ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 17 Οκτωβρίου 2023

ΗΡΑΚΛΗΣ ΡΕΡΑΚΗΣ: ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΕΠΙΒΡΑΒΕΥΕΙ ΤΟΥΣ "ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ ΘΕΟΛΟΓΟΥΣ", ΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΑΚΥΡΩΣΕ ΤΟ ΣΤΕ

 «Το Υπουργείο Παιδείας, επιβραβεύει τους  «μεταμοντέρνους Θεολόγους», τα Θρησκευτικά των οποίων ακύρωσε το ΣτΕ»
Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής ΑΠΘ
Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων
 
Την πρώτη επίσημη παρέμβασή τους οι «Θεολόγοι» που αποτελούν την ομάδα των λεγόμενων «εκσυγχρονιστών θεολόγων» την έκαναν με το Νέο Πρόγραμμα Σπουδών για το Μάθημα των Θρησκευτικών, το οποίο εμπνεύστηκαν, κατάρτισαν και κατάφεραν να εφαρμόσουν, πιλοτικά, το 2011, σε κάποια σχολεία της χώρας το δε 2016 σε όλα τα σχολεία.
Και όλα αυτά,  με τη σύμπραξη της πολιτικής εξουσίας, που, ως γνωστό, τα τελευταία χρόνια, ορέγεται να συνεργάζεται με πρόθυμους, για κάθε μορφή ανατροπές της ορθόδοξης θεολογικής παραδόσεως της χώρας, «μεταμοντέρνους θεολόγους».
Αυτοί οι «θεολόγοι της μόδας», όπως τους ονομάζει ο Αλ. Παπαδιαμάντης, έχουν καταφέρει να εισχωρήσουν στο Υπουργείο Παιδείας και να ελέγχουν τη λειτουργία του Μαθήματος των Θρησκευτικών σε όλες τις πτυχές του, έως και σήμερα.
Με ένα απαράδεκτο και ασύμβατο με την ορθόδοξη εκκλησιαστική Θεολογία πολυθρησκειακό και ουδετερόθρησκο , κινήθηκαν, ως οργανωμένη ομάδα, μέσω υψηλών γνωριμιών και σχέσεων, για να επιβάλουν στην Παιδεία μια ξενόφερτη, κυρίως προτεσταντίζουσα θεολογική γραμμή, με κοσμικά χαρακτηριστικά, που να μπορεί να πετύχει την μετάλλαξη της ορθόδοξης συνείδησης, πίστης και ζωής των μαθητών/τριών.
Με την αλλαγή αυτή σχεδίαζαν, μαζί με τους συνεργάτες τους πολιτικούς, αφενός, να αποορθοδοξοποιηθεί η Ελλάδα και να γίνει μια ουδετερόθρησκη χώρα και, αφετέρου, να γίνουν, βαθμιαία, οι σημερινοί μαθητές συνειδητά μέλη μιας νέας ομογενοποιημένης παγκόσμιας κοινότητας.
Το Πρόγραμμά τους, το έκαναν ελκυστικό και μεταμοντέρνο, με παιχνίδια, θεολογικούς νεωτερισμούς και ανατροπές και κατάφεραν να επιβάλουν, για τους ορθόδοξους μαθητές, έναν ξεχωριστό και ιδιότυπο ρατσισμό, καθώς ήταν οι μόνοι μαθητές στην Ελλάδα, που δεν διδάσκονταν την οικεία πίστη, αλλά ένα πολυθρησκειακό συνοθύλευμα.
 Ο στόχος τους ήταν η αλλαξοπιστία των νέων της χώρας και η μετατροπή τους  σε σύγχρονους γενίτσαρους, όπως είχε συμβεί σε παλαιότερες επώδυνες εποχές στην Ιστορία μας.
Φυσικά, οι αλλόδοξοι και αλλόθρησκοι μαθητές συνέχιζαν και συνεχίζουν να διδάσκονται, αμιγώς, μονάχα τη δική τους πίστη. Και όλες αυτές τις αποδομήσεις τις έκαναν, περιφρονώντας τη γονεϊκή θέληση, τα θεολογικά ταυτοτικά χαρακτηριστικά των ορθόδοξων μαθητών, τις διεθνείς ευρωπαϊκές συμβάσεις, τη συνταγματική συμμόρφωση, τις διαχρονικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) και τους νόμους της ελληνικής πολιτείας, που αφορούν στη διδασκαλία των Θρησκευτικών.
Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι, ενώ το Συμβούλιο της Επικρατείας, εξετάζοντας προσφυγές εναντίον τους, ακύρωσε (το 2018 και 2019), με τέσσερις εμπεριστατωμένες διαδοχικές αποφάσεις του, το Πρόγραμμα και τους Φακέλους διδασκαλίας τους, ως αντισυνταγματικό και ακατάλληλο για ορθόδοξους μαθητές, εκείνοι κατάφεραν, με πολιτικά και εκκλησιαστικά μέσα και, φυσικά, με τις ευλογίες του Υπουργείου Παιδείας, να εμφανίζονται ως θύματα του ΣτΕ και να παραμένουν στο Υπουργείο Παιδείας, για να συνεχίσουν το έργο της θεολογικής αποδόμησης της χώρας και της παιδείας της.
 Εμφανίζονταν και εμφανίζονται ως Ορθόδοξοι, αλλά όσα έγραφαν και όσα υποστηρίζουν είναι αντίθετα στην ορθόδοξη πατερική θεολογική παράδοση. Το δήθεν ορθόδοξο Πρόγραμμά τους, για παράδειγμα, αναφέρεται επαινετικά στη διδασκαλία των θρησκειών, τονίζοντας ότι «οι Θρησκείες είναι πηγές θεραπείας και συμφιλίωσης» και επισημαίνοντας ότι «η διευρυμένη γνώση γύρω τις Θρησκείες και τις όποιες κοσµοθεωρήσεις νοηµατοδοτούν τον ανθρώπινο βίο».
Είναι απολύτως σαφές ότι σχέδιό τους ήταν να εναντιωθούν στην «εξοικείωση των µαθητών σε µια µόνο ιδιαίτερη θρησκευτική παράδοση». Ο πρωτομάστορας και συντονιστής, μάλιστα, του πολυθρησκειακού Προγράμματος, προκειμένου να ενταφιάσει το διαχρονικό ορθόδοξο Πρόγραμμα των Θρησκευτικών, προς στήριξη της πολυθρησκείας που εισήγαγε, κατακεραύνωνε το ορθόδοξο Μάθημα:
«Το πρόβληµα του µαθήµατος είναι ο οµολογιακός χαρακτήρας του. Το µάθηµα έχει κατηχητικό χαρακτήρα, είναι µονοφωνικό, ως εκ της φύσεώς του, και, συνεπώς, δεν ανταποκρίνεται στην ανάγκη µιας ελεύθερης πλουραλιστικής κοινωνίας. Το ελληνικό σχολείο αποτελεί ακραία περίπτωση θρησκευτικού κατηχητισµού. Σ΄ ένα πλουραλιστικό και δηµοκρατικό σχολείο, που σέβεται τη θρησκευτική ετερότητα, η λύση δεν είναι παρά η κατάργηση του οµολογιακού µαθήµατος και η µετάβαση σε ένα ουδετερόθρησκο σχολείο».
 Πρόκειται για μια νέα εκσυγχρονιστική γραμμή, με στόχο τη μετάλλαξη της ορθόδοξης θεολογίας, παραδόσεως και ζωής, την οποία οι πρωταγωνιστές «θεολόγοι της μόδας», μαζί με κάποια πολιτικά και εκκλησιαστικά πρόσωπα, παλεύουν μανιωδώς να την επιβάλουν στη χώρα, εισάγοντας αλλότριες και ξένες στην ορθόδοξη παράδοση και ζωή κακοδοξίες και εμφανίζοντάς τις ως ορθόδοξες.
Διότι, πώς μπορεί να είναι ορθόδοξο ένα Πρόγραμμα Θρησκευτικών, όταν δεν αναφέρεται τίποτα σε αυτό για τη  σχέση και αναφορά του ανθρώπου προς τον Θεό, όταν δεν περιλαμβάνεται η συµµετοχή των μαθητών στη λατρευτική και µυστηριακή ζωή, όταν ο µαθητής προτρέπεται σε κοινωνική ζωή, αλλά όχι σε εκκλησιαστική;
Πώς μπορεί να είναι ορθόδοξη μια διδασκαλία, όταν απουσιάζει η βιωματική μάθηση και τη θέση της παίρνει µια εντελώς διανοητική, ουδέτερη και γνωσιολογική διδασκαλία;  
Πώς μπορεί μια αγωγή να είναι ορθόδοξη, όταν προβάλλεται στους μαθητές η «υπέρβαση της θρησκευτικής απολυτότητας (δηλαδή η υπέρβαση της συµµόρφωσης στις χριστιανικές αξίες);
Πώς συνάδει με την Ορθοδοξία μια διδασκαλία, που αποπλανεί τα ορθόδοξα παιδιά, με τη την πλύση εγκεφάλου που τους κάνει, ότι οι ξένες και αντίθετες στην ορθόδοξη πίστη «θρησκείες είναι πηγή ελπίδας για σωτηρία», όταν η ορθόδοξη παράδοση αναγνωρίζει, ως µοναδική πηγή ελπίδας, τον Ιησού Χριστό;
Πώς μπορεί να εκφράζει την ορθόδοξη παράδοση η παραδοχή ότι υπάρχουν «άγιοι άνθρωποι στις θρησκείες του κόσµου» όπως: «ο Βούδας, ο Κοµφούκιος, ο Μωάµεθ, ο Βισνού (Κρίσνα), ο Δαλάι Λάµα, ο Γκάντι και πολλά άλλα πρόσωπα ιστορικά και µυθικά;».
 Πως είναι ορθόδοξη μια διδασκαλία, όταν παροτρύνει τους/τις ορθόδοξους/ες μαθητές/τριες για «χειραφέτηση», δηλαδή,  απελευθέρωση «από ό, τι ονοµάζεται πρόσδεση στο παρελθόν», δηλαδή σε χειραφέτηση από την ορθόδοξη παράδοση;
Πώς μπορεί να είναι ορθόδοξο αυτό το Πρόγραμμα,  όταν, αναφερόμενο στον δάσκαλο ή στον καθηγητή που διδάσκει το θρησκευτικό Μάθημα,  σημειώνει
α) ότι «δεν υφίσταται καμιά ιδιαίτερη θρησκευτικού χαρακτήρα προϋπόθεση για να διδάξει  το Μάθημα. Μάλλον απευκταίες θα πρέπει να θεωρούνται τέτοιες προδιαθέσεις. Ένας άθρησκος ή αγνωστικιστής, ή αδιάφορος μπορεί να διδάξει με επιτυχία το ΜτΘ, όπως και ένας θρησκευόμενος. Αντίθετα ένας ζηλωτής θρησκευόμενος έχει μάλλον εξασφαλισμένη την αποτυχία»;
β) ότι «οι δάσκαλοι στα σχολεία της σύγχρονης πολυπολιτισμικής κοινωνίας είναι σημαντικό, κατά την εκπαιδευτική διαδικασία, να αποστασιοποιούνται κατά το δυνατόν από τη θρησκεία στην οποία ενδεχομένως ανήκουν είτε πατροπαράδοτα είτε από επιλογή»;
Πώς είναι ορθόδοξο ένα Πρόγραμμα, όταν η φιλοσοφία του βασίζεται σε μια αλλοπρόσαλλη θεολογία, που οι ίδιοι οι εμπνευστές της την ονομάζουν «θεολογία της πολυπολιτισμικότητας», που απαιτεί «να αλλάξει φυσιογνωμία και χαρακτήρα» το θρησκευτικό μάθημα, να «αναπλαισιωθεί ο θεολογικός και παιδαγωγικός του χαρακτήρας σε νέες βάσεις και αρχές» και προτρέπει, έτσι ώστε «η θεολογία της πολυπολιτισμικότητας, όχι απλώς να το αγγίξει, αλλά να το διαπεράσει, κομίζοντας μια άλλη μαρτυρία για την αλήθεια της ζωής του ανθρώπου και του κόσμου»;
Στην πραγματικότητα, η διδασκαλία της πολυθρησκείας σημαίνει, ουσιαστικά, απαξίωση της ορθόδοξης πίστεως και της διδασκαλίας της, αλλά, ταυτόχρονα, διάπραξη ενός θεολογικοπαιδαγωγικού σχίσματος, αφού όλο το οικοδόμημα της πολυθρησκείας, αντιτίθεται, τόσο στη διδασκαλία της ορθόδοξης  παραδόσεως όσο και στην, διαχρονικά, καθιερωμένη συνταγματική τάξη της χώρας, που ορίζει να αναπτύσσουν οι μαθητές/τριες την ορθόδοξη χριστιανική τους συνείδηση.
Είναι γεγονός ότι η εφαρμογή των αρχών αυτού του Προγράμματος οδηγεί, τελικά, σε μια απαγκίστρωση της συνείδησης των ορθοδόξων μαθητών από τη χριστιανική τους πίστη, καθώς τους εμποτίζει και τους μυεί σε ένα άθρησκο και άθεο πνεύμα και σε μια εκκοσμικευμένη διαθρησκειακή πνευματικότητα.
Και όμως, μέλη της ομάδας των «θεολόγων της μόδας», των οποίων το Πρόγραμμα και οι φάκελοι (βιβλία) των μαθητών/τριών, μετά από προσφυγές της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων, ακυρώθηκαν από το ΣτΕ, ως ασύμφωνα και ασύμβατα με την ορθόδοξη πίστη και το Σύνταγμα της χώρας, γεγονός που γνωρίζει το Υπουργείο, συνεχίζουν να επιλέγονται από αυτό, ως υψηλόβαθμα στελέχη και να τους ανατίθενται υπεύθυνες θέσεις, για να αποφασίζουν ως προς τις νέες δομές του Μαθήματος. Αλίμονό μας!!!
 
https://thriskeftika.blogspot.com

Πέμπτη 5 Οκτωβρίου 2023

ΗΡΑΚΛΗΣ ΡΕΡΑΚΗΣ: ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ Ο "ΘΕΟΛΟΓΟΣ" ΥΠΗΡΕΤΗΣ ΤΗΣ ΟΜΟΓΕΝΟΠΟΙΗΣΗΣ!

 Πώς μπορεί να γίνει ο «θεολόγος» υπηρέτης της ομογενοποίησης;
Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής ΑΠΘ,
Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων

Εκτιμούμε ότι το Πρόγραμμα ομογενοποίησης των πολιτών του πλανήτη αποτελεί μεγάλη επιχείρηση, που, όπως μπορεί κανείς να υποθέσει κάποιος, θα έχει και υψηλό κόστος. Το Πρόγραμμα αυτό φαίνεται να έχει πολλές πτυχές, μία από τις οποίες πρέπει να είναι οι αλλαγές στην παιδεία. Όπως έχει ήδη γραφτεί, «οι μαθητές στο σημερινό σχολείο παιδαγωγούνται πάνω στο φόντο της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας, της επικοινωνίας και της κουλτούρας και κάτω από τον ενοποιητικό ρόλο της τεχνολογίας, ένα περιβαλλοντικό πλαίσιο, που προωθεί την ομογενοποίηση των πολιτών του πλανήτη, υπονομεύει την επιβίωση του ιδιαίτερου και του τοπικού μέσα στο παγκόσμιο και προκαλεί αστάθεια και ρευστότητα στο πολιτισμικό τοπίο. Αισθάνονται την επιδιωκόμενη ομογενοποίηση, η οποία, αν και η ίδια βρίσκεται σε κρίση, δεν περιορίζεται μόνο στην τεχνολογία και στην επιστήμη, αλλά επεκτείνεται και στους θεσμούς, τις στάσεις και τις συμπεριφορές, επιχειρώντας να κυριαρχήσει παντού, εξαλείφοντας τις διαφορές» (Εμ. Περσελής). Φαίνεται ότι η σχολική θρησκευτική αγωγή είναι και αυτή ένας τομέας που ενδιαφέρει τους σχεδιαστές της παγκοσμιοποιημένης ομογενοποίησης και υποτίθεται ότι σε κάθε χώρα θα έχουν οριστεί κάποιοι για να υπηρετήσουν αυτά τα σχέδια. 
Σημειώνουμε δύο δηλώσεις που επικροτούν την ύπαρξη αυτών των σχεδίων:
Η μία είναι του Γ. Παπανδρέου, που ως πρωθυπουργός, σε ομιλία του στον ΟΗΕ, το 2011, μίλησε για το μέλλον της Ευρώπης και αναφέρθηκε «στη δημιουργία μιας νέας έννοιας της ταυτότητας για όλες τις χώρες της Ευρώπης και σε κάποιο βαθμό  για όλον τον κόσμο». Μίλησε επίσης «για έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο και για τις δυσκολίες της ενσωμάτωσης στο παγκόσμιο σύστημα, σε ένα παγκόσμιο χωριό». Στη Βουλή των Ελλήνων, επίσης, ως Πρωθυπουργός, στις 15 Μαρτίου του 2011, υποστήριξε τα εξής: «Μονάχα ενωμένοι οι λαοί της γης με αλληλοβοήθεια και αλληλεγγύη, με δημοκρατικές διαδικασίες Παγκόσμιας Διακυβέρνησης, μπορούμε να ξεπεράσουμε και να διασφαλίσουμε τη συνέχειά μας».
Η δεύτερη μαρτυρία είναι της κ. Διαμαντοπούλου, η οποία, ως μέλος της ευρωπαϊκής Επιτροπής για θέματα κοινωνικών υποθέσεων, το 2003, μίλησε και εκείνη για «τη μεταμόρφωση της ποικιλομορφίας των εθνικών ταυτοτήτων μέσω ενός πλαισίου στενής συνεργασίας, που εγγίζει μερικές φορές και την εγκατάλειψη της εθνικής κυριαρχίας, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα ευρύτερο και αποτελεσματικότερο σύνολο, ικανό να αρθρώσει ισχυρό λόγο, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης […] Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, η Ευρώπη οφείλει να συνειδητοποιήσει την κοινή κληρονομιά, για να ασκήσει την επιρροή της στις παγκόσμιες εξελίξεις, έτσι ώστε να μην υποβιβαστεί στη θέση του απλού θεατή μιας νέας παγκόσμιας τάξης, την οποία θα αδυνατεί να επηρεάσει».
Η ίδια επίσης, ως Υπουργός Παιδείας της Ελλάδας, δήλωνε, το 2010, στο London School of Economics, για το μάθημα των Θρησκευτικών στην ελληνική παιδεία: «Πρέπει να διδάξουμε στα παιδιά όλες τις θρησκείες, πρέπει να δώσουμε στους μαθητές μας τη δυνατότητα να μάθουν, να γνωρίζουν να συγκρίνουν, απελευθερωμένα από εκκλησιαστικές επιρροές και εν τέλει να αποφασίσουν τι θέλουν να κάνουν στη ζωή τους».
Σε αυτήν τη γραμμή κινείται, από το 2011, η ομάδα των «πρόθυμων και διεθνιστών θεολόγων», πάντοτε, βέβαια, υπό τη σκέπη της πολιτικής προστασίας και ισχύος (Διαμαντοπούλου…, Φίλης, Γαβρόγλου κ. ά.). Διαφορετικά, δεν εξηγείται η μανιώδης προσπάθειά τους να αναθεωρήσουν θεμελιώδεις παιδαγωγικές, θεολογικές και συνταγματικές αρχές, προκειμένου να δημιουργήσουν ένα περίεργο και αντίθετο προς την ορθόδοξη παράδοση και τη συνταγματική τάξη της χώρας Πρόγραμμα Θρησκευτικών, μαζί με τα σχολικά «βιβλία» του, που εφαρμόστηκε, σε πιλοτική εφαρμογή, ήδη από το 2011 και  που εγκρίθηκε με ΦΕΚ το 2016 για να μπει σε όλα τα σχολεία της χώρας.
Ευτυχώς, το Συμβούλιο της Επικρατείας με (4) αλλεπάλληλες Αποφάσεις της Ολομέλειάς του, το ακύρωσε (2018 και 2919). Με βάση το ως άνω ΦΕΚ, η ορθόδοξη σχολική διδασκαλία, αντικαταστάθηκε από έναν πολυθρησκειακό πολτό, με απολύτως βέβαιο το ενδεχόμενο της θρησκευτικής και πνευματικής συγχύσεως των μαθητών/τριών. Όπως ήταν φυσικό, δεν αποτέλεσε έγκυρη παιδαγωγική πράξη και γι’ αυτό λειτούργησε αρνητικά τόσο για τους ορθόδοξους όσο και για τους αλλόθρησκους και για τους ετερόδοξους μαθητές. Είναι γεγονός ότι η επιβολή αυτού του πολυθρησκειακού μωσαϊκού είχε ως στόχο την υπονόμευση της ετερότητας και της ταυτότητας, αφού μ΄ αυτό υιοθετείται η επιβολή και κατίσχυση μίας ομογενοποιημένης πολυθρησκευτικής θρησκευτικότητας, που είναι, φυσικά, εναντίον της πίστεως όλων των μαθητών ανεξαρτήτως θρησκεύματος.
Οι υπηρέτες της Παγκοσμιοποίησης, γενικά, προσπαθούν να περάσουν, ως κυρίαρχη παγκόσμια θέση, κάποιους κώδικες κοινών και ενιαίων στάσεων και συμπεριφορών, σε παγκόσμιο επίπεδο, που θα ανατρέπουν το ήθος και γενικά τα ταυτοτικά χαρακτηριστικά των λαών και θα αποτελούν την απαρχή για τα θεμέλια της ομογενοποίησης των λαών. Αυτήν την ανατροπή στη θεολογία της ορθόδοξης παραδόσεως επιχείρησαν να κάνουν τα μέλη της ομάδας των «σοφών εμπειρογνωμόνων θεολόγων» με το νέο Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά, που επέβαλαν με σύμμαχο την πολιτική εξουσία του ΣΥΡΙΖΑ.  Πάντως, δεν μαρτυρείται στην αγιογραφική, πατερική και ιστορική -παλαιότερη και πρόσφατη- πορεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, παρόμοιο φαινόμενο, όπως αυτό που εμφανίστηκε με την οργανωμένη και προστατευμένη από την κρατική Εξουσία και κάποιους εκκλησιαστικούς παράγοντες, ομάδα των «πρόθυμων θεολόγων», καθώς προσπάθησαν -και προσπαθούν ακόμη- εντελώς αντιεπιστημονικά να αναδείξουν την δήθεν αδυναμία της ορθόδοξης πίστεως και διδασκαλίας να επηρεάζει τα ηθικοκοινωνικά χαρακτηριστικά της ελληνορθόδοξης ταυτότητας των ορθοδόξων μαθητών/τριών.  
Έτσι, αυτό που αναφέρεται, για παράδειγμα, στο Πρόγραμμά τους ότι υπάρχει  αναγκαιότητα «διαφοροποιημένης διδασκαλίας», όπου κάθε παιδί θα «μαθαίνει για τις θρησκείες των άλλων παιδιών» και ότι μέσω αυτής της μεθόδου διδασκαλίας «αίρεται κάθε ανισότητα» μεταξύ των μαθητών, αποτελεί μια μη παιδαγωγική αντίληψη, που βρίσκεται, ταυτόχρονα, σε εντελώς λανθασμένη και αντορθόδοξη, θεολογικά, κατεύθυνση. Η ισότητα, καταρχάς, ως εσωτερική αρετή και έπειτα ως εξωτερική συμπεριφορά, δεν δημιουργείται ούτε καλλιεργείται μέσα από μία τέτοιας μορφής διαφοροποιημένη, δηλαδή, πολυθρησκευτική διδασκαλία. Στον ορθόδοξο επιστημονικό και διδακτικό χώρο, δεν μαρτυρείται πουθενά μια τέτοια ουτοπική ηθικοπνευματική αυταπάτη,  όπου ένα μωσαϊκό πολυθρησκευτικής μάθησης να έχει τη δύναμη και τη δυνατότητα, είτε ως διδασκαλία, είτε ως πρότυπο ζωής, να δημιουργήσει ηθικοκοινωνικές πεποιθήσεις σε παιδιά και να επιδράσει θετικά στη μάθηση και τη συμπεριφορά τους. Ιδιαίτερα οι ορθόδοξοι Χριστιανοί μαθητές, δεν είχαν ούτε έχουν ανάγκη από αυτήν την οπισθοδρομική και αλλοπρόσαλλη θεολογία των «σοφών προοδευτικών θεολόγων», για  να μάθουν στάσεις και , ποικιλόμορφης θρησκευτικά ζωής, διότι, μέσα από την ίδια τις την ίδια την εκκλησιαστική τους ζωή και διδασκαλία, μαθαίνουν, πώς να πολιτεύονται έναντι του οποιουδήποτε «άλλου». Τα νοήματα και ο τρόπος ζωής που δέχονται από την πίστη τους, τους δημιουργούν τις βάσεις για να μπορούν να στέκονται, γόνιμα, συναδελφικά  και αποτελεσματικά,  στην επικοινωνία ή  τη συμβίωσή τους με τον διαφορετικό.
Το πρώτο και κύριο στοιχείο συμβίωσης και κοινωνίας με τον ξένο βρίσκεται στο κέντρο της πίστεώς τους και είναι η αγάπη, όπως αυτή έχει προτυπωθεί  στη διδασκαλία της παραβολής του Καλού Σαμαρείτη αλλά και σε εκείνη της Μελλούσης Κρίσεως. Στην τελευταία, μάλιστα, εκτός των άλλων, αναφέρεται  μία σημαντικότατη αλήθεια, ως προς τη στάση των πιστών προς τους ξένους: «ξένος ήμην και συνηγάγετέ με» (Ματθ. 25, 35), στάση άκρως θεμελιακή για την ελπίδα, που κάθε χριστιανός θέλει να κτίζει  στον πνευματικό αγώνα που διεξάγει για την κληρονομία της αιώνιας ζωής.
Οι θρησκείες, επομένως, μέχρι την περίοδο της δράσης των πολυθρησκειακών «θεολόγων», ήταν μέρος της διδασκαλίας των Θρησκευτικών, με σκοπό να πληροφορηθούν οι μαθητές για το παγκόσμιο θρησκευτικό φαινόμενο.
Εκείνοι, όμως, με τους νεωτερισμούς και τις αναβαθμίσεις τους, τις χρησιμοποίησαν για να καλλιεργηθεί σταδιακά, μέσω μιας πολυθρησκειακής μείξεως, μία θρησκευτική ομογενοποίηση, η οποία θα καταργεί και θα εξαφανίζει τις διαφορές και τις ταυτότητες και θα διευκολύνει ή θα προετοιμάζει, καταρχάς εκείνο που πλειστάκις μαρτυρείται στο ασύμβατο με μάθηση, αλλά συμβατό με προπαγάνδα Πρόγραμμά τους, δηλαδή τη δημιουργία μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας και σε βάθος χρόνου τη δημιουργία ενός παγκόσμιου συστήματος διακυβέρνησης των λαών.
 
http://thriskeftika.blogspot.com 

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2022

ΗΡΑΚΛΗΣ ΡΕΡΑΚΗΣ: ΟΙ ΦΙΛΑΡΓΥΡΟΙ ΚΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΤΟΥΣ ΜΕΛΛΟΝ!

 Οι φιλάργυροι και το πνευματικό τους μέλλον
Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής ΑΠΘ,
Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων
 
Τον τελευταίο καιρό, αποκαλύπτονται πολλά σκάνδαλα στην ελληνική κοινωνία, τα πλείστα των οποίων σχετίζονται, άμεσα ή έμμεσα, με το πάθος της φιλαργυρίας ή φιλοπλουτίας. Ωστόσο, εδώ και αιώνες, στην πνευματική παράδοση του Ελληνισμού, είναι αποδεκτά τα πρότυπα της ορθόδοξης χριστιανικής πίστεως, σύμφωνα με τα οποία ο άνθρωπος αποτελεί το μοναδικό υλικοπνευματικό ον της Δημιουργίας του Θεού, που τιμήθηκε από Εκείνον με τα πνευματικά χαρίσματα του «κατ’ εικόνα», με τα οποία πορεύεται προς τον «καθ’ ομοίωσιν Θεού» προορισμό του. Συνεπώς, είναι δεδομένο ότι ο άνθρωπος, εκ φύσεως, αποτελεί υλικοπνευματική ύπαρξη και ότι είναι θέλημα του Θεού – Δημιουργού του να διατηρεί στη ζωή του, την υπαρξιακή του ισορροπία, μεταξύ της υλικής και της πνευματικής του φύσεως. Σκοπός της ελεύσεως του Θεανθρώπου στον κόσμο αλλά και της Εκκλησίας, που ίδρυσε ο ίδιος, είναι να βοηθείται ο άνθρωπος, πνευματικά, προκειμένου να χρησιμοποιεί ορθά την ελευθερία του και να φτάνει, με τη σύμπραξη πάντοτε της θείας χάριτος, στην εκπλήρωση του προορισμού του, που είναι η εν Χριστώ ολοκλήρωση και τελείωσή του. Ωστόσο, αυτόν τον αγώνα, έρχεται και αντιμάχεται ο αντίχριστος και πονηρός πολέμιος της σωτηρίας του, ο διάβολος, βάζοντας στους λογισμούς του πάθη και προκλήσεις, όπως είναι η φιλοπλουτία, η φιληδονία και η φιλοδοξία. Στο παρόν άρθρο μας, εξ αιτίας και όσων σχετικών εσχάτως αποκαλύπτονται, θα προσεγγίσουμε το πάθος της φιλοπλουτίας και την αποδομητική του επίδραση στην πνευματική ανάπτυξη του ανθρώπου. Φιλόπλουτος ή φιλοχρήματος είναι αυτός, που υποδουλώνεται, υλικά και πνευματικά, στα χρήματα. Ο Ιερός Χρυσόστομος αναφέρει ότι «κανείς δεν είναι περισσότερο ανόητος, από τον δούλο των χρημάτων. Νομίζει ότι τα εξουσιάζει, ενώ εκείνα τον εξουσιάζουν. Νομίζει ότι είναι κύριος των χρημάτων του, ενώ στην πραγματικότητα είναι δούλος τους. Ο Χριστός δεν κατηγορεί τα χρήματα, αλλά αυτούς που είναι δούλοι σ' αυτά. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο εμπόδιο, στο δρόμο προς τον Ουρανό, όσο ο πλούτος. Ας περιφρονήσουμε τον πλούτο, για να μην περιφρονήσουμε την ψυχή μας». Τον φιλάργυρο τον ονομάζει ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός, άφρονα, θεωρώντας ότι καταναλώνει τη σύντομη ζωή του  μέσα σε μια άγονη, μάταιη και άφρονη δραστηριότητα, όπως είναι το πάθος της αποθήκευσης υλικών αγαθών (Λουκ. 12, 16-21). Το πάθος αυτό γεννάται στην ψυχή, επειδή ο άνθρωπος δεν αγαπά τον πλησίον του, όπως τον εαυτό του, γεγονός που τον καθιστά ατομοκεντρικό ή εγωκεντρικό, καθώς πορεύεται μακράν της αλήθειας της ζωής και της οδού του Ευαγγελίου (Μάρκ. 12, 28-32). Αδυνατεί να διαχειριστεί, χριστιανικά, την αφθονία των υλικών αγαθών, καθώς το πάθος δεν του επιτρέπει να συνειδητοποιήσει ότι όσα έχει και κατέχει, του προσφέρονται, ως δοκιμασία, για να κερδίσει, μέσω της δι’ αυτών άσκησης της φιλανθρωπίας, την αιωνιότητα. Αντί να μοιράζεται με τους αδελφούς του τα υλικά αγαθά, που του προσφέρει ο Θεός, αυξάνοντας έτσι τα πνευματικά, αποφασίζει να ζει, εντός των υλικών απολαύσεων, μόνος του, καθώς αποδέχεται τις προτροπές του διαβόλου, που τον απομακρύνουν από το πνεύμα της αγάπης του Θεού και τον εγκλωβίζουν στο πάθος της φιλαυτίας και της φιλοπλουτίας. Έτσι, αγνοεί και περιφρονεί την αιώνια ζωή του Θεού, χάριν του ολέθριου έρωτά του προς τα υλικά και τα γήινα. Μετασχηματίζει και αμαυρώνει την αθάνατη και πνευματική φύση της ψυχής του,  προσφέροντάς της υλικές και φθαρτικές απολαύσεις, που δεν είναι γι αυτήν, καθώς αυτή χορταίνει, μόνον, με πνευματικές αρετές, όπως είναι η αγάπη, η ειρήνη, η δικαιοσύνη, η ελεημοσύνη κ.ά. Ο Ευαγγελικός λόγος προτρέπει τους ανθρώπους και ιδιαίτερα τους πιστούς να πουλήσουν τα υπάρχοντά τους και να προσφέρουν τα χρήματα στους φτωχούς: «Αποκτήστε πορτοφόλια, που δεν παλιώνουν, πλούτη μόνιμα στον κόσμο του Θεού» (Λουκ, 12, 33). «Μην προσπαθείτε να πλουτίζετε με επίγειους θησαυρούς, που αφανίζονται από τη σκουριά ή κλέπτονται από τους κλέφτες, αλλά  πλουτίζετε με ουράνιους θησαυρούς» (Ματθ 6, 19 – 20). Ο Απ. Παύλος παραγγέλλει: «Εκείνοι που κατέχονται από την επιθυμία των χρημάτων, πέφτουν στον πειρασμό και στην παγίδα που τους στήνει ο σατανάς και σε επιθυμίες πολλές και βλαβερές, που τους βυθίζουν στην καταστροφή και στην απώλεια» (Τιμ. 6, 9-10). Ο Απόστολος, επίσης, παραγγέλλει στους πλουσίους να μην στηρίζουν τις ελπίδες τους στον πλούτο, που είναι αβέβαιος, να πράττουν καλά έργα και να πλουτίζουν σ' αυτά και όχι σε χρήμα, να είναι πρόθυμοι να δίνουν και σε άλλους, από τα αγαθά τους και, έτσι, θα στεριώνουν το μέλλον τους, ελπίζοντας με βεβαιότητα στην απόκτηση της αιώνιας ζωής» (Τιμ. Α' 6, 17-19).  Αυτός που θησαυρίζει υλικά αγαθά για τον εαυτό του και δεν πλουτίζει στον Θεό, με αρετές αγάπης και ελέους προς τους συνανθρώπους του, προσφέρει την ψυχή του στους δαίμονες, που παραμονεύουν να την αρπάξουν και να την κατασπαράξουν. Η φιλαργυρία συνδέεται με την πλεονεξία, που είναι ειδωλολατρία, όπως διδάσκει ο Απ. Παύλος (Κολ. 3, 5). Ουσιαστικά, η φιλοχρηματία, αποτελεί ένα θανατηφόρο και διαβολικό πάθος, που αδειάζει την ψυχή από το πνεύμα της αγάπης του Θεού και από όλες τις αρετές. Όταν ασκούνται στη ζωή του ανθρώπου οι αρετές, τον οδηγούν στην εν Χριστώ τελείωσή του. Εάν όμως δεν ασκούνται, τότε οδηγείται στην παγίδα του διαβόλου, στην απιστία, στη μισανθρωπία και στην αδιαφορία, πάθη που αμαυρώνουν τα χαρίσματα του «κατ΄ εικόνα Θεού» στον άνθρωπο και μηδενίζουν την εκ Θεού δοθείσα δυνατότητα της εν Χριστώ αθανασίας του. Ο Απ. Παύλος θεωρεί τη φιλαργυρία, ως ρίζα όλων των κακών, καθώς «όσοι επιθυμούν τα χρήματα πλανώνται και απομακρύνονται από την πίστη, πληγώνοντας τον εαυτό τους με πολλά βάσανα» (Τιμ. Α΄ 6, 9- 10). Ο θησαυρισμός χρημάτων, συνεπώς, γεννά και καλλιεργεί την αφροσύνη και  αποτελεί μια παραφυσική λειτουργία της ανθρώπινης εσωτερικότητας, που αμαυρώνει τη θεϊκή της εικόνα. Για τη χριστιανική πίστη, δεν υπάρχει μεγαλύτερο κακό από την απώλεια της αιωνιότητας. Στο πλαίσιο αυτό, ο Χριστός είπε ότι «δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες, εις την Βασιλείαν του Θεού εισελεύσονται» (Μάρκ. 10, 23). Αυτός που αποθηκεύει χρήματα, περισσότερο βασανίζεται, παρά αναπαύεται. Η Παλαιά Διαθήκη διδάσκει ότι «αυτός που αγαπά με πάθος τα χρήματα δεν χορταίνει ποτέ από χρήματα» (Εκκλ. 5, 9). Ο Μ. Βασίλειος συμβουλεύει επ’ αυτού: «Όσο αυξάνεις άνθρωπε τον πλούτο σου, τόσο ματώνεται η αγάπη σου. Όσο υπερέχεις κατά τον πλούτο, τόσο υστερείς κατά την αγάπη. Αν έχεις πολλά πλούτη, τότε δεν έχεις αρκετή αγάπη. Ο πλούτος φέρνει όλη την καταστροφή στη ψυχή, όταν δεν διανέμεται στις φτωχές ψυχές». Ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, επίσης, σημειώνει ότι «αυτός που θησαυρίζει χρήματα, δεν μπορεί να ανεβεί στον Ουρανό»,  ενώ ο Όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης συμπληρώνει πως «το αν θα πάμε στον Παράδεισο ή στην κόλαση, δεν εξαρτάται από το αν έχουμε λίγα ή πολλά χρήματα, αλλά από τον τρόπο που θα χρησιμοποιήσουμε αυτά που έχουμε». Στην παραβολή της Μέλλουσας κρίσεως ο Χριστός αναφέρει τον τρόπο που θα γίνει η Τελική Κρίση των ανθρώπων: «Οι πλούσιοι πτωχεύουν και πεινούν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον απολαμβάνουν τα αιώνια αγαθά. Οι ελεήμονες, ελεηθήσονται. Μας λέει, ότι θα πει στους ελεήμονες: «Ελάτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήστε τη Βασιλεία… Πείνασα και μου δώσατε να φάω, δίψασα και μου δώσατε να πιω, γυμνός ήμουν και με ντύσατε». Αντίθετα, τους μη ελεήμονες θα τους στείλει, μαζί με τον εμπνευστή τους διάβολο, στην αιώνια κόλαση, λέγοντάς τους: Πηγαίνετε στην αιώνια φωτιά, διότι πείνασα και δεν μου δώσατε να φάω, δίψασα και δεν με ποτίσατε, γυμνός ήμουνα και δεν μου δώσατε ένα ρούχο να ντυθώ» (Ματθ.25, 42-43). Αυτό είναι, τελικά, το πνευματικό μέλλον των φιλάργυρων.
 
Ορθόδοξη Αλήθεια, 30/11/2022

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2022

ΗΡΑΚΛΗΣ ΡΕΡΑΚΗΣ: Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΛΗΨΗ ΤΗΣ ΒΙΑΣ!

 Η συμβολή της Ορθόδοξης πίστεως στην πρόληψη της βίας
Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής ΑΠΘ
Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων
 
Η βία αποτελεί ένα θέμα πολυδιάστατο, που προβληματίζει την ευρύτερη κοινωνία και ιδιαίτερα φορείς, που ενδιαφέρονται για τους νέους, τους γονείς και το σχολείο. Οι ασκούντες βίαιες ενέργειες, εντός της σύγχρονης κοινωνίας, αυξάνονται με ταχύτατους ρυθμούς, ενώ η αντιμετώπιση του θέματος, λόγω της ιδιαιτερότητάς του, απαιτεί προσεκτικούς και επιτήδειους χειρισμούς. Ιδιαίτερα, η βαθύτερη εξέταση και προσέγγιση των βίαιων επεισοδίων, που διαδραματίζονται στο χώρο των νέων μας, εμφανίζει πολλές δυσκολίες, καθώς αυτοί έχουν διαφορετική κοινωνική προέλευση, με διαφορετική αξιακή κουλτούρα και ποικίλα πρότυπα συμπεριφοράς. Για τον λόγο αυτό, η αντιμετώπιση του προβλήματος της βίας φαίνεται να είναι αρκετά δυσχερής, καθώς όλο και πιο πολύ γίνεται σαφές ότι επιτυχέστερα και αποτελεσματικότερα  αντιμετωπίζε-ται, με το «προλαμβάνειν», παρά με το «θεραπεύειν». Την πρόληψη της βίας, μάλιστα, έχει επιλέξει, διαχρονικά, ως τον πλέον ορθό τρόπο αντιμετώπισης, η ορθόδοξη Εκκλησία. Ως αποδοτική στάση έναντι της βίας  η διδασκαλία του Χριστού, επικεντρωμένη στο «όστις σε ραπίσει επί την δεξιάν σιαγόνα, στρέψον αυτώ και την άλλην» Ματθ. 5,39), φανερώνει τη σοφία της μεθόδου της προλήψεως και αποτροπής του κακού, που προτείνει η Εκκλησία, προς αποφυγή του κύκλου βίας, που επιφέρουν οι επιθετικές αμυντικές πρακτικές, που, ως επί το πλείστον, επιλέγουν οι άνθρωποι και ιδιαίτερα οι νέοι. Η αντιμετώπιση της βίας, με βία, δηλαδή το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» της Παλαιάς Διαθήκης (Λευϊτ. 24, 20-21), ανοίγει την πόρτα στον πόλεμο, στο αίμα, στο μίσος, στην εχθρότητα και στην επέκταση της βίας. Η Εκκλησία, ως θεραπευτικός φορέας του κακού, παιδαγωγεί διαρκώς  τους πιστούς, μικρούς και μεγάλους, στοχεύοντας, μέσα από τη μυστηριακή και λειτουργική της ζωή, να γεμίσει τις ψυχές με τις απαραίτητες και αναντικατάστατες για τις διαπροσωπικές σχέσεις αρετές. Τέτοιες είναι η αγάπη, η ειρήνη, η πραότητα, η δικαιοσύνη, η συγχωρητικότητα η ταπείνωση, η υποχωρητικότητα, που αποτελούν πολύτιμη και μοναδική αγωγή και καλλιέργεια του έσω ανθρώπου,  για να είναι σε θέση διαχειρίζεται ορθά τις κρίσεις και να προλαμβάνει τις δράσεις των παθών και των κακιών, που συνήθως οδηγούν σε εγκληματικές πρακτικές.
Το μυστήριο της Εξομολογήσεως της Εκκλησίας, παίζει σημαντικό εγκληματοπροληπτικό και κατευναστικό ρόλο σε διαπροσωπικές διαφορές, προκειμένου να καταλήγουν οι άνθρωποι σε αλληλοκατανόηση, αλληλοσυγχώρεση και ειρήνη, και, συνεπώς, σε αποτροπή και αποφυγή εχθρικών και πολεμικών αντεγκλήσεων. Η Θεία Κοινωνία όλων των πιστών, εκ του ενός Αγίου Ποτηρίου, σφυρηλατεί την ενότητα, τη συναδέλφωση και την αγάπη και αποτρέπει την εχθρότητα και το μίσος μεταξύ τους. Ο Πνευματικός Πατέρας ασκεί στα πνευματικά του παιδιά μεγάλη επιρροή, καθώς, κατά την εξομολόγηση, μπορεί να διαγνώσει τις νοσηρές και τραυματικές καταστάσεις, που διαταράσσουν, σε επικίνδυνο βαθμό, τις διανθρώπινες σχέσεις και να παρέμβει θεραπευτικά, με διάκριση, σοφία και σύνεση, έτσι ώστε να καταλαγιάσουν οι οργισμένες συνειδήσεις και ψυχές και να επικρατήσει η ειρήνη.
Η εκκλησιαστική πίστη, επίσης, διδάσκοντας τους γονείς και τους δασκάλους να μορφώνουν τα παιδιά τους «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» (Εφ. 6,4), συμβάλλει στην ενδυνάμωση του προληπτικού ρόλου της οικογένειας και του σχολείου. Στόχος της Εκκλησίας είναι να συνειδητοποιούν οι γονείς και οι δάσκαλοι ότι είναι ανάγκη να ενεργούν, εν αγάπη και αληθεία, στο έργο της ανατροφής και της διδασκαλίας, έτσι ώστε να μην συμβουλεύουν και να υποδεικνύουν, μόνον λεκτικά, στα παιδιά, πρότυπα, αρετές και αξίες, που οι ίδιοι δεν ζουν. Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός δίδασκε προς τούτο: «Είναι μια μηλιά και κάνει ξινά μήλα. Εμείς τώρα τι πρέπει να κατηγορήσουμε, τη μηλιά ή τα μήλα; Τη μηλιά. Λοιπόν, κάμνετε καλά εσείς οι γονείς, όπου είστε η μηλιά, να γίνονται και τα μήλα γλυκά.. Εσύ, αδελφέ μου, όπου κάνεις τα παιδιά, να κλαις και να λυπάσαι, γιατί, όσες αμαρτίες κάνουν τα παιδιά σου αναφέρονται στην ψυχή σου. Έχεις χρέος να σώσεις τα παιδιά, που έκαμες. Δια τούτο, εσύ, οπού κάνεις τα παιδιά, να τα παιδεύεις… Εκείνοι οπού έχουν παιδιά είναι σκλάβοι και κατά την ψυχή και κατά το σώμα». Απευθυνόμενος προς την μητέρα, επίσης, ο Άγιος Κοσμάς τονίζει: «Πάλιν εσύ γυναίκα έχεις περισσότερο χρέος από τον άνδρα να ανατρέφεις τα παιδιά σου και να τα νουθετείς στα καλά έργα… Και να το παίρνεις (το παιδί) στην Εκκλησία και να το διδάσκεις τα χριστιανικά καμώματα, διότι έχεις να δώσεις απολογισμό γι’ αυτό… Και να διαβάζεις το συναξάρι του αγίου, να ακούει το παιδί σου. Ακούοντας το παιδί σου τέτοια θαύματα, ζηλεύει και λέγει: Αχ, πότε να γίνω και εγώ σαν τον Άγιό μου».
Η χριστιανική πίστη, όταν πληροί την ανθρώπινη ψυχή, συνοδευόμενη από την αρετή της αγάπης, μπορεί να αποτελέσει το κύριο εμπόδιο στην επικράτηση της βίας. Στις μέρες μας, όλο και πιο πολύ, γινόμαστε μάρτυρες βίας,  τρομοκρατίας και εγκληματικότητας τόσο στο ελληνικό όσο και στο διεθνές κοινωνικό περιβάλλον. Η Εκκλησία του Χριστού, όχι μόνον δεν απορρίπτει τις πράξεις βίας, ως αντίθετες στις εντολές των αγίων αρετών του Θεού, αλλά, μέσω της εκκλησιαστικής ζωής και της προσευχής, μεριμνά νυχθημερόν, έτσι ώστε να υπάρξει η άνωθεν φωτιστική ενέργεια προς αποφυγή εντάσεων και βίαιων ενεργειών, πρώτα, στις ψυχές των ανθρώπων και, έπειτα, στις διανθρώπινες σχέσεις και συμπεριφορές.
Επί πλέον, στις διάφορες ακολουθίες της, που έχουν όλες μορφωτικό και παιδαγωγικό χαρακτήρα, αγωνίζεται να οικοδομήσει πνευματικά θεμέλια στις ψυχές των πιστών, έτσι ώστε να είναι εξοπλισμένες με αγάπη, ειρήνη και πραότητα και να μην υπάρχει εντός αυτών, ούτε καν ως λογισμός, η πρόθεση για βία. Στο πλαίσιο αυτό, οι πιστοί, όλοι μαζί, ως ένα αχώριστο, αδελφικό και αγαπητικό «Εμείς», εύχονται και προσεύχονται, καθημερινά, υπέρ της εσωτερικής ειρήνης των ανθρώπων, η οποία να συμβάλλει  στην ειρήνευση του σύμπαντος κόσμου. Ο λειτουργός προσεύχεται και ζητά, εξ’ ονόματος όλων, τη θεία δύναμη από τον Θεό για την επικράτηση της ομόνοιας στους πιστούς, επικαλούμενος συνεχώς το «Ειρήνη πάσι». Προτρέπει, επίσης τους πιστούς, να αγαπάνε ο ένας τον άλλο, για να μπορούν, εν αγάπη, να ομολογούν το όνομα του Θεού: «Αγαπήσωμεν αλλήλους, ίνα εν ομονοία ομολογήσω-μεν». Στο πλαίσιο αυτό, ζητά να προσεύχονται, πρώτα, για εκείνους που τους μισούν και, έπειτα, για όσους τους αγαπούν «ευξόμεθα υπέρ των μισούντων και αγαπώντων ημάς». Τους καλεί, ακόμη, να προσέρχονται στο κοινό Ποτήριο, στη Θεία Κοινωνία, με φόβο (σεβασμό) στον Θεό, πίστη και αγάπη: «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε». Τους διδάσκει, επίσης, διά της ακροάσεως του Αγίου Ευαγγελίου ότι ευλογημένοι και μακάριοι είναι οι καθαροί στην καρδιά, οι πραείς, οι ειρηνοποιοί, οι ελεήμονες, οι διωγμένοι για την πίστη και την αρετή τους, οι υβριζόμενοι και διωκόμενοι για την πίστη τους (Ματθ. 5, 3-12). Με άλλα λόγια, μέσα σε έναν κόσμο, που αγαπά πιο πολύ το σκότος, από το φως (Ιω. 3, 19), που, συνήθως, μισείται και σταυρώνεται τόσο ο Χριστός, όσο και ο  συνάνθρωπος, εκείνοι που πιστεύουν στον Χριστό εμπνέονται και οδηγούνται άνωθεν, για να ζουν διαρκώς σε ένα κλίμα λυτρωτικής αγάπης και ειρήνης, προσδοκώντας την Αιώνια Ζωή.Έτσι, καλλιεργείται μέσα τους μια εσωτερική γαλήνη, που καταπραΰνει και νικά τα πάθη, τα οποία οδηγούν τους λογισμούς, στις κακές σκέψεις ή αποφάσεις και καταλήγουν σε πράξεις βίας και επιθετικότητας.
Οι ευσεβείς και συνεπείς στην πίστη τους Χριστιανοί, τηρώντας τον αγαπητικό τρόπο ζωής, που εκφράζει το θέλημα του αληθινού Θεού, επιλέγουν τον ειρηνικό και πράο τρόπο ζωής στις σχέσεις τους με τους συνανθρώπους. Και αυτό, διότι ως φιλοσοφία ζωής έχουν την αρχή ότι οι «άλλοι» δεν είναι η κόλασή τους, όπως πίστευε ο Ζαν Πωλ Σαρτρ, αλλά η πνευματική τους ευκαιρία, ο παράδεισός τους, όπως τους διδάσκει η ορθόδοξη παράδοσή τους, γεγονός που τους κάνει να στέκονται εν αγάπη και εν ειρήνη απέναντί τους.   
 
Ορθόδοξη Αλήθεια, 16.11.2022

Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2022

ΗΡΑΚΛΗΣ ΡΕΡΑΚΗΣ: ΧΩΡΙΣ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟΝ ΠΕΡΙΠΑΤΟΥΜΕΝ ΕΙΣ ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ!

 “Χωρίς το σχολείον περιπατούμεν εις το σκότος”
 (Κοσμάς Αιτωλός)
 
Ηρακλής Ρεράκης, καθηγητής ΑΠΘ,
Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων
 
Αφορμή για το παρόν άρθρο ήταν, αφενός, η έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς και, αφετέρου, η αύξηση του φαινομένου που σχετίζεται με κάποιες ομάδες μαθητών, οι οποίοι, σύμφωνα με την επικαιρότητα, φαίνεται να αυξάνονται όλο και πιο πολύ σε ολόκληρη τη χώρα, ασκώντας πράξεις βίας, επιθετικότητας και   εγκληματικότητας.
Ο Άγιος των σχολείων, Κοσμάς ο Αιτωλός (1714-1779) θεωρούσε απαραίτητο το σχολείο για την κοινωνική ευρυθμία, διότι, όπως με σοφία έλεγε, χωρίς αυτό περπατούμε, ως κοινωνία, στο σκότος: «Δεν βλέπετε ότι αγρίωσε το Γένος μας από την αμάθεια και εγίναμεν ωσάν θηρία; Διά τούτο σας συμβουλεύω να κάμετε σχολείον, δια να εννοήτε το άγιον Ευαγγέλιον και τα λοιπά βιβλία… Καλύτερον, αδελφέ μου, να έχεις ελληνικόν σχολείον εις την χώραν σου, παρά να έχεις βρύσες και ποτάμια. Και ωσάν μάθεις το παιδί σου γράμματα, τότε λέγεται άνθρωπος». 
Τρεις αιώνες, αργότερα, με την αρχή της νέας σχολικής χρονιάς, διερωτάται κανείς, αν το σημερινό ελληνικό σχολείο έχει τον στόχο και την προοπτική να μειώνει το υπάρχον κοινωνικό σκότος και να ανοίγει τον νου και τις καρδιές των μαθητών/τριών στην άσκηση ενάρετης ζωής.
Στο ερώτημα αυτό μπορούμε να απαντάμε θετικά και αισιόδοξα, γνωρίζοντας ότι οι νομικές βάσεις και οι παιδαγωγικές αρχές των σχολείων μας, όταν εφαρμόζονται με συνέπεια, συμβάλουν, σε μεγάλο βαθμό, στην ομαλή και γόνιμη ένταξη των μαθητών στον κοινωνικό ιστό.
Κατ΄ αρχάς, σύμφωνα με τον ισχύοντα Νόμο 1566 του 1985, άρθρο 1, ένα απόσπασμα του οποίου παραθέτουμε παρακάτω, «σκοπός της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι να συμβάλει στην ολόπλευρη, αρμονική και ισόρροπη ανάπτυξη των διανοητικών και ψυχοσωματικών δυνάμεων των μαθητών, ώστε, ανεξάρτητα από φύλο και καταγωγή, να έχουν τη δυνατότητα να εξελιχθούν σε ολοκληρωμένες προσωπικότητες και να ζήσουν δημιουργικά.
 
Ειδικότερα, υποβοηθεί τους μαθητές:
α) Να γίνονται ελεύθεροι, υπεύθυνοι, δημοκρατικοί πολίτες, να υπερασπίζονται την εθνική ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα της χώρας και τη δημοκρατία, να εμπνέονται από αγάπη προς τον άνθρωπο, τη ζωή και τη φύση και να διακατέχονται από πίστη προς την πατρίδα και τα γνήσια στοιχεία της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης.
β) Να καλλιεργούν και να αναπτύσσουν αρμονικά το πνεύμα και το σώμα τους, τις κλίσεις, τα ενδιαφέροντα και τις δεξιότητές τους. Να αποκτούν, μέσα από τη σχολική τους αγωγή, κοινωνική ταυτότητα και συνείδηση.
γ) Να αναπτύσσουν δημιουργική και κριτική σκέψη και αντίληψη συλλογικής προσπάθειας και συνεργασίας, ώστε να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες και με την υπεύθυνη συμμετοχή τους να συντελούν αποφασιστικά στην πρόοδο του κοινωνικού συνόλου και στην ανάπτυξη της πατρίδας μας.
δ) Να σέβονται τις ανθρώπινες αξίες και να διαφυλάσσουν και προάγουν τον πολιτισμό.
ε) Να αναπτύσσουν πνεύμα φιλίας και συνεργασίας με όλους τους λαούς της γης, προσβλέποντας σε έναν κόσμο καλύτερο, δίκαιο και ειρηνικό».
Όπως παρατηρούμε, σύμφωνα με το πνεύμα του παραπάνω εκπαιδευτικού νόμου, στόχος του σχολείου δεν είναι απλώς η μετάδοση στους μαθητές  κοινωνικοηθικών προτύπων αλλά και η μετατροπή τους σε ενάρετη συμπεριφορά.
 
Μάλιστα, ανάμεσα σε όσα ορίζει ο παραπάνω Νόμος, το σχολείο προσφέρει στους μαθητές, εκτός των άλλων, χριστιανικά πρότυπα, τα οποία μέσω του ορθόδοξου χριστιανικού μαθήματος των Θρησκευτικών, της Προσευχής, του Εκκλησιασμού –και όχι μόνον- εμπνέουν στους/στις μαθητές/τριες την πίστη την αλήθεια και την αγάπη του Ευαγγελίου, που συμβάλλει, τα μέγιστα, σε μια γνήσια και εν Χριστώ κοινωνική μόρφωση και αγωγή.
Η σχολική γνώση, άλ­­λωστε, κατά την ελληνορθόδοξη παράδοση, είναι τρό­πος και μέσο παιδείας και αγωγής και όχι μια απλή νοητική και μαθη­σιακή διεργασία, που αποβλέπει στην εξασφάλιση κάποιου επαγγέλματος.
Αν η παιδεία δεν προάγει τον στόχο της αληθινής γνώ­σεως, που είναι η αναζήτηση και η καλλιέργεια της αλήθειας και του νοήματος της ζωής και αρκείται σε στόχους που εγκλωβίζουν τα οράματα των νέων, στο πλαίσιο μόνον μιας επαγγελματικής και οικονομικής αποκατάστασης, τότε είναι βέβαιο ότι απομακρύνει τους/τις μαθητές/τριες από την αληθινή μόρφωση και, επο­μέ­νως, από τη δυνατότητα να καλλιεργούνται, ως ολοκληρωμένες προ­­σω­πικότητες με ηθικοκοινωνικές δομές.
Όταν, όμως, η παιδεία λειτουργεί ως έλξη και έμπνευση των νέων ανθρώπων στην πίστη στον Θεό, που γεννά την εμπιστοσύνη, στη γνώση της αλήθειας που γεννά τη σοφία και στη βίωση της αγάπης στον συνάνθρωπο, που καλλιεργεί την αρετή, τότε δημιουργεί προ­ϋποθέσεις και δομές ελευθερίας.
Πράγματι, χωρίς πίστη, αλήθεια και αγάπη, δεν μπο­ρεί να υπάρξει αληθινή ελευθερία και χωρίς αληθινή ελευ­θερία, οι άνθρωποι είναι βυθισμένοι στη σύγχυση και στην πλάνη και υποδουλωμένοι σε πάθη, αδυναμίες και συμπεριφορές, που τους απομακρύνουν από κάθε γνήσια ανθρώπινη ζωή με κοινωνική προοπτική.
Η σχολική γνώση, μάλιστα, όταν συνδέεται με τη γνώση του Θεού, όπως μαρτυρείται και από τον Ευαγγελικό Λόγο,  καλλιεργεί στις συνειδήσεις των μαθητών/τριών την αποδοχή της ανάγκης, να εμπεδώνουν ό, τι μαθαίνουν, ως αλήθειες της ζωής, σε συνάφεια με τη βιωματική και έμπρακτη εφαρμογή τους: «εν τούτω γινώσκομεν ότι εγνώ­κα­μεν αυτόν, εὰν τας εντολὰς αυτού τηρώμεν. Ο λέγων, έγνω­κα αυτόν, και τας εντολὰς αυτού μη τηρών, ψεύστης εστί, και εν τούτω η αλήθεια ουκ έστιν» (Α’ Ιω. 2, 3-4).
Η οποιαδήποτε απόκλιση από τον ως άνω σκοπό της σχολικής μορφώσεως και γνώσεως, δημιουργεί εμπόδια στη γνώση, προκειμένου να αποβαίνει αλη­θι­νή, γόνιμη και ωφέλιμη πνευματικά, στους/στις διδασκόμενους/ες και σε ολόκληρη την κοινωνία.
Από τα παραπάνω, είναι φανερό ότι η διαδικασία της δι­­δα­σκαλίας των σχολικών γνώσεων δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στο γέμισμα των μαθητικών εγκεφάλων με γνώσεις και πληροφορίες, αλλά να στο­χεύει, ταυτόχρονα, στην μετατροπή τους σε αρχές, τρόπους και στάσεις ζωής, σε οικοδομή και καλλιέργεια του όλου ανθρώπου, όλων των δυνάμεων και των λειτουργιών της υπάρξεώς του.
Με την ευκαιρία της νέας σχολικής χρονιάς οι παιδαγωγοί όλων των σχολείων αλλά και οι οικογένειες των μαθητών/τριών, είναι ανάγκη να έχουν υπόψη τη φιλοσοφία της κοινωνικής ζωής που οραματίζεται και εμπνέει ο ισχύων εκπαιδευτικός Νόμος, έτσι ώστε, κατά την άσκηση του έργου τους, να αναζητείται μια αναλογία και αντιστοιχία, ανάμεσα στη σχολική διδασκαλία και στον εμπειρικό κοινωνικό ορίζοντα των μαθητών.
Αν οι μαθητές/τριες μαθαίνουν  γνώσεις, οι οποίες, όμως, προσφέρονται μακράν των αντίστοιχων βιωμάτων και εμπειριών, τότε η όλη διδασκαλία κινδυνεύει να αποβεί άκαρπη κοινωνικά. Στόχος του σχολείου, μάλιστα, σύμφωνα και με τις παιδαγωγικές θεωρίες, που ισχύουν διαχρονικά, είναι να αποτελεί, μαζί με την οικογένεια, το θερμοκήπιο που προετοιμάζει τους νέους ανθρώπους, προκειμένου να αποκτούν τις ικανότητες και δεξιότητες που απαιτούνται για τη γόνιμη και δημιουργική ένταξή τους στις πνευματικές, ηθικοκοινωνικές και πολιτισμικές δομές της εκάστοτε κοινότητας.
Σε αυτόν τον στόχο του σχολείου συμβάλλουν όλες οι γνώσεις, ιδιαίτερα, όμως, οι θεολογικές και ανθρωπιστικές, καθώς με αυτές οι μαθητές/τριες εμπλουτίζονται με τα κριτήρια, τις πνευματικές εμπειρίες και το ήθος, που συμβάλλουν στη διαμόρφωση γνώσης και αρετής, δηλαδή, γόνιμης και δημιουργικής κοινωνικής συνείδησης.
 Εξοπλίζοντας τα σχολεία την μαθητιώσα νεολαία με τις παραπάνω αρχές, αντιλήψεις και συμπεριφορές, καλλιεργούν και εμπεδώνουν στις νεανικές ψυχές τις στάσεις, που μπορούν να ανακαινίζουν και να ανανεώνουν τον τρόπο σκέψης και ζωής των κοινωνιών στις οποίες εντάσσονται σταδιακά.
Ταυτόχρονα, όμως, οι νέοι/νέες μας συνειδητοποιούν στα σχολεία ότι ο άνθρωπος, από την αρχή της δημιουργίας του, είναι κοινωνικό ον και ότι, ως κατ’ εικόνα του Θεού ύπαρξη, είναι ανάγκη να εμφορείται με πνευματικά, ηθικά και κοινωνικά χαρίσμα­τα, όπως είναι αυτό της ενωτικής και αγαπητικής δύναμης, που εξυψώνει τη ζωή, σ’ ένα πλαίσιο κοινω­νικής αλληλεπίδρασης, αμοιβαιότητας και αρμονικής συμ­βίω­σης και αποτρέπει από τη βία, την επιθετικότητα και την εγκληματικότητα.
 
Ορθόδοξη Αλήθεια, 05.10.2022

Κυριακή 3 Οκτωβρίου 2021

ΗΡΑΚΛΗΣ ΡΕΡΑΚΗΣ: Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ ΜΕ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ!

 Η σχέση του Μ. Θεοδωράκη με την Ορθόδοξη Εκκλησία
Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής ΑΠΘ
Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων (ΠΕΘ)
 
Πολλοί βιογράφοι ή φίλοι του αείμνηστου Μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη έχουν υπογραμμίσει τον σεβασμό, την αγάπη και την αφοσίωσή του στην ορθόδοξη χριστιανική παράδοση και έχουν επισημάνει ότι οι μουσικές του νότες είχαν ως αφετηρία, την εκκλησιαστική Μουσική, παράλληλα με τη Λαϊκή και Δημοτική Μουσική παράδοση της Ελλάδας.
Άλλωστε, η εκκλησιαστική Μουσική και Λειτουργική παράδοση, ως κύριο μέρος του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού, δεν θα μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητη τη μουσική ευαισθησία του Μίκη. Και αυτό, διότι ο μεγάλος ρωμιός μουσικοσυνθέτης ήταν εραστής του όλου του ελληνικού πολιτισμού, ο οποίος, ως γνωστό, είχε καταστεί οργανικό στοιχείο της ζωής του.
Δεν θα μπορούσε συνεπώς να είναι επιλεκτικός και να μην τιμά όλα εκείνα που αιώνες τιμούσε, σεβόταν και αγαπούσε ο ελληνικός λαός. Γι αυτό, ως γνήσιος δέκτης και εκφραστής της λαϊκής ευαισθησίας και του λαϊκού πολιτισμού, δεν ακολούθησε τις διχαστικές ή επιλεκτικές θέσεις των αυτοκαλούμενων προοδευτικών, που τα τελευταία 50 χρόνια περιφρονούν και στοχοποιούν ένα από τα διαχρονικά μεγάλα και σπουδαία πρότυπα του ελληνικού λαού, τη χριστιανική του πίστη και αφοσίωση στις ορθόδοξες χριστιανικές του παραδόσεις.
 Ο Θεοδωράκης, ήδη από την παιδική του ηλικία υπήρξε τέκνο της Εκκλησίας και άρχισε να συνδυάζει και να ενώνει τις νότες του με τη βυζαντινή μουσική. Το 1982, στο Σημείωμά του για το έργο του «Θεία Λειτουργία, σε κείμενα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσόστομου», αναφέρει σχετικά: «Προσωπικά είχα την τύχη να ζυμωθώ από μικρός με τη μουσική της Εκκλησίας. Μαθητής του δημοτικού, στο Αργοστόλι, συμμετείχα στην εκκλησιαστική χορωδία που σχημάτιζε κάθε χρόνο ο Μητροπολίτης για τα τροπάρια της Μεγάλης Παρασκευής. Τώρα, που τα έβαλα ατόφια μέσα στην Τρίτη Συμφωνία, μπορώ να πω ότι νιώθω σαν να εκπλήρωσα το πιο βαρύ μου χρέος απέναντι σε εκείνο που θεωρώ νερομάνα της μουσικής μας -και όχι μόνο μουσικής- μνήμης: τη βυζαντινή παράδοση. Μετά το Αργοστόλι, στην Πάτρα και στον Πύργο, συμμετείχα πάντα σε εκκλησιαστική χορωδία, για να καταλήξω στην Τρίπολη (1940-43) να διευθύνω πια ο ίδιος τη χορωδία της Αγίας Βαρβάρας. Τότε έγραψα και τα πρώτα μου εκκλησιαστικά δοκίμια: “Σε υμνούμεν”, “Χερουβικά”, “Δοξολογία”, με κορύφωμα, στα 1942, την “Κασσιανή”, που την τοποθετώ ανάμεσα στα κορυφαία μου έργα».
Το 1983, επίσης, στην παρουσίαση της σύνθεσής του «Νεκρώσιμη Ακολουθία εις τους Κεκοιμημένους», σε συνεργασία με την Εκκλησία, είχε πει μεταξύ άλλων: «Η συνεργασία με την Εκκλησία είναι οπωσδήποτε ένα μεγάλο πρόβλημα για ένα μαρξιστή… Θυμάμαι, όταν είχα γράψει μουσική για το γνωστό τραγούδι “Και δόξα τω Θεώ…”, κάποιος από τους ιεροφάντες του αγνού μαρξισμού με κατηγόρησε ότι μ΄ αυτό το τραγούδι προπαγανδίζω τη θρησκεία, το “όπιον του λαού”… Σ΄ αυτά τα 40 χρόνια πού πέρασαν έχω καταλήξει σε ορισμένα βασικά συμπεράσματα… Η Εκκλησία αποτελεί για μας τους Έλληνες ένα χώρο πάνω κι έξω από οποιεσδήποτε πολιτικοϊδεολογικές πεποιθήσεις και προκαταλήψεις. Θα έλεγα είναι το λίκνο του Έθνους… το λίκνο του Ελληνισμού. Μέσα εκεί βαφτίζουμε τα παιδιά μας, αφού πρώτα βαφτισθούμε εμείς οι ίδιοι, εκεί παντρευόμαστε, εκεί αποχαιρετάμε τους αγαπημένους μας. Είτε το θέλουμε είτε όχι τις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής μας τις έχουμε περάσει στην Εκκλησία… Θα ήταν λοιπόν αφέλεια να ξαναγυρίσουμε στο δόγμα, “η θρησκεία είναι το όπιο του λαού”. Έτσι, στη πράξη αποφάσισα να κάνω αυτή τη Λειτουργία με τη φιλοδοξία να ανανεώσω τους εκκλησιαστικούς ήχους…».
 Βαθιά πεποίθησή του Θεοδωράκη ήταν ότι «μόνο με την ανανέωση της μνήμης και της πίστης μπορούμε να γίνουμε κάτι. Πρέπει να έχουμε βάσεις και ρίζες, να είμαστε περήφανοι για αυτό το καταπληκτικό πάντρεμα της ουσίας της ελληνικότητας με την ουσία του Χριστιανισμού».
Ο ίδιος, επίσης, τόνιζε ότι: «Συνάντησα την ελληνική γλώσσα και το βυζαντινό μέλος στα κηρύγματα του Χριστιανισμού, σε μια εποχή που ζούσαμε κάτω από τον ζυγό της κατοχής».
Όταν πραγματοποιήθηκε, στην Κωνσταντινούπολη, η μουσική εκδήλωση «Πόλις 2010 και Λυσιστράτη»  είπε μεταξύ άλλων στον χαιρετισμό του: «Θα ήθελα να στείλω ένα μήνυμα αγάπης και φιλίας στους φίλους μας Τούρκους και ιδιαίτερα σ’ εκείνους που πιστεύουν, όπως εγώ, στην ιστορική ανάγκη για την επίτευξη μιας ισχυρής και μόνιμης φιλίας και συνεργασίας ανάμεσα στους δύο λαούς μας. Ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους για το χτίσιμο αυτής της φιλίας είναι ο αμοιβαίος σεβασμός των μεγάλων αξιών του κάθε λαού, όπως είναι η πίστη στις εθνικές, ιστορικές, πολιτιστικές και θρησκευτικές του αξίες. Για εμάς, τους Έλληνες, η Ορθοδοξία αποτελεί μια κορυφαία μορφή και λειτουργία της εθνικής μας συνείδησης, τόσο πολύτιμης και ισχυρής, όσο η ίδια μας η Πατρίδα. Και γι’ αυτό, ας μου επιτραπεί να απευθύνω έκκληση, ιδιαίτερα προς την Τουρκική Κυβέρνηση, να λάβει σοβαρά υπ’ όψη της αυτό το γεγονός, εάν πράγματι θέλει να προχωρήσουμε σοβαρά και οριστικά στην επίλυση των διαφορών μας, ξεκινώντας από τον έμπρακτο σεβασμό προς το Πατριαρχείο και τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο, που αποτελούν σύμβολα της Ελληνικής Ορθοδοξίας, με την οποία, όπως είπα, είναι τόσο στενά δεμένος ο ελληνικός λαός».
Ο Θεοδωράκης, φαίνεται ότι δεν έθεσε ποτέ σε αμφισβήτηση τη σχέση του με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Γι΄ αυτό και εκφράζεται συνειδητά, όταν δηλώνει: «Εγώ δεν βρήκα καμία αντίφαση ανάμεσα στην (ένταξή μου και στην) Εκκλησία, όπου συνάντησα την ελληνική γλώσσα, το βυζαντινό μέλος, που είναι και ελληνικό μέλος. Ήμουνα ένας αντιστασιακός, ήμουνα ένας κομμουνιστής εκείνη την εποχή και παράλληλα ήμουνα ένας χριστιανός, ένας άνθρωπος που πίστευε στην Ορθοδοξία και που πίστευε και που πιστεύει στη συνέχεια του ελληνικού έθνους. Κι ένας μεγάλος σταθμός είναι βέβαια και το Βυζάντιο, όπου, όχι μόνο διατήρησε το ελληνικό μέλος αλλά και το επεξεργάστηκε και από κει το πέρασε στα ακριτικά και στα δημοτικά μας τραγούδια κι έτσι μπόρεσε να διατηρηθεί η εθνική και πολιτιστική μας ταυτότητα. Αναγεννήθηκα μέσα από την Εκκλησία. Ήθελα, επειδή πιστεύω ότι η Εκκλησία εξακολουθεί να είναι και είναι συνάθροιση απλών ανθρώπων, ιδιαίτερα στις μικρές μονάδες όπως είναι το χωριό, όπως είναι η κωμόπολη, όπως είναι η πόλη, θα ’θελα πάρα πολύ να γράψω πάρα πολλά εκκλησιαστικά έργα, όπως είχα γράψει, όταν ήμουν έφηβος αλλά και μετέπειτα, ξεκινώντας από τη “Λειτουργία του Ιωάννου του Χρυσοστόμου”. Μετά την “Κασσιανή” (1942) και τη “Θεία Λειτουργία” (1982), συνέθεσα, το 1984, την “Ακολουθία εις Κεκοιμημένους”. Μετά τη “Θεία Λειτουργία”, αισθάνθηκα απολυτρωμένος. Έχω, άλλωστε, σκεφτεί να συνθέσω πολλές “Θείες Λειτουργίες”, εάν μου το επιτρέψει ο πανδαμάτωρ χρόνος. Να συνθέσω και “Δοξολογία”, ίσως και “Δοξολογίες”».
Ο Θεοδωράκης, με τον πρόσφατο θάνατό του, έχει περάσει ήδη στην αιωνιότητα. Χαρακτηριστικά των πνευματικών του γονιδίων είναι όσα πιστεύει για το νόημα του θανάτου, επεξηγώντας όσα ένιωσε, καθώς μελετούσε και μελοποιούσε το κείμενο της Νεκρώσιμης Ακολουθίας του Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού, στη σύνθεσή του «Ακολουθία εις κεκοιμημένους»: «Το κείμενο, από τα υψηλότερα ανθρώπινα, πνευματικά, φιλοσοφικά και ποιητικά επιτεύγματα του ελληνικού λυρικού λόγου, μας βοηθά ανακαλύψουμε τις ορθές και πραγματικές μας διαστάσεις. Μας καλεί σε μια μεθυστική κατάδυση στο βάθος του εαυτού μας, για να ανακαλύψουμε το “φως που καίει”, την ουσία και την πεμπτουσία της ανθρώπινής μας ύπαρξης. Να ενωθούμε με το μυστήριο του θανάτου, σαν τη μόνη εγγύηση και οδό, ότι έτσι ανακαλύπτουμε την ουσία της ζωής».
Η γνωστοποίηση της επιθυμίας του να κηδευτεί και να ταφεί, σύμφωνα με το ορθόδοξο χριστιανικό τυπικό, επιβεβαιώνει την πίστη και αφοσίωσή του στον Νοητό Ήλιο της Δικαιοσύνης, που φωτίζει και αγιάζει τον κόσμο.
Αιωνία του η μνήμη!
 
 "Ορθόδοξη Αλήθεια" 08-09-2021

Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2021

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ: ΠΟΤΕ ΟΙ ΣΥΝΟΔΙΚΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΤΟΠΙΚΩΝ Ή ΤΩΝ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΣΥΝΟΔΩΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΔΕΚΤΕΣ ΚΑΙ ΕΧΟΥΝ ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΛΗΡΩΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ;

Πότε οἱ Συνοδικές Ἀποφάσεις τῶν Τοπικῶν ἤ τῶν Πανορθοδόξων Συνόδων εἶναι ἀποδεκτές καί ἔχουν δεσμευτικό χαρακτῆρα γιά τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας;
 
Εἰσήγηση τοῦ κ. Δημητρίου Τσελεγγίδη
τ. Καθηγητῆ τῆς Δογματικῆς τοῦ ΑΠΘ
 
ΣΤΗΝ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ:
«Ἡ πρόκληση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ σήμερα»,
ἀφιερωμένη στή μνήμη τοῦ μακαριστοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ
(μέ τήν προσθήκη τῶν ἀπαντήσεων του
σέ ἐρωτήματα πού τοῦ τέθηκαν κατά τήν συζήτηση)
 
Σεβαστοί πατέρες καί ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Πρίν περάσω στό θέμα τῆς Εἰσηγήσεώς μου, θά ἤθελα νά ἀναφερθῶ ἐπιγραμματικά στό τιμώμενο πρόσωπο τοῦ μακαριστοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ. Ὁ π. Γεώργιος πρωτοστάτησε -τά τελευταῖα κυρίως χρόνια- στούς πνευματικούς ἀγῶνες πού ἀφοροῦσαν στήν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως καί τήν αὐθεντικότητα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Τόσο ὁ κατ’ ἰδίαν, ὅσο καί ὁ δημόσιος λόγος του ἑστίαζε στό Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησιολογία ἦταν τό ἐπίκεντρο τῶν ἐνδιαφερόντων του, τό ὁποῖο διαπερνοῦσε ἀξονικά ὅλες τίς ἐπιστημονικές, ἐκκλησιαστικές καί κοινωνικές παρεμβάσεις του, ἀδιαφορώντας γιά τό ὁποιοδήποτε προσωπικό τίμημα καί μή κάνοντας ἐκπτώσεις στά δόγματα καί τό ὁμολογιακό φρόνημά του. Αἰωνία του ἡ μνήμη!
Ὁ Συνοδικός θεσμός στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τό θεσμικό ἐκεῖνο ὄργανο πού παίρνει ἀποφάσεις, οἱ ὁποῖες ἀφοροῦν στή Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἐπακριβῆ διατύπωση τῶν δογμάτων της. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ Συνοδικότητα ἀποτελεῖ τόν ἁγιοπνευματικό ἐκεῖνο τρόπο, μέ τόν ὁποῖο ὁριοθετοῦνται ἀδιαμφισβητήτως ἡ πίστη καί ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Μέ αὐτόν τόν τρόπο διασφαλίζεται ἡ θεσμική ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ἡ οἰκουμενικότητά της. Ὁ Συνοδικός θεσμός, δηλαδή, ἀποτελεῖ τήν ἔκφραση τῆς ἑνότητας τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν μεταξύ τους, ἀλλά καί τήν ἔκφραση τῆς μίας Ἐκκλησίας ἀνά την Οἰκουμένη.
Ἡ Συνοδικότητα, ὡς θεσμικός τρόπος ἐκφράσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἔχει δογματικές προϋποθέσεις. Οἱ προϋποθέσεις αὐτές ἀνάγονται στήν Ἁγιοτριαδική ζωή, στό ἐπίπεδο ὅμως τῆς θείας Οἰκονομίας, καί θεμελιώνονται κατεξοχήν στό Χριστολογικό δόγμα, ἀλλά καί κατ’ ἐπέκταση στήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας, νοουμένης ὡς μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ.
Χωρίς αὐτές τίς προϋποθέσεις, οἱ ὁποῖες ἔχουν βιωματικό καί γι’ αὐτό προσδιοριστικό χαρακτῆρα, ἡ Συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας κενώνεται ἀπό τό οὐσιαστικό περιεχόμενό της καί καταντᾶ ἕνας ἀνθρώπινος θεσμός, ὁπότε ἐκπίπτει ἀπό τόν ἐκκλησιαστικό χαρακτῆρα του.
Οἱ Ἁγιοτριαδικές προϋποθέσεις τῆς Συνοδικότητας τῆς Ἐκκλησίας ἀναγνωρίζονται μέ σαφήνεια στό ἐπίπεδο τῆς θείας Οἰκονομίας. Ἔτσι, ὁ Τριαδικός Θεός κατά τήν φανέρωσή Του στόν κόσμο καί τήν Ἱστορία ἐμφανίζεται νά ἐνεργεῖ «συνοδικά». Ὅλα στή δημιουργία καί τήν ἐν Χριστῷ ἀναδημιουργία γίνονται «συνοδικά», γίνονται πάντοτε «ἐκ Πατρός, δι’ Υἱοῦ, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι». Στόν Τριαδικό Θεό δέν εἶναι μόνο ἡ οὐσία μία καί ἡ αὐτή, εἶναι μία καί ἡ ἐκ τῆς θείας οὐσίας ἐνέργεια, ἡ θέληση καί τό θέλημα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἐμφανέστερα, ὅμως, τονίζεται στή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία γίνεται μέ τήν κοινή βούληση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὅπως διατυπώνεται στήν Ἁγία Γραφή: «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον, κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ’  ὁμοίωσιν». Ἀλλά καί ἡ ἀναδημιουργία τοῦ ἀνθρώπου μέ τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, διά τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι εὐδοκία τοῦ Πατρός, τῇ συνεργείᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κατά συνέπεια, ὑπάρχει ἀπόλυτη ταυτότητα στήν βούληση, ἐνέργεια καί πράξη τῶν Τριῶν Θείων Προσώπων, τά ὁποῖα λειτουργοῦν συνοδικά. Καί, ἐπειδή οἱ ἄνθρωποι δημιουργήθηκαν κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὀφείλουν καί μποροῦν -ἀφοῦ ἔχουν σέ κτιστό ἐπίπεδο, βεβαίως, τίς ὀντολογικές προδιαγραφές, ὡς πραγματικές καί χαρισματικές προϋποθέσεις- νά λειτουργοῦν συνοδικά, κατά τό πρότυπό τους.
Ἡ πρακτική ὅμως δυνατότητα γιά τήν συνοδική λειτουργία τῶν ἀνθρώπων θεμελιώνεται στό Χριστολογικό δόγμα. Καταρχήν, στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου –τοῦ Ἑνός τῆς Ἁγίας Τριάδος- κατά τήν ἐνανθρώπησή Του συνῆλθαν καί λειτούργησαν συνοδικά καί ἀκέραια οἱ δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ, ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη.
Ἡ παραπάνω δογματική ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας διατυπώθηκε μέ κάθε ἀκρίβεια στούς δογματικούς Ὅρους - Ἀποφάσεις τῆς Δ΄ καί Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὁ Ὅρος τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναφέρεται στήν «σύνοδο» τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ὁ Ὅρος τῆς Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναφέρεται στήν «σύνοδο» τῶν δύο φυσικῶν θελήσεών Του, ἐξαρτωμένων φυσικῶς ἐκ τῶν δύο ἀκεραίων φύσεών Του.
Εἰδικότερα, γιά τίς δύο θελήσεις τοῦ Χριστοῦ -πού ἀφοροῦν ἄμεσα καί λειτουργικά τήν Συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας- στόν Ὅρο τῆς Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου σημειώνονται τά ἑξῆς, χαρακτηριστικῶς: «Καί δύο φυσικάς θελήσεις, ἤτοι θελήματα, ἐν αὐτῷ, καί δύο φυσικάς ἐνεργείας ‘‘ἀδιαιρέτως, ἀτρέπτως, ἀμερίστως, ἀσυγχύτως’’ (πρόκειται γιά τόν Ὅρο τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου), κατά τήν τῶν ἁγίων Πατέρων διδασκαλίαν, ὡσαύτως κηρύττομεν· καί δύο μέν φυσικά θελήματα οὐχ ὑπεναντία, μή γένοιτο..., ἀλλά ἑπόμενον τό ἀνθρώπινον αὐτοῦ θέλημα, καί μή ἀντιπῖπτον ἤ ἀντιπαλαῖον, μᾶλλον μέν οὖν καί ὑποτασσόμενον τῷ θείῳ αὐτοῦ καί πανσθενεῖ θελήματι» (Βλ. Ἰω. Καρμίρη, Τά δογματικά καί συμβολικά μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Τόμ. Α΄, 222-223).
Οἱ δύο θελήσεις τοῦ Χριστοῦ, λοιπόν, ἑνώθηκαν -ὅπως καί οἱ φύσεις Του- «ἀδιαιρέτως, ἀτρέπτως, ἀμερίστως, ἀσυγχύτως», πρᾶγμα πού διασφαλίζει τήν ἑνότητα, ἀλλά καί τήν ἰδιαιτερότητα καί ἀκεραιότητα τῶν δύο θελήσεων. Οἱ θελήσεις τοῦ Χριστοῦ -ἐνῶ παραμένουν ἀδιαίρετα ἑνωμένες καί ἐνῶ διατηροῦν «ἀτρέπτως καί ἀσυγχύτως» τά φυσικά χαρακτηριστικά καί τήν ἰδιαιτερότητά τους –δέν ἀντίκεινται ἡ μία πρός τήν ἄλλη, ἀλλά ἡ ἀνθρώπινη θέληση ἀκολουθεῖ καί ὑποτάσσεται στή θεία θέληση. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ ὑποταγή τῆς ἀνθρωπίνης θελήσεως στή θεία θέληση ἀποτελεῖ καί ἑρμηνευτικό «κλειδί» γιά τήν κατανόηση τῆς ἀναμαρτησίας καί τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Χριστοῦ, κατά τήν ἀνθρώπινη φύση Του. Ἀποτελεῖ ὅμως καί τό «κλειδί» κατανοήσεως τῆς Συνοδικότητας τῆς Ἐκκλησίας καί ἑρμηνείας τοῦ ἀλαθήτου τῶν Ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Αὐτό θά γίνει σαφέστερο ἀπ’ ὅσα θά ποῦμε παρακάτω.
Ἡ ὕπαρξη τῶν δύο φυσικῶν αὐτεξουσίων καί τῶν δύο θελήσεων στό Χριστό -ἐξαιτίας τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεών Του- θεμελιώνει καί τήν ὕπαρξη δύο ἐλευθεριῶν καί δύο θελημάτων στούς πιστούς -ἐξαιτίας τῆς πραγματικῆς καί χαρισματικῆς ἐντάξεώς τους στό μυστηριακό καί θεωμένο σῶμα Του. Ἐδῶ, ὅμως, πρέπει νά διασαφηνίσουμε καί τήν θεμελιώδη διαφορά μας ἀπό τόν Χριστό. Ὁ πιστός ἔχει, ὡς ἴδιο τῆς φύσεώς του, μόνο τήν ἀνθρώπινη θέληση καί ἐλευθερία. Ἡ ἄλλη -ἡ δεύτερη- θέληση καί ἐλευθερία του εἶναι ἄκτιστη φυσική ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ὁποία οἰκειώνεται καί διατηρεῖ ἐνεργό, χαρισματικῶς, μόνο ὑπό ὁρισμένες σαφεῖς προϋποθέσεις.
Μάλιστα, ἡ σχέση τῶν δύο φυσικῶν αὐτεξουσίων καί θελήσεων τοῦ Χριστοῦ παρέχει τό μέτρο καί τόν βαθμό, πρός τόν ὁποῖο πρέπει νά ἀποβλέπει ἡ σχέση τῆς ἀνθρωπίνης θελήσεως καί ἐλευθερίας μέ τήν ἄκτιστη φυσική θέληση καί ἐλευθερία. Ἡ σχέση αὐτή πρέπει νά εἶναι σχέση ὑποταγῆς τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας στή χαρισματική ἐλευθερία, πού παρέχεται στόν πιστό, ὡς ζωντανό μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Ἔτσι, ἡ ἐν Χριστῷ θέληση καί ἐλευθερία τοῦ πιστοῦ εἶναι ἡ χαρισματική θέληση καί ἐλευθερία καί μάλιστα στό μέτρο ὑποταγῆς τῆς ἀνθρώπινης θελήσεως καί ἐλευθερίας στήν ἄκτιστη θέληση καί ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ. Ἡ σχέση, λοιπόν, τῶν δύο φυσικῶν ἐλευθεριῶν στόν πιστό ἔχει χριστολογική θεμελίωση. Ἄλλωστε, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, «ὅ γέγονε, δι’ ἡμᾶς γέγονε ὁ Κύριος». Μέ ἄλλα λόγια, ὅ,τι ἔγινε στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ φυσικῶς καί «καθ’ ὑπόστασιν», μπορεῖ νά γίνεται καί στό πρόσωπο τοῦ κάθε πιστοῦ χαρισματικῶς, μόνο μέσα στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό, ἀκριβῶς, εἶναι καί τό νόημα καί ὁ κατεξοχήν σκοπός τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Καί μόνον ὅταν τό Χριστολογικό δόγμα «μεταφράζεται» βιωματικῶς στήν ζωή τῶν πιστῶν, ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι δυνατή ἡ αὐθεντική λειτουργία τῆς Συνοδικότητας τῶν Ἐπισκόπων-σέ ὅλα τά ἐπίπεδα τῶν Συνόδων (Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν) - ἀλλά καί ἡ ἔκφραση τῆς αὐθεντικῆς δογματικῆς συνειδήσεως τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.
Ἄν ἡ Συνοδικότητα ἔχει τήν θεολογική ἀφετηρία της στόν Τριαδικό Θεό καί ἄν θεμελιώνεται στό Χριστολογικό δόγμα -ὅπως τεκμηριωμένα ὑποστηρίξαμε-, φανερώνεται ὅμως ἱστορικά, ἐμπειρικά καί θεσμικά στόν τρόπο λειτουργίας τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν αὐτή συνέρχεται γιά νά λάβει ἀποφάσεις, πού ἀφοροῦν καίρια τήν ὁριοθέτηση τῆς πίστεως καί τῆς ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς της.
Τήν Συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας -ὡς Ἁγιοπνευματικό τρόπο λειτουργίας της- ἐγγυᾶται ἡ Ἴδια ἡ Θεανθρώπινη Κεφαλή της, τόσο διά τῆς παρουσίας τοῦ Πνεύματος τῆς Ἀληθείας σ’ αὐτήν, ὅσο καί διά τῆς χαρισματικῆς λειτουργίας τοῦ Παρακλήτου Πνεύματός Του στά μέλη τοῦ μυστηριακοῦ σώματός Του, καί εἰδικότερα στά θεσμικά μέλη Του, τούς Ἐπισκόπους, ὅταν αὐτοί συνέρχονται σέ Ἐκκλησιαστικές Συνόδους, μέ τίς ἁγιοπνευματικές προϋποθέσεις τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσα εἴπαμε ἕως ἐδῶ, συνιστοῦν τίς θεμελιώδεις προϋποθέσεις –τά ἐντελῶς δηλαδή ἀναγκαῖα πνευματικῶς προαπαιτούμενα- γιά τήν Ὀρθόδοξη λειτουργία τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Συνόδων.
Στίς Ἐκκλησιαστικές Συνόδους –Τοπικές ἤ Πανορθόδοξες- οἱ Ἐπίσκοποι ἐκπροσωποῦν τό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα τῆς ἐπαρχίας τους ἰσοτίμως μέ ὅλους τούς ἄλλους Συνοδικούς Ἐπισκόπους καί Προκαθημένους, μηδέ τοῦ «Πρώτου» ἐξαιρουμένου. Σ’ αὐτές τίς Συνόδους, οἱ Ἐπίσκοποι -«ὅλην εἰσδεξάμενοι τήν νοητήν λαμπηδόνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»- ἀσκοῦν τήν ἀποστολική διακονία τους, κατά τήν ὁποία, διασκεπτόμενοι μεταξύ τους καί μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀποφασίζουν ὅλοι μαζί μέ ἰσότιμη ψῆφο γιά θέματα δογματικά καί ποιμαντικά, πού ἀφοροῦν καίρια καί προσδιοριστικά τό «μυστήριο τῆς Θεολογίας» καί τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ ἀποφάσεις ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν Συνόδων ὑπόκεινται στήν ἁγιοπνευματική κρίση τῆς δογματικῆς συνειδήσεως τοῦ πληρώματος τῆς ἀνά τόν κόσμο Ἐκκλησίας. Ὡς πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας νοοῦνται ὅλοι οἱ πιστοί –κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί- οἱ ὁποῖοι, δυνάμει τοῦ Ἁγίου Χρίσματός τους, ἐπικυρώνουν ἤ καί ἀπορρίπτουν τίς δογματικές ἀποφάσεις τῶν Συνοδικῶν Ἐπισκόπων, πού τούς ἐκπροσώπησαν, στήν περίπτωση πού αὐτοί δέν ἦσαν «ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι», διαχρονικῶς. Ἔτσι, ἡ δογματική συνείδηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος ἀποτελεῖ τήν ἀνώτατη αὐθεντία στήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία -Ἐκκλησία- ἐκφράζει θεσμικά καί ἀλαθήτως ἡ ὄντως Οἰκουμενική Σύνοδος, καί εὔλογα τότε αὐτή ἔχει δεσμευτικές ἀποφάσεις γιά τό σύνολο τῶν πιστῶν ὅλων τῶν ἐπιμέρους Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ὅλων τῶν ἐποχῶν.
Ἐδῶ, ὅμως, θά πρέπει νά διευκρινιστεῖ, ὅτι καί ὁ Ὀρθόδοξος πιστός  -κληρικός, μοναχός ἤ λαϊκός- δέν διασφαλίζεται ἀπό τήν ἐνδεχόμενη πλάνη μηχανιστικῶς, ἐπειδή ἔχει λάβει, ἁπλῶς, τό Ἅγιο Χρῖσμα καί ἐπειδή βρίσκεται σέ μυστηριακή κοινωνία μέ τούς ποιμένες του. Ἀπό τήν πλάνη διασφαλίζεται ὁ πιστός, μόνον ὅταν ἔχει καί ἐνεργό μέσα του τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἔλαβε μέ τό Ἅγιο Χρῖσμα. Αὐτό ὅμως προϋποθέτει ἔντονη ἀσκητική νήψη, ἀγαπητική τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν καί ἀκατάκριτη μετοχή τῶν θεουργῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας. Μόνο μέ αὐτές τίς βιωματικές προϋποθέσεις, ὁ λαός τοῦ Θεοῦ ἔχει ἐνεργό τήν δογματική συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό καί τότε μόνον εἶναι σέ θέση νά ἀνακρίνει τήν πίστη τῶν ποιμένων του καί τότε μόνον ὀφείλει νά τούς ἀκολουθεῖ, σύμφωνα μέ ὅσα ἑρμηνευτικῶς λέγει καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος, σχολιάζοντας τό χωρίο τῆς πρός Ἑβραίους Ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν..., ὧν ἀναθεωροῦντες τήν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τήν πίστιν» (Ἑβρ. 13,7. Βλ. Ὑπόμνημα εἰς τήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολήν, Ὁμιλία ΙΔ΄, 1, ΕΠΕ 25, σ. 372).
Τά ὅσα εἴπαμε ἕως ἐδῶ, θεολογικῶς, γιά τήν Συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας, θά ἦταν, νομίζω, πολύ σημαντικό νά τά ἀκούσουμε καί μέ τόν ἁπλό, ἀλλά μεστό πνευματικῶς καί φωτισμένο λόγο ἑνός χαρισματούχου καί ἐπισήμως, πλέον, ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας, μέ γραμματικές γνώσεις τῆς Στ΄ Δημοτικοῦ, τοῦ Ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου.
«Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», λέγει, «πάντα λειτουργοῦσε μέ Συνόδους. Τό ὀρθόδοξο πνεῦμα εἶναι νά λειτουργεῖ ἡ Σύνοδος στήν Ἐκκλησία καί ἡ Γεροντική Σύναξη στά Μοναστήρια. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος καί ἡ Σύνοδος νά ἀποφασίζουν μαζί. Ὁ ἡγούμενος ἤ ἡ ἡγουμένη καί τό ἡγουμενοσυμβούλιο νά ἀποφασίζουν μαζί. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος εἶναι πρῶτος μεταξύ ἴσων. Καί ὁ Πατριάρχης δέν εἶναι πάπας. Ἔχει τόν ἴδιο βαθμό μέ τούς ὑπόλοιπους ἱεράρχες. Ἐνῶ ὁ πάπας ἔχει ἄλλο βαθμό –κάθεται ψηλά καί τοῦ φιλοῦν τό πόδι!- ὁ Πατριάρχης κάθεται μαζί μέ τούς ἄλλους ἱεράρχες καί συντονίζει. Καί ἕνας ἡγούμενος ἤ μία ἡγουμένη σέ σχέση μέ τούς προϊσταμένους εἶναι πάλι πρῶτοι μεταξύ ἴσων.
Δέν μπορεῖ ὁ ἀρχιεπίσκοπος ἤ ἕνας ἡγούμενος νά κάνει ὅ,τι θέλει. Φωτίζει ὁ Θεός τόν ἕνα Ἱεράρχη ἤ προϊστάμενο γιά τό ἕνα θέμα, τόν ἄλλο γιά τό ἄλλο. Βλέπεις καί οἱ τέσσερις Εὐαγγελιστές συμπληρώνουν ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Ἔτσι καί ἐδῶ, λέει τήν γνώμη του ὁ καθένας, καί ὅταν ὑπάρχει ἀντίθετη γνώμη, καταχωρίζεται στά Πρακτικά. Γιατί, ὅταν πρόκειται γιά μιά ἀπόφαση ἀντίθετη μέ τίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου καί ἕνας δέν συμφωνεῖ, ἄν δέν ζητήσει νά καταχωριστεῖ ἡ γνώμη του, θά φαίνεται ὅτι συμφωνεῖ. Ἄν δέν συμφωνεῖ καί ὑπογράψει, χωρίς νά καταχωριστεῖ ἡ γνώμη του, κάνει κακό καί φέρει εὐθύνη· εἶναι ἔνοχος. Ἐνῶ, ἄν πεῖ τήν γνώμη του, καί ἡ πλειοψηφία νά εἶναι ἀντίθετη, αὐτός εἶναι ἐντάξει ἀπέναντι στόν Θεό. Ἄν στήν Ἐκκλησία δέν λειτουργεῖ σωστά ἡ Σύνοδος ἤ στά μοναστήρια ἡ Σύναξη, τότε, ἐνῶ μιλοῦμε γιά ὀρθόδοξο πνεῦμα, ἔχουμε παπικό. Τό ὀρθόδοξο πνεῦμα εἶναι νά λέει καί νά καταχωρίζει ὁ καθένας τήν γνώμη του, ὄχι νά μή μιλάει, γιατί φοβᾶται, ἤ νά κολακεύει, γιά νά τά ἔχει καλά μέ τόν ἀρχιεπίσκοπο ἤ μέ τόν ἡγούμενο» (Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Α΄, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 1998, σ. 329-330).
Σέ ἄλλη συνάφεια ἔλεγε: «Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι καράβι τοῦ κάθε Ἐπισκόπου γιά νά κάνει ὅ,τι θέλει» (Ἰσαάκ Ἱερομονάχου, Βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἅγιον Ὄρος, 2004, σ. 691).
Μετά τήν παράθεση τῶν λόγων τοῦ ἁγίου Παϊσίου, ἄς ἐπανέλθουμε στήν ἐκκλησιαστική ἐπικαιρότητα.
Ἡ πρόσφατη ἐκκλησιολογική ἐκτροπή τῆς λεγόμενης «Συνόδου» τῆς Κρήτης κατέδειξε, γιά μία ἀκόμη φορά, αὐτό πού εἶναι ἤδη καταγεγραμμένο στήν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία. Κατέδειξε, δηλαδή, ὅτι τό Συ­νο­δι­κό Σύ­στη­μα ἀ­πό μό­νο του δέν δι­α­σφα­λί­ζει μη­χα­νι­στι­κά τήν ὀρ­θό­τη­τα τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ως. Αὐ­τό γί­νε­ται μό­νο, ὅ­ταν οἱ Συ­νο­δι­κοί Ἐ­πί­σκο­ποι ἔ­χουν μέ­σα τους ἐ­νερ­γο­ποι­η­μέ­νο τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα καί τήν Ὑ­πο­στα­τι­κή Ὁ­δό, τό Χρι­στό, ὁ­πό­τε ὡς Συν-Ο­δι­κοί (ὡς αὐτοί δηλαδή πού πηγαίνουν ἐπί τῆς Ὁδοῦ πού εἶναι ὁ Χριστός, μαζί μέ τόν Χριστό) εἶ­ναι στήν πρά­ξη καί «ἑ­πό­με­νοι τοῖς ἁ­γί­οις πα­τρά­σι».
Ὅπως ἀποδείχθηκε, δυστυχῶς, αὐτό δέν εἶναι καθόλου αὐτονόητο στίς μέρες μας. Γι’ αὐτό καί εἶναι λανθασμένο τό ἐπιχείρημα πού προβάλλεται, ἀπροϋπόθετα, καί κατά κόρον τόσο ἀπό τούς πιστούς ὅσο καί ἀπό τούς Ἐπισκόπους, ὅτι θά πράξουμε «ὅ,τι πεῖ ἡ Ἐκκλησία» ἤ «περιμένουμε τήν ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας», καθώς ὑπάρχει σαφής διάκριση ἀνάμεσα στήν Ἐκκλησία, καθεαυτήν, -ὡς Θεανθρωπίνου μυστηριακοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ- καί τήν Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐκφράζει πράγματι τήν Ἐκκλησία, μόνον ὅμως ὑπό συγκεκριμένες καί σαφεῖς προϋποθέσεις.
Τήν Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας συνιστοῦν οἱ Ἐπίσκοποι στήν Ἐπισκοπή τους καί οἱ Σύνοδοι τῶν Ἐπισκόπων σέ Τοπικό ἤ Πανορθόδοξο ἐπίπεδο. Αὐτοί μαζί μέ τούς πρεσβυτέρους τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν καί τόν εὐσεβῆ λαό συναποτελοῦν τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Κατά συνέπεια, δέν μπο­ρεῖ ὁ Ἐ­πί­σκο­πος νά ἀ­γνο­εῖ τούς πρε­σβυ­τέ­ρους καί τό πλή­ρω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Τά παραπάνω ἀποδεικνύονται καί ἱστορικῶς. Στήν Α΄ Ἀ­πο­στο­λι­κή Σύ­νο­δο (49 μ.Χ.)- ὅπου Πρῶτος καί Πρόεδρος δέν ἦταν ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ἀλλά ὁ Ἀδελφόθεος Ἰάκωβος- ἐκ­φρά­στη­κε ἡ Συ­νο­δι­κή Ἀ­λή­θεια «σύν ὅ­λῃ τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ»: «Ἔ­δο­ξε τῷ Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι καί ἡ­μῖν», σημειώνεται στήν Ἁγία Γραφή. Τό «ἡ­μῖν» δέν ἦ­ταν ἁ­πλῶς μό­νον οἱ Ἀ­πό­στο­λοι, ἀλ­λά καί «οἱ σύν αὐ­τοῖς», δη­λα­δή οἱ Πρε­σβύ­τε­ροι, «σύν ὅ­λῃ τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ». Καί ὅ­λη ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι καί ὁ ἁ­πλός λα­ός. Ἀλλά καί στήν περίπτωση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ θεολογική θέση ἑνός νεαροῦ Διακόνου, τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, ἐξέφρασε τήν ὅλη Ἐκκλησία.
Κατά συνέπεια, καί αὐτή ἡ ὀρθότητα καί Οἰκουμενικότητα μιᾶς Πανορθοδόξου Συνόδου κρίνεται ἀλαθήτως ἀπό τό πλήρωμα τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καί εἰδικότερα ἀπό τήν γρηγοροῦσα δογματική συνείδηση τοῦ εὐλαβοῦς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α ἀποτελεῖ τό μόνο ἑρμηνευτικό «κλειδί» γιά τήν διαπίστωση τῆς γνησιότητας τοῦ φρονήματός της.
Κι ὅταν λέμε δογματική συνείδηση, ἐννοοῦμε τήν πνευματική γνώση, πού γεννιέται –χαρισματικῶς– στήν καρδιά τῶν πιστῶν ἀπό τήν βιούμενη Χάρη τοῦ ἐνεργοποιημένου Ἁγίου Χρίσματός τους. Εἶ­ναι ἡ συμ­πυ­κνω­μέ­νη πνευ­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α, τό λει­τουρ­γοῦν δηλαδή μέ­σα μας Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, τό ὁ­ποῖ­ο λά­βα­με. Καί αὐ­τή εἶ­ναι ἡ μο­να­δι­κή ἰ­σό­τη­τα με­τα­ξύ τῶν ἀν­θρώ­πων μέ­σα στό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, ὅπου ὅλες οἱ ἄλλες διαφοροποιήσεις –θεσμικές ἤ προσωπικές- ἔχουν δευτερεύουσα σημασία. Γι’ αὐτό, καί ἡ δογματική συνείδηση τῶν πιστῶν εἶναι τελείως ἀνεξάρτητη ἀπό τήν κατά κόσμον μόρφωσή τους καί ἀπό τήν ἐνδεχόμενη διανοητική ἤ μή διανοητική ἐνασχόλησή τους. Ὅ­ταν, λοι­πόν, αὐτή ἡ δογματική συνείδηση τῶν μελῶν ὅλης τῆς Ἐκκλησίας εἶ­ναι ἐ­νερ­γο­ποι­η­μέ­νη, ἀναδεικνύεται σέ ὑπέρτατο κριτήριο τῆς ἀληθείας.
Ἕνα γεγονός, πού προκύπτει ἀπό τήν ἴδια τήν φύση τῆς Ἐκκλησίας καί μαρτυρεῖται ἀδιάψευστα ἀπό τήν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία, εἶναι ὅτι ὑπῆρξαν ὄχι μόνον Πατριάρχες, Μητροπολίτες καί Ἐπίσκοποι αἱρετικοί, ἀλλά καί Πανορθόδοξοι Σύνοδοι, πού –ἐνῶ συνιστοῦν τό ἀνώτατο Διοικητικό ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας καί εἶχαν ὅλες τίς ἐξωτερικές-τυπικές προϋποθέσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων- ἀπορρίφθηκαν ἀπό τήν συνείδηση τοῦ πληρώματός της καί χαρακτηρίσθηκαν Ψευδοσύνοδοι ἤ Ληστρικές Σύνοδοι.
Κι αὐτό, γιατί στά δογ­μα­τι­κά θέ­μα­τα ἡ ἀ­λή­θεια δέν βρί­σκε­ται στήν πλει­ο­νο­ψη­φί­α τῶν Συ­νο­δι­κῶν Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων. Ἡ ἀ­λή­θεια, κα­θε­αυ­τήν, εἶ­ναι πλει­ο­ψη­φι­κή. Δη­λα­δή καί ἕ­νας ὅ­ταν τήν ἐκ­φρά­ζει, αὐ­τή πλει­ο­ψη­φεῖ, ἔ­ναν­τι τῶν ἑ­κα­το­μυ­ρί­ων καί δι­σε­κα­το­μυ­ρί­ων ἄλ­λων ψή­φων, πού εἶ­ναι ἀν­τί­θε­τες. Για­τί ἡ Ἀ­λή­θεια στήν Ἐκ­κλη­σί­α δέν εἶ­ναι ἰ­δέ­α, δέν εἶ­ναι ἄ­πο­ψη. Εἶ­ναι Ὑ­πο­στα­τι­κή. Εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός. Γι’ αὐ­τό, καί ὅ­σοι δι­α­φω­νοῦν μέ αὐ­τήν, ἀ­πο­κό­πτον­ται ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἀ­φοῦ κα­θαι­ροῦν­ται καί ἀ­φο­ρί­ζον­ται, κα­τά πε­ρί­πτω­ση.
Ἡ ἀ­λή­θεια εἶ­ναι τό Ἴ­διο τό Πνεῦ­μα τῆς Ἀ­λη­θεί­ας, τό Ὁ­ποῖ­ο λει­τουρ­γεῖ καί ἐκ­φρά­ζε­ται καί μέ με­μο­νω­μέ­να ἅγια πρό­σω­πα. Λόγου χάρη, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, μέ τήν ἁγιότητά του καί τίς θεολογικότατες Ὁμιλίες του στήν ἁρειοκρατούμενη Κωνσταντινούπολη, μόνος αὐτός ἀνέτρεψε κυριολετικά τό αἱρετικό κλίμα τῆς πρωτεύουσας τῆς Αὐτοκρατορίας καί προετοίμασε πνευματικῶς τόν θρίαμβο τῆς Ἐκκλησίας, διά τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἀλλά, αὐ­τό τό πρᾶγμα τό ἔδειξε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ἡ Ἱστο­ρί­α καί στό πρό­σω­πο τοῦ ἁ­γί­ου Μα­ξί­μου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ὁ ὁποῖος –σημειωτέον- εἶχε μαζί του καί ὅλη τήν Ὀρθόδοξη τότε Δυτική Ἐκκλησία μέ τόν Ὀρθόδοξο Πάπα. Τό ἔδειξε ὅμως καί στή δεύτερη χιλιετία, στό πρόσωπο τοῦ ἁ­γί­ου Μάρ­κου τοῦ Εὐ­γε­νι­κοῦ, στήν ψευ­δο­σύ­νο­δο τῆς Φλω­ρεν­τί­ας. Οἱ ἅγιοι ἤ­τα­νε μο­νά­δες, ἔ­ναν­τι τῆς κυ­ρι­αρ­χί­ας τῆς πλει­ο­ψη­φί­ας.
Ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται ἐδῶ, πώς ἕ­νας ἅγιος ἄν­θρω­πος ἔ­δω­σε τήν ἀ­πάν­τη­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί τόν δι­καί­ω­σε ἡ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή Ἱ­στο­ρί­α σέ σχέ­ση μέ ὅ­λους τούς ἄλ­λους, τόν Αὐ­το­κρά­το­ρα, τόν Πα­τριά­ρχη καί ὅ­λους ὅσοι συμ­με­τεῖ­χαν, καί οἱ ὁ­ποῖ­οι δέν ἐ­ξέ­θε­σαν τήν ἀλήθεια. Ἄ­ρα, δέν εἶ­ναι θέ­μα ἀ­ριθ­μοῦ, ἀλ­λά θέ­μα Ἀ­λη­θεί­ας ἤ μή Ἀ­λη­θεί­ας. Αὐ­τό τό πρᾶγ­μα δέν πρέ­πει νά τό ξε­χνοῦ­με, για­τί εἶ­ναι ἡ ποι­ο­τι­κή δι­α­φο­ρά με­τα­ξύ Ὀρ­θο­δο­ξί­ας καί ἑ­τε­ρο­δο­ξί­ας, στήν πρά­ξη. Στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, τά πράγ­μα­τα δέν λει­τουρ­γοῦν πα­πι­κά. Δέν εἶ­ναι ὁ «Πρῶτος» ὑ­πε­ρά­νω καί τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, ὅ­πως στόν Παπισμό, οὔ­τε φυ­σι­κά ὑ­πάρ­χει κά­ποι­ος ἐ­πι­μέ­ρους Προκαθήμενος ὡς πά­πας, πού νά το­πο­θε­τη­θεῖ πά­νω ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ραρ­χί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας.
Ἄ­ρα, κρι­τή­ριο στήν Ἐκ­κλη­σί­α δέν εἶ­ναι, ὅ­τι συ­νῆλ­θε ὅ­λη ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α καί ἀπεφάσισε κάτι πλειοψηφικά. Θά ἦταν δυνατόν νά εἶ­ναι θε­ω­ρη­τι­κά καί ὅ­λοι οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι, καί ἕ­νας, δύ­ο, τρεῖς ἤ ἐ­λά­χι­στοι ἀ­πό αὐ­τούς νά λέ­γα­νε κά­τι τό ἀν­τί­θε­το. Δέν ση­μαί­νει, ὅ­τι ἐ­κεῖ­νο, πού θά πεῖ ἡ συν­τρι­πτι­κή πλει­ο­ψη­φί­α τῶν Ἐ­πι­σκό­πων, ἀ­πο­τε­λεῖ ἐ­χέγ­γυ­ο τῆς Ἀ­λη­θεί­ας, καί ὅ­τι θά πρέ­πει ὁ­πωσ­δή­πο­τε αὐ­τό νά τό ἀ­πο­δε­χτεῖ τό πλή­ρω­μα. Ὄ­χι, δέν εἶ­ναι ἔ­τσι τά πράγ­μα­τα στήν Ἐκκλησία. Κρι­τή­ριο τῆς Ἀ­λη­θεί­ας εἶ­ναι, ἐ­άν τά λε­γό­με­να στίς Ἐκκλησιαστικές Συνόδους εἶ­ναι «ἑ­πό­με­να τοῖς Ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι».
Εἶναι θέμα τῆς ὅλης Ἐκκλησίας νά ἀποτιμήσει στό μέλλον, ἐν Συνόδῳ, θεολογικά καί τελεσίδικα, τίς ἀποφάσεις καί αὐτοῦ τοῦ Ἀρχιερατικοῦ «Συνεδρίου» τῆς Κρήτης. Ἕως τότε, ὅμως, μπορεῖ καί πρέπει ὁ κάθε πιστός, παραμένοντας ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, νά τοποθετηθεῖ στίς μετέωρες καί ἀντιφατικές ἀποφάσεις αὐτοῦ τοῦ «Συνεδρίου», μέ τά κριτήρια τῆς δογματικῆς συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας, διαχρονικῶς. Τά ἀσφαλῆ κριτήρια αὐτῆς τῆς δογματικῆς συνειδήσεως συνοψίζονται στό περιεχόμενο τῆς ἁγιοπατερικῆς ρήσεως: «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι». Καί ἡ ρήση αὐτή ἀφορᾶ καίρια τόσο τόν τύπο τῶν Συνόδων, ὅσο καί τήν δογματική διδασκαλία τους.
Μέ ἄλλα λόγια, ἄν τό εὐλαβές πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας -ὡς φορέας τῆς δογματικῆς συνειδήσεώς της- ἐπιβεβαιώνει τήν ὀρθότητα τῶν ἀποφάσεων τῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας, ἤ ἀκυρώνει ἀποφάσεις Πανορθοδόξων Συνόδων, θεωρώντας τες ὡς Ψευδοσυνόδους, τότε εἶναι προφανές, ὅτι ἔχει τό δικαίωμα καί τήν ὑποχρέωση νά ἐκφραστεῖ μέ φόβο Θεοῦ καί ἔνθεο ζῆλο καί κατεξοχήν στήν προκειμένη περίπτωση γιά τίς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης (Βλ. σχετικῶς καί π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ, Τό σῶμα τοῦ ζῶντος Θεοῦ, Μιά Ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1999, σσ. 80-83).
Τέλος, συμπερασματικά, θά λέγαμε, ὅτι ἡ ἐγκυρότητα τοῦ Συνοδικοῦ θεσμοῦ ἐξαρτᾶται -σέ τελευταία ἀνάλυση- ἀπό τήν ἀποδοχή τῶν ἀποφάσεων καθεμιᾶς Συνόδου ἀπό τή συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.
 
1η Ἐρώτηση: Ἡ ἀποτείχιση πότε πρέπει νά γίνεται καί ἀπό ποιούς; Καί πιό συγκεκριμένα, στή Σύνοδο τῆς Κρήτης ἐκφράστηκαν καί σφραγίστηκαν κάποια ψευδῆ δόγματα, κάποιοι Ἱεράρχες ὑπέγραψαν. Μέ τήν ὑπογραφή τους συναινοῦν στά ψευδῆ δόγματα ἤ ὑπογράφουν ἁπλῶς τήν παρουσία τους στή Σύνοδο; Ὅσοι ὑπέγραψαν συναινετικά πρός τά ψευδῆ αὐτά δόγματα, θά πρέπει οἱ ἱερεῖς τῶν οἰκείων Μητροπόλεών τους νά ἀποτειχιστοῦν ἐξ αὐτῶν;
Ἀπάντηση κ. Τσελεγγίδη: Ἐκεῖνο πού θά ἤθελα νά πῶ στό πρῶτο ἐρώτημα εἶναι, ὅτι ἀποτειχίζεται κατ’ ἀρχήν ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἀντιλαμβάνεται δεδηλωμένη αἵρεση.
Ἡ ἀποτείχιση εἶναι μιά πολύ σοβαρή ὑπόθεση καί σχετίζεται μέ τήν ἀκρίβεια πού ὁρίζουν οἱ Ἱεροί Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Ἱεροί Κανόνες, ὅμως, δίνουν καί τή δυνατότητα στόν πιστό νά κάνει Οἰκονομία· δηλαδή αὐτός πού ἀποτειχίζεται δέν μνημονεύει τόν Ἐπίσκοπό του, ἐνῶ αὐτός ὁ ὁποῖος τηρεῖ τήν ἀρχή τῆς Οἰκονομίας παραμένει στή μνημόνευση τοῦ Ἐπισκόπου, ἀλλά κακίζει μέ ἀκριβῆ καί σαφῆ τρόπο τή δογματική αὐτή ἐκτροπή.
Ὡς πρός τή λεγομένη «Σύνοδο» τῆς Κρήτης, μέ δεδομένο πάλι ὅτι ἐκεῖ δόθηκε  ἐκκλησιαστικότητα, ἐκκλησιαστικοποιήθηκαν δηλαδή κατά κάποιο τρόπο οἱ αἱρέσεις, ἀφοῦ ὀνομάσθηκαν «ἐκκλησίες», καί ὑπέγραψαν κάποιοι αὐτά τά κείμενα, ὅσοι τά ὑπέγραψαν, φυσικά δημιούργησαν, κατά τήν ἐπιεικέστερη ἔκφρασή μου, μία προβληματική κατάσταση καί γιά τούς ἴδιους καί γιά τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, τή στιγμή κατά τήν ὁποία οἱ συγκεκριμένες ἐκκλησιαστικές κοινότητες, ὅπως λέγονται εὐρύτερα, ἔχουν σαφῶς δογματικές ἀποκλίσεις καί εἶναι καταδικασμένες στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, διαχρονικῶς. Ἔγινε, δηλαδή, ἐκεῖ κάτι τό ὁποῖο ποτέ ὥς τώρα δέν ἀποδέχθηκε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Βέβαια, εἶπα στήν Εἰσήγησή μου ὅτι ἡ λεγομένη αὐτή «Σύνοδος» δέν ἐκφράζει τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, δέν ἔχει δηλαδή τά ἐχέγγυα τῆς Οἰκουμενικότητας αὐτῆς, ὡς Συνόδου.
 
2η Ἐρώτηση: Πῶς κρίνετε, ὅσον ἀφορᾶ στήν Συνοδικότητα, τίς Ἀποφάσεις τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου σχετικά μέ τά ὑγειονομικά μέτρα καί τό ἐμβόλιο;
Ἀπάντηση κ. Τσελεγγίδη: Κοιτάξτε, ἄν ἀναζητήσει κανείς τίς πνευματικές προϋποθέσεις καί τίς θελογικές προϋποθέσεις, οἱ ὁποῖες ὑπόκεινται, πάντοτε πρέπει νά ὑπάρχουν δηλαδή, στή σύγκληση καί τήν Ἀπόφαση ἑνός Συνοδικοῦ σώματος, θά δεῖ ἐδῶ τό ἑξῆς παράδοξο, τό ὁποῖο θά ἔλεγα, ἀπ’ ὅσο γνωρίζω, ὅτι εἶναι καί πρωτοφανές στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Αὐτή ἡ συμπεριφορά παραπέμπει στήν τακτική τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ, ἡ ὁποία ἔχει ψεχθεῖ καί ἱστορικά ὡς ἐσφαλμένη πράξη.
Δηλαδή, μέ ἄλλα λόγια, τί θέλω νά πῶ ἁπλᾶ. Ἡ ΔΙΣ συνῆλθε καί ἀποφάσισε, ὅπως μᾶς εἶπε, ἄν κατάλαβα καλά ἀπό τήν ἀνάγνωση τοῦ κειμένου τῆς Ἐγκυκλίου, ὅτι μετά ἀπό ἐπιστημονική Εἰσήγηση (τῶν εἰδικῶν) τάσσεται ὑπέρ αὐτοῦ πού θέλει ἡ Πολιτεία. Αὐτό ὅμως δέν ἔχει προηγούμενο στήν Ὀρθόδοξη ὑποδομή τῶν Ἀποφάσεων μιᾶς Συνόδου. Ἡ ἐπιστήμη εἶναι ἕνας ξεχωριστός χῶρος, ὁ ὁποῖος εἶναι σεβαστός, βεβαίως, ἀλλά ποτέ δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς προϋπόθεση Ἀποφάσεως Συνοδικῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία ἀποφαίνεται μέ βάση τήν κειμενική καί βιωματική Παράδοσή της. Τί κεῖται, δηλαδή, στήν Ἁγία Γραφή, στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί στούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας καί πάντοτε μέ βάση τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία. Κατά συνέπεια, ὁ ἁπλός λαός περίμενε νά λεχθεῖ κάτι τεκμηριωμένο ἐπί θεολογικῆς καί ἁγιοπνευματικῆς βάσεως. Αὐτό δέν ἔγινε. Τό χειρότερο, ὅπως σημείωσα, εἶναι ὅτι ἔγινε κάτι πρωτοφανές. Καί γιατί τό χαρακτηρίζω αὐτό ὡς πρωτοφανές; Ἐπειδή εἶναι ὀδυνηρό. Ἄν αὔριο, παραδείγματος χάριν, ἡ Ἐπιστήμη στήν ἐξέλιξή της ἔρθει καί ἀμφισβητήσει κάθετα, καίρια δηλαδή, αὐτήν τήν ἐπιστημονική ἀποτίμηση τῆς ἐποχῆς μας, πρᾶγμα τό ὁποῖο βεβαίως ἔχει γίνει στό παρελθόν καί κατά κόρον, τότε τί θά ἔχει νά πεῖ ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος στήν προκειμένη περίπτωση, γιά νά ἀκριβολογήσουμε; Ὅτι ἐμεῖς τήν δεχθήκαμε καί ἐξαπατηθήκαμε ἀπό τήν Ἐπιστήμη, ἡ ὁποία ἀργότερα μᾶς εἶπε τά ἀντίθετα ἤ διαφορετικά; Αὐτό τό πρᾶγμα, ὡς μεθοδολογία, δηλαδή, εἶναι ἡ ἀποτυχία. Δέν εἶναι ὅτι ἔγινε, ἁπλῶς, ἕνα λάθος. Ἔχω ὑποστηρίξει δημόσια ὅτι ἡ Ἱεραρχία, μιά τοπική Ἱεραρχία, εἴτε στό σύνολό της εἴτε σέ μιά διαρκῆ φανέρωσή της, ὡς Διαρκής δηλαδή Σύνοδος, μπορεῖ νά ἀποφασίσει ἐσφαλμένα πράγματα. Καί αὐτό εἶναι ἀποτυπωμένο ἱστορικά στά κείμενά της. Δηλαδή, γιά τό ἴδιο θέμα, καμιά φορά καί μέ τήν ἴδια σύνθεση, ἔχουμε ἀντίθετη ἀπόφανση. Καί πρόσφατα, αὐτά τά ὁποῖα ἀποφάσισε ἡ Ἱεραρχία μας, πρίν καί μετά τή λεγομένη Σύνοδο τῆς Κρήτης, εἶναι γνωστά καί ἐπιβεβαιώνουν τήν ἀλήθεια τῶν λεγομένων μας.
Ἀπό τό ἴδιο Σῶμα (τῆς Ἱεραρχίας) -ρωτῶ ἔτσι ἀφελῶς, ἄν μοῦ ἐπιτρέπετε- ποιά ἦταν ἡ σωστή Ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος; Αὐτή πού πάρθηκε στήν ἀρχή (πρίν τή «Σύνοδο» τῆς Κρήτης) ἤ μετά ἀπό αὐτήν; Καί μέ τί κριτήρια μπορεῖ κανείς νά ἀξιολογήσει τό ὀρθό ἤ τό ἐσφαλμένο; Συνεπῶς, λάθη, ὅπως εἴπαμε, γίνονται. Ἀλλά, ἄς μή στηρίζονται αὐτά τά λάθη σέ θεμέλια ξένα πρός τή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Οὐδέποτε ἡ Ἐκκλησία, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ἡ Ἱστορία τῶν Συνόδων, στηρίχθηκε σέ θύραθεν ἐπιστημονικά δεδομένα. Τά δεδομένα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς Θεανθρωπίνου Σώματος, εἶναι ἁγιοπνευματικά καί ἀποκαλυπτικά, δηλαδή, ἐξ Ἁγίου Πνεύματος. Ἄρα, ἡ θέση αὐτή (τῆς Ἐγκυκλίου), κατά τήν ταπεινή μου γνώμη, ἄν θέλετε, ἀποτελεῖ ἕνα ὀλίσθημα, ἀφετηριακά ἀπαράδεκτο, πού δέν ἔχει ἱστορικό προηγούμενο. Καί ἑπομένως, θά πρέπει νά προσέχουμε κι ἐμεῖς, ὡς πιστοί, ὅταν ἀκοῦμε τίς Συνοδικές Ἀποφάσεις. Ὅταν συντασσόμαστε ἤ ὄχι μέ αὐτές, μέ τί κριτήρια τό κάνουμε. Γιατί εἶναι τραγικό νά μήν ἀποδέχεται κανείς ὡς πιστός τήν Συνοδική Ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας. Τό ἐρώτημα ὅμως εἶναι: Εἶναι Ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας, μέ βάση τήν Ἐκκλησιολογία της; Μέ βάση αὐτά, δηλαδή, πού εἴπαμε προηγουμένως (στήν Εἰσήγησή μας), γιά τό τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία; Ἄλλο εἶναι ἡ Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία μπορεῖ καί νά ἐκφράζει τήν Ἐκκλησία καί ἄλλο εἶναι ἡ Ἐκκλησία καθεαυτήν. Καί τά κριτήρια τῆς ἀληθείας πρέπει νά εἶναι, ἐκ τῶν προτέρων, γνωστά καί σαφῆ.
 
http://aktines.blogspot.com