάνθρωπον ὄχι μὲ ἕνα ὑλικὸν ἀγαθόν. Εἰς τὴν παροῦ­σαν ἐπιδημίαν ὅμως τὸ διακύβευμα ἦτο ἡ ἰδία ἡ ἀτομικὴ ὕπαρξις, αὐτὴ ἔπρεπε νὰ διαφυλαχθῆ. Διὰ τὴν παραδοσιακὴν κατανόησιν προσώπου-ὑποστάσεως δὲν ὑπῆρχε πρόβλημα: ὁ ἄνθρωπος ἁπλῶς συνεχίζει τὴν ζωὴν του, ὅπως καὶ πρὶν (λαμβάνων τὰ ἀπαιτούμενα μέτρα), διότι δὲν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος ὑπάρξεως, μόνον αὐτὸς ποὺ διασώζεται ἐντός τῆς Θείας Λειτουργίας, τὴν ὁποίαν ἐπεκτείνει εἰς κάθε ἔκφανσιν τοῦ βίου του. Διὰ τὴν «θεολογίαν τοῦ προσώπου» ὅμως, ὑφίσταται πρόβλημα: πῶς θὰ διασωθῆ ὁ ἄλλος τρόπος ὑπάρξεως, ἡ προτεραιότης τῆς «σχεσιακότητος», ὅταν τὰ μέτρα τὸ ἀπαγορεύουν; Τόσο σαθρὰ εἶναι αὐτὴ ἡ «θεολογία» ποὺ ἠναγκάσθη νὰ συμπεριλάβη ὡς «σχέσιν» τὴν «μὴ σχέσιν», τὴν ἀποστροφὴν τῆς κοινωνίας μὲ τὸν πλησίον. Ἡ «μὴ σχέσις» μετωνομάσθη «πραγματικὴ κοινωνία» μὲ τὸν συνάνθρωπον, διότι μόνον ἔτσι θὰ τὸν προφυλάξη, παραθεωροῦσα ὅτι ἐπαλινδρόμει πρὸς τὴν ἀτομικότητα, διότι προκειμένου νὰ διαφυλαχθῆ μὲ βεβαιότητα ὁ ἄλλος δὲν πρέπει πρῶτα ἐγὼ νὰ κολλήσω, ἑπομένως προτεραιότητα καθίσταμαι ΕΓΩ!

Τὸ σπουδαιότερον ὅμως εἶναι ὅτι ἡ «μὴ σχέσις», ἐφόσον ἐνδύεται θεολογικὸν μανδύαν θεοποιεῖται καὶ ἀποτέλεσμα εἶναι νὰ τεθῆ αὐτὴ ὑπεράνω ἀκόμη καὶ τῆς Θείας Λειτουργίας, διότι διὰ τοὺς «θεολόγους τοῦ προσώπου» ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι κατ’ ἐξοχὴν πλέγμα σχέσεων, ὄχι μεταμόρφωσις τοῦ ἀτόμου ἀλλὰ συσχετισμὸς προσώπων. Τοιουτοτρόπως, εὐκόλως ἀπεμπόλησαν τὴν εὐχαριστιακὴν σύναξιν χάριν τῆς «μὴ σχέσεως», δηλ. τῆς μεταλλαγμένης «θεολογίας τοῦ προσώπου», ἡ μὲ κάθε τρόπον διάσωσις τῆς ὁποίας ψευδοθεολογίας ἐκρίθη (ἀσυνειδήτως) σπουδαιοτέρα ἀκόμη καὶ αὐτῆς ταύτης τῆς Θείας Λειτουργίας!

Ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία διακατεχομένη ἀπὸ αὐτὴν τὴν περιρρέουσαν ψευδοθεολογίαν ἢ καὶ δεχομένη εἰσηγήσεις ἀπὸ θεολόγους ποὺ ἐμφοροῦνται ἀπὸ αὐτὴν δὲν εὗρε πρὸς ὥρας πρόβλημα ἀκόμη καὶ νὰ διακόψη τὴν λατρείαν, διότι αὐτὸ ὑπηγόρευε τὸ «ὑπέρτατον καθῆκον τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν συνάνθρωπον», εἰς τὴν πραγματικότητα ἡ κατανόησις τῆς ἀγάπης μέσα ἀπὸ τὸ πρίσμα αὐτῆς τῆς διχαστικῆς θεολογίας. Ὅταν ὅμως ἀπητήθη ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία νὰ ἐπαναδιακόψη τὴν λατρείαν, ἤρχισε νὰ τίθεται τὸ ἐρώτημα «ποιὸς ὁ ρόλος μιᾶς Ἐκκλησίας ἂν δὲν κάνει τίποτε;», διότι, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία κατανοεῖ ὅτι ἂν τῆς ἀπομείνη μόνον ὁ «λόγος» καὶ ὄχι ἡ ἱερουργία, τότε ἐμφανῶς πλέον θὰ ἔχη καταλήξει εἰς τὸν Προτεσταντισμόν, ἂν ὄχι εἰς μίαν ἄχρηστον διὰ τὴν Ἱστορίαν ἠθικολογίαν. Τότε ἦτο καὶ πάλιν ἡ «θεολογία τοῦ προσώπου» ποὺ ἐφεῦρε νέαν διέξοδον: ἀρκεῖ μόνον μία μικρὰ ἀντιπροσωπία, διὰ νὰ ἐκφράση τὸ σύνολον τῆς ἐνορίας, καθὼς ἄλλωστε ποτὲ δὲν εἶναι παροῦσα ὁλόκληρος ἡ κοινότης. Αὐτὰ μάλιστα ἐλέχθησαν ἀπὸ τὸν Σεβ. Περγάμου, ἐμβληματικὴν προσωπικότητα αὐτῆς τῆς θεολογίας, εἰς δημοσίαν συνέντευξίν του τὸν παρελθόντα Μάρτιον. Ἀποτέλεσμα ἦτο νὰ λειτουργοῦν οἱ ἱ. ναοὶ διὰ ἀρκετὸν διάστημα μόνον μὲ τὸν «παπὰ καὶ τὸν ψάλτη», ἀφοῦ ὁ ψάλτης ἦτο… «ἀντιπρόσωπος» τῆς ἐνορίας! (Ἆραγε ὁ «παπὰς» τί ἦτο, ἀντιπρόσωπος τοῦ Θεοῦ;!) Ἐκυριολέκτουν πρὸς αὐτό, ὅπως ἐδήλωσε καὶ ὁ Σέβ. Ἀλεξανδρουπόλεως, ἀλλὰ καὶ ἄλλοι δημοσίως, ὅτι δηλ. ἀρκεῖ ἕνα ἄτομον ἐκτὸς τοῦ ἱερέως, διὰ νὰ γίνη ἡ Θεία Λειτουργία! Ἡ συμβολικὴ κάποτε ἔκφρασις, ὅτι ἀρκεῖ ἕνα ἄτομον, ποὺ ἐχρησιμοποιεῖτο, διὰ νὰ ἀντιδιαστείλη τὴν Ὀρθόδοξον νοοτροπίαν ἀπὸ τὴν παπικήν, ὅπου ὁ παπικὸς πρέπει νὰ λειτουργῆ καθ’ ἑκάστην ἀκόμη καὶ μόνος του, κατέστη κυριολεκτικὰ ὡς «ἱκανὴ συνθήκη» ἀπολύτως φυσιολογικά, ὡς τὰ Τίμια Δῶρα νὰ ἦσαν ζήτημα τῆς ἐπιστήμης τῆς Χημείας! Ἠγνοήθη παντελῶς ἀκόμη καὶ ἡ παράδοσις τῶν Σκητέων, ὅπου τουλάχιστον μίαν φορὰν τὴν ἑβδομάδα ἀπαιτεῖται ἡ συγκέντρωσις τῶν ἀσκητῶν εἰς τὸ Κυριακὸν διὰ τὴν ἀπὸ κοινοῦ τέλεσιν τῆς Θείας Λειτουργίας.

Σημερινὴ κατάληξις αὐτῆς τῆς νοοτροπίας εἶναι νὰ θεωρῆται κατόρθωμα ὅτι ἐπετράπη ἕνας μικρὸς ἀριθμὸς πιστῶν κατὰ τὰ Θεοφάνεια ἢ καὶ σύμφωνα μὲ τὰ μέτρα ποὺ ἀπεφασίσθησαν διὰ τὸ ἑπόμενον διάστημα. Ἀριθμὸς πιστῶν ἀνὰ τετραγωνικὰ μέτρα, ἐπιλογὴ πιστῶν, λίσται κρατήσεως θέσεων, ἐναλλαγὴ ποῖοι θὰ ἐκκλησιασθοῦν αὐτὴν τὴν Κυριακὴν καὶ ποῖοι τὴν ἑπομένην κ.ἄ. δὲν εἶναι μόνον ἀθεολόγητα ἀλλὰ ἀκατανόητα, ἐφ’ ὅσον ὄχι μόνον ἐτέθη «πλαφὸν» 50 ἀτόμων ἀνὰ ἱ. ναόν, ἀλλὰ ἐνῶ θὰ ἠδύναντο νὰ στέκωνται καὶ ἐκτὸς τοῦ ναοῦ αὐτὸ ἀπαγορεύεται! Εἶναι ὅμως κυρίως ἀθεολόγητα, διότι ὅπως δὲν τρώγει κανεὶς διὰ ἀντιπροσώπου, δὲν ἐκκλησιάζεται καὶ διὰ ἀντιπροσώπου! Ἡ θεωρία τοῦ Σεβ. Περγάμου εἶναι ἀνυπόστατος: μόνον οἱ «δι’ εὐλόγου αἰτίας» ἀπουσιάζοντες συγχωροῦνται, δὲν ἀντιπροσωπεύονται! Ἡ «μὴ σχέσις» εἴτε τὸ θέλουν εἴτε ὄχι εἶναι ἀναίρεσις τῆς σχέσεως καὶ καταδεικνύει πὼς ἡ ἰδία αὐτὴ ἡ «θεολογία» περιέχει ἀντιφάσεις, τὰς ὁποίας ἀπεκάλυψεν ἡ ἐπιδημία ποὺ ἐπέτρεψεν ὁ Θεός, ἴσως διὰ νὰ τοὺς ἐξάγη ἀπὸ τὴν πλάνην των. Ἔφθασαν εἰς σημεῖον νὰ λατρεύουν τὸ «πρόσωπον» καὶ ὄχι τὸν Θεόν, ἀπέχοντες ἀπὸ τὴν Θείαν Λειτουργίαν. Μήπως δὲν εἶναι αὐτὸ εἰδωλολατρία;

Ἐμεῖς πιστεύομεν ὅτι δὲν θὰ ἐπιτρέψη ὁ Τριαδικὸς Θεὸς ποὺ κατέρχεται ἐκείνην τὴν ὥραν τῆς τελέσεως τοῦ Φρικτοῦ Μυστηρίου νὰ μεταδοθῆ καμία ἀσθένεια, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἂν αὐτὸ συνέβαινε δὲν δυνάμεθα νὰ μὴ μετέχωμεν τῆς θείας Λειτουργίας, διότι δὲν ὑπάρχει τρόπος «ἀντικαταστάσεως» τῆς φυσικῆς μας παρουσίας. Ἔχομεν ὅμως μακρὰν ὁδὸν νὰ διανύσωμεν, ἕως ὅτου ἀντιληφθοῦν οἱ Ἱεράρχαι τὰ ἀτοπήματα, εἰς τὰ ὁποῖα τοὺς ὡδήγησε μία χρεωκοπημένη θεολογία, ποὺ κατέστησε τὸ πρόσωπον εἴδωλον!

Ορθόδοξος Τύπος

http://aktines.blogspot.com

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2020

ΑΓΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ: ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΕΙΝΑΙ ΘΕΑΝΘΡΩΠΙΝΑ!


Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς: Στήν Ἐκκλησία τά πάντα εἶναι Θεανθρώπινα

Εν ονόματι της Εκκλησίας και των Θεανθρωπίνων αγιασμάτων και αληθειών δεν μπορεί να λάβει χώρα κανένας συμβιβασμός. Η αποστολική και αγιοπατερική πιστότητα σε κάθε δικό της, αποτελεί τον κορυφαίο κανόνα στην σχέση μας έναντι της Εκκλησίας: Η πιστότητα σημαίνει ακρίβεια. Κανενός είδους αμαρτίες δεν επιτρέπεται να ευλογούνται, κανενός είδους πράγματα, τα οποία θα κατέλυαν την Αλήθεια, την Παν-αλήθεια της Εκκλησίας, το θεανθρώπινο είναι της, δεν πρέπει να γίνονται. Στήν Εκκλησία τα πάντα είναι Θεανθρώπινα: το είναι, η ζωή, τα μέσα, ο στόχος, η αθανασία, , η αιωνιότητα. Εδώ δεν χωρεί καμία «οικονομία» , καθαρά ανθρώπινη, ουμανιστική και χομινιστική, γιατί τούτο θα αποτελούσε αποχώρηση από την θεανρώπινη Αλήθεια της Εκκλησίας, από την θεανθρώπινη αποστολικότητα, αγιότητα, ενότητα και καθολικότητά της.
Δογματική, σελ. 681, Ορθόδοξη φιλοσοφία της Αλήθειας.

Δευτέρα 18 Μαΐου 2020

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ: ΚΑΤΑ ΕΝΩΤΙΚΩΝ


Φώτης Κόντογλου, Κατὰ Ἑνωτικῶν

Μεγάλο, πολὺ μεγάλο καὶ σπουδαῖο εἶναι ἕνα ζήτημα ποὺ δὲν τοῦ δώσανε σχεδὸν καθόλου προσοχὴ οἱ περισσότεροι Ἕλληνες. Κι αὐτὸ εἶναι τὸ ὅτι ἀπὸ καιρὸ ἀρχίσανε κάποιοι δικοί μας κληρικοὶ νὰ θέλουν καὶ νὰ ἐπιδιώκουν νὰ δέσουν στενὲς σχέσεις μὲ τοὺς παπικούς, ποὺ ἐπὶ τόσους αἰῶνες μᾶς ρημάξανε. Γιατί, στὰ ἀληθινά, δὲν ὑπάρχει πιὸ μεγάλος ἀντίμαχος τῆς φυλῆς μας, κι ἐπίμονος ἀντίμαχος, πού, σώνει καὶ καλά, θέλει νὰ σβήσει τὴν Ὀρθοδοξία.
Οἱ δεσποτάδες ποὺ εἶπα πὼς τοὺς ἔπιασε, ἄξαφνα κι ἀναπάντεχα, ὁ ἔρωτας μὲ τοὺς Λατίνους, λένε πὼς τὸ κάνουνε ἀπὸ 'ἀγάπη'. Μὰ αὐτὸ εἶναι χονδροειδέστατη δικαιολογία καὶ καλὰ θὰ κάνουνε νὰ παρατήσουνε αὐτὰ τὰ ροσόλια τῆς 'ἀγάπης', ποὺ τὴν κάνανε ρεζίλι. Ὁ διάβολος, ἅμα θελήσει νὰ κάνει τὸ πιὸ πονηρὸ παιγνίδι του, μιλᾶ, ὁ ἀλιτήριος γιὰ ἀγάπη. Ὅ,τι εἶπε ὁ Χριστός, τὸ λέγει κι αὐτὸς κάλπικα, γιὰ νὰ ξεγελάσει.
Τώρα, στὰ καλὰ καθούμενα, τοὺς ρασοφόρους μας στὴν Πόλη, τοὺς ἔπιασε παροξυσμὸς τῆς ἀγάπης γιὰ τοὺς Ἰταλιάνους, ποὺ στέκουνται, ὅπως πάντα, κρύοι καὶ περήφανοι καὶ δὲν γυρίζουνε νὰ τοὺς δοῦνε αὐτοὺς τοὺς 'ἐν Χριστῷ ἀδελφούς', ποὺ ὅσα τοὺς κάνανε ἀπὸ τὸν καιρὸ τῶν Σταυροφόρων ἴσαμε τώρα, δὲν τοὺς τἄκανε μήτε Τοῦρκος, μήτε Τάταρος, μήτε Μωχαμετάνος. Ἴσως καὶ οἱ δικοί μας νὰ κάνουν ἀπὸ παρεξηγημένη καλωσύνη.
Ὅπως εἶπα, οἱ περισσότεροι... δικοί μας δὲν δώσανε καμμιὰ σημασία σ᾿ αὐτὲς τὶς φιλοπαπικὲς κινήσεις, ποὺ εἶναι θάνατος γιὰ τὸ γένος μας καὶ ποὺ τὶς κινήσανε οἱ καταχθόνιες δυνάμεις ποὺ πολεμᾶνε τὸν Χριστὸ καὶ ποὺ μὲ τὰ λεπτά τους ἀγοράζουνε ὅλους, δὲν δώσανε λοιπὸν καμμιὰ σημασία, γιατὶ τὰ θεωροῦνε τιποτένια πράγματα, ἂν δὲν εἶναι κι οἱ ἴδιοι ἀγορασμένοι, ἄξια μοναχὰ γιὰ κάποιους στενοκέφαλους παλιοημερολογίτες καὶ φανατικοὺς ἀποπετρωμένους χριστιανούς. Τώρα τὰ μυαλὰ γινήκανε φαρδειά, καὶ καταγίνονται μὲ ἄλλα κοσμοϊστορικὰ προβλήματα! "Θὰ καθόμαστε νὰ κυττάζουμε τώρα παπάδες κι Ὀρθοδοξίες"; Μὰ αὐτοὺς δὲν τοὺς μέλει κι ἂν ἐξαφανισθεῖ ἀπὸ τὸν κόσμο κάθε ἑλληνικὸ πράγμα. Καὶ θὰ ἐξαφανισθεῖ ὄχι τόσο εὔκολα μὲ τὸν ἀμερικανισμὸ ποὺ πάθαμε, ὅσο ἂν γίνουμε στὴ θρησκεία παπικοί. Γιατί γι᾿ αὐτοῦ πᾶμε. Παπικὴ Ἑλλάδα θὰ πεῖ ἐξαφάνιση τῆς Ἑλλάδας. Νά γιατί εἶπα πῶς εἶναι πολὺ σπουδαῖο ζήτημα αὐτὲς οἱ ἐρωτοτροπίες ποὺ ἀρχίσανε κάποιοι κληρικοὶ δικοί μας μὲ τοὺς παπικούς, κι ἡ αἰτία εἶναι τὸ ὅτι δὲν νοιώσανε τί εἶναι Ὀρθοδοξία ὁλότελα, μ᾿ ὅλο ποὺ εἶναι δεσποτάδες.

Τετάρτη 15 Απριλίου 2020

ΜΟΝΑΧΟΣ ΜΩΥΣΗΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ: Η ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ!


Μοναχός Μωυσής, Αγιορείτης: Η ελληνορθόδοξη παράδοση έχει δύναμη, αντοχή, νόημα, πίστη, παρηγοριά και ελπίδα. Η προσπάθεια ορισμένων να ξεριζώσουν από τις καρδιές των ανθρώπων αυτή την πλούσια και ζωηφόρα παράδοση το μόνο που θα καταφέρει θα είναι να αυξήσει τους θλιμμένους, τους απαρηγόρητους, τους ανέλπιδους. Η παράδοση αυτή γέννησε εκλεκτές μορφές αγίων και ηρώων. Ήλθε ο καιρός για μια ουσιαστική αναζήτηση, προς επανασύνδεση με την ιστορία, την παράδοση και τη συνέχειά της. Ώρα ευπρόσδεκτη, κατάλληλη και απαραίτητη για μια καινούργια ανακάλυψη της παραδόσεώς μας και της δυνατής βεβαιότητος που προσφέρει στην απόγνωση, στην κατήφεια, στην κατάθλιψη και στη μελαγχολία. Να το αντίδοτο του πολλού ψυχικού πόνου των καιρών μας. Είναι ανάγκη σύντομα να το αναζητήσουμε προς θεραπεία. Δεν παίρνει άλλο μια ανοημάτιστη και μαύρη ζωή. Δεν είναι έτσι; Είμαι υπερβολικός και παρωχημένος;

Τετάρτη 22 Μαΐου 2019

ΑΓΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ! Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΔΕΝ ΠΟΛΙΤΙΚΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΚΑΙ, ΠΟΛΥ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ, ΔΕΝ ΚΟΜΜΑΤΙΚΟΠΟΙΕΙΤΑΙ!


-Ρώτησε κάποιος τον Όσιο Πορφύριο, τι πρέπει να ψηφίσει στις βουλευτικές εκλογές.
Eκείνος του απάντησε παραβολικά: «Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι σαν την κλώσσα: Κάτω από τα φτερά της σκεπάζει και άσπρα πουλάκια και μαύρα πουλάκια». Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν πολιτικοποιείται και πολύ περισσότερο δεν κομματικοποιείται. Σκεπάζει με την αγάπη όλους, χωρίς να ταυτίζεται με φατρίες.

Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2019

ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΣΕΡΒΙΑΣ ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ: «ΕΞΑΙΤΙΑΣ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ ΜΟΝΤΕΛΟΥ ΤΟΥ ΠΑΠΙΣΜΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΡΟΚΛΗΘΕΙ ΕΝΑ ΝΕΟ ΜΕΓΑΛΟ ΣΧΙΣΜΑ»


Ο Πατριάρχης Σερβίας επικρίνει τον Βαρθολομαίο για την αυτοκεφαλία στην Ουκρανική Εκκλησία

Την αντίθεση του στην χορήγηση αυτοκεφαλίας στην Ορθόδοξη Εκκλήσία της Ουκρανίας από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, εξέφρασε ο Πατριάρχης Σερβίας Ειρηναίος, σε συνέντευξη του σε σερβική εφημερίδα.
Η απόφαση του Πατριάρχη Βαρθολομαίου της Κωνσταντινούπολης, να χορηγήσει αυτοκεφαλία στην πρόσφατα δημιουργηθείσα Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας, έρχεται ως παραβίαση της παλαιάς αρχής της συνδιαλλαγής και μπορεί να αποτελέσει σημαντικό σχίσμα στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, σύμφωνα με τον Αρχιεπίσκοπο του Πεκ και Πατριάρχη Σερβίας Ειρηναίο, σε συνέντευξη του στην εφημερίδα Pechat την Κυριακή.

Νωρίτερα σήμερα, η Κωνσταντινούπολη παρέδωσε διάταγμα ανεξαρτησίας στον επικεφαλής της ενοποιημένης Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας, η οποία δεν περιλαμβάνει την Ορθόδοξη Εκκλησία του Ουκρανικού Πατριαρχείου Μόσχας (UOC-MP).

«Έχουμε ήδη ένα μεγάλο σχίσμα εξαιτίας του παπισμού ως απόκλιση από το πνεύμα της συμφιλίωσης — το σχίσμα ανάμεσα στη χριστιανική Ανατολή και τη Δύση, το οποίο διήρκεσε αιώνες. Εξαιτίας αυτού του νέου ανατολικού μοντέλου του παπισμού μπορεί να προκληθεί ένα νέο μεγάλο σχίσμα», ανέφερε ο Πατριάρχης Ειρηναίος, σύμφωνα με την εφημερίδα.

Ο πατριάρχης της Σερβίας εξέφρασε επίσης την ελπίδα ότι η Κωνσταντινούπολη θα βρει τη δύναμη να μην ακολουθήσει το μονοπάτι που είχε πάρει, καταστρέφοντας την ενότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

«Η μόνη πιθανή διέξοδος από αυτή τη βαθιά κρίση είναι η επιστροφή στην αρχή της συνδιαλλαγής και της αιώνιας κανονικής τάξης… στην υπεύθυνη παντορθόδοξη επίλυση των προβλημάτων αντί της υπερβολικής επιμονής στην υπεροχή και στα δικά μας ιδιαίτερα και αποκλειστικά προνόμια και εξουσίες… από την αντίληψη του «πρώτου χωρίς ίσους» στην αντίληψη του «πρώτου μεταξύ ίσων», διότι η πρώτη καταργεί την μέχρι τώρα απαραβίαστη ορθόδοξη αρχή της συνδιαλλαγής», ανέφερε ο πατριάρχης.

Από sputniknews

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2018

Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ ΕΝΩΝΕΙ ΤΟΥΣ ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΔΙΑΣΠΑ ΤΟΥΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ

Ανάλυση του ιστολογίου ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ
Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος ενώνει τους σχισματικούς και διασπά τους Ορθοδόξους

Η λεγόμενη «ενωτική σύνοδος» του Κιέβου που πραγματοποιήθηκε υπό την προεδρία του Μητροπολίτου Γαλλίας Εμμανουήλ
αποτελεί το προτελευταίο βήμα της διαδικασίας χορήγησης Αυτοκεφάλου από τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο στους σχισματικούς της Ουκρανίας. Απομένει και η επίδοση του Τόμου Αυτοκεφαλίας στον εκλεγέντα από την «ενωτική σύνοδο» προκαθήμενο της νέας Εκκλησίας στην οποία εντάχθηκαν οι σχισματικές ομάδες της Ουκρανίας.

Κι ενώ ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος και οι περί αυτόν Φαναριώτες διακηρύσσουν ότι ουδέν περισσότερο έπραξαν από το να χορηγήσουν αυτοκεφαλία σε μία ακόμη Εκκλησία όπως και σε άλλες στο παρελθόν, στην ουσία με τις ενέργειές τους δημιουργούν μέγα σχίσμα στην Ορθόδοξη Εκκλησία και πληγή της οποίας η επούλωση θα χρειαστεί πολλά χρόνια. Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος καταλύει κάθε έννοια συνοδικού συστήματος, υιοθετεί παπικού τύπου πρωτείο και κινείται αυτοβούλως και άνευ πανορθοδόξου συνοδικής αποφάσεως, καταπατά ιερούς κανόνες, επαναφέρει σχισματικούς στην «κανονικότητα» και αποσχίζει Ορθοδόξους αποστερώντας τους τίτλους και μητροπόλεις. Ακόμη χειρότερα εντάσσει στη δική του ποίμνη τους άρτι καθαιρεθέντες Μητροπολίτες της κανονικής Ουκρανικής Εκκλησίας και αγνοεί πλήρως τις αποφάσεις της μόνης κανονικής Εκκλησίας της Ουκρανίας υπό τον Μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ουκρανίας Ονούφριο. Πράττει όλα αυτά πιεζόμενος από τις ΗΠΑ ή άλλους πολιτικούς και εξωγενείς παράγοντες; Ή αυτοβούλως κινείται αποπειρόμενος να επιβάλλει πανορθοδόξως το πρωτείο του; Ή μήπως και τα δύο μαζί; Επιδεικτικά παραβλέπει και τους Μητροπολίτες πολλών άλλων Ορθοδόξων Πατριαρχείων και Αυτοκεφάλων Εκκλησιών που με αγωνία τονίζουν την επικίνδυνη για την ενότητα της Ορθοδόξίας πορεία που διαγράφεται με τις πρωτοβουλίες του.
Ήδη το σχίσμα μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών είναι γεγονός με το Πατριαρχείο της Ρωσίας να έχει πλήρως διακόψει την κοινωνία με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Και τα πράγματα θα χειροτερεύσουν. Αργά ή γρήγορα όλες οι Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες θα αναγκαστούν να λάβουν επισήμως θέση για όσα έπραξε ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος στην Ουκρανία. Άμεσα μάλιστα θα διαφανεί εντός της λειτουργικής πράξης ποια στάση θα τηρήσουν οι Ορθόδοξες Εκκλησίες. Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος βιάζεται να επιβάλλει πανορθοδόξως τις αποφάσεις του και στην πρώτη Θεία Λειτουργία μετά την «ενωτική σύνοδο» στο Φανάρι, στα Δίπτυχα μνημονεύτηκε ο εκλεγείς (σχισματικός) Μητροπολίτης Επιφάνιος ως προκαθήμενος της 15ης στη σειρά Ορθοδόξου Εκκλησίας (!) πριν ακόμη του επιδοθεί ο Τόμος Αυτοκεφαλίας. Τι θα πράξουν όμως οι άλλοι Προκαθήμενοι των υπολοίπων Εκκλησιών; Θα μνημονεύσουν τον Μητροπολίτη Επιφάνιο; Θα αγνοήσουν τον Μητροπολίτη Ονούφριο, τον μόνον κανονικό επικεφαλής Μητροπολίτη της Εκκλησίας της Ουκρανίας; Θα συνεχίσουν τη μνημόνευση του Πατριάρχη Βαρθολομαίου; Ή θα ακολουθήσουν την στάση του Πατριαρχείου Μόσχας διακόπτοντας τη μνημόνευση του; Τα πράγματα είναι κρισιμότερα για τις ελληνόφωνες Ορθόδοξες Εκκλησίες και κυρίως την Εκκλησία της Ελλάδος. Προς το παρόν ουδέν σχόλιον έχει γίνει για τα τεκταινόμενα στην Ουκρανία. Ποια θα είναι η στάση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου και της περί αυτόν Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος;
Η Γέννηση του Χριστού πλησιάζει αλλά οι εν Φαναρίω φρόντισαν φέτος να προσφέρουν αντί άλλου δώρου στο θείο βρέφος τον διχασμό, την διχόνοια και τη διάσπαση των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Οι δήθεν κοπτόμενοι για την ένωση όλων των Χριστιανών και οικουμενιστικά κινούμενοι επί πολλά πλέον έτη, σχίζουν τώρα και την Ορθόδοξη Εκκλησία προσφέροντας καλές υπηρεσίες στους πολέμιους της Εκκλησίας του Χριστού.

ΟΥΚΡΑΝΙΚΗ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ: ΕΙΜΑΣΤΕ Η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ


Ο Μητροπολίτης Αντώνιος ξεκαθάρισε ότι η UOC-MP θα παραμείνει η μοναδική κανονική εκκλησία στην Ουκρανία, ενώ υποστήριξε ότι η «νέα εκκλησία» αφορά την ενοποίηση δύο διχαστικών κινημάτων.

Η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία του Πατριαρχείου της Μόσχας (UOC-MP) θα παραμείνει η μοναδική κανονική εκκλησία στην Ουκρανία, όπως διαμήνυσε ο Μητροπολίτης Αντώνιος, αποδοκιμάζοντας την πρόθεση του Κιέβου να δημιουργήσει αυτοκέφαλη εκκλησία.
Μετά την έκτακτη σύνοδο της UOC-MP, o Μητροπολίτης σχολίασε τις τελευταίες εξελίξεις γύρω από το ζήτημα της ουκρανικής εκκλησίας.
«Στην αποκαλούμενη "ενωτική σύνοδο", οι δύο μη-κανονικές δομές ενοποιήθηκαν. Ήταν μία ενοποίηση δύο διχαστικών κινημάτων και η απόφαση αυτή δεν έχει καμία σημασία για την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία»
Και πρόσθεσε: «Υπάρχει μόνο μία κανονική εκκλησία στην Ουκρανία και αυτή είναι η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία».
Την ίδια ώρα, σύμφωνα με την ανακοίνωση της συνόδου, η UOC-MP θα πρέπει να αφορίσει τους δύο επισκόπους, οι οποίοι συμμετείχαν στις πρόσφατες εργασίες της «ενωτικής συνόδου».

Υπενθυμίζεται ότι την Παρασκευή, διεξήχθη στην ουκρανική πρωτεύουσα η επονομαζόμενη «ενωτική σύνοδος», όπου η μη-κανονική εκκλησία εξέλεξε ως προκαθήμενο της «νέας εκκλησίας» τον Επιφάνιο.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το Πατριαρχείο της Μόσχας, σχολιάζοντας τις τελευταίες εξελίξεις γύρω από την αυτοκεφαλία της μη-κανονικής Εκκλησίας της Ουκρανίας, έκανε λόγο για «νομιμοποίηση του σχίσματος».

Προειδοποίησε μάλιστα, για το ενδεχόμενο καταστροφικών συνεπειών, οι οποίες θα επηρεάσουν εκατομμύρια Χριστιανούς στην Ουκρανία και άλλες χώρες. Άλλωστε, το Πατριαρχείο της Μόσχας έχει ήδη διακόψει κάθε επικοινωνία με το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.


Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2018

ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΟ ΘΕΩΡΕΙ Η ΡΩΣΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟ


Στα άκρα έχει οδηγηθεί πλέον η σχέση του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης με τη Ρωσική Εκκλησία μετά την απόφαση του Φαναρίου να προχωρήσει στην αυτοκεφαλία της «Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας – Πατριαρχείο Κιέβου».

Αντιδρώντας, η Μόσχα σε πρώτη φάση διέκοψε κάθε δεσμό με το Φανάρι δείχνοντας έμπρακτα την οργή και την αντίθεσή της στις κινήσεις του κ. Βαρθολομαίου, ενώ σήμερα με δηλώσεις του ο επικεφαλής των εξωτερικών σχέσεων του Πατριάρχη Μόσχας χαρακτήρισε τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως σχισματικό.

«Με βάση το γεγονός ότι ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως αναγνώρισε σχισματικούς, οι κανόνες της Εκκλησίας έτσι προβλέπουν, και συνεπώς για μας ο Πατριάρχης είναι σχισματικός από εδώ και στο εξής» υπογράμμισε ο μητροπολίτης Ιλαρίων.

«Έτσι δουλεύουν οι κανόνες της εκκλησίας. Επομένως, για εμάς ο Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης είναι τώρα σχισματικός» εξήγησε ο μητροπολίτης στο τηλεοπτικό κανάλι «Ρωσία 24».

Όπως είπε, η Ρωσική ορθόδοξη Εκκλησία δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα του Βαρθολομαίου να αποφασίζει για την τύχη άλλων Εκκλησιών και να αλλάζει με οποιοδήποτε τρόπο το καθεστώς. «Και δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε το δικαίωμα που παραχώρησε παράνομα στον εαυτό του — να δέχεται μόνο τις εφέσεις των τοπικών ορθόδοξων εκκλησιών, να εισβάλει στην κανονική επικράτεια των Ορθοδόξων εκκλησιών, να ληστεύει, να αποφασίζει για μερικές από τις δομές τους χωρίς τη γνώση των εκκλησιών» τόνισε ο μητροπολίτης.


Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2018

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ

Ἐν Πειραιεῖ τῇ 18 Ὀκτωβρίου 2018

ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ  ΕΝ  ΤΗι ΟΡΘΟΔΟΞΩι ΚΑΘΟΛΙΚΗι ΕΚΚΛΗΣΙΑι ΔΙΚΑΙΟΔΟΤΙΚΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΣ  ΕΦ’ ΟΛΗΣ  ΤΗΣ  ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΚΤΟΣ  ΤΗΣ  ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ  ΣΥΝΟΔΟΥ;

Μέ ἀφορμή τήν ἐξέλιξη τοῦ Οὐκρανικοῦ λεγομένου ζητήματος
τίθεται ἀναποδράστως τό ἀνωτέρω ἐρώτημα πρός διερεύνησι καί διασάφησι διότι ἀποτελεῖ τήν «λυδία λίθο» κατανοήσεως τοῦ προβλήματος ὅπως τίθεται σήμερον. Ἀσφαλῶς τό Σεπτό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως κατά τό Κανονικό Δίκαιο τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἔχει κατά τούς θείους καί ἱεορύς κανόνας Γ΄ τῆς Β Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ΚΗ΄ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τά πρεσβεῖα τιμῆς μεταξύ τῶν Πατριαρχικῶν Θρόνων, μετά τόν Θρόνο τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης στήν Ἀδιαίρετη Ἐκκλησία. Μετά δέ τήν σχᾶσι καί ἔκπτωσι ἐξ Αὐτῆς τοῦ Θρόνου τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης τυγχάνει ὁ πρῶτος Θρόνος στήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία καί ἔχει τό κανονικό καί ἔννομο δικαίωμα τῆς τιμητικῆς προεδρίας τῶν ὈρθοδόξωνἘκκλησιῶν καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης τῆς προεδρίας συγκληθησομένης Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί κατά ταῦτα τοῦ συντονισμοῦ τῶν ὈρθοδόξωνἘκκλησιῶν, ὡς συμβαίνει μέ ὅλες τίς προεδρίες ἀνά τόν κόσμο διϊστορικῶς.Ἀπονέμει δέ αὐτοκεφαλία καί αὐτονομία σέ ἐκκλησιαστικές δομές, ὑπό τόνὅρο τῆς ἐγκρίσεως τῶν ἀποφάσεών Του, ἀπό τήν ὁποθενδήποτε συγκληθησομένη Οἰκουμενική Σύνοδο. Τά ἀνωτέρω βεβαίως ἰσχύουν ἐπειδή δέν κατορθώθηκε εἰσέτι ἡ συναπόφαση τῶν Ὀρθοδόξων ΑὐτοκεφάλωνἘκκλησιῶν γιά τήν ἀποδοχή διαδικασίας ἀπονομῆς τῆς αὐτοκεφαλίας καί τοῦαὐτονόμου πού συζητεῖται ἐπί πενήντα ἔτη καί προβλέπει αἴτησι τοῦἘκκλησιαστικοῦ σώματος, συναίνεσι τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας καί ἔγκρισι τῶν λοιπῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.

Κατά ταῦτα τό Σεπτό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο δύναται νά χορηγήσει αὐτοκεφαλία σέ ἐκκλησιαστική δομή πού τό ζητεῖ καί πού πληροῖ τούς κανονικούς ὅρους, ἀλλά στήν συγκεκριμένη περίπτωση τῆς Οὐκρανίαςἐγείρεται τό θέμα ὅτι ἡ μόνη κανονική ἐκκλησιαστική δομή τῆς χώρας, πού μέἀπόφαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Διονυσίου Δ΄ ἀπό τό 1686 διοικεῖταιἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας δέν ἐπιθυμεῖ καί δέν ἐπιδιώκει σήμερα τήνἀνακήρυξη της σέ αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία. Τήν αὐτοκεφαλία τῆς ΟὐκρανικῆςὈρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπιδιώκουν ὁ δυτικόφιλος οὐνίτης Πρόεδρος τῆς χώρας Πέτρο Ποροσένκο, τό κοινοβούλιο τῆς χώρας καί δύο σχισματικέςἐκκλησιαστικές δομές, ἡ «Οὐκρανική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία-Πατριαρχεῖο Κιέβου», πού ἀποσπάστηκε τό 1992 ἀπό τό Ρωσσικό Πατριαρχεῖο μέ σκληρές ἐπιθέσεις καί ἀναθέματα κατά τοῦ Πατριαρχείου τῆς Μόσχας μέἐπικεφαλής τόν καθηρημένο καί ἀναθεματισμένο πρώην Μητροπολίτη Κιέβου μοναχό Φιλάρετο (Ντενισένκο) καί ἡ «Οὐκρανική Αὐτοκέφαλη ὈρθόδοξηἘκκλησία», πού δημιουργήθηκε τό 1921 ἀπό τίς Σοβιετικές Ἀρχές καί ἕνεκεν τῆς συμπράξεώς της μέ τούς Ναζί κατακτητές τῆς χώρας κατεδιώχθη καί συνέπτυξε «ἐκκλησία τῶν κατακομβῶν» καί μετά ταῦτα ἀνεβίωσε τό 1980ἀπό τόν αὐτοπροσδιοριζόμενο ὡς «Πατριάρχη» Μστισλάβ πού ζοῦσε στή Δύση καί σήμερα διοικεῖται ἀπό τόν αὐτοπροσδιοριζόμενο ὡς «Μητροπολίτη Κιέβου καί πάσης Οὐκρανίας» Μακάριο Μαλέτιτς.
Τό Σεπτό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀπέστειλε δύο ἐξάρχους γιά τήν διερεύνηση τοῦ θέματος καί ἀπεφάσισε Συνοδικῶς νά χορηγήσει αὐτοκεφαλία στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας ἀπροσδιορίστως πρός τό παρόν καί βέβαια ὄχι στήν ἀναγνωριζομένη ὑπό πάντων καί ὑπό τοῦ ΣεπτοῦΟἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου κανονική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίαςὑπό τόν Μητροπολίτη Ὀνούφριο πού κανονικῶς ἐξαρτᾶται ἀπό τό Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας πού δέν τό ἐπιθυμεῖ καί δεύτερον ἀπεκατέστησε στήν κανονική τάξη τίς δύο σχισματικές «Ἐκκλησιαστικές» δομές μέ τούςἐπικεφαλής των, τῶν ὁποίων τήν κανονική κατάσταση οὐδεμία ὀρθόδοξηἘκκλησίας ἀνεγνώριζε. Εἰδικώτερα ὁ μοναχός Φιλάρετος Ντενισένκο, κληρικός τυγχάνων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ὡς Μητροπολίτης Κιέβου τό 1992 καθηρέθη ἐκ τοῦ ὑψηλοῦ τῆς Ἀρχιερωσύνης ὑπουργήματος καί μετά ταῦτα ἀνεθεματίσθη γιά τήν πρόκλησι σχίσματος ἀλλά καί γιά ἑτέραςἀντικανονικάς αὐτοῦ ἐνεργείας, ὁ δέ ἕτερος οὐδεμία κανονική χειροτονία κέκτηται προερχόμενος ἐξ «Ἱεραρχίας» μιᾶς μορφῆς «ζώσης Ἐκκλησίας» τοῦΣοβιετικοῦ Καθεστῶτος πού συνεστήθη τό 1921.
Τό κρίσιμο ἑπομένως θέμα πού τίθεται ἀπό κανονικῆς ἐπόψεως στό συγκεκριμένο ζήτημα εἶναι ἐάν ἡ ἀπόφασις τελείας συνόδου προεδρευομένηςὑπό Πατριάρχου ὡς εἶναι ἡ σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας εἶναιἀνέκκλητος ἤ δύναται νά ἐκκληθῆ ἐνώπιον ἄλλης Πατριαρχικῆς συνόδου. Τό θέμα αὐτό ἀπησχόλησε τήν οἰκουμενική Ἐκκλησία μετά τήν σύνοδο τῆς Σαρδικῆς καί τούς κανόνες Γ΄, Δ΄ καί Ε΄. Πρῶτος ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης Ζώσιμος ἐπικαλούμενος τούς κανόνες τῆς Σαρδικῆς, ὡς κανόνες δῆθεν τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Νικαίας, διεξεδίκησε δικαιώματα ὑπάτου δικαστοῦἐπί τῶν ἐκκλησιῶν τῆς Β. Ἀφρικῆς καί ἀξίωσε τήν ἀποκατάσταση τοῦκαθαιρεθέντος ἀπό τόν ἐπίσκοπο Sicca Οὐρβανό πρεσβυτέρου Ἀπιαρίου. Οἱἀφρικανοί ἐπίσκοποι ἀπέκρουσαν διαρρήδην τό ὑπό τοῦ ἐπισκόπου τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης Ζωσίμου καί τοῦ διαδόχου του Βονιφατίου Κελεστίνου Α΄ ἀξιούμενο δικαίωμα ὑπάτου δικαστοῦ τῶν ἐκκλησιῶν τους τό 424. Προηγουμένως ἡ ἐν Καρθαγένῃ τοπική σύνοδος μέ τόν ΛΣΤ (31) κανόνα της (κατ’ ἀρίθμησιν «Πηδαλίου»), ὁ ὁποῖος ἐπαναλαμβάνεται ἀπαράλακτος καί μέ τόν ΡΛΔ (129) κανόνα τῆς ἰδίας συνόδου νομοθέτησε: «Ὁμοίως ἤρεσεν, ἵνα οἱπρεσβύτεροι καὶ οἱ διάκονοι καὶ οἱ λοιποὶ κατώτεροι κληρικοί, ἐν αἷς ἔχουσιν αἰτίαις, ἐὰν τὰ δικαστήρια μέμφωνται τῶν ἰδίων ἐπισκόπων, οἱ γείτονεςἐπίσκοποι ἀκροάσωνται αὐτῶν καί, μετὰ συναινέσεως τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου, τὰ μεταξὺ αὐτῶν διαθῶσιν οἱ προσκαλούμενοι παρ’ αὐτῶν ἐπίσκοποι. Διό, εἰκαὶ περὶ αὐτῶν ἔκκλητον παρέχειν νομίσωσι, μὴ ἐκκαλέσωνται εἰς τὰ πέραν τῆς θαλάσσης δικαστήρια, ἀλλὰ πρὸς τοὺς πρωτεύοντας τῶν ἰδίων ἐπαρχιῶν,ὡς καὶ περὶ τῶν ἐπισκόπων πολλάκις ὥρισται. Οἱ δὲ πρὸς περαματικὰδικαστήρια διεκκαλούμενοι, παρ᾽ οὐδενὸς ἐν τῇ Ἀφρικῇ δεχθῶσιν κοινωνίαν» καί τό σημαντικόν εἶναι ὅτι οἱ κανόνες τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδουἐπικυρώθησαν ὁρισμένως καί ὀνομαστικῶς ἀπό τόν Β΄ κανόνα τῆς ἁγίας Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἁπλῶς δέ ἀπό τόν Α΄ τῆς Δ΄ καί τόν Α΄ τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἑπομένως ἡ ἀδιαίρετος Ἐκκλησία ἐδέχθη ὅτι τά ὑπό τοῦ Γ΄, Δ΄ καί Ε΄ κανόνων τῆς Σαρδικῆς, ὁριζόμενα ἀφοροῦσαν εἰδικό προνόμοιο πού ἀπενεμήθη στόν τότε Ὀρθόδοξο ἐπίσκοπο τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης διά τούς ὑπ’ αὐτόν ὑπαγομένους Ἐπισκόπους καί μόνον καί ὄχι περίἀναθέσεως ὑπερτάτης ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας σέ αὐτόν. Σχετικά ὁΖωναρᾶς λέγει: «Οὔτε οὖν τῆς ἐν Νικαίᾳ συνόδου ἐστίν ὁ κανών, οὔτε πᾶσας τάς ἐκκλήτους ἀνατίθησι αὐτῷ ἀλλά τῶν ὑποκειμένων αὐτῷ» (Σ.Γ.241), ὁ δέ Βαλσαμών ἀναφέρει: «εἰδικόν γάρ ἐστί τοῦτο εἰς τάς ἐκκλησιαστικάςὑποθέσεις τοῦ Πάπα καί κρατεῖν ὀφείλει ἔνθα ἐξεφωνήθη» (Σ.Γ.239). Συνεπῶς ἡ ἀπαίτησις τοῦ τότε Ὀρθοδόξου ἐπισκόπου τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης γιά προνόμιο ὑπερτάτης ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας ἀπερρίφθη ὑπό τῆς Ἐκκλησίας διότι ἔγινε δεκτή ἡ κανονική διάταξι τῆς Συνόδου τῆς Καρχηδόνος διά τῆς Ἁγίας Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὅτι θά ἀφορίζονται οἱκληρικοί ἑτέρου ἐκκλησιαστικοῦ κλίματος πού θά ἐκκαλοῦν ἐνώπιον τοῦἐπισκόπου τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης τάς ὑποθέσεις των.
Στήν Ὀρθόδοξο Καθολική Ἐκκλησία ἐπί τῇ βάσει τῶν Θ. καί Ἱ. Κανόνων Θ΄ καί ΙΖ΄ τῆς ἁγίας Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού διακελεύουν: «Εἰ δὲ πρὸς τὸν τῆς αὐτῆς ἐπαρχίας μητροπολίτην, ἐπίσκοπος ἤ κληρικὸς ἀμφισβητοίη, καταλαμβανέτω τὸν ἔξαρχον τῆς διοικήσεως, ἢ τὸν τῆς βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως θρόνον, καὶ ἐπ’ αὐτῷ δικαζέσθω», σέ προσβολή δι’ἐκκλήτου δέν ὑπόκειται, δηλ. τυγχάνει ἀνέκκλητος ἐκδοθεῖσα καταδικαστικήἀπόφασις ὑπό τελείας Συνόδου, συνελθούσης κατ’ ὀρθήν ἐφαρμογή τοῦΚΗ΄ἀποστολικοῦ Κανόνος καί τοῦ Δ΄ κανόνος τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου,ὅπως εἶναι ἡ ὑπό τήν προεδρία τοῦ Ἐξάρχου τῆς Διοικήσεως τελοῦσα Γενική Σύνοδος τῶν Μητροπολιτῶν ἤ ἡ ὑπό τήν Προεδρία τοῦ Πατριάρχου τελοῦσα Σύνοδος τοῦ οἰκείου Πατριαρχικοῦ κλίματος. Τόσον ὁ Θ΄ ὅσο καί ὁ ΙΖ΄ κανόνες τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου θέτουν διαζευκτικό ἤ στήν ἴδια κανονική πρόβλεψη γιά τόν Ἔξαρχο τῆς Διοικήσεως καί τόν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως καί παρέχουν δυνατότητα ἰσοτίμου προσφυγῆς καίἑπομένως δέν ἀνιδρύουν οἱ κανόνες γιά τόν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως ὑπερτάτη δικαστική ἁρμοδιότητα καί ἕτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Ἔξαρχο δέ τῆς Διοικήσεως θεωροῦν τόν Πρόεδρο τοῦ οἰκείου Πατριαρχικοῦ κλίματος. Ὁ Βαλσαμών ἀναφέρει χαρακτηριστικά: «Αἱ ψῆφοι τῶν Πατριαρχῶν ἐκκλήτῳ οὐχ ὑπόκεινται, Ν ΡΚΓ΄, κβ, Β.Γ.α.λη «ὁμακαριώτατος πατριάρχης ἐκείνης τῆς διοικήσεως μεταξύ αὐτῶν ἀκροάσθω, κακεῖνα ὁριζέτω ἅτινα τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς κανόσι, καί τοῖς νόμοις συνάδει, οὐδενός μέρους κατά τῆς ψήφου αὐτοῦ ἀντιλέγειν δυναμένου», στήν δέ «Ἐπαναγωγή» ΙΑ΄,6(J.G.R. τ Β΄, 260) «Τό τοῦ Πατριάρχου κριτήριον ἐκκλήτῳοὐχ ὑπόκειται, οὐδέ ἀναψηλαφᾶται ὑφ’ ἑτέρου, ὡς ἀρχή καί αὐτῶν τῶνἐκκλησιαστικῶν κριτηρίων», ὁ δέ Ἱερός καί Μέγας Φώτιος στά «Νομοκανονικά» του Θ, α΄ (Σ.Α. 169) γράφει: «οὔτε γάρ ἐκκαλοῦντο αἱ τῶν Πατριαρχῶν ψῆφοι». Κατά ταῦτα ἡ δικαστική κρίσις οἱασδήποτε Ἁγίας καίἹερᾶς Πατριαρχικῆς Συνόδου πού ἀποτελεῖ κατά τό κανονικό μας δίκαιο τελεῖα Σύνοδο καί ἐκφέρεται μετά ἀπό ἐκδίκαση ποινικῆς ὑποθέσεως τυγχάνειἀνέκκλητος δυναμένη μόνον νά ἐκκληθῆ ἐνώπιον Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Π. Παναγιωτάκου «Σύστημα τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, Τό ποινικό Δίκαιο τῆςἘκκλησίας» σελ. 836 ἑπ., ΑΘΗΝΑΙ 1962).
Ὑπομνηματίζων ὁ θεοφώτιστος Ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τόν Θ΄ Κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στίς σελ. 192-193 «Πηδάλιο» ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλ. 1998, «ἀπαντῶν» στόν ἐξωμότη καί ἐξουνιτισθέντα Βησσαρίωνα καί στούς ὅπως ἀναφέρει Παπιστές Βίνιον καί Βελαρμῖνον,ἀναφέρεται στό ζήτημα μέ ἐξαίρετη κανονική ἀνάλυση λέγοντας χαρακτηριστικά: «Ὅτι μέν γάρ ὁ Κωνσταντινουπόλεως οὐκ ἔχει ἐξουσίανἐνεργεῖν εἰς τάς διοικήσεις καί ἐνορίας τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν, οὔτε εἰς αὐτόνἐδόθη ἀπό τόν Κανόνα τοῦτον ἡ ἔκκλητος ἐν τῇ καθόλου Ἐκκλησίᾳ δῆλόν ἐστι ά. διατί ἐν τῇ δ΄. πράξει τῆς ἐν Χαλκηδόνι ταύτης Συνόδου ὁΚωνσταντινουπόλεως Ἀνατόλιος ἐνεργήσας ὑπερόρια, καί λαβών τήν Τύρονἀπό τόν Ἐπίσκοπόν της Φώτιον, καί δούς αὐτήν εἰς τόν Βηρυτοῦ Εὐσέβιον, καί καθελών καί ἀφορίσας τόν Φώτιον, ἐμέμφθη καί ἀπό τούς ἄρχοντας, καίἀπό ὅλην τήν Σύνοδον διά τοῦτο. Καί ἀγκαλά ἐπροφασίσθη πολλά, μέ ὅλον τοῦτο ὅσα ἐκεῖ ἐνήργησεν, ἀκυρώθησαν ὑπό τῆς Συνόδου, καί ὁ Φώτιοςἐδικαιώθη, καί τάς ἐπισκοπάς τῆς Τύρου ἔλαβε. Διό καί ὁ Ἐφέσου Ἰσαάκἔλεγεν εἰς Μιχαήλ τόν πρῶτον τῶν Παλαιολόγων, ὅτι ὁ Κωνσταντινουπόλεως οὐκ ἐκτείνει τήν ἐξουσίαν αὐτοῦ ἐπί τά Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς (κατά τόν Παχυμέρην βιβλ. στ'. κεφ. ά)· β'. ὅτι οἱ πολιτικοί καί βασιλικοί νόμοι δέν προσδιορίζουσιν ὅτι ἡ τοῦ Κωνσταντινουπόλεως μόνον κρίσις καί ἀπόφασις δέν δέχεται ἔκκλητον, ἀλλ΄ ἀορίστως ἑκάστου Πατριάρχου καί  τῶν Πατριαρχῶν πληθυντικῶς. Λέγει γάρ Ἰουστινιανός Νεαρά ρκγ΄, ὁ Πατριάρχης τῆς Διοικήσεως ἐκεῖνα ὁριζέτω, ἅτινα τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς Κανόσι καί τοῖς νόμοις συνάδει, οὐδενός μέρους κατά τῆς ψήφου αὐτοῦ ἀντιλέγειν δυναμένου. Καί ὁ σοφός Λέων ἐν τῷ ά. τίτλ. τῆς νομικῆς αὐτοῦ ἐπιτομῆς, λέγει, τό τοῦΠατριάρχου κριτήριον ἐκκλήτῳ οὐχ ὑπόκειται, οὐδέ ἀναψηλαφᾶται ἀπόἄλλον, ὡς ἀρχή ὅν τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐξ αὐτοῦ γάρ πάντα τά κριτήρια, καίεἰς αὐτό ἀναλύει. Καί ὁ Ἰουστινιανός πάλιν βιβλ. γ. κεφ. β. τῆς συναγωγῆς τῆςἐκκλησιαστικῆς ὁ ἁρμόδιος Πατριάρχης ἐξετάσει τήν ψῆφον, μή δεδιώςἔκκλητον, καί βιβλ. ά. τιτλ. δ΄ τῆς ἐκκλησιαστικῆς διαταγῆς, οὐκ ἐκκαλοῦνται αἱτῶν Πατριαρχῶν ψῆφοι, καί πάλιν βιβλ. ά. τίτλ. δ'. κεφ. κθ΄ κατά τῶνἀποφάσεων δέ τῶν Πατριαρχῶν, ἐνομοθετήθη ἀπό τούς πρό ἡμῶν Βασιλεῖς νά μή γίνεται ἔκκλητος. Λοιπόν ἀνίσως κατά τούς Βασιλεῖς τούτους, οἵτινες συμφωνοῦσι μέ τούς ἱερούς Κανόνας, αἱ ψῆφοι τῶν Πατριαρχῶν πάντων δέν δέχονται ἔκκλητον, ἤτοι δέν ἀναβιβάζονται εἰς ἄλλου Πατριάρχου κριτήριον, πῶς ὁ Κωνσταντινουπόλεως δύναται ταύτας νά ἀνακρίνη; καί ἄν ὁ παρών Κανών τῆς δ΄ ἀλλά καί ιζ΄ αὐτῆς, σκοπόν εἶχε νά ἔχῃ ὁ Κωνσταντινουπόλεως τήν ἔκκλητον τῶν λοιπῶν Πατριαρχῶν, πῶς οἱ Βασιλεῖς ἤθελαν θεσπίσουν ἐκ διαμέτρου ὅλον τό ἐναντίον, εἰς καιρόν ὅπου αὐτοί ἐγίνωσκον ὅτι οἱ μή συμφωνοῦντες τοῖς Κανόσι πολιτικοί νόμοι μένουσιν ἄκυροι; γ΄. ὅτι, ἄν δώσωμεν κατά τούς ἀνωτέρω Παπιστάς ὅτι ὁ Κωνσταντινουπόλεως κρίνει τούς Πατριάρχας, καί ἀνακρίνει τάς κρίσεις αὐτῶν, ἐπειδή ὁ Κανών δέν κάμνειἐξαίρεσιν τίνος καί τίνος Πατριάρχου, ἄρα κρίνει ὁ αὐτός καί ἀνακρινεῖ καί τόν Ρώμης, καί οὕτως ἔσται ὁ Κωνσταντινουπόλεως καί πρῶτος καί ἔσχατος καί κοινός κριτής πάντων τῶν Πατριαρχῶν καί αὐτοῦ τοῦ Πάπα».
Συνεπῶς κανονικό δικαίωμα ἐπανεξετάσεως τῆς ὑποθέσεως τοῦΜοναχοῦ Φιλαρέτου Ντενισένκο μετά τίς ἀποφάσεις τῆς τελείας Πατριαρχικῆς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ἔχει μόνον ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος,ὅπως ἄλλωστε ὁ Σεπτός Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος μέ τόὑπ’ ἀριθμ. 1203/29.8.1999 Πατριαρχικόν Του Γράμμα πρός τόν Μακαριστόν Πατριάρχην Μόσχας κυρόν Ἀλέξιον ἀποδέχεται γράφων: «Εἰς ἀπάντησιν πρός σχετικό τηλεγράφημα καί γράμμα τῆς Ὑμετέρας λίαν ἀγαπητῆς καί περισπουδάστου Μακαριότητος, ἐπί τοῦ ἀνακύψαντος προβλήματος ἐν τῇκαθ’Ὑμᾶς ἀδελφῇ Ἁγιωτάτῃ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ρωσσίας, ὅπερ πρόβλημαὡδήγησε τήν Ἱεράν Σύνοδον αὐτῆς ὅπως προβῇ, δι’οὕς οἷδεν αὕτη λόγους, εἰς τήν καθαίρεσιν τοῦ ἄχρι πρότινος ἐκ τῶν τά πρῶτα φερόντων Συνοδικοῦμέλους αὐτῆς Μητροπολίτου Κιέβου κυρίου Φιλαρέτου, ἐπιθυμοῦμεν ἵνα γνωρίσωμεν τῇ Ὑμετέρᾳ Ἀγάπῃ ἀδελφικῶς ὅτι ἡ καθ’ ἡμᾶς Ἁγία τοῦ ΧριστοῦΜεγάλη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζουσα εἰς τό ἀκέραιον τήν ἐπί τοῦ θέματοςἀποκλειστικήν ἀρμοδιότητα τῆς ὑφ’ Ὑμᾶς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίαςἀποδέχεται τά Συνοδικῶς ἀποφασισθέντα περί τοῦ ἐν λόγῳ, μή ἐπιθυμοῦσα τό παράπαν ἵνα παρέξῃ οἱανδήτινα δυσχέρειαν εἰς τήν καθ’ Ὑμᾶς ἀδελφήνἘκκλησίαν». 

+ ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ