ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2016

ΠΡΩΤΟΠΡ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ: ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙ ΦΙΛΕΛΛΗΝΕΣ;

ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙ ΦΙΛΕΛΛΗΝΕΣ;
 Του πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού
«Μόνο ο Ιω. Καποδίστριας, λόγω των ουσιαστικών σχέσεών του με την Ορθοδοξία, τήρησε εφεκτική στάση…»

«Oι πολιτικοί Ηγέτες μας έμαθαν να στηρίζουμε «την πάσαν ελπίδα μας», στην Ευρώπη, με αποτέλεσμα τα σημερινά αποκαλυπτήρια της Ενωμένης Ευρώπης και την απογοήτευση του Έθνους, με εξαίρεση τους συνειδησιακά ταυτισμένους μαζί της, τη «δυτική παράταξη» των ευρωπαϊστών».

Το μελέτημά μας αυτό δεν έχει την πρόθεση να είναι a priori καταδικαστικό και απορριπτικό, αλλά κυρίως ερμηνευτικό και αναθεωρητικό κάποιων παγιωμένων και αμετακίνητων θέσεων, που επιβλήθηκαν στο Έθνος, αναπαραγόμενες μέσω της σχολικής παιδείας. Επιδιώκει να διεισδύσει στο φαινόμενο του φιλελληνισμού-παράγοντα μεγάλης σημασίας στο αγωνιζόμενο για την παλιγγενεσία του Ελληνικό Έθνος κατά τη Μεγάλη Ελληνική Επανάσταση (1821). Στόχος της είναι να συμβάλει σε μια ρεαλιστικότερη αποτίμηση των όρων Φιλελληνισμός και Φιλέλληνες. Την ευστοχότερη σημασιοδότηση των όρων αυτών προσφέρει η κορυφαία σήμερα -κατά την δική μου εκτίμηση- έκφραση της ελληνικής λεξικογραφίας, το «Λεξικό» της Νέας Ελληνικής Γλώσσας» του καθηγητού Γεωργίου Μπαμπινιώτη: Φιλελληνισμός: «Ιδεολογική και πολιτική κίνηση, που αναπτύχθηκε σε ευρωπαϊκές χώρες και στην Αμερική, και αποσκοπούσε στην ηθική και υλική ενίσχυση των Ελλήνων πριν και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821». Φιλέλληνας: «Κάθε ξένος, που υποστήριξε την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και ενδεχομένως αγωνίσθηκε ο ίδιος στο πλευρό των επαναστατών»1. Όταν δεν πληρούνται αυτές οι προϋποθέσεις, τα πράγματα οδηγούνται στην άρνηση, που εξέφρασε στο θέμα αυτό ο μακαρίτης Κυριάκος Σιμόπουλος, που συνοψίζεται στον απόλυτο αφορισμό του: «Φιλελληνισμός του 1821: ένας ξενόφερτος μύθος»2. Πρόκειται για ατεκμηρίωτη υπερβολή η, ως κάποιο σημείο, ανταποκρίνεται στην ιστορική αλήθεια; Αυτό θα ανιχνευθεί στη συνέχεια.

Ποιά ήσαν τα αίτια του Φιλελληνισμού

Με το θέμα έχουν ασχοληθεί πολλοί ερευνητές, ευσύνοπτα όμως τα απαριθμεί ο αείμνηστος διδάσκαλός μας Νικόλαος Τωμαδάκης3: Ο θαυμασμός προς τον αρχαίο κόσμο, το ομόθρησκο των Ελλήνων (η χριστιανικότητα), η διεθνής φιλανθρωπία, ο φιλελευθερισμός, ο ρομαντισμός, προσωπικές φιλοδοξίες και η ζωτικότητα του Νέου Ελληνισμού. Οι ερευνητές του θέματος συγκλίνουν στην προτεραιότητα του πνεύματος του ρομαντισμού4. Η συμπαράσταση στην Ελληνική Επανάσταση θα εκδηλωθεί όχι μόνο με λόγια, αλλά και με συγκεκριμένες ενέργειες: εράνους η και με αποστολή εθελοντών.
Οι κινήσεις όμως αυτές του ευρωπαϊκού και αμερικανικού κόσμου χρειάζονται ως ένα βαθμό την απομύθευσή τους. Διότι γίνεται και εκ πρώτης όψεως φανερό, ότι ο ρομαντισμός των τρεφομένων από τα μέσα του 18ου αι. με αναφορές στην εύκλεια των κλασικών χρόνων και το κλασικό ιδεώδες, κυρίως στον γερμανικό χώρο, οδηγούσαν σε ένα φιλελληνισμό, παράγωγο του δικού τους οράματος για την ελευθερία, και στην ουσία, «άσχετο τόσο προς την αρχαιότητα, όσο και με την σύγχρονη Ελλάδα»5. «Με τη σημαία του φιλελληνισμού οι Γερμανοί μάχονταν για τη δική τους ελευθερία»6.
Η έξαρση του ρομαντικού συναισθηματισμού όμως είχε και την αρνητική πλευρά της. Οι κατερχόμενοι στην αγωνιζόμενη Ελλάδα, όχι σπάνια, απογοητεύονταν από την άμεση επαφή με τους επαναστατημένους Έλληνες, διότι δεν μπορούσαν να αναγνωρίσουν σ’ αυτούς την εικόνα των αρχαίων, που είχε κατασκευάσει η Δύση7. Άλλωστε την αναμφισβήτητη φιλική τους διάθεση περιόριζε σημαντικά η σχέση του Ελληνισμού με την Ορθοδοξία, που υποστασίωνε μια κοινωνία διαμετρικά διαφορετική προς τις δυτικές κοινωνίες, διαμορφωμένες στο πλαίσιο άλλων χριστιανικών -και στην ουσία αποχριστιανοποιημένων παραδόσεων. Η Ορθοδοξία, ως πίστη και ζωή δεν έπαυσε ποτέ να είναι το πρόβλημα των Δυτικοευρωπαίων8. Κατά τον Γ. Ιακωβάτο, (1813-1882), ρωμηό πολιτευτή της εποχής, «ο ξένος ποτέ δεν ωφέλησε  ἡ εναντία γνώμη δείχνει πως και Ρωμαίοι και ξένοι, και ταξειδιώταις και μη ταξειδιώταις, δεν καταλαβαίνανε τι πάει να πη έθνος ένα σώμα, και ξεχωριστά το Ρωμαίικο δια τη θρησκεία του, τον τόπο του, τα ήθη του και τη ζωή του»9. Ακόμη και για τον ιδρυτή της Ιονίου Ακαδημίας (1824) και βαπτισμένο Ορθόδοξο10, λόρδο Φρειδερίκο-Δημήτριο Γκίλφορδ11, θα δηλώσει απερίφραστα: «Ο μιλόρδος αγάπαε τους Έλληνες (=τους αρχαίους) περισσότερο από τους Ρωμαίους (=τους νέους)   μάλιστα εκεινών των παλαιών η αγάπη τον έκαμε ν’ αγαπήση εμάς τους νέους. Δια τούτο οι σκοποί του δεν επροερχόντανε από αρχή να δώση μέσα να ελευθερωθή το γένος, δια τούτο δεν του ήρεσε να το ιδή ελεύθερο  μόνε ήθελε να αισθάνεται τη λύπη να του χαϊδεύη το ζυγό, δια να παρηγοριέται μοναχός του με ταις ευεργεσίαις, που του έκανε. Ο Μιλόρδος, με όση καλή καρδιά και αν είχε, εγεννήθηκε Ιγγλέζος κ’ ετούτο φθάνει»12. Ο Ευρωπαίος δηλαδή είναι αδύνατο να δει τους Έλληνες διαφορετικά, έστω και αν γίνει Ορθόδοξος!
Η εντύπωση για τον Φιλελληνισμό και τους Φιλέλληνες, που διεμόρφωσε ο ελληνικός κόσμος ακριβώς στο σημείο αυτό χωλαίνει, όταν μάλιστα δεν διαθέτει τις ρωμαίικες, ορθόδοξες δηλαδή, προϋποθέσεις του Ιακωβάτου και των ομοφρόνων του Ορθοδόξων.
Οι κάθε είδους φιλελληνικές εκδηλώσεις εκλαμβάνονται ως κατάφαση και αποδοχή ολόκληρης της ελληνικότητας, συνεπώς όχι μόνο της κλασικής αρχαιότητας, αλλά και της σύγχρονης ορθόδοξης Ελλάδας, με όλο τον ελληνορθόδοξο πολιτισμό της13. Ας αφήσουμε δε, ότι «η φιλελληνική κίνηση, που συγκλόνιζε ακόμη και τις λαϊκές μάζες, δεν είχε καμμιά σχέση με την Ελλάδα, αλλ’ αποτελούσε διαμαρτυρία κατά του δικού τους απολυταρχισμού»14. Εξ άλλου, στην έκφραση φιλελληνικών διαθέσεων δεν έλειπαν και ιδιοτελείς στόχοι, που τις ενσάρκωναν άνεργοι στρατιωτικοί και κάθε είδους τυχοδιώκτες. Δεν είναι, βέβαια, δυνατόν να απολυτοποιηθεί αυτή η θέση, αλλά δεν παύει να τεκμηριώνεται άπό πολλά παρόμοια περιστατικά15.
Είναι όμως πάλι γεγονός, ότι «είτε προφάσει είτε αληθεία» (Φιλιπ.1,18) η μεγάλη πλειοψηφία –και κατ’ αυτόν τον αποδομητή Σιμόπουλο- των ευρωπαϊκών λαϊκών μαζών «στάθηκε ομόφωνα στο πλευρό του μαχόμενου Ελληνισμού. Η Ελληνική Επανάσταση γι’ αυτές δεν ήταν μια πτυχή του Ανατολικού Ζητήματος, που απασχολούσε τα ανακτοβούλια και τους διπλωμάτες. Άγγιξε συναισθηματικά ευρύτερα στρώματα, έγινε σύμβολο και οραματισμός»16. Ο Φιλελληνισμός των Ξένων, πάντως, ιδία των κρατικών παραγόντων η όσων τελούσαν σε άμεση εξάρτηση από τις δυτικές κυβερνήσεις, εξυπηρετούσε, κατά κύριο λόγο, τα ξένα κρατικά συμφέροντα. Ακόμη και στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα, όχι σπάνια, το ίδιο ίσχυε, με την έννοια, ότι τα συμβαίνοντα στην Ελλάδα ήταν μια ανυπέρβλητη πρόκληση ανθρωπιάς, αγνοώντας όμως την ελληνορθόδοξη πραγματικότητα, ενεργούσαν με βάση τα δικά τους διαφέροντα, μετακενώνοντας, μαζί με την οποιαδήποτε βοήθεια, τα δικά τους πολιτισμικά δεδομένα στην καθ’ ημάς Ανατολή. Διατυπώθηκε και η αξιοπρόσεκτη θέση, ότι «ο φιλελληνισμός ίσως ήταν παγίδα της αποκοπής των Ελλήνων της Τουρκοκρατίας, από τους νόμιμους δεσμούς τους με την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία»17.

Μια αδυναμία με συνέπειες

 Ότι ο Φιλελληνισμός των ξένων, εις την πραγματικότητα, εξυπηρετούσε , κατά κανόνα, τα δικά τους συμφέροντα, δεν είναι εύκολο να αμφισβητηθεί. Ούτε όμως μπορεί και να χαρακτηρισθεί ως κάτι «μεμπτόν». Αυτό επισημαίνει ο Σπ. Μαρκεζίνης στην «Ιστορία» του18, αναφερόμενος σε μια εγγενή αδυναμία του Έθνους μας, που είναι το μόνιμο αδύνατο σημείο της εξωτερικής μας πολιτικής. Πρόκειται για την ευπιστία μας και τη στήριξη των εθνικών μας στόχων και ελπίδων στους κατά φαντασίαν, συνήθως, «Φιλέλληνες», με επίκεντρο τις ξένες Κυβερνήσεις. Μειονέκτημα αυτό της πολιτικής μας ηγεσίας, που αναζητεί φιλέλληνες, διότι δεν μπορούμε να σταθούμε χωρίς αυτούς! Ας μη λησμονούμε την μακρά πίστη του Γένους μας στη μεγάλη Χριστιανική Δύναμη, το «ξανθόν γένος», ποικιλοτρόπως νοούμενο, που θα απελευθέρωνε τους «ραγιάδες»19. Αυτό όμως γέννησε τη νεώτερη ξενομανία μας20. Έτσι όμως, αφ’ ενός μεν ευνοούμε τις πολιτικές επιδιώξεις των ξένων, αφ’ ετέρου δε καθιστάμεθα άμεσα η έμμεσα όργανά τους.
Είναι γεγονός, ότι ο ακαταλληλότερος χώρος για την αντικειμενική εκτίμηση και αναγνώριση φιλελληνισμού και φιλελλήνων είναι η κρατική διπλωματία. Όταν λείπει ο ρεαλισμός, κραταιώνεται η ξενομανία και η επιδίωξη της ξένης «προστασίας». Εξ άλλου, η απόδοση του τίτλου «φιλέλλην» σε ισχυρές συμμαχικές πολιτικές προσωπικότητες, συνήθως εξυπηρετούσε, και όχι μόνο το ’21, σκοπιμότητες κάθε είδους χωρίς αντίκρυσμα στην πραγματικότητα. Τον 19ο και κυρίως τον 20ον αι. θα γίνει καθαρά αντιληπτό πως από την ξενομανία φθάνουμε κατ’ ευθείαν στην μεταβολή μας σε «δορυφόρους» των Μεγάλων21. Αυτή την αναπόφευκτη εκτροπή στην κατανόηση του φιλελληνισμού επισημαίνει και ο δόκιμος και στην Ιστορία, μακαριστός π. Ιω. Ρωμανίδης: Κατά την προπαγάνδα των Νεογραικών, λέγει, «όλος ο κόσμος, και κυρίως η Ευρώπη και η Αμερική, είναι πλήρης από φιλέλληνες, οι οποίοι θαυμάζουν τόσον πολύ τους σημερινούς αρχαίους Έλληνας, ώστε να ζητούν οι ίδιοι την ευκαιρίαν να βοηθήσουν την μικράν, αλλ’ έντιμον και ένδοξον Ελλαδίτσαν να προοδεύση και να γίνη πάλιν ένδοξος». Κατά τον ίδιον όμως «δεν υπάρχουν οι φιλέλληνες της νεογραικικής μυθολογίας και ονειροπολήσεως»22. Και καταλήγει: «Δυστυχώς ο μύθος των ξένων φιλελλήνων είναι μία ψυχολογική ανάγκη του Γραικύλου, ο οποίος φοβείται να είναι κράτος χωρίς μανούλαν και πατερούλην. Ο Γραικύλος θέλει όχι συμμάχους, αλλά γονείς… δια την προστασίαν του νηπίου Έλληνος»23. Δεν είναι άλλωστε ούτε άγνωστη, αλλ’ ούτε και αδύνατη, η μετάπτωση από την συμμαχία στη δουλεία.
Σε κάθε εποχή η ανάθεση των προβλημάτων του Έθνους στους οιουσδήποτε Ξένους είναι δείγμα παρακμής. «Ξενοφοβία» και «ξενομανία» συνιστούν την ιδεολογική πόλωση του ελληνικού 19ου αιώνα. Κάτι ανάλογο διαπιστώνεται στις ημέρες μας με την αποκάλυψη του αληθινού προσώπου της Ενωμένης Ευρώπης, στην οποία οι πολιτικοί Ηγέτες μας έμαθαν να στηρίζουμε «την πάσαν ελπίδα μας», με αποτέλεσμα τα σημερινά αποκαλυπτήρια της Ενωμένης Ευρώπης και την απογοήτευση του Έθνους, με εξαίρεση τους συνειδησιακά ταυτισμένους μαζί της, τη «δυτική παράταξη» των ευρωπαϊστών.

Η ανακήρυξη των φιλελλήνων

 Ο χαρακτηρισμός των Ξένων ως φιλελλήνων γίνεται σε δύο επίπεδα, το επίσημο πολιτικό-διπλωματικό και το ευρύτερο λαϊκό. Η κρατική ηγεσία χαρακτηρίζει ξένα ηγετικά πολιτικά πρόσωπα ως φιλέλληνες, ανώτερους υπαλλήλους ενός συμμάχου Κράτους η προσωπικότητες του επιστημονικού η του οικονομικού χώρου, που με τη στάση και τις ενέργειές τους ωφέλησαν με ιδιάζοντα τρόπο το Έθνος. Η πρόκριση αυτή διαχέεται στο ευρύ στρώμα του λαού με τα υπάρχοντα μέσα πληροφόρησης και επικοινωνίας. Το βασικό κριτήριο στις περιπτώσεις αυτές είναι η παροχή ωφελείας στους αγώνες και τις ανάγκες του Έθνους. Σπάνια όμως στις περιπτώσεις αυτές ελέγχονται, η μπορούν να ελεγχθούν, τα αληθινά κίνητρα των τιμωμένων προσώπων. Η κρατική εξουσία, συνήθως, στις αποφάσεις της κινείται διπλωματικά, υπεισέρχονται δε διάφοροι αθέατοι παράγοντες και σκοπιμότητες παντός είδους, που καλύπτονται με το γνωστό επιχείρημα: «δια το συμφέρον του Έθνους». Έτσι δεν είναι περίεργο να «κατασκευάζονται» συχνά φιλέλληνες, ως αποτέλεσμα αποφάσεων αυθαιρέτων και σκοπίμων. Οι οποιοιδήποτε όμως Ξένοι ποτέ δεν παύουν να επιδιώκουν ο,τι ευνοεί πρώτιστα αυτούς τους ιδίους και την πολιτική της Χώρας τους. Σπανιώτατα θυσιάζει κάποιος τα δικά του ατομικά η κρατικά συμφέροντα για τα συμφέροντα των άλλων, και μάλιστα των μικρών, που στηρίζονται στη βοήθειά του. Άρα από την συμμαχική συνεργασία ως τον κατ’ ουσίαν φιλελληνισμό υπάρχει μεγάλη απόσταση. Και είναι γεγονός, ότι στα δύο πρώτα χρόνια του αγώνα υπήρξε γνησιότερος φιλελληνισμός, ως ανθρωπισμός, που από το 1823 και ως το τέλος του Αγώνα δίνει τη θέση του σε πράκτορες, κατασκόπους και τυχοδιώκτες24.
Έτσι οδοί της ελληνικής πρωτεύουσας έχουν αφιερωθεί σε κατασκόπους η Μισέλληνες25. Από τις πιο αινιγματικές μορφές Φιλελλήνων είναι ο Λόρδος Βύρων (1788-1824). Οι γνώμες γι’ αυτόν διχάζονται. Στο λεξικό Μπαμπινιώτη καταξιώνεται: Ο λόρδος Μπάϋρον υπήρξε από τους γνωστότερους (φιλέλληνες), άλλοι, όπως ο Απ. Βακαλόπουλος, τον βλέπουν πολύ θετικά περιγράφοντας το τέλος του με έντονο συναισθηματισμό26. Ο Γ. Ιακωβάτος, αλλά και άλλοι, δεν διστάζουν να παρουσιάσουν τα σκοτεινά του σημεία, που γνώριζαν οι σύγχρονοί του. «Ο Μπάϋρον αγάπαε την Ελλάδα –γράφει ο επτανήσιος Ιακωβάτος- επειδή η σκλαβιά της τον έκαμε ποιητή/στιχουργό (sic). Μπορούμε να καταδεχθούμε υμνητή μας τον υμνητή της Βενετιάς;»27.
Ας μη λησμονούμε, ότι η ελληνική θέση για τον ρόλο του Μπάϋρον είναι εκείνη, που διετύπωσε ο Σπυρίδων Τρικούπης για εκείνον στον επικήδειό του (20.4.1824) και έψαλαν αργότερα ο Δ. Σολωμός και ο Α. Κάλβος29. Πρέπει όμως να ομολογήσουμε, ότι την πληρέστερη αναφορά στον Μπάϋρον (σελίδες 35-199)30 έχει ο Σιμόπουλος, με αξιοποίηση όλων των γνωστών πηγών. Το συμπέρασμά του: «Τον έκλαψαν οι Έλληνες τον Bayron. Ήταν αρκετό που πέθανε στον τόπο τους. Δεν υποψιάζονταν, εκτός από ελαχίστους, μέσα στη φωτιά του πολέμου, το ρόλο του στις εσωτερικές πολιτικές και στρατιωτικές διεργασίες και τους ανταγωνισμούς των Δυνάμεων» (σ.192). Του επιρρίπτεται δε μεγάλο μέρος της ευθύνης του εμφυλίου, που έγινε «με τις ευλογίες και τη δραστήρια συμμετοχή του Byron» (σ.193). Οι γνώμες, συνεπώς, γι’ αυτόν ποικίλλουν. Και είναι ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Δεν μπορούμε όμως να αρνηθούμε, ότι όλοι οι ούτως η άλλως χαρακτηριζόμενοι Φιλέλληνες προκάλεσαν το διεθνές πολιτικό ενδιαφέρον για τον Αγώνα και έτσι στο σύνολό τους ωφέλησαν, στην αρχή τουλάχιστον, την ελληνική υπόθεση.

Η ισχυρότερη επιβεβαίωση του κανόνα

Οι Μισσιονάριοι του Προτεσταντισμού συνιστούν παράδειγμα σαφέστατο αμφιλεγομένου Φιλελληνισμού. Η κίνηση αυτή των Προτεσταντικών Ομολογιών εμφανίστηκε στον ιστορικό ελλαδικό χώρο παράλληλα με την έναρξη της ελληνικής Επαναστάσεως31, αναπτύσσοντας εκπαιδευτική και ιατρική δραστηριότητα, που εξυπηρετούσε φυσικά τους στόχους τους32. Λόγω των ελλείψεων του Ελλαδικού πολιτειακού χώρου γίνονταν πανηγυρικά δεκτοί από την Πολιτεία και τα κρατικά όργανα. Αρκεί να λεχθεί ότι ο L. Kork33 και ο Isaak Lowndes34, αντίστοιχα, στην ελεύθερη Ελλάδα και την Κέρκυρα, ανέλαβαν υπεύθυνες θέσεις στην εκπαίδευση35. Μόνο ο Ιω. Καποδίστριας, λόγω των ουσιαστικών σχέσεών του με την Ορθοδοξία, τήρησε εφεκτική στάση απέναντί τους, που δεν παρέλειπαν να σχολιάζουν επικριτικά οι κορυφαίοι του Μισσιοναρισμού36. Τη στάση της Πολιτείας απέναντί τους συμμεριζόταν και μια όχι μικρή μερίδα του Λαού. Δεν ήταν λίγες δε οι φορές, που ονομάζονται ακόμη και σήμερα «φιλέλληνες»37 για την προσφορά τους στο ελληνικό Έθνος. Εν τούτοις οι Μισσιονάριοι, ως βρετανοί η αμερικανοί πολίτες, παρέμεναν πάντα «υπέρμαχοι του αγγλοσαξωνικού πολιτικού και πολιτιστικού μοντέλου της χώρας τους», παρουσίαζαν δε στην ελληνική κοινωνία την περισσότερο αρνητική όψη του ευρωπαϊκού Προτεσταντισμού»38.
Ο Λαός εν τούτοις και ο Κλήρος, που διαθέτουν αλάνθαστο συλλογικό κριτήριο, όσο περισσότερο ήσαν συνδεδεμένοι με την ελληνορθόδοξη παράδοση, δεν άργησαν να αντιληφθούν τα σχέδιά τους. Γι’ αυτό τους διέστελλε39 από τους αληθινούς φιλέλληνες, που ανταποκρίνονταν στις πραγματικές ανάγκες τους χωρίς στο ελάχιστο αντάλλαγμα κάθε είδους και χωρίς να θεωρούν αναγκαίο να τελούν σε συμφωνία με την πολιτική της χώρας τους για την μικρή και αδύναμη Ελλάδα.
Αγγλοαμερικανούς τους αποκαλούσε ο Λαός, επιβεβαιώνοντας με ρεαλισμό και αποτιμώντας τη δράση και τους στόχους τους. Και αυτό, διότι γρήγορα έγινε αντιληπτό, ότι δεν προσέφεραν κατ  οὐσίαν βοήθεια στους εμπερίστατους Έλληνες, αλλά επεδίωκαν τον εκπροτεσταντισμό και εκδυτικισμό της Ελλάδος40 με την επέκταση σ’ αυτήν της θρησκευτικής πίστης τους και του πνεύματος των κοινωνιών τους. Ο στόχος τους δηλώνεται απερίφραστα στην υπηρεσιακή αλληλογραφία τους. Ο αμερικανός μισσιονάριος E. Robertson σε μια σπουδαία Report του εκθέτει τους λόγους, δια τους οποίους οι μισσιονάριοι πρέπει να θέσουν υπό την καθοδήγησή τους όσο το δυνατόν περισσότερα σχολεία στην Ελλάδα για την αύξηση της επιρροής τους στη νέα γενεά. Στη συνείδηση των μαθητών τους θα μείνουν έτσι, πάντα ως φίλοι και ευεργέτες των Ελλήνων και θα μένουν πρόθυμοι (οι μαθηταί) να δέχονται την καθοδήγησή τους και στην υπόλοιπη ζωή τους! Αν αυτό δεν είναι «εσωτερική άλωση», τι άλλο μπορεί να είναι;41
Παραγνωρίζοντας τον ιστορικά επιβεβαιωμένο δυναμισμό της λαϊκής Ορθοδοξίας, έκαναν εκείνο που αυτοί θεωρούσαν ωφέλιμο για τον ελληνικό Λαό, σύμφωνα με το πρόγραμμά τους, επιδιώκοντας να τον προσαρμόσουν στα δικά τους μέτρα. Δεν προσέφεραν, συνεπώς, την ζητουμένη βοήθεια, αλλά τις δικές τους προκατασκευασμένες λύσεις. Γι’ αυτό και ο Λαός, με την πρακτική ψυχολογική του δύναμη, τους αντιμετώπιζε ως όλο, βλέποντάς τους ως κάτι παρέμβλητο και ξένο, χαράσσοντας μια στάση απέναντί τους, που ισχύει για τους Ορθοδόξους ως σήμερα. Γι’ αυτό στα χείλη του Λαού οι χαρακτηρισμοί «αμερικανοί» και «αγγλοαμερικανοί», πέρα του εθνογραφικού περιεχομένου τους προσέλαβαν και ομολογιακό χαρακτήρα. Ο Λαός και ο Κλήρος, ιδίως από το 1830 κ. ε., έβλεπαν τους μισσιοναρίους ως εκπροσώπους του ιδίου κόσμου και ως φορείς του ιδίου πνεύματος, απλώς ως ξένο σώμα42. Γι’ αυτό και οι Μισσιονάριοι, ως όλο, έμειναν στη συνείδηση του Λαού, ως σφήνα στον κορμό του43.
Είναι δε πλέον γνωστό στην έρευνα, ότι οι θρησκευτικές επιδιώξεις των μισσιοναρίων στην Ελλάδα έβαιναν παράλληλα με τις επιδιώξεις της δυτικής πολιτικής στον μεσογειακό χώρο44. Μέχρις ενός σημείου μπορούσαν να διακηρύσσουν, ότι δεν προπαγάνδιζαν μια συγκεκριμένη ομολογία. Άλλωστε στην καλβινίζουσα παράταξη του Προτεσταντισμού ανήκαν σχεδόν όλοι οι Μισσιονάριοι. Δεν θα μπορούσαν όμως να πείσουν, ότι δεν ενεργούσαν και ως εκπρόσωποι του έθνους τους, υποστηρίζοντας την πολιτική του, έστω και αν προφασίζονταν ότι αδιαφορούσαν για τα πολιτικά. Δεν έπαυαν να είναι οι Προτεστάντες Μισσιονάριοι Άγγλοι η Αμερικανοί.
Είναι εκπληκτική η διαπίστωση του ειδικού στο χώρο της Ιεραποστολής P. Kawerau για τους αμερικανούς μισσιοναρίους: «Αληθινή θρησκεία της Βίβλου και αμερικανικός πολιτισμός ήταν κατά βάση το αυτό … Εξάπλωση της Βίβλου, λοιπόν, σήμαινε συγχρόνως εξάπλωση αμερικανικών τάσεων και τρόπου ζωής, των οποίων συνισταμένη ήταν η ελευθερία … Εκείνος, που δεχόταν την υπεροχή της Αμερικής, θάπρεπε να καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ήσαν το δημιουργημένο από τον Θεό όργανο, με το οποίο Εκείνος μπορούσε να επιτύχει τους σκοπούς Του. Φορέας δε αυτών των σκοπών ήταν η Ιεραποστολή»45. Ο δυτικός μεσσιανισμός σ’ όλη την μεγαλοπρέπειά του!
Είναι πολύ σωστή, λοιπόν, στο σημείο αυτό η γνώμη του καθηγητού Χρ. Γιανναρά: «Δεν φαίνεται να διερωτηθήκαμε ποτέ, γιατί οι λεγόμενες Μεγάλες Δυνάμεις δεν αρκούνται στην οικονομική και πολεμική τους ισχύ, αλλά προσπαθούν και εξοδεύουν για τον χρησιμοθηρικό διεθνισμό της γλώσσας τους και τη διάδοση της παιδείας τους σε όλες τις χώρες και την ενίσχυση των ιεραποστολών τους»46. Προετοιμάζοντας την σημερινή πορεία προς την νεοεποχίτικη πανθρησκεία, οι κυρίαρχες παγκόσμιες δυνάμεις είχαν κατανοήσει, ότι ο «εκδυτικισμός» του κόσμου και εν προκειμένω της Ορθόδοξης Ανατολής, προσφέρει σταθερά την δυνατότητα για την πολιτική παγκοσμιοποίηση47. Μια ιδιαίτερη, αλλά σημαντική περίπτωση, ιδιοτελούς μισσιοναριστικού «φιλελληνισμού» υπήρξε τον 19ο αιώνα ο αμερικανός μισσιονάριος Jonas King48. Η σύγκρουσή του με την Ελληνική Δικαιοσύνη μετά την κατάδειξη της προσηλυτιστικής του δράσης, απέδειξε περίτρανα την συμπόρευση και συνεργασία μισσιοναρισμού και αμερικανικής δικαιοσύνης και πολιτικής49, με την επέμβαση της τελευταίας υπέρ του Μισσιοναρίου και την ήττα της Ελληνικής Πολιτείας.

Για την υπέρβαση της μυθοπλασίας

Για την υπέρβαση της μυθοπλασίας είναι ανάγκη το Έθνος μας να μην εθίζεται στην αποδοχή των οιωνδήποτε μύθων και στο χώρο του «Φιλελληνισμού». Πόσο μάλλον που, ως ελέχθη, εθιζόμεθα έτσι στην εναπόθεση των εθνικών μας ελπίδων στους οιουσδήποτε ξένους. Η συνειδητοποίηση του εγγενούς αυτού πάθους μας απαιτεί όμως ωριμότητα. Από ένα παρόμοιο, μάλιστα, μύθο για το «ξανθό γένος», που έτρεφε για μακρό χρόνο το Έθνος, μας αποσυνέδεσε από το 1774, μετά την συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός50. Βλέποντας την πορεία της διεθνούς πολιτικής, κατενόησε ότι το Έθνος για την ανεξαρτησία του έπρεπε να στηριχθεί στις δικές του δυνάμεις, ρίχνοντας το βάρος στην ελληνορθόδοξη παιδεία. Αυτό ακριβώς θα ενστερνισθεί αργότερα και ο στρατηγός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης51. «Ας, μη φθάσουμε, λοιπόν, στην ακραία παραδοχή, ότι «οι φιλέλληνες εζημίωσαν την Ελλάδα»52, η ότι ούτε φίλους, ούτε αδελφούς είχε ποτέ η Ελλάδα. Μόνο εχθρούς και καταφρονητές»53. Εν τούτοις, απέναντι σε μια τέτοια γενίκευση κορυφώνεται ο σπαραγμός του Μακρυγιάννη: «Ότι μας έφαγαν οι ξένοι ως γλάροι»!54. Είναι όμως αναγκαία και μια άλλη εξ ίσου σημαντική υπέρβαση.
Πηγή της περί φιλελλήνων μυθολογίας είναι η ματαιοδοξία μας, ότι ο ελληνικός πολιτισμός και ο δυτικός πολιτισμός ταυτίζονται55, μια πεποίθηση που ριζώνει στον Αδαμάντιο Κοραή. Κατά την εύστοχη όμως παρατήρηση του π. Ιω. Ρωμανίδη56, αναζητώντας και «πλάθοντας» φιλέλληνες ο σύγχρονος «γραικύλος», αντί να αποκτήση όργανον, γίνεται «όργανον» αυτός. «Οι ξένοι, κατά τον ίδιο, καλό γνώστη της δυτικής κοινωνίας, εκλαμβάνουν (το ελληνικό φιλότιμο) ορθώς ως δουλοπρέπειαν αδυνάτου και ως μορφήν φαινομενικής μεγαλοψυχίας». Το αποτέλεσμα; «Το δουλοπρεπές φιλότιμον του Γραικύλου, εν συνδυασμώ με επίδειξιν συμμαχικής αφοσιώσεως, εμποιεί μάλλον ανησυχίαν παρά εμπιστοσύνην»57. Αυτού οδηγεί συνήθως η στερουμένη την ελληνορθόδοξη «λεβεντιά» ελληνική πολιτική και διπλωματία.
Ο Ρωμηός γνωρίζει, ότι «συμμαχία είναι συνεργασία πολιτική, οικονομική και στρατιωτική, μέσω της οποίας κάθε κράτος προστατεύει τα ιδικά του συμφέροντα και τα συμφέροντα των συμμάχων, εφ’ όσον τα συμφέροντα αυτά ταυτίζονται με τα ιδικά του συμφέροντα»58.
Ένα ακροτελεύτιο ερώτημα: Δεν υπάρχουν, λοιπόν, αληθινοί φιλέλληνες; Υπάρχουν οπωσδήποτε, αλλά είναι ανάγκη να αναγνωρίζονται με αντικειμενικότητα, κάτι που προϋποθέτει γνήσια και αυθεντικά κριτήρια. Ο όρος «φιλέλλην» στην τρέχουσα χρήση έχει σχετική σημασία. Φιλέλληνας η φιλοάγγλος η φιλοαμερικανός, είναι σε τελευταία ανάλυση εκείνος, που αποδέχεται ένα Λαό πολιτισμικά ολόκληρο και ανταποκρίνεται στις ανάγκες του και στα αιτήματά του χωρίς να επιβάλει τις δικές του λύσεις. Φιλέλληνες είναι έτσι, οι Ξένοι, που αψηφώντας την πολιτική και τα συμφέροντα της Χώρας τους, αγκάλιασαν την Ελληνική Επανάσταση, προσφέροντας σ’ αυτήν τα πάντα, όσα διέθεταν, ακόμη και τη ζωή τους. Με τον τρόπο αυτό απέδειξαν, ότι ταυτίσθηκαν με την Ελλάδα και το Λαό της, υπερβαίνοντας την ιδιότητά τους ως ξένων. Είναι όλοι εκείνοι, που τελικά έγιναν τόσο φίλοι της Ελλάδος, σ’ όλους τους τομείς της δράσης τους, ώστε να προστρέξουν στην ελληνική περιπέτεια ως Φιλέλληνες, για να ανυψωθούν τελικά σε Έλληνες.

Σημειώσεις:

Γ. Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 1998, σ. 1905. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στην αρχαία χρήση του ο όρος «φιλέλλην» συσχετίζεται και με εκ γενετής Έλληνες, με την έννοια του φιλοπάτριδος. (Πλατ. Πολ. 470ε και Ξενοφ. Αγησ.7,4: «καλόν Έλληνα όντα φιλέλληνα είναι»), Henry Lidel- Robert Scott, Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, Έκδοση «Ι. Σιδέρης, τ. 4, σ. 539. 2. Κυριάκου Σιμόπουλου, Ξενοκρατία-Μισελληνισμός και ιδιοτέλεια…, Αθήνα 1990, σ. 462 επ. Θετική προσέγγιση στου: Αποστ. Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού…, τ. Ε , Θεσσαλονίκη 1980, σ. 568-578 («Ο φιλελληνισμός μέσα στο πλαίσιο των μεγάλων ευρωπαϊκών ιδεολογικών ρευμάτων»), και σ. 579-609. («Η φιλελληνική κίνηση κατά χώρες). 3. Ν. Β. Τωμαδάκη, Περί των αιτίων του Φιλελληνισμού, Αθηνά , τ. 59 (1955), σ. 4-13. 4. Το «φιλελληνικό κίνημα» ήταν ένα παρακλάδι του ριζοσπαστισμού, η ριζοσπαστική του πλευρά, που απέρριπτε την αστική εκβιομηχάνιση, τον ρασιοναλισμό και τη Γαλλική Επανάσταση και περιλάμβανε στους κόλπους του φιλελεύθερους διανοουμένους, πολιτικούς και κοινωνικούς επαναστάτες, χριστιανούς ανθρωπιστές, σκεπτικιστές και άθεους» (Κυρ. Σιμόπουλος, οπ. π., σ. 466). 5. Σημαντική για την προοδευτική ανάπτυξη του φιλελληνικού ρεύματος είναι η διδακτορική διατριβή του αειμνήσου π. Αντωνίου Γ. Αλεβιζοπούλου, Η φιλελληνική κίνησις και αι πρώται εν Γερμανία Ελληνικαί Κοινότητες, Αθήναι 1979, με πλούσια βιβλιογραφία (σ. 237-255). Πρβλ. Κυριάκου Σιμόπουλου, οπ. π., σ. 465. 6. Κυριάκου Σιμόπουλου, στο ίδιο. 7. Αυτό εδήλωσε λ.χ. ο άγγλος μισσιονάριος Isaac Lowndes το 1820 κατά την διέλευσή του από την Κόρινθο. 8. Βλ. π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός και Ρωμηοσύνη (Έλεγχος θέσεων της Δυτικής Ιστοριογραφίας) στο: Του ιδίου, Ελληνισμός Μετέωρος, Αθήνα 1992, σ. 74-86. 9. ΑΤΙ, Χ149α, φ. 30α. (Για το Αρχείο των Αδελφών Ιακωβάτων βλ. Κ.Γ. Μπόνη, Αρχείου Σύμμικτα. Τακτοποίησις και μελέτη του Αρχείου των Οίκων (sic) Τυπάλδων -Ιακωβάτων εν Ληξουρίω της Νήσου Κεφαλληνίας. Ανατ. από τον Β Τόμο της Επετηρίδος Επιστημονικών Ερευνών του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήναι 1970, σ. 553-626. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Το Αρχείο των Αδελφών Τυπάλδων-Ιακωβάτων και η σημασία του, στο: π. Γ.Δ. Μεταλληνού-Βαρβ. Καλογεροπούλου–Μεταλληνού, Αρχείον της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης …, τ. Α , Αθήνα 2003, σ. 21 επ. 10. Το 1792. Βλ. Kallistos Ware, The fifth Earl of Guilford (1766-1827) and his secret Convertion to the Orthodox Church, στον τόμο: D. Baker (ed.) The orthodox Churches and the West (=Studies in Church History, vol. 13) Oxford 1976, σ. 256 f. 11. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Ο κόμης Φρειδερίκος-Δημήτριος Γκίλφορδ και η ιδεολογική θεμελίωση των θεολογικών σπουδών της Ιονίου Ακαδημίας, Επιστ. Επετ. Θεολ. Σχολής του Πανεπ. Αθηνών, τ. 27 (1986), σ.25-54. 12. Γεωργίου Τυπάλδου-Ιακωβάτου, Ιστορία της Ιόνιας Ακαδημίας (εκδ. Σπ.Ι. Ασδραχάς, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη ΣΠ. 37, Αθήνα 1982), σ. 9. Πρβλ. Πολιτική και Θεολογία, οπ. π., σ. 211. 13. π. Ιω. Σ. Ρωμανίδη, Ρωμαιοσύνη-Ρωμανία-Ρούμελη, Θεσσαλονίκη2002, σ. 80/1. 14. Κυρ. Σιμόπουλος, οπ. π., σ. 468. 15. Στο ίδιο, σ. 470. 16. Στο ίδιο, σ. 483. 17. Μαρία Μαντουβάλου, Ρωμαίος-Ρωμιός και Ρωμιοσύνη, στο περιοδ. Μαντατοφόρος, τευχ. 22(1983),σ. 53. 18. Σπ. Β. Μαρκεζίνη, Πολιτική Ιστορία της συγχρόνου Ελλάδος, τ. 1 (1920-1922), Πάπυρος, Σειρά Β , Αθήνα 1973, σ. 16. 19. Βλ. Αλεξ. Στ. Καριώτογλου, Η περί του Ισλάμ και της πτώσεως αυτού ελληνική χρησμολογική γραμματεία…, Αθήναι 1982, σ.162 επ. Πρβλ, π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Χρησμολογικές απηχήσεις στα Οράματα και Θάματα του Στρατηγού Μακρυγιάννη, στον τόμο του Γ.Δ. Μεταλληνού, Ορθοδοξία και Ελληνικότητα, Αθήνα 1987, σ. 87-163.  20. Σπ. Μαρκεζίνη, οπ.π., σ. 15,17. 21. Στο ίδιο, σ.15. 22. Οπ. π., σ.216. 23. Στο ίδιο, σ.217. 24. Κυριάκου Σιμόπουλου, οπ.π., σ. 483. 25. Στο ίδιο, σ.485 επ., 501, 505 κ. 26. Για το τέλος του Μπάϋρον βλ. Απ, Βακαλοπούλου, Ιστορία …, τ. ΣΤ , Θεσσαλονίκη 1982, σ. 629 επ.  27. ΑΤΙ, Χφο 149α, σ. 30α. Αναφέρεται στο ποίημα του Byron, The Glaour, A fragment of a Turkish Tale, London 1813, σ.14. Τον κατηγορεί για φιλοτουρκισμό. (Πολιτική και Θεολογία, οπ.π., σ. .209/ 210.  28. Στον «Ύμνο» του. 29. Λυρικά, Ωδή 1η.  30. Κυριάκου Σιμόπουλου, Πως είδαν οι Ξένοι την Ελλάδα το ’21, τομ. Γ , Αθήνα 1981: Ωφέλησε η έβλαψε την Επανάσταση ο Βύρων; 31. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα της Μεταφράσεως της Αγίας Γραφής εις την Νεοελληνικήν τον ιθ  αἰ., Αθήνα 2004. Αντώνιος Λ. Σμυρναίος, Στα ίχνη της ουτοπίας. Το «Φιλελληνικόν Παιδαγωγείον» Σύρου και η Προτεσταντική Ομογενοποίηση της Οικουμένης κατά τον 19ον αιώνα, Αθήνα 2006. Πόλλη Θανηλάκη, Αμερική και Προτεσταντισμός. Η «Ευαγγελική Αυτοκρατορία και οι οραματισμοί των Αμερικανών Μισσιοναρίων για την Ελλάδα τον 19ον αιώνα, Αθήνα 2005. Κυρίως για την παρουσία των Προτεσταντών Μισσιοναρίων στα Ιόνια Νησιά, βλ. Δημ. Γ. Μεταλληνός, Βρετανική Διπλωματία και Ορθόδοξη Εκκλησία στο Ιόνιο Κράτος, Κέρκυρα 2013, σ. 55 επ. Στα έργα αυτά βρίσκεται εκτενής βιβλιογραφία. 32. Βλ. στου π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα…, σ. 94 επ. 33. Στο ίδιο, σ. 76. 34. Στο ίδιο, σ. 78. 35. π. Γ. Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα …,σ. 400 επ. 36. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, «Η κατ’ Ανατολήν Δύσις». Ο «μετακενωτικός ρόλος των Δυτικών Μισσιοναρίων στο Ελληνικό Κράτος», στο: Του Ιδίου: «Παράδοση και Αλλοτρίωση», Αθήνα 1986 (με επανεκδόσεις), σ. 279 επ. 37. Βλ. π. Γεωργίου Δ. Δράγα, Ιωνάς Κιγκ (1792-1869), Αμερικανός Ιεραπόστολος, Φιλέλλην, εκπαιδευτικός, Θεολόγος, Αθήναι 1972, Πρβλ. άρθρο στην Θ.Η.Ε. τ. 7(1965) στ. 581 (Ν.Θ. Μπουγάτσος). 38. Δ. Γ. Μεταλληνός, Βρετανική Διπλωματία…, οπ. π., σ. 56. 39. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα …, σ. 362 επ., 367 επ. 40. Την «εκφράγκευσή της βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα …, σ.104. 41. P. E. Shaw, American contacts with the Eastern Churches (1820-1870), Chicago 1937, σ. 171-178. 42. Αυτό ίσχυε, φυσικά, και για το ρωμαιοκαθολικό στοιχείο, που είχε όμως πολύ παλαιότερη παρουσία στην Ελλάδα. 43. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα…, σ. 106 επ.44. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Το Ζήτημα…, σ. 107 επ. «Η κατά Ανατολήν Δύσις», σ. 271 επ. 45. P. Kaverau, Amerika und die orientalischen Kirchen, Berlin 1958, σ. 203. 46. Χρ. Γιανναρά, Η Νεοελληνική ταυτότητα, Αθήνα 1978, σ.82. 47. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Ορθόδοξη Οικουμενικότητα και Παγκοσμιοποίηση, στο: Του Ιδίου, Στα μονοπάτια της Ρωμηοσύνης, Αθήνα 2008, σ. 407-418. 48. Βλ. παραπάνω, σημ. 37. 49. Βλ. εκτενή αναφορά στην περίπτωση αυτή στου π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Ξένη παρέμβαση στην Ελληνική Δικαιοσύνη τον 19ον αιώνα, στο «Αντιχάρισμα» στον Καθηγητή Ιω. Κ. Παπαζαχαρίου, Αθήνα 1994, σ. 469-496. 50. Βλ. Απ. Ε. Βακαλοπούλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Δ , Θεσσαλονίκη 1973, σ. 431. 51. Πρόκειται για ουσιαστική καμπή στην πορεία προς την εξέγερση. Αλλά και ο Στρατηγός Μακρυγιάννης στα «Οράματα και θάματα» «ξανθό γένος δέχεται ότι δεν είναι η Ρωσία, αλλά ο ίδιος ο Ελληνισμός. Βασ. Σφυρόερα, Σημειώσεις από την ανάγνωση των Οραμάτων του Μακρυγιάννη, στο περιοδικό «Διαβάζω», αρ. 101/5.9.84, σ.77. 52. Κυριάκος Σιμόπουλος, σ. 480. 53. Στο ίδιο, σ.481. 54. Απομνημονεύματα, εκδ. Βαγιανάκη, τομ. Β , σ. 162. 55. π. Ιω. Σ. Ρωμανίδη, Ρωμαιοσύνη, οπ. π., σ. 80. 56. Στο ίδιο, σ. 218. 57. Στο ίδιο, σ. 217. 58. Στο ίδιο, σ. 219.

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2016

Π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ- ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

Οἱ ἀρχαιολάτρες τῆς ἐποχῆς μας καὶ ταυτόχρονα, συνεχιστὲς τοῦ τεμαχισμοῦ τῆς ἱστορικῆς μας σάρκας - καὶ γι᾿ αὐτὸ (ἀκούσιοι ἴσως) ὑπονομευτὲς τῆς ἑλληνικῆς συνοχῆς καὶ συνέχειας - καὶ ὅταν δὲν ἀπορρίπτουν τὸ Χριστιανισμὸ (Ὀρθοδοξία), πολεμοῦν ἀδυσώπητα τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Κατεχόμενοι ἀπὸ ἕνα ἄκρατο ἀντισημιτισμό, βλέπουν τὴν Π.Δ. ὡς Ἰουδαϊκὸ στοιχεῖο καὶ τὸ ἀπορρίπτουν «ἄνευ ἐτέρου». Πρέπει δὲ νὰ λεχθεῖ ὅτι ὁ Ὀρθόδοξος Ἕλληνας δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀντισημίτης, ὅπως δὲν εἶναι ἀντιβρεττανός, ἀντιαμερικανός, ἀντιρῶσσος, κ.ο.κ. τὰ κριτήρια τοῦ Ὀρθόδοξου Ἕλληνος εἶναι πνευματικὰ καὶ ὄχι φυλετικὰ ἢ πολιτικά. Ἔτσι, ὅταν ὁ Ἱ. Χρυσόστομος γράφει τοὺς «κατὰ Ἰουδαίων» Λόγους του, δὲν ἐνεργεῖ ὡς ἀντισημίτης, ἀλλὰ ἐλέγχει τὰ ἀτοπήματα τοῦ Ἑβραϊσμοῦ καὶ τὴν συνήθως ἐπιθετική του στάση ἔναντι τοῦ Χριστιανισμοῦ. Αὐτὴ τὴν στάσῃ ἐνσαρκώνει μέχρι σήμερα τὸ πνεῦμα τοῦ (συνεχιζόμενου) φαρισαϊσμοῦ, ποὺ ἐδίωξε - καὶ διώκει - τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς Ἁγίους του ὡς Διεθνὴς Σιωνισμός.
Ἤδη δὲ στὴν Καινὴ Διαθήκη εἶναι φανερὴ ἡ ὁριστικὴ διαφοροποίηση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπὸ τὸν φαρισαϊκὸ Ἰουδαϊσμὸ (Σιωνισμό), ὁ ὁποῖος παρερμηνεύοντας τὸ περὶ Μεσσίου παλαιοδιαθηκικὸ κήρυγμα, ἀπέρριψε - καὶ ἀπορρίπτει - τὸν ἀληθινὸ Μεσσία - Χριστό, μέσα στὶς καθαρὰ φυλετικές, ἐθνικιστικὲς καὶ κοσμοκρατορικὲς πεποιθήσεις τῶν φορέων του. Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο, ὅτι ἤδη ὁ Χριστὸς διαφοροποιεῖ - διακρίνει τὸ Μεσσιανικὸ κήρυγμα τῶν Ἁγίων τῆς πρὸ τῆς Σαρκώσεώς Του ἐποχῆς ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του Ἰουδαίους καὶ τὶς πεποιθήσεις τους. π.χ. στὸ Ἰω. 5, 45-46, ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς Ἰουδαίους - ὄργανα τοῦ Φαρισαϊσμοῦ - λέγει: «Μὴ δοκεῖτε, ὅτι ἐγὼ κατηγορήσω ὑμῶν πρὸς τὸν Πατέρα. Ἔστιν ὁ κατηγορῶν ὑμῶν Μωϋσῆς, εἰς ὃν ὑμεῖς ἠλπίκατε. Εἰ γὰρ ἐπιστεύετε Μωϋσεῖ, ἐπιστεύετε ἂν ἐμοί· περὶ γὰρ ἐμοῦ ἐκεῖνος ἔγραψεν». Ἀπορρίπτοντας τὸν Χριστὸ οἱ Ἑβραῖοι ἀπορρίπτουν τὸ Μωϋσῇ, μὴ ἔχοντες πλέον πνευματικὴ σχέση μαζί του. Στὸ Ἰω. 8, 39 ε. Λέγει ὁ Χριστὸς πάλι: «Εἰ τέκνα τοῦ Ἀβραὰμ ἐστὲ τὰ ἔργα τοῦ Ἀβραὰμ ποιεῖτε· ὑμεῖς ποιεῖτε τὰ ἔργα τοῦ πατρὸς ὑμῶν . . . ὑμεῖς ἐκ τοῦ πατρὸς τοῦ διαβόλου ἐστὲ καὶ τὰς ἐπιθυμίας τοῦ πατρὸς ὑμῶν θέλετε ποιεῖν». Ὁ Χριστός, δηλαδή, ἀρνεῖται στοὺς διῶκτες Του Ἰουδαίους κάθε σχέση μὲ τὸν Ἀβραάμ, τὸν Μωϋσῆ καὶ τοὺς λοιποὺς ἁγίους προπάτορές τους. Καὶ αὐτὸ ἦταν κάτι, ποὺ δὲν τοῦ συγχώρησαν ποτὲ οἱ φαρισαΐζοντες Ἑβραῖοι.
Ἐξ ἴσου ὅμως, διαφοροποιοῦνται ἀπὸ τὸν κατὰ σάρκα συγγενῆ τους Ἰουδαϊσμό, οἱ Ἀπόστολοι (Ἰωάννης, Παῦλος κ.λ.π.). Ὁ διάκονος Στέφανος, μάλιστα, εἶναι καταπέλτης στὴν ἀπολογία του πρὸ τοῦ ἑβραϊκοῦ Συνεδρίου (Πράξ. 7, 51 ε.) «Σκληροτράχηλοι καὶ ἀπερίτμητοι ταῖς καρδίαις καὶ τοῖς ὠσίν, ὑμεῖς ἀεὶ τῷ πνεύματι τῷ ἁγίῳ ἀντιπίπτετε, ὡς οἱ πατέρες ὑμῶν καὶ ὑμεῖς. Τίνα τῶν προφητῶν οὐκ ἐδίωξαν οἱ πατέρες ὑμῶν». Ὁ λόγος αὐτὸς εἶναι ἐκπληκτικός. Ὁ Στέφανος διακρίνει τοὺς προφῆτες ἀπὸ τοὺς (Ἑβραίους ἐπίσης) φονευτές τους! Οἱ μὲν Προφῆτες εἶναι οἱ ἐν Χριστῷ προπάτορες ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν (πνευματικοὶ δηλαδὴ - καὶ ὄχι φυλετικοὶ - πρόγονοι), οἱ δὲ φονευταὶ τῶν προφητῶν εἶναι προπάτορες (φυλετικοὶ καὶ πνευματικοί) τῶν φαρισαϊζόντων - σιωνιστῶν. Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Στεφάνου εἶναι τὸ ἑρμηνευτικὸ κλειδὶ κατανοήσεως τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη δὲν εἶναι ἑβραϊκὴ ὑπόθεση, ὅπως θὰ δοῦμε ἀναλυτικότερα στὴ συνέχεια. Ἡ Π.Δ. περιέχει τὴν πορεία τῆς φανερώσεως τῆς «Θείας Οἰκονομίας», τοῦ ἐκτυλισσόμενου σχεδίου τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς κτίσεως. Ὅ, τι ἀναφέρεται σὲ αὐτὸ τὸ θέμα στὴν Π.Δ. εἶναι δεκτὸ ἀπὸ τοὺς χριστιανούς, ὡς χριστιανικὸ καὶ σωτήριο. Αὐτὸ εἶναι τὸ κήρυγμα τῶν Προφητῶν, τῶν Πατριαρχῶν, τῶν Δικαίων (Ἁγίων) τῆς πρὸ τῆς σαρκώσεως ἐποχῆς. Οἱ Δίκαιοι τῆς Π.Δ. διασῴζουν τὴν μέθοδο σωτηρίας, τὸν τρόπο δηλαδὴ ζητήσεως καὶ μετοχῆς στὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τιμῶνται ὡς χριστιανοὶ πρὸ Χριστοῦ, ποὺ ἔφθασαν στὴ θέωση, ὅπως οἱ Ἅγιοί της Καινῆς Διαθήκης (βλ. Ἡσ. 6, 1 ε.). Μόνο ποὺ ἡ θέωσή τους ἦταν προσωρινή, διότι ἔλειπε ὁ «τόπος» συνάξεως ὅλων. Καὶ ὁ «τόπος» αὐτὸς εἶναι ἡ ἀνθρωπότητα (ἀνθρώπινη φύση) τοῦ Χριστοῦ. Μὲ τὴν σάρκωσῃ τοῦ Χριστοῦ εἰσέρχεται ὁ «τόπος» αὐτὸς στὴν ἱστορία. Γι᾿ αὐτὸ ἦταν ἀναγκαία ἡ Σάρκωση. Ὁ «ἀσάρκως» παρὼν στὸν κόσμο Χριστὸς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἱστορίας - δημιουργίας, προσλαμβάνει ἀνθρώπινη σάρκα «δι᾿ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν». Ἡ σχέση μὲ τὸ Χριστὸ πρὸ καὶ μετὰ τὴν Σάρκωση δὲν εἶναι διανοητικὴ (ἐπιστημονική), ὅπως πιστεύουν οἱ νεοειδωλολάτρες, ἀλλὰ ἐμπειρική, ὑπαρξιακή. Τὰ ἐπιστημονικὰ καὶ φιλοσοφικὰ ἐπιτεύγματα εἶναι ἐδῶ ἀδιάφορα.
Στὴν Π.Δ., ἄλλωστε, δὲν ἀνήκουν μόνον Ἑβραῖοι, ἀλλὰ καὶ μὴ Ἑβραῖοι, ὅπως ὁ Ἰώβ, ἢ ἡ «ἀλλόφυλος» Ῥούθ, ἡ Μωαβίτισσα. Ὁ πρώην Πλατωνικὸς φιλόσοφος καὶ μετὰ χριστιανὸς μάρτυς Ἰουστίνος (β´ αἰ. μ.Χ.) θὰ διακηρύξει: «Οἱ μετὰ Λόγου βιώσαντες Χριστιανοὶ εἰσὶ κἂν ἄθεοι ἐνομίσθησαν, οἶον ἐν Ἕλλησι μὲν Σωκράτης καὶ Ἡράκλειτος καὶ οἱ ὅμοιοι αὐτοῖς, ἐν βαρβάροις δὲ Ἀβραὰμ καὶ Ἀνανίας καὶ Ἀζαρίας καὶ Μισαὴλ καὶ Ἠλίας καὶ ἄλλοι πολλοί». (Ἀπολογία Α´ 46, 2). Στὸ θέμα τῆς σωτηρίας, ὡς χριστιανούς, μᾶς ἐνδιαφέρουν οἱ Ἅγιοι καὶ ἡ ἐν Χριστῷ ἐμπειρία τους καὶ ὄχι οἱ ἐπιστήμονες, διανοούμενοι ἢ σοφοὶ τοῦ κόσμου. Αὐτὸ τὸ πρόβλημα λύνει ὁ Ἀπ. Παῦλος, δεινὸς ἑλληνιστὴς καὶ διανοούμενος καὶ αὐτός, στὴν Α´ πρὸς Κορινθίους, ἀποτεινόμενος πρὸς Ἕλληνες, στὴν πρωτεύουσα τοῦ τότε Ἑλληνισμοῦ, τὴν Κόρινθο: «ὁ λόγος ὁ τοῦ σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστὶ τοῖς δὲ σωζομένοις ἡμῖν (= τοῖς χριστιανοίς) δύναμις Θεοῦ ἐστὶν . . . Ἐπειδὴ γὰρ [...] οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σώσαι τοὺς πιστεύοντας» (Α´ Κορ. 1, 18-21).
Ἡ Π.Δ. ὡς βιβλίο ποὺ περιέχει τὴν προσδοκία τοῦ Λυτρωτοῦ καὶ ὅλη τὴν σχετικὴ προετοιμασία, εἶναι βιβλίο τῶν χριστιανῶν καὶ ὄχι τῶν ἀπορριψάντων τὸν Μεσσία - Χριστὸν Ἑβραίων. Ὁ Ἀπ. Παῦλος, Ἑβραῖος κατὰ σάρκα, ἀλλὰ ὄχι κατὰ πνεῦμα, δηλώνει ὅτι οἱ «ἄρχοντες» τῶν Ἑβραίων (γιὰ «ἐπισήμους Ἐβραίους» θὰ ὁμιλεῖ τὸν 19ο αἰ. καὶ ὁ Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος, ὁμολογητὴς τῆς Ὀρθοδοξίας στὸ Ἑλληνικὸ κράτος) δὲν παραδέχθηκαν (ἀποδέχθηκαν) τὴν σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ. Διότι, ἂν τὴν εἶχαν ἀποδεχθεῖ, «οὐκ ἂν τὸν Κύριόν της δόξης ἐσταύρωσαν» (Α´ Κορ. 2, 7-9) «Κύριος τῆς δόξης» (τοῦ ἀκτίστου φωτός) στὴν Π.Δ. εἶναι ὁ Μεσσίας Χριστός.
Ἡ Π.Δ. στὴν οὐσία εἶναι ἡ σωτηριολογικὴ (λυτρωτική) ἐμπειρία τῶν Δικαίων τῆς πρὸ τῆς Σαρκώσεως περιόδου τῆς ἀνθρωπότητος. Αὐτὴ ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως - σωτηρίας, ὅμως, λαμβάνει, σὲ κάθε ἐποχή, χώρα μέσα σὲ κάποιο ἱστορικὸ καὶ πολιτισμικὸ πλαίσιο. Ἐπειδὴ οἱ σημαντικότεροι καὶ περισσότεροι ἐνσαρκωτὲς αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας ὑπῆρξαν Ἑβραῖοι, γι᾿ αὐτὸ τὸ ἱστορικοπολιτισμικὸ πλαίσιο τῆς Π.Δ. εἶναι τὸ ἑβραϊκό.
Τὸ ἱστορικοπολιτισμικὸ πλαίσιο εἶναι ὅλως δευτερεῦον καὶ εὔκολα ἀποσυνδέεται ἀπὸ τὴν πίστη. Αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τὸ ἑλληνιστικὸ - ρωμαϊκὸ ἱστορικὸ πλαίσιο τῆς Κ. Διαθήκης. Τὰ δυὸ αὐτὰ πλαίσια τεκμηριώνουν τὴν ἱστορικότητα τῶν περιγραφομένων στὴν Ἁγία Γραφή. Μπορεῖ, συνεπῶς, οἱ Ἑβραῖοι νὰ καυχῶνται γιὰ τὸ γεγονός, ὅτι στὸ χῶρο τους, ἱστορικά, πραγματοποιήθησαν τὰ θαυμάσια του Θεοῦ στὴν Π.Δ. αὐτοὶ ὅμως εἶναι τελείως ξένοι πρὸς αὐτά, ἀφοῦ τὰ ἀπέρριψαν. Τὸ πλαίσιο εἶναι δικό τους, ἀλλὰ τὰ πράγματα ξένα πρὸς αὐτοὺς καὶ ἡμῶν τῶν χριστιανῶν. Τὸ ἴδιο θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς καὶ γιὰ μᾶς τοὺς Ἕλληνες, σχετικά με τὴν στάσῃ μας ἔναντι τοῦ Χριστοῦ. Τὸ πλαίσιο τῆς Κ.Δ. μᾶς ἀνήκει. Ἂν ἀπορρίπτουμε, ὅμως τὸν Χριστό, τότε εἴμαστε ξένοι πρὸς τὴν ἐν Χριστῷ σωτηρία. «Περιούσιος λαός» τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι τώρα ΟΛΟΙ οἱ Ἑβραῖοι, ἀλλὰ αὐτοὶ ποὺ δέχθηκαν τὸ περὶ Μεσσίου κήρυγμα τῶν Δικαίων τῆς Π.Δ., ποῦ ὁδηγεῖ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Σὲ αὐτὸν τὸν «περιούσιο λαὸ» ἀνήκουν ὅλοι οἱ π. Χ. ἄνθρωποι, ποὺ ἔζησαν μὲ τὴν προσδοκία τοῦ Λυτρωτοῦ (πρβλ. Γεν. 49, 10: «καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν»), ὅπως εἶπε παραπάνω ὁ Ἰουστίνος. «Ἐν Χριστῷ», στὴ σχέση, δηλαδὴ ἑνότητα, μὲ τὸ Χριστό, διαμορφώθηκε ἱστορικὰ τὸ «ἔθνος ἅγιον», ποὺ δὲν ἀποτελεῖται ἀπὸ Ἕλληνες μόνον ἢ Ἰουδαίους, ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς, ἀνεξαρτήτως φυλῆς, καταγωγῆς, αἵματος κλπ.
Ἄρα ἀπὸ τὰ βιβλία τῆς Π.Δ., σχέση μὲ τὴν σωτηρίᾳ μας ἔχει τὸ κήρυγμα τῶν προφητῶν (μὲ πολὺ ἀντιιουδαϊκὸ μάλιστα πνεῦμα...) καὶ γενικὰ τῶν Δικαίων. Τὰ κριτήρια εἶναι πνευματικὰ καὶ ὄχι φυλετικά. Γι᾿ αὐτὸ εἶναι ἅγιοί της πίστεώς μας οἱ 7 Μακκαβαῖοι παῖδες, ἡ μητέρα τους Ἁγία Σολωμονή) καὶ ὁ πνευματικός τους πατέρας Ἐλεάζαρος καὶ τοὺς τιμοῦμε τὴν 1η Αὐγούστου, διότι ὁμολόγησαν τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ μας καὶ ὄχι ὅτι ἦσαν Ἑβραῖοι. Ὅπως ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ, μολονότι Ῥῶσος, ὡς ἅγιος τιμᾶται ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες, ἢ ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος κλπ. Αὐτὰ εἶναι τὰ κριτήριά μας. Ἄλλη ἡ τιμή, ποὺ ἀποδίδουμε στοὺς ἐνδόξους κατὰ σάρκα προγόνους μας ἢ τοὺς σοφούς μας καὶ ἄλλη ἡ τιμὴ πρὸς τοὺς «ἡγουμένους» τῆς Πίστεώς μας, πνευματικοὺς ὁδηγούς μας καὶ «προπάτορές» μας στὴν Πίστη.
Μὴν ξεχνᾶμε ὅμως καὶ κάτι ἄλλο, ἐξίσου σημαντικό. Μὲ τὴν Μετάφραση τῶν Ο´ (Ἀλεξάνδρεια, 3ος - 2ος π.Χ. αἰ.) ἡ Π.Δ. «ἑλληνοποιεῖται». Ὑπάρχουν δὲ καὶ βιβλία παλαιοδιαθηκικὰ ἢ τμήματα βιβλίων γραμμένα πρωτοτύπως ἑλληνιστί, ὅπως π.χ. ἡ «Σοφία Σολομῶντος», μὲ σαφεῖς ἐπιρροὲς πλατωνικές, ὅπως ἀπέδειξε ὁ σοφὸς ἑβραιολόγος δάσκαλός μου, ἀείμνηστος Βασ. Βέλλας (+1970). Οἱ συγγραφεῖς τῆς Κ.Δ. ἐξ ἄλλου, παραπέμπουν στὴ μετάφραση τῶν Ο´ καὶ ὄχι στὴν ἑβραϊκὴ Π. Διαθήκη.
Ἡ Π.Δ. τῶν Ο´ περιέχει 49 βιβλία - κείμενα, ἐνῷ ἡ ἑβραϊκὴ 36. Ἡ μετάφραση τῶν Ο´ μπορεῖ νὰ ἔγινε γιὰ χάρη τῶν Ἰουδαίων τῆς διασπορᾶς ποὺ ἀπέμαθαν τὰ ἑβραϊκὰ - ἀραμαϊκά, μὲ τὴν χρήσῃ της, ὅμως, στὴν Κ.Δ. καὶ τὴν πατερική μας παράδοση εἶναι πλέον «ἑλληνικὴ» ὑπόθεση καὶ θὰ πρέπει νὰ εἴμεθᾳ ὑπερήφανοι γι᾿ αὐτό. Καὶ ἀπὸ πλευρᾶς γλώσσης, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ πλευρᾶς ἑρμηνευτικῆς, δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τοὺς Ἰουδαίους - Ἰσραηλῖτες, ἀλλὰ μὲ μᾶς τοὺς χριστιανούς.

Ἂς μὴν ἐρεθίζονται λοιπόν, οἱ φανατικοὶ ἀρχαιολάτρες. Βέβαια ἐνοχλοῦνται ἀπὸ τὸ γεγονός, ὅτι ἀναφερόμεθα σὲ πνευματικοὺς προπάτοράς μας, ποὺ εἶναι κυρίως, Ἑβραῖοι (κατὰ σάρκα, ὄχι κατὰ πνεῦμα ὅμως). Ἡ θεολογία μας ὅμως, ὡς ὑπόθεση σωτηρίας, θεώσεως καὶ ὄχι διανοητικῆς ἀναπτύξεως καὶ καλλιέργειας, δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν ἐμπειρία τῶν Δικαίων, ποῦ προετοίμασαν τὴν ἀνθρωπότητα νὰ δεχθεῖ τὴν ἐν Χριστῷ σωτηρία; Γι᾿ αὐτὸ εἶναι προπάτορές μας, «παιδαγωγοὶ εἰς Χριστόν» καὶ πνευματικοὶ πατέρες μας. Εἶναι λάθος ἐξ ἄλλου, νὰ νομίζει κάποιος, λόγω λόγω παχυλῆς ἄγνοιας (ἢ κακίας), ὅτι ἡ Π.Δ. πρέπει νὰ κριθεῖ ἠθικολογικά. Ἠθικὰ καὶ ἀνήθικα βρίσκονται παντοῦ... Τὸ πνεῦμα τῆς Π.Δ. χριστιανικὰ εἶναι ὅτι μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν δυσοσμία ἀναδύεται τὸ «ἄνθος τῆς ἀφθαρσίας», ὁ Σωτῆρας - Χριστὸς (βλ. τὸν γενεαλογικὸ κατάλογο τοῦ Ματθαίου, (κεφ.1). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὸ θαῦμα αὐτὸ εἶναι τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι δικό μας. Ἀλλὰ ποῦ νὰ τὰ καταλάβουν αὐτὰ προκατειλημμένοι καὶ ἀγράμματοι ὡς πρὸς αὐτά, νεοειδωλολάτρες... Σ᾿ ἕνα, ὅμως, μᾶς βοηθοῦν. Πρέπει νὰ καταλάβουμε ἐπιτέλους, ὅτι δὲν πρέπει - σήμερα - ν᾿ ἀφιερώνουμε τόσες σελίδες στὰ σχολικά μας βιβλία γιὰ τὴν ἑβραϊκὴ ἱστορία, νὰ μένουμε στὸ μεσσιανικὸ κήρυγμά της καὶ στὴν πνευματικὴ παράδοση τῶν προφητῶν, ποὺ ὅπως ἐλέχθη, εἶναι σαφῶς ἀντιεβραϊκῆ καὶ ἀντιφαρισαϊκή. Ἀκούγοντας πάντως ζωντανὰ τὸν συνθέτη κ. Μαρκόπουλο, διαπίστωσα ὅτι ἔπεσε θῦμα τῶν ἀντισημιτῶν, πού, ὅπως μέσα ἀπὸ τὴν μασονία καταξιώνουν τὸν σιωνισμὸ πανηγυρικώτατα. Ἀλλὰ γι᾿ αὐτό, ἄλλη φορά...

Τετάρτη 17 Αυγούστου 2016

ΠΡΩΤΟΠΡ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΥΠΟΤΕΛΕΙΑΣ ΜΕ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΝ ΕΝΔΥΜΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΥΠΟΤΕΛΕΙΑΣ ΜΕ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΝ ΕΝ∆ΥΜΑ
Οἱ σύγχρονοι πολιτικοί διέψευσαν τά ὁράματα
τῶν μεγάλων ἡγετῶν τοῦ Ἑλληνισμοῦ
Γράφει ὁ πρωτοπρ. π. Γεώργιος ∆. Μεταλληνός

Τό γένος µας ἐλευθερώθηκε µετά ἀπό δουλεία αἰώνων σέ βαρβάρους ὂχι µόνο τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλά καί τῆς ∆ύσης, πού ἐργάζονταν καί αὐτοί γιά τόν πνευµατικό θάνατο τοῦ Ἑλληνισµοῦ µέ τήν ἀποσύνδεσή του ἀπό τήν Ὀρθοδοξία.∆υναµογόνος πηγή τοῦ Ἐθνικοῦ µας ἀγώνα ὑπῆρξε ἡ ἂσβεστη συνείδηση ὃτι «εὒδαιµον τό ἐλεύθερον»1. 
Ὁ Ἑλληνισµός δέν ἒπαυσε, καί στήν µακρόσυρτη περίοδο τῆς δουλείας, νά εἶναι φορέας καί συνεχιστής ἑνός παγκόσµιας ἐµβέλειας πολιτισµοῦ, πού δέν ἒσβησε οὒτε καί στήν πολυώνυµη δουλεία του: ἀραβοκρατία, φραγκοκρατία, ἑνετοκρατία, τουρκοκρατία καί ἀγγλοκρατία.
Ἡ πολιτιστική ταυτότητα τοῦ Ἒθνους µας εἶναι προϊόν τῆς συζεύξεως Ἑλληνικότητας καί Ὀρθοδοξίας, σέ µία ἓνωση θεανθρώπινη, στήν ὁποία θεῖο στοιχεῖο εἶναι ἡ ἒνσαρκη Ὀρθοδοξία - Ἰησοῦς Χριστός καί ἀνθρώπινο ὁ Ἑλληνισµός, ὡς ἱστορική σάρκα αὐτῆς τῆς «ἀσύγχυτης καί ἀδιαίρετης» ἓνωσης. Ἡ πραγµάτωσή της ὁδήγησε στήν ἐκ θεµελίων ἀναδόµηση καί µεταµόρφωση ἑνός πολιτισµοῦ, πού ὑπῆρξε ἡ κορύφωση τῆς ἀνθρωπίνης προόδου ἀπό τήν πτώση µέχρι τήν Σάρκωση. Ἀναζητώντας τήν καθολική Ἀλήθεια ἡ ἐλληνική θεοκεντρικότητα, ψηλαφοῦσε τήν θεία παρουσία στόν κόσµο, προσανατολίζοντας Χριστοκεντρικά τήν πορεία του πρός τό Ὃσιο, τό Ἀληθές, τό Ὡραῖο καί τό ∆ίκαιο, καί ἀνεπίγνωστα πρός τήν πηγή κάθε τελειότητας τόν Τρισυπόστατο Θεό. Ὁ Χριστιανισµός ὡς Ὀρθοδοξία, θά καταξιώσει καί ἐξαγιάσει τήν γνήσια «ζήτηση»2 τοῦ ἑλληνικοῦ κόσµου.

 Ὁ Ἑλληνισµός «ὁλοκληρώθηκε µέσα στήν Ὀρθοδοξία» καί µέ τή νέα ταυτότητά του δοξάσθηκε καί µεγαλούργησε στήν κατοπινή του πορεία, ὡς «αἰώνια κατηγορία τῆς χριστιανικῆς ὑπάρξεως», κατά τόν ἀείµνηστο π. Γεώργιο Φλωρόβσκυ3 . Τήν αὐθεντική ἓνωση Ὀρθοδοξίας καί Ἑλληνικότητας σώζουν στούς αἰῶνες οἱ ἃγιοι Πατέρες, ὃπως οἱ Μεγάλοι Τρεῖς Ἱεράρχες. Μέσω αὐτῶν σφραγίσθηκε εὐεργετικά ἡ πορεία ὂχι µόνο τῆς ἑλληνικῆς, ἀλλά καί τῆς παγκόσµιας ἱστορίας, ἐφ’ ὃσον βέβαια ἡ πίστη τῶν Ἁγίων Πατέρων λειτουργεῖ ὡς αὐθεντική χριστιανικότητα καί ὂχι ὡς παραχάραξή της. Ὁ προσληφθείς ἀπό τήν Ὀρθοδοξία Ἑλληνισµός, µέ τά στοιχεῖα του ἐκεῖνα πού ἦταν συµβατά µέ τήν ἐν Χριστῷ Ἀλήθεια ἀναγεννήθηκε, συνεχίζοντας τήν πορεία του στήν ἱστορία ὡς ἓνας νέος κόσµος, κινούµενος στό Φῶς τῆς ἂκτιστης θεϊκῆς Χάρης καί ἐνδυναµούµενος ἀπό τή διαρκῆ ζήτησή της.
Χῶρος τῆς ἱστορικῆς πραγµάτωσης τῆς νέας ἑλληνικῆς ταυτότητας ὑπῆρξε ἡ (ἑλληνορθόδοξη) Ρωµανία, τό «Βυζάντιο», στήν Βυζαντινή καί µεταβυζαντινή διάστασή της. Μέσα στήν µητρική ἀγκάλη τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Νέας Ρώµης (Ρωµανίας) καί τῆς φυσικῆς προέκτασής της στή δουλεία, τῆς Ἐθναρχίας, ἡ ἑλληνική συνείδηση πραγµατώνει τήν οἰκουµενικότητά της σέ µιά ὑπερφυλετική πανενότητα ἢ ὑπερεθνικότητα, τό «ἒθνος ἃγιον» (Α΄ Πέτρ. 2,9) καί «γένος τῶν Ρωµαίων», τῶν ὀρθοδόξων πολιτῶν τῆς Νέας Ρώµης. Ἒτσι ὑπερβαίνεται ὁ παλαιός δυαλισµός «Ἓλληνες καί βάρβαροι», γιά νά ἰσχύσει τό «οὐκ ἒνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἓλλην» (Γαλ. 3,28).
Ἡ ἱστορία τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας ἒγινε σηµαντικότατο κεφάλαιο τῆς ἱστορίας τοῦ Ἑλληνισµοῦ καί ἡ σπονδυλική στήλη τῆς ἐπιβίωσης καί διαχρονικῆς παρουσίας του. Αὐτό ὁµολόγησε τό 1852 ἡ ἁρµόδια γιά τά ἐκκλησιαστικά Νοµοσχέδια Ἐπιτροπή τῆς Ἑλληνικῆς Βουλῆς: «Αὓτη (δηλαδή ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία) διετήρησεν ἐν ταῖς περιπετείαις τῶν χρόνων τήν πνευµατικήν καί ἐθνικήν ἑνότητα τῶν Ἑλλήνων». Αὐτή ὑπῆρξε ἡ ἐµπειρία τοῦ Ἑλληνισµοῦ µέχρι τήν ἳδρυση τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους (συµβατικά τό 1830). Ἡ ὑπεροχική παρουσία τῆς ἑλληνικότητας στή ζωή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώµατος τεκµηριώνεται µέ τή θέση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, σ’ ὃλες τίς ἱστορικές µορφές της, στόν ἐκκλησιαστικό λόγο, ἀποβαίνοντας ἡ γλώσσα σύνολης τῆς Ὀρθοδοξίας µέχρι σήµερα.Ἡ Ὀρθοδοξία καλεῖται διεθνῶς «ἑλληνική»: “Ecclesia greca” , “Greek Church”, “Griechische Kirche”, κ.λπ. Ἡ Ὀρθοδοξία συνέζευξε τόν Παρθενώνα µέ τήν Ἁγιά-Σοφιά, ὡς Ρωµηοσύνη ἀπό τό 330 (ἳδρυση τῆς Νέας Ρώµης), µέ παραµόνιµα ἰδανικά τόν «θεούµενον ἂνθρωπον», τόν Ἃγιο, καί τόν ἀδελφικό-κοινοτικό τρόπο ὑπάρξεως, πού σώζεται αὐτούσιος στό ὀρθόδοξο κοινοβιακό µοναστήρι.
Μετά ἀπό αὐτά κατανοεῖται, γιατί ἡ βούληση τοῦ Ἒθνους κατά τήν δουλεία ἦταν ἡ ἀνάσταση καί συνέχεια αὐτῆς τῆς πραγµατικότητας. Κατά τόν π. Ἰ. Ρωµανίδη, «οἱ Ρωµηοί ἐπαναστάτησαν τό 1821, διά νά ξαναγίνη ἡ Ρωµηοσύνη κράτος µέ τόν ρωµαίικο (=ἑλληνορθόδοξο) πολιτισµό της, πού µέ ὑπερηφάνειαν καί κάθε θυσίαν εἶχαν διαφυλάξει κατά τά σκληρά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, τῆς Φραγκοκρατίας καί τῆς Ἀραβοκρατίας»4 . Αὐτό τό ὃραµα εἶχαν οἱ µεγάλοι πρωταγωνιστές τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης. ∆ειγµατοληπτικά παρουσιάζουµε τούς ὁραµατισµούς τοῦ Ἰωάννη Καποδίστρια, πού ὡς Κυβερνήτης τῆς µικρῆς Ἑλλάδας θέλησε νά πραγµατώσει τά ὂνειρα τῶν Ἀγωνιστῶν.
Ἰωάννης Καποδίστριας (1766-1831)
Ὁ Νικόλαος Σπηλιάδης (1780-1867), πού ὡς «Γραµµατεύς Ἐπικρατείας» (δηλ. πρωθυπουργός) γνώριζε καλά τόν Καποδίστρια, παραδίδει τήν πληροφορία, ὃτι ὁ πρῶτος µας «Κυβερνήτης» ἢθελε νά δηµιουργήσει «Νεορωµαϊκήν αὐτοκρατορίαν», ἐπισηµαίνοντας ἒτσι τόν οἰκουµενικό µεγαλοϊδεατισµό του. Ὁ Καποδίστριας ἢθελε νά ἀναστηθεῖ τό «ρωµαίικο», ἡ Βυζαντινή αὐτοκρατορία. Εἶναι, ἂλλωστε, γνωστή µιά σχετική διπλωµατική ἐνέργειά του. Τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1828 προσπάθησε νά πείσει τόν τσάρο Νικόλαο νά ἱδρυθεῖ Ὁµοσπονδία ἀπό πέντε αὐτόνοµα κράτη στήν Βαλκανική: Ἑλλάδος, Ἠπείρου, Μακεδονίας, Σερβίας καί ∆ακίας µέ ἐλεύθερη πόλη τήν Κωνσταντινούπολη, προσβλέποντας στήν µελλοντική ἓνωσή τους καί ἒτσι τήν ἀποκατάσταση µεγάλου µέρους τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Νέας Ρώµης5 . Ἐξ ἂλλου, ἢδη τό 1819 σέ ἐπώνυµο ὑπόµνηµά του ἀπό τήν Κέρκυρα, ὑπεστήριζε τήν ἀναβολή τῆς ἑτοιµαζοµένης ἐπαναστάσεως, διότι προέβλεπε τήν χειραγώγησή της ἀπό τίς ∆υτικές ∆υνάµεις, καί τήν θεµελίωση τῆς «Φιλικῆς Ἑταιρείας» οὐχί ἐπί τῆς ἀρχῆς τῆς ἐθνότητος, ἀλλά ἐπί τῆς εὐρείας καί ζώσης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»6 . Καί ὁ Καποδίστριας ἢθελε ἀνάσταση τοῦ ρωµαίικου, πού συνεχιζόταν στά ὃρια τῆς Ἐθναρχίας. Μέ τήν Ὀρθοδοξία καί ὂχι τήν ἀποχριστιανοποιηµένη Εὐρώπη συνέδεε καί αὐτός τό µέλλον τοῦ Ἑλληνισµοῦ.
 Ἀκραιφνῶς ἑλληνορθόδοξο ἦταν τό φρόνηµά του γιά τό Ἒθνος.Ὃπως ἒγραφε στὸν ὑφυπουργό Πολέµου καί Ἀποικιῶν Οὐίλµοτ Χόρτον (15/27 Ὀκτωβρίου 1825): «Τό ἑλληνικόν Ἒθνος ἀποτελεῖται ἀπό ἂτοµα, τά ὁποῖα, µετά τήν κατάκτησιν (=ἃλωση) τῆς Κωνσταντινουπόλεως, δέν ἒπαυσαν νά πρεσβεύουν τήν ὀρθόδοξον θρησκείαν, νά ὁµιλοῦν τήν γλῶσσαν τῶν πατέρων των καί τά ὁποῖα τελοῦν ὑπό τήν πνευµατικήν ἢ κοσµικήν (γρ. ἐθναρχικήν) δικαιοδοσίαν τῆς Ἐκκλησίας των, ἀσχέτως τοῦ τόπου πού διαµένουν ἐν Τουρκίᾳ... Τά ὃρια τῆς Ἑλλάδος ἒχουν χαραχθῆ ἀπό τεσσάρων αἰώνων διά τῶν δικαίων, τά ὁποῖα οὒτε ὁ χρόνος, οὒτε πάσης φύσεως δεινά, οὒτε ἡ κατάκτησις ἠδυνήθησαν ποτέ νά διαγράψουν»7 . Μέσα σέ λίγες γραµµές προσδιορίζεται ἡ ἑλληνική ταυτότητα, µέ κύρια στοιχεῖα τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί τή γλώσσα. «Ἡ χριστιανική θρησκεία -σηµειώνει ἀλλοῦ- ἐσυντήρησεν εἰς τούς Ἓλληνας καί γλῶσσαν καί πατρίδα καί ἀρχαίας ἐνδόξους ἀναµνήσεις, καί ἐξαναχάρισεν εἰς αὐτούς τήν πολιτικήν ὓπαρξιν, τῆς ὁποίας εἶναι «στύλος καί ἑδραίωµα» (Α΄Τιµ. 3,15). Ἀληθινή κιβωτός τοῦ ἀναγεννώµενου Ἒθνους ἦταν, κατά τόν Καποδίστρια ἡ Ὀρθοδοξία.Ἡ στυγερή δολοφονία του δέν ἀνέκοψε µόνο τήν ὁµαλή πορεία τοῦ Ἒθνους πρός τήν πλήρη ἀποκατάστασή του, ἀλλά καί τήν πορεία ὃλης τῆς ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς, τῶν λοιπῶν βαλκανικῶν ἐπαρχιῶν τῆς Ἐθναρχίας.
Ὁ Καποδίστριας δέν ἀνῆκε ποτέ, πνευµατικά καί πολιτιστικά, στήν Εὐρώπη, παραµένοντας πάνω ἀπ’ ὃλα Ἓλλην. Ὑποστήριξε τήν εὐρωπαϊκή ἑνότητα, χωρίς ὃµως στό ἐλάχιστο νά ὑποτιµήσει ἢ νοθεύσει τή δική του ταυτότητα. Σήµερα θά λέγαµε, ὃτι ἐργάσθηκε γιά µιάν Εὐρώπη, «τῶν Λαῶν καί τῶν πολιτισµῶν». Ἀλλ’ αὐτό ἀκριβῶς δέν θέλει νά εἶναι ἡ σηµερινή Εὐρώπη, ἐπιµένοντας στόν φραγκοτευτονικό ρατσιστικό φεουδαρχισµό της.
Ὁ Καποδίστριας ὁραµατιζόταν τήν συνέχεια τοῦ Ἒθνους µέσα στήν ἑλληνορθόδοξη παράδοσή του. Ἒτσι δέν ἂργησε νά ἒλθει σέ σύγκρουση µέ τίς δυνάµεις ἐκεῖνες, ξένες καί ἐγχώριες, πού ἐπεδίωκαν τόν ἐξευρωπαϊσµό τῆς Χώρας µέ τήν ἀποσύνδεσή της ἀπό τόν ἑλληνορθόδοξο πολιτισµό της. Ὁ Κυβερνήτης ὃµως πίστευε καί διεκήρυττε, ὃτι «ὁ φιλήκοος τῶν ξένων εἶναι προδότης»!8 .
 Ἑλληνορθόδοξο ἦταν καί τό ὃραµά του γιά τήν παιδεία τοῦ Ἒθνους. Παιδεία καί Ἐκκλησία ἦταν στή συνείδησή του ἀλληλένδετα. Γι’ αὐτό καί συνέστησε Γραµµατεία (=Ὑπουργεῖο) «τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καί τῆς ∆ηµοσίου Παιδείας», διότι, ὃπως ἒλεγε, ἦσαν «δύο ὑπηρεσίαι ἀχώριστοι, πρός ἓνα συντρέχουσαι σκοπόν, τήν ἠθικήν τῶν πολιτῶν µόρφωσιν, ἣτις εἶναι ἡ βάσις τῆς κοινωνικῆς καί πολιτικῆς τοῦ ἒθνους ἀνορθώσεως»9. Τήν σηµασία αὐτῆς τῆς ἐπιλογῆς φωτίζει ἡ καλβινίζουσα σύζευξη ἀπό τόν Κοραῆ τῆς Παιδείας µέ τήν Ἀστυνοµία, σέ ἓνα κοινό ὑπουργεῖο ...
Ἒτσι ὃµως ἐξηγεῖται ἡ ἐφεκτική στάση τοῦ Καποδίστρια ἒναντι τῶν Ξένων, ὂχι µόνο στή σφαῖρα τῆς πολιτικῆς, ἀλλά περισσότερο στόν χῶρο πού µποροῦσαν νά ἀλλοιώσουν τήν αὐτοσυνειδησία τοῦ Ἒθνους, τήν Ἐκπαίδευση. Μία ἀπό τίς βασικότερες ἐναντίον του κατηγορίες τῶν δυτικῶν Μισσιοναρίων ἦταν ὃτι τά σχολεῖα τοῦ Καποδίστρια εἶχαν µοναστηριακή ὀργάνωση, συνδυάζοντας τήν σπουδή µέ τή λατρεία καί τήν ἀνάγνωση στήν τράπεζα βίων Ἁγίων. Ὁ δραστήριος Μισσιονάριος L. Korck, πού θά ἐλέγχει τήν ἑλληνική ἐκπαίδευση ἐπί Βαυαρῶν, λέγει γιά τόν Καποδίστρια: «Ἐπέµενε ἒντονα στό νά µή ἐπιτραπῇ νά διδάσκεται τίποτε στά σχολεῖα τῶν Μισσιοναρίων χωρίς νά ἒχει λάβει προηγουµένως γνώση ἡ Κυβέρνηση»10, προέβαλλε δέ ἀντιρρήσεις στήν κυκλοφορία προτεσταντικῶν φυλλαδίων, πού προσέβαλλαν τήν θρησκευτική παράδοση τοῦ ἑλληνικοῦ Λαοῦ11. Ὁ Καποδίστριας ἒγραφε καί στόν ἀµερικανό Μισσιονάριο Rufus Anderson, ὃτι οἱ Ἓλληνες θά δέχονταν εὐαρέστως σχολεῖα καί βιβλία, καί εἰκόνες, καί κάθε τι, πού δέν θά τούς ἀποσποῦσε ἢ δέν θά ὑπονόµευε τήν πίστη τους στήν Ἐκκλησία τοῦ Ἒθνους τους12. Ὁ Κυβερνήτης ἦταν ὁ µόνος πολιτικός µας, πού ἀπέκρουσε τήν διαρπαγή, δήµευση ἢ ἀπαλλοτρίωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, ἐπιδιώκοντας τήν ἀξιοποίησή της γιά τήν µισθοδοσία τοῦ Κλήρου καί τήν συντήρηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σχολείου. Εἶναι δε γνωστό, ὃτι οὐδεµία ἀποζηµίωση δέχθηκε ποτέ ἀπό τήν Ἑλληνική Πατρίδα, προσφέροντάς της ὃλη τήν ἀτοµική του περιουσία. Ὁ χαρακτηρισµός τοῦ Καποδίστρια ὡς «τοῦ πρώτου καί τελευταίου Κυβερνήτου, πού ἀγάπησε καί ἐνδιεφέρθη εἰλικρινῶς διά τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος»13 δέν εἶναι, µετά τά παραπάνω, ὑπερβολή.
Θά διαψευσθῆ ὃµως ἀπό ἐκείνους, πού θά ἀναλάβουν τήν περαιτέρω ὀργάνωση τῆς πορείας τοῦ Ἔθνους.
Ἡ τραγική διάψευση
Τό Ἒθνος µας, στά πρόσωπα ὃλων ἐκείνων (Πολιτικῶν καί ∆ιανοουµένων), πού διαχειρίσθησαν τίς τύχες του, ἀδιαφόρησε γιά τίς παραπάνω ὑποθῆκες. Ὂχι µόνο στόν πολιτικό, ἀλλά καί σ’ αὐτόν τόν ἐκκλησιαστικό χῶρο. Ἡ διακήρυξη «ἀνήκοµεν εἰς τήν ∆ύσιν» δέν περιορίσθηκε στίς διεθνεῖς πολιτικές σχέσεις, ἀλλά ἐπεξετάθη καί στά πολιτιστικά καί πνευµατικά, ὁδηγώντας σέ πολιτική ὑποτέλειας καί ἐξάρτησης ἀπό τίς εἰσαγόµενες δυτικογενεῖς ἰδεολογίες καί τά ὀθνεῖα πολιτικοκοινωνικά συστήµατα, ἢ ἀναγνωρίζοντας στούς διαχριστιανικούς ∆ιαλόγους τήν ἐκκλησιαστικότητα τοῦ ∆υτικοῦ Χριστιανισµοῦ στό σύνολό του. Οἱ εὐρωπαΐζοντες Ἓλληνες εὐθυγραµµίζονται µονίµως µέ τήν πολιτική τῶν Εὐρωπαϊκῶν ∆υνάµεων γιά τό κράτος µας καί ὃλη τήν «καθ’ ἡµᾶς Ἀνατολή». Ἂς µή λησµονεῖται δέ ποτέ, ὃτι καί ἡ Σοβιετική Ἓνωση εὐρωπαϊκή «∆ύναµις» ἦταν.
Ἡ συνάντηση καί ὁ ἐκστασιασµός µας µέ τά «εὐρωπαϊκά φῶτα» ἢδη ἀπό τόν 18ο αἰώνα, ἐπέφεραν τή διάσπαση τῆς πολιτιστικῆς ἑνότητάς µας, εἰσάγοντας νέα παιδευτικά καί κοινωνικά πρότυπα, τήν ἐπιβολή τῶν ὁποίων ἀνέλαβε ἡ Ἐκπαίδευση, σέ ἓνα πολιτειακό πλαίσιο, πού ὑποτιµᾶ καί περιθωριοποιεῖ τήν Ὀρθοδοξία ἢ τήν χρησιµοποιεῖ γιά τήν ἐπίτευξη τῶν ἒξωθεν προσδιοριζοµένων κοµµατικῶν στόχων. Ἒτσι ἀποδεχθήκαµε τήν αὐτοθεοποίηση τοῦ χειραφετηµένου ἢδη ἀπό τήν Ἀναγέννηση Ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος θέλησε µέ τή λογική αὐτάρκειά του νά ἐπιτύχει τήν τελείωσή του, ὑποκαθιστώντας µέ τό λογικό τήν θεϊκή Χάρη. Τά Ἱερά Γράµµατα τοῦ Πατροκοσµᾶ καί τῶν Κολλυβάδων ὑποσκελίσθηκαν ἀπό τά εὐρωπαϊκά «Φῶτα». Τό ἰδεολογικό πλαίσιο, τοῦ δυτικοῦ κόσµου µετακενώθηκε βαθµιαῖα στήν «καθ’ ἡµᾶς Ἀνατολή», µαζί µέ ὃλα τὰ γεννήµατα τῆς δυτικῆς διαλεκτικῆς, πνευµατικά καί κοινωνικά, ὃλα διαµετρικά ἀντίθετα πρός τόν κόσµο τῆς Ἑλληνορθοδοξίας, ὡς τοκετοί ξένων ὠδίνων .
Στό πνεῦµα τῶν Βαυαρῶν κυοφορήθηκε ἡ σηµερινή Ἑλλάς. Ὁ homo oeconomicus, capitalisticus καί marxisticus, κινούµενος στήν ἀλογία τῆς χρησιµοθηρίας καί τῆς ἀπόλυτης προτεραιότητας τοῦ ὠφελιµισµοῦ, κατέστησε τελικά δυσδιάκριτο τόν ἂνθρωπο τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ ἰδεολογική ταυτολογία τῶν πολιτικῶν µας κοµµάτων, θεµελιωµένη στήν κοινή πηγή τῶν ἀρχῶν τους, φανερώνεται ἰδιαίτερα στό χῶρο τῆς Ἐκπαίδευσης, ὃπου ἡ στάση ἀπέναντι στήν παράδοση παραµένει καθαρά εὐρωπαϊκή. Ἡ οὐσία τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης, δηλαδή ἡ πατερικότητα, ἒχει γίνει πλέον δυσδιάκριτη, θεωρούµενη ὡς µουσειακή ἐπιβίωση καί ἒκθεµα λαογραφικοῦ χαρακτήρα, καί ὂχι ὡς ζωτικό καί οὐσιῶδες συστατικό τῆς Ἑλληνικότητας.
Τό νέο αὐτό πλαίσιο, παιδευτικό καί κοινωνικό, καθιέρωσε προοδευτικά µιά νέα συλλογική νοοτροπία καί στάση ζωῆς, πού ἀπωθεῖ κάθε ἒννοια θεονοµίας καί χριστοκεντρικότητας. Ὁ Ἑλληνισµός, τόν ὁποῖο δεχόµεθα καί ἐκπροσωποῦµε σήµερα, δέν ἒχει πιά σχέση µέ τόν Ἑλληνισµό, τόν ὁποῖο ζοῦσαν καί γιά τόν ὁποῖο ἀγωνίζονταν ὁ Πατροκοσµᾶς, ὁ Κολοκοτρώνης καί ὁ Καποδίστριας καί ὃλη ἡ πλατειά βάση τοῦ ἑλληνικοῦ Λαοῦ.
Τό πρόβληµα τοῦ σηµερινοῦ Ἑλληνισµοῦ, σέ ὃλα τά ἐπίπεδά του, εἶναι οὐσιαστικά ἡ ἀπουσία ὁραµάτων, ἐµπνεοµένων ἀπό τήν ἑλληνορθόδοξη παράδοσή µας. Σέ µιά ἒκρηξη θλίψεως, καί προπάντων ἀγανάκτησης, ὁ στρατηγός Μακρυγιάννης θά γράψει στά Ἀποµνηµονεύµατά του: «Ἂν µᾶς ἒλεγε κανείς αὐτήν τήν ἐλευθερίαν, ὁπού γευόµαστε, θά περικαλούσαµεν τόν Θεόν, νά µᾶς ἀφήσει εἰς τούς Τούρκους ἂλλα τόσα χρόνια, ὃσο νά γνωρίσουν οἱ ἂνθρωποι τί θά εἰπεῖ πατρίδα, τί θά εἰπεῖ θρησκεία, τί θά εἰπεῖ φιλοτιµία (=φιλότιµο), τί ἀρετή, τί τιµιότη». Εἲθε νά µᾶς λυπηθεῖ ὁ Θεός καί στή σηµερινή ἀναβίωση τῆς Τουρκοκρατίας, µέσα στήν Ἑνωµένη Εὐρώπη, καί νά ἐπανεύρουµε τόν ἐθνικό βηµατισµό µας, στά ἲχνη τῶν γνησίων καί ἀληθινῶν Ἡγετῶν µας, γιά τήν ἐπανάκτηση τῆς ἑλληνορθόδοξης ταυτότητάς µας. ∆ιαφορετικά ἡ Ἑλλάς θά ἀντιµετωπίσει τόν θάνατο. 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Εὐδαιμονία εἶναι ἡ Ἐλευθερία (Περικλέους Ἐπιτάφιος).
2. Λέγει ὁ Ἀθηναῖος (;) Κλήμης (+235), διευθυντής τῆς Κατηχητικῆς Σχολῆς Ἀλεξανδρείας: «Φαμέν τοίνυν ἐνθένδε (...) τήν φιλοσοφίαν ζήτησιν ἒχειν περί ἀληθείας καί τῆς τῶν ὂντων φύσεως, ἀλήθεια δέ αὓτη, περί ἧς ὁ Κύριος αὐτός εἶπεν΄ἐγώ εἰμί ἡ Ἁλήθεια» (Στρωματεῖς α΄VI).
3. π. Γ. Φλωρόβσκυ, στόν τόμο: Θεολογία, Ἀλήθεια καί Ζωή, Ἀθήνα 1967, σ.32.
4. π. Ἰω. Σ. Ρωμανίδου, Ἡ Ρωμηοσύνη τοῦ 1821 καί αἱ Μεγάλαι Δυνάμεις, στήν ἐφημ. Ὀρθόδοξος Τύπος, ἀριθμ. 309/25.3.1978 (ἒκτακτη ἒκδοση).
5. Τό σχέδιό του ὃμως ἀπορρίφθηκε μέ τήν Συνθήκη τῆς Ἀδριανουπόλεως (14.9.1829). Βλ. M.S. Anderson, The Eastern Question, London 1966, σ. 71. Ἡ προσπάθεια αὐτή τοῦ Ἰ. Καποδίστρια συνιστοῦσε ὀφθαλμοφανῶς παραλλαγή τοῦ βαλκανικοῦ σχεδίου τοῦ Ρήγα.
6. Χρυσ. Παπαδοπούλου, Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί ἡ Μεγάλη Ἐπανάσταση τοῦ 1821. Θεολογία, τ. ΚΑ(1950), σ. 316.
7. Σπ. Β. Μαρκεζίνη, Πολιτική Ἱστορία τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδος, σ.1 (ΒΙΠΕΡ 77)1966, σ. 86.
8. Γ. Βαλέτα, Τερτσέτη Ἃπαντα-Κολοκοτρώνη Ἀπομνημονεύματα, τ. Γ΄, Ἀπόλογα γιά τόν Καποδίστρια, σ. 242.
9. Γενική Ἐφημερίς τῆς Ἑλλάδος, 1829, ἀρ. 73, 74.
10. 20.11.1829. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, Τό Ζήτημα τῆς Μεταφράσεως τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἰς τήν Νεοελληνικήν κατά τόν ΙΘ΄ αἰώνα, Ἀθῆναι 1977, σ. 397.
11. Στό ἲδιο.
12. Βλ. James F. Clarke, Bible Societes American Missionaries and the National revival of Bulgaria, New York 1971, σ. 232.
13. Ε. Γ. Πρωτοψάλτη, Ὁ Καποδίστριας ὡς θρησκευτική προσωπικότης, Ἀνάπλασις, ἀρ. 248, Δεκ. 1976, σ. 3.

Ορθόδοξος Τύπος, 5/8/2016

Σάββατο 21 Μαΐου 2016

Π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

Ο π. Γεώργιος Μεταλληνός ξεσκεπάζει μια Δυτικόφερτη συνωμοσία των αρχαίων Παγανιστών, την οποία συνεχίζουν να συντηρούν σε συνεργασία Νεοπαγανιστές και Προτεστάντες!
Είναι γεγονός ότι η στάση των ιστορικών απέναντι στο Μέγα Κωνσταντίνο είναι αντιφατική. Για άλλους υπήρξε μέγα αίνιγμα ή στυγνός δολοφόνος και καιροσκόπος, για άλλους δε, το μέγα θαύμα της ιστορίας. Αυτό συμβαίνει διότι επικρατούν συνήθως ιδεολογικά κριτήρια και παραταξιακές εκτιμήσεις ερήμην των πηγών. Ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα στο χώρο της ιστορίας, που οδηγεί αυτόχρημα στην αυτοκατάργηση του ιστορικού και των ερευνών του, είναι η χρησιμοποίηση της ιστορίας με οποιεσδήποτε διασκευές της κατά το δοκούν, ώστε να χρησιμοποιείται για να αποδειχθούν πράγματα που ιστορικά δεν θεμελιώνονται.
Ένα άλλο επίσης πρόβλημα είναι όχι μόνον η ιδεολογική χρήση της ιστορίας και των πηγών ακόμη, αλλά είναι και ο ιστορικός αναχρονισμός. Να επιχειρούνται δηλαδή ερμηνευτικές προσβάσεις στα ιστορικά γεγονότα και στα ιστορικά πρόσωπα μέσα από κρίσεις και προϋποθέσεις του παρόντος, του οποιουδήποτε παρόντος. Γνωρίζετε ασφαλώς όλοι ότι όταν συντάσσει κανείς μια ιστορική διατριβή και μάλιστα αν είναι διδακτορική διατριβή που είναι η σημαντικότερη εργασία ενός επιστήμονος, παραθέτει ένα εισαγωγικό ή πρώτο κεφάλαιο που αναφέρεται στην εποχή μέσα στην οποία τοποθετούνται τα θέματα με τα οποία ασχολείται. Αυτή η τοποθέτησις είναι απολύτως αναγκαία, σφαιρική από πάσης πλευράς τοποθέτηση, για να μπορεί κανείς τα συμπεράσματα τα οποία θα συναγάγει, να τα τεκμηριώνει και μάλιστα κατά τρόπον αναμφισβήτητον. Ο ιστορικός αναχρονισμός και η ιδεολογική χρήση της ιστορίας, επαναλαμβάνω, είναι από τις μεγαλύτερες αρρώστιες των ασχολουμένων με την ιστορία, στην εποχή μας περισσότερο. Επίσης, είναι δυνατόν, να στοχάζεται κανείς εις τα ιστορικά γεγονότα ερήμην των πηγών. Αυτό είναι μυθιστόρημα, δεν είναι ιστορία. Μυθιστόρημα σημαίνει, ή ιστορικό ρομάντσο ακόμη, σημαίνει ότι χρησιμοποιεί κανείς κάποια γεγονότα τα οποία έστω, στηρίζονται στις πηγές και τα συνδέει με έναν αυθαίρετο τρόπο. Αυτό ακριβώς είναι πάλι άλλη νόσος της ιστορικής επιστήμης. Ο μακαρίτης, ο μέχρι του θανάτου του πατριάρχης των εκκλησιαστικών ιστορικών στον τόπο μας, ο Απόστολος Βακαλόπουλος, μ’ ένα κλασικό έργο που μας έδωσε για την ιστορία, πολύτομο, του νέου ελληνισμού, αναγκάζεται να απολογηθεί στην επανέκδοση του πρώτου και δευτέρου τόμου και να πει το εξής, ότι «με κατηγορείτε διότι δεν στοχάζομαι επί των γεγονότων, αλλά νομίζω ότι επιστήμη είναι πρώτον η έρευνα και η παρουσίαση των πηγών αναλυτικά, κριτικά, και εν συνεχεία ο στοχασμός. Αφήστε με λοιπόν εγώ να ασχοληθώ με τις πηγές», έλεγε ο Βακαλόπουλος, «και εν συνεχεία σεις, κάμνετε τους στοχασμούς σας».
Επαναλαμβάνω λοιπόν,  ιδεολογική χρήση της ιστορίας, ιστορικός αναχρονισμός, παραταξιακή νοοτροπία, και εν συνεχεία ανέρειστος, αθεμελίωτος στοχασμός, καταργούν τον ιστορικό και την έρευνά του.

Οι πηγές
Μιλώντας για τον Μέγα Κωνσταντίνο, ποιες είναι οι πηγές από τις οποίες αντλούμε πληροφορίες; Ο σύγχρονος ιστορικός, ο πατέρας της εκκλησιαστικής ιστορίας, είναι ο ιστορικός Ευσέβιος, ο οποίος συνεδέετο με φιλικούς δεσμούς με τον Μέγα Κωνσταντίνο και γι’ αυτό το λόγο και οι δικές του πληροφορίες πρέπει να κρίνονται και να διασταυρώνονται με άλλες πηγές. Αν δεν μπορούν να διασταυρωθούν παραμένουν ως μαρτυρίες αλλά που δε μπορεί να τις επικαλείται κανείς και να υποστηρίξει αυτό το οποίον θέλει.
Ένας άλλος σύγχρονος ιστορικός, φίλος του γιου του Κωνσταντίνου, του Κρίσπου, ήταν οΛακτάντιος. «Περί του θανάτου των διωκτών», του Χριστιανισμού προφανώς, έχει γράψει. Είναι όμως και ο άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος ο οποίος εις τα έπη του ασχολείται με τις δύο Ρώμες, την Παλαιά και τη Νέα Ρώμη. Θεωρεί την δευτέρα, Νέα Ρώμη, ως σύνδεσμο Ανατολής και Δύσεως, θα επανέλθω σ’ αυτό. Αυτές είναι οι ασφαλέστερες, σύγχρονες πηγές.

Ζώσιμος
Από την άλλη πλευρά, πηγή που περιέχει όποιο αρνητικό στοιχείο επαναλαμβάνεται μέχρι σήμερα για τον Μέγα Κωνσταντίνο, είναι ο ειδωλολάτρης, ο εθνικός και φανατικός μάλιστα ειδωλολάτρης ιστορικός, ο Ζώσιμος. 425 περίπου με 518. Γράφει δηλαδή ένα, ενάμιση αιώνα μετά τον Μέγα Κωνσταντίνο.
Ο Ευσέβιος όπως είπαμε είναι ο πατέρας της Εκκλησιαστικής ιστορίας και κοιμάται, αποθνήσκει, περί το 339, 340. Το 337 πεθαίνει ο Μέγας Κωνσταντίνος, άρα είναι σύγχρονος. Ο Zώσιμος ήταν φανατικός οπαδός της αρχαίας θρησκείας και έγραψε το έργο «Ιστορία Νέα» που αρχίζει από τον Αύγουστο και τελειώνει το 410, σε έξι βιβλία. Οι πηγές του είναι παγανιστικές. Οι πληροφορίες τις οποίες δίδει δεν διασταυρώνονται. Αλλά εκείνοι που θέλουν να εκμεταλλευτούν την περίπτωση εναντίον του Μεγάλου Κωνσταντίνου, αντλούν συνεχώς από αναπόδεικτα στοιχεία τα οποία παραδίδει ο Ζώσιμος. Βλέπετε πως προσπαθώ να μείνω αντικειμενικός, δεν είναι αν εμάς μας ενδιαφέρει  ο Κωνσταντίνος να φανεί καλός ή κακός. Το πρόβλημα στην έρευνα είναι τι λέγουν οι πηγές. Επομένως, και ο Ευσέβιος σε πολλά σημεία πρέπει να δεχθεί αυτή τη διασταύρωση για το έγκυρο των πληροφοριών του, αλλά πολύ περισσότερο ο Ζώσιμος που είναι και μεταγενέστερος. Είναι απορριπτικός έναντι του Μεγάλου Κωνσταντίνου και είναι συγχρόνως λιβελογράφος. Η επιστήμη σήμερα δέχεται, κριτικά, ότι ο Ζώσιμος πραγματικά δεν υπήρξε ιστορικός επιστήμων. Γράφει συναισθηματικά πολλές φορές, είναι ηθικολόγος περισσότερο παρά επιστήμων. Υπάρχει ένα καταπληκτικό άρθρο, του Ντίντλεϋ, σε ένα περίφημο γερμανικό περιοδικό του 1972. Όπως επίσης ένα σπουδαίο άρθρο, που έχει τον Ντίντλεϋ υπόψιν, εις το παγκόσμιο βιογραφικό λεξικό της Εκδοτικής Αθηνών, του κυρίου Τσακανίκα. Ο φανατισμός του Ζωσίμου και η λιβελογραφική επίθεση εναντίον του Κωνσταντίνου, φαίνεται στο ότι του αποδίδει την παρακμή της αρχαίας θρησκείας και της αυτοκρατορίας σε στιγμή όπου στην εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου η αυτοκρατορία, της Ρώμης, αποκτά τη μεγαλύτερη έκταση και τη μεγαλύτερη ενότητα και αίγλη. Εντελώς διαφορετικά δηλαδή είναι τα πράγματα απ’ ό,τι τα παρουσιάζει ο Ζώσιμος.
Σημασία έχει ότι άκριτα αναπαράγονται από τους μεταγενεστέρους, και μάλιστα από τους συγχρόνους μας νεοπαγανιστές ή νεοειδωλολάτρες, οι απόψεις του Ζωσίμου. Σκόπιμα για να στιγματιστεί και απορριφθεί ο Μέγας Κωνσταντίνος και το έργο του. Να σπιλωθεί και να υποτιμηθεί το πρόσωπό του. Η κορύφωση είναι η ύπουλη πραγματικά και αδίωκτη, ακαταδίωκτη δικαστικά, μετά, τι να κάνεις, που να προσφύγεις σε ποια δικαιοσύνη σ’ αυτό το χώρο, είναι τα όσα δημοσιεύονται, ανώνυμα τις περισσότερες φορές. Πόσες φορές μου στέλνουν κείμενα, από το ίντερνετ, άλλοι με επαινούν αλλά οι περισσότεροι, κυρίως οι νεοειδωλολάτρες, με κατηγορούν και μου αποδίδουν απόψεις που ποτέ δεν τις σκέφτηκα. Άλλοι το κάνουν ίσως για να αποκτήσουν κύρος, να μην τους αδικήσω. Έ, γεράσαμε τώρα στην έρευνα, σου λέει το λέει και ο Μεταλληνός. Κι αυτό είναι τιμή μου. Αλλά δε με τιμά το ότι μου αποδίδουν απόψεις που δεν τις γνωρίζω εγώ ο ίδιος. Δε θέλω τώρα να φέρω… έτσι δουλεύει και ο… θα πω το όνομα διότι είναι δημόσια πράγματα, ο κύριος Γεωργαλάς, ο παλαιός συνεργάτης του Παπαδοπούλου, είναι ανέντιμο διότι αποδίδει σε κάποιο βιβλίο ανθελληνικές θέσεις τις οποίες ποτέ δε σκέφτηκα. … (απάντηση σε ακροατή: Ο Γεωργαλάς… ζει… και να ’ναι καλά ο άνθρωπος και να ζήσει και να μετανοήσει πριν φύγει από τον κόσμο για τα ψέματα τα οποία λέει.) Μένει όμως το κείμενο και το παίρνουν φοιτητές. Αυτό γίνεται γενικά και με τον Ζώσιμο. Ο Βολταίρος επί παραδείγματι, τοποθετείται αρνητικά απέναντι στον Κωνσταντίνο. Ο Γίββων τοποθετείται αρνητικά και θα το δούμε αυτό στη συνέχεια. Αμέσως τώρα, ποιοι είναι εκείνοι οι οποίοι διαχρονικά και συγχρονικά στην εποχή μας, κατηγορούν και απορρίπτουν τον Μέγα Κωνσταντίνο.
Ο Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος, τον 19ο αιώνα, ο πρώτος μεγάλος ιστορικός μας, πολλά πράγματα πρέπει να ανανεωθούν σήμερα, αλλά βασικά το έργο του παραμένει πολύτιμη πηγή διότι, το λέγω γι’ αυτούς που ίσως δεν το γνωρίζουν, ο Παπαρηγόπουλος έχει ένα προσόν: δε στοχάζεται κυρίως αλλά ακολουθεί τις ιστορικές πηγές. Το έργο του είναι ανάπτυξη των ιστορικών πηγών. Άρα και να μη βρει κανείς όλες τις πηγές, μπορεί πιστότατα να τις μελετήσει όπως αποδίδονται από τον Κωνσταντίνο Παπαρηγόπουλο. Λέγει λοιπόν.  Πρώτη ομάδα, που εμίσησε τον Μέγα Κωνσταντίνο, ως πρόμαχο του νέου θρησκεύματος, είναι οι του αρχαίου θρησκεύματος οπαδοί. Οι ειδωλολάτρες της εποχής, όπως ο Ζώσιμος. Ο Ζώσιμος του αποδίδει όλες τις συμφορές, κατά τον Ζώσιμο, συμφορές του κράτους. Και σήμερα λοιπόν αποδίδονται στον Κωνσταντίνο, αναπόδεικτα, όλα αυτά τα οπαία επικαλείται ο Ζώσιμος και οι νεοειδωλολάτρες. Κατά πόσον έχουν δίκιο, θα το δούμε στη συνέχεια. Δεύτερο, επιτίθενται στον Μέγα Κωνσταντίνο, από τον 18ο κυρίως αιώνα, οι οπαδοί του Διαφωτισμού. Μια γνώμη του Ζωσίμου, που διέφυγε, την υπογραμμίζω: «εγκατέλειπε το πάτριον δόγμα και ησπάσθη την ασέβεια». Βλέπετε πόσο σχετικά είναι τα πράγματα. Ασέβεια είναι ο Χριστιανισμός. Και η πάτρια θρησκεία τιμάται! Βέβαια ένας ερευνητής της ιστορίας όπως ο ομιλών, δεν ασχολείται με συναισθηματικά πράγματα. Αλλά καταλαβαίνετε, πώς ανατρέπεται η προοπτική και πως περιμένεις να επαινέσει κάποιος τον Κωνσταντίνο όταν έχει αυτή τη βασική προοπτική στην προσέγγισή του. Παρόλα αυτά, σπεύδω να πω ότι πολλές φορές ο Ζώσιμος ή αποσιωπά σημαντικά έργα του Κωνσταντίνου ή τον επαινεί για τις αρετές τις οποίες διέθετε. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος μιλώντας για τον Μέγα Βασίλειο χρησιμοποιεί την εξής παροιμία που ίσως είναι δική του: «θαυμάζει ανδρός αρετήν και πολέμιος». Τη λεβεντιά ενός ανθρώπου τη θαυμάζει και ο αντίπαλός του. Όταν σε επαινεί ο αντίπαλός σου σημαίνει ότι κάτι αξίζεις. Και δεν είναι λίγες οι φορές που αναγκάζεται ο Ζώσιμος να επαινέσει τον Κωνσταντίνο.

Διαφωτιστές
Οι Διαφωτιστές λοιπόν, ο Γίββων, ο Βολταίρος. Ο Βολταίρος συνεχώς απορρίπτει το Βυζάντιο ο δε Γίββων ακόμη και στον τίτλο του βιβλίου του, ναι μεν δεν αρνείται ότι το όνομα της αυτοκρατορίας δεν είναι Βυζάντιο αλλά είναι Νέα Ρώμη, είναι συνέχεια από πλευράς πολιτικής και εδαφικής αλλά όχι και πολιτιστικής και πνευματικής, της παλαιάς Ρώμης, μιλεί για την Decline and Fall of the Roman Empire. Δηλαδή είναι το κατρακύλισμα και η πτώση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Κι αυτό οφείλεται κατ’ αυτόν, κατά τον Γίββωνα, στον Χριστιανισμό. Το έργο του είναι σπουδαίο, αλλά όταν έχει συγκεκριμένη προοπτική, καταλαβαίνετε το βασικό μειονέκτημά του. Στη διαστροφή των πνευμάτων κατά τον Παπαρηγόπουλο, ουκ ολίγον συνετέλεσε και η παπική αρχή. Μπορεί να είναι ο Μέγας Κωνσταντίνος αναγεγραμμένος εις το αγιολόγιο του παπισμού (σημ. ΟΟΔΕ: τουλάχιστον στους Ουνίτες), αλλά δεν παύει να μισείται ή να τον αποστρέφονται οι ρωμαιοκαθολικοί επειδή μετέφερε την πρωτεύουσα στη Νέα Ρώμη και οδήγησε στην αφάνεια την Παλαιά Ρώμη. Αν γινότανε κάτι τώρα σε μας, λέγω τώρα μια σκέψη, η πρωτεύουσα να μεταφερθεί στη Θεσσαλονίκη, τι θα κάναμε κύριε δήμαρχε εμείς, οι χαμουτζήδες, όπως μας λένε οι βόρειοι, σ’ αυτή τη μεταβολή; Σημασία τώρα ουσιαστικότερη έχει το εξής: το όνομα Κωνσταντίνος μολονότι εννοιολογικά προέρχεται από την ελληνική γλώσσα. Κώνστας είναι η constantia είναι η σταθερότης, η δύναμη του χαρακτήρος, και τα δύο από το ρήμα ίσταμαι και ίστημι, επομένως η προέλευση εννοιολογικά είναι αρχαιοελληνική, ελληνική, αλλά το όνομα Κωνσταντίνος επεκράτησε στη Δύση. Από το σχίσμα και μετά, ουδείς πάπας και ουδείς ηγεμόνας της Δύσεως, έλαβε το όνομα Κωνσταντίνος. Έγινε το μισητότερο όνομα εις την Δύση εν αντιθέσει με την Ανατολή που φθάσαμε πριν από κάποια χρόνια από τον ανώτατο άρχοντα και όχι μόνο τον πρώην, τον τέως βασιλέα, αλλά και πρόεδρο δημοκρατίας μέχρι τους αρχηγούς των κομμάτων, να έχουν όλοι το όνομα Κωνσταντίνος. Και η μακαρίτισσα η Μαλβίνα η Κάραλη, είπε κάποτε με κάποια αγανάκτηση, καλά βρε παιδιά, δεν υπάρχει κανένας Βρασσίδας, Επαμεινώνδας, μόνο Κωνσταντίνοι υπάρχουν. Έγινε το αγαπητότερο όνομα, κι επειδή έχω και τον γαμπρό μου Κωνσταντίνο, συγνώμη γι’ αυτό που λέγω, το έζησα και προχτές, οι Κωνσταντίνοι έγιναν, δόξα τω Θεώ, περισσότεροι από τους Γιώργηδες και τους Γιάννηδες. Αυτό σημαίνει πόσο αγαπήθηκε, λαογραφικά μιλώ αυτή τη στιγμή, πόσο αγαπήθηκε αυτό το όνομα.
Και τέταρτη ομάδα που στρέφεται εναντίον του είναι οι δυτικόφρονες οι οποίοι, ακρίτως, ακολουθούν πάντοτε κάποιαν Ευρώπη, κάποια Δύση, χωρίς να ενδιαφέρονται αν αυτά που λέγονται είναι ορθά ή όχι.

Βιογραφικά στοιχεία
Δύο τρία βιογραφικά στοιχεία πριν προχωρήσω σε κάποιες απολογητικές θέσεις. Το όνομα του ήτανImperator Ceasar Clavdius Valerius Constantinus Augustus – το πλήρες όνομα όταν από το 324 έγινε μονοκράτωρ. Γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου περί το 280. Κατ’ άλλους λίγο ενωρίτερα, κατ’ άλλους λίγο αργότερα. Στη Ναϊσό, εις την Νίσσα της Σερβίας. Τα νεανικά του χρόνια τα πέρασε ως όμηρος εις την αυλή του αυτοκράτωρος Διοκλητιανού ή στην αυλή του συναυτοκράτωρος Γαλερίου. Όμηρος ώστε να εμποδιστεί ο πατέρας του που ήταν Καίσαρ, ο Κωνστάντιος ο Χλωρός, να επαναστατήσει εναντίον του αυτοκράτωρος. Ίσως γνώρισε το μαρτύριο του αγίου Γεωργίου και τα θαύματά του στην Ανατολή, γιατί η αγάπη του προς τους μάρτυρες πρέπει να έχει κάποιο ουσιαστικό έρεισμα. Υπήρξε γενναίος πολεμιστής με πολλά προσόντα, με ηρωικό φρόνημα. Στην αρχή ενυμφεύφθει τη σεμνή Νινευίνα και απέκτησε τον Κρίσπο, το πρώτο παιδί του. Για πολιτικούς λόγους, όπως και ο πατέρας του, αναγκάστηκε να χωρίσει τη Νινευίνα και να νυμφευθεί την κόρη του συναυτοκράτωρος Μαξιμιανού, την Φαύστα. Η Φαύστα προφέρεται λατινιστί Φάουστα και πραγματικά ήταν η Φάουστα της οικογενείας. Ο Βοσταντζόγλου έχει γράψει ο μακαρίτης σχετικά με την Φαύστα. Απέκτησε από την Φαύστα τρεις γιους. Τον Κωνσταντίνο, τον Κωνστάντιο και τον Κώνσταντα που βασίλευσαν και οι τρεις. Βλέπετε, όλα τα ονόματα στρέφονται γύρω από την ίδια ρίζα. Ο Διοκλητιανός εφήρμοσε ένα νέο σύστημα διοικήσεως, την Renovatio Imperius, την ανανέωση της αυτοκρατορίας από το 285, την τετραρχία.
Ο Διοκλητιανός ήταν ο πρώτος Αύγουστος και Καίσαρ, δεύτερος Αύγουστος θα λέγαμε, ο Γαλέριος. Βοηθός του στην Ανατολή. Ο Μαξιμιανός επίσης συναύγουστος, είχε καίσαρα τον Κωνστάντιο Χλωρό, τον πατέρα του Κωνσταντίνου στη Νίσσα. Το 305, την 1η Μαΐου, παραιτήθηκε ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός και ο Χλωρός ανακυρήχθηκε Αύγουστος στην Δύση και ο Γαλέριος στην Ανατολή. Ο Κωνσταντίνος τότε εκλήθη στη Δύση, κοντά στον πατέρα του. Το 306 επέρχεται ο θάνατος του Κωνσταντίου Χλωρού και στις 25 Ιουλίου του 306, ο στρατός ανεκύρηξε τον Κωνσταντίνο αυτοκράτορα. Πρέπει να λάβουμε υπ’ όψη κάτι εδώ. Δεν υπήρχε κληρονομικότητα της βασιλείας, όπως όλη την περίοδο του Βυζαντίου, της Νέας Ρώμης δηλαδή, της Ρωμανίας, όπως δεν υπήρχε και στην αρχαία Ελλάδα. Κληρονομικοί θεσμοί δεν υπήρχαν, θεσμοθετημένη κληρονομική διαδοχή. Απλούστατα, ο στρατός η σύγκλητος και ο λαός μπορούσαν να δεχθούν το γιο κάποιου να τους διαδεχθεί, αλλά όχι κληρονομικώ δικαιώματι. Αυτή είναι η δημοκρατία του ελληνισμού και όχι το όνομα βασιλεύς. Έχω πει και άλλες φορές σ’ αυτή την αίθουσα, ας λέγεται όπως θέλει να λέγεται, αρκεί να εκλέγεται. Αυτή είναι η δημοκρατία. Ο Κωνσταντίνος λοιπόν ανακηρύχθηκε από τον στρατό και την σύγκλητο αυτοκράτωρ. Αλλά και ο Μαξέντιος, ο γιος του Μαξιμιανού, το ίδιο έτος στις 28 Οκτωβρίου, ανακηρύχθηκε και αυτός αυτοκράτορας. Το 311 αποθνήσκει ο Γαλάριος και τον διαδέχεται ο Λικίνιος που έλαβε ως σύζυγο την Κωνσταντία – Κωνσταντία και αυτή – θετή αδερφή του Κωνσταντίνου. 28 Οκτωβρίου του 312 ο Κωνσταντίνος ενίκησε τον Μαξέντιο – θα το δούμε γιατί – στη Μιλβία, κατ’ άλλους Μουλβία, γέφυρα. Η σύγκλητος ανακήρυξε τότε πρώτον Αύγουστο τον Κωνσταντίνο. Το 313 ο Λικίνιος ενίκησε τον Μαξιμίνο. Και μένουν τώρα δύο Αύγουστοι. Ο Κωνσταντίνος ο πρώτος Αύγουστος και ο Λικίνιος δεύτερος Αύγουστος. Έτσι το 313 εκδίδεται το περιβόητο διάταγμα των Μεδιολάνων, που θα δούμε πια είναι η σημασία του. Το 321 ο Λικίνιος επαναφέρει τους διωγμούς με νέο διάταγμα εναντίον των χριστιανών ενώ το 313 είχε αποφασιστεί, με πρώτον τον Κωνσταντίνο, να πάψουν οι διωγμοί. Επέρχεται η σύγκρουση μεταξύ των δύο και η ήττα του Λικινίου. Το 324 ο Κωνσταντίνος γίνεται μονοκράτορας, η αυτοκρατορία αποκτά ενότητα σε μία αχανή έκταση. Από την Θούλην, που μπορεί να ήταν η σημερινή  Ισλανδία, ή τουλάχιστον η Ιρλανδία, μέχρι την Περσία και την Ινδία. Επομένως γίνεται ένα ενιαίο κράτος, με μία κεντρική εξουσία, έναν κεντρικό αυτοκράτορα. Το 325 συγκαλεί την Α’ Οικουμενική Σύνοδο και το 330 εγκαινιάζει τη νέα πρωτεύουσα, τη Νέα Ρώμη. Στις 22 Μαΐου του 337 πεθαίνει στο Δρέπανο της Βιθυνίας – Μικρασία – που ήταν η πόλις καταγωγής της Αγίας Ελένης και γι’ αυτό ονόμασε την πόλην αυτήν Ελενούπολη. Βαπτίστηκε από τον φίλο του, Ευσέβιο Νικομηδείας, με λευκή εσθήτα, ως κατηχούμενος και μετά από λίγο αρρώστησε και πέθανε σε ηλικία περίπου εξήντα ετών. Η σωρός του μεταφέρθηκε και ετάφη στη νέα πρωτεύουσα, τη Νέα Ρώμη.

Κατηγορίες από τον Ζώσιμο
Αυτά είναι τα τυπικά ιστορικά. Ο Κωνσταντίνος κατηγορήθηκε από τον Ζώσιμο για τη δολοφονία και εξόντωση των αντιπάλων του.
Τι μαρτυρούν οι πηγές; Κάποια πράγματα τα οποία λέγονται από τους αντιπάλους του, και μάλιστα το Ζώσιμο που είναι η πηγή των συκοφαντιών κατά του Κωνσταντίνου, μένουν στο χώρο του θρύλου. Όταν είναι κάτι αναπόδεικτο το αναφέρει μεν ο ιστορικός όπως κάνω και ’γω τώρα, χωρίς όμως να μπορεί να στηρίξει οποιαδήποτε συμπεράσματα σε αμέριστες υποθέσεις ή σκέψεις.

Η περίπτωση του Μαξιμιανού
Η περίπτωση του Μαξιμιανού, για να μείνω σε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα. Ο Μαξιμιανός ήθελε να γίνει αύγουστος, αυτοκράτορας και διώχθηκε από τον γιο του Μαξέντιο. Έτσι κατέφυγε στην κόρη του, ήταν πεθερός του Κωνσταντίνου, στην κόρη του Φαύστα και ζήτησε προστασία από τον Κωνσταντίνο. Το 310 όμως οργάνωσε συνωμοσία και κίνημα για ανατροπή του Κωνσταντίνου. Αυτή ήταν η κατάσταση της εποχής. Ξέρετε, κανείς, όσο μεγάλος κι αν είναι, δε μπορεί να πάψει να είναι τέκνο της εποχής του. Γι’ αυτό σας είπα ότι όταν εφαρμόζεται ο λεγόμενος ιστορικός αναχρονισμός, είναι αποτυχία της ιστορικής έρευνας. Εμείς θα ερμηνεύσουμε τα πράγματα της εποχής εκείνης, μεθιστάμενοι σ’ αυτή την εποχή κι όχι μεταφέροντας την εποχή στις δικές μας συνθήκες σήμερα. Ο Μαξιμιανός διέδωσε ότι ο Κωνσταντίνος φονεύθηκε στον πόλεμο κατά των Φραγκογερμανών στα βόρεια σύνορα, και πήρε ένα μέρος του στρατού με το μέρος του και αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας. Ο Κωνσταντίνος επέστρεψε και ο Μαξιμιανός κλείστηκε στο φρούριο της Μασσαλίας. Ο Κωνσταντίνος τον αιχμαλωτίζει, τον συγχωρεί όμως, με τη μεσολάβηση και της γυναίκας του της Φαύστας. Νέα συνωμοσία του Μαξιμιανού και της Φαύστας τώρα, για να δολοφονηθεί ο Κωνσταντίνος. Αποτυγχάνει η προσπάθεια. Η Φαύστα τότε, η Φάουστα όπως είπα της οικογένειας, ενοχοποιεί τον πατέρα της. Ο Μαξιμιανός αναγκάστηκε να αυτοαπαγχονιστεί, κρεμάστηκε δηλαδή, γιατί κατάλαβε ότι τα πράγματα έγιναν σκληρότερα γι’ αυτόν. Κατηγορούν γι’ αυτό τον Κωνσταντίνο. Κοιτάξτε, όταν κάποιος είναι ανώτατος άρχων, και δεν είναι απλώς πολιτικά και διοικητικά ανώτατος άρχων, αλλά συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες ονομάζετο Rectus Totius Omnis, δηλαδή ο κυβερνήτης, ο διοικητής ολοκλήρου του κόσμου. Ο Κωνσταντίνος λοιπόν είναι εκείνος ο οποίος ήταν ο Ανώτατος Δικαστής. Ήταν Pontifex maximus, ο ανώτατος αρχιερεύς. Αυτά δεν τα μετέφερε ο ίδιος στον εαυτό του, τα βρήκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Επομένως, πάσα πράξις έπρεπε να δικαστεί από τον ανώτατο δικαστή. Ο οποίος βέβαια περιεστοιχίζετο από τον στρατό αλλά στα πολιτικά πράγματα από την σύγκλητο. Δεν είναι λοιπόν δυνατόν να αποδίδουμε μονομερώς την ευθύνη, όπως όταν κανείς είναι πρόεδρος της δημοκρατίας και υπογράψει θανατική ποινή η οποία ορίζεται από το δικαστήριο, είναι υποχρεωμένος να το πράξει. Αν αρνηθεί ο ανώτατος άρχων, βασιλιάς παλαιότερα, πρόεδρος της δημοκρατίας, να δεχθεί αυτό που προτείνει η δικαστική εξουσία καταλαβαίνετε ποιες επιπτώσεις θα γίνουν.

Η περίπτωση του Βασσιανού
Δεύτερο, η περίπτωση του Βασσιανού. Θ’ αποφύγω τις λεπτομέρειες, διότι, εις την στάση του Βασσιανού, κι εδώ ο Κωνσταντίνος έδειξε μεγαθυμία κι όταν αποκαλύφθηκε η συνωμοσία – πάλι συνωμοσία – εναντίον του ανωτάτου άρχοντος, ο Βασσιανός εξετελέσθη με την εφαρμογή των νόμων του κράτους. Είναι δυνατόν λοιπόν, εν ψυχρώ, να αποδοθεί η κατηγορία στον Κωνσταντίνο και να θεωρηθεί δολοφόνος; Κάθε ανώτατος άρχων τότε θα έπρεπε να ονομάζεται δολοφόνος, εκτός και αν ο ανώτατος άρχων χρησιμοποιεί τους νόμους. Αλλά η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία γι’ αυτό κατόρθωσε τόσα χρόνια να επιβιώσει ’ δεν ενεργούσε κατ’ αυτόν τον τρόπο.

«Τούτω Νίκα» περίπτωση του Μαξεντίου
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Μαξεντίου, του κουνιάδου του Κωνσταντίνου. Ο Μαξέντιος επεθύμησε να γίνει ο μόνος αυτοκράτορας και εστράφη κατά του Κωνσταντίνου επικαλούμενος τον θάνατο – την δολοφονία κατ’ αυτόν – του πατέρα του, του Μαξιμιανού. Διατάζει την καταστροφή των αγαλμάτων του Κωνσταντίνου. Ο Κωνσταντίνος μέσω των Άλπεων έρχεται στην Ιταλία και συναντώνται οι δύο στρατοί στην ιδία γέφυρα του Τίβερη, δύο χιλιόμετρα έξω από τη Ρώμη. Εδώ εμφανίζεται η γνωστή θεοσημία, όπως το περιγράφει ο ιστορικός Ευσέβιος, κατά το απομεσήμερο. Βλέπει δηλαδή στον ουρανό τον Σταυρό και τα γράμματα που έλεγαν «Τούτω Νίκα», όχι δηλαδή «Εν Τούτω Νίκα». Με αυτό το σύμβολο θα μπορείς να νικάς, ας νικάς. Ο Λακτάντιος παραθέτει το κείμενο εις τα Λατινικά. Και λέει πάλι ότι ήταν Σταυρός, ότι το είδε σε ενύπνιον ο Κωνσταντίνος, βλέπετε  υπάρχουν διάφορες εκδοχές, και είπε ότι τα γράμματα ήσαν In Hoc Vincas, Εν τούτω, εδώ δηλαδή υπάρχει το In. Εν αυτώ, δηλαδή να νικάς. Ο Άγιος Αρτέμιος και ο στρατός, υπάρχουν σχετικές πηγές, εβεβαίωσαν πως το είδαν και αυτοί το σύμβολο, άρα το είδε ολόκληρος ο στρατός και όχι μόνον ο Κωνσταντίνος. Γεγονός είναι ένα. Είτε ως ενύπνιον το είδε, είτε μέρα μεσημέρι στον ουρανό, σημασία έχει ότι από τότε ο Κωνσταντίνος κατασκευάζει το λάβαρο του Σταυρού με το μονόγραμμα, το Χριστόγραμμα ΧΡ, Χριστός. Σε ένα στεφάνι. Και εις τις ασπίδες των στρατιωτών εμφανίζεται το μονόγραμμα.
Ο Ζώσιμος αποσιωπά το γεγονός, ενώ θα μπορούσε να το διαψεύσει, αλλά δε μπορεί. Αποσιωπά το γεγονός όπως και άλλοι παγανιστές συγγραφείς. Το επιβεβαιώνουν όμως μεταγενέστεροι ιστορικοί, ο Φιλοστόργιος, ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος, ο ησυχαστής του 14ου αιώνος. Ο δε Σωζομενός, ιστορικός του 5ου αιώνος, έναν αιώνα μετά τον Κωνσταντίνο μαζί με τον Σωκράτη τον σχολαστικό, λέγει ότι οι λέξεις «Τούτω Νίκα» ήσαν άγγελοι. Όπως το αστέρι της Βηθλεέμ, κατά τον Ιερό Χρυσόστομο, ήταν υπερφυές θαύμα, δηλαδή άκτιστη ενέργεια του Τριαδικού Θεού, το ίδιο και ο Σωζομενός, το ερμηνεύει με το δικό του τρόπο. Στις 28 Οκτωβρίου του 312 γίνεται η μάχη. Ο Κωνσταντίνος είχε 25.000 στρατό, ο Μαξέντιος 100.000 και κυριολεκτικά συνετρίβη ο στρατός του Μαξεντίου. Σπάζει μια γέφυρα του Τιβέριου ποταμού και πολλοί στρατιώτες πέφτουν στο ποτάμι και πνίγονται και μαζί τους και ο Μαξέντιος. Πάλι κατηγορούν τον Κωνσταντίνο. Εμένα με ενδιαφέρει στην έρευνά μου ο όρος που χρησιμοποιείται: «δολοφόνος ο Κωνσταντίνος». Ξέρετε τι σημαίνει δολοφόνος. Να πείτε ότι με τον τρόπο που επετέθη κατόρθωσε κλπ να πέσει ο Μαξέντιος στο ποτάμι και να πνιγεί, εντάξει το δέχομαι. Αλλά δολοφόνος από πού ως που; Όταν είναι μία μάχη κατά την οποία αντιμετωπίζεται στάσις, επανάσταση εναντίον του ανωτάτου άρχοντος. Τρία χρόνια μετά ο Κωνσταντίνος έχτισε τη Θριαμβική Αψίδα η οποία υπάρχει μέχρι σήμερα στη Ρώμη. Τώρα μια αντίφαση, στους αντιπάλους του Κωνσταντίνου είναι ότι δεν κατεδίκασε κανένα στρατιώτη του αντιπάλου στρατεύματος. Δεν εφήρμοσε κανένα μέτρο εναντίον τους. Καταλαβαίνετε λοιπόν ποιες αντιφάσεις υπάρχουν εις την κρίση του Κωνσταντίνου.

Κρίσπος – Φαύστα
Χαρακτηριστικότερες από αυτές – να ολοκληρώσω αυτές τις αναφορές – είναι η περίπτωση του γιου του του Κρίσπου και η περίπτωση της Φαύστας, της δεύτερης συζύγου του. Το 316 γιόρταζε τα δέκα χρόνια της ανόδου του εις τον θρόνο, στα ανάκτορα. Και εξαπλώνεται αυτόματα η είδηση ότι συνελήφθη ο Κρίσπος και εφυλακίσθη εις την φυλακήν της Πόλας εις την Ίστρια – από εκεί κατήγετο ο Ιωάννης Καποδίστριας και η οικογένειά του, την Ίστρια. Ο Κρίσπος ήταν ένας σοβαρός και αξιοπρεπής νέος με πολλά ηγετικά χαρίσματα. Δεκαεπτάχρονος, είχε περιβληθεί ανώτατα στρατιωτικά αξιώματα και ήταν μάλιστα και αρχηγός του στόλου της αυτοκρατορίας. Μη σας φαίνεται περίεργο, ο Γκουαρνέ της Ιωσηφίνας, ο θετός γιος του Ναπολέοντος, δεκαέξι χρονών ηύρε να καταλάβει τα Επτάνησα με τους δημοκρατικούς Γάλλους. Εδώ φαίνεται το μίσος της Φαύστας. Ο Κρίστπος υπερτερούσε έναντι των τριών δικών της γιων. Ετίθετο θέμα διαδοχής. Επίσης η αγία Ελένη, αγαπούσε τον Κρίσπο για τα προσόντα, της θύμιζε τον γιο της στα νεανικά του χρόνια. Γίνεται μια σατανική ενέργεια. Ένα μήνα πριν από τον θάνατο του Κρίσπου ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε εκδώσει ένα νόμο εναντίον της μοιχείας. Μοιχεία με έγγαμη γυναίκα, όχι απλώς πορνεία. Η τιμωρία ήταν ο θάνατος. Με ψευδομάρτυρες κατηγορήθηκε από την Φαύστα ο Κρίσπος, πρώτον για συνωμοσία εναντίον του Κωνσταντίνου και δεύτερον ότι της επετέθη, στη μητριά του δηλαδή, με ανήθικους σκοπούς. Ο Ζώσιμος, προσέξτε, ο ειδωλολάτρης ιστορικός, και ο Ιωάννης Ζωναράς τον δωδέκατο αιώνα δέχονται ως αβάσιμες τις πληροφορίες και όλοι οι σοβαροί ερευνητές δέχονται ότι αυτά μένουν στο χώρο του θρύλου. Δεν μπορεί να συναγάγει κανείς σοβαρά συμπεράσματα. Το δίλημμα που είχε ο Κωνσταντίνος σε αυτή την περίπτωση ήταν ανάλογο εκείνο ενός μεγάλου νομοθέτη του ελληνισμού. Τον έβδομο αιώνα ο Ζάλευκος – Ζάλευκος σημαίνει Πάλευκος, όμως λέμε ζάπλουτος (παρακαλώ όσους δεν το ξέρουν να μη λένε ζάμπλουτος – ζα σημαίνει πάρα πολύ, ζάπλουτος και ζάλευκος). Ο Ζάλευκος είναι σύγχρονος του Χαμουραμπί, ή Χαμουράμπι και εκδίδει την πρώτη ελληνική νομοθεσία – είναι αρχαιότερος του Σόλωνος. Είχε λοιπόν ένα νόμο που έλεγε: ο κατηγορούμενος και συλλαμβανόμενος για μοιχεία καταδικάζεται με την εξόρυξη των δύο οφθαλμών. Ο πρώτος που συνελήφθη για μοιχεία ήταν ο γιος του Ζαλεύκου. Έρχεται λοιπόν ο βασιλεύς, όπως ο Κωνσταντίνος ανώτατος δικαστής, να δικάσει. Τι να κάνει; Να τυφλώσει το γιο του που ο στρατός τον ήθελε ως διάδοχό του και η εκκλησία του δήμου; Ρωτάει λοιπόν σοφότατα ο Ζάλευκος την σύναξη: πόσα μάτια απαιτεί ο νόμος στην περίπτωση αυτή ως τιμωρία; Και του είπαν δύο. Ε, λέει, ένα μάτι του γιου μου και ένα μάτι δικό μου. Τυφλώθηκε και αυτός κατά το ένα μάτι για να μην καταδικάσει με την εξόρυξη των δύο οφθαλμών το γιο του.
Αυτό το επικαλούμεθα συνήθως, ο Δημινιάτης και ο Κωνσταντίνος Καλλίνικος για να δικαιώσουν την περί ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης θεολογική, δυτική, παπική δηλαδή θεωρία – αλλά αυτό είναι άλλου παπά ευαγγέλιο και άλλο θέμα.
Δεν εκτελεί τον Κρίσπο, απλώς τον φυλακίζει ο Κωνσταντίνος. Ο νέος εκτελέστηκε με άγνωστο τρόπο και δεν βρέθηκε διάταγμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου που να καταδικάζει τον Κρίσπο σε θάνατο, όπως έπρεπε να υπάρχει. Οι ιστορικοί μας λέγουν ότι η μόνη που μπορούσε να χρησιμοποιήσει την σφραγίδα του αυτοκράτορος ήταν η γυναίκα του η Φαύστα και σ’ αυτήν αποδίδεται η δολοφονία. Η απάντηση λοιπόν είναι αδύνατη και ανεύθυνη και προς πάσα κατεύθυνση. Η Ελένη επέστρεψε από τη Ρώμη και πληροφορήθηκε τη συνωμοσία της Φαύστας και απεκάλυψε τα πράγματα στον Κωνσταντίνο. Ο Κωνσταντίνος τότε διέταξε την σύλληψη της Φαύστας. Ο Ζώσιμος αυθαίρετα λέει ότι ο Κωνσταντίνος διέταξε να πνιγεί η Φαύστα στο λουτρό με καυτό νερό. Προχθές μου έστειλαν ένα άρθρο – θα το επικαλεστώ για ολίγο στη συνέχεια – που επαναλαμβάνει ένας εχθρός του Χριστιανισμού, τα όσα γράφει ο Ζώσιμος. Χωρίς καμία άλλη πηγή, χωρίς διασταύρωση της πληροφορίας. Αναπαράγεται λοιπόν αυτή η κρίση αναπόδεικτα. Αλλά το μύθο του Ζωσίμου καταρρίπτει ο Ιερώνυμος. Εκκλησιαστικός συγγραφέας (366 – 419 μ.Χ). Άριστος ελληνιστής, είχε ζήσει κοντά σε πατέρες στην ανατολή και μάλιστα κοντά  στον Ιωάννη το Χρυσόστομο – ανατολικός, Μέγας Βασίλειος, Ιωάννης Χρυσόστομος, ανήκουν στην ίδια ομάδα από πλευράς Ορθοδοξίας – έζησε ο Ιερώνυμος τα γεγονότα, και αυτός παρέχει την πληροφορία ότι ο θάνατος της Φαύστας επήλθε τρία ή τέσσερα έτη μετά το θάνατο του Κρίσπου. Πως είναι δυνατόν λοιπόν να συνδέονται, και μάλιστα άμεσα, τα δύο γεγονότα; Ακόμη και ο ιστορικός Γίββων εις την ιστορία του καταθέτει την αμφισβήτησή του για ένα τέτοιο θάνατο της Φαύστας. Και ο Παπαρηγόπουλος επίσης απορρίπτει μια τέτοια θεωρία. Τις περιπτώσεις λοιπόν, κυρίως, του Κρίσπου και της Φαύστας, καλύπτει θρύλος.

Η στάση του Μ. Κωνσταντίνου έναντι της ειδωλολατρείας
Ποια ήταν η στάση τώρα του Κωνσταντίνου έναντι της ειδωλολατρίας. Ένα χρόνο μετά τη Σύνοδο της Νικαίας το 326, ο Κωνσταντίνος έρχεται στη Ρώμη για να γιορτάσει τα εικοσάχρονα της Βασιλείας του, τα δεύτερα δεκενάλια. Κλήθηκε στο Καπιτώλιο να συμμετάσχει σε μια στρατιωτική, ειδωλολατρική γιορτή και να προσφέρει τις νενομισμένες θυσίες. Αρνήθηκε. Καταλαβαίνετε, έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία η άρνηση του αυτοκράτορος να τελέσει τα καθήκοντά του ως εθνικός, ως ειδωλολάτρης αυτοκράτορας. Μάλιστα πρέπει να ξέρουμε, θα το πω παρενθετικά, γιατί εδιώκετο ο Χριστιανισμός, κυρίως τους τρεις πρώτους αιώνες; Αλλά δεν σταμάτησαν ποτέ οι διωγμοί αυτοί, μέχρι σήμερα. Εδιώκετο διότι δεν απεδέχετο άλλες θεότητες. Η φράσις της λειτουργίας: «εις Άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός», κατά τους μεγάλους λειτουργιολόγους, εισήλθε εις την θεία λειτουργία ήδη από τον πρώτο αιώνα. «Εις Άγιος», ήταν απάντηση στους Εβραίους’ ένας είναι ο Άγιος που αγιάζει, ο Τριαδικός Θεός. «Εις Κύριος», ένας βασιλιάς, ένας αυτοκράτορας, απευθύνεται στους Ρωμαίους. Ένας είναι εκείνος ο οποίος είναι ο βασιλιάς ο δικός μας. Κι αυτό το επαναλαμβάνει το 160 περίπου στη δίκη του, ο άγιος Πολύκαρπος, επίσκοπος Σμύρνης. Τι του είπε ο Στάτιος ο Κονδράτιος, ο διοικητής της Σμύρνης; «Ώμοσον του Καίσαρος Τίτου». Θυσίασε στο άγαλμα του Καίσαρα. Διότι ο Καίσαρ ήταν Θεός επί της γης.
Τιμούσαν το πνεύμα του Καίσαρος και το πνεύμα της Ρώμης, με αγάλματα με θυσίες, ετιμώντο ως θεότητα. Άρα δεν θα είχε αντίρρηση η Ρώμη οι Χριστιανοί να εισαγάγουν μια νέα θεότητα εις την πανσπερμία των θεοτήτων – ο Οράτιος έλεγε την εποχή αυτή «υπάρχουν περισσότεροι θεοί απ’ όσον άνθρωποι» – οπότε δε θα ηρνείτο η Ρώμη εάν πρώτα εδέχοντο τη θεότητα του Καίσαρος και της Ρώμης. Γι’ αυτό εδιώκοντο οι Χριστιανοί. Ήταν απηγορευμένη εταιρεία – ομάδα διότι δεν εδέχετο «ους η πόλις», για να επαναλάβω το Σωκράτη, «ους η πόλις ενόμιζε θεούς», κατά νόμον εδέχετο ως θεότητες. Αυτό λοιπόν λειτουργεί μ’ έναν τρόπο περίεργο στη συνείδηση των ειδωλολατρών όταν ο αυτοκράτωρ που ετιμάτο ως θεός – και ο Κωνσταντίνος μέχρι τότε ετιμάτο – αρνείται να προσφέρει τα νενομισμένα όπως επέβαλε η θρησκεία της Ρώμης. Ύστερα απ’ όσα είχε βιώσει εις την Σύνοδο της Νικαίας, δεν μπορούσε να δεχθεί όλα αυτά.
Επίσης κατά τον Ζώσιμο, προκάλεσε το μίσος των ειδωλολατρών, οι οποίοι για να τον εκδικηθούν και να τον προσβάλουν, εβεβήλωσαν τα αγάλματά του. Δηλαδή χρησιμοποίησαν κάθε μέσο κατά του προσώπου στα αγάλματα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, αλλά εκείνος, ειρηνικότατα, όταν του είπαν τι είχε γίνει, έπιασε το πρόσωπό του και είπε «ευτυχώς εγώ δε βλέπω κανένα τραύμα στο πρόσωπό μου». Δεν καταδίωξε τους ειδωλολάτρες, αλλά ούτε και τήρησε ιδιαίτερα φιλική στάση απέναντί τους. Με επιστολές του συμβούλευε τους κατοίκους της χώρας και των περιοχών που υπήρχαν ειδωλολάτρες να στραφούν προς τη χριστιανική πίστη. Πως είναι δυνατόν να τον αγαπήσουν οι εθνικοί; Αυστηρότητα έδειξε μόνον προς τους αιρετικούς. Γι’ αυτό πότε εξόριζε το Μέγα Αθανάσιο, πότε εξόριζε τον Άρειο. Διότι ένας άρχοντας, για να καταλαβαίνουν οι διοικούντες, ενδιαφέρεται σε κάθε εποχή γι’ αυτό που λέει η λαϊκή φράση: ησυχία, τάξη και ασφάλεια. Ήθελε δηλαδή να αποφύγει τις άκαιρες διενέξεις και τις συγκρούσεις. Γι’ αυτό και ο Μέγας Αθανάσιος, για να προφυλαχθεί κατά πολλούς ιστορικούς, επειδή τον απειλούσαν με δολοφονία οι Αρειανοί, εστάλη εις την Δύση. Εξόριστος στη Ρώμη, 335-36, και στα Ρέμιδα το σημερινό Πριρ, τη γενέτειρα του Μαρξ. Εκεί ακριβώς εστάλη ο Μέγας Αθανάσιος και  μετέφερε το μοναχισμό του αγίου Αντωνίου και του αγίου Παχωμίου, το κοινοβιακό μοναστήρι. Δεν αδίκησε την εθνική θρησκεία. Κατά τον Ζώσιμο επέβλεψε την ανοικοδόμηση εθνικών ναών.
Η συνάδελφος στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στη Φιλοσοφική, η κυρία Πολύμνια Αθανασιάδη, έχει μια σπουδαία εργασία εις την οποία λέει ότι αμέσως μετά τη Νίκαια ο Κωνσταντίνος χρηματοδότησε, ως αρχηγός του κράτους, τέσσερις ναούς. Δύο ειδωλολατρικούς και δύο χριστιανικούς. Δηλαδή προσπαθούσε να τηρήσει την ισορροπία και να εξασφαλίσει την ισότητα και ενότητα των πολιτών. Επίσης χρηματοδότησε τους ναούς της αγίας Ελένης, την Εκατονταπυλιανή της Πάρου, τους ναούς εκεί που βρίσκονται και σήμερα στα Ιεροσόλυμα, στη Βηθλεέμ, στο Σταυροβούνι, στη σκήτη που μετέφερε η αγία Ελένη μεγάλο τμήμα του Τιμίου Σταυρού και ούτω καθεξής. Συγχωρήστε με, βλέπω σ’ αυτό το άρθρο, και δε θα το διαβάσω ολόκληρο, και πολλοί νεοπαγανιστές μας κατηγορούν λέγοντας «δεν είναι Τίμιος Σταυρός αυτό, αλλά δάσος ολόκληρο». Μη νομίσητε ότι όποιος έχει Τίμιο Ξύλο είναι απευθείας από το Σταυρό του Χριστού. Έχουμε τα λεγόμενα κατασκευαζόμενα φυλαχτά, με το άγγιγμα του αίματος των μαρτύρων και με το άγγιγμα του Σταυρού του Χριστού, το ξύλο αγιάζεται και λέγεται και αυτό Τίμιο Ξύλο αλλά δεν ανήκει στο Σταυρό του Χριστού. Προσέξτε τώρα. Άλλο στη Μονή Ξηροποτάμου και στη Μονή Σταυροβουνίου στην Κύπρο που υπάρχει μεγάλο τμήμα του Σταυρού. Δεν είναι λοιπόν πολλοί σταυροί που κόπτονται, αλλά με αυτόν τον τρόπο παράγονται φυλαχτά που έχουν άμεση σχέση εξ επαφής με τον Σταυρό του Χριστού. Αλλά και ο πατέρας του Κωνσταντίνου είχε ευνοήσει τους Χριστιανούς με την έννοια ότι δεν εφήρμοζε τα διωκτικά διατάγματα του Διοκλητιανού απέναντί τους. Την ίδια πολιτική ακολούθησε και ο Κωνσταντίνος.
Ο Κωνσταντίνος συνέβαλε στη νίκη του Χριστιανισμού. Ένα τεράστιο εγκληματικό λάθος – μακάρι να οφείλεται σε άγνοια – είναι το διαθρυλούμενο και επαναλαμβανόμενο πολλάκις ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος ανεκήρυξε επίσημη θρησκεία το Χριστιανισμό – άπαγε της βλασφημίας! Αυτό θα γίνει στις 28 Φεβρουαρίου του 380 από τον Ισπανικής προελεύσεως και θερμόαιμο αυτοκράτορα τον Θεοδόσιο τον Α’, αλλά όχι από τον Κωνσταντίνο. Ο Κωνσταντίνος εξησφάλισε ελευθερία σε κάθε θρήσκευμα, οπότε και οι Χριστιανοί απέκτησαν το δικαίωμα να λατρεύουν ελεύθερα το Θεό τους. Όχι ότι ο Χριστιανισμός ανακηρύχθηκε επίσημη θρησκεία του Κράτους. Αυτό είναι τεράστιο ιστορικό λάθος και ψέμα συγχρόνως. Ο Κωνσταντίνος ο Παπαρηγόπουλος λέγει ότι «προς τον Χριστιανισμό ο Κωνσταντίνος ηδύνατο να πολιτευτεί και άλλως ή όπως επολιτεύθη, ηδύνατο να μην προστατεύσει και να τον καταδιώξει». Άρα μόνο σε μεταφυσικές, κυρίως υπερφυσικές παρεμβάσεις μέσα στην καρδιά του Κωνσταντίνου βλέπει ο Παπαρηγόπουλος την στάση του έναντι των Χριστιανών. Και κάτι σημαντικό. Κανείς πολιτικός δεν στηρίζεται ποτέ εις την μειοψηφία αλλά πάντα στην πλειοψηφία. Είτε για να επιτύχει στις εκλογές είτε για να επιτύχει τους δικούς του στόχους. Και η εποχή που ο Μέγας Κωνσταντίνος μέχρι την Α’ Οικουμενική Σύνοδο που δείχνει το ενδιαφέρον του για τον Χριστιανισμό, ποιος ήταν ο αριθμός των Χριστιανών στην Αυτοκρατορία; Οκτώ με δέκα τοις εκατό. Αυτό το μαρτυρεί σε μια σπουδαιότατη εργασία του ο Άντολφ φον Χάρμερ, ένας μεγάλος ιστορικός φιλευθέρας ιδεολογίας εις την Ευρώπη, εις την Γερμανία «Η εξάπλωσις του Χριστιανισμού κατά τους πρώτους αιώνες». Οκτώ με δέκα τοις εκατό. Μειοψηφία ήσαν αυτή την εποχή οι Χριστιανοί.
Επίσης ο Κωνσταντίνος, ο Μέγας Κωνσταντίνος, για μένα, και μόνο γι’ αυτό είναι Μέγας και άγιος της εκκλησίας. Άγιος σημαίνει ότι έχει τη Χάρη του Θεού μέσα του, αυτό σημαίνει, όχι αλάθητος. Έχει τη Χάρη του Θεού, ζωντανή και αισθητή. Ο Μέγας Κωνσταντίνος αυτοκαταργήθηκε σε κάποια στιγμή ως αυτοκράτωρ, δεχόμενος τον δημοκρατικότερο θεσμό της Ιστορίας που είναι η Σύνοδος, το Συνοδικό σύστημα. Το 311 και εν συνεχεία 313 – 14 ξέσπασε μια μεγάλη διένεξις, για το σχίσμα των Δονατιστών. Μάλωναν μεταξύ τους οι Χριστιανοί που ανήκαν στον Δονάτο και οι άλλοι στον νόμιμο επίσκοπο σε ποιον ανήκουν οι ναοί και οι περί τους ναούς τίτλοι και τα αγροτεμάχια. Ο Μέγας Κωνσταντίνος που έπρεπε να δικάσει την υπόθεση, αυτοκαταργείται από «Ύψιστος Δικαστής» και λέγει εις τον Μιλτιάδη – Έλληνα – επίσκοπο Ρώμης, της Παλαιάς Ρώμης : «έχετε σύλλογο, δικάστε με τον συνοδικό σύλλογο». Έτσι φθάσαμε στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο. Όταν λέμε δε ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος ήταν πρόεδρος της Συνόδου – με συγχωρείτε αλλά δεν ξέρω γράμματα, να διαβάσω τα κείμενα – ο καθηγητής Βλάσιος Φειδάς, συνάδελφός μας έχει δημοσιεύσει ένα βιβλίο για την προεδρία της Α’ Οικουμενικής Συνόδου. Οι πηγές μας λένε, αναλυόμενες κριτικά από τον κύριο Φειδά και από άλλους επιστήμονες, τελευταίος είναι αυτός που γράφει ο κύριος Φειδάς, ότι πρόεδρος υπήρξε ο Αντιοχείας Ευστάθιος.
Άλλο ο πρόεδρος που συντονίζει τις συζητήσεις και άλλο ο συγκαλέσας τη Σύνοδο. Μόνο ο αυτοκράτωρ είχε δικαίωμα να δώσει άδεια στους επισκόπους από όλο το μήκος και πλάτος της αυτοκρατορίας να κινηθούν προς την πρωτεύουσα και μάλιστα εδώ προς τη Νίκαια της Βιθυνίας. Ξέρετε αυτό και επί Ιουστινιανού ισχύει και επί Παλαιάς Ρώμης ίσχυε και επί Κατοχής. Μπορούσε να κυκλοφορήσει κανείς αν δεν είχε άδεια της γερμανικής διοικήσεως και στη Σοβιετική Ένωση μπορούσε να πει κανείς «πετάγομαι μέχρι τη Ρώμη για ψώνια» αν δεν είχε άδεια της αστυνομίας; Διότι εφοβούντο στάση, εξεγέρσεις. Αυτό ίσχυε πολύ περισσότερο στην αχανή Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ο Κωνσταντίνος όμως και οι μετέπειτα αυτοκράτορες δίνει την άδεια να συγκληθεί η Σύνοδος. Προσφωνεί τους Πατέρες της Συνόδου σε άπταιστα ελληνικά, ήταν εγκρατέστατος της ελληνικής γλώσσης, και εν συνεχεία αποσύρεται και το έργο της Συνόδου διεξάγεται από τους αγίους Πατέρες μεταξύ των οποίων ο άγιος Νικόλαος, ο άγιος Σπυρίδων, ο Αλέξανδρος Θεσσαλονίκης, ο Αλέξανδρος Αλεξανδρείας, διάκονος ακόμη ο Μέγας Αθανάσιος – καταλαβαίνετε για ποια πρόσωπα μιλούμε. Αλλά δεν υπήρξε πρόεδρος της Α’ Οικουμενικής Συνόδου. Όπως θα συμβεί και στη μετέπειτα ιστορία της Εκκλησίας. Θα μου πει κανείς, συζητήσεις, επηρεασμοί εις τα μετόπισθεν μπορούσαν να υπάρχουν πάντοτε. Αλλά όταν στις Οικουμενικές Συνόδους μπορούσαν να υπάρχουν άγιοι, έτοιμοι να θυσιαστούν για την πίστη του Θεού, ουδεμία επιρροή είναι δυνατή. Αυτό είναι το πρόβλημα σήμερα. Μπορεί να συγκληθεί Οικουμενική Σύνοδος; Αν δεν έχουμε θεουμένους, δε μπορούμε να έχουμε Οικουμενική Σύνοδο. Ή, αν δεν έχουμε επισκόπους που αγωνίζονται για την πίστη του Χριστού και ακολουθούν τους αγίους τους θεουμένους, διαφορετικά όποια Σύνοδος που θα γίνει στο μέλλον που θα διεκδικήσει τον τίτλο Πανορθοδόξου και Οικουμενικής Συνόδου και θα εναντιώνεται εις τον λόγο και την πολιτεία και την πράξη των θεουμένων, δηλαδή των αγίων, θα αποδειχθεί και εύχομαι να μη γίνει αυτό, ψευδοσύνοδος, ληστρική σύνοδος. Επίσης, από ελληνολάτρης ο Μέγας Κωνσταντίνος έγινε πραγματικά πιστός εις τον Ήλιον της δικαιοσύνης, τον Ιησού Χριστό. Έγινε υπέρμαχος της χριστιανικής θρησκείας όπως αποδεικνύει ήδη το 313 με το διάταγμα των Μεδιολάνων, χωρίς, όπως είπα, να διακηρύξει επίσημη και μοναδική θρησκεία τον Χριστιανισμό.

Το διάταγμα των Μεδιολάνων
Το διάταγμα των Μεδιολάνων, ο Λακτάντιος το περιέχει στο έργο του και ο Ευσέβιος εις την Ιστορία του. Τι περιείχε το διάταγμα. Παρείχε ελευθερία λατρείας. Γενικά, σε κάθε θρησκεία. Κατήργησε τους νόμους οι οποίοι ίσχυαν εναντίον των Χριστιανών και οι τόποι λατρείας – που τους είχαν αρπάξει οι ειδωλολάτρες – επεστράφησαν στους Χριστιανούς. Ή, όπου δεν ήταν δυνατό αυτό, οι Χριστιανοί έπαιρναν αποζημίωση για τους τόπους λατρείας που είχαν αρπαγεί. Είπαμε για την Α’ Οικουμενική Σύνοδο. Ανύψωσε συγχρόνως τον ελληνισμό σε πολιτική και εκπολιτιστική δύναμη. Τεράστια προβλήματα. Ο Κωνσταντίνος χρησιμοποιεί τη γλώσσα της Ρωμανίας, της αυτοκρατορίας, της Ελληνικής δηλαδή αυτοκρατορίας η οποία εκτεινόταν απ’ τη Δύση μέχρι το βάθος της Ανατολής. Οι γλώσσες ήταν δύο, λατινικά και ελληνικά. Ο Κωνσταντίνος μιλεί ελληνικά στη Σύνοδο όπως και στη Σύνοδο το 324, στην Αντιόχεια. Εκεί ακριβώς ολοκληρώνει την αυτοταπείνωσή του και την αποδοχή της Συνόδου, του Συνοδικού θεσμού, όταν λέγει στους επισκόπους το περίφημο εκείνο: «Εσείς είστε επίσκοποι των εντός, μέσα δηλαδή στα πνευματικά, στα sacra interna της Εκκλησίας. Εγώ, ο αυτοκράτωρ, υπό του Θεού καθιστάμενος επίσκοπος των εκτός αν είη». Όσοι είστε φιλόλογοι ξέρετε τι σημαίνει αυτό το «αν είη». Θα μπορούσα να είμαι εφόσον μου το αναγνωρίζετε, επίσκοπος, που θα επιβλέπω δηλαδή τα εκτός της Εκκλησίας, τα εκτός του αγίου βήματος. Μπορούμε να συναγάγουμε τα συμπεράσματα από τις μετέπειτα επιδρομές κυριολεκτικά όχι μόνο στην Ελλάδα, εις τα sacra interna της Εκκλησίας. Το πρόβλημα των σχέσεων εκκλησίας – πολιτείας σήμερα, ξανατοποθετεί την στάση του Μεγάλου Κωνσταντίνου και πολλών άλλων αυτοκρατόρων μας στην αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης. Δύο τρία πραγματάκια για να κλείσω.

Έργα του Μ. Κωνσταντίνου
Ανέτρεψε την πορεία της ιστορίας, με τις θρησκευτικές και αστικές αλλαγές τις οποίες επέφερε. Μια απ’ αυτές ήταν η απελευθέρωση, η δυνατότητα στους δούλους να γίνουν απελεύθεροι. Δεν καταργεί τη δουλεία, δηλαδή δεν ήταν δυνατόν να καταργηθεί, αλλά όπως ο απόστολος Παύλος με την προς Φιλήμονα επιστολή, αλλάζει το περιεχόμενο της δουλείας. Γίνεται αδελφός ο δούλος. Γίνεται δηλαδή συνεργάτης κι όπως εμείς οι δημόσιοι υπάλληλοι κύριε πρόεδρε δεν είμαστε δούλοι κανενός – όποια στιγμή θέλουμε λέμε τα βροντάω και φεύγω – κατά τον ίδιο τρόπο, όταν ο δούλος ανεγνωρίζετο ως άνθρωπος, ως ανθρώπινον πρόσωπον, δεν ήταν πλέον δούλος αλλά συνεργάτης προς τους πρώην κυρίους του. Είναι ο πρώτος έπειτα Ρωμιός αυτοκράτορας, δηλαδή ορθόδοξος αυτοκράτορας στην Ιστορία, με ποιαν έννοια: είναι αυτός ο οποίος χτίζει τη Νέα Ρώμη, τη νέα πρωτεύουσα. Από το 326 αρχίζει η αναζήτηση πόλεως – δεν ικανοποιείτο με το λατινόφωνο περιβάλλον της Δύσεως και κατάλαβε ότι η τύχη της αυτοκρατορίας μετεφέρετο πλέον στην ανατολή. Εκεί θα έτρεχε το μεγάλο παιχνίδι που το έπαιξε για χίλια εκατό χρόνια και περισσότερο – μέχρι σήμερα το παίζει, οικουμενικά. Ο Ελληνισμός διατηρεί την οικουμενικότητά του συνδεδεμένος πνευματικά με τη Νέα Ρώμη, με το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
Ο Κωνσταντίνος είχε επιλέξει, τόσο ανθέλληνας ήταν, είχε επιλέξει στην αρχή την Τροία. Εκεί ήθελε να χτίσει την πρωτεύουσα. Τα λέει ο ιστορικός Σωζομενός. Εν συνεχεία όμως κατάλαβε τη σημασία της περιοχής του παλαιού Βυζαντίου, που ήταν ερείπια τώρα, που έλεγχε το πέρασμα προς τη Μαύρη θάλασσα, τα στενά δηλαδή του Βοσπόρου. Ο Παπαρηγόπουλος το είχε επιχειρήσει, ο Γίββων το είχε επιχειρήσει και πολλοί άλλοι ιστορικοί, μέτρησαν την απόσταση από την Κωνσταντινούπολη μέχρι τη Θούλη της Ισλανδίας και από την Κωνσταντινούπολη μέχρι την Κίνα. Είναι περίπου τα ίδια χιλιόμετρα. Αντελήφθη ο Κωνσταντίνος ότι το κέντρο του κόσμου ήταν αυτή η νέα πόλη. Μάλιστα όταν εχάρασε την πόλη, τον ρωτούσαν οι αξιωματικοί: «που μας πας, πολύ μακριά χαράσσεις τα όρια της πόλης». Έχουμε δεύτερη χάραξη με τον Θεοδόσιο και τρίτη χάραξη με τον Ιουστινιανό και μετέπειτα. Ο Κωνσταντίνος είπε : «δεν μπορώ να σταματήσω γιατί με οδηγεί αυτός μπροστά». Δηλαδή επεκαλέσθει υπερφυσικές παρεμβάσεις, κάποιος άγγελος, που οδηγούσε τον Μέγα Κωνσταντίνο. Αυτό ή είναι αλήθεια ή είναι ψέμα δεν είναι το πρόβλημά μας. Το πρόβλημα είναι η διορατικότητα και η οξυδέρκεια αυτού του πολιτικού να αναγνωρίσει τον ρόλο που επρόκειτο να παίξει η Κωνσταντινούπολη, η Νέα Ρώμη δηλαδή, στην περιοχή αυτή.
Έγινε ο αυτοκράτωρ ο οποίος δεν έχασε κανένα πόλεμο. Δε νικήθηκε ποτέ ούτε εσωτερικά, ούτε εξωτερικά. Κατήργησε το σώμα των πραιτοριανών, που είχαν φτάσει στο σημείο να θεωρούνται οι κύριοι των αυτοκρατόρων, κατήργησε την ποινή του σταυρικού θανάτου, ανανέωσε το οικογενειακό δίκαιο, κατεδίκασε τη μοιχεία όπως είδαμε, με νόμους ανύψωσε τη θέση της μητέρας, προστάτεψε την οικογένεια και τα παιδιά απ’ την κατάχρηση της πατρικής εξουσίας και τα κορίτσια απ’ την απαγωγή. Ρύθμισε τα ζητήματα διαζυγίου, κληρονομίας, προίκας, κοκ. Όλη η πολιτεία του δείχνει ότι ενεργούσε ως χριστιανός. Με νόμο τιμωρούσε εκείνους που προξενούσαν τον θάνατο των σκλάβων και περιόρισε τη βία και τη σωματική τιμωρία. Μάλιστα κάτι σημαντικότατο για τον 4ο αιώνα: απαγορεύει τον στιγματισμό στα πρόσωπα των σκλάβων. Είχαν τη συνήθεια δηλαδή να στιγματίζουν με σπαθί, καμένο σπαθί, τα πρόσωπα των σκλάβων. Και έλεγε ότι το πρόσωπο είναι εκείνο που μας φέρει εις τον Θεόν. Το κατ’ εικόνα Θεού, αφού πλαστήκαμε έτσι. Πως είναι δυνατόν λοιπόν να αχρειώνεται η εικόνα του Θεού στους σκλάβους; Δεν ξέρω πόσοι χριστιανοί ενεργούν κατ’ αυτόν τον τρόπο. Επέφερε την ειρήνευση και το τελευταίο ερώτημα:

Ποια η σχέση του με τον Χριστιανισμό
Ποια η σχέση του με τον Χριστιανισμό. Έχουν γραφεί πολλά. Εκατοντάδες, για να μην πω χιλιάδες βιβλία και άρθρα. Μιλούν για σκοπιμότητα, και σας μίλησα ήδη για τον Χριστιανισμό ως μειοψηφία. Ο δάσκαλός μας, ο μακαρίτης Ανδρέας Φυτράκης, το 1945 κατέθεσε τη διδακτορική του διατριβή με τον τίτλο «Η πίστις του Μεγάλου Κωνσταντίνου κατά τα τελευταία έτη της ζωής του» Μελετώντας όλες τις αρχαίες και τις νεότερες πηγές, υπογραμμίζει την τιμή του Μεγάλου Κωνσταντίνου προς τους μάρτυρες. Απεδέχετο πληρέστατα την περί μαρτυρείν και μαρτύρων θεολογία της Εκκλησίας και του απλού λαού του Θεού. Μάλιστα γονυπετής προσήυχετο μπροστά στους μάρτυρες, κατεσκεύασε δε μαρτύριον, τόπον συναγωγής λειψάνων – ήθελε να συναγάγει, να συγκεντρώσει τα λείψανα των αποστόλων – σ’ αυτό θα προχωρήσει ο Κωνστάντιος ο γιος του, δεν ετελεσφόρησε: έξι αποστόλων βρήκαν τα λείψανα – δεν είναι ανάγκη να σας απασχολήσω τώρα με αυτό, για να ταφεί μεταξύ των μαρτύρων. Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι ότι εξέφρασε την επιθυμία να βαπτισθεί στον Ιορδάνη διότι έμαθε ότι ο Ιορδάνης έχει αγιαστικά ύδατα λόγω της εκεί Βαπτίσεως του Ιησού Χριστού. Προσέξτε: κι αν βαπτίστηκε περί το τέλος της ζωής του, που δεν ήξερε ο Κωνσταντίνος πότε θα έρθει – όπως κανείς μας δεν ξέρει, εγώ δεν ξέρω αν θα βγω έξω από τη θύρα ζωντανός όρθιος και αν δεν πάω για να κηδευθώ στην Αθήνα. Κανείς δεν ξέρει την τελευταία στιγμή της ζωής του.
Ο Κωνσταντίνος εφήρμοζε την πρακτική των Χριστιανών της εποχής του. Είναι παιδί της εποχής του. Θέτω ερώτημα σεβαστοί πατέρες και θεολόγοι, θέτω ερώτημα πολλές φορές στη σχολή, χάριν λογοπαιγνίου, που κοινωνούσαν στην Αθήνα ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος; Πουθενά δεν κοινωνούσαν. Εκκλησιάζοντο εις τους αγίους Ισιδώρους που λέμε σήμερα, στο εκκλησάκι εκεί στο Λυκαβηττό, αλλά εβαπτίστηκαν γύρω στα τριανταδύο τους χρόνια. Εάν δεν γύριζαν από όλους τους πνευματικούς να αισθανθούν ότι προχωρούν στην κάθαρση της καρδιάς, δεν εβαπτίζοντο. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι ήταν κοινή συνήθεια. Ποιος ήταν ο πνευματικός του Κωνσταντίνου. Δεν ήταν ο Ευσέβιος Νικομηδείας. Ήσαν φίλοι, γνωρίζωντο από την ειδωλολατρική του περίοδο. Γι’ αυτό το λόγο ζήτησε στις τελευταίες στιγμές από τον επίσκοπο Νικομηδείας –  που ήταν διάμεσος πρωτεύουσα μεταξύ Παλαιάς και Νέας Ρώμης – να βαπτιστεί. Και λένε, μα πήρε βάπτισμα ειδωλολάτρη. Αφήστε τον Θεόν να κάνει αυτό που θέλει. Και θα σας πω γιατί ο Θεός κάνει αυτό που θέλει. Όταν ο ένας δεν έχει συνείδηση ότι ο άλλος είναι ειδωλολάτρης τότε κανείς λόγος δε μπορεί να γίνει γι’ αυτό το θέμα. Απλούστατα, ο Μέγας Κωνσταντίνος πνευματικό σύμβουλο είχε μια μεγάλη ασκητική μορφή της εποχής, τον όσιο Κορδούη. Με αυτόν συνελέγετο, με έναν μεγάλο άγιο της Εκκλησίας, της Κόρδοβας της Ισπανίας, όσιος Κορδούης. Η Εκκλησία τον τιμά όχι γι’ αυτά τα οποία λέγουν συνήθως, όχι γιατί προσέφερε ευεργεσίες και λοιπά.
Για να καταλάβετε γιατί τον τιμάμε ως ορθόδοξο, ανοίξτε το μηναίο της 21ης Μαΐου για να δείτε τις ακολουθίες, τα τροπάρια που αναφέρονται στον άγιο Κωνσταντίνο και στην αγία Ελένη. Πρώτος λόγος: «ως ο Παύλος ουρανόθεν την κλήσην εδέξατο.» Όταν ο απόστολος Πέτρος επήγενε εις τον Κορνήλιον, έλεγεν εις τον Χριστόν :«μα που να πάω;»  που του εμφανήσθη σε όραμα. Και του έλεγε « α ο Θεός εκαθάρισε, συ μη κοίνου » – μη μολύνεις τα πράγματα που ο Θεός εκαθάρισε. Και όταν πήγε στον Κορνήλιο τον εκατόνταρχο τον Ρωμαίο, τον βρήκε να έχει θεοπτικές εμπειρίες. Οπότε, τα είχε ετοιμάσει όλα ο ίδιος ο Θεός! Και τότε ο Πέτρος υποχώρησε και έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει, να βαπτίσει τον Κορνήλιο, που είχε χρόνο μπροστά του ζωής για να βαπτιστεί. Επομένως, και στην περίπτωση αυτή, ο Μέγας Κωνσταντίνος, «ουρανόθεν την κλήσην εδέξατο», όπως ο απόστολος Παύλος. Αυτό είναι σημαντικότατο. Βέβαια, κάποιος μου έλεγε, μα είναι βέβαιο; Αφού φτάνει στα όρια του θρύλου, κι αυτό μολονότι έχουμε αρχαίες πηγές που μαρτυρούν το όραμα ή το θεοπτικό βίωμα που έζησε ο Μέγας Κωνσταντίνος. Εμένα με ενδιαφέρουν, σεβαστοί πατέρες, τα αγιολογικά κριτήρια της Εκκλησίας. Που στηριζόμαστε. Όχι βοήθησε, έδωσε,  έχτισε καμπαναριά και ναούς και άλλα. Ξέρετε, η Ορθοδοξία σε αντίθεση με τον παπισμό, το λέγω γι’ αυτούς που δεν το ξέρουν, δεν αγιοποιεί κανέναν. Αγιοποίηση, παρακαλώ να ξεχαστεί ο όρος. Είναι βλασφημία. Δεν υπάρχει αγιο-ποίηση στην Ορθόδοξη, στους αγίου Πατέρες. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία τι υπάρχει: αναγνώριση της αγιότητος. Ο Θεός με έκτατες επεμβάσεις, με λείψανα που ευωδιάζουν, που θαυματουργούν, με τα λείψανα και με τις θεοσημείες αυτές αποδεικνύει την επέμβασή του στη συγκεκριμένη περίπτωση. Τότε τιμάμε τον υπό του Θεού διατηρηθέντα και αναγνωρισθέντα άγιο.
Το δεύτερο είναι, στην Κωνσταντινούπολη, οι ντόπιοι εκεί, έλεγαν και έψαλαν ότι η λάρνακά του Μεγάλου Κωνσταντίνου βρύει ιάματα. Εάν πάει κανείς στην Κέρκυρα, συγχωρήστε μου αυτή την αναφορά, και πει ότι η λάρναξ του Μεταλληνού βρύει ιάματα θα γελάσει ο κάθε ένας. Διότι όχι δεν πέθανα ακόμη αλλά διότι δεν είμαι άξιος να θεραπεύει το αγίασμα που βγαίνει από τον τάφο. Για να το λένε για τον Κωνσταντίνο δεν ξεγελιώνται οι ντόπιοι τουλάχιστον. Ο ιστορικός Σωζομενός λέγει πάλι για τον άγιο Σπυρίδωνα «τα δε θαυμάσια αυτού ίσασι… τα θαύματα του αγίου Σπυρίδωνα. Και το τρίτον είναι ότι ο Κωνσταντίνος «εκράτηνε την πίστην της Νικαίας» Με το να επιτρέψει να συγκληθεί η Σύνοδος και να αποφασίζει η Σύνοδος, με τη Χάρη του Θεού ανεδείχθη εκείνος ο οποίος εκράτηνε, ισχυροποίησε πραγματικά την πίστην των Ορθοδόξων Πατέρων της Εκκλησίας. Για τον άγιο Σπυρίδωνα ενθυμείσθε, λέγεται χαρακτηριστικά, και το σύμβολον επήρωσε. Ο άγιος Σπυρίδων επικυρώνει με το θαύμα της κεράμου το σύμβολο. Ο Κωνσταντίνος απλώς κρατύνει την ορθόδοξον πίστιν, επειδή είχε την έμπνευσιν να αυτοκαταργηθεί από κύριος του κόσμου και να δεχθεί τον Συνοδικόν θεσμόν. Μια τελική κρίση, δυο λόγια του Κωνσταντίνου Παπαρηγοπούλου. Έχω κάνει μια σχετική μελέτη στον Παπαρηγόπουλο και γι’ αυτό το λόγο αναφέρομαι συχνά σ’ αυτόν. Λέει ο Παπαρηγόπουλος: «και αν ακόμα διέπραξε και κάποια ανομήματα ο Κωνσταντίνος, αυτό δεν οφείλεται – απλουστεύω τη γλώσσα – σε αγριότητα της ψυχής, αλλά γιατί ο ίδιος γεννήθηκε και έζησε μέσα σε καθιερωμένες από αιώνες ολέθριες έξεις και παραδόσεις. Οι προκάτοχοι και οι συνάρχοντές του, κανένα δε σεβάσθησαν θείο ή ανθρώπινο νόμο. Είναι απορίας άξιο όμως και θαυμασμού, ότι κατανικώντας τόσο μεγάλους πειρασμούς, κατόρθωσε να κατανοήσει και να ομολογήσει τις αρχές του Ευαγγελίου.» Αυτά λέει ο Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος.

Του π. Γ. Δ. Μεταλληνού,
τ. Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπ. Αθηνών