ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΗ ΣΥΝΟΔΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΗ ΣΥΝΟΔΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 27 Ιουνίου 2017

ΕΝΑΣ ΠΡΩΤΟΣ ΠΙΚΡΟΣ ΚΑΡΠΟΣ ΤΗΣ ΨΕΥΔΟΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ: Η ΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ

Ἐν Πειραιεῖ 20-6-2017
Ἕνας πρῶτος πικρός καρπός τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης:
Ἡ ἀλλαγή τοῦ χαρακτῆρα τοῦ Μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν
Πρωτοπρεσβ. π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος
ἐφημ. Ἱ. Ν.Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως Πειραιῶς

Ἡ ἀπόφαση τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας ὅτι ἀπό τό σχολικό ἔτος 2017-18 καί ἑξῆς δέν θά παρέχεται στούς μαθητές βιβλίο τοῦ Μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, ἀλλά μόνο ἕνας πανθρησκειακός «Φάκελος» τοῦ μαθητῆ δημιουργεῖ δικαιολογημένα ἀντιδράσεις.

Ὁ μακαριστός προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους ἀρχιμανδρίτης π. Γεώργιος Γρηγοριάτης – Καψάνης[1] ἀναφέρει σχετικά σέ κείμενό του:
«Τό νέο μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν δέν ἔχει πιά Ὀρθόδοξο Χριστιανικό χαρακτήρα, δέν βοηθᾶ τούς μαθητές νά γνωρίσουν τήν Χριστιανική τους πίστη, δέν οἰκοδομεῖ τήν θρησκευτική, τήν ἐθνική καί τήν πολιτισμική ταυτότητα τῶν Ἑλληνοπαίδων.
Θεολόγοι καί ἄλλοι ἐπιστήμονες, πού ἐκπροσωποῦν θεολογικούς καί ἐκπαιδευτικούς φορεῖς, ὅπως ἡ Πανελλήνια Ἕνωση Θεολόγων (Π.Ε.Θ.), ἀγωνιοῦν καί διαμαρτύρονται ἐπί δεκαετίες τόσο γιά τήν ἐνδεχόμενη κατάργηση τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν στήν δημόσια ἐκπαίδευση ὅσο καί γιά τήν μετατροπή του σέ θρησκειολογικό.
Εἶναι προφανές ὅτι οἱ ἀρχιτέκτονες τοῦ νέου Προγράμματος Σπουδῶν ἔχουν κατά νοῦ νά ἀποδοκιμάσουν ὅ,τι δέν πρόλαβαν νά γκρεμίσουν οἱ Βαυαροί τῆς Ἀντιβασιλείας τοῦ Ὄθωνος.
Μέ τό νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν, εἰς πεῖσμα τῆς ἀνάγκης γιά μία Ὀρθόδοξη διδαχή μέ τά «ἀγαθά τῆς ρωμαίικης παραδόσεώς μας», ἐπιβάλλεται ἕναςσύγχρονος βαρλααμιτισμός, πού εἰσχωρεῖ βάναυσα στά σπλάγχνα τοῦ Γένους. Ἡ οὐμανιστική παιδεία, μέ μορφή διαφορετική ἀπό ἐκείνη τοῦ παλαιοῦ βαρλααμιτισμοῦ, μέ τά χαρακτηριστικά τοῦ πανθρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ, εἰσβάλλει στά σχολεῖα, γιά νά ἀκυρώσει τήν Παιδεία τοῦ Γένους. Ἐπιχειρεῖται νά ἀποκοποῦν τά παιδιά ἀπό τίς ζωογόνες ρίζες τῆς πατροπαραδότου Ὀρθοδόξου Πίστεως, πού καθιστᾶ τούς ἀνθρώπους Σῶμα Χριστοῦ, Ἐκκλησία Χριστοῦ, «κοινωνούς θείας φύσεως»[2], καί νά ἀφομοιωθοῦν στήν χοάνη μιᾶς οὐμανιστικῆς θρησκευτικότητος, πού δέν ἐλευθερώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο, δέν τόν ὁδηγεῖ στόν ἁγιασμό καί τήν θέωση, ἀλλά, τοὐναντίον, τόν προετοιμάζει, γιά νά ἀποδεχθεῖ τήν δαιμονική Πανθρησκεία.
Αὐτός ὁ ἰδιότυπος νεοβαρλααμιτισμός ἐπιβάλλεται ἀπό μιά μερίδα θεολόγων, ὅπως ὁ ἐκσυγχρονιστικός καί οἰκουμενιστικός σύνδεσμος θεολόγων «Ὁ Καιρός», οἱ ὁποῖοι δείχνουν πώς ἐχθρεύονται τήν ἡσυχαστική θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τήν μαρτυρική Ὀρθοδοξία τῶν Νεομαρτύρων, τήν ἀσκητική παιδεία τῶν Κολλυβάδων, τήν ἁπλοϊκή πίστη τῶν ἀγωνιστῶν τῆς Παλιγγενεσίας τοῦ 1821. Οἱ θεολόγοι αὐτοί δέν κατανοοῦν ὅτι ἀντιστρατεύονται τόν λόγο τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, ὁ ὁποῖος δέν ἀναγνωρίζει ἄλλες ὁδούς σωτηρίας πλήν τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ[3]. Δέν κατανοοῦν ἑπομένως ὅτι, στερώντας ἀπό τά Ὀρθόδοξα Ἑλληνόπουλα τήν ἀναγκαία γι' αὐτά Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική παιδεία καί ἐπιβάλλοντας τήν δημόσια πολυθρησκειακή θρησκευτική ἐκπαίδευση, φανερώνουν τήν κρίση θεολογίας καί πιό πολύ τήν κρίση πίστεως, στήν ὁποία βρίσκονται, γιά νά θυμηθοῦμε τόν σχετικό λόγο τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ. Διερωτᾶται κανείς, ἐάν μπορεῖ οἱ θεολόγοι αὐτοί νά θεωροῦνται μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅταν ἐν τοῖς πράγμασι ὑπονομεύουν τό διδακτικό της ἔργο στίς εὐαίσθητες ἀκόμη ψυχές τῶν μαθητῶν. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι δέν μποροῦν νά εἶναι ἐντός τοῦ περιβόλου τῆς Ἐκκλησίας, δέν μποροῦν νά εἶναι μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἐφ' ὅσον τό ὑποσκάπτουν.
Οἱ ἐμπνευστές τοῦ νέου Προγράμματος Σπουδῶν φαίνεται νά πιστεύουν ὅτι ὁ λαός μας δέν χρειάζεται τόν Χριστό στήν Παιδεία, ἀλλά ὅτι ἔφθασε ἡ ὥρα νά ζητήσει ἀπό τόν Χριστό νά «ἀπέλθη τῶν ὁρίων αὐτῶν». Ὅμως, πρίν ἀπό ἐμᾶς, ἄλλοι λαοί, τῶν ὁποίων τίς ἀρχές διδασκαλίας τοῦ θρησκευτικοῦ μαθήματος πασχίζουμε νά ἀντιγράφουμε, εἶχαν διώξει τόν Χριστό ἀπό τήν παιδεία τους καί ἔζησαν τίς συνέπειες τῆς ἀπομακρύνσεώς Του. «Τό σχολεῖον τῆς Εὐρώπης ἔχει ἀποχωρισθῆ ἀπό τήν πίστιν εἰς τόν Θεόν. Εἰς αὐτό ἔγκειται ἡ μεταστροφή της εἰς δηλητηριάστριαν, εἰς αὐτό καί ὁ θάνατος τῆς εὐρωπαϊκῆς ἀνθρωπότητος», εἶπε μέ κάθε εἰλικρίνεια ὁ βαθύς γνώστης τῆς εὐρωπαϊκῆς κουλτούρας, ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, ὁ ὁποῖος ἔζησε στό ἴδιο του τό σῶμα τήν βαρβαρότητα τῆς ἀποχριστιανοποιημένης Εὐρώπης, ὅταν ἦταν αἰχμάλωτος τῶν Ναζί στά στρατόπεδα τοῦ Νταχάου.
Ὁ σύγχρονος νεοελληνικός οὐμανισμός ἐπιβάλλει στούς Νεοέλληνες νά διώξουν ἀπό τήν δημόσια θρησκευτική ἐκπαίδευση τόν Χριστό τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως καί νά δεχθοῦν τήν νεοεποχίτικη πολυθρησκευτική θρησκευτική παιδεία, τήν παιδεία τῆς Πανθρησκείας. Ἐλπίζουμε ὅτι ὁ λαός μας δέν θά ὑποκύψει στίς ἐπιλογές μιᾶς μειοψηφίας θεολόγων καί διαμορφωτῶν τῆς δημόσιας παιδείας, ἀλλά θαρραλέα θά ζητήσει ἀπό τούς ἁρμοδίους παράγοντες τῆς Πολιτείας νά ἐπανεξετάσουν τό θέμα, νά τό θέσουν σέ ἕνα οὐσιαστικό δημοψήφισμα, ἀφοῦ ἀκουσθοῦν καί οἱ Ὀρθόδοξες καί οἱ πανθρησκευτικές προτάσεις, γιά νά ἐπιλέξει μόνος του, ἄν ἀκόμη θέλει τόν Χριστό στήν Παιδεία ἤ ἄν ἐπιθυμεῖ τήν ἀποχριστιανοποίησή της.
Γιά μιά ἀκόμη φορά τό ἴδιο δίλημμα ὀρθώνεται μπροστά μας. Οὐμανιστική ἤ θεανθρωποκεντρική παιδεία; Συσχηματισμός μέ τόν κόσμο ἐν ὀνόματι μιᾶς δῆθεν προσαρμογῆς στά νέα κοινωνικά δεδομένα ἤ προσήλωση στήν πάντοτε καινή καί οὐδέποτε ἐκκοσμικευμένη παιδαγωγική τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Παιδαγωγοῦ, ὁ ὁποῖος μᾶς κάνει δικό Του Σῶμα, Ἐκκλησία Του, αὐθεντική εἰκόνα Του;
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός ἴδρυε σχολεῖα, γιά νά ὁδηγεῖται δι' αὐτῶν ὁ λαός σέ θεογνωσία, ὄχι σέ στείρα ἐγκυκλοπαιδική γνῶση. Ἡ γνωσιολογία, ἡ ὁποία χαρακτηρίζει τό φρόνημα καί διέπει τά κηρύγματα τοῦ ἐνθαποστόλου ἁγίου Κοσμᾶ, δέν εἶναι ἡ γνωσιολογία τῶν ἐγκυκλοπαιδιστῶν, τῶν εὐρωπαίων καί Ἑλλήνων διαφωτιστῶν τοῦ 18ου αἰῶνος, τῶν Βαυαρῶν ἀρχιτεκτόνων τῆς νεωτέρας παιδείας τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους. Ἡ γνωσιολογία του εἶναι εὐθυγραμμισμένη μέ ἐκείνη τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων μέχρι τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
Πιστεύουμε ὅτι οἱ ἐκτιμήσεις μας γιά τήν βούληση τοῦ Ὀρθοδόξου ἑλληνικοῦ λαοῦ στό θέμα τῆς θρησκευτικῆς παιδείας εἶναι ὀρθές καί ὁ λαός μας, ἄν ἐρωτηθεῖ, θά προτίμησει νά μείνει πιστός στήν παρακαταθήκη τῶν πατέρων του καί δέν θά ἀποδεχθεῖ ἕνα πανθρησκευτικό μάθημα γιά τά παιδιά του. Θά προτιμήσει νά καταργηθεῖ τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, παρά νά ἐκπέσει σέ μία ἀντίχριστη θρησκευτική ἀγωγή! Θά ἦταν προτιμότερο γι' αὐτόν νά καταργηθεῖ τό μάθημα καί νά προσφέρει μία Ὀρθόδοξη παιδεία στά παιδιά του ἔξω ἀπό τό δημόσιο σχολεῖο, παρά νά ἀποδεχθεῖ μία δημόσια μύηση στήν ἐπερχόμενη Πανθρησκεία.
Ἐάν παρά ταῦτα ὁ λαός μας ἐνσυνείδητα προτιμήσει νά ἀπομακρύνει τόν Χριστό ἀπό τήν δημόσια παιδεία, θά εἶναι μοιραία ἐκεῖνος ὑπεύθυνος τῆς ἐπιλογῆς του. Ὁ Χριστός, ὅπως μαρτυρεῖται στό Ἱερό Εὐαγγέλιο, δέν ἐκβιάζει κανένα. Εἶναι Θεός της ἐλευθερίας. «Κρούει τήν θύραν» καί περιμένει νά τόν δεχθοῦμε. Ἀλλά καί ἀπομακρύνεται, ὅταν ἐμεῖς δέν τόν δεχόμαστε. Μόνον ἄς γνωρίζουμε ὅτι τό τίμημα τῆς ἀπουσίας τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν ζωή μας θά εἶναι βαρύ, θά εἶναι ὁ ὄλεθρος. Ὅπως λέγει ὁ προφητικός λόγος : «ὅτι ἰδού οἱ μακρύνοντες ἑαυτούς ἀπό σοῦ ἀπολοῦνται»[4]. Καί ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Νικόλαος Ἀχρίδος : «Ὁ Χριστός ἀπεμακρύνθη ἀπό τήν Εὐρώπην, ὅπως κάποτε ἀπό τήν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν, ὅταν οἱ Γαδαρηνοί τό ἐζήτησαν. Μόλις ὅμως Αὐτόςἔφυγεν, ἦλθε πόλεμος, ὀργή, τρόμος καί φρίκη, κατάρρευσις, καταστροφή»[5].
Ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ τῆς Πανθρησκείας, τήν ὁποία νομιμοποίησε ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης, εἰσάγεται τώρα καί στά σχολεῖα. Ἡ ἀμέλεια καί ἀδιαφορία τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος νά καταδικάσει τόν Οἰκουμενισμό καί νά ἀποφασίσει τήν ἀποχώρησή της ἀπό τό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», δηλ. τῶν αἱρέσεων, εἶχε τόν πρῶτο πικρό καρπό της. Τό νά καταργηθεῖ τό ὁμολογιακό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, ἡ ὀρθόδοξη διαπαιδαγώγηση τῶν Ἑλληνοπαίδων, καί νά εἰσαχθεῖ ἡ οἰκουμενιστικὴ θρησκειολογία. Ὅταν στίς περισσότερες Μητροπόλεις καί ἐνορίες δέν ἀκούγεται τίποτε ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῶν διαθρησκειακῶν συναντήσεων, ὅταν οικουμενιστές Πατριάρχες καί Ἐπίσκοποι προσφέρουν ὡς δῶρο τό «ἱερό» κοράνιο καί συμπροσεύχονται μέ τούς αἱρετικούς καί τούς ἀλλοθρήσκους, ὅταν στίς Θεολογικές Σχολές, μέ τήν συνηγορία καί Ἐπισκόπων, εἰσάγεται ἡ διδασκαλία τοῦ Ἰσλάμ, ὅταν οἱ πρωτεργάτες τῆς μετατροπῆς τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν σέ θρησκειολογία συνεργάζονται μέ τήν Ἱερά Σύνοδο καί πολλές Μητροπόλεις, ἡ εὐθύνη δέν βαρύνει μόνο τόν ἄθεο Ὑπουργό Παιδείας καί τήν ἄθεη κυβέρνηση, ἀλλά καί ὅσους ἐκκλησιαστικούς ἡγέτες μέχρι σήμερα δέν ἀντιδροῦσαν, ἀλλά ἐνεθάρρυναν πρός αὐτήν τήν κατεύθυνση τά πράγματα[6].
Τά νέα Προγράμματα Σπουδῶν, τά ὁποία ἀποτελοῦν ἀπομίμηση τῆς νεοβουδιστικῆς κίνησης Arigatou, ἀποδεικνύουν τήν ρατσιστική κακομεταχείριση τῆς Μητέρας τοῦ Γένους Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, καί τήν προνομιακή μεταχείριση στήν ἐκπαίδευση τῶν Παπικῶν, τῶν Ἑβραίων καί τῶν Μουσουλμάνων, ὅπως ἐπιθυμοῦν οἱ διευθύνοντες τά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ[7].
Δυστυχῶς, προβλέπουμε ὅτι δέν εἶναι μακρυά ὁ καιρός, πού στούς Ὀρθοδόξους Ἱερούς Ναούς τῆς χώρας μας θά γίνει ὅ,τι γίνεται τώρα καί στά σχολεῖα. Θά γεμίσουν ἀπό Παπικούς, Προτεστάντες, Μονοφυσίτες, κληρικούς καί λαϊκούς, γιατί ὄχι καί ἀπό Ἑβραίους, Μουσουλμάνους, Βουδιστές καί ἄλλους. Ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης ἔκανε τό πρῶτο βῆμα πρός αὐτήν τήν κατεύθυνση.
Συνοψίζοντας τά ἀνωτέρω, διαμαρτυρόμαστε σέ ὅλους τούς τόνους καί πρός κάθε κατεύθυνση γιά τό ὅτι μέ τό νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν ἐξισώνεται ὁ Χριστός μέ τόν Μωάμεθ, τόν Βούδα, τόν Κομφούκιο καί ἡ ἐν Χριστῶ ζωή μέ τήν θρησκευτικότητα τῶν ἄλλων θρησκειῶν, δηλ. διδάσκεται στά παιδιά ὅτι σωτηρία ὑπάρχει καί στίς ἄλλες θρησκεῖες. Ὅσοι τό πράττουν, κηρύσσουν«ἕτερον εὐαγγέλιον»[8], «εὐαγγέλιο» πλάνης, μέ τό ὁποῖο δέν μποροῦμε νά συμφωνήσουμε. Ἐκφράζουμε τήν ἐλπίδα ὅτι ὁ Ἅγιος Τριαδικός Θεός θά κάνει τό θαῦμα του καί δέν θά ἐπιτρέψει νά ἐξισώνεται στίς ψυχές τῶν Ὀρθοδόξων μαθητῶν ἡ Ἀλήθεια μέ τό ψεῦδος, διότι τό σοβαρό αὐτό πλῆγμα τῆς δαιμονικῆς «Νέας Ἐποχῆς» στό σῶμα τοῦ εὐλογημένου Ὀρθοδόξου λαοῦ μας θά ἀποτελέσει ἀσυγχώρητο λάθος τῆς γενεάς μας, ἡ ὁποία καί θά πληρώσει τό βαρύ τίμημα αὐτῆς τῆς ἀποστασίας.




[1] ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ, «Ὀδηγός πρός τήν Πανθρησκεία τό νέο πρόγραμμα σπουδῶν γιά τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν», ἐν περιοδικῷ Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος, ἐτήσια ἔκδοσις τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, περίοδος Β΄, ἔτος 2012, ἀριθμ. 37, σσ. 5-18. 
[2] Β΄ Πέτρ. 1, 4.
[3] Πράξ. 4, 12.
[4] Ψαλμ. 72, 27.
[5] ΟΣΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί ὁ Οἰκουμενισμός, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1974, σ. 252.
[6] ΣΥΝΑΞΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, Ἀνοικτή Ἐπιστολή-Ὁμολογία γιά τή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, Σεπτέμβριος 2016, http://www.impantokratoros.gr/4BC6693D.el.aspx
[7] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Τό νέο πρόγραμμα στά θρησκευτικά τῶν Ὀρθοδόξων μαθητῶν καί ἡ νεοβουδιστική κίνησις ARIGATOU, 28-9-2016, https://www.imp.gr/home-4/anakoino8enta-deltia-typoy/anakoino8enta-deltia-typoy-2016/54--ανακοινωθέντα-δελτία-τύπου-2016/1096-το-νεο-προγραμμα-στα-θρησκευτικα-των-ορθοδοξων-μαθητων-και-η-νεοβουδιστικη-κινησισ-arigatou.html
[8] Γαλ. 1, 6.

Παρασκευή 9 Ιουνίου 2017

ΠΡΩΤΟΠΡ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ: ΟΙ ΚΑΚΟΔΟΞΙΕΣ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΣΤΟ ΚΟΛΥΜΠΑΡΙ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Ο πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος  Ζήσης  μιλά για όλα σε μια αποκαλυπτική συνέντευξη στην Σοφία Τσέκου.
Οι κακοδοξίες της Συνόδου στο Κολυμπάρι της Κρήτης ως η βασική αιτία διακοπής  του μνημόσυνου του Επισκόπου του.

Ποιοι λόγοι και γιατί τον οδήγησαν στην οδό της αποτείχισης από την αίρεση.  Διαφορά σχίσματος και αποτείχισης.
Πόσο η Δεσποτοκρατία ως τακτική ταλαιπωρεί και  αν συνάδει με την Συνοδικότητα. της εκκλησίας μας.
Οι παρεμβάσεις των Αγιορειτών Πατέρων.

Ο ρόλος των κληρικών αλλά και των λαϊκών  σύμφωνα με την Πατερική μας παράδοση όταν διασαλεύεται η πίστη καθώς και άλλα θέματα σε μια συνέντευξη «ποταμό» όπου ο π. Θεόδωρος δίδει το στίγμα της εκκλησιαστικής επικαιρότητας και των ραγδαίων  εξελίξεων που διαμορφώνονται.

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2017

Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΤΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΔΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ, ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΛΑΓΚΑΔΑ

Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΤΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΔΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ, ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΛΑΓΚΑΔΑ
Του   Β. Χαραλάμπους, θεολόγου

Ο Μητροπολίτης Λαγκαδά Ιωάννης,   σε ομιλία του την ημέρα της εορτής του Αγίου Αθανασίου, στον Ιερό Ναό του Αγίου Αθανασίου του Μεγάλου της ιστορικής περιοχής Λητής, μεταξύ άλλων αναφέρθηκε και στη Σύνοδο της Κρήτης  με την εξής αναφορά : «Αυτή είναι η ακριβής αλήθεια περί των πραγμάτων που αφορούν την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο που συνεκλήθη τον Ιούνιο εις την νήσον Κρήτην.  Όλα τα άλλα εκφράζουν πολιτικές σκοπιμότητες και όταν μπαίνουν αυτές οι σκοπιμότητες στα πνευματικά θέματα της Εκκλησίας τότε δημιουργούνται προβλήματα» (www.imlagada.gr).

Πιστεύω στα περί ‘’πολιτικών σκοπιμοτήτων’’, απάντηση δίνει η στάση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Βουλγαρίας  για τη Σύνοδο της Κρήτης. Ποια πολιτική σκοπιμότητα μπορεί κάποιος να διακρίνει στη θεολογική θέση του Πατριαρχείου Βουλγαρίας,  για τη Σύνοδο της Κρήτης;  Η ανακοίνωση του Πατριαρχείου Βουλγαρίας, που αναρτήθηκε στην επίσημη ιστοσελίδα του Πατριαρχείου Βουλγαρίας www.bg-patriarshia.bg, ημερομηνίας 29 Νοεμβρίου 2016, όπου αναφέρεται  στο  κείμενο της Συνόδου της Κρήτης ‘’Η σχέση της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο’’,  επισημαίνει  με σαφήνεια τις αντιφάσεις, καθώς και το ότι δεν είναι σύμφωνες οι αντιφάσεις αυτές, με όσα διδάσκει η δογματική και κανονική Παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας και δεν είναι με βάση το γράμμα και το πνεύμα των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων.  Ποια πολιτική σκοπιμότητα καταδεικνύει η θεολογική αυτή θέση του Πατριαρχείου Βουλγαρίας;
Ποια πολιτική σκοπιμότητα μπορεί κάποιος να διακρίνει στην ανακοίνωση του Πατριαρχείου Βουλγαρίας, όπου γίνεται ρητή  αναφορά στην παρουσία ‘’…ετεροδόξων θρησκευτικών ομάδων (Ρωμαιοκαθολική, Αγγλικανική κλπ)’’ και όχι εκπροσώπων ‘’ετεροδόξων εκκλησιών’’;  Ποια πολιτική σκοπιμότητα καταδεικνύει η στάση αυτή του Πατριαρχείου Βουλγαρίας;  Ποια πολιτική σκοπιμότητα μπορεί να διακρίνει κάποιος στη θεολογική θέση του Πατριαρχείου Βουλγαρίας όταν εδώ και καιρό επισημαίνεται στην επίσημη ιστοσελίδα του Πατριαρχείου Βουλγαρίας, ότι «εκτός από την Αγία Ορθόδοξη Εκκλησία, δεν υπάρχουν άλλες εκκλησίες, αλλά μόνο αιρέσεις και σχίσματα»;
Ποια επίσης πολιτική σκοπιμότητα μπορεί κάποιος να διακρίνει στη θέση του Πατριαρχείου Βουλγαρίας για την ‘’αόρατη εκκλησία’’, τη ‘’θεωρία των κλάδων’’, τη ‘’βαπτισματική θεολογία’’ ή την ‘’ισότητα των δογμάτων’’»;  «Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν μπορεί να δεχτεί τις διαφορετικές έννοιες και τα δόγματα στα οποία οι ετερόδοξοι έχουν δικαιολογήσει αυτήν την ενότητα, όπως είναι οι θεωρίες για την ύπαρξη μιας φαινομενικής ‘’ενότητας’’ όλων των χριστιανικών δογμάτων, όπως οι διδασκαλίες για την ‘’αόρατη εκκλησία’’, τη ‘’θεωρία των κλάδων’’, τη ‘’βαπτισματική θεολογία’’ ή την ‘’ισότητα των δογμάτων’’», σημειώνει το Πατριαρχείο Βουλγαρίας.  Ποια πολιτική σκοπιμότητα υπάρχει;

Ποια πολιτική σκοπιμότητα μπορεί να διακρίνει κάποιος στην ανακοίνωση του Πατριαρχείου Βουλγαρίας, που επισημαίνει  με Ορθόδοξη σαφήνεια τη θέση της, για τη νομιμοποίηση της συμμετοχής στο Π.Σ.Ε.;   Ιδού η σχετική αναφορά :  ‘Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Βουλγαρίας, ευτυχώς, εδώ και πολύ καιρό δεν συμμετέχει (στο (Π.Σ.Ε.)’’. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Βουλγαρίας έχει αποχωρήσει από το Π.Σ.Ε. το έτος 1998 και εξακολουθεί να τηρεί αυτή τη στάση.  Ποια πολιτική σκοπιμότητα ενυπάρχει στη στάση της αυτή; Η γενικόλογη απαξιωτική αναφορά του Μητροπολίτη Λαγκαδά Ιωάννη περί πολιτικών σκοπιμοτήτων, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

ΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΑΚΥΡΩΝΕΙ ΤΗΝ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΗ ΣΥΝΟΔΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Με κατηγορηματικό τρόπο η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Γεωργίας έκανε γνωστό πως θεωρεί άκυρες τις αποφάσεις που ελήφθησαν στην Πανορθόδοξη Σύνοδο της Κρήτης.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ανακοίνωση που εκδόθηκε:
Συνεδρίασε στις 22 Δεκεμβρίου 2016 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Γεωργίας υπό την προεδρία του Πατριάρχου Ηλία Β΄. Μεταξύ των θεμάτων που συζητήθηκαν η Σύνοδος ασχολήθηκε με την Σύνοδο της Κρήτης. Μετά από συζήτηση η Εκκλησία της Γεωργίας αποφάνθηκε σχετικά ότι:

– Επειδή στην Σύνοδο της Κρήτης δεν συμμετείχαν τέσσερις Ορθόδοξες Εκκλησίες η Σύνοδος δεν μπορεί να θεωρηθεί Καθολική.

– Στη Σύνοδο της Κρήτης παραβιάστηκε η αρχή της συναίνεσης που είχε συμφωνηθεί προσυνοδικά ως τρόπος λήψης των αποφάσεων και σήμαινε ότι οι αποφάσεις θα πρέπει να λαμβάνονται με τη συγκατάθεση και την ομόφωνη γνώμη όλων των Εκκλησιών.

– Επομένως οι αποφάσεις και τα κείμενα της Συνόδου της Κρήτης δεν είναι δεσμευτικά για την Εκκλησία.– Είναι απαραίτητη η διόρθωση σε σημεία ή και η πλήρης αντικατάσταση των κειμένων της Συνόδου της Κρήτης. Για τούτο είναι απαραίτητο να μελετήσουν και να εκφράσουν τις θέσεις και ανησυχίες τους θεολόγοι και κληρικοί της Εκκλησίας.Τέλος η Σύνοδος του Πατριαρχείου Γεωργίας για την περαιτέρω μελέτη των κειμένων συγκρότησε επιτροπή με Πρόεδρο τον Μητροπολίτη Γκόρι και Ατένι Ανδρέα.

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2016

ΑΜΕΤΑΚΙΝΗΤΗ Η ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ-ΝΕΑ ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΛΥΜΠΑΡΙ

Νέα απόφαση της Βουλγαρικής Εκκλησίας επιβεβαιώνει την απόρριψη της Συνόδου της Κρήτης… Κατά τη συνεδρίασή της στις 11 Δεκεμβρίου του 2016 η βουλγαρική Ιερά Σύνοδος ουσιαστικά σφράγισε όσα είχε αποφασίσει από τον Νοέμβριο για την Σύνοδο της Κρήτης. Βάσει λοιπόν του ανακοινωθέντος της 11ης Δεκεμβρίου «εγκρίθηκε ομόφωνα και υπογράφτηκε από τον αρχιερέα. η № 22 της 15/11/2016 απόφαση που περιέχει τη συνοδική Γνώμη σχετικά με τη Σύνοδο στην Κρήτη (Ιούνιος 2016) και το κείμενο που ενέκρινε «Οι σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τον υπόλοιπο Χριστιανικό κόσμο»».
Όπως το ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ είχε αναλύσει σε άρθρο το περασμένο Σάββατο οι Βούλγαροι στην προαναφερθείσα γνωμοδότηση διαλύουν κυριολεκτικά στα εξ ων συνετέθη την Περγάμειο “θεολογία” βάση της οποίας συντάχθηκαν τα κείμενα της Συνόδου του περασμένου Ιουνίου.

Το πρώτο σημαντικό συμπέρασμα της βουλγαρικής εκκλησίας, λοιπόν, είναι ότι, σε σύγκριση με την αρχική έκδοσή τους, τα εγκριθέντα και ψηφισθέντα κείμενα της Συνόδου της Κρήτης έχουν υποβληθεί σε “ορισμένες, αλλά ασήμαντες και ανεπαρκείς” αλλαγές
Αναφερόμενη η βουλγαρική εκκλησία συγκεκριμένα στο πολύκροτο κείμενο «Οι σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο» σημειών ειπως για το σημείο 4 “μπορούμε να πούμε ότι πάντα στην Ορθόδοξη Εκκλησία όταν λέγεται κάτω από την “ενότητα όλων” εννοείται η σύζευξη ή επιστροφή στην αγκαλιά της, υπό τον Άγιο Βάπτισμα, και με την Αγία Μετάνοια για όλα τα περιπλανώμενα στοιχεία σε αυτόν τον κόσμο που έχουν πέσει σε αίρεση και σχίσμα, σύμφωνα με το κανονικό δίκαιο της Εκκλησίας. Η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία ποτέ δεν έχασε την ενότητα στην πίστη και την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος και δεν μπορεί να αποδεχθεί την υποτιθέμενη «ανάκτησης ενότητας » με “άλλους χριστιανούς” (…)

Η βουλγαρική εκκλησία κρατώντας στην κυριολεξία φραγγέλιο σημειώνει ακόμη πως η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν μπορεί να δεχτεί τις διαφορετικές έννοιες και δόγματα ετεροδόξων και θεωρίες για την ύπαρξη μιας φαινομενικής «ενότητας» όλων των χριστιανικών δογμάτων, όπως. οι διδασκαλίες της «αόρατης εκκλησίας», «η θεωρία των κλάδων», «η βαπτιστική θεολογία» ή «η ισότητα των δογμάτων».
Όλες αυτές οι θεωρίες, σύμφωνα με την θεολογικά τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία που παραθέτει η βουλγαρική εκκλησία, μπορεί να συνδεθουν με το δημιουργηθέν δόγμα της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, το οποίο κατεδαφίστηκε και καταδικάστηκε από την Άγια Εκκλησία. Αν δεχτούμε αυτό το δόγμα, τότε μπορεί να δικαιολογήσουμε την παρουσία της χάριτος του Θεού σε διάφορα χριστιανικά δόγματα, στα οποία υποτίθεται πως επίσης όπως στην Ορθόδοξη Εκκλησία μπορεί κανείς να βρει τη σωτηρία.
Σημειώνει δε πως όσοι υποστηρίζουν αυτό το τεκμήριο της χάριτος σε όλα τα χριστιανικά δόγματα και κατ’ επέκτασιν την κοινή προσπάθεια για να επιτευχθεί η πληρότητα της ενότητας εν Χριστώ συντάσσονται με το Διάταγμα για τον Οικουμενισμό της Β΄Βατικάνειας Συνόδου!

Σε σχέση με την αναφορά και την έγκριση του σημείου 5 του ιδίου κειμένου, περί της «χαμένης ενότητας όλων των Χριστιανών»η βουλγαρική εκκλησία το χαρακτηρίζει απαράδεκτο “γιατί η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έχει χάσει ποτέ την ενότητα της, παρόλο που αιρέσεις και σχίσματα, έχουν αποκοπεί από το σώμα της Εκκλησίας, το σώμα δεν χάνει την πρωταρχική οντολογική ακεραιότητα του, η οποία συνεπάγεται οντολογική ενότητα ενώπιον της υποστάσεως του Χριστού”.

Όσον αφορά το σημείο 6, παραγραφοι 16 και ούτω καθεξής έως 20 όπου γίνεται αναφορά για “ετεροδόξες χριστιανικές εκκλησίες και ομολογίες” με τις οποίες δεν είναι όμως σε κοινωνία η Ορθόδοξη Εκκλησία, η βουλγαρική Σύνοδος ξεκαθαρίζει πως “δεν είναι δυνατόν κάθε αιρετική ή σχισματική κοινότητα να ονομάζεται «εκκλησία». Η παρουσία πολλών εκκλησιών είναι απαράδεκτη σύμφωνα με τα δόγματα και τους κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας”
Προσθέτει δε πως στην περίπτωση αυτή, η ιστορική ονομασία »εκκλησίες» για τις αποκλίνουσες από την Ορθόδοξη Εκκλησία κοινότητες έρχεται σε σαφή αντίθεση με την παράγραφο. 1 και με τις αρχικές αναφορές του σημείου 6 του εγγράφου , όπου αναφέρεται πως “Η Εκκλησία είναι μία και μόνο”.

Κατόπιν προχωράει στο σημείο 12 όπου σχολιάζει τη…διαβεβαίωση πως “κατά τη διεξαγωγή των θεολογικών διαλόγων κοινός στόχος όλων είναι η τελική αποκατάσταση της ενότητας της αληθινής πίστης και της αγάπης», τονίζοντας πως η αναφορά αυτή είναι υπερβολικά απλοϊκή και δεν καλύπτει όλες τις διαστάσεις της διαδικασίας. Επιμένει δε πως “Ο τρόπος για να επιτευχθεί αυτή η ενότητα είναι μέσω της μετάνοιας, της ομολογίας της ορθοδόξου πίστεως και της βάπτισης”.

Στο σημείο 20 όπου αναφέρεται ότι «οι προοπτικές των θεολογικών διαλόγων της Ορθόδοξης Εκκλησίας με την υπόλοιπη Χριστιανοσύνη πάντα καθορίζονται με βάση τις αρχές της εκκλησιολογίας και τα κανονικά κριτήρια της Ορθοδοξίας όπως ήδη καθιέρωνονται από την εκκλησιαστική παράδοση» η βουλγαρική εκκλησία σημειώνει πως ο πιο ακριβής όρος θα ήταν αντί του “εκκλησιαστική παράδοση” να γραφτεί “την παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας.»
Η συνολική εντύπωση της βουλγαρικής εκκλησίας σε αυτό το κομμάτι είναι ότι υπάρχουν πολλές ασαφείς εκφράσεις και ασυνεπής εκκλησιολογική ορολογία. Είναι επίσης σημαντικό ότι δεν δικαιολογείται και δεν ολοκληρώνεται ο πρωταρχικός στόχος αυτών των θεολογικών διαλόγων με τους ετεροδόξους, που είναι η επιστροφή των ετεροδόξων στην κανονική τάξη στους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας, και επίσης δεν διατυπώνονται με σαφήνεια οι αρχές των διαλόγων αυτών. Ειδική μνεία η βουλγαρική σύνοδος κάνει και για το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησίών από το οποίο απέχει σημειώνοντας πως το κείμενο της Κρήτης “Νομιμοποιεί την ΜΚΟ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών», στο οποίο η BOC-BP, ευτυχώς, εδώ και πολύ καιρό δεν συμμετέχει”.

Τέλος, η βουλγαρική εκκλησία επικρίνει και όσα αναφέρονται στο σημείο 22. Συγκεκριμένα εκεί αναφέρονται τα εξης:
“Η Ορθόδοξος Εκκλησία θεωρεί καταδικαστέαν πάσαν διάσπασιν της ενότητος της Εκκλησίας, υπό ατόμων ή ομάδων, επί προφάσει τηρήσεως ή δήθεν προασπίσεως της γνησίας Ορθοδοξίας. Ως μαρτυρεί η όλη ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η διατήρησις της γνησίας ορθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διά του συνοδικού συστήματος, το οποίον ανέκαθεν εν τη Εκκλησία απετέλει την ανωτάτην αυθεντίαν επί θεμάτων πίστεως και κανονικών διατάξεων (κανών 6 της Β’ Οικουμενικής Συνόδου).”

Αυτή η αναφορά για τους Βούλγαρους συνεπάγεται σαφώς αλάθητο και άκριτη αναφορά στη Σύνοδο που πραγματοποιήθηκε στην Κρήτη, (ειδικά το προαναφερθέν υπογραμμισμενο απόσπασμα), και συμπληρώνει πως χωρίς τη δογματική συνείδηση του συνόλου των Ορθοδόξων. το σύστημα της Οικουμενικής Συνόδου δεν μπορεί να παρέχει αυτόματη ή μηχανική ορθότητα της για την πίστη των Ορθοδόξων Χριστιανών.

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΙΕΡΕΜΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΔΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Ἔγινε στίς 19-26 Ἰουνίου στό Κολυμπάρι τῆς Κρήτης ἡ Πανορθόδοξη Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, ὅπως ὀνομάστηκε. Γνωρίζω τό ἐνδιαφέρον Σας γιά νά μάθετε τά σχετικά μέ τήν Σύνοδο αὐτή, γιατί μέ ἐρωτούσατε σέ κατ᾽ ἰδίαν συναντήσεις, ἀλλά σᾶς ἔλεγα ὅτι θά ἀπαντήσω σέ ὅλους σας μέ μία γενική ἀπάντηση. Αὐτό πράττω τώρα κατά καθῆκον καί ὑποχρέωσή μου ὡς Ἐπίσκοπός σας.

1. Κατά πρῶτον ἔχω νά πῶ αὐτό πού ξέρετε ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας ἐκφράζεται συνοδικά. Καί σεῖς οἱ Ἱερεῖς μέ τό ποίμνιό σας, τούς λαϊκούς χριστιανούς, κάνετε Σύνοδο καί τί... Σύνοδο!... «Θεία Λειτουργία» λέγεται ἡ Σύνοδος αὐτή καί λέγεται ἔτσι ἐπειδή εἶναι ἔργο τοῦ «λείτους», δηλαδή, τοῦ λαοῦ. Τό γνωρίζετε ὅτι χωρίς τό λαϊκό στοιχεῖο δέν μπορεῖτε νά τελέσετε θεία Λειτουργία. Αὐτή ἡ Σύνοδος, ἡ θεία Λειτουργία, εἶναι πραγματικά «Ἁγία καί Μεγάλη». «Ἁγία», γιατί σ᾽ αὐτήν μέ τήν ἰδική σας δέηση, τοῦ Ἱερέα τήν δέηση, τήν ὁποία συνοδεύουν καί οἱ πιστοί χριστιανοί μέ τό «Σέ ὑμνοῦμεν...», ἔρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὄχι μόνο στά Δῶρα, πού εἶναι πάνω στό ἅγιο Θυσιαστήριο, γιά νά τά μεταβάλει σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ, ἀλλά καί σέ ὅλη τήν Σύναξη (τήν Σύνοδο) τῶν πιστῶν. Ἔτσι λέγεται στήν εὐχή τοῦ Καθαγιασμοῦ: «Κατάπεμψον τό Πνεῦμα Σου τό Ἅγιον ἐφ᾽ ἡμᾶς καί ἐπί τά προκείμενα δῶρα ταῦτα». Καί εἶναι «Μεγάλη» Σύνοδος ἡ θεία Λειτουργία, γιατί παρά τό ὅτι στά χωριά σας μπορεῖ νά ἔχετε ἐκκλησίασμα μέ πέντε γιαγιές, ὅμως στήν θεία Λειτουργία παραστέκουν «χιλιάδες ἀρχαγγέλων καί μυριάδες ἀγγέλων...», ὅπως τό λέγουμε στήν σχετική εὐχή.
Πάντοτε, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία κάνει Συνόδους καί μάλιστα ἄργησε κατά πολύ στά τελευταῖα χρόνια νά συνέλθει σέ Σύνοδο. Γι᾽ αὐτό καί χαρήκαμε πολύ ὅταν ἀκούσαμε ὅτι ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης μας κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ συγκροτεῖ Πανορθόδοξο Σύνοδο. Ἔγινε ἡ Σύνοδος, στήν Ὁποία τήν Ἑλλαδική μας Ἐκκλησία ἐξεπροσώπευσε ὁ Ἀρχιεπίσκοπός μας μέ εἴκοσι πέντε περίπου Ἀρχιερεῖς, ἱερά Ἀντιπροσωπία αὐτή ὅλης τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τήν Ὁποία συνοδεύσαμε ὅλοι μας μέ τήν προσευχή μας καί τήν ἀγωνία μας.
Ἀκούστηκαν πολλά, θετικά καί ἀρνητικά, γιά τά λεχθέντα καί γραφέντα στήν Σύνοδο αὐτή καί καταθέτω καί ἐγώ τώρα, ὡς Ἐπίσκοπος τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, ἐλεύθερα καί ἐνσυνείδητα καί τήν ἰδική μου γνώμη.

2. Ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τήν ἱστορία τῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀδελφοί μου Ἱερεῖς, μία Σύνοδος συνέρχεται γιά νά καταδικάσει μία αἵρεση καί γιά νά διευθετήσει βεβαίως διάφορα θέματα τάξεως καί πορείας τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀλλά κυρίως ἡ Ἐκκλησία μας μεριμνᾶ ἰδιαίτερα γιά τήν πίστη τῶν τέκνων της, τήν ὁποία διατυπώνει σαφῶς στίς Συνόδους Της, διαχωρίζοντάς την ἀπό τήν πλάνη καί τήν αἵρεση.
Ἀκούεται ἤδη ἀπό πολλά ἔτη γιά τήν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἕνα θρησκευτικό κατασκεύασμα, πού θέλει τήν ἑνότητα ὅλων, παρά τήν διαφορετικότητα τῶν δογμάτων. Τό βάθος τῆς αἱρέσεως αὐτῆς εἶναι στό συγκρητισμό τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τόν ὁποῖον ἐπολέμησαν μέ πάθος οἱ Προφῆτες της. Ναί! Οἱ ἀγῶνες τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ἀγῶνες κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἀπό τήν αἵρεση δέ αὐτή, τήν ὁποίαν οἱ γνῶστες της τήν λέγουν, ὀρθῶς, «παναίρεση», ἔχουν ἐπηρεαστεῖ καί πολλοί ἰδικοί μας ὀρθόδοξοι. Μάλιστα δέ λέγουν ὅτι ὑπάρχουν καί κληρικοί, ἀνωτέρας μάλιστα βαθμίδος, οἱ ὁποῖοι ἐνθουσιάζονται ἀπό τά οἰκουμενιστικά κινήματα καί τά ὑποστηρίζουν στούς λόγους τους. Πάμπολλοι χριστιανοί μας εἶναι σκανδαλισμένοι ἀπό τά ἀκουόμενα οἰκουμενιστικά συνθήματα. Ὡς αἵρεση πάλι φέρεται καί ὁ Παπισμός. Ἐπειδή, λοιπόν, λόγω τῶν φιλοοικουμενιστῶν καί τῶν φιλοπαπικῶν κληρικῶν καί λαϊκῶν χριστιανῶν μας, ὑπάρχει σύγχυση στόν ὀρθόδοξο χῶρο, θά ἔπρεπε – ἔτσι τό περιμέναμε – ἡ Σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης, μέ τό κῦρος της, νά ξεκαθαρίσει τά πράγματα καί νά ὁμιλήσει καθαρά περί τῶν δύο αὐτῶν αἱρέσεων τῆς ἐποχῆς μας καί νά ἀποτρέψει τόν πιστό ὀρθόδοξο λαό ἀπό αὐτές. Δέν τό ἔπραξε, παρά τό ὅτι τό ἐζήτησαν προσυνοδικά μετά πολλῆς ἐπιμονῆς καί παρακλήσεως πολλοί, κληρικοί καί λαϊκοί. Βέβαια οἱ πιστοί ὀρθόδοξοι γνωρίζουν ὅτι ὁ Παπισμός εἶναι αἵρεση, γιατί ἔχουμε περί αὐτοῦ τίς μαρτυρίες τῶν ἁγίων Πατέρων μας καί μάλιστα τοῦ μεγάλου Πατρός, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ• καί γιά τόν Οἰκουμενισμό πάλι γνωρίζουν οἱ πιστοί ὅτι εἶναι παναίρεση, ἀλλά λόγῳ τοῦ ἐπικειμένου κινδύνου καί τῆς διαφυλάξεως λοιπόν τοῦ πιστοῦ λαοῦ, θά περιμέναμε τήν καταδίκη τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀπό τήν Σύνοδο τῆς Κρήτης. Δέν τό εἴδαμε.

3. Ἀλλά, παραδόξως, δέν φαίνεται ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης νά καταδικάζει αἵρεσίν τινα, οὔτε νά ὁμιλεῖ περί αἱρέσεων, ἀντίθετα μάλιστα τίς αἱρέσεις καλεῖ «Ἐκκλησίας». Ἐδῶ, εὐλαβέστατοι Ἱερεῖς μου, θά σταθῶ, γιά νά κάνω μιά ξεκαθάριση τοῦ ὅρου «Ἐκκλησία». Εἶναι μιά λέξη πού σημαίνει γενικά τήν συγκέντρωση, τήν συνάθροιση, τήν σύναξη τῶν ἀνθρώπων. Ἐχρησιμοποιεῖτο ἀπό παλαιά ἡ λέξη αὐτή• ἔτσι καί οἱ παλαιοί ἔλεγαν «ἐκκλησία τοῦ Δήμου». Ὁ χριστιανισμός ἀπό τήν ἀρχή, γιά νά δηλώσει τήν πίστη του καί νά ἐκφράσει αὐτό πού ἔκανε, ἔλαβε ἄφοβα καί ἐλεύθερα κοσμικές καί πολιτικές ἐκφράσεις, ὅπως τίς λέξεις «κράτος», βασιλεία», «δύναμις», πού τίς ἀκοῦμε καί στήν θεία λατρεία («Ὅτι Σόν τό κράτος καί Σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καί ἡ δύναμις καί ἡ δόξα...»). Τήν σχέση μας ὅμως μέ τόν Θεό τήν ἐκφράζουμε μέ τήν λέξη «πίστη» ἤ ἀκόμη καλύτερα μέ τήν λέξη «ἐκκλησία». Ὄχι μέ τήν λέξη «θρησκεία». Ὅταν λέγουμε «πίστη» ἐννοοῦμε ὅλο τό βίωμά μας, ὅλη τήν σχέση μας μέ τόν Θεό. Ἐννοοῦμε ὅλη τήν ἱερή μας οἰκογένεια, πού τήν λέγουμε καί «Ἐκκλησία». Ὅταν λέγει ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος «ἡ εὐχή τῆς πίστεως σώσει τόν κάμνοντα» (Ἰακ. 5,15), δέν ἐννοεῖ τήν προσευχή πού γίνεται μέ πίστη, ἀλλά τήν προσευχή πού κάνει ἡ Ἐκκλησία (αὐτή λέγεται «πίστη»), γι᾽ αὐτό καί ἔχει τήν δύναμη νά σώζει. Ὅταν προσεύχεται ἡ Ἐκκλησία ἐν Μυστηρίῳ ὁπωσδήποτε ἀκούεται, ἔστω καί ἄν εἶναι ἁμαρτωλός ὁ τελῶν τό Μυστήριο Ἱερεύς. Τό ἴδιο σημαίνει καί ἡ ἔκφραση «πάντες ἀπολαύετε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως» = τῆς Ἐκκλησίας τό συμπόσιο, πού εἶναι ἡ Θεία Εὐχαριστία. Ἀλλά ἡ ἔκφραση «ἐκκλησία» εἶναι ἀκόμη πιό βαθειά καί πιό ἱερή γιά νά δηλώσει τήν Οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, πατέρες καί ἀδελφοί μου, σαρκώθηκε καί ἦλθε στόν κόσμο γιά νά κάνει τήν Οἰκογένειά Του, ἥτις ἐστίν ἡ Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία δέ εἶναι Μυστήριο καί δέν μπορεῖ νά ὁρισθεῖ μέ ὁρισμούς. Νοοῦμε ὅμως καί γευόμεθα τό μυστήριο αὐτό τῆς Ἐκκλησίας (ὁ καθένας ἀνάλογα μέ τήν καθαρότητά του) στήν Θεία Λειτουργία• γι᾽ αὐτό καί ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ θεοφόρος λέγει ὅτι Ἐκκλησία εἶναι τό «Θυσιαστήριον», ἡ Ἁγία Τράπεζα δηλαδή, πάνω στήν Ὁποία τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία. Ἀφοῦ λοιπόν αὐτό, ἡ Θεία Λειτουργία, εἶναι Ἐκκλησία, δέν μπορεῖ νά μετέχουν σ᾽ Αὐτήν ὅσοι δέν μετέχουν στήν Θεία Εὐχαριστία. Καί ἐπειδή μέ τούς Καθολικούς, τούς Προτεστάντες καί τούς ἄλλους ἑτεροδόξους χριστιανούς δέν μποροῦμε νά κοινωνήσουμε μαζί, ἄρα αὐτοί δέν δικαιοῦνται νά ὀνομάζονται μέ τόν ἱερό ὅρο «Ἐκκλησία». Αὐτοί εἶναι ἁπλῶς θρησκευτικές κοινότητες. Καί ὅμως ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης τίς ἐκάλεσε «Ἐκκλησίας». Βέβαια, ὅπως μᾶς εἶπαν στήν Ἱεραρχία τοῦ Νοεμβρίου καί οἱ Πατέρες Ἀρχιερεῖς τῆς Ἑλλαδικῆς μας Ἐκκλησίας, οἱ μετασχόντες στήν Σύνοδο, ὁ ὅρος «Ἐκκλησία», πού ἐλέχθη γιά τούς ἑτεροδόξους, δέν χρησιμοποιήθηκε μέ τήν κυρία του, τήν δογματική ἔννοια, ἀλλά χρησιμοποιήθηκε καταχρηστικῶς, μέ τήν ἔννοια τῆς θρησκευτικῆς κοινότητος. Ναί, ἀλλά ἡμεῖς στά θεολογικά κείμενά μας καί τίς θεολογικές ἐκφράσεις μας ἔχουμε ἄλλη ἔννοια περί «Ἐκκλησίας», αὐτήν πού παρουσιάσαμε παραπάνω. Καί ἐπειδή λοιπόν πρόκειται περί κειμένων Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, πρέπει νά εἴμεθα πολύ ἀκριβεῖς στίς ἐκφράσεις μας. Μετά ἀπό μᾶς θά ἔλθουν ἄλλοι καί ἄλλοι καί θά βροῦν ἕτοιμη τήν χρήση τῆς ἔκφρασης «Ἐκκλησία» γιά τούς αἱρετικούς καί θά τήν χρησιμοποιήσουν λοιπόν αὐτοί περί τῶν αἱρετικῶν ἐλευθεριώτερον, μέ τήν σωστή μάλιστα δικαιολογία ὅτι ἡ ἔκφραση χρησιμοποιήθηκε προηγουμένως ἀπό Σύνοδο. Διά τοῦτο καί πολύ δικαίως ἔγινε ἐξέγερση ἰσχυρῶν θεολόγων κατά τῆς ἐκφράσεως αὐτῆς, τό νά ὀνομασθοῦν οἱ ἑτερόδοξοι «Ἐκκλησίες», καί θεώρησαν αὐτήν λίαν ἡμαρτημένη διά συνοδικό μάλιστα κείμενο.

4. Ἀλλά ἡμεῖς οἱ Ἀρχιερεῖς κατά τήν Ἱεραρχίαν τοῦ Μαΐου ἐ.ἔ. δέν εἴχαμε διατυπώσει τοιαύτη λανθασμένη ἔκφραση. Γιατί λοιπόν παρηλλάγη τό κείμενό μας; Τό ἰδικό μας κείμενο τῆς ἀπόφασης τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Μαΐου ἔλεγε: «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ὁμολογιῶν καί Κοινοτήτων μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾽ αὐτῆς». Ἡ πρόταση αὐτή εἶναι ὀρθοδοξοτάτη. Ἔγινε ἀποδεκτή ἀπό ὅλη τήν Ἱεραρχία μας καί αὐτήν τήν πρόταση ὤφειλε ἡ Ἀντιπροσωπία μας νά ὑποστηρίξει καί νά μήν παραλλάξει στήν Σύνοδο. Ὅμως ἡ πρόταση παρηλλάγη στήν ἑξῆς: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾽ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν». Ἡ φράση αὐτή εἶναι ἡμαρτημένη διά τόν λόγον πού εἴπαμε, ὅτι δηλαδή σ᾽ αὐτήν ὀνομάζονται οἱ ἑτερόδοξοι ὡς «Ἐκκλησίες». Ἡ ἔκφραση «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες» σημαίνει «αἱρετικές». Καί ἀφοῦ λοιπόν εἶναι αἱρετικές οἱ «ἐκκλησίες» αὐτές, πῶς τίς ἀποκαλοῦμε «ἀδελφές»; Ἀλλά ὁ ἰσχυρός θεολογικός νοῦς τοῦ καλοῦ Ποιμένος τῆς ἀγαπημένης μου πατρίδος, ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος, ἀποκαλεῖ τήν ἔκφραση αὐτή σαφῶς «ἀντορθόδοξη»!

Θά προσπαθήσω, Πατέρες, νά σᾶς ἐξηγήσω μέ ἁπλότητα τό ἀντορθόδοξο πράγματι τῆς ἔκφρασης «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες» μέ βάση τήν ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Ναυπάκτου: Εἶναι μία ἔκφραση ἀντιφατική. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει τήν πᾶσα ἀλήθεια καί δέν μπορεῖ νά πλανᾶται. Ἄν πλανᾶται δέν εἶναι Ἐκκλησία. Ἡ αἵρεση εἶναι πλάνη. Τό νά λέγουμε λοιπόν «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες», τό νά συνάπτουμε, δηλαδή, αὐτά τά δύο ἀντίθετα, σημαίνει ὅτι δεχόμεθα πλάνη στήν Ἐκκλησία καί ἀλήθεια στήν αἵρεση! Τραγέλαφος! Ναί, αὐτό σημαίνει ἡ ἔκφραση «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες». Ὁμολογῶ ὅμως ὅτι ἡ Ἀντιπροσωπεία τῆς Ἱεραρχίας μας διατυπώνοντας τήν ἔκφραση «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες» καί δεχομένη αὐτήν ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης, δέν ἤθελε νά ἐκφράσει τήν παραπάνω κακοδοξία, ἀλλά ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι σέ Συνοδικά κείμενα πρέπει νά ὑπάρχει ἡ ἀκρίβεια καί ἡ σαφήνεια. Δέν ἐπιτρέπεται σέ Συνοδικά κείμενα τοιαῦτες κακόδοξες ἐκφράσεις. Τό πρᾶγμα, κατά τήν ἔρευνα τοῦ ἁγίου Ναυπάκτου, ἔχει μία προϊστορία. Στήν «Λουκάρειο Ὁμολογία», πού ἐγράφη ἤ υἱοθετήθηκε ἀπό τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλο Λούκαρη, λέγεται κάπου ὅτι ἡ Ἐκκλησία στήν πορεία της μπορεῖ νά πλανηθεῖ καί ἀντί γιά τήν ἀλήθεια νά πεῖ ψεῦδος. Λέγει ἐπί λέξει ἡ σχετική πρόταση: «Ἀληθές καί βέβαιόν ἐστιν ἐν τῇ ὁδῷ δύνασθαι ἁμαρτάνειν τήν Ἐκκλησίαν καί ἀντί τῆς ἀληθείας τό ψεῦδος ἐκλέγεσθαι». Τό νόημα τῆς πλάνης τῆς προτάσεως αὐτῆς τοῦ Κυρίλλου Λουκάρεως διατυπώνεται ἀκριβῶς μέ τήν ἔκφραση «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες» τοῦ κειμένου τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης, κατά παραποίηση τῆς πρώτης ὀρθοδοξοτάτης ἐκφράσεως τῆς Ἱεραρχίας μας. Ἡ Σύνοδος ὅμως τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ ἔτους 1638 ἀναθεμάτισε τόν Πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρη γιά τήν παραπάνω ἀντορθόδοξη ἔκφρασή του, ὅτι δύναται ἡ Ἐκκλησία νά ἁμαρτήσει καί νά πλανηθεῖ. Πάντως ἡ λανθασμένη ἔκφραση «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες» θά παραμείνει τώρα, ἄν ἀναγνωρισθεῖ ἡ Σύν¬οδος τῆς Κρήτης, ὡς ἐπίσημα γραμμένη σέ κείμενό της καί θά χρησιμοποιεῖται εὖ καί καλῶς καί λίαν ἐλευθέρως ὡς ἐπιτρεπτή καί ἔγκυρη. Ὅπως μᾶς εἶναι γνωστό, ἡ λέξη Ἐκκλησία δόθηκε γιά πρώτη φορά σέ χριστιανούς πού βρίσκονται ἔξω ἀπ᾽ αὐτήν τόν 20ο αἰ. μέ τό διάγγελμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου τοῦ ἔτους 1920. Ὁ Σεβασμιώτατος ἅγιος Ναυπάκτου εἰς κείμενόν του πρός τήν Ἱεραρχία τοῦ Νοεμβρίου ἐ.ἔ. παραπονεῖται δικαίως διά τό ὅτι ἡ νέα πρόταση μέ τήν ἐσφαλμένη ἔκφραση δέν ἐμελετήθη ἀπό τήν Ἀντιπροσωπεία τῆς Ἱεραρχίας μας, ἀλλά ἔγινε «κατά τήν διάρκεια τῆς νύκτας τῆς Παρασκευῆς πρός Σάββατο», χαρακτηρίζει δέ τόν μέν συντάκτη τῆς πρότασης ὅτι «δέν γνωρίζει τήν δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας», τήν δέ ἐπίμαχο φράση «διπλωματική καί ὄχι θεολογική». Εἶναι φράση πού διευκολύνει τήν αἵρεση καί παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, λέγουμε ἡμεῖς.

5. Στό τελικό κείμενο τῆς Ἀντιπροσωπείας τῆς Ἱεραρχίας μας, ὅπως ἔχει ἐπισημανθεῖ πάλι ἀπό τόν Σεβασμιώτατο ἅγιο Ναυπάκτου, ὑπάρχει καί ἄλλο σοβαρό δογματικό καί ἐκκλησιολογικό λάθος. Γράφει τό κείμενο: «Κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῇ. Παρά ταῦτα, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων μετ᾽ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν». Καί τήν πρώτη πρόταση τοῦ κειμένου αὐτοῦ ὁ ἅγιος Ναυπάκτου πάλι τήν εὑρίσκει «κακόδοξον καί ἀντορθόδοξον». Ναί! Εἶναι τοιαύτη ἡ πρόταση αὐτή γιατί ἐκφράζει τήν προτεσταντική ἄποψη περί ἀοράτου καί ὁρατῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ὁ Λούθηρος καί οἱ μετ᾽ αὐτόν Καλβίνος καί Σβίγγλιος ἀποσπάστηκαν ἀπό τήν Ρώμη, γιά νά μή νομισθεῖ ὅτι εἶναι ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀνέπτυξαν τήν θεωρία περί ἀοράτου καί ὁρατῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀόρατη Ἐκκλησία, στήν ὁποία ἀνῆκαν πλέον αὐτοί, ἦταν κατ᾽ αὐτούς ἑνωμένη, ἐνῶ οἱ ἐπί γῆς ὁρατές Ἐκκλησίες (σέ μιά ἀπ᾽ αὐτές – τῆς Ρώμης – ἀνῆκαν πρῶτα αὐτοί) εἶναι διεσπασμένες καί προσπαθοῦν καί ἀγωνίζονται νά βροῦν τήν ἑνότητά τους. Καί ὁ ἰδικός μας ὀρθόδοξος θεολόγος Λόσσκυ ἐλέγχοντας τήν προτεσταντική αὐτή ἐκκλησιολογία, ἡ ὁποία χωρίζει τήν Ἐκκλησία σέ ὁρατή καί ἀόρατη, τήν παραλληλίζει μέ τήν αἵρεση τοῦ Νεστορίου, ὁ ὁποῖος ἐχώρισε τήν θεία ἀπό τήν ἀνθρώπινη φύση στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό τήν θεωρία αὐτή τῶν Προτεσταντῶν περί ὁρατῆς καί ἀοράτου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὑπόκειται στήν ἔκφραση τοῦ Συνοδικοῦ κειμένου πού κρίνουμε, «ξεκινοῦν – λέγει ὁ ἅγιος Ναυπάκτου – ἄλλες θεωρίες, ὅπως ἡ θεωρία τῶν κλάδων, ἡ βαπτισματική θεολογία καί ἡ ἀρχή τῆς περιεκτικότητος». Ἄρα, ... πρέπει πολύ νά προσέξουμε.
Ἀλλά καί ἡ ἔκφραση τοῦ κειμένου τῆς Συνόδου «κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας...», εἶναι περίεργη. Θά πάω τώρα λίγο ἀλλοῦ τό θέμα, πατέρες, γιά νά νοήσετε τήν πλάνη τῆς ἔκφρασης. Σᾶς ἐρωτῶ, συλλειτουργοί μου ἀδελφοί: Γιατί τό θαῦμα τῆς Θείας Εὐχαριστίας τό καλοῦμε «μεταβολή» τῶν θείων Δώρων καί ὄχι «μετουσίωση»; Γιατί ἡ ἔκφραση «μετουσίωση» ὑπενθυμίζει τήν θεωρία τοῦ Πλάτωνα καί τοῦ Ἀριστοτέλη περί τῶν ἰδεῶν, περί τῶν ἀρχετύπων, πού εἶναι κατ᾽ αὐτούς ἡ οὐσία τῶν ἐπί γῆς πραγμάτων. Ἔτσι ὁ ὅρος «μετουσίωση» γιά τήν ἔκφραση τῆς θείας Εὐχαριστίας δηλώνει ὅτι μεταβάλλονται ὄχι αὐτά τά ἴδια τά εἴδη τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου, ἀλλά τά ἄνω ἀρχέτυπά τους, οἱ ἰδέες. Γι᾽ αὐτό καί ἐμεῖς, ἐπαναλαμβάνω, τό θαῦμα τῆς Θείας Λειτουργίας τό καλοῦμε «μεταβολή» καί «ὄχι μετουσίωση». Ὁμοίως τώρα καί ἡ ἔκφραση «ὀντολογική ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας» μᾶς παραπέμπει κάπως σ᾽ αὐτήν τήν θεωρία τοῦ Πλάτωνα καί τοῦ Ἀριστοτέλη καί γι᾽ αὐτό δέν πρέπει νά τήν χρησιμοποιοῦμε περί τῆς Ἐκκλησίας, μήπως μᾶς κατηγορήσουν ὅτι μέ τήν ἔκφραση αὐτή προτεσταντίζουμε• ὅτι θέλουμε τάχα νά δηλώσουμε μέ τήν ἔκφραση αὐτή τήν πραγματική ἑνότητα τῆς ἀόρατης Ἐκκλησίας, ἔναντι τῆς ἐπί γῆς ὁρατῆς. Σ᾽ αὐτό πιθανόν νά δώσει ἀφορμή καί τό ἀμέσως ἀκολουθοῦν «παρά ταῦτα» στήν συνέχεια τοῦ λόγου.

6. Δέν σᾶς εἶπα, πατέρες μου Ἱερεῖς, γιά ὅλα τά θέματα τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης, ἀλλά γιά ἕνα μόνο, τό πιό σοβαρό ἴσως, γιατί εἶναι ἐκκλησιολογικό. Γιά τό κείμενο τῆς Συνόδου, στό ὁποῖο ἀναφέρεται τό θέμα αὐτό πού σᾶς ἔθιξα, τό ἐπιγραφόμενο «Σχέσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», ὁ λόγιος Σεβασμιώτατος ἅγιος Ναυπάκτου λέγει ἐπί λέξει στήν κατάθεσή του στά Πρακτικά τῆς Συνεδριάσεως τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τοῦ μηνός Νοεμβρίου ἐ.ἔ.: «Ἐκεῖνο πού μπορῶ νά πῶ εἶναι ὅτι τό κείμενο αὐτό ὄχι μόνον δέν εἶναι θεολογικό, ἀλλά συγχρόνως δέν εἶναι καθαρό, δέν ἔχει καθαρές προοπτικές καί βάσεις, εἶναι διπλωματικό. Ὅπως ἔχει γραφῆ, διακρίνεται ἀπό μία διπλωματική δημιουργική ἀσάφεια. Καί ὡς διπλωματικό κείμενο δέν ἱκανοποιεῖ οὔτε τούς Ὀρθοδόξους οὔτε τούς ἑτεροδόξους». «Τό κείμενο ἔχει πολλά προβλήματα, παρά τίς μερικές γενικές καλές διατυπώσεις. Μάλιστα, ὅταν δημοσιευθοῦν τά Πρακτικά τῆς Συνόδου, ὅπου ἀποτυπώνονται οἱ αὐθεντικές ἀπόψεις αὐτῶν πού ἀποφάσισαν καί ὑπέγραψαν τά κείμενα, τότε θά φανῆ καθαρά ὅτι στήν Σύνοδο κυριαρχοῦσαν ἡ θεωρία τῶν κλάδων, ἡ βαπτισματική θεολογία καί κυρίως ἡ ἀρχή τῆς περιεκτικότητος, δηλαδή ἡ διολίσθηση ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἀποκλειστικότητος στήν ἀρχή τῆς περιεκτικότητος». «Πολλοί κατάλαβαν ὅτι τό κείμενο αὐτό γράφτηκε καί ἀποφασίσθηκε ἐν σπουδῇ καί δέν εἶναι ὁλοκληρωμένο, ἀφοῦ μάλιστα ὑπογραφόταν ἀπό τούς Ἀρχιερεῖς τήν Κυριακή τό πρωΐ, κατά τήν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας»!...
Οἱ περικοπές αὐτές τοῦ Σεβασμιωτάτου κ. Ἱεροθέου εἶναι πολύ σημαντικές καί πρέπει νά ληφθοῦν σοβαρά ὑπ᾽ ὄψιν καί νά μήν παραθεωρηθοῦν.

7. Μᾶς ἐρωτοῦν πολλοί: Θά ἀναγνωρίσουμε τήν Σύνοδο αὐτή; Αὐτό θά ἀποφασισθεῖ ἀπό ὅλους τούς Ἱεράρχας τῆς Ἑλλαδικῆς μας Ἐκκλησίας. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπός μας πάντως κ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ παρέχει ἄνεση λόγου γιά κάθε ἐκφραζομένη ἄποψη καί εἶναι δεκτικός ὅλων τῶν θέσεων. Τόν εὐχαριστοῦμε γι᾽ αὐτό. Πάντως ἀπό τήν ἱστορία τῶν Συνόδων γνωρίζουμε ὅτι στίς Οἰκουμενικές Συνόδους γίνονταν πολλές Συνεδριάσεις γιά πολλά χρόνια. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας ἀποφάσισε ὅτι τά κείμενα τῆς Συνόδου στό Κολυμπάρι τῆς Κρήτης μπορεῖ νά διαφοροποιηθοῦν σέ μερικά σημεῖα καί νά ἀναπτυχθοῦν ἀπό μία μελλοντική Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας μας καί νά τελειοποιηθοῦν καί νά ἔχουν ἔτσι μία πανορθόδοξη συμφωνία. Γιατί τώρα στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης δέν συμμετεῖχαν τέσσερα Πατριαρχεῖα, τῆς Ἀντιοχείας, τῆς Ρωσίας, τῆς Βουλγαρίας καί τῆς Γεωργίας. Ἔτσι συνέβαινε στήν ἱστορία τῶν Συνόδων, ξαναλέμε. Γίνονταν πολλές συνεδριάσεις πού κρατοῦσαν πολλά χρόνια. Καί οἱ Συνεδριάσεις αὐτές θεωροῦνταν ἔπειτα ὡς μία Σύνοδος.

8. Ἴσως, πατέρες Ἱερεῖς, νά σᾶς φαίνονται λεπτομερῆ καί κάπως περίεργα αὐτά πού σᾶς εἶπα καί νά μέ κατηγορήσετε μάλιστα ὅτι ἡ μάχη δίνεται στίς λέξεις καί τίς ἐκφράσεις. Καί ὅμως, πατέρες μου, ἡ ὀρθόδοξη πίστη μας ἐκφράζεται μέ τήν ἀκρίβεια τῶν λέξεων, πού εἶναι φορτισμένες μέ βαρύ θεολογικό νόημα. Καί ὅπως τό γνωρίζουμε, ἡ Ἐκκλησία μας ἔδωσε μεγάλες μάχες γιά τήν σωστή διατύπωση τῶν δογμάτων τῆς πίστης μας.
Ἔχουμε ἀνάγκη πολλῆς προσευχῆς καί συνέσεως. Ὄχι βεβιασμένες ἐνέργειες.

Θά περιμένω, ἀγαπητοί συλλειτουργοί μου ἀδελφοί, τίς ἐρωτήσεις, τίς ἀντιρρήσεις καί διαφωνίες Σας ἐπί τῶν λεχθέντων καί θά μιλήσουμε πάλι περί τῆς Συνόδου τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης. Εὔχεσθε καί ὑπέρ ἐμοῦ.

Μέ εὐχές καί ἀγάπη Χριστοῦ
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2016

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟ

Στὴν τελευταία συνεδρίαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (23-24 Νοεμβρίου 2016) συζητήθηκε τὸ θέμα τῶν ἐργασιῶν τῆς Μεγάλης Συνόδου ποὺ ἔγινε στὴν Κρήτη τὴν ἑβδομάδα τῆς Πεντηκοστῆς (18-26 Ἰουνίου 2016).

Κατ᾿ αὐτήν, μετὰ τὴ σχετικὴ Εἰσήγηση τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Σερ­ρῶν κ. Θεολόγου μὲ τίτλο: «Ἐνημέρωσις περὶ τῶν διεξαχθεισῶν ἐργασιῶν τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», ἀκολούθησε συζήτηση, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος ἔκανε δύο παρεμβάσεις, κατέθεσε δὲ καὶ πληρέστερο κείμενο στὰ Πρακτικά.
Οἱ παρατηρήσεις τοῦ Σεβασμιωτάτου εἶναι ἄξιες ἰδιαίτερης προσοχῆς, γι᾿ αὐτὸ καὶ μεταφέρουμε ἐδῶ κάποια ἀπὸ τὰ κατὰ τὴ γνώμη μας ἀξιολογότερα στοιχεῖα.
«Ἡ προετοιμασία γιὰ τὴν Σύνοδο αὐτή», εἶπε ὁ Σεβασμιώτατος, «δὲν ἦταν ἐπαρκής. Τὸ κείμενο ποὺ καταρτίσθηκε ἀπὸ τὴν Ε΄ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξη Διάσκεψη δὲν ἦταν σὲ γνώση τῆς Ἱεραρχίας. Τὸ λάβαμε μετὰ τὴν ὑπογραφὴ ἀπὸ τοὺς Προκαθημένους, τὸν Ἰανουάριο 2016. Ἔ­πρεπε νὰ γίνη συζήτηση στὴν Ἱεραρχία, πρὶν ὑπογραφῆ ἀπὸ τοὺς Προκαθημένους».
Ὅμως μὲ ἀνεπαρκὴ προετοιμασία καὶ ἔλλειψη πληροφορήσεως πῶς εἶναι δυνα­τὸν νὰ λειτουργήσει σωστὰ μία τέτοια Σύν­οδος; Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τὸ εἴδαμε. Τὸ βασικὸ κείμενο τῆς Συνόδου ἀποδείχθηκε ἀδόκιμο θεολογικῶς.
Ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Σεβασμιώτατος: «Τὸ κείμενο ποὺ ἀπετέλεσε τὴν βάση τῆς Συνόδου ἦταν τὸ ἕκτο, μὲ τίτλο ‘‘Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσμον’’. Τὸ τελικὸ κείμενο ἔχει πολλὰ προβλήματα, παρὰ τὶς μερικὲς γενικὲς καλὲς διατυπώσεις. Μάλιστα, ὅταν δημοσιευθοῦν τὰ Πρακτικὰ τῆς Συνόδου, ὅπου ἀποτυπώνονται οἱ αὐθεν­τικὲς ἀπόψεις αὐτῶν ποὺ ἀποφάσισαν καὶ ὑπέγραψαν τὰ κείμενα, τότε θὰ φανῆ καθαρὰ ὅτι στὴν Σύνοδο κυριαρχοῦσαν ἡ θεωρία τῶν κλάδων, ἡ βαπτισματικὴ θεολογία καὶ κυρίως ἡ ἀρχὴ τῆς περιεκτικότητος... Παρατηρεῖ κανεὶς στὸ τελικὸ κείμενο ἀντιφατικὰ σημεῖα. Κατὰ τὴν γνώμη μου δὲν εἶναι κείμενο θεολογικό, ἀλλὰ διπλωματικό. Ὅμως, ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας δὲν στηρίζεται σὲ διπλωματικὰ κείμενα».
Θλιβερότατες οἱ καίριες θεολογικὲς ἐπισημάνσεις τοῦ Σεβασμιωτάτου. Αὐτὲς φανερώνουν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία ἔχει σὲ ἐπικίνδυνο βαθμὸ ἁλωθεῖ ἀπὸ τὴν προ­τεσταντικὴ σύγχυση ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὴ «θεωρία τῶν κλάδων» καὶ τὶς παρόμοιες ἀντιλήψεις. Ἀντιλήψεις μὲ τὶς ὁποῖες εἰσάγεται ἡ διπλωματία στὸ χῶρο τῆς θεολογίας καὶ οὐσιαστικὰ ἐπιχειρεῖται συμβιβασμὸς τῆς ἀλήθειας μὲ τὸ ψέμα!
Γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι κατεξοχὴν ἐπίκαιρος ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, τὸν ὁποῖο παρέθεσε ὁ Σεβασμιώτατος: «Οὐδέποτε διὰ μεσότητος, ἄνθρωπε, τὰ ἐκκλησιαστικὰ διωρθώθη. Μέσον ἀληθείας καὶ ψεύδους οὐδέν ἐστι».
Διπλωματία, μέση λύση ἢ συμβιβασμὸς στὰ τῆς πίστεως δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει!

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”

ΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΔΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Βουλγαρίας κατά τη συνεδρίασή της στις 15 Νοεμβρίου 2016 μελέτησε το κείμενο της Συνόδου της Κρήτης για τις σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τον λοιπό χριστιανικό κόσμο και προχώρησε σε δημοσίευση πολύ σημαντικών θεολογικών παρατηρήσεων επί του κειμένου αυτού. Ακολούθως κατέληξε στα εξής συμπεράσματα:

1. Η Σύνοδος της Κρήτης δεν είναι ούτε Μεγάλη ούτε Οικουμενική λόγω της μη συμμετοχής σε αυτήν μιας σειράς Ορθοδόξων Εκκλησιών εξαιτίας οργανικών και θεολογικών λαθών που υπήρξαν κατά την προετοιμασία της.
2. Η προσεκτική μελέτη των κειμένων που εγκρίθηκαν από τη Σύνοδο της Κρήτης οδηγεί στο συμπέρασμα ότι κάποια από αυτά περιέχουν θέσεις αντίθετες με την Ορθόδοξη Εκκλησία, τη δογματική και κανονική παράδοση της Εκκλησίας, το πνεύμα και το γράμμα των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων.
3. Απαιτείται περαιτέρω θεολογική συζήτηση και επεξεργασία των κειμένων ώστε να διορθωθούν ή να αντικατασταθούν με νέα που θα είναι σύμφωνα με το πνεύμα και την παράδοση της Εκκλησίας.

Η Βουλγαρική Εκκλησία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος και ζωντανό μέλος της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Ως μέλος του Σώματος του Χριστού τόσο η τοπική Εκκλησία της Βουλγαρίας όσο και οι Μητροπόλεις του Πατριαρχείου Βουλγαρίας στο εξωτερικό θα συνεχίσουν να βρίσκονται σε αδελφική, ευχαριστιακή, πνευματική, δογματική και κανονική κοινωνία με όλες τις άλλες τοπικές ορθόδοξες εκκλησίες - και με όσες συμμετείχαν στη Σύνοδο της Κρήτης και με όσες απουσίασαν. Η Εκκλησία δεν είναι μια κοσμική οργάνωση αλλά θεανθρώπινος οργανισμό. Δεν επηρεάζεται και δεν πρέπει να επηρεάζεται στη ζωή της από πολιτικά και κοινωνικά συμφέροντα. Κεφαλή της είναι ο ίδιος ο Κύριος, ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος είναι «η Οδός και η Αλήθεια και η Ζωή».

Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2016

ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΘΕΟΛΟΓΟΙ ΑΝΤΙΔΡΟΥΝ ΣΤΗΝ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΗ ΣΥΝΟΔΟ

του Θεολογου Ιωαννου Πελιτη

Ὡς πεδίο ἀναμέτρησης Ὀρθοδοξίας καί οἰκουμενισμοῦ, ἡ «σύνοδος» Κρήτης δέν ἀπέδωσε ὅλα τά ἀναμενόμενα στούς ἐνδιαφερόμενους γιά μιά ψευδένωση ὡς προστάδιο συγκερασμοῦ τῶν θρησκειῶν μέ κεφαλή ἀντι-μεσσία.

Παρά τήν ἀδιαφάνεια καί τούς ἀποκλεισμούς πού καταλογίζονται στούς φιλοοικουμενιστές, γύρω στά δύο τρίτα ὑπολογίζονται οἱ ἀντιπροσωπεῖες τῶν Ἐκκλησιῶν πού ἀρνήθηκαν συμμετοχή, ἤ τήν ἀποκήρυξαν ἤ ἐπιφυλάχθηκαν νά τήν δεχτοῦν, ἐνῶ πληθαίνουν οἱ ἀντιδράσεις μειώνοντας τήν στήριξη τοῦ Πατριάρχη. Ἡ ἀνακοίνωση ὅτι ὅσοι δέν ἀποδεχόμαστε τήν «σύνοδο» εἴμαστε αἱρετικοί, ὅπως καί οἱ προτάσεις ὁρισμένων γιά καθαίρεση καί ἀφορισμό, ἐκτός τῆς ταραχῆς τους δείχνουν καί ἔνδεια ἐπιχειρημάτων ἔναντι τῆς ἄρτια θεολογικῆς θεμελίωσης τῆς καταδίκης τῆς «συνόδου», πού κανένας Ἅγιος δέν θά τήν ὑπέγραφε.

Ἐρωτήματα πού προκαλοῦν: Εἶναι σέ θέση νά ἀφορίσει κάποιος πού ἐκκλίνει ἀπό θεμελιώδεις ἀλήθειες τῆς Ἐκκλησίας; Ἀκόμη κι ἀπό ὄργανο ἀδιάβλητο; Ἔχει ἰσχύ ὁ ἀφορισμός κάποιων ἐπειδή συντάσσονται μέ τούς Ἁγίους, ἤ μακαρίζονται πού διώκονται γιά τήν μόνη πίστη πού ἁγιάζει; (Λουκ. στ΄, 22, ΛΒ΄ Ἀποστολικός). Θά ἀφορίσουν ἆραγε καί τούς Ἁγίους ὡς αὐτουργούς ἀντίστασης στήν καθυπόταξη τῆς Ἐκκλησίας μέσα ἀπό προσχηματικούς ἀτέλειωτους διαλόγους «ἀγάπης»; Τί μαρτυρεῖ ἡ ἀγάπη γιά τούς αἱρετικούς πού γίνεται ἔχθρα γιά τούς Ὀρθοδόξους; Ἔχει σχέση μέ τήν ἄκτιστη ἀγάπη πού εἶναι ὁ Θεός, ἤ εἶναι προϊόν κτιστοῦ, θνητοῦ ἐγώ, ἐξαρτημένη ἀπό ἄτομα καί περιστάσεις; Θύματα τοῦ ἀρχέκακου δέν εἶναι ὅσοι κράτησαν τήν πίστη ἀνόθευτη ὅπως δόθηκε ἀπ᾿ τόν Θεό, ἀλλά ὅσοι ἀνοίγουν σάν Κερκόπορτα τίς πύλες τῶν Ἱερῶν σέ προβατόσχημους, ἀπομακρύνοντας κάθε εὐλογία, γιά νά ἐπέλθει θάνατος πνευματικός καί συμφορές στά βιοτικά.

Δέν ἀγνοοῦν ὅτι ἡ αἵρεση, ὅπως καί ἡ ἄρνηση ἀναγνώρισης Ἁγίων, εἶναι βλασφημία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Καί γνωρίζουν καί τόν λόγο πού ἀπορρίπτουμε τήν τακτική τους, ἕτοιμοι νά τούς τιμήσουμε ἄν, ὀρθοτομώντας, ἐπανέλθουν στήν εἰρήνη πού ὑπερέχει κάθε νοῦ. Ἀντί γι᾿ αὐτό ὅμως, προβάλλεται ἡ ἀντίληψη ὅτι ὁ πιστός ὡς πρόβατο εἶναι ἐκτεθειμένος στήν αὐθαιρεσία κάθε παπίστου γιά νά μένει ὁ λαός παθητικός στήν προσπάθειά τους νά τόν ἀλλοτριώσουν. Σάν νά μήν εἶναι λογικό πρόβατο μέ γνώση, γνώμη καί ὑποχρέωση νά ἐλέγχει καί τίς ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων γιά νά τίς ἐπαληθεύει ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι στήν συνείδησή του πρίν τίς παραδώσει ἀναλλοίωτες στήν ἑπόμενη γενιά. Σάν νά μήν εἶναι ὁ λαός πού ἐπικυρώνει ἤ ἀκυρώνει μιά χειροτονία, πού συντελεῖ σέ ὅλα τά Μυστήρια, ταγμένος καί ὡς φρουρός τῆς ἀληθείας. Ἡ ὑπακοή καλλιεργεῖται μέ διάκριση (γιά νά μήν ἐκτρέπεται κανείς σέ οἴηση ὑπεροχῆς ἤ σέ δουλικότητα). Στόχος ἡ παραίτηση ἀπ᾿ τήν κτιστή ἐλευθερία, γιά συμμετοχή στήν ἐλευθερία τοῦ Ἀκτίστου. Ἀσκεῖται ἀμφίδρομα, καί ἀπ᾿ τόν ποιμένα, δίχως στεγανά ἐξουσιαστικά ἐνάντια σέ λαό πού συσταυρούμενος θριαμβεύει καί στόν θάνατο. Χρέος τοῦ κλήρου ἡ διακονία τοῦ λαοῦ καί ἡ φύλαξή του ἀπ᾿ τά δηλητήρια τῶν αἱρέσεων καί τό σφράγισμα πού ἑτοιμάζουν μέσα ἀπό πείνα καί πολέμους πού ἔρχονται ἀπ᾿ τούς ἀσκούς πού λύσαμε.

Θεσμικό ἀλάθητο ἀπό καθέδρας δέν στεριώνει σέ Θεανθρώπινο ὀργανισμό, πού ἔχει πολίτευμα Συνοδικό: ἡ σύμφωνη μέ τόν Θεό γνώμη ἑνός Ἁγίου, ὑπερισχύει τῶν πολλῶν χωρίς νά ἐξαναγκάζονται. Ἐπιστροφή στόν μεσαιωνικό σκοταδισμό πού ἐπέβαλε τόν παπισμό μέ βία, δέν βρίσκει ἔδαφος ἐδῶ. Οὔτε «προοδευτικές» ἰδεοληψίες ὅτι ὁ Θεός προοδεύει (!) σάν νά ἦταν ἀτελής («πρόοδος» στήν ἀπιστία). Θεολογία εἶναι μόνο ἡ Θεόπνευστη, πού δέν ἐκτρέπεται σέ πρόοδο ἤ συντήρηση, ἀφοῦ δέν ὑπόκειται ἡ ἀλήθειά της σέ χρόνο ὅπως οἱ ἰδέες. Σῶμα Χριστοῦ ἡ Ἐκκλησία, ἄφθαρτη καί ἀφθαρτοποιός, δέν προσαρμόζει τό αἰώνιο στό χρονικό, ἀλλά εἰσάγει αἰώνια ζωή στόν χρόνο τοῦ θνητοῦ καί ξεδοντιάζεται ὁ θάνατος. Πρόοδος, ἀπρόσβλητη ἀπ᾿ τή φθορά, ἡ προαγωγή στό καθ᾿ ὁμοίωσιν, τήν θέωση. Ὡς μέλη αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἐπιδιώκοντας κοινή πορεία μέ ὅσους ὁμοφωνοῦν, ἀρνούμαστε νά «ἐκσυγχρονιστοῦμε» μέ ἀρχαίους σκοταδισμούς, ὡς ἀνδράποδα μιᾶς παγκόσμιας δικτατορίας πού οὔτε στή συνείδηση θά ἐπιτρέπει ἐλευθερία. Μέ Ὀρθόδοξη τήν μία ὑπερδύναμη καί συνεργάσιμη σέ λίγο καί τήν ἄλλη διαφαίνεται ἡ καταιγίδα πού θά ἀναστείλει τήν ἐφαρμογή ἀντίχριστης δικτατορίας, ἀπαλλάσσοντας τήν Ἐκκλησία ἀπό συμβιβασμένους πού λησμόνησαν ὅτι «καί πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς».

Ἔτσι κι ἀλλιῶς ἀνένδοτη ἡ Ὀρθοδοξία ἕως συντελείας. Τῆς ἀνήκουμε, δέν μᾶς ἀνήκει, ἄν καί προσφέρεται ἀδαπάνητα ὁλόκληρη σ᾿ ὅποιον ἀξιώνεται νά τῆς δοθεῖ ὁλόκληρος, μύστης τοῦ γάμου κτίσης καί Ἀκτίστου, σέ ἀλληλοπεριχώρηση πού δέν τελειώνει.


Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2016

ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΥ ΣΤΗΝ ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΔΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Παρέμβαση καί κείμενο στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
(Νοέμβριος 2016)
Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Στήν τελευταία Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (23-24 Νοεμβρίου 2016) ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Σερρῶν κ. Θεολόγος διάβασε τήν εἰσήγησή του, μέ τίτλο «Ἐνημέρωσις περί τῶν διεξαχθεισῶν ἐργασιῶν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» καί στήν συνέχεια ἔγινε εὐρύτατη συζήτηση γιά τό περιεχόμενο τῆς εἰσηγήσεως καί ἐλήφθησαν ἀποφάσεις.

Ἡ εἰσήγηση εἶχε τρία βασικά σημεῖα, πρῶτον τό Συνοδικό Πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ προετοιμασία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, δεύτερον ἡ διαχρονική συνεισφορά τῆς Ἐκκλησίας μας στήν προετοιμασία καί διαμόρφωση τῶν κειμένων της, καί τρίτον οἱ προτάσεις γιά τά περαιτέρω. Στήν πραγματικότητα ἡ εἰσήγηση ἐκινεῖτο στόν ἄξονα τῆς ἐνημερώσεως τῶν μελῶν τῆς Ἱεραρχίας γιά τήν Σύνοδο τῆς Κρήτης καί γιά τίς ἀποφάσεις πού ἔπρεπε νά λάβη ἡ Ἱεραρχία μας.
Κατά τίς Συνεδριάσεις ἔκανα δύο προφορικές παρεμβάσεις καί κατέθεσα ἕνα κείμενο στά Πρακτικά, στό ὁποῖο ἀνέλυα περισσότερο τίς ἀπόψεις μου.
Στήν συνέχεια θά δημοσιευθῆ ἡ κύρια παρέμβασή μου πού ἔγινε τήν πρώτη ἡμέρα τῆς Συνεδριάσεως, καί τό κείμενο πού κατέθεσα στά Πρακτικά τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας.