ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2017

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΣΑΓΚΑΡΗΣ: ΕΛΛΗΝΑ ΞΥΠΝΑ, ΗΡΘΕ Η ΩΡΑ.

Παναγιώτης Τσαγκάρης,
Έλληνα ξύπνα. Ήρθε η ώρα. Αντίσταση τώρα.

Εμπρός εσύ ραγιά, σώπασε και
δίδαξε στα παιδιά σου την προσευχή του Αλλάχ.
Εξευτελισμός και τέλος.
Ο απόλυτος διασυρμός-εξευτελισμός
της Ορθόδοξης Χριστιανικής Ελληνικής Εκκλησίας
και το τέλος του Ελληνικού Ορθόδοξου Χριστιανικού κράτους.
Του Παναγιώτη Τσαγκάρη,
Γεν. Γραμματέα της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων

Η διανομή από το Υπουργείο Παιδείας, στους μαθητές/τριες των ελληνικών  σχολείων των νέων βιβλίων-«Φακέλων μαθητή» του μαθήματος των Θρησκευτικών,
συνιστά τον απόλυτο διασυρμό-εξευτελισμό της Ορθόδοξης Χριστιανικής Ελληνικής Εκκλησίας και του Ελληνικού κράτους, διότι διαμέσου αυτών των «Φακέλων» ουσιαστικά:

1. H Ορθόδοξη Χριστιανική Ελληνική Εκκλησία αυτοπαραιτείται πλέον από το δικαίωμά της να χαρακτηρίζεται ως η Εκκλησία, εκχωρώντας στην πολιτεία το δικαίωμα αφενός να την χαρακτηρίζει ως μία των Θρησκειών και  όχι ως την Εκκλησία, την κατέχουσα την μόνη εξ Αποκαλύψεως Αλήθεια και αφετέρου να διδάσκει, να κατηχεί και να προπαγανδίζει τους ορθόδοξους χριστιανούς μαθητές/τρίες με πολυθρησκειακή διδασκαλία η οποία καλλιεργεί το διαθρησκειακό πνεύμα, τη σύγχυση και τον συγκρητισμό.

2. Η Διοικούσα Εκκλησία, υποταγμένη και συμβιβασμένη καθώς είναι, με αδικαιολόγητη δουλοπρέπεια, στην νεοταξική κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, ακολουθεί το πνεύμα της «ρεαλπολιτίκ» και δίνει την γραμμή της υποχώρησης στις κάθε είδους νεοταξικές απαιτήσεις, στην παθητικά αποδεχόμενη τα πάντα και υπνώτουσα Ελληνική κοινωνία, με αποτέλεσμα να επέρχεται -και σε συνδυασμό με τη σταδιακή ολοκλήρωση του σχεδίου του ειρηνικού εποικισμού της χώρας από μουσουλμανικές ορδές που συντελείται σταδιακά στις μέρες μας- το τέλος του σύγχρονου Ελληνικού Ορθόδοξου Χριστιανικού κράτους.

Μια νέα Άλωση του Ελληνισμού, της Ελλάδας και της Ορθοδοξίας,κολοσσιαίων, κοσμοπολιτικών, οικουμενικών διαστάσεων και συνεπειών επιχειρείται και συντελείται, μέσω όλων των προαναφερόμενων αυτών γεγονότων, που ίσως είναι μεγαλύτερες των συνεπειών που βίωσε ο Ελληνισμός και η Ορθοδοξία από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και τη Μικρασιατική καταστροφή.
Δανειζόμενοι μάλιστα και ελαφρά παραφράζοντας φράσεις από τη δραματική και προφητική επιστολή, του Αγίου Χρυσόστομου Σμύρνης στον Ελευθέριο Βενιζέλο, την προπαραμονή του μαρτυρικού θανάτου του στις 25 Αυγούστου 1922, κατά την κατάληψη της Σμύρνης, στην οποία διακρίνεται η αγωνία του γι΄ αυτό που επέρχεται για τους Έλληνες της περιοχής, χωρίς κανείς να μπορεί να το αποτρέψει, θα λέγαμε και εμείς σήμερα ότι : «Ο Ελληνισμός, το Ελληνικόν Κράτος αλλά και σύμπαν το Ελληνικόν Έθνος καταβαίνει πλέον εις τον Άδην από του οποίου καμμία πλέον δύναμις δεν θα δυνηθή να το αναβιβάση και το σώση…». Απευθυνόμενος τότε στους Έλληνες, ο μαρτυρικός Ιεράρχης τόνιζε,  ότι «της αφαντάστου ταύτης καταστροφής βεβαίως αίτιοι είναι οι πολιτικοί και προσωπικοί σας εχθροί, πλην και Υμείς φέρετε μέγιστον της ευθύνης βάρος δια τας πράξεις Σας...». Η ίδια ακριβώς διαπίστωση ισχύει σήμερα στο ακέραιο και για τους νεοέλληνες. Ναι, έτσι είναι διότι η Ελληνική κοινωνία δεν αποδομείται, έχει ήδη αποδομηθεί!

Άραγε, λοιπόν, δεν υπάρχει λόγος πλέον, να τεκμηριώσει ο οποιοσδήποτε τίποτε και για κανέναν; Μήπως ήρθε η ώρα κι η στιγμή που κάποιος πρέπει να αναφωνήσει το ΤΕΤΕΛΕΣΤΑΙ του Ελληνισμού, της Ελλάδας;
Θεωρούμε πως όχι ακόμη. Φαίνεται ότι δυστυχώς στην Ελληνική κοινωνία και Εκκλησία υπάρχουν πολλοί ραγιάδες αλλά υπάρχουν ακόμη και Έλληνες με ανδρεία ψυχή και δυνατή χριστιανική πίστη. Επομένως Έλληνες, «επέστη η μεγάλη ώρα της μεγάλης εκ μέρους σας χειρονομίας».
Εμπρός λοιπόν εσείς οι ραγιάδες, εμπρός εσείς οι σκλάβοι της Νέας Τάξης Πραγμάτων, σιωπήστε και διδάξτε στα ορθόδοξα παιδιά σας την προσευχή του Αλλάχ, μέσα από τα βιβλία των Θρησκευτικών που σας επιβάλλει το ελληνικό κράτος.
Εμπρός όμως κι εσείς οι γενναίοι Έλληνες, ξυπνήστε τώρα, αντισταθείτε τώρα! Διατηρήστε την ελευθερία και την ταυτότητα των Ελλήνων. Κρατήστε ψηλά στην ψυχή σας, την Ελλάδα!
Αντίσταση τώρα!

Εφημερίδα «Ορθόδοξος τύπος», 22 Σεπτεμβρίου 2017

ΗΡΑΚΛΗΣ ΡΕΡΑΚΗΣ: «ΠΟΣΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΕΙΝΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΗΓΕΣΙΑ, ΠΟΥ ΔΙΩΚΕΙ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΠΟΥ ΚΥΒΕΡΝΑ;»

«Πόσο δημοκρατική  είναι η πολιτική ηγεσία, 
που διώκει την ορθόδοξη πίστη του λαού που κυβερνά;»
Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής Παιδαγωγικής – Χριστιανικής Παιδαγωγικής 
της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ

Μετά το μάθημα των θρησκευτικών, η πολιτική ηγεσία της χώρας συνεχίζει την επιχείρηση αποορθοδοξοποίησης της Ελλάδας και των Ελλήνων με την σταδιακή κατάργηση της προσευχής, του εκκλησιασμού,  του Σταυρού, των Εικόνων.
Μέσα στο Υπουργείο Παιδείας, λίγες μέρες μετά τον Δεκαπενταύγουστο, πετιέται  η Εικόνα της μητέρας του Χριστού και όλων των Ορθοδόξων στα σκουπίδια, ενώ ο Πρωθυπουργός της χώρας υποδέχεται τον Πρόεδρο της Γαλλίας με την ελληνική Σημαία κακοποιημένη, καθώς  αφαιρέθηκε εσκεμμένα ο Σταυρός από την κορυφή του ιστού της και αντικαταστάθηκε με μια λόγχη.
Η σημερινή πολιτική ηγεσία, πάσχουσα από οξείας μορφής ιδεοληψία, φαίνεται να ακολουθεί πιστά, σταθερά και απροκάλυπτα πλέον τη σκληρή τακτική της ασέβειας, έναντι της ορθόδοξης πίστης, των ιερών, των οσίων και των συμβόλων του ελληνικού λαού. Όμως, αυτή είναι η πίστη πάνω στην οποία στηρίζεται πνευματικά η μεγάλη πλειονότητα του ελληνικού λαού και με τη βοήθεια της οποίας έζησε και επέζησε σε πολύ δύσκολα χρόνια της ιστορίας του ο Ελληνισμός, πολεμώντας με την Παναγία, τον Σταυρό και την πίστη για την ελευθερία της χώρας.

Ωστόσο, δεν ακούστηκε, ποτέ, να ασεβεί αυτή η πολιτική ηγεσία σε βάρος άλλων θρησκευτικών κοινοτήτων της χώρας, δείχνοντας καθαρά ότι εφαρμόζει μια αντιδημοκρατική και αντισυνταγματική πολιτική ανισοτήτων και διακρίσεων σε βάρος όμως της πλειοψηφίας των Ελλήνων πολιτών.
Από την άλλη πλευρά, δείχνει καθαρά τις υλιστικές της προτιμήσεις, όταν διαχωρίζει τους ορθόδοξους σε σώμα και ψυχή και επιλέγει να ασχολείται μόνον με το σώμα και την ύλη τους, ενώ πληγώνει και μαραζώνει, συνεχώς, με τις αποφάσεις και τις πράξεις της, την ψυχή τους.
Περιφρονεί, εχθρεύεται και πολεμά λυσσαλέα και αντιδημοκρατικά την ορθόδοξη πίστη, το μόνο στοιχείο ελπίδας που απέμεινε στον ελληνικό λαό. Το ερώτημα, βέβαια, το οποίο, καθώς φαίνεται, δεν την απασχολεί είναι: Με αυτήν την αντορθόδοξη στάση κερδίζει η χάνει η Ελλάδα, η κοινωνία της, ο πολιτισμός της, η ίδια η πολιτική αυτής της ηγεσίας; 
Διότι, αν είχε ερευνήσει το θέμα, θα έβλεπε ότι σε πολλές χώρες και κοινωνίες παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, μέσα από επιστημονικές έρευνες, ότι η πολιτική της αποϊεροποίησης, του υλισμού και της εκκοσμίκευσης, όσο και αν κάποιες κυβερνήσεις ευνόησαν την επικράτησή τους στη συνείδηση των πολιτών, δεν μπόρεσαν να καθιερωθούν ούτε να εξαλείψουν την πίστη από τις ψυχές των ανθρώπων. Το αντίθετο, μάλιστα, αφού ακόμη και οι πιστοί, που πρόσκαιρα αποστατούν και επιχειρούν να αρνηθούν την πνευματική τους φύση και ταυτότητα, δεν το κατορθώνουν, λόγω της οντολογικής τους σύστασης, με αποτέλεσμα να επιστρέφουν στην πίστη, απογοητευμένοι από τα ψυχικά προβλήματα, τα κενά και τα πνευματικά αδιέξοδα που βίωναν μακράν του Θεού και Δημιουργού τους.
Ταυτόχρονα, ο άνθρωπος, επειδή συνειδητοποιεί ότι οι ανθρώπινες και κοινωνικές  σχέσεις, όταν  βασίζονται στο υλιστικό και ατομικιστικό πρότυπο του ευδαιμονισμού και στερούνται από ένα ηθικό, πνευματικό και πολιτισμικό υπόβαθρο, δεν προσφέρουν αληθινή χαρά και ψυχική πλήρωση στον σύγχρονο άνθρωπο.
Ως κοινωνικό και πολιτισμικό όν, μάλιστα, που είναι, αισθάνεται διωκόμενος και ανελεύθερος, όταν διαπιστώνει ότι του υποτιμούν ή του καταργούν τα «μεγάλα» και «σπουδαία» της ζωής, όπως έλεγε ο Δ. Σολωμός.
Ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό, οι Έλληνες πολίτες αισθάνονται, πέρα από την οικονομική ασφυξία και καταπίεση, μια πνευματική απειλή από πράξεις της πολιτικής ηγεσίας, που στοχεύουν και μεθοδεύουν, αφενός, την ερήμωση και αποξήλωση των αρχών και των αξιών που συνθέτουν την πολιτισμική τους αυτοσυνειδησία και ταυτότητα και, αφετέρου, την, μέσω της παιδείας και των αντιπολιτισμικών δράσεων, καθοδήγηση των παιδιών τους προς ένα πνευματικό και πολιτισμικό συγκρητισμό και αποχρωματισμό, σε μια νέα εποχή παγκοσμιοποιημένης ομογενοποίησης, ορφανής από τις αξίες που νοηματοδοτούν τη ζωή. 
Δυστυχώς είμαστε μάρτυρες μιας πολιτικής ηγεσίας που στρέφει την ιστορία, κατά τον 21ου αιώνα, προς τα πίσω σε αυτοκρατορίες και καθεστώτα που δίωξαν, με απύθμενο πάθος την εξ Αποκαλύψεως ορθόδοξη πίστη, προσπαθώντας να την υποκαταστήσουν με μια ενδοκοσμική φιλοσοφικού και ουμανιστικού τύπου άθεη θρησκευτικότητα ή πνευματικότητα.
 Μέσα στην παραζάλη της εξουσίας, όμως, δεν έχει συνειδητοποιήσει η παρούσα ηγεσία της χώρας ότι, όπως είναι αδύνατο και αφύσικο να βγάλει ο άνθρωπος μέσα από την καρδιά  του το ιερό σύμβολο που λέγεται «μητέρα» που τον γέννησε και τον μεγάλωσε, έτσι δεν μπορεί να αποβάλει και να απορρίψει από μέσα του την πίστη στον Θεό και την «μητέρα» Εκκλησία.
Όταν, μάλιστα, επιχειρήσει κάποιος να το πράξει, τότε το μόνο που πετυχαίνει είναι να καταλήξει στην αίσθηση «των κενών που ζητούν πλήρωση», σύμφωνα με τον Οδ. Ελύτη.
Ο ελληνικός λαός, όσο χαλαρός και αν φαίνεται ότι είναι έναντι της πνευματικής του ταυτότητας, όσο και να καταπιέζεται από τη συσσώρευση των  τεχνητών προβλημάτων οικονομικής φύσεως που του δημιούργησαν άλλοι, παραμένει στενά και οντολογικά συνδεμένος με τον Θεό και, πάντως, δεν πρόκειται να αλλοτριωθεί μέσα από χαμηλού επιπέδου, πρόσκαιρα και ανούσια ιδεοληπτικά και καθεστωτικά σχέδια πνευματικής αποδομήσεως.
 Πολλά καθεστώτα και  πολλές φορές έχουν προσπαθήσει, ανεπιτυχώς στην ιστορία της χώρας, να εφαρμόσουν παρόμοια σχέδια αποπνευμάτωσης του λαού. Οι Ορθόδοξοι πολίτες αυτής της χώρας, όμως,  φορούν πάνω από την καρδιά τους, ως φύλακα και σύμβολο αγάπης και θυσίας τον Σταυρό.
Η σημερινή πολιτική ηγεσία, οφείλει να κατανοήσει, να σεβαστεί και να αποδεχθεί, μέσα από δημοκρατική ευαισθησία, το γεγονός ότι η πίστη στον Χριστό επηρεάζει σε ένα μεγάλο  βαθμό το φρόνημα, τη συνείδηση, τον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά της πλειονότητας του ελληνικού λαού και να παύσει να επιβάλει, μέσα από τα σχολεία, τις πιο αντιδημοκρατικές και απαρχαιωμένες ιδεοληψίες για να την αποδομήσει.
Διότι, αν πραγματικά είχε σχέση με την αληθινή δημοκρατική πολιτική και ήθελε το καλό και το συμφέρον του ελληνικού λαού και του τόπου, θα έπρεπε να ξέρει και να εκτιμά, αφενός το σωτηριακό έργο του Χριστού και τη σημασία του για τον ελληνικό λαό, αφετέρου, τις ηθικοκοινωνικές και πολιτισμικές συνέπειες που έχει αυτό το έργο, ως προς την έμπνευση αρχών και προτύπων που έχουν ανάγκη οι πιστοί, που είναι ταυτόχρονα και πολίτες της χώρας, σε πράξεις αλήθειας, ελευθερίας, αγάπης, ειρήνης, πραότητας, αγαθοσύνης, δικαιοσύνης, φιλανθρωπίας, αλληλεγγύης, ισότητας, αξιοπρέπειας, εντιμότητας, και κάθε άλλης αρετής.
Θα έπρεπε επίσης, η πολιτεία, στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής της πολιτικής, να γνωρίζει ότι η ορθόδοξη αγωγή -τη διδασκαλία της οποίας τόσο πολύ απεχθάνεται, καθώς επιβάλλει αντ’ αυτής μια αντορθόδοξη και συγρητισμική πολυθρησκειακή διδασκαλία- είναι εκείνη που εμπνέει την ορθόδοξη πίστη, την πίστη που δημιουργεί και καλλιεργεί όλους τους πνευματικούς μηχανισμούς της ύπαρξης, με τους οποίους ο πολίτης μπορεί να αντιστέκεται στις καταστρεπτικές δυνάμεις του κόσμου που αλλοτριώνουν και φθείρουν και τον ίδιο και την κοινωνία.
Η ορθόδοξη πίστη και η διδασκαλία της είναι επίσης εκείνη, που γεννά στους χριστιανούς πολίτες την αληθινή και ανιδιοτελή αγάπη, τη θυσία και την προσφορά προς τους άλλους και που αποτελεί το πνευματικό υπόβαθρο και τον εμπνευστικό παράγοντα των κοινωνικών ή φιλανθρωπικών δράσεων, οι οποίες υποβοηθούν τις κοινωνικές υπηρεσίες της χώρας.
Αντί να βλέπει συνεπώς η πολιτεία θετικά όλα αυτά τα πνευματικά στοιχεία, που προσφέρει και καλλιεργεί η ορθόδοξη πίστη και αγωγή στους χριστιανούς πολίτες και, αντί να την εντάσσει στα δικά της εκπαιδευτικά προγράμματα,  διώκει ό, τι ορθόδοξο έχει απομείνει στην ελληνική παιδεία, στοχεύοντας προς την αποορθοδοξοποίησή της -στην ουσία προς τον απανθρωπισμό της- και προς τη μετατροπή του σχολείου και του κράτους, σε ουδετερόθρησκο σχολείο και κράτος.

Συμπερασματικά, όμως, αν η πολιτεία με την πολιτική της απεχθάνεται και πολεμά την πίστη του ελληνικού λαού, δηλαδή εκείνο που αγαπά και σέβεται και τιμά και πιστεύει ο λαός εκείνη εννοείται ότι υπηρετεί, τότε έχει ή δεν έχει διολισθήσει, με ραγδαίους ρυθμούς, από το πολίτευμα της δημοκρατίας στον ολοκληρωτισμό;

Ορθόδοξη Αλήθεια,  30-08-2017 και 13/09/2017

Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 2017

ΑΠΟΦΑΣΙΣΜΕΝΟΙ ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΥΝ ΤΗΝ ΕΥΘΥΝΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΔΙΑΠΑΙΔΑΓΩΓΗΣΗΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΤΟΥΣ

Ἀποφασισμένοι οἱ γονεῖς ἀναλαμβάνουν τὴν εὐθύνη
τῆς θρησκευτικῆς διαπαιδαγώγησης τῶν παιδιῶν τους
Ὀρθόδοξη Δασκάλα

Ἀνησυχία καί ἀποτροπιασμό ἔχουν δημιουργήσει στίς περισσότερες ἑλληνικές οἰκογένειες τά νέα βιβλία Θρησκευτικῶν, πού μέ ἔμμεσο καί ὕπουλο τρόπο στοχεύουν νά ἀντικαταστήσουν τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν στά ἑλληνικά Σχολεῖα, μέ "θρησκειολογικοῦ χυλοῦ".   

Πρόκειται γιά βιβλία μέ ἀναφορές σέ θρησκεῖες ἀλλότριες, ἀλλά καί προσπάθεια νά μυηθοῦν τά παιδιά βιωματικά στίς διδαχές αὐτῶν τῶν θρησκειῶν (μέ προβολή τῶν προσευχῶν τους, τῆς εἰκονογραφίας τους κ.τ.λ.), χωρίς νά ἐξετάζεται ἀπό παιδαγωγικῆς ἤ ψυχολογικῆς ἀπόψεως ἡ ἐπίδραση τῶν διδασκαλιῶν αὐτῶν στήν μόλις τώρα διαμορφούμενη ψυχοσύνθεση τῶν παιδιῶν.

Ποιός ὕψωσε φωνή, νά καταδείξει, ὄχι μόνο τά παραπάνω ἀνακόλουθα, ἀλλά καί τήν ἀντίθεση τῶν διδαγμάτων αὐτῶν σέ συγκεκριμένα ἄρθρα τοῦ Συντάγματός μας (Ἄρθρο 3 και Ἄρθρο 16, παράγρ. 2) πού ἐπιτάσσουν ὡς βασική ἀποστολή τῆς ἐκπαίδευσης στό Σχολεῖο, τήν «ἀνάπτυξη τῆς ἐθνικῆς καί θρησκευτικῆς συνείδησης τῶν μαθητῶν», ἀλλά καί ρητῶς ἀναφέρουν τήν Ἀνατολική Ὀρθόδοξη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία ὡς ἐπικρατοῦσα θρησκεία τῶν Ἑλλήνων, στήν ὁποία πρέπει νά ἀναζητοῦνται τά στοιχεῖα ἐκεῖνα πού, κατά τόν Νομοθέτη, θά ἀναπτύξουν τήν θρησκευτική συνείδηση τῶν μαθητῶν;
Τά Ὀρθόδοξα Ἑλληνόπουλα δέν θά διαμορφωθοῦν "κατά παραγγελία" μέσα από τήν ὑποχρεωτική καί ἐπιλεκτική διδασκαλία τῶν ἄλλων θρησκειῶν. Καθώς ἐπιτάσσει τό Σύνταγμα πρέπει νά καλλιεργηθοῦν μέσα στό Σχολεῖο τους σύμφωνα μέ τήν Ἑλληνορθόδοξη παράδοση καί ὄχι μέ τίς ἀλλότριες θρησκεῖες εἰδικά σέ ἀνώριμη παιδική ἡλικία πού ἐπιβάλλονται καί προωθοῦνται γιά νά ἁλωθοῦν οἱ πεποιθήσεις καί τό φρόνημα τῶν Νεοελλήνων.

Γιά ἄλλες θρησκευτικές κοινότητες ὁ νόμος προβλέπει νά διδάσκονται τή θρησκεία τους μέ δασκάλους καί βιβλία τῆς ἐπιλογῆς τους. Γιά τά παδιά μας, πού εἶναι Ὀρθόδοξα ποιός "σοφός" ἐπεφύλαξε αὐτή τήν ἄδικη μεταχείρηση;
Ἄς τό πάρουμε εἴδηση πιά ὅλοι: τά αὐτονόητα τελείωσαν. Δέν θά μαθαίνουν τήν πίστη τους ἀπό τό Σχολεῖο καί τούς Δασκάλους τους τά παιδιά. Τά νέα βιβλία φασιστικά ἐπιβάλλουν τά «ἄθεα γράμματα». Γι’ αὐτό λοιπόν:

• Οἱ Γονεῖς ἄς πάρουν στά χέρια τους τήν εὐθύνη τῆς διαπαιδαγώγησης τῶν παιδιῶν τους.
• Ἄς καταθέσουν νομική δήλωση στό Ὑπουργεῖο κι ἄς γνωστοποιήσουν τήν ἀντίρρησή τους στό νά διδαχθοῦν καί νά δεχθοῦν τά παιδιά τους βιωματικές ἐμπειρίες ἀπό ἄλλες θρησκεῖες (ἰσλαμική, ἰουδαϊκή κ.τ.λ.) πρίν καλά καλά μάθουν τήν δική τους θρησκεία καί διαμορφώσουν τήν κρίση καί τή συνείδησή τους μ’ αὐτήν , ὅπως ἐπιτάσσει τό Σύνταγμα καί κατανοεῖ κάθε λογικός ἄνθρωπος.
• Ἄς προβάλλουν τίς ἀντιρρήσεις τους στήν μετατροπή τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν ἀπό μάθημα μέ ὁμολογιακό χαρακτήρα, ὅπως ἔχει τώρα, σέ ἕνα μάθημα– θρησκειολογικό χυλό, πού θά ταϊζει σάν τήν μάγισσα Κίρκη τήν πολιπολιτισμική κοινωνία πού ἐπιδιώκουν νά ἐγκαθιδρύσουν, προκειμένου νά προωθοῦν τούς ἰδιοτελεῖς σκοπούς τους καί νά ἀπελευθερώνουν τά ἄνομα ἔνστικτά τους.

ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΔΑΣΚΑΛΑ

Τρίτη 12 Σεπτεμβρίου 2017

ΤΑ ΖΩΤΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΩΝ «ΔΩΡΗΤΩΝ» ΠΑΙΡΝΟΝΤΑΙ ΕΝΩ ΑΥΤΟΙ ΕΙΝΑΙ ΑΚΟΜΑ ΖΩΝΤΑΝΟΙ, ΜΕ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΒΙΑΙΗ ΔΙΑΚΟΠΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΛΗΨΗΣ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΤΟΥΣ.

ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΕΙΣ - ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ - ΔΩΡΕΑ ΟΡΓΑΝΩΝ
Ταυτίζεται ο σωματικός θάνατος με τον «εγκεφαλικό θάνατο»; Όχι!

Ο «εγκεφαλικά νεκρός» ασθενής μπορεί να βρίσκεται σε κατάσταση κώματος και άπνοιας, όμως τα περισσότερα όργανά του λειτουργούν με την κατάλληλη ιατρική υποστήριξη· έτσι, όταν του αφαιρούν τα όργανα, είναι ακόμα ζεστός, η καρδιά του ακόμα λειτουργεί και το αίμα του κυκλοφορεί! (Dr. Alan Shewmon, διεθνούς φήμης Καθηγητής Παιδ. Νευρολογίας στο UCLA (Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, Λος Άντζελες).

Θα σου πουν ότι τα όργανα τα παίρνουν όταν ο άνθρωπος είναι νεκρός. Αυτό δεν είναι αλήθεια.

Υπάρχουν καταγραμμένες αρκετές περιπτώσεις «εγκεφαλικά νεκρών» που επανήλθαν από αυτή την κατάσταση.

Τα ζωτικά όργανα των «δωρητών» παίρνονται ενώ αυτοί είναι ακόμα ΖΩΝΤΑΝΟΙ, με αποτέλεσμα να γίνεται βίαιη διακοπή της ζωής τους κατά τη διαδικασία της λήψης των οργάνων τους.

Πολλοί και κορυφαίοι επιστήμονες στην Ελλάδα (Κ. Καρακατσάνης 2001, Ε. Παναγόπουλος 1998, Μ. Βρεττός 1999, Ι. Κουντουράς 1999, Κ. Χριστοδουλίδης 1995, Ν. Μπαλαμούτσος 1999, Ν. Κωνσταντινίδης 1999, Μ. Γκιάλα 1999, A. Αβραμίδης 1995, Π. Κούγιας 1999, Α. Γουλιανός 1999, κ.α.) και στο εξωτερικό (R.D. Truog 1992, D.A. Shewmon 1997, R.M. Taylor 1997, κ.α.), εκφράζουν σοβαρές επιστημονικές ενστάσεις και δεν διστάζουν να προτείνουν ακόμη και την πλήρη εγκατάλειψη της έννοιας του «Εγκεφαλικού Θανάτου».

Ο Καθηγητής Παιδ. Αναισθησιολογίας στο κορυφαίο Πανεπιστήμιο των Η.Π.Α., Harvard, και Διευθυντής της Μονάδας Εντατικής Θεραπείας στο Πανεπιστημιακό, Παιδιατρικό Νοσοκομείο Βοστώνης Dr. Robert D. Truog δηλώνει:

«O Εγκεφαλικός Θάνατος παραμένει ασυνάρτητος στη θεωρία και συγκεχυμένος στην πράξη. Επιπλέον, ο μόνος σκοπός που εξυπηρετεί αυτή την έννοια (του εγκεφαλικού θανάτου), είναι η διευκόλυνση εξεύρεσης οργάνων προς μεταμόσχευση. 

Γι’ αυτό, άλλωστε, και «εφευρέθηκε» μόλις το 1968 η έννοια του «εγκεφαλικού θανάτου» από κάποιους επιστήμονες του Harvard.»

Το γεγονός του θανάτου είναι μεγάλο μυστήριο, θα μας πουν οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας, και κανείς δεν γνωρίζει ούτε πρόκειται ποτέ να γνωρίσει, πότε (ποια ακριβώς χρονική στιγμή) η ψυχή αποχωρίζεται από το σώμα...
Όσο η καρδιά λειτουργεί, η ψυχή είναι ενωμένη με το σώμα.

Ο Άγιος Γέροντας Παΐσιος, όταν ρωτήθηκε περί μεταμοσχεύσεων, αντιτάχθηκε κατηγορηματικά στη μεταμόσχευση ζωτικών οργάνων (όργανα χωρίς τα οποία ο δότης δεν μπορεί να συνεχίσει να ζει), για δύο λόγους:

Πρώτον: «αποτελεί ανεπίτρεπτη παρέμβαση, αντιστρατευόμενη στο δημιουργικό έργο του Θεού, από την μια, θανατώνοντας τον δότη, και από την άλλη δημιουργώντας μας την έπαρση για την ζωοποίηση του λήπτη».

Και δεύτερον: «Θα γίνει αιτία εφευρέσεως τρόπων να σκοτώνουν τους ασθενείς, για να πάρουν τα όργανά τους».

Ο Άγιος Πορφύριος ήταν αντίθετος με την μεταμόσχευση συμπαγών οργάνων από «εγκεφαλικώς νεκρούς». Έκανε την εξής σύσταση σε ζεύγος που ήθελε να δωρίσει τα όργανα του παιδιού τους μετά από σοβαρό ατύχημα: 

«Ένας θάνατος υπάρχει. Να δώσετε μόνον τους κερατοειδείς χιτώνες των οφθαλμών...»

Ο ευρισκόμενος στην κατάσταση του λεγόμενου «εγκεφαλικού θανάτου» είναι βαριά πάσχων ασθενής και όχι νεκρός...

Με τη λήψη των ζωτικών οργάνων από «εγκεφαλικώς νεκρό» ασθενή, αυτός οδηγείται δια της βίας στον οριστικό κλινικό θάνατο...

αυτή η ενέργεια, με τα κριτήρια της Ορθόδοξης Θεολογίας, ισοδυναμεί με Φόνο. 

Θα πουν ότι η δωρεά οργάνων είναι αυτοθυσία και πράξη ευγενική, πράξη ανθρωπιάς και αλτρουϊσμού. Αυτό δεν είναι αλήθεια...

Αυτός που ορίζει πότε θα πεθάνουμε είναι ο Δημιουργός μας και όχι εμείς.

Στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη, αλλά και στην Υμνογραφία της Εκκλησίας μας, με έμφαση τονίζεται ότι κύριος της ζωής και του θανάτου είναι μόνον ο Δημιουργός.

Ακόμη και όταν υπάρχει συναίνεση, η «ΔΩΡΕΑ» ΖΩΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΘΥΣΙΑ, διότι αφαιρεί από τον δότη την δυνατότητα της μετάνοιας να πει δηλαδή, έστω και τελευταία στιγμή, «Συγχώρα με, Θεέ μου» και να σώσει ο Θεός ενδεχομένως την ψυχή του.

ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΕΙΣ - ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ - ΔΩΡΕΑ ΟΡΓΑΝΩΝ
Δημοσίευμα Εφημερίδας: «ΑΓΩΝΑΣ» (Α.Φ. 193)

Αντιγραφή: Αναβάσεις

ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΑ ΜΕΤΑΛΛΑΓΜΕΝΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΤΗΣ Γ' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΑ ΜΕΤΑΛΛΑΓΜΕΝΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΤΗΣ Γ' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
Λυκούργος Νάνης, ιατρός

Έπεσε στα χέρια μου ο "φάκελος μαθήματος" των νέων, μεταλλαγμένων, εκτρωματικών και αγνώριστων Θρησκευτικών που προορίζεται για τους δυστυχείς και τραγικά ανυποψίαστους (στη συντριπτική τους πλειοψηφία)μαθητές και μαθήτριες της Γ΄ τάξεως του Γυμνασίου και που φέρει τον τίτλο "Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΣΤΗ ΖΩΗ, ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ. ΑΠΟ ΤΟ ΤΟΠΙΚΟ ΣΤΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ".

Θα ήθελα να καταθέσω κάποιες πρώτες σκέψεις στις οποίες οδηγείται κανείς από την επαφή με το εν λόγω συγγραφικό πόνημα και μερικές εντυπώσεις που μου δημιουργήθηκαν τόσο με αφορμή το γενικό τίτλο όσο και τις επί μέρους ενότητες του "φακέλου".
"Η θρησκεία", η πρώτη λέξη του γενικού τίτλου, εκλαμβάνεται, προφανώς, γενικά και αόριστα...Όχι η Ορθοδοξία, η γνήσια και ανόθευτη έκφραση του χριστιανισμού, αλλά η θρησκεία νοούμενη, προφανώς, με τη γενική έννοια του όρου ως έκφραση και έκφανση του θρησκευτικού φαινομένου. Άλλωστε, πώς ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ο όρος Ορθοδοξία αντί του γενικού όρου "θρησκεία" εφόσον κάτι τέτοιο κάθε άλλο παρά επρόκειτο να εξυπηρετήσει τη στοχοθεσία των "ΚΑΙΡΙΤΩΝ" συντακτών του καθώς και των όπισθεν αυτών κρυπτομένων "προοδευτικών" κύκλων (εκκλησιαστικών, θεολογικών, πολιτικών, δημοσιογραφικών κ.ο.κ.) και θα οδηγείτο, αναποδράστως, σε καταφανή αντίθεση προς αυτή ακυρώνοντάς την;

"Από το τοπικό στο οικουμενικό". Είναι η συνέχεια του γενικού τίτλου, ο "θεματικός άξονας" σύμφωνα με τους συντάκτες του. Μάλλον στο "οικουμενιστικό" θέλουν να πουν και να γράψουν αλλά κάτι τέτοιο δεν το διατυπώνουν καθαρά για ευνόητους λόγους. Άλλωστε η διήκουσα έννοια, η κεντρική ιδέα που διατρέχει τα γραφόμενα, όπως δύναται άνετα να διαπιστώσει όποιος διεξέρχεται τις σελίδες του, είναι η καλλιέργεια του οικουμενιστικού ιδεώδους. Ιδανική θεραπαινίδα προς επίτευξη και υλοποίηση του προαναφερθέντος σκοπού και στόχου τυγχάνει η θρησκεία γενικά, ήγουν οι διάφορες θρησκείες από κοινού.
Η θεματολογία, φυσικώ τω λόγω και τω τρόπω, είναι άριστα συντονισμένη με την καλλιέργεια του οικουμενιστικού ιδεώδους, της "πολυπολιτισμικής κοινωνίας", της διαβόητης "πολιτικής ορθότητας".

Χαρακτηριστικό παράδειγμα προς επίρρωσιν των ως άνω γραφέντων αποτελεί η 1η θεματική ενότητα που επιγράφεται ως εξής: "Η Χριστιανοσύνη στον σύγχρονο κόσμο". Όχι, φυσικά, η Ορθοδοξία αλλά η "Χριστιανοσύνη" γενικά. Στο ίδιο σακί η Ορθοδοξία και οι "χριστιανικές" αιρέσεις, ο φορέας της απόλυτης Αλήθειας και η μοναδική και ασφαλής διαχρονική οδός σωτηρίας του ανθρώπου και ο παραφθαρμένος και παραμορφωμένος χριστιανισμός των παπικών, προτεσταντικών, αγγλικανικών και αντιχαλκηδονίων κοινοτήτων.

Και το πρώτο κεφάλαιο της συγκεκριμένης ενότητας τιτλοφορείται "Οι Χριστιανικές Εκκλησίες: Κοινή καταγωγή, διαφορετικές πορείες". Ε βέβαια, θα προβαίναμε σε αντιδιαστολή της Ορθοδοξίας από την αίρεση; Μα θα ερχόμασταν έτσι σε αντίθεση με την "Αγία και Μεγάλη Σύνοδο", τουτέστιν την ψευδοσύνοδο της Κρήτης, αποσπάσματα από κείμενα της οποίας διατρέχουν το "φάκελο" από την αρχή μέχρι το τέλος του.

Το 4ο κεφάλαιο της ίδιας ενότητας επιγράφεται "το αίτημα της ενότητας" και υπομιμνήσκεται αρχικώς το τυχόν αγρίας εκμεταλλεύσεως και διαστρεβλώσεως παρά των οικουμενιστών αίτημα της αρχιερατικής προσευχής του Κυρίου μας "ίνα πάντες έν ώσι" (κάποιοι καραμπινάτοι οικουμενιστές το εν λόγω αίτημα το "βάφτισαν" κάποτε "εντολή" sic...) για να ακολουθήσουν, εν συνεχεία, οι αναφορές στην επαίσχυντη "άρση των αναθεμάτων" του 1965 (υπενθυμίζω στους αναγνώστες τον ευτελισμό και την κατάλυση κάθε έννοιας συνοδικότητας από την πλευρά του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και του "μεγάλου" Αθηναγόρα που μόλις την...προτεραία ανακοίνωσαν στις λοιπές τοπικές Εκκλησίες ΤΗΛΕΓΡΑΦΙΚΩΣ την εν λόγω άρση...), στην "κοινή διακήρυξη Ορθοδόξων και Καθολικών" του ιδίου έτους, στο Παγκόσμιο Συμβούλιο των αιρέσεων και στους βλαπτικούς, επιζημίους και προδοτικούς για την Ορθοδοξία "θεολογικούς διαλόγους".

Στη δεύτερη θεματική ενότητα γίνεται λόγος για τη θρησκεία στις "πολυπολιτισμικές κοινωνίες της Ευρώπης", τον αντισημιτισμό και την ισλαμοφοβία, το θρησκευτικό "φονταμενταλισμό", το σεβασμό του άλλου στις θρησκείες του κόσμου με ειδική αναφορά στο Ισλάμ για το οποίο αναγράφεται χαρακτηριστικά πως "το Κοράνιο προτρέπει σεβασμό προς τους λαούς της Βίβλου και το ανθρώπινο πρόσωπο"!!! (Όπως συμβαίνει κατά κόρον στη Συρία και αλλού κύριοι συντάκτες...). Και μη χειρότερα!
Ακολουθεί στη συνέχεια η αναφορά στις προσπάθειες των θρησκειών για διάλογο και συνύπαρξη, στις διαθρησκειακές συναντήσεις ("κουρελούδες του διαβόλου" κατά τον όσιο Παΐσιο) και την οικουμενι(στι)κή κίνηση φυσικά!

Στην 3η ενότητα (σύγχρονες θρησκευτικές μορφές στην Ορθοδοξία και στον κόσμο)παραπλεύρως του αγίου Πορφυρίου τίθενται ο κορυφαίος οικουμενιστής καθηγητής Θεολογίας Ν. Νησιώτης, ο Ολιβιέ Κλεμάν και ο "στιβαρός βραχίων" Περγάμου Ιωάννης!
Επίσης μνημονεύεται "ο νεομάρτυρας Αλέξανδρος Σμόρελ και η αντιναζιστική οργάνωση "Λευκό ρόδο". Μάλλον την οργάνωση θα ήθελαν να προβάλλουν παρά τον άγιο Αλέξανδρο.
(Για τους αντιχριστιανικούς διωγμούς στη Ρωσία και τις άλλες χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ έχουν ακούσει τίποτε οι κύριοι συντάκτες του "φακέλου"; Για τον πατριάρχη Τύχωνα των Ρώσων, τον Παύλο Φλωρένσκι και άλλους που δεν είχαν συμπήξει "αντιναζιστική οργάνωση" έχουν να γράψουν τίποτε ή πάσχουν από επιλεκτική αμνησία";)

Παραπλεύρως με τους ως άνω, όσο και να φαίνεται απίστευτο, βλέπουμε τη "μητέρα Τερέζα", τον Ντίτριχ Μπονχέφερ με το μαρτυρικό αγώνα κατά του ναζισμού (για τον αντίχριστο κομμουνισμό τσιμουδιά και πάλι..., φαίνεται πως μονάχα ο όντως αντίχριστος ναζισμός είναι εχθρός του χριστιανισμού), τον Μάρτιν Λούθερ Κιγκ, τον Ντέσμον Τούτου και το Μαχάτμα Γκάντι! Πλήρης σύγχυση δηλαδή που υπηρετεί, φυσικά, την "πολιτική ορθότητα" και την "ανοιχτή κοινωνία". Και φυσικά από τον όσιο Πορφύριο επιλέγουμε εκείνες τις ρήσεις του που μας συμφέρουν και που υπηρετούν τους σχεδιασμούς μας (π.χ. για το φανατισμό, την αγάπη προς τον πλησίον, το σεβασμό της ελευθερίας του άλλου) και τίποτε για εκείνα που κάνουν τζιζ ( όπως π.χ. το συγκρητιστικό οικουμενισμό)...

Στην 4η ενότητα με τίτλο "Πού είναι ο Θεός". Η οδύνη του σύγχρονου κόσμου και το αίτημα της σωτηρίας από το κακό" γίνεται αναφορά στη βία και τον πόλεμο στο όνομα του Θεού, το ρατσισμό, την προσφυγιά, τις διακρίσεις, την καταστροφή του περιβάλλοντος (θέματα άριστα εκμεταλλεύσιμα από τους κύκλους της "θολκουλτούρας), προτρέπονται οι μαθητές να γνωρίσουν τις "θεωρήσεις του κακού στις άλλες θρησκείες" (χωρίς να το έχουν γνωρίσει πρώτα καλά στη δική τους) και στο τέλος παρατίθεται απόσπασμα από την "κοινή διακήρυξη Πάπα, Οικουμενικού Πατριάρχη και Αρχιεπισκόπου Αθηνών για την προσφυγική κρίση" (16/4/2016) στη Λέσβο. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν παρατίθενται αποσπάσματα από τη σοφία των πατέρων ενώ παρατίθενται κείμενα των Μπρεχτ, Ελύτη, Κάφκα, Στάινμπεκ, Παπαρνάκη, Π. Βασιλειάδη, Βιτσέντζου Κορνάρου, Ντοστογιέφσκι, Παπαδιαμάντη.

Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι συχνά καταφεύγουν οι συγγραφείς σε ρήσεις και δημοσιεύματα "προοδευτικών" προσωπικοτήτων όπως των κοιμηθέντων Χαλκηδόνος Μελίτωνος (παρατίθεται απόσπασμα από το ελεεινό και τρισάθλιο περί "καρναβάλου" κήρυγμά του το Μάρτιο του 1970 για το οποίο και μηνύθηκε τότε από εκλεκτούς επισκόπους) και Κρήτης Ειρηναίου Γαλανάκη, του εκλεκτού των ψευτοπροοδευτικών και θολοκουλτουριάρικων κύκλων και αγαπημένου των συστημικών ΜΜΕ αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου Γιαννουλάτου, του ιδρυτή της "θεολογικής σφηκοφωλιάς" του Βόλου, επίσης "εκλεκτού και ηγαπημένου" του συστήματος Δημητριάδος Ιγνατίου, του γνωστού και μη εξαιρετέου Χ. Σταμούλη, του αρνητή Α. Σαμαράκη και σε τραγούδια των Ν. Γκάτσου, Μ. Χατζηδάκι, Γ. Ρίτσου, Μ. Θεοδωράκη.

Η άποψη που σχημάτισα μελετώντας το "φάκελο" του μαθήματος είναι ότι η συγκεκριμένη συγγραφή εξυπηρετεί άριστα και αποδοτικά τη συγκρητιστικό οικουμενισμό, το πανθρησκειακό "ιδεώδες", την "πολιτική ορθότητα", τον αποχριστιανισμό και τον αφελληνισμό του μαρτυρικού μας έθνους. Οι συγγραφείς του είναι ένοχοι υψίστης και μεγίστης πνευματικής προδοσίας των ιδανικών του έθνους, υπηρέτες της δυσώνυμης Νέας Τάξης πραγμάτων, ηθικοί αυτουργοί του ροκανίσματος των εθνικοθρησκευτικών μας ριζών.

Ως γονέας εκφράζω τον αποτροπιασμό και την αγανάκτησή μου για το υλικό με το οποίο διαμορφώνονται οι χαρακτήρες και οι συνειδήσεις των παιδιών μας στο σημερινό Σχολείο από τους υποτιθέμενους θεματοφύλακες της εθνικοθρησκευτικής μας παρακαταθήκης. Τη μέγιστη ευθύνη, εν προκειμένω, υπέχει ο γνωστός και μη εξαιρετέος ολετήρας της πάλαι ποτέ Εθνικής μας παιδείας υπουργός και η "συμμαχία των προθύμων του ΙΕΠ με επικεφαλής το Σ. Γιαγκάζογλου. Τρομερή και η ευθύνη της λεγόμενης διοικούσας Εκκλησίας για το συγκεκριμένο αίσχος όπως επισταμένως έχει καταδειχθεί.

Υ.Γ.1. Εννοείται ότι ο παρών σχολιασμός δεν αποτελεί συστηματική ανασκευή του οικτρού μορφώματος του προβληματικού "φακέλου". Άλλοις απόκειται κάτι τέτοιο. Αλλά όταν η αθλιότητα είναι τόσο καταφανής και ορατή και σε τυφλό δεν μπορούμε να μένουμε απαθείς και άφωνοι.

Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 2017

Ο ΑΦΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Η έναρξη της σχολικής περιόδου πάντοτε συνοδεύεται από μια σειρά συζητήσεων, σχολιασμών και πολιτικών διαξιφισμών που αφορούν τα συνηθισμένα... δευτερεύοντα: την κατάσταση των σχολικών αιθουσών, την επάρκεια ή μη των υποδομών, τη διανομή των βιβλίων και τη στελέχωση των σχολείων με δασκάλους και καθηγητές. Ακόμα ένα ζήτημα που απασχολεί τη δημόσια σφαίρα είναι η μετακίνηση των μαθητών που μένουν σε απομακρυσμένες περιοχές και η κάλυψη του σχετικού κόστους. Επίσης, οι δάσκαλοι και οι καθηγητές αξιολογούν -ορθά- ως σημαντικό το θέμα των ωρομισθίων και των αναπληρωτών και το επικοινωνούν με όλα τα διαθέσιμα σε εκείνους μέσα.

Όμως σχεδόν άπαντες αποφεύγουν να σχολιάσουν το βασικότερο των θεμάτων: το περιεχόμενο της διδασκαλίας που λαμβάνουν οι μαθητές στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα. Η νέα γενιά υποτίθεται ότι δεν φοιτά στα σχολεία επειδή είναι νόμιμα και υποχρεωτικά «πάρκινγκ» όπου μπορούν οι γονείς να αφήσουν τα παιδιά, να πάνε στη δουλειά τους και να επιστρέψουν για να τα παραλάβουν.
Η Παιδεία, όπως ορίζει σαφώς το Σύνταγμα (άρθρο 16.2) και συνιστά η κοινή λογική, «αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Eλλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες». Η απλή ανάγνωση των προδιαγραφών του περιεχομένου της δημόσιας εκπαίδευσης, τις οποίες περιγράφει ο καταστατικός χάρτης της χώρας, δείχνει ότι κάθε νέα σχολική χρονιά σηματοδοτεί, από την πλευρά της εκτελεστικής εξουσίας, την πραγματοποίηση ενός πνευματικού πραξικοπήματος, το οποίο δένει χειροπόδαρα τους νόες των νέων στις ρυπαρές νεοταξικές αλυσίδες του αποχριστιανισμού και του αφελληνισμού.
Ένα από τα ηχηρότερα παραδείγματα της παραβίασης του γράμματος αλλά και του πνεύματος του Συντάγματος στον τομέα της δημόσιας εκπαίδευσης είναι το γεγονός ότι η λέξη «συνωστισμός», αναφερόμενη στη σφαγή των Ελλήνων της Σμύρνης από τα κτήνη του Κεμάλ, δεν γράφτηκε σε τουρκική εφημερίδα ή σε προεκλογικό φυλλάδιο των Γκρίζων Λύκων, αλλά στο βιβλίο της Ιστορίας της στ΄ δημοτικού. Η Μαρία Ρεπούση, στην οποία ανήκει η μητρότητα αυτού του άθλιου όρου, δεν έδρασε αυτοβούλως. Διορίστηκε από το υπουργείο Παιδείας για να αποτυπώσει τον ανθελληνισμό της σε σχολικό βιβλίο.
Επίσης, το ίδιο το κράτος επιδιώκει την κατάργηση του ομολογιακού χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών και την αποχριστιανοποίηση της νεολαίας μας. Το κράτος του κ. Γαβρόγλου προωθεί τα δηλητηριώδη νεοταξικά ιδεολογήματα, που δεν έχουν καμία σχέση με τον Ελληνισμό και τις ανάγκες του έθνους μας.
Αυτά τα θέματα του δημόσιου εκπαιδευτικού ζητήματος πρέπει να συζητηθούν και να λυθούν. Τα υπόλοιπα έπονται.


dimokratianews10.09.2017

Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2017

Η ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΛΑΪΚΩΝ ΕΝΑΝΤΙ ΑΙΡΕΤΙΖΟΝΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ, ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

Ἡ στάση τῶν λαϊκῶν ἔναντι αἱρετιζόντων Ἐπισκόπων,
κατά τήν ἀκαδημαϊκή θεολογία
τοῦ Μοναχοῦ Σεραφείμ

Οἱ πρόσφατες ἐξελίξεις στήν κατά τήν οἰκουμένη Ἐκκλησία, ἐξ αἰτίας τῆς κακοδόξουΣυνόδου τοῦ Κολυμπαρίου, ἡ ὁποία ἐμπέδωσε τά δόγματα τῆς παναιρέσεως τοῦΟἰκουμενισμοῦ, ἀναδεικνύουν καί πάλι τό θέμα τῆς συμμετοχῆς τῶν λαϊκῶν Χριστιανῶν στήνπροάσπιση τῶν ὑγιῶν ἐκκλησιαστικῶν δογμάτων. Τό θέμα εἶναι βεβαίως εὐρύτατο, καί πλήρης ἀνάπτυξή του ἀπαιτεῖ λιπαρή γνώση τῆς Ἐκκλησιολογίας, τῆς Ἱστορίας τῶν Δογμάτων, τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας ἐν γένει, καθώς καί τῆς Πατερικῆς Θεολογίας. Ἐδῶ ἐπιχειροῦμε μιά πρώτη ἁπλῆ προσέγγιση.

Πολλοί ἐκ τῶν ἁμαρτησάντων Ἐπισκόπων, ἀλλά καί ὅσοι «οὐ μόνον αὐτά ποιοῦσιν, ἀλλά καί συνευδοκοῦσι τοῖς πράσσουσιν»[1]ἀναγκαστικῶς προσφεύγουν στό (ἀναμφισβήτητα μοναδικῆς σημασίας) κῦρος τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος, γιά νά δικαιολογήσουν τά ἀδικαιολόγητα· ὑπαινίσσονται μάλιστα καί κάποιου εἴδους «ἀλάθητον» γιά τόν ἑαυτό τους καί τίς Συνόδους πού συγκροτοῦν. Ἐδῶ θά μποροῦσε κάποιος νά ὑπενθυμίσει, ὅτι καί στόν Παπισμό γενεσιουργός αἰτία πολλῶν ἐπί μέρους αἱρέσεων καί ἄλλων συμφορῶν ὑπῆρξε τό δόγμα τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα: ποιός μπορεῖ νά ἀντισταθῆ ἐπαρκῶς στά αἱρετικά φρονήματα ἑνός θρησκευτικοῦ πλανητάρχη, ἐπί αἰῶνες ἐπενδεδυμένου μέ κοσμική ἐξουσία ἀλλά καί μία ... «θεϊκή» αἴγλη «ἀλαθήτων» ἐμπνεύσεων ( ὁποῖος κάποτε, πρίν ξεπέσει, ὑπῆρχε Ὀρθόδοξος Πατριάρχης τῆς Ἰταλικῆς Ρώμης);
Στήν ἴδια τήν Σύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου αὐτός μή ὑγιής «ἐπισκοπο-κεντρισμός», ὁποῖος στοχεύει στό νά στερήσει ἀπό τούς ἁπλούς πιστούς, ἀπό τούς λαϊκούς Χριστιανούς, τό δικαίωμα νά κρίνουν τά σχετικά μέ τήν Ὀρθοδοξία, βρῆκε τήν ἔκφρασή του στήν παράγραφο §22 τοῦ 6ου Κειμένου, τοῦ τιτλοφορουμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον» · ἐκεῖ γράφεται ὅτι «... διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τό ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀπετέλει τήν ἀνωτάτην αὐθεντίαν ἐπί θεμάτων πίστεως καί κανονικῶν διατάξεων (κανών 6 τῆς ΒΟἰκουμενικῆς Συνόδου [2]. Ὅπως συνάγεται ἀπό τήν μαρτυρία τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου, Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος προσπάθησε νά μετριάσει αὐτόν τόν «ἐπισκοπο-μονισμό» (τήν ἀπόδοση ἐκκλησιολογικοῦ βάρους ἀποκλειστικῶς στούς Ἐπισκόπους), μέ τήν ἀπάλειψη ἀπό τήν ὡς ἄνω φράση τῆς λέξεως «μόνον», καθώς καί μέ τήν προσθήκη τῶν Κανόνων 14ου καί 15ου τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861), ὁποῖοι προσδιορίζουν τίς προϋποθέσεις τῆς ἀντιδράσεως τῶν πιστῶν στούς Ἐπισκόπους· ὅμως πρότασή της δυστυχῶς ἀπορρίφθηκε[3].
Γιά νά φανεῖ πώς καί στό σημεῖο αὐτό Σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου ἐξέπεσε ὄχι μόνον ἀπό τήν ἁγιοπατερική διαχρονική ὁμοφωνία, ἀλλά καί ἀπό τήν πρόσφατη ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογική γραμμή, τήν ἐντός τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως, ὑπενθυμίζουμε ὅτι πρό τριάκοντα ἕξι ἐτῶν (1981) στόν διάλογο μέ τούς Παλαιοκαθολικούς (οἱ ὁποῖοι ἀποσκίρτησαν ἀπό τήν Ρώμη στίς δεκαετίες 1870-1880, ἐπειδή δέν δέχονταν τό ἀλάθητο καί τήν  λοιπή μοναρχία τοῦ Πάπα), εἶχαν προκριθῆ ἄλλες ἐκκλησιολογικές σταθερές. Στό κοινό κείμενο Ὀρθοδόξων καί Παλαιοκαθολικῶν τοῦ 1981 δηλωνόταν ὅτι ἀνωτάτη αὐθεντία στήν Ἐκκλησία εἶναι Οἰκουμενική Σύνοδος (καί ὄχι γενικῶς «τό Συνοδικόν Σύστημα»), καί μέ τήν δικλίδα, ὅτι πρέπει ἀπόφαση μιᾶς Γενικῆς Συνόδου νά συμφωνεῖ μέ τό φρόνημα τῆς ὅλης Ἐκκλησίας, ὥστε νά χαρακτηρίζεται Οἰκουμενική[4]. Τώρα, στό Κολυμπάρι, οἱ προϋποθέσεις αὐτές ἐπίτηδες ἐξαλείφθηκαν, πρός δόξαν τῶν δικῶν μας, τῶν ἀνατολικῶν, «μοναρχῶν» καί προεστώτων τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὥστε νά φιμωθῆ ἀντίδραση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος καί νά ἐπαρκέσουν οἱ ἀποφάσεις τῶν «ὑψηλά ἱσταμένων (καί δῆθεν ἀλαθήτων)».
γράφων δέν προσδοκᾶ ὅτι τό ἄρθρο θά πείσει κάποιον ἀπό τούς συγκεκριμένους αἱρετίζοντες Ἐπισκόπους νά ἐνωτίζονται τήν φωνή τοῦ δικαίως ἀντιδρῶντος Ποιμνίου τους· διότι δυστυχῶς «εἰ Μωϋσέως καί τῶν Προφητῶν οὐκ ἀκούουσι» (καί τῶν θεοπνεύστων Κανόνων καί Ἁγίων Πατέρων ... ), «οὐδἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται» [5].Παραθέτουμε λοιπόν, χάριν τῶν πιστῶν, τίς διαπιστώσεις παλαιοτέρων ἀκαδημαϊκῶν ἐπιστημόνων γιά τό δικαίωμα καί τήν ὑποχρέωση τῶν ἁπλῶν πιστῶν νά ἀγωνίζονται ὑπέρ τῆς διαφυλάξεως τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, ἀκόμη καί ἐναντίον Πατριαρχῶν καί Συνόδων. Δέν ἀσχολούμεθα μέ τό θέμα σφαιρικῶς, ὅπως ἔχει γίνει μέ ἐπάρκεια σέ ἄλλες μελέτες[6], ἀλλά μόνον μέ τήν πανεπιστημιακή θεολογία καί ἱστοριογραφία, ὥστε νά ἀπογυμνωθῆ - καί μόνον μέ βάση τά νεώτερα κείμενα - ἀδιαφορία ἀμάθεια πονηρία τῶν αἱρετιζόντων στήν ἐπιχειρούμενη ἀλλοίωση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μας φρονήματος καί τῆς συμπαγοῦς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας.
Εὐχόμεθα σέ ὅσους Ἐπισκόπους συναίνεσαν διά τῆς ψήφου ἤ ἔστω τοῦ λόγου τους στίς αἱρέσεις τοῦ Κολυμπαρίου μέ διαφόρους τρόπους, νά μετανοήσουν εἰλικρινῶς. Καί ὁ ἅγιος Ἰουβενάλιος, Ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων, στή λῃστρική Σύνοδο τῆς Ἐφέσου (τήν «ἐν Ἐφέσῳ Δευτέραν») τοῦ ἔτους 449 συντάχθηκε μέ τούς εὐτυχιανούς Μονοφυσῖτες ἐναντίον τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ ἁγίου Φλαβιανοῦ Κωνσταντινουπόλεως, μετέπειτα φονευθέντος, ἀλλά στήν ἀκολουθήσασα Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος τοῦ 451, δύο ἔτη ἀργότερα, ἔλαβε τό μέρος τῶν Ὀρθοδόξων (καί τελικῶς ἁγίασε).

Ὁ Πρωτοπρεσβύτερος Καθηγητής π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ (1893-1979)

Ὁ ρωσικῆς καταγωγῆς Πρωτοπρεσβύτερος καί Καθηγητής (στίς Θεολογικές Σχολές ἉγίουΣεργίου Παρισίων, St. Vladimirs, Holy Cross καί τά Πανεπιστήμια Harvard καί Princeton τῶνΗΠΑ) [7] π. Γεώργιος Φλωρόφκσυ, ὑπῆρξε ἀπό τούς θεολόγους πού σφράγισαν μέ τήνδιδασκαλία τους τόν 20ό αἰῶνα καί τό μέλλον τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἰδίως τήν ἐπάνοδότης στό φρόνημα τῶν Ἁγίων Πατέρων[8]. Διδάσκαλος τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου, μετέπειτα ἐπίσης Καθηγητοῦ, π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ ὑπῆρξε παρά ταῦτα κάποτε, παρασυρθείς κατά τήν πρώιμη θεολογική πορεία του, καί σοβαρός ὑποστηρικτής μιᾶς «εὐρείας» («περιεκτικῆς») ἐκκλησιολογίας[9]. Κάποια ἐκκλησιολογικά ἀποσπάσματα ἀπό τό βιβλίο του «Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοση» εἶναι ἰδιαιτέρως σημαντικά γιά τό θέμα μας καί τά παραθέτουμε ἐν ἐκτάσει:
«Ὁλόκληρον τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἔχει τό δικαίωμα νά ἐπαληθεύῃ, καί μάλιστα τό δικαίωμα ἤ μᾶλλον τό καθῆκον νά ἐπιβεβαιώνῃ. Κατ’ αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἔννοιαν οἱ Πατριάρχαι τῆς Ἀνατολῆς ἔγραψαν εἰς τήν γνωστήν Ἐγκύκλιον ἐπιστολήν τοῦ 1848 ὅτι «ὁ λαός ὁ ἴδιος ὑπῆρξεν ὁ ὑπερασπιστής τῆς Θρησκείας». Ἀκόμη δέ ἐνωρίτερον ὁ μητροπολίτης Φιλάρετος εἶπε τό ἴδιον πρᾶγμα εἰς τήν «Κατηχητικήν» του [...]»[10].
«Ἡ πεποίθησις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὅτι «φύλαξ» τῆς Παραδόσεως καί τῆς εὐλαβείας εἶναι «ὅλος ὁ λαός», δηλαδή, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, οὐδόλως μειώνει ἤ περιορίζει τό δικαίωμα τῆς διδασκαλίας πού ἐχορηγήθη εἰς τήν Ἱεραρχίαν [...] Οἱ ἱεράρχαι ἔλαβον τό δικαίωμα νά διδάσκουν ὄχι ἀπό τόν πιστόν λαόν, ἀλλ’ ἀπό τόν Μέγα Ἱερέα, τόν Ἰησοῦν Χριστόν μέ τό μυστήριον τῆς χειροτονίας. Ἀλλ’ ἡ διδασκαλία αὐτή εὑρίσκει τά ὅριά της εἰς τήν ἔκφρασιν τῆς ὅλης Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία καλεῖται νά μαρτυρήση εἰς αὐτήν τήν ἐμπειρίαν, πού ἀποτελεῖ ἀνεξάντλητον ἐμπειρίαν καί πνευματικόν ὅραμα. Ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας (episcopus in ecclesia) πρέπει νά εἶναι διδάσκαλος. Μόνον ὁ ἐπίσκοπος ἔχει λάβει πλήρη ἐξουσίαν καί ἐξουσιοδότησιν  διά νά ὁμιλῆ ἐν ὀνόματι τοῦ ποιμνίου του. Τό ποίμνιον λαμβάνει τό δικαίωμα νά ὁμιλῆ διά τοῦ ἐπισκόπου. Διά νά κάμη ὅμως αὐτό ὁ ἐπίσκοπος πρέπει νά κλείση μέσα του τήν Ἐκκλησίαν, πρέπει νά φανερώση τήν ἐμπειρίαν καί τήν πίστιν του. Πρέπει νά ὁμιλῆ ὄχι ἀφ’ ἑαυτοῦ, ἀλλ’ ἐν ὀνόματι τῆς Ἐκκλησίας, ex consensu ecclesiae. Τοῦτο εὑρίσκεται εἰς πλήρη ἀντίθεσιν μέ τήν φόρμουλαν τοῦ Βατικανοῦ: ex sese, non autem ex consensus ecclesiae» [11].
«Τό πλῆρες δικαίωμα νά διδάσκη δέν τό ἀντλεῖ ὁ ἐπίσκοπος ἀπό τό ποίμνιόν του, ἀλλ’ ἀπό τόν Χριστόν, διά τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Τοῦ ἔχει ὅμως δοθῆ πλήρης ἐξουσία νά μαρτυρῆ περί τῆς καθολικῆς ἐμπειρίας τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἐπίσκοπος περιορίζεται ἀπό αὐτήν τήν ἐμπειρίαν καί ἑπομένως εἰς θέματα πίστεως ὁ λαός πρέπει νά κρίνη σχετικῶς μέ τήν διδασκαλίαν του. Τό καθῆκον τῆς ὑπακοῆς παύει ὅταν ὁ ἐπίσκοπος παρεκκλίνη ἀπό τόν καθολικόν κανόνα καί ὁ λαός ἔχει τό δικαίωμα νά τόν κατηγορήση ἀκόμη δέ καί νά τόν καθαιρέση» [12].
Ἀπό τήν σπουδαία τοποθέτηση τοῦ μακαριστοῦ Καθηγητοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, μολονότι τήν παραθέσαμε ἀποσπασματικῶς, σημειώνουμε τά ἑξῆς στοιχεῖα: (1) ὁ Ἐπίσκοπος μόνος ἔχει πλῆρες τό δικαίωμα τῆς διδαχῆς στήν Ἐκκλησία· (2) τό δικαίωμα αὐτό τό λαμβάνει ὄχι ἀπό τόν λαό, ἀλλά ἀπό τόν Χριστό μέσῳ τῆς ἱερᾶς Χειροτονίας καί τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς (ἀποφυγή λαϊκισμοῦ, «σοσιαλιστικοποιήσεως» τῆς Ἐκκλησίας)· (3) ὁ Ἐπίσκοπος δέν ὁμιλεῖ αφ’ ἑαυτοῦ, ἀλλ’ ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας του, διδάσκει ὡς στόμα τῆς διαχρονικῆς ἐμπειρίας καί τῆς Πίστεως τοῦ ποιμνίου του· (4) συνεπῶς περιορίζεται ἡ διδαχή τοῦ ἐπισκόπου στά ὅρια τῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας, στόν «καθολικό κανόνα», διότι καί ὁ λαός ἔχει τό δικαίωμα νά ἐκφράζει τήν Πίστη καί ἐμπειρία του ἀναλλοίωτα, μέσῳ τοῦ στόματος τοῦ Ἐπισκόπου· (5) ὁ λαός ἔχοντας τό δικαίωμα νά ἐφράζεται μέσῳ τοῦ Ἐπισκόπου, ἔχει καί τό συνοδικῶς δεδομένο καθῆκον νά ἐπιβεβαιώνει ἤ ἀπορρίπτει, ὡς φύλαξ τῆς Πίστεως, ὅσα ὁ Ἐπίσκοπος διδάσκει· τέλος (6) ὅταν ὁ ἐπίσκοπος ἀποκλίνει ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἀλήθεια, ὁ λαός ἔχει τό δικαίωμα τῆς ἀνυπακοῆς στόν Ἐπίσκοπό του, καθώς καί τῆς ἐπικρίσεως καί καθαιρέσεώς του («ἀκουέτω ταῦτα καί ... βασιλεύς», θά μπορούσαμε νά προσθέσουμε[13]) !

Ὁ Βυζαντινολόγος Σέρ Στίβεν Ράνσιμαν (1903 - 2000)

            Ὁ σπουδαῖος ἱστορικός καί Καθηγητής (καί στεφθείς Ἱππότης, “Sir”, τό 1958) Steven Runciman, εἶναι ἕνας ἀπό τούς πλέον ἐπιφανεῖς ἱστορικούς τῆς «Βυζαντινῆς» Ἱστορίας, τῆς Ρωμηοσύνης μας. Στήν Ἑλλάδα μᾶς ἔγινε ἰδιαιτέρως ἀγαπητός χάρις στήν πασίγνωστη πρόβλεψή του, ὅτι ὁ 21ος αἰώνας θά εἶναι ὁ αἰώνας τῆς Ὀρθοδοξίας[14]. Ἄλλωστε ἡ ἀγάπη του γιά τήν Πατρίδα μας ἔχει ἐκδηλωθῆ πολλάκις μέ πολλούς τρόπους· ὁ Σέρ Στίβεν Ράνσιμαν ἦταν οὐσιαστικῶς «ὁ ἄνθρωπος πού κατάφερε σέ μεγάλο βαθμό νά ἀπαλλάξει τήν εἰκόνα τοῦ Βυζαντίου ἀπό τό στίγμα, πού τήν ἐννοοῦσε ὡς περίοδο παρακμῆς, διαφθορᾶς καί δολοπλοκίας [...] ἐνῶ καί ἡ Ἑλλάδα τοῦ ἀναγνωρίζει τή συμβολή του στή μετάδοση μιᾶς εἰκόνας θετικής γιά τήν, ἀπό πολλούς παραγνωρισμένη, περίοδο τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας» [15]. Στό ἔργο του «Ἡ Βυζαντινή Θεοκρατία» ὁ Ράνσιμαν σημειώνει τά ἑξῆς ἐνδιαφέροντα:
«Ὁ Αὐτοκράτορας, ἀπό τήν ἴδια τή φύση τῆς θέσεώς του, ἦταν ὑποχρεωμένος νά εἶναι κατά κάποιο τρόπο ἕνα ἀπομακρυσμένο πρόσωπο. Ὁ Ἀντιπρόσωπος τοῦ Θεοῦ ἔπρεπε νά γνωρίζει τή θέση του, μιά θέση πολύ τιμημένη [...] Τό ἴδιο κι ὁ Πατριάρχης, ἄν καί δέν ἀπολάμβανε τό ἴδιο ἀκριβῶς μυστικό γόητρο, ἔπρεπε νά συμπεριφέρεται ὡς ἕνα ἀξιοσέβαστο πρόσωπο. Ὁ σεβασμός γιά τή θεϊκή ἐξουσία τοῦ Αὐτοκράτορα ἤ τοῦ Πατριάρχη δέν ἐμπόδιζε τούς Βυζαντινούς νά ξεσηκώνονται σέ ἐπανάσταση ἐναντίον ἑνός ἀνθρώπου πού τόν θεωροῦσαν ἀνάξιο γιά μιά τέτοια θέση. Ἡ ἐπανάστασή τους ὅμως στρεφόταν ἐναντίον μιᾶς ἀνθρώπινης ὕπαρξης κι ὄχι ἐναντίον τοῦ ἱεροῦ της ρόλου. Στήν πραγματικότητα ἐπαναστατοῦσαν γιά νά φυλάξουν τήν αὐθεντικότητα τοῦ ρόλου της» [16].
Ἡ μαρτυρία αὐτή τοῦ Σέρ Στίβεν Ράνσιμαν ἐπιβεβαιώνει, ὅτι «οἱ Βυζαντινοί» (καλύτερα, ὅμως, «οἱ Ρωμηοί»): (1) ἀπέδιδαν σεβασμό στόν ἐπισκοπικό (ὅπως καί τόν αὐτοκρατορικό) θεσμό, ἐπειδή εἶχε ἱερό κῦρος, ἀποτελοῦσε θεϊκή ἐξουσία· (2) τό ἱερό αὐτό κῦρος τῶν δύο θεσμῶν τῆς Βασιλείας καί τῆς Ἱερωσύνης ὑποχρέωνε τά πρόσωπα-φορεῖς τους νά συμπεριφέρονται ἀναλόγως· (3) ὁ ἴδιος ὁ σεβασμός αὐτός τοῦ λαοῦ πρός τούς δύο ἱερούς θεσμούς ὁδηγοῦσε καί στήν ἐκ μέρους τοῦ λαοῦ ἐπανάσταση καί ἀνατροπή ἐναντίον προσώπων (Βασιλέως καί Πατριάρχου) πού ἦταν ἀνάξια γιά τήν ἱερότητα τῶν θεσμῶν τούς ὁποίους ὑπηρετοῦσαν.

Ὁ Καθηγητής Παναγιώτης Τρεμπέλας (1886 - 1977)

Ὁ Καθηγητής Παναγιώτης Τρεμπέλας, ἀπό τά ἱδρυτικά καί ἡγετικά στελέχη τῶν Ἀδελφοτήτων Θεολόγων «Ζωή» (1907) καί «Ὁ Σωτήρ» (1960), ὑπῆρξε σαφέστατα ἀσυνήθης μορφή στήν νεωτέρα Ἑλληνική Θεολογία, διακεκριμένος καί ἀκαταπόνητος ἑρμηνευτής, δογματολόγος, λειτουργιολόγος, ἀπολογητής καί ἱεροκῆρυξ. Εὐρέως γνωστός ἐπίσης στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν πληθύ καί τήν ὑψηλή ποιότητα τῶν συγγραμμάτων του, τά ὁποῖα καλύπτουν μέγα εὖρος πρακτικῶν ἀναγκῶν τοῦ ποιμνίου καί τῶν ἀπαιτήσεων τῶν κατηχητῶν καί τῶν θεολόγων, συνεισέφερε ἐξ ἴσου καί στήν ἀκαδημαϊκή θεολογία στά πεδία τά ὁποῖα ὑπηρέτησε[17].
Ἡ διδασκαλία τοῦ Καθηγητοῦ Τρεμπέλα σήμερα ὑποτιμᾶται ἀπό τό μετα-πατερικό θεολογικό κατεστημένο, ὄχι κατ΄ οὐσίαν λόγῳ τῆς ἐμμέσου διαμφισβητήσεως ἀπό τόν Τρεμπέλα στοιχείων τῆς πατερικῆς ἡσυχαστικῆς καί παλαμικῆς θεολογίας (ἕνα σημαντικό[18], ὄχι πάντως καθοριστικό, λάθος του) [19], ἀλλά διότι ἡ συστηματική ἔκθεση ἀπό τόν μακαριστό Τρεμπέλα τῶν δογμάτων τῆς Πίστεως, ὡς ἐπίσης καί οἱ ἀπολογητικές του συγγραφές κατά τῶν ποικίλων αἱρετικῶν ρευμάτων καί ἀνατρεπτικῶν τάσεων τοῦ μοντερνισμοῦ, ἀποτελοῦν σιωπηλή τροχοπέδη στήν προσπάθεια τῶν καινοτόμων αἱρετικῶν οἰκουμενιστῶν καί νεο-αριστερῶν θεολόγων, νά προωθήσουν τήν δική τους «σύνθεση», μιά «σούπα» δογματικοῦ σχετικισμοῦ καί γενικῆς θεολογικῆς ρευστότητος. Ἔτσι ὁ Τρεμπέλας κατηγορεῖται ὡς«σχολαστικιστής», διότι ἁπλῶς καί μόνον δέν «φιλοσοφοῦσε» μέ ἐλευθεριάζουσα τήν διάνοια, ἀδέσμευτη ἀπό τά δόγματα καί τίς ἱερές παραδόσεις, κατά τό παράδειγμα λίγων συγχρόνων του καί πολλῶν μεταγενεστέρων (ὅπως ἦταν, θά λέγαμε, ὁ τρομερός ἀλλά καί «αἱρετικός» νοῦς, ὁ Καθηγητής κυρός Νίκος Ματσούκας).
Ὁ ἴδιος ὁ π. Ἰωάννης ὁ Ρωμανίδης, ἡ θεολογία τοῦ ὁποίου  ὑπῆρξε πολεμούμενο σημεῖο ἀναφορᾶς, ἀλλά καί κομβικό σημεῖο (ἐπι)στροφῆς στήν μόνη ἀληθῶς ἐκκλησιαστική, τήν νηπτική καί ἡσυχαστική, θεολογία, γράφει περί τοῦ Π. Τρεμπέλα, καί παρά τούς θεολογικούς διαξιφισμούς του μέ τόν ἴδιο τόν πολιό Καθηγητή: «Ἐξ ἴσου ἀπαραίτητος εἶναι ἡ μελέτη τῆς Δογματικῆς τοῦ κορυφαίου Δογματικοῦ καί καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν ἀειμνήστου Παναγιώτου Τρεμπέλα, ὅστις ἐπίσης ἠκολούθησε γραμμήν ἐπανόδου τῆς νεωτέρας Ὀρθοδόξου Θεολογίας εἰς τήν Πατερικήν Παράδοσιν»· γιά τόν λόγο αὐτό καί τά ἑρμηνευτικά κείμενα τοῦ Π. Τρεμπέλα μποροῦν νά χρησιμοποιηθοῦν «ὡς γέφυρα πρός τά ἑρμηνευτικά μνημεῖα τῶν Πατέρων» [20]Εἶναι σαφές, ὅτι ὁ μακαριστός Καθηγητής καί ἡγέτης τῆς Ἀδελφότητος τοῦ «Σωτῆρος» κατατάσσεται στό μέτωπο τῶν ἀγωνιζομένων ὑπέρ τῆς πατερικῆς Παραδόσεως[21].
Παραθέτουμε (σέ μεταφορά στή νεοελληνική) σχετικό μέ τό θέμα μας ἐκκλησιολογικό ἀπόσπασμα ἀπό τήν Δογματική του: «Ἐξηγεῖται λοιπόν πλήρως ἡ τέτοιου εἴδους ἰσχύς τῆς λαϊκῆς ἀναγνωρίσεως, ὅταν ληφθῆ ὑπ΄ ὄψιν, ὅτι οἱ ἀποφάνσεις καί διατυπώσεις τῶν ἱερῶν Συνόδων ὡς πρός τήν χριστιανική ἀλήθεια, γίνονται, ὅπως εἴπαμε, σύμφωνα μέ τήν ἔγγραφη καί ἄγραφη ἀποστολική παράδοση, ἡ ὁποία δέν ἀποτελεῖ κάποια νεκρή καί θεωρητική γνώση, ἀλλά ζωντανό φρόνημα παντός τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο μαρτυρεῖται καί ἀποτελεῖται ἀπό τήν ζωντανή πίστη ὅλων τῶν μελῶν Της. Ὁ θησαυρός τῆς πίστεως, δηλαδή, πού περιέχεται στήν Ἁγία Γραφή καί τήν ἀποστολική παράδοση γενικῶς, πρέπει νά εἶναι κτῆμα κάθε Χριστιανοῦ καί νά βιώνεται στή ζωή του. Συνεπῶς καί οἱ ἀποφάνσεις τῶν ἱερῶν Συνόδων πού σχετίζονται μέ τόν θησαυρό αὐτό, καί πού λαμβάνονται λόγῳ τῶν ἀμφισβητήσεων τῆς ζωοπαρόχου ἀληθείας ἐκ μέρους τῶν αἱρετικῶν, καί οἱ ὁποῖες [ἀμφισβητήσεις] παρακολουθοῦνται μέ ἀδιάπτωτο ἐνδιαφέρον ἀπό τά ζῶντα μέλη τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἀδύνατον νά συναντοῦν ἀδιαφορία  στούς πιστούς, ἐφ΄ ὅσον αὐτοί δέν εἶναι νεκροί [πνευματικῶς, ἐν.].  Ἔτσι ἡ κρίση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος ἐπί τῶν συνοδικῶν ἀποφάνσεων ἐμφανίζεται αὐθόρμητη, κάποιες φορές δέ καί ἀσυγκράτητη, ἀλλά ἐκδηλώνει συγχρόνως καί τό καθολικό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο βέβαια οὐδέποτε ἔπαυσε νά μαρτυρεῖται καί νά κηρύττεται ἀπό Αὐτήν» [22].
Τά συμπεράσματα τοῦ καθηγητοῦ συμπυκνώνονται στά ἑξῆς: (1) ὁ θησαυρός τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Πίστεως δέν εἶναι νεκρό γράμμα διανοητικῆς θεωρίας καί γνώσεως, ἀλλά βίωμα καί φρόνημα ὅλων τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας· (2) ὡς ἐκ τούτου ἡ ἀμφισβήτηση τῆς ἀληθείας ἀπό τούς αἱρετικούς προξενεῖ τίς ἱερές Συνόδους καί παρακολουθεῖται καθηκόντως μέ ἐνδιαφέρον ἀπό τά πνευματικῶς ζωντανά (καί ὄχι τά νεκρά) μέλη τῆς Ἐκκλησίας· (3) ἡ αὐθόρμητη (καί ἐνδεχομένως δυναμική) ἀντίσταση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος σέ συνοδικές ἀποφάσεις, ἀποτελεῖ καί ἐκδήλωση τοῦ (προσβαλλομένου ἀπό τήν αἵρεση) διαχρονικοῦ φρονήματος τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Καθηγητής Κωνσταντῖνος Μουρατίδης (1918 – 2001)

Ὁ Καθηγητής τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου καί τῆς Ποιμαντικῆς στή Θεολογική Σχολή τῶν Ἀθηνῶν (ἀπό τό 1962) Κωνσταντῖνος Μουρατίδης, Πρόεδρος δέ ἐπί 25 ἔτη τῆς Πανελληνίου Ἑνώσεως Θεολόγων (ΠΕΘ) καί ἱδρυτής τοῦ περιοδικοῦ της «Κοινωνία», ὑπῆρξε κατά τίς μαρτυρίες τῶν συγχρόνων του «θεολόγος μέ πατερικό καί ἐκκλησιαστικό φρόνημα καί ἦθος [...] Εἰρηνικός καί εἰρηνοποιός ἀλλά καί ὁμολογητής, ἀγωνιστής καί μαχητικός ὅταν ἡ πίστις ἦταν τό κινδυνευόμενον» [23]. Ὤν ἐπιστήμων σοφός καί εὐρυμαθής, «ὑποστηρικτής τοῦ δικαίου, νομίμου καί πρέποντος, δέν ἐφοβεῖτο νά ἔλθη εἰς ρῆξιν πρός φίλους καί συνεργάτας, ὡς καί πρός τούς ὑψηλά κατέχοντας ἀξιώματα. Δι’ αὐτόν ἡ ἀλήθεια καί ἡ δικαιοσύνη ἦτο ὑπεράνω πάσης ἀνθρωπίνης φιλίας καί σχέσεως» [24]Ὁ μακαριστός Καθηγητής ἐκοιμήθη τήν ἀποφράδα ἡμέρα τῆς ἐλεύσεως καί ἐπισήμου θεσμικῆς (ὡς Ἐπισκόπου) ἀποδοχῆς τοῦ Πάπα στήν Ἀθήνα (4 Μαΐου 2001). Τά παρακάτω ἀποσπάσματα (σέ νεοελληνική ἀπόδοση) ἀπό τό σπουδαῖο ἔργο του σχετικῶς μέ τήν οὐσία καί τό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, εἶναι πολύ ἐνδεικτικά:
«Ὁ ἱερός Χρυσόστομος θεωρεῖ τούς λαϊκούς πολύτιμους καί ἀπαραίτητους συνεργάτες τοῦ Κλήρου γιά τήν διάδοση τῆς εὐαγγελικῆς ἀληθείας [...] Ἡ παραμέληση αὐτοῦ τοῦ καθήκοντος ἀποτελεῖ βαρύτατο ἁμάρτημα, γι΄ αὐτό καί Χρυσόστομος θεωρεῖ ἐχθρό τῆς Ἐκκλησίας αὐτόν πού παραμελεῖ τό καθῆκον τῆς διαφωτίσεως τῶν ἄλλων ἀδελφῶν καί μάλιστα ὅσων παραπλανήθηκαν ἀπό αἱρετικούς» [25].
«Ὁ ἱερός Χρυσόστομος δέν δίδαξε μόνον ὅτι εἶναι ἀναγκαία καί ἐπιβεβλημένη ἡ ἐνεργή συμμετοχή ὅλων τῶν πιστῶν στή διαμόρφωση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου, ἀλλά ὑπῆρξε καί ὁ ὑπέροχος ἡγέτης ὁ ὁποῖος ἐνέπνευσε τά πλήθη τῶν πιστῶν καί τά μετέβαλε σέ πολύτιμους συμπαραστάτες καί ἀγωνιστές τῆς καλῆς στρατεύσεως. Ὁ Χρυσόστομος στούς λαϊκούς δέν διέβλεπε τούς ἀντιπάλους πού ἔπρεπε νά κρατηθοῦν μακριά ἀπό τόν ὀργανωτικό μηχανισμό τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἀποζητοῦσε μέ ὑπεράνθρωπες προσπάθειες νά ἐπιτύχει τήν ἐνεργή συμμετοχή τους σέ αὐτόν» [26].
Ἀφοῦ δέ ἀναφερθῆ στήν ὑποστήριξη τῶν εὐσεβῶν Κωνσταντινουπολιτῶν πρός τόν Ἅγιο Χρυσόστομο κατά τίς ἐναντίον του διώξεις τῶν ἰσχυρῶν, ὁ Καθ. Μουρατίδης προσθέτει τό ἐπαγωγικό συμπέρασμα:
«Ἀπό τήν σπουδαιότητα τῆς παραπάνω περικοπῆς φανερώνεται σαφέστατα, ὅτι οἱ λαϊκοί ἔχουν κληθῆ ὄχι μόνον νά μεριμνοῦν γιά τά πράγματα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί νά συμβάλλουν στό νά διοικεῖται ἡ Ἐκκλησία συμφώνως πρός τούς Κανόνες. Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικό, ὅτι σέ κρίσιμες στιγμές γιά τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ἀνάξιοι κληρικοί ἀνέτρεπαν τούς Νόμους τῆς Ἐκκλησίας, τούς ὁποίους ἀκριβῶς κλήθηκαν νά προστατεύσουν καί ἐφαρμόσουν, οἱ λαϊκοί ὑπῆρξαν πάντοτε ἐκεῖνοι πού διέσωσαν τό σκάφος τῆς Ἐκκλησίας πού κινδύνευε. Τό λαμπρό παράδειγμα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐπί Χρυσοστόμου ἀποτελεῖ ἀσφαλῶς μία ἀπό τίς πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας. Δέν εἶναι συνεπῶς παράδοξο τό γεγονός, κατά τό ὁποῖο ὁ Μέγας Χρυσόστομος ἀπευθυνόμενος στό ὑπέροχο ποίμνιό του διακήρυσσε: “τίποτε δέν θά βάλω σέ ἐφαρμογή χωρίς ἐσᾶς”»[27].
Ἡ ἀνάλυση τοῦ Καθηγητῆ εἶναι εὐκρινέστατη· δέν χρειάζεται, νομίζω, νά σχηματοποιήσουμε τίς θέσεις του.

Ὁ Καθηγητής Βλάσιος Φειδᾶς (1936 -  )

Ὁ Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἐθνικοῦ Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου κ.Βλάσιος Φειδᾶς, Ὁμότιμος ἀπό τό 2003, εἶναι ἀναμφιβόλως ἕνας ἀπό τούς πλέον ἐξέχοντεςἐπιστήμονες τῆς Ἑλληνικῆς Θεολογίας, ἰδίως τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, καί ἀπό τούςπαλαιούς προμάχους τῶν ἐκκλησιαστικῶν δικαίων τῆς ἑλληνοφώνου Ὀρθοδοξίας καί τῶνθεσμῶν της[28]. Δυστυχῶς, ὅσοι τόν γνωρίσαμε καί ἐκτιμήσαμε μέσῳ τῶν - ἐν τοῖς πλείστοις - ἀξιολογωτάτων καί πλουσιωτάτων γραπτῶν του (ἤ καί προσωπικῶς, ὅπως ὁ γράφων), δέν μποροῦμε νά ἀποφύγουμε τήν θλιβερή σύγκριση μέ τίς νεώτερες ἐκκλησιολογικές τοποθετήσεις του, ὅπως λ.χ. τήν θετική του ἀποτίμηση τῆς Συνόδου τοῦ Κολυμπαρίου[29], ἀλλά καί μέ τήν γενική συμβολή του στόν παναιρετικό οἰκουμενισμό. Ἐξ αἰτίας αὐτῶν ὁ «ἐκκλησιαστικός τεχνοκράτης» ἔχει ἔλθει σέ εὐθεία σύγκρουση πρός ὅσα ὁ ἴδιος ἔχει γράψει ὡς ἐκκλησιαστικός ἐπιστήμων. Ἀπό τό εὐσύνοπτο σύγγραμμά του «Βυζάντιον», ἀρυόμαστε ὅσα ἐνδιαφέρουν τό θέμα μας.
Γράφοντας ὁ Καθηγητής Φειδᾶς γιά τήν σχέση μεταξύ τῶν δύο κυριαρχικῶν«θεοδωρήτων ἐξουσιῶν» τῆς Ρωμηοσύνης, δηλαδή τῆς Ἱερωσύνης καί τῆς Βασιλείας, καθώς καί τήν σχέση τοῦ λαοῦ μέ αὐτές, παρατηρεῖ ὅτι, ἐνῷ ὁ λαός δέν ἀναμειγνυόταν στήν ἀνάδειξη (τήν ἐκλογή) τῶν φορέων τῆς Βασιλείας καί τῆς Ἱερωσύνης, δηλαδή τῶν Αὐτοκρατόρων καί τῶν Πατριαρχῶν, ὡστόσο διατηροῦσε τό δικαίωμα τῆς ἐκ τῶν ὑστέρων κρίσεως τῶν ἐν λόγῳ προσώπων: «Ὁπωσδήποτε ὅμως ἀμέσως μετά τήν ἐνθρόνιση τοῦ «ἐκλεκτοῦ τοῦ Θεοῦ» γιά ὁποιαδήποτε ἀπό τίς δύο θεοδώρητες στήν αὐτοκρατορία ἐξουσίες ὁ λαός μεταβαλλόταν αὐτόματα σέ αὐτοδύναμο κριτή τῶν φορέων τῶν δύο ἐξουσιῶν, γιατί ἡ ἄσκησή τους εἶχε ἀνατεθῇ σ΄ αὐτούς ἀπό τό Θεό γιά τή διακονία τοῦ λαοῦ, γι΄ αὐτό καί ὁ λαός ἐνεργοποιοῦσε τά κυριαρχικά του δικαιώματα κυρίως στήν κρίση τῶν φορέων τῶν δύο ἐξουσιῶν καί ὄχι στήν ἀνάδειξή τους, ἡ ὁποία τόσο στήν πολιτική θεωρία, ὅσο καί στήν πολιτική θεολογία τῆς Ἐκκλησίας εἶχε συνδεθῇ μέ τήν ἐνεργοποίηση τῆς θείας βουλήσεως στή ζωή τῆς αὐτοκρατορίας»[30]. Καί ἀλλοῦ γράφει, ὅτι ὁ λαός «...ἔδειχνε συνήθως μεγαλύτερη εὐαισθησία στήν αὐθόρμητη ἀγωνία τῶν μοναχῶν, παρά στούς ἐπιτηδευμένους συλλογισμούς τῶν λογίων ἱεραρχῶν ἤ ἀξιωματούχων τῆς αὐτοκρατορίας» [31].
Ἀπό τήν θέση αὐτή τοῦ Καθηγητοῦ Φειδᾶ, διατηροῦμε τέσσερις διαπιστώσεις ἐπί τῆς ἱστορίας: (1) ἡ πρακτική τῆς μή συμμετοχῆς τοῦ λαοῦ στήν ἀνάδειξη Πατριαρχῶν καί Βασιλέων, δέν συνεπαγόταν ὅτι ὁ λαός δέν μποροῦσε οὔτε καί νά τούς κρίνει, ὡς θεοδωρήτων ἐξουσιῶν ἀναξίους, ἐνδεχομένως, φορεῖς · (2) τό κυριαρχικό αὐτό δικαίωμα τοῦ λαοῦ πήγαζε ἀπό τό γεγονός ὅτι τόσο ἡ Ἱερωσύνη ὅσο καί ἡ Βασιλεία ὑπάρχουν γιά νά ὑπηρετοῦν τόν λαό· (3) συνεπῶς ὁ λαός αὐτομάτως καί αὐτοδυνάμως ἔκρινε τούς φορεῖς τῶν δύο ἐξουσιῶν, Βασιλεῖς καί Ἀρχιερεῖς· καί (4) ὁ πιστός λαός ἐμπιστευόταν τήν ἀνιδιοτέλεια τῶν Μοναχῶν καί ὄχι τήν διπλωματική λογική τῶν «μορφωμένων» Ἱεραρχῶν ἤ τῶν κοσμικῶν ἀξιωματούχων[32].

Ἐπίλογος

Μέ τήν παραπάνω κατάθεση τῶν γνωμῶν διακεκριμένων ἐπιστημόνων τοῦ παρελθόντος ὡς πρός τήν ἀντίδραση τοῦ εὐσεβοῦς ὀρθοδόξου λαοῦ σέ ἐνδεχόμενα θεολογικά ἀτοπήματα τῶν Ποιμένων του, νομίζουμε ὅτι καθίσταται σαφής ἡ ἱστορικῶς τεκμηριωμένη πρακτική τῆς λαϊκῆς ὁμολογιακῆς ἀντιδράσεως κατά πρόσωπον μιᾶς ἀναφυομένης αἱρέσεως. Ἡ ὀρθότητά της μαρτυρεῖται ἄλλωστε καί στά πατερικά συγγράμματα (ἰδίως τά ἱστορικοῦ περιεχομένου), ἀλλά καί στούς ἱερούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ σαφέστατη αὐτή πρακτική, ὅπως συνοψίζεται στίς παραπάνω γνῶμες τῶν πανεπιστημιακῶν καθηγητῶν, θά μποροῦσε νά συμπυκνωθῆ στά ἑξῆς:

(α) Κατ΄ ἐξοχήν διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας εἶναι οἱ Ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν τό δικαίωμα αὐτό τῆς διδασκαλίας ἀπό τόν Χριστό.
(β) Ἡ διδασκαλία τῶν Ἐπισκόπων περιορίζεται στό νά ἐκφράζει τήν ἐμπειρία τῆς ὅλης Ἐκκλησίας, δηλαδή τήν ἔγγραφη καί ἄγραφη Ἀποστολική Παράδοση, ἡ ὁποία εἶναι βιωματικό φρόνημα καί ὄχι νεκρό διανοητικό γράμμα· ἡ ἐπισκοπική διδασκαλία ἀποτελεῖ διακονία τοῦ λαοῦ.
(γ) Οἱ σωστοί Ἐπίσκοποι δέν εὑρίσκονται σέ ἀντιπαράθεση, ἀλλά σέ συνεργασία μέ τούς λαϊκούς, τούς ὁποίους προσπαθοῦν νά δραστηριοποιοῦν ἱεραποστολικῶς.
(δ) Ὁ πιστός λαός, ὁ ὁποῖος δικαιωματικῶς ἐκφράζεται μέσῳ τοῦ Ἐπισκόπου του, ἔχει τό δικαίωμα, ἤ μᾶλλον τό καθῆκον νά παρακολουθεῖ καί κρίνει τήν ἐπισκοπική διδασκαλία. Πολλές φορές ὁ ἁπλός λαός διαγινώσκει σέ ἀναξίους Κληρικούς ἐσφαλμένες προτεραιότητες, συμβιβασμούς, καιρικές σκοπιμότητες καί ἐπιτηδευμένους συλλογισμούς.
(ε) Ἡ ἐκ μέρους τῶν λαϊκῶν παρακολούθηση τῆς πορείας τῶν αἱρέσεων καί ἡ αὐτοδύναμη ἐπιβεβαίωση ἤ ἀπόρριψη τῆς ἐπισκοπικῆς διδασκαλίας εἶναι σημεῖο ζωῆς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος καί ἐξάσκηση κυριαρχικῶν του δικαιωμάτων· τό ἀντίθετο εἶναι σημεῖο νεκρώσεως.
(στ) Ὁ λαός ἔχει τό δικαίωμα τῆς ἀνυπακοῆς στόν παρεκκλίνοντα Ἐπίσκοπο, ἀκόμη καί τῆς καθαιρέσεώς του.
 (ζ) Ἡ ἐπανάσταση αὐτή κατά τοῦ παρεκκλίνοντος Ἐπισκόπου πηγάζει ἀπό τό σεβασμό καί ὄχι ἀπό ἀσέβεια πρός τήν ἱερότητα τῆς θεοδώρητης ἐπισκοπικῆς ἐξουσίας, τήν ὁποίαν ὁ αἱρετίζων Ἐπίσκοπος ἀναξίως ἐκπροσωπεῖ· ἀποτελεῖ δέ ἡ ἐπανάσταση αὐτή ἐκδήλωση τοῦ θιγομένου διαχρονικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος.
(η) Ἡ ἐκ μέρους τῶν λαϊκῶν παραμέληση τῆς προφυλάξεως τῶν ἀδελφῶν-πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας  ἀπό τίς ἱεροκανονικές παραβάσεις καί ἰδίως τίς αἱρέσεις καθιστᾷ τούς ἀμελεῖς αὐτούς λαϊκούς ἐχθρούς τῆς Ἐκκλησίας.
(θ) Ἡ ἐκκλησιαστική ἱστορία μαρτυρεῖ γιά τό ὅτι πολλές φορές τήν προσβαλλόμενη ἐκκλησιαστική Πίστη καί ἱεροκανονική τάξη διέσωσαν λαϊκοί ἀντιτιθέμενοι σέ ἀναξίους Κληρικούς.
Οἱ γνῶμες πού παραθέσαμε δέν ἐξαντλοῦν ὅλο τό εὖρος τῶν θεολογικῶν καίἐκκλησιαστικῶν τάσεων ἐντός τῆς πρόσφατης ἀκαδημαϊκῆς Θεολογίας· ὡστόσο, εἶναιθαυμαστή ἡ σύμπνοια πού τίς διακρίνει· ἰσχυροποιοῦνται λοιπόν σέ μέγιστο βαθμό μέσῳ τῆςἀντιπαραβολῆς καί τοῦ συνδυασμοῦ τους ἀποδεικνύοντας καί τό ἑξῆς:  Ἡ ἀντίδραση τοῦὀρθοδόξου λαοῦ στήν ἐκκλησιαστική ἡγεσία, ὅταν θίγεται ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί ἰδίωςτά δόγματα, δέν ἀποτελεῖ ἔκφανση εὐσεβιστικοῦ λαϊκισμοῦ ἤ περιθωριακοῦ ζηλωτισμοῦ, ἀλλάἀκραιφνοῦς καί θεοφιλοῦς ἐκκλησιολογικῆς ὀρθοφροσύνης καί ἐκκλησιαστικῆς ὑγείας.

Δέν θά μποροῦσε νά βρεθῆ καταλληλότερη ἀπό ἐδῶ θέση γιά μιά σχετική ρήση τοῦ μακαριστοῦ Κυπρίου ἐκκλησιαστικοῦ ἱστορικοῦ π. Παύλου Ἐγγλεζάκη, ἀναφερομένου στήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου στό μεθόριο 19ου καί 20οῦ αἰῶνος : «Τό ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν ὑπῆρξε λοιπόν αὐτή πού θά τήν ἤθελαν οἱ κομψοί σοφιστές τοῦ τότε ἤ τοῦ σήμερα, δέν εἶναι ἀναγκαστικά ἤ πάντα ἐναντίον της. Ἡ Ἐκκλησία, στήν ἐσωτερική της πολιτεία, ἦταν συντηρητική, δότι ἦταν ἡ Ἐκκλησία τοῦ λαοῦ, ἄρα τῶν χωρικῶν [...] Στό μέτρο πού ὁ Ἰησοῦς ταύτισε τόν ἑαυτό του μέ τούς ἐλάχιστους τοῦ κόσμου τούτου, ἡ πραγματική ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἡ ἱστορία τῶν μεγάλων καί τῶν ἰσχυρῶν, ἀλλά τῶν ἀδύνατων καί τῶν μικρῶν. Ὁ θεολογικός ἱστορικός στοχασμός [...] δέν ἐνδιαφέρεται γιά τό τί ἔκαμαν οἱ κατά κόσμον μεγάλοι, ἔστω καί ἄν αὐτοί λέγονται ἀρχιεπίσκοποι, οὔτε γιά τό τί ἔκαμαν οἱ καθώς πρέπει μεσαῖοι, ἀλλά ἐξετάζει ποιοί, σάν τόν Θεό, ἦταν φτωχοί γιά ἕνα σύστημα, δηλαδή ἔξω ἀπό αὐτό, χωρίς ἀξία, ἄχρηστοι, καί ἄρα διαθέσιμοι, καί τί ἔκαναν γι΄ αὐτούς οἱ μαθητές τοῦ Ἰησοῦ. Διότι ἐκεῖνος σώζεται πού στά πρόσωπα αὐτῶν τῶν φτωχῶν βλέπει τόν Ἰησοῦ καί τόν ὑπηρετεῖ. Αὐτό εἶναι, σύμφωνα με τό εἰκοστό πέμπτο κεφάλαιο τοῦ Εὐαγγελίου κατά τόν Ματθαῖο, τό οὐσιαστικό κριτήριο τῆς ἀληθινῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας» [33].
Εἴθε νά ἀναλογισθοῦν οἱ ἐκκλησιαστικοί μας ταγοί τό βάρος τοῦ σκανδαλισμοῦ τῶν Πιστῶν ἀπό τήν ἀλλοίωση τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ δόγματος στό Κολυμπάρι καί νά πράξουν ἐν μεταμελείᾳ τά δέοντα!

Σημειώσεις τέλους

[1]. Ρωμ. 1, 3
[3]Μητρ. Ναυπακτου και Αγ. Βλασιου Ιεροθεοσ, «Οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο καί ἡ κατάληξή τους», Θεοδρομία 18 (2016) 426-428.433. Βλ. τό ἴδιο κείμενο καί ἐδῶ: https://www.scribd.com/document/325254627/ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ-ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ-Ι-Σ-Ι-ΓΙΑ-ΑΜΣΟΕ-ΚΑΙ-ΚΑΤΑΛΗΞΗ-ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ-ΑΚΤΙΝΕΣ#from_embed , ὅπως ἐπίσης καί ἐδῶ http://www.parembasis.gr/index.php/el/mitropolitis-3/ni-various-articles/4618-2016-09-25
[4]. Πρόκειται γιά τό β΄ κείμενο τῆς 4ης Συνδιασκέψεως τῆς Μικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς στό Ζαγκόρσκ τῆς Μόσχας (15-22 Σεπτεμβρίου 1981), ὑπό τόν τίτλο «Τό ἀλάθητον τῆς Ἐκκλησίας». Βλ. Ἐπίσκεψις 259 (1981) 12: «Ἀνώτατον ὄργανον τῆς Ἐκκλησίας διά τήν ἀλάθητον διακήρυξιν τῆς πίστεώς της εἶναι μόνον ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος [...] Αὐτή ἀποφαινομένη ὑπό τήν ἐπιστασίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔχει τό ἀλάθητον αὐτῆς ὡς ἐκ τῆς συμφωνίας αὐτῆς μεθ’ ὁλοκλήρου τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἄνευ τῆς συμφωνίας ταύτης οὐδεμία σύναξις εἶναι Οἰκουμενική Σύνοδος» (ἐλήφθη ἀπό τό Γρ. Λιαντας, Διορθόδοξος Διακονία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί ἡ συμβολή τῶν δύο Ἐκκλησιῶν στούς διμερεῖς θεολογικούς διαλόγους μέ τή Ρωμαιοκαθολιή Ἐκκλησία καί τήν Ἐκκλησία τῶν Παλαιοκαθολικῶν, ἐκδ. Κορνηλία Σφακιανάκη, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 106ἑ.).
[5]. Λουκ. 16, 31
[6]Ι. Μ. Παντοκρατοροσ Μελισσοχωριου, «Ἐπιτρέπεται οἱ λαϊκοί νά ἀναμειγνύονται σέ θέματα πίστεως;», Θεοδρομία ΙΒ΄ 3 (Ἰούλιος-Σεπτέμβριος 2010) 368-380. Βλ. καίhttp://www.impantokratoros.gr/769A2154.el.aspx  
[7]. Βλ. MBaker – Ν. Ασπρουλησ, «π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ (1893-1979). Ἕνα σύντομο βιο-εργογραφικό σημείωμα», Θεολογία 81, τ. 4 (2010) 7-19.
[8]Γ. Μπεμπησ, «Φλορόφσκυ Γεώργιος», Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία 11 (1967) στ. 1184· «Ἐνταῦθα κατέστη ὁ διαπρύσιος κῆρυξ τῆς ἐπιστροφῆς πρός τούς Πατέρας καί τόν “ἱερόν Ἑλληνισμόν” καί ἐχόμενος στερρῶς τῆς ἑλληνικῆς πατερικῆς Παραδόσεως συνεκρούσθη ἀναποφεύκτως μετά τοῦ διασήμου ἐπίσης Ρώσου στοχαστοῦ καί σοφιολόγου Σεργίου Μπουλγκάκωφ».
[9]. Κριτική ἐπί μερικῶν πρώιμων ἐκκλησιολογικῶν οἰκουμενιστικῶν ἀντιλήψεων τοῦ π. Φλωρόφσκυ ἄσκησε καί ὁ Θεοφ. Ἐπίσκοπος πρώην Ζαχουμίου καί Ἐρζεγοβίνης κ. Ἀθανάσιος (Γιέβτιτς), ὁ ἴδιος τώρα ἐπίσης μεταξύ τῶν προμάχων τοῦ σερβικοῦ οἰκουμενισμοῦ, σέ ἄρθρο του περί τῆς ἐκκλησιολογίας τοῦ π. Φλωρόφσκυ. Βλ. Επισκοποσ πρ. Ζαχουμιου και Ερζεγοβινησ Αθανασιος Γιεβτιτσ, «Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ περὶ τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας», Θεολογία 81, τ. 4 (2010) 137-158.
[10]Πρωτοπρ. Καθηγητησ Γ. Φλωροφσκυ, Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοσις, μτφρ. Δημ. Τσάμη, Γεωργίου Φλωρόφσκυ Ἔργα 1, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ , Θεσσαλονίκη 1976, σ. 73ἑ.
[11]Πρωτοπρ. Καθηγητησ Γ. Φλωροφσκυ, αὐτόθι, σ. 74ἑ.
[12]Πρωτοπρ. Καθηγητησ Γ. Φλωροφσκυ, αὐτόθι, σ. 75.
[13]Αγιοσ Γρηγοριοσ ο Θεολογοσ, Λόγος ἐπιτάφιος (ΜΓ΄) εἰς τόν Μέγαν Βασίλειον 50, PG 36, 561A: «Πρός ταῦτα ὕβριζε͵ ἀπείλει͵ ποίει πᾶν ὁτιοῦν ἄν ᾖ βουλομένῳ σοι͵ τῆς ἐξουσίας ἀπόλαυε. Ἀκουέτω ταῦτα καί βασιλεύς͵ ὡς ἡμᾶς γε οὐχ αἱρήσεις οὐδέ πείσεις συνθέσθαι τῇ ἀσεβείᾳ͵ κἄν ἀπειλῇς χαλεπώτερα».
[14]. «Ἡ τελευταία συνέντευξη τοῦ μεγάλου βυζαντινολόγου Σέρ Στῆβεν Ράνσιμαν»http://i-m-patron.gr/i-m-patron-old.gr/keimena/runciman.html (ἀπό τό περιοδικό Πεμπτουσία 4 (Δεκ. 2000-Μαρ. 2001) ): «Μερικές φορές – τί νά πῶ - αἰσθάνομαι πολύ ἀπογοητευμένος ἀπό τίς ἄλλες Ἐκκλησίες τῆς Δύσεως. Ὅμως, χαίρομαι μέ τήν σκέψη ὅτι στά ἑπόμενα 100 χρόνια ἡ Ὀρθοδοξία θά εἶναι ἡ μόνη ἱστορική Ἐκκλησία πού θά ὑφίσταται. Ἡ Ἀγγλικανική ἐκκλησία εἶναι σέ πολύ κακά χάλια. Ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία χάνει συνεχῶς ἔδαφος. Ἀλλά, εὐτυχῶς, ὑπάρχει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Μοῦ κάνει μεγάλη ἐντύπωση ὁ αὐξανόμενος ἀριθμός αὐτῶν πού ἀσπάζονται τήν Ὀρθοδοξία καί μάλιστα στήν Βρετανία. Πιστεύω ὅτι προσφέρει τήν πραγματική πνευματικότητα πού οἱ ἄλλες ἐκκλησίες δέν μποροῦν πλέον νά μεταδώσουν. Ὅλα αὐτά μέ ὁδηγοῦν στό συμπέρασμα ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία θά διατηρηθῆ σέ ἀντίθεση μέ τίς ἄλλες».
[15]. «Στίβεν Ράνσιμαν, Ἱστορικός (1903-2000). Ὁ ἄνθρωπος πού ἄλλαξε τήν ἀντίληψιν τοῦ δυτικοῦ κόσμου διά τό Βυζάντιον», Ὀρθόδοξος Τύπος 1472 (20 Σεπ 2002) 2 (ἀναδημοσίευση ἀπό τό «Βῆμα» τῆς 8.9.2002).
[16]Steven Runciman, Ἡ Βυζαντινή Θεοκρατία, μτφρ. Ἰωσήφ Ροηλίδης, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 2005, σ. 111ἑ.
[17]. Σύντομο ἐπιμνημόσυνο βιογραφικό καί σκιαγραφικό σημείωμα περί τοῦ σπουδαίου αὐτοῦ θεολόγου, βλ. ὡς Π. Ν. Τρεμπέλας (1886-1977). Ἀμυδρά Σκιαγραφία (ἀνάτυπον ἐκ τοῦ βιβλίου «Ἐκλογή Ἑλληνικῆς Ὀρθοδόξου Ὑμνογραφίας»), ἐκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 19882.
[18]. Βλ. «Ἡ καταδίκη τοῦ μακαριστοῦ Παναγιώτη Τρεμπέλα ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος»,Ὀρθόδοξη Μαρτυρία 42 (Χειμώνας 1994) 78-87. Ἡ ἐν λόγῳ ἁγιορειτική κριτική δημοσιεύθηκε περί τά μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ 1970. Οἱ προβληματικές θέσεις τοῦ Καθηγητοῦ κυροῦ Π. Τρεμπέλα εἶχαν περιληφθῆ στό βιβλίο του Μυστικισμός-Ἀποφατισμός-Καταφατική Θεολογία.Εἴκοσι ἔτη ἀργότερα καταδικάσθηκαν ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος καί οἱ ἀπαράδεκτες πατρομαχικές ἀπόψεις τοῦ θεωρουμένου ὡς ἀντι-δυτικοῦ καί ὡς πατερικῶς θεολογοῦντος Καθηγητοῦ τῆς Παντείου κ. Χρήστου Γιανναρᾶ· βλ. «Ἀναίρεσις τῶν πεπλανημένων θέσεων τοῦ κ. Χρήστου Γιανναρᾶ περί τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου», Ὀρθόδοξη Μαρτυρία 40 ( Ἄνοιξη-Καλοκαίρι 1993) 1-10.
[19]. Περί τοῦ θέματος τούτου ἰδέ χαρακτηριστικῶς Ἐγχειρίδιον· ἀλληλογραφία π. Ἰ.Σ. Ρωμανίδου καί καθ. Π.Ν. Τρεμπέλα, ἐπιμ. π. Γ. Μεταλληνοῦ, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθῆναι 2009. Βλ. συγκεκριμένα καί τήν ἄποψη τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου (Εἰσαγωγή,αὐτόθι, σ. 16), ὅτι: «Ὁ Παναγιώτης Τρεμπέλας μεγάλωσε σέ ὅλο αὐτό τό σχολαστικό κλῖμα καί ἔκανε μεγάλο ἀγῶνα καί ἀξιόλογη προσπάθεια, γιά νά μετακινηθῆ πρός τήν πατερική θεολογία. Αὐτό ἦταν ἕνα δύσκολο ἔργο στήν ἐποχή του [...] ἀπετέλεσε μιά δυναμική προσωπικότητα, πού ἔκανε τήν μεγάλη στροφή στήν Ἑλλάδα πρός τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας».
[20]Πρωτοπρ. Καθηγητησ Ιω. Ρωμανιδησ, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Α΄, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 19994, σ. 6ἑ.
[21]Πρωτοπρ. Καθηγητησ Θ. Ζησησ, «Γένεση καί ἐξέλιξη τῆς πατρομαχικῆς μεταπατερικότητας», Πατερική Θεολογία καί μεταπατερική αἵρεση, ἐκδ. Ἱ.Μ. Πειραιῶς, Πειραιεύς 2012, σ. 266.
[22]Π.Ν.Τρεμπελασ, Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Β΄, ἔκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 19792,  σ. 408: «Ἐξηγεῖται δέ πλήρως ἡ τοιαύτη ἰσχύς τῆς λαϊκῆς ἀναγνωρίσεως, ὅταν ληφθῇ ὑπ’ ὄψιν, ὅτι αἱ ἐπί τῆς χριστιανικῆς ἀληθείας ἀποφάνσεις καί διατυπώσεις τῶν ἱερῶν Συνόδων γίνονται, ὡς εἴπομεν, κατά τήν ἔγγραφον καί ἄγραφον ἀποστολικήν παράδοσιν, ἥτις δέν ἀποτελεῖ νεκράν τινα θεωρίαν καί γνῶσιν, ἀλλά ζῶν φρόνημα παντός τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, μαρτυρούμενον καί ἀποτελούμενον ἐκ τῆς ζώσης πίστεως πάντων τῶν ζώντων μελῶν αὐτῆς. Ὁ ἐν τῇ Ἁγίᾳ Γραφῇ δηλαδή καί γενικῶς τῇ ἀποστολικῇ παραδόσει περιεχόμενος θησαυρός τῆς πίστεως δέον νά εἶναι κτῆμα παντός Χριστιανοῦ καί νά βιῶται ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ. Ἐντεῦθεν καί αἱ σχετιζόμεναι πρός τόν θησαυρόν τοῦτον ἀποφάνσεις τῶν ἱερῶν συνόδων, γινόμεναι ἐκ διαμφισβητήσεων ὑπό αἱρετικῶν τῆς ζωοπαρόχου ἀληθείας, παρακολουθουμένων μετ’ ἀδιαπτώτου ἐνδιαφέροντος ὑπό τῶν ζώντων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἀδύνατον νά συναντῶσιν ἀδιαφορίαν εἰς τούς πιστούς, ἐφ’ ὅσον οὗτοι δέν εἶναι νεκροί. Οὕτω παρουσιάζεται ἡ ὑπό τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος κρίσις τῶν συνοδικῶν ἀποφάνσεων αὐθόρμητος, ἔστι δ΄ ὅτε καί ἀσυγκράτητος, ἀλλ’ ἐκδηλοῖ συγχρόνως καί τό καθολικόν τῆς Ἐκκλησίας φρόνημα, ὅπερ οὐδέποτε ἔπαυσε νά μαρτυρῆται καί νά κηρύττεται ὑπ’ αὐτῆς».
[23]Αρχιμ. Γ. Καψανης, «Ἐπιμνημόσυνος στόν μακαριστό Καθηγητή», Κοινωνία 44, 2 (Ἀπρ.- Ἰουν. 2001) 121.
[24]Μ. Ορφανοσ, «Ἐπικήδειος στόν Καθηγητή Κωνσταντῖνο Δωρ. Μουρατίδη», Κοινωνία,αὐτόθι, 118ἑ. 
[25]Κ. Μουρατιδησ, Ἡ οὐσία καί τό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας κατά τήν διδασκαλίαν Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου (διατριβή), ἐν Ἀθήναις 1958, σ. 212· « ... ἡ συμμετοχή τῶν λαϊκῶν εἰς τήν διαμόρφωσιν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου, ὑπό τάς ἐξυπακουομένας προϋποθέσεις, τοῦτο μέν τοῦ σεβασμοῦ τῆς ἁρμοδιότητος καί τῶν δικαιωμάτων τῆς ἱεραρχίας, ἥτις εἶναι ὁ κύριος φορεύς τῶν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ λειτουργημάτων, τοῦτο δέ τοῦ βοηθητικοῦ χαρακτῆρος τῆς συμμετοχῆς τῶν λαϊκῶν [...] Ὁ ἱερός Χρυσόστομος θεωρεῖ τούς λαϊκούς πολυτίμους καί ἀπαραιτήτους συνεργάτας τοῦ κλήρου πρός διάδοσιν τῆς εὐαγγελικῆς ἀληθείας [...] Ἡ παραμέλησις τοῦ καθήκοντος τούτου ἀποτελεῖ βαρύτατον ἁμάρτημα, διό καί ὁ Χρυσόστομος θεωρεῖ τόν παραμελοῦντα τό καθῆκον τῆς διαφωτίσεως τῶν ἄλλων ἀδελφῶν καί δή τῶν ὑπό αἱρετικῶν παραπλανηθέντων, ὡς ἐχθρόν τῆς Ἐκκλησίας».
[26]Κ. Μουρατιδησ, αὐτόθι, σ. 216·  «Ὁ ἱερός Χρυσόστομος δέν ἐδίδαξε μόνον, ὡς ἀναγκαίαν καί ἐπιβεβλημένην τήν ἐνεργόν συμμετοχήν πάντων τῶν πιστῶν εἰς τήν διαμόρφωσιν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου, ἀλλ’ ὑπῆρξε καί ὁ ὑπέροχος ἡγέτης, ὅστις ἐνέπνευσε τά πλήθη τῶν πιστῶν καί μετέβαλεν αὐτά εἰς πολυτίμους συμπαραστάτας καί ἀγωνιστάς τῆς καλῆς στρατείας. Ὁ Χρυσόστομος δέν διέβλεπεν εἰς τούς λαϊκούς τούς ἀντιπάλους, οἵτινες ἔπρεπε νά κρατηθοῦν μακράν τοῦ ὀργανωτικοῦ μηχανισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ’ ἀπεζήτει δι΄ ὑπερανθρώπων προσπαθειῶν νά ἐπιτύχῃ τήν ἐνεργόν εἰς αὐτόν συμμετοχήν των».
[27]Κ. Μουρατιδησ, αὐτόθι, σ. 219· «Ἐκ τῆς σπουδαιότητος τῆς ὡς ἄνω περικοπῆς ἐμφαίνεται σαφέστατα, ὅτι οἱ λαϊκοί κέκληνται οὐ μόνον νά μεριμνῶσι περί τῶν τῆς Ἐκκλησίας πραγμάτων, ἀλλά καί νά συμβάλλωσιν εἰς τήν συμφώνως τοῖς κανόσι διοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι δέ χαρακτηριστικόν, ὅτι εἰς κρισίμους διά τόν βίον τῆς Ἐκκλησίας στιγμάς, ὅτε ἀνάξιοι κληρικοί ἀνέτρεπον τούς νόμους τῆς Ἐκκλησίας, οὕς ἀκριβῶς ἐκλήθησαν νά προστατεύσουν καί ἐφαρμόσουν, οἱ λαϊκοί ὑπῆρξαν ἐκεῖνοι, οἵτινες διέσωσαν τό κινδυνεῦον σκάφος τῆς Ἐκκλησίας. Τό λαμπρόν παράδειγμα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐπί Χρυσοστόμου ἀποτελεῖ ἀσφαλῶς μίαν τῶν πλέον χαρακτηριστικῶν σχετικῶν περιπτώσεων τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας. Δέν εἶναι δέ συνεπῶς παράδοξον τό γεγονός, καθ΄ ὅ ὁ μέγας Χρυσόστομος ἀπευθυνόμενος εἰς τό ὑπέροχον ποίμνιόν του διεκήρυσσεν, ὅτι “χωρίς ὑμῶν οὐδέν ἐργάσομαι”»
[28]. Βλ. σχετικῶς τό ἄρθρο: «Βλάσιος Φειδάς» https://www.wikipedia.gr/wiki/Βλάσιος_Φειδάς
[29]. Βλ. τό ἄρθρο Δ. Αναγνωστησ, «Ὁ κ. Βλ. Φειδᾶς ὁμολογεῖ καί ἀποκαλύπτει περί τῆς συνάξεως τοῦ Κολυμπαρίου (Κρήτης)», http://aktines.blogspot.gr/2016/12/blog-post_999.html(ἀπό τόν Ὀρθόδοξο Τύπο 2146 (30 Δεκ 2016) 1.4.
[30]Βλ. Φειδασ, Βυζάντιο (Βίος-Θεσμοί-Κοινωνία-Ἐκκλησία-Παιδεία-Τέχνη), Ἀθῆναι 1990, σ. 154. 
[31]. Αὐτόθι, σ. 317.
[32]. Τήν ὁποία ὁ Καθηγητής Φειδᾶς ὀνομάζει «λογική τῶν συμβιβασμῶν ἤ τῶν καιρικῶν σκοπιμοτήτων τῆς πολιτικῆς ἡγεσίας ἤ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας» (αὐτόθι, σ. 317).

[33]Βενεδικτοσ Εγγλεζακησ (Ἀρχιμανδρίτης Παῦλος), «Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου ἀπό τό 1878 μέχρι τό 1955», στό Εἴκοσι μελέται διά τήν Ἐκκλησίαν Κύπρου (4ος ἕως 20ός αἰών), ἐκδ. Ἵδρυμα Α.Γ. Λεβέντη – ΜΙΕΤ, Ἀθῆναι 1996, σσ. 616.617.