ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΟΣΙΑ ΣΟΦΙΑ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΟΣΙΑ ΣΟΦΙΑ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 6 Μαΐου 2020

Παρασκευή 30 Αυγούστου 2019

ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣ: ΟΤΑΝ Ο ΠΑΠΑΣ ΑΝΟΙΓΕΙ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΤΟΝ ΓΑΜΟ, ΣΤΕΛΝΕΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ ΚΑΙ ΣΤΕΦΑΝΩΝΕΙ ΤΗΝ ΠΑΡΘΕΝΙΑ!


Αγία Σοφία της Κλεισούρας: Συμβουλέψτε τά κορίτσια σας νά φυλάξουν τήν τιμή τους, μέχρι τόν γάμο τους, νά βαδίσουν τόν δρόμο τοῦ Χριστοῦ. Τά ἀγόρια νά μένουν καθαρά μέχρι τόν γάμο. Ὅταν ὁ παπάς ἀνοίγει τό Εὐαγγέλιο στόν γάμο, στέλνει ὁ Χριστός τόν ἄγγελο καί στεφανώνει τήν παρθενία.

ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣ: Η ΕΛΛΑΔΑ, ΑΝ ΚΡΑΤΗΣΕΙ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ, ΘΑ ΣΩΘΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΚΟ ΠΟΥ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ 'ΡΘΗ!


Αγία Σοφία της Κλεισούρας: Η Ελλάδα, αν κρατήση την πίστι, θα σωθή από το κακό πού πρόκειται νάρθή. Αν όμως δεν κρατήσει την πίστη, θα καταστραφεί… Θα πέσουν όλοι οι δαίμονες επάνω της… Θα ’ρθή το κακό και θα χωρίση το στάρι απ’ την ήρα, τα πρόβατα απ’ τα ερίφια…

ΟΣΙΑ ΣΟΦΙΑ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣ: ΜΕΤΑΝΟΗΣΤΕ, ΓΙΑΤΙ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΙΜΩΣΑΝ ΣΤΗ ΓΗ!


Αγία Σοφία της Κλεισούρας: Μετανοήστε, γιατί τα σύννεφα της οργής του Θεούς σίμωσαν στη γη. Μεγάλο κακό έρχεται, από την πολλή αμαρτία.

Σάββατο 6 Μαΐου 2017

ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ Η ΕΝ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑ: ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΑΣ ΝΑ ΒΛΕΠΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑ ΜΗ ΒΛΕΠΟΥΝ!


Αγία Σοφία της Κλεισούρας: Τα μάτια να βλέπουν και να μη βλέπουν. Τ' αυτιά ν’ ακούν και να μην ακούν. Το στόμα να μη βλασφημεί. Κλειδί στο στόμα. Να μη μεταφέρετε λόγια από τον ένα στον άλλο. Να έχετε για όλους αγάπη. Να σκεπάζετε, να σας σκεπάζει ο Θεός. Πολλάν υπομονήν να κάμετε, πολλάν υπομονήν !!!

ΟΣΙΑ ΣΟΦΙΑ Η ΕΝ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑ ΑΣΚΗΣΑΣΑ

Οσία Σοφία η εν Κλεισούρα ασκήσασα

Η Οσία Σοφία Χοτοκουρίδου, το γένος Αμανατίου Σαουλίδου, γεννήθηκε το 1883 μ.Χ. στο χωριό Σαρή-ποπά (ή Σαρή-παπά) της επαρχίας Αρδάσης Τριπόλεως, Νόμου Τραπεζούντας του Πόντου. Το 1907 μ.Χ. παντρεύεται με τον Ιορδάνη Χοτοκουρίδη στο χωριό Το(γ)ρούλ της επαρχίας Αρδάσης και μετά από τρία χρόνια, το 1910 μ.Χ., απέκτησε ένα παιδί. Έπειτα από δύο χρόνια, χάνει το παιδί της το οποίο βρίσκει τραγικό θάνατο, αφού φαγώθηκε από χοίρους, ενώ δυο χρόνια μετά, το 1914 μ.Χ. χάνει και τον άντρα της τον οποίο τον πήραν οι Τούρκοι στα τάγματα εργασίας, όπου και μάλλον απεβίωσε.

Η νεαρή χήρα κατέφυγε στα βουνά, όπου ζούσε ασκητικά, με μεγάλη νηστεία. Εκεί της εμφανίστηκε ο Άγιος Γεώργιος και την προειδοποίησε για επικείμενη επιδρομή των Τσετών. Η Σοφία ενημέρωσε τους συγχωριανούς της, που κρύφτηκαν και απέφυγαν τον κίνδυνο.

Στην ανταλλαγή των πληθυσμών το καράβι που μετέφερε τους συγχωριανούς της Σοφίας στην Ελλάδα κινδύνεψε να καταποντιστεί. Αυτή έβλεπε τα κύματα γεμάτα από Αγγέλους και την Παναγία. Ζήτησε απ᾿ αυτήν να πνιγεί η ίδια και να σωθούν οι συγχωριανοί της. Η Παναγία τους έσωσε όλους. Ο καπετάνιος δεν το πίστευε πώς σώθηκαν κι έλεγε: «Κάποιον άγιο έχουμε» και οι χωριανοί του απάντησαν: «Τη Σοφία».

Το 1927 μ.Χ. με παρότρυνση της Παναγίας πηγαίνει στο μοναστήρι της στην Κλεισούρα της Καστοριάς, στην Ιερά Μονή του Γενεθλίου της Υπεραγίας Θεοτόκου, όπου έζησε ασκητικά για μισό περίπου αιώνα. Εκεί βρήκε έναν ενάρετο ιερομόναχο, τον π. Γρηγόριο, που είχε έλθει από το Άγιο Όρος, ο οποίος την κατάρτισε στη μοναχική ζωή. Έζησε ασκητικά ως λαϊκή, φορώντας τα μαύρα της χηρείας και της ασκήσεως, καθισμένη πάνω στο τζάκι και αλείφοντας το πρόσωπό της με στάχτη, για να μη φαίνεται η ομορφιά του.

Τα περισσότερα χρόνια τα πέρασε μόνη της, με μόνο τον Θεό, μια και το μοναστήρι έμεινε χωρίς μοναχούς. Υπέμεινε τους δριμείς χειμώνες, με τη θερμοκρασία να πέφτει στους -15 βαθμούς, και την πολλή υγρασία του τόπου. Όταν της έλεγαν ν’ ανάψει φωτιά, φώναζε ένα μακρόσυρτο «Όχι!», που ακόμα ηχεί στα αυτιά όσων την άκουσαν. Κυκλοφορούσε ξυπόλητη, ενώ τα ρούχα της ήταν πάντα κουρελιασμένα και ανεπαρκή για τις συνθήκες της περιοχής. Της έδιναν καινούργια. Δεν τα φορούσε, αλλά τα πρόσφερε σε όσους είχαν ανάγκη. Κοιμόταν και σ’ έναν άλλο χώρο, πάνω σε άχυρα, αλλά από κάτω είχε βάλει σουβλερές πέτρες. Δεν λουζόταν ποτέ ούτε χτενιζόταν, και τα μαλλιά της είχαν σκληρύνει πολύ. Όταν κάποτε χρειάστηκε να τα σηκώσει από τα μάτια της, για να βλέπει καλύτερα, αναγκάστηκε να τα κόψει με το ψαλίδι που κούρευαν τα πρόβατα. Παρ’ όλα αυτά όμως, το κεφάλι της ευωδίαζε.

Το φαγητό της ήταν λιτότατο, συνήθως με ό, τι έβρισκε στην περιοχή: μανιτάρια, μούσκλια, αγριόχορτα, φτέρη, φύλλα των δέντρων, ή με λίγη ντομάτα τουρσί, μουχλιασμένη. Τα σαββατοκύριακα έβαζε και μια κουταλιά λάδι στο πιάτο της. Άλλες φορές άνοιγε καμιά κονσέρβα ψάρι και το έτρωγε όταν είχε πιάσει ένα δάχτυλο μούχλα. Έτρωγε και σε παλιά σκουριασμένα ορειχάλκινα σκεύη, αλλά δεν πάθαινε τίποτα. Νήστευε και με το παλαιό και με το νέο ημερολόγιο, για να μη σκανδαλίζει κανέναν και όταν κάποιοι διαμαρτύρονταν για τις «υπερβολές» της, τους απαντούσε: «Παιδεύω το σαρκίο μου».

Κι όμως, αυτή η αυστηρή με τον εαυτό της ασκήτρια ήταν πολύ γλυκιά και επιεικής με τους άλλους. Δεν κρατούσε δραχμή από τα χρήματα που της έδιναν, αλλά τα έκρυβε για να τα δώσει στους αναγκεμένους όταν θα ερχόταν η ώρα. Τα τότε κοριτσάκια, σημερινές γερόντισσες της Κλεισούρας, που μιλούσαν ελληνικά και βλάχικα, αγαπούσαν τη συντροφιά της, έστω κι αν δεν καταλάβαιναν τα ποντιακά της. Νουθετούσε τις άγαμες κοπέλες που τύχαινε να παραστρατήσουν, φρόντιζε να παντρευτούν, τις προίκιζε από τα χρήματα που της έδιναν και ανέθετε στην Παναγία την προστασία τους. «Η Παναΐα κι θα χαντ᾿ σας» (δεν θα σας χάσει η Παναγία), τους έλεγε.

Ποτέ δεν πλήγωσε ή στενοχώρησε κανένα. Αν καταλάβαινε ότι κάποιος είχε προβλήματα μέσα του, περνούσε από δίπλα του, του έλεγε ένα δυο λόγια, χωρίς να την αντιληφθούν οι άλλοι, απομακρυνόταν, κι εκείνος την ακολουθούσε. Τον παρηγορούσε, τον συμβούλευε, τον ενίσχυε με τη χάρη του Θεού, κι αυτός έφευγε άλλος άνθρωπος. Έλεγε πολλές φορές: «Αυτοί ήρθαν μαύροι στην Παναγία και φεύγουν άσπροι». Γνώριζε πολλά σκάνδαλα από ιερείς, μοναχούς, λαϊκούς... Δεν κατηγορούσε ποτέ κανέναν, αλλά έλεγε: «Να σκεπάζετε, να σας σκεπάζει ο Θεός».

Αγαπούσε και τα ζώα. Είχε μια αρκούδα, που ζούσε στο δάσος και την έλεγε «ρούσα». Ερχόταν κι έπαιρνε τροφή από τα χέρια της, της έγλειφε τα χέρια και τα πόδια από ευγνωμοσύνη κι επέστρεφε στο δάσος. Έβαζε ψίχουλα στα περβάζια των παραθύρων για τα πουλάκια, κι αυτά, όταν η αγία προσευχόταν, φτερούγιζαν γύρω της και κελαηδούσαν. Σαν να ζούσε στον Παράδεισο, πριν από την πτώση.

Είχε κοινωνία με την Παναγία και τους Αγίους. Το 1967 μ.Χ., αρρώστησε βαριά, από σκωληκοειδίτιδα ή κήλη, ώστε να διπλωθεί στα δύο από τον πόνο. Δεν δέχτηκε γιατρό αλλά έλεγε: «Θα ‘ρθει η Παναγία να με πάρει από τον πόνο». Έβαζε στουπιά η φυτίλια από τις κανδήλες, ώσπου σάπισε η πληγή κι έβγαζε κακοσμία. Τότε της εμφανίστηκε η Παναγία με τον αρχάγγελο Γαβριήλ και τον Άγιο Γεώργιο. Της είπε ο αρχάγγελος: «Θα σε κόψουμε τώρα». Αυτή απάντησε: «Είμαι αμαρτωλή, να εξομολογηθώ, να κοινωνήσω, και να με κόψεις». Μια «εγχείρηση θα σου κάνουμε», της απαντά. Έγινε η επέμβαση, η Σοφία έγινε καλά και συχνά σήκωνε χωρίς ντροπή την μπλούζα ή το φόρεμά της, για να δείξει στον κόσμο την τομή που έκλεισε μόνη της.

Η Οσία Σοφία, η «ἀσκήτισσα τῆς Παναγιᾶς» όπως αποκαλείται, εκοιμήθη εν Κυρίω στις 6 Μαΐου 1974 μ.Χ. Στις 7 Ιουλίου 1981 μ.Χ. γίνεται η πρώτη ανακομιδή των λειψάνων της, τα οποία ευωδιάζουν. Στις 27 Μαΐου 1998 μ.Χ. γίνεται η δεύτερη ανακομιδή των λειψάνων της τα οποία μεταφέρονται στο μοναστήρι από το Σεβ. Μητροπολίτη Καστορίας κ.κ. Σεραφείμ.

Η Μεγάλη Εκκλησία την ενέταξε το 2011 μ.Χ. στις αγιολογικές δέλτους της και την 1η Ιουλίου 2012 μ.Χ., έγινε η επίσημη ανακήρυξή της από τον Οικουμενικό Πατριάρχη στην Καστοριά. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμάει τη μνήμη της στις 6 Μαΐου.

Τόσο την Ακολουθία του Εσπερινού και του Όρθρου όσο και τον Παρακλητικό κανόνα και τα Εγκώμια προς την Οσία, έγραψε ο Μέγας Υμνογράφος της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας, χαρισματούχος Δρ Χαράλαμπος Μπούσιας.

ΟΣΙΑ ΣΟΦΙΑ Η ΕΝ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑ ΑΣΚΗΣΑΣΑ


Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2015

ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑΣ ΣΟΦΙΑΣ ΧΟΤΟΚΟΥΡΙΔΟΥ (ΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣ)

Πνευματικά λόγια, γεμάτα με την Χάρη του Αγίου Πνεύματος από την ασκήτρια της Κλεισούρας Οσία Σοφία Χοτοκουρίδου, μία λαϊκή ασκήτρια, παράδειγμα για όλους μας.

«Ἐγὼ θὰ φύγω, ἀλλὰ νὰ ξέρετε· ἡ λαιμαργία θὰ χάσει τὸν κόσμον, ἡ λαιμαργία καὶ ἡ ὑπερηφάνεια…».

«Καμμία φορὰ ὁ κόσμος ἀγριεύει, καὶ ὅταν ἔχει καὶ ὅταν δὲν ἔχει. Ὅταν δὲν ἔχει, ἀγριεύει χειρότερα».

«Ποτὲ μὴν πεῖτε ὅτι εἶμαι ἐγὼ καὶ περιφανεύεστε, καὶ σηκώνετε τὸ κεφάλι ψηλά. Γιατὶ θά ‘ρθεῖ μία ὥρα ποὺ θὰ χτυπήσει, θὰ σὲ ἀνεβάσει πάνω στὸ λευκάδι –βγαίναμε ἔξω καὶ μᾶς ἔδειχνε τὸ λευκάδι– καὶ μετὰ θὰ σὲ πετάξει κάτω, στὴ ρίζα».

«Θὰ μιλᾶς σὲ ὅλον τὸν κόσμο. Καὶ σ’ ἕνα μικρὸ παιδάκι θὰ μιλᾶς· θὰ τὸ λὲς καλημέρα. Κι αὐτὸ εἶναι σπλάχνο τοῦ Θεοῦ. Ἄσε ποὺ εἶναι μικρό. Γέννημα θρέμμα τοῦ Θεοῦ εἶναι».

«Ἡ περηφάνεια δὲν εἶναι ζωή. Σκαλιὰ κάνει ὁ Θεός. Ἀλλὰ ποιός τὰ ξέρει τὰ σκαλιά; Σὲ ἀνεβάζει καὶ ὕστερα σὲ κατεβάζει».

«Ἐγὼ εἶμαι πολλὰ ἁμαρτωλή. Πῶς θὰ ἀξιωθῶ νὰ δῶ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ;»

«Ἐλᾶτε ὅλοι, μικροὶ μεγάλοι, ἐλᾶτε στὴν Παναγία· ἂν ἀγαπᾶτε, ἐλάτε στὴν Παναγία».

«Ἄχ, ἂν κάνουμε ἕνα καλό, λέμε κάναμε ἕναν καλόν. Μὲ ποιά δύναμη κάναμε τὸ καλό; Μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ· ἔδωσέ σε ὁ Θεὸς εὐλογία καὶ ἔκανες τὸ καλό».

«Μικροὶ μεγάλοι νὰ ἔρθουν στὴν μετάνοια, νὰ μετανοοῦν. Νὰ γνωρίζουν ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἐπάνω. Αὐτοὶ δὲν τὸ γνωρίζουν, σὰν τὰ ἄλογα ζῶα τρῶνε τὴν Παρασκευή. Παρακαλῶ τὸν Θεὸ νὰ μετανοοῦν, αὐτοὶ δὲν μετανοοῦν».

«Σᾶς παρακαλῶ, ὅποιος κάνει ὑπομονή, χαρὰ σ’ αὐτόν. Ὅποιος κάνει ὑπομονή, σὰν τὸν ἥλιο θὰ λάμψει. Πολλὴ ὑπομονὴ νὰ κάνετε».

«Τὸ στόμα τὸ χρυσὸ ἐμίλησε καὶ εἶπε: Οἱ πεθεράδες νὰ σκεπάζουν, οἱ γεροντάδες νὰ σκεπάζουν. Οἱ νέοι νὰ φυλάγουν τὰ λόγια του Θεοῦ· τριαντάφυλλα στὸ στόμα, χρυσὸ κρασάκι στὸ στόμα (=ἡ Θεία Κοινωνία), νὰ εἶναι πάντα μὲ τὸν Θεόν.»

«Καὶ οἱ νέοι νὰ βάλουν στὸ νοῦ τους τὰ παντάψηλα τοῦ Θεοῦ λόγια. Τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ σὰν τριαντάφυλλα νὰ εἶναι μέσα εἰς τὴν καρδίαν».

«Τὸ στόμα νὰ γίνει βασιλικὸς καὶ τριαντάφυλλον».

«Ἐγὼ χορτάτη εἶμαι ἀπ’ ὅλα· μόνον θυμίαμα δὲν χορταίνω, καντήλια, –πῶς νὰ στὸ πῶ;– κεριὰ δὲν χορταίνω».

«Ὅταν δίνετε νὰ μὴ λέτε ἔδωσα, ἔχασα, τάισα. Ὁ Θεὸς σᾶς ἔδωσε τὰ ὑπάρχοντα, ὁ Θεὸς ἔδωσε εὐλογία, γιὰ νὰ δίνετε· ὅταν ἔρχονται ἀπὸ μακριά, νὰ φιλοξενεῖτε καὶ νὰ τὰ δίνετε ὅλα».

«Δῶσε στοὺς φτωχούς. Ἐμεῖς εἴμαστε ἀχόρταγοι, ἀνόητοι, βλάσφημοι, λαίμαργοι».

«Ἐγὼ θὰ φύγω, ἀλλὰ νὰ ξέρετε· ἡ λαιμαργία θὰ χάσει τὸν κόσμον, ἡ λαιμαργία καὶ ἡ ὑπερηφάνεια».

«Ὁ Θεὸς περιμένει, περιμένει».

«Ἡ Παναγία κλαίει, κάθε μέρα κλαίει. Λέει στὸν Υἱόν της: «Υἱέ μου καὶ Θεέ μου, δῶσε στὸν κόσμον σοφία. Συγχώρησε τὸν κόσμον.» Παναγία μου, προσκυνῶ τὴν χάρη σου. Ὁ Κύριος λέει: Ἐγὼ κατέβηκα, σταυρώθηκα, καρφώθηκα καὶ αὐτοὶ δὲν πιστεύουν.» Ἀναμένει ὁ Θεός, ἀναμένει. Κάνει ὑπομονή».

«Πολλὰ ὑπομονήν· πολλὰ ὑπομονήν.

«Τὰ μάτια κλειστά, τὸ στόμα κλειστό, τὰ αὐτιὰ κλειστά, γιὰ νὰ κερδίσουμε. Ὁ κόσμος τί κάνει, τί εἶδες, τί ξέρεις; Δὲν εἶδα τίποτα, δὲν ξέρω, χαπὰρ κι ἔχω (=δὲν ἔχω χαμπέρι, δὲν παίρνω εἴδηση). Δὲν ἀκούω, δὲν βλέπω».

«Μυρίζω χῶμα, τὸ χῶμα μᾶς ἔπλασε, στὸ χῶμα θὰ πᾶμε. Ἐλᾶτε ἐσεῖς ποὺ εἶστε καλοί, θὰ ἁγιάσετε τὸ χῶμα».

«Τὸ καλὸν τὸ σῶμα θὰ ἁγιάσετε τὸ χῶμα, τὸ σῶμα τὸ κακὸν θὰ βρωμίσει τὸ χῶμα. Νὰ μετανοήσετε, νὰ πάρετε τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ».

«Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ κάνει σοφὸν τὸν ἄνθρωπο. Ποιός εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ; Ὄχι νὰ φοβᾶσαι τὸν Θεό, ἀλλὰ νὰ φοβᾶσαι νὰ μὴν στενοχωρήσεις τὸν ἄλλο, νὰ μὴν τὸν βλάψεις, νὰ μὴν τὸν ἀδικήσεις, νὰ μὴν τὸν κατηγορήσεις. Αὐτὴ εἶναι ἡ σοφία. Ὕστερα τὰ ἄλλα, γιὰ νὰ ζήσεις, σὲ φωτίζει ὁ Θεὸς τί νὰ κάνεις».

«Ἅμα τὰ πράγματα τὰ ἀφήκεις στὸν Θεό, ἔρχονται μονάχα. Μὴν προσπαθεῖς νὰ βγάλεις, ἅμα δὲν σὲ δώσει ὁ Θεός. Ὅσο τρέχεις, τόσο λίγο βγάζεις (=κερδίζεις)».

«Νὰ σκεπάζετε, νὰ σᾶς σκεπάζει ὁ Θεός».

«Τὸ σίδερο πῶς τὸ βάζουν στὴν φωτιὰ ἐπάνω, καὶ κοπανοῦνε. Καὶ κοπανίζουνε καὶ τὸ βάζουν στὴν φωτιά. Καὶ κοπανοῦνε καὶ πάλι τὸ βάζουνε στὴν φωτιά. Ἐμεῖς σὰν τὸ σίδερο πρέπει νὰ εἴμαστε».

«Ἂν κάποιος θυμώσει, νὰ πάει ἀμέσως νὰ μιλήσει, νὰ λέει δῶσε μου ἕνα κάτι, καὶ νὰ μιλήσει. Θυμὸν νὰ μὴν κρατοῦμε. Ὁ θυμὸς εἶναι κακὸν πράγμα. Ὅποιος εἶναι θυμωμένος καὶ ἀντίδωρο δὲν πρέπει νὰ παίρνει».

«Νὰ μὴν κάνετε χρέη, νὰ εἶστε ἐλεύθεροι, ἡ ψυχὴ νὰ φύγει ἀπάνω».

«Τὴν Κυριακὴ νὰ μὴν κάνεις οὔτε πίττες οὔτε τίποτα, μόνο τὶς πιὸ ἀναγκαῖες δουλειές. Ἡ Κυριακὴ εἶναι μέρα τοῦ Θεοῦ. Κυριακὴ νὰ μὴ δουλεύετε. Ὅποιος δουλεύει τὴν Κυριακὴ εἶναι κλέφτης. Τὰ χέρια του λερώνει, ὅπως οἱ κλέφτες. Τὴν Δευτέρα νὰ κάνετε καλωσύνες».

«Πολλὰ λόγια νὰ μὴ λέτε, λίγα καὶ εὐλογημένα. Νὰ ἀγαπᾶτε τὸν Θεὸν καὶ ἡ καρδία σας νὰ λάμπει ὡσὰν τὸν ἥλιον».

Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Σοφία, ἡ ἀσκήτισσα τῆς Παναγίας» ἐκδ. Ἱ. Μ. Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου Κλεισούρας. (Περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία).