ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Π. ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Π. ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 5 Ιουλίου 2016

Π. ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΛΑΝΗ, “ΕΓΩ ΠΑΤΕΡ ΜΟΥ ΕΙΜΑΙ ΠΟΛΥ ΚΑΛΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, ΤΑΠΕΙΝΟΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣ”

Του Π. Στεφάνου Αναγνωστοπούλου

Πριν από τέσσερα χρόνια, ή πέντε, δεν ενθυμούμαι καλά, σας είχα αναφέρει ένα γεγονός, δεν ξέρω πόσοι από σας το είχατε ακούσει, το επαναλαμβάνω, διότι έχει άμεση σχέση με το σημερινό Ευαγγελικό Ανάγνωσμα.

Ήρθε κάποιος χριστιανός, επαναλαμβάνω πριν από τέσσερα χρόνια, πέντε, δεν θυμούμαι, μου είπε το όνομά του, και ήλθε σε μένα επειδή είχε πεθάνει ο πνευματικός του, – γνωστός, από το Λοιμωδών, – και αμέσως μετά μου είπε: «Εγώ πάτερ μου, για να ξέρεις είμαι πολύ καλός χριστιανός, είμαι και ταπεινός, είμαι και δίκαιος», και τον ρώτησα από πού αυτό το συμπέρασμα.

Και μου απαντάει: «Έχω πολύτεκνη οικογένεια, είμαι τμηματάρχης στη Άλφα Δημόσια Υπηρεσία, πηγαίνω κάθε Κυριακή και γιορτή στην Εκκλησία, κάνω την προσευχή μου πρωί και βράδυ, δίνω πολλές ελεημοσύνες, και μάλιστα φτάνω μέχρι και την εντολή που δίνει ο Θεός, να δίνουμε μέχρι και το δέκατο από το μισθό μας, επισκέπτομαι τους αρρώστους στα νοσοκομεία, κατάκοιτους στα σπίτια, νηστεύω Τετάρτες και Παρασκευές και όλες τις Σαρακοστές, εξομολογούμαι τακτικά, κοινωνώ επίσης …»

Όλα αυτά μου θύμισαν αμέσως τον Φαρισαίο, διότι τίποτε περισσότερο από το Φαρισαίο δεν είπε, όχι ο Φαρισαίος όλα τα έκαμεν,«Διαβάζω την Καινή Διαθήκη», κι ο Φαρισαίος ήξερε τον Νόμον του Θεού,«Και μάλιστα πολύ καλά, και πολλά όλα ωραία βιβλία, όπου κι αν πάω, όπου κι αν σταθώ, μιλάω για τον Αντίχριστο, για το φοβερό ΕΚΑΜ, για το εξακόσια εξήντα έξι, και καυτηριάζω το κακό, κάνω αυστηρές παρατηρήσεις στο όνομα του δικαίου, και καυτηριάζω το κακό, και του Ευαγγελίου, σε όλους, στη γυναίκα μου, στα παιδιά μου, στους συγγενείς μου, στους υφισταμένους μου, στους γειτόνους μου, στους εργάτες μου, στους συγκάτοικούς μου, σ’ αυτούς που είναι στο δρόμο, παντού, σε όλους, σε όλους, …» δεν τον άφησα να, συνεχίσει βέβαια, διότι είχα καταλάβει αρκετά, και κείνη τη στιγμή, με φώτισε ο Θεός, αν και είμαι αμαρτωλός, όντως αμαρτωλός είμαι, αμαρτωλός και άθλιος και του είπα τα εξής :

«Αν θέλεις να μάθεις συ ο ίδιος, πόσο καλός άνθρωπος είσαι, και τι είδους χριστιανός είσαι, και αν αυτό που νομίζεις ότι είσαι, αρέσει στο Θεό, θα πας αμέσως τώρα μόλις φύγεις από δω, στη γυναίκα σου, και στα παιδιά σου, και αύριο μεθαύριο στους συγκατοίκους της πολυκατοικίας, στους συγγενείς, στους συναδέλφους και λοιπά, και θα τους ρωτήσεις να σου πουν με απόλυτη ειλικρίνεια, τι γνώμη έχουν για σένα. Και μάλιστα τι μουρμουρίζουν πίσω από την πλάτη σου, και τι γνώμη έχουν για τον Χριστιανισμό που εσύ αντιπροσωπεύεις. Αυτός είναι ο κανόνας που σου βάζω. Και θα ’ρθείς ύστερα από μερικές μέρες να μου απαντήσεις. Μέχρι τότε δεν έχει Θεία Κοινωνία. Και μόνον την αλήθεια, και όσοι διστάζουν να σου την γράψουν ανώνυμα, να την τυπώσουν στην γραφομηχανή, και στα κομπιούτερς που υπήρχαν τότε, και να στα παραδώσουν μέσε σε κλειστά φάκελλα για να ξέρεις. Και όταν βέβαια θα ακούσεις και θα διαβάσεις τις γνώμες των συνανθρώπων σου, να σταθείς, να πάς στην Εκκλησία και να σταθείς μπροστά στην εικόνα του Χριστού, και να Τον ρωτήσεις, ύστερα από όσα μου είπαν, και από όσα διάβασα, αν πεθάνω σήμερα Χριστέ μου, κληρονομώ την Βασιλεία Σου;»

Βέβαια, έφυγε θιγμένος, θυμωμένος, στεναχωρημένος και προβληματισμένος. Γύρισε όμως ύστερα από τρεις εβδομάδες. Έπεσε στα γόνατα και ομολόγησε φωνάζοντας:

«Πάτερ μου είμαι αμαρτωλός, είμαι εγωιστής, μού ’παν ότι είμαι σκληρόκαρδος, θυμώδης, καβγατζής, γκρινιάρης, άδικος, κουτσομπόλης, υπερήφανος, καινοδοξής, λαίμαργος, φιλάργυρος, άπιστος, άθεος, και όλοι μηδενός εξαιρουμένου μου είπαν ότι είμαι υποκριτής, υποκριτής. Και αν πεθάνω σήμερα, δεν έχω κανένα ίχνος μετανοίας, διότι έρχεται η εβδομάδα της Κυριακής των Απόκρεω, και ξέρω ότι εκείνη την Κυριακή διαβάζεται το Ευαγγέλιον της Κρίσεως. Αν πεθάνω που θα πάω;»

Δυστυχώς αδελφοί μου οι πιο πολλοί από μας, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο του μοιάζουν. Πιστεύουμε ότι είμαστε καλοί άνθρωποι και καλοί χριστιανοί αλλά κάνουμε μεγάλο λάθος. Η πορεία μας στη ζωή μας, όπως αυτή αποκαλύπτεται μέσα στην οικογένειά μας, και στον εργασιακό χώρο και στο κοινωνικό περιβάλλον, είναι απορία που ικανοποιεί τα πάθη, και δεν είναι πορεία για την κάθαρση, για τον αγιασμό, για την θέωση, για τη σωτηρία.

Όσο μας ξέρει ο σύντροφος της ζωής μας, δεν μας ξέρει κανένας άλλος. Και καμιά φορά όσο μας ξέρουν τα παιδιά μας, και όσο μας ξέρουν συνεργάτες, υφιστάμενοι και προϊστάμενοι, και τόσοι άλλοι, που γνωρίζουν και βλέπουν τα στραβά μας και τα λάθη μας και τις κακίες μας, τόσο καλά ώστε να ’μαστε εμείς τυφλοί και να μη τις βλέπουμε. Μόνον βέβαια ο Θεός γνωρίζει καλύτερα από όλους, ποιοι είμεθα στο βάθος του είναι μας, διότι Αυτός βλέπει μέσα στις καρδιές μας.

Μέσα μας βλέπει ο Θεός, δε βλέπει από έξω. Και δυστυχώς αν κρατήσουμε αυτήν την στάση, θα ακούσομε αυτό που είπε ο Κύριος: «Υπάγετε απ’ εμού κατηραμένοι, εις το πυρ το αιώνιον, το ητοιμασμένω τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού».

Γι’ αυτό και χρειάζεται η καθημερινή μετάνοια και η αλλαγή της ζωής μας, να μάθουμε από τώρα να ζούμε την αιώνια ζωή, ή μάλλον την ίδια ζωή που έζησε ο Χριστός πάνω στη γη. Να παλεύουμε λοιπόν και να αγωνιζόμαστε κάθε μέρα, για την κάθαρση, τον φωτισμό και τον αγιασμό. Και αν δεν τα καταφέρνουμε, άνθρωποι είμαστε, κι αν λυγίζουμε, και αν κάθε μέρα πέφτουμε, να σηκωνόμεθα, να ομολογούμε ότι είμεθα αμαρτωλοί, ότι είμεθα ένα τίποτα, μπροστά στον αγιασμό των αγίων και μπροστά στην Παναγιότητα και Παναγαθότητα του Αγίου μας Θεού. Πρέπει να μάθουμε να ζούμε όπως έζησε ο Χριστός, και πρέπει να μάθουμε να τρεφόμεθα καθημερινά από τον άρτον της ζωής, απ’ τον άρτον της δικαιοσύνης, απ’ τον καθημερινό άρτο της κάθε αρετής που πρέπει να καλλιεργούμε.

«Μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες» είπε ο Κύριος, «ότι αυτοί χορτασθήσονται.» Και δεν είναι δικός μας μόνον χορτασμός. Είναι και χορτασμός του Χριστού, αλλά είναι και χορτασμός του πλησίον. Αν εγώ χορτάσω από αγάπη, θα την προσφέρω πρώτα στον Θεόν, και ύστερα θα την προσφέρω στον πλησίον. Θα αναπαυθεί ο Θεός, και θα πολλαπλασιάσει τις δωρεές Του μέσα μου. Και έτσι, δι’ αυτών των δωρεών, και δι’ αυτών των χαρισμάτων, θα χορτάσω με τον Άρτον του Χριστού, της δικαιοσύνης και της κάθε αρετής. Και τον πλησίον μου θα Τον ξεδιψάσω με τον λόγον του Θεού, τον αληθινόν λόγον, που θα βγαίνει μέσα από την πείρα της ζωής μου και της ζωής σου. Όχι μόνο από αυτά που διαβάζουμε, καλά είναι αυτά που διαβάζουμε, και καλώς πολύ καλά κάνουμε να τα μεταφέρουμε συχνά πυκνά στους δικούς μας, στα παιδιά μας, στις συντροφιές μας. Αλλά όμως πέρα από τις πείνες και τις δίψες τις υλικές που υπάρχουν γύρω μας, και τις οποίες κατά τον άλφα ή βήτα τρόπο ας πούμε ότι καλύπτονται είτε από μας, είτε από την κοινωνική πρόνοια, αυτό είναι καθήκον όμως, υπάρχει πείνα και δίψα για αληθινό λόγο Θεού, και τον λόγον του Θεού ΔΕΝ τον συζητάμε στα σπίτια μας, δεν τον συζητάμε μεταξύ μας στις συντροφιές μας, δεν τον συζητάμε τον λόγον του Θεού και τους βίους των Αγίων και τα γεγονότα που περιγράφονται στα γεροντικά όταν συναντόμεθα μεταξύ μας, φιλικά απ’ το ένα σπίτι στο άλλο. Θα πείς, μας κοροϊδεύουν. Να μας κοροϊδέψουν αλλά εμείς να πούμε τον λόγον του Θεού.

Και ο αγώνας ο δικός μας, και των κληρικών και των λαϊκών, είναι να ομοιάσουμε τον Χριστό. Όλες οι ευχές της Θείας Λειτουργίας, αν τις προσέξτε καλά, γιατί σαν εδώθησαν προς μελέτη, οι ευχές αυτές της Θείας Λειτουργίας, με πάρα πολύ καλή ανάλυση και μέσα από την πράξη της ζωής, αγίων ανθρώπων, αγίων πιστών, αγίων απλών εφημερίων, κληρικών και ασκητών, σας εδόθη η ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας. Αν λοιπόν προσέξουμε καλά, θα δούμε ότι ο σκοπός είναι ο αγιασμός της ψυχής μας, είναι να χορταίνουμε από τον ίδιο τον Χριστό, και αυτό που περισσεύει, να το δίνουμε στους άλλους.

Έχω Αγάπη; Θα Σας Δώσω.
Δεν Έχω; Δε Θα Σας Δώσω.
Έχετε Αγάπη; Θα Τη Δώσετε.
Έχετε Υπομονή; Θα Τη Δώσετε, Κάνοντάς Την.
Έχετε Πραότητα Και Ειρήνη; Θα Τη Δώσετε!
Δηλαδή Έχετε Χάρη Θεού; Θα Δώσετε.
Έχουμε Χάρη; Θα Δώσουμε.
Δεν Έχουμε; Δεν Θα Δώσουμε.

Μας παρασέρνουν πότε το ένα πάθος και πότε το άλλο, και έτσι λοιπόν αντί να προσφέρουμε την ταπείνωση και την πραότητα που ζητάει ο Θεός από μας, εμείς προσφέρουμε αγριότητα, θυμό, νεύρα, αντιλογία, αντιρρήσεις, και χαλάμε την ειρήνη του σπιτιού μας. Και ξεχνάμε αυτό που μας είπε ο Πανάγιος Θεός «μάθετε απ’ εμού, ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς ημών». Δεν έχουμε ειρήνη μέσα μας. Δεν έχουμε ανάπαυση. Δεν έχουμε γαλήνη, όχι επειδή είμαστε άρρωστοι, – οι αρρώστιες βέβαια είναι αλήθεια ότι προσφέρουν ταραχή, δεν αφήνουν ήσυχο και το σώμα, οι πολλές και ποικίλες που έχουμε – αλλά όμως όταν υπάρχει μέσα μας ειρήνη, η ειρήνη του Θεού που υπερέχει, κάθε σκέψη και κάθε νουν που φτάνει μέχρι τον ουρανό, αυτή η ειρήνη ειρηνεύει και το σώμα, ειρηνεύει τις αισθήσεις, ειρηνεύει τους λογισμούς και άμα αυτή η ειρήνη πλημμυρίσει την ψυχή μας ύστερα από προσευχή, η ειρήνη επικρατεί και στο σπίτι. Η ειρήνη επικρατεί και στο περιβάλλον. Η ειρήνη επικρατεί και την ώρα που οδηγείς το αυτοκίνητο. «Μάθετε απ’ εμού λοιπόν ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία».

“Γυμνός και δε με ντύσατε ή με ντύσατε”; Και κανένας ντύνεται με αρετές, δεν ντύνεται κανένας μονάχα δίνοντας κάλτσες και παπούτσια και ρούχα, χρειάζονται και αυτά, διότι όπως μας λένε οι στατιστικές και οι πολιτικοί μας, ένα πολύ μεγάλο μέρος του Ελληνικού λαού ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας, και αυτοί έχουν τις ανάγκες μας, αλλά όμως μαζί με το φαγητό, μαζί με το ψωμί και το νερό, μαζί με τη θέρμανση, μαζί με τον ρουχισμό και μαζί με τα πρώτα είδη ανάγκης, τα φάρμακα και τα λοιπά, χρειάζεται να του προσφέρουμε την αγάπη της καρδιάς μας. Να του προσφέρουμε τον λόγον του Θεού, να του προσφέρουμε αυτό το μάννα, που έθρεψε εμάς, να το βγάλουμε απ’ την καρδιά μας, για να του δώσουμε και αυτόν να χορτάσει. Αυτό το δίνουμε; Αυτό είναι το ερωτηματικό.

Το να τηρούμε πέντε δέκα εντολές και να νομίζουμε ότι είμαστε κάτι επειδή πηγαίνουμε στην Εκκλησία, δεν λέει πολλά πράγματα. Πρέπει να έχουμε αληθινή μετάνοια, και να την διδάσκουμε και έμπρακτα στους άλλους. Και την αληθινή μετάνοια δεν την βλέπω ούτε στον εαυτόν μου, αλλά ούτε και στους περισσοτέρους απ’ αυτούς που έρχονται να εξομολογηθούν. 

Σάββατο 26 Μαρτίου 2016

Π. ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ; ΤΟ ΛΑΔΑΚΙ ΣΤΑ ΝΗΣΤΙΚΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ Ή ΣΤΟ ΚΑΝΤΗΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ;

 Π. Στέφανος Αναγνωστόπουλος
Το λαδάκι στα νηστικά παιδιά της ή στο καντήλι της Παναγίας;
 
Ήταν παραμονή του Ευαγγελισμού, 24 Μαρτίου του 1942, και ήμασταν στη Δράμα, στην ιδιαιτέρα μου πατρίδα. Η ξένη κατοχή ήταν Βουλγάρικη.Oι στερήσεις, οι αρρώστιες και η πείνα είχαν πάρει τρο­μακτικές διαστάσεις και ο θάνατος θέριζε κάθε μέρα μικρούς και με­γάλους και ιδιαιτέρως τα παιδιά.
Μεταξύ των συγγενών μου είχα και μια μακρινή θεία, χήρα με πέντε παιδιά. Τον άνδρα της τον είχαν σκοτώσει οι κατακτητές πριν από έξι μήνες στις σφαγές στις 29 Σεπτεμβρίου του 1941. Από τρό­φιμα της είχαν απομείνει ένα δάχτυλο ελαιόλαδο και μια "χούφτα" κα­λαμποκάλευρο. Εκείνο λοιπόν το απόγευμα, σκέφτηκε ότι αύριο, του Ευαγγε­λισμού, είχε έστω και κάτι λίγο για τροφή στα παιδιά: εκατό δράμια αλευράκι κι ένα δάχτυλο λαδάκι.
Ξαφνικά τα μάτια της έπεσαν πάνω στο σβησμένο καντήλι, που ήταν κρεμασμένο μπροστά στο εικονοστάσι και τότε μπήκε στο δί­λημμα: Το λαδάκι στα νηστικά παιδιά της ή στο εικονοστάσι με την εικόνα του Ευαγγελισμού; Αποφασιστικά όμως έκανε τον Σταυρό της και είπε στην Παναγία: "Παναγία μου! Εγώ θα Σου ανάψω το καντήλι, γιατί η μέρα που ξημε­ρώνει είναι πολύ μεγάλη για την πίστη μας, αλλά και Συ όμως ανάλαβε να μου Θρέψεις τα παιδιά".
Πήρε το λιγοστό λαδάκι και μ' αυτό άναψε το καντήλι της Πανα­γίας. Το ιλαρό του φως φώτισε το φτωχικό σπίτι και η καρδιά της γέμι­σε από γαλήνη. Αυτό τους συνόδευσε στη βραδινή τους προσευχή και στον ύπνο τους όλο εκείνο το αξέχαστο βράδυ.
Την άλλη μέρα, μετά τη Θεία Λειτουργία, η θεία μου άνοιξε το ντου­λάπι, για να πάρει το λιγοστό αλεύρι, και έμεινε άφωνη. Τι βλέπει; Το "λαδερό" γεμάτο λάδι μέχρι πάνω, και δυο σακούλες γεμάτες αλεύρι και μακαρόνια!!!Σ ταυροκοπήθηκε η γυναίκα πολλές φορές, δοξάζοντας και ευχαρι­στώντας τον Θεό και την Παναγία για το μεγάλο Θαύμα, αλλά δεν είπε σε κανένα τίποτα. Για δυο χρόνια ούτε το λάδι άδειαζε από το μπουκάλι, ούτε και το αλεύρι "σώθηκε" ποτέ, παρά την καθημερινή τους χρήση για έξι στό­ματα, για ανταλλαγή με άλλα τρόφιμα και για κρυφή ελεημοσύνη. Αλλά και το καντήλι παρέμεινε από τότε μέρα - νύχτα αναμμένο, μαρτυ­ρώντας με το άσβεστο φως του τη ζωντανή πίστη αυτής της ευλο­γημένης γυναίκας.
 
Από το βιβλίο "Εμπειρίες κατά την Θεία Λειτουργία" του Πρ. Στέφανου Αναγνωστόπουλου.
 
Πηγή: ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟ ΒΗΜΑ

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2015

ΠΡΩΤΟΠΡ. ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: 20 ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΙΑ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ


Για όλους και για όλα προσευχή. Πολλή προσευχή. Νηστεία και προσευχή διότι "τούτο το γένος των παθών και των δαιμόνων ουκ εκπορεύεται παρά μόνο με νηστεία και προσευχή".

1. Σε ξέχασαν; Δε σε πήραν ούτε τηλέφωνο; Δεν πειράζει. Και προπαντός μην παραπονείσαι

2. Σε αδίκησαν; Ξέχασέ το

3. Σε περιφρόνησαν; Να χαίρεσαι

4. Σε κατηγορούν; Μην αντιλέγεις

5. Σε κοροϊδεύουν; Μην απαντάς

6. Σε βρίζουν; Σιωπή και προσευχή

7. Σου αφαιρούν το λόγο; Σε διακόπτουν; Μη λυπάσαι

8. Σε κακολογούν; Μην αντιμάχεσαι

9. Σου μεταδίδουν ευθύνες τα παιδιά σου; Οι συγγενείς σου, οι δικοί σου οι άνθρωποι; Μη διαμαρτύρεσαι

10. Θυμώνουν μαζί σου; Να παραμένεις ήρεμος

11. Σου κλέβουν φανερά; Κάνε τον τυφλό

12. Σε ειρωνεύονται; Να μακροθυμείς

13. Δεν ακούνε τις συμβουλές σου; Ιδίως δεν ακούνε τις συμβουλές σου τα παιδιά σου; Πέσε στα γόνατα και κάνε προσευχή

14. Εκνευρισμός στο αντρόγυνο; Εσύ φταις, όχι ο άλλος

15. Έφταιξες; Ζήτησε συγγνώμη

16. Δεν έφταιξες; Πάλι ζήτησε συγγνώμη

17. Έχεις υγεία; Δόξαζε τον Θεόν

18. Έχεις αρρώστια; Έχεις καρκίνο; Ταλαιπωρείσαι, υποφέρεις, βασανίζεσαι, πονάς; Δόξαζε τον Θεόν

19. Γκρίνια, ανεργία, φτώχεια μέσα στο σπίτι; Νήστευσε, αγρύπνησε, κάνε προσευχή

20. Για όλους και για όλα προσευχή. Πολλή προσευχή. Πολλή προσευχή. Νηστεία και προσευχή διότι "τούτο το γένος των παθών και των δαιμόνων ουκ εκπορεύεται παρά μόνο με νηστεία και προσευχή".

Πρωτοπρεσβυτέρου Στεφάνου Κ. Αναγνωστοπούλου

Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2015

Π. ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΖΟΥΝ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ… ΜΕ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΗΣ «ΕΥΧΗΣ»

του Πρωτοπρεσβύτερου Στέφανου Κ. Αναγνωστόπουλου

Σε κάποια πόλη της Πελοποννήσου, συναντήθηκα κάποτε με έναν χριστιανό, περίπου 32 ετών, που μοσχομύριζε κάτι σαν δενδρολίβανο.

Και η έκπληξη μου μεγάλωσε ακόμη περισσότερο, όταν άρχισε να μου μιλάει για την Ευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με», διαπιστώνοντας ότι από το στόμα του εξήρχετο η άρρητος ευωδία του Παναγίου Πνεύματος.
Για το κομποσχοίνι και την Ευχή είχε μάθει πριν από χρόνια στο Άγιον Όρος και από τότε την έλεγε ασταμάτητα, μέρα-νύχτα, και πολλές φορές χωρίς διακοπή ακόμα και τις νύχτες. Η Ευχή αναπλήρωνε και τις φυσικές ανάγκες του ύπνου του.
Έτσι, σιγά-σιγά η προσευχή του Ιησού έγινε πνευματική και νοερά μέσα στην καρδιά του και απολάμβανε το μεγαλείο της, χωρίς να μπορεί να ερμηνεύσει το πως λέγεται μέσα του η Ευχή και μάλιστα από το μέρος της καρδιάς του, με πολλή γλυκύτητα και χωρίς αυτός να την λέγει συνειδητά, είτε προφορικά είτε με τον ενδιάθετο λόγο. (Αυτό είναι το μεγαλείο της πνευματικής προσευχής και ειδικότερα της Νοεράς λεγόμενης προσευχής).
Κάποτε, σε μια τέτοια κατάσταση, αλλοιώθηκε τόσο πολύ από την Χάρη του Θεού, ώστε… (όπως χαρακτηριστικά μου είπε):
«Ξέχασα τον εαυτό μου, ήτο σαν να χάθηκα και απροσδόκητα αισθάνθηκα πως η ψυχή μου ήτο μέσα στα ανοιχτά χέρια του Πνευματικού μου, του πατρός Γ.Κ., ο οποίος προσευχόταν μπροστά σ’ έναν ουράνιο ολόλαμπρο θρόνο, που είχε πολύ Φως και Δόξα Θεού. Σε λίγο -δεν ξέρω πότε- αυτό το ουράνιο Φως έλουσε και τον Πνευματικό μου και τον λάμπρυνε τόσο πολύ, που είχα την αίσθηση ότι έκλεισα τα μάτια της ψυχής μου. Πως έβλεπα και πως τα έκλεισα δεν ξέρω.
Σφιχταγκαλιασμένη καθώς ήτο η ψυχή μου με τον Πνευματικό μου, τον άκουσα να προσεύχεται στον Κύριο ημών Ιησούν Χριστόν για μένα. Δεν τολμούσα να σηκώσω τα μάτια της ψυχής μου, εν τούτοις, ένοιωθα αυτήν την υπέρλαμπρη φωτοχυσία να με πλημμυρίζει, να με λούζει κυριολεκτικά, να με γεμίζει από χαρά, ευτυχία, ειρήνη, θαυμασμό, αγαλλίαση…
Κάποτε συνήλθα. Ένοιωθα να μην πατώ στη γη και η προσευχή του Ονόματος του Ιησού Χριστού να λέγεται από μέσα μου άπειρες φορές: «Ιησού μου… Ιησού μου… Ιησού μου… Ιησού μου…».
Τρεις-τέσσερις μέρες ούτε έφαγα ούτε ήπια σταγόνα νερό ούτε κοιμήθηκα, μόνο απελάμβανα αδιάλειπτα μια ουράνια ευτυχία, που δεν περιγράφεται. Τα δε δάκρυα μου έτρεχαν σαν ποτάμι συνεχώς και ήταν γλυκύτατα».
Εδώ τελείωσε η θεωρία αυτού του χριστιανού, που ζει ανάμεσά μας και αποτελεί εξαίρεση σ’ αυτήν την τρελή εποχή που ζούμε!

από το βιβλίο: «Η Ευχή μέσα στον κόσμο» του Πρωτοπρεσβύτερου Στέφανου Κ. Αναγνωστόπουλου (Πειραιάς 2007).

Σάββατο 18 Ιουλίου 2015

Π. ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Ο ΠΟΝΤΙΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ!

 O ΠΟΝΤΙΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ
π. Στέφανος Αναγνωστόπουλος, από το Γεροντικό
 
Κάποτε χριστιανοί μου κάποιος μοναχός, έφυγε από το κοινόβιο και την ευλογημένη υπακοή και πήγε στην έρημο να γίνει ησυχαστής. Ο λογισμός του απαιτούσε να αφοσιωθεί μέρα νύχτα στη μελέτη και θεωρία του ονόματος του Ιησού Χριστού και μάλιστα στο μυστήριο της Τριαδικότητος του Αγίου Θεού.
Έτσι πίστευε ότι θα μπορούσε μέσα στην ερημιά και στη γαλήνη της ησυχίας να ενωθεί με τον Θεόν χωρίς μέριμνες και χωρίς σκοτούρες.

Ύστερα όμως από δύο τρεις ημέρες, δεν μπορεί κανένας να αντέξει και παραπάνω εδώ που τα λέμε, σε κάποια στιγμή των ιερών του στοχασμών, αισθάνθηκε κοντά του την παρουσία κάποιου;
Τι ήταν; Ένα μικρό ποντίκι.
Είχε ανεβεί στην μπαλωμένη και τρύπια παντούφλα του, και μύριζε το μεγάλο δάκτυλο του ποδιού του. Έτσι αποσπάσθηκε η προσοχή του και ήταν αδύνατον να κρατήσει αμετακίνητο το νου του, στην ενθύμηση του Θεού και στην προσευχή του.

Το είδε και είπε μέσα του, τι είπε μέσα του τώρα, «Εγώ άφησα τα πάντα για να επικοινωνώ αμέριμνα και σωστά με τον Θεόν και να έρχεται τώρα να μου την χάλασε ένας ποντικός. Ε, αυτό δα, παρατραβάει το κορδόνι, και λέγει νευριασμένος στο ποντίκι, δυνατά τώρα:
-«Γιατί βρε σιχαμένο μου διακόπτεις την προσευχή μου;»
-«Γιατί πεινάω, απάντησε το ποντίκι».

Και ο ησυχαστής ανταπάντησε με αγανάκτηση, χωρίς να αναρωτηθεί, πως το ποντίκι μίλησε με ανθρώπινη φωνή,
-«Φύγε από δω βρε μαγαρισμένο, εγώ προσπαθώ με χίλιους κόπους να δω πως θα ενωθώ με τον Θεό, και συ ήρθες να μου ζητήσεις να ασχοληθώ με την κοιλιά σου;» και φραπ, τίναξε το πόδι του και πέταξε τον ποντικό στην απέναντι γωνία της σπηλιάς του. 

Και τότε το ποντίκι γυρίζει και με πολύ ηρεμία, αφού τον κοίταξε στα μάτια, του απάντησε, με ανθρώπινη γλώσσα:
- «Μάθε το μία για πάντα, πάτερ, αν δεν μπορέσεις με τους γύρω συνασκητάς σου και με τον γέρο Αββακούμ, που ψήνεται στον πυρετό, και πεθαίνει από την πείνα μέσα σε μία διπλανή σου σπηλιά, αλλά και με τον κάθε Αββακούμ, δηλαδή τον πλησίον σου, που πονάει και υποφέρει, που πεινάει και διψάει και κείται γυμνός και πληγιασμένος, και δεν τον συμπονέσεις, και δεν του σταθείς, στα προβλήματά του, τότε, ποτέ, μα ποτέ δεν θα μπορέσεις να ενωθείς με τον Θεόν της αγάπης και του ελέους. » Και χάθηκε ο ποντικός.

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2015

Π. ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΠΟΥ ΕΣΩΣΕ ΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ!

 Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΠΟΥ ΕΣΩΣΕ ΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ

Ο επίσκοπος Κύπρου Θεοδώρητος ο οποίος έζησε τον πέμπτον αιώνα μετά Χριστόν και ευρίσκετο εις την Κύπρο, διηγείται πως μια φορά τον επισκέφτηκε ένας μοναχός που ερχότανε από πολύ μακριά. Τον έβαλε να ξεκουραστεί και να φάγει. Καθώς λοιπόν τον είδε όταν έτρωγε, παρατήρησε ότι χρησιμοποιούσε μόνον το αριστερό του χέρι, και με αυτό τον χαιρέτισε, διότι το δεξί του το χέρι ήτο τυλιγμένο με ένα παλιόρασο. Ο επίσκοπος τον ρώτησε βέβαια, όχι από περιέργεια, αλλά από ενδιαφέρον όμως, γιατί είναι τυλιγμένο το χέρι του, και μάλιστα με ένα παλιόρασο, τριμμένο και εφαίνετο από όλη την ενδυμασία ότι δεν ήτο μοναχός από τους ρακενδύτους. Και θέλησε να το τραβήξει το κομμάτι εκείνο για να δει, όπως υποψιαζόταν ότι θα πρέπει να υπήρχε κάποια πληγή πίσω από το χέρι, αλλά το τράβηξε όμως ο μοναχός, και το σκέπασε γρήγορα διότι άρχισε να βγαίνει μία δυσοσμία.
 
Του λέει
- «Μα τόσο πολύ πύον και να βγάζει τόση πολύ βρώμα, η οποία να μην μπορεί να την σηκώσει άνθρωπος, τι σου συνέβη;»
Κι εκείνος άρχισε να διηγείται τα εξής:

-«Σεβασμιότατε εγώ είχα μια μητέρα πολύ όμορφη, πολύ ωραία, πάγκαλη στην ομορφιά, η οποία δυστυχώς από πολύ νωρίς, αφότου εχήρεψε, παρεσύρθη εις τον κακό τον δρόμο και έγινε πόρνη. Και λόγω της μεγάλης ωραιότητος που είχε, απέκτησε πολύ μεγάλη πελατεία, και εξαιτίας της μεγάλης πελατείας έγινε και πολύ πλούσια κι έτσι εγώ μεγάλωνα μέσα στη χλιδή και στα πλούτη. Βδελυσσόμενος όμως αυτήν την κατάσταση της μητέρας μου, απομακρύνθηκα για ένα διάστημα από κοντά της, και πήγα σ’ ένα μοναστήρι. Επληροφορήθηκα λοιπόν εν συνεχεία ότι η μητέρα μου πέθανε. Και όλη η τεράστια εκείνη περιουσία την οποία είχε κάμει από την αμαρτία, ήταν πλέον δική μου. Πήγα λοιπόν και την περουσία αυτή, την εμοίρασα όλη μέχρι και της τελευταίας δραχμής στους φτωχούς και έφυγα για την έρημο ξανά, προσευχόμενος για την σωτηρία της μητέρας μου. Βέβαια και για τον πατέρα μου που όταν είχε κοιμηθεί, εγώ ήμουνα μωρό. Πάντα προσευχόμουνα όμως στο Θεό, σαν μοναχός που ήμουν, να με πληροφορήσει ο Θεός εάν η ελεημοσύνες αυτές που έκαμα μη κρατώντας ούτε μία δραχμή στα χέρια μου, αν αυτές οι ελεημοσύνες έπιασαν τόπο. Και μαζί μ’ αυτό βέβαια οι ελεημοσύνες αυτές στράφηκαν και προς όλα τα τότε γνωστά μοναστήρια, για να μπορέσουν όλα αυτά να προσευχηθούν για την ψυχή της μητέρας μου, και να κάνουν πολλά πολλά σαρανταλείτουργα, ίσως περισσότερα από χίλια. Επήγα λοιπόν στα Ιεροσόλυμα μετά από ένα χρόνο, και διηγήθηκα στον τότε Πατριάρχη το όλο γεγονός. Εκείνος μου είπε ότι
-Πολύ καλά έκαμες βέβαια και μοίρασες όλην αυτή την τεράστια περιουσία στους φτωχούς και μοίρασες επίσης έδωσες στα μοναστήρια και έδωσες πολύ περισσότερα πράγματα για να γίνονται λειτουργίες στο όνομά της. Αλλά για τις πληροφορίες όμως αυτές που μου ζητάς, για να μάθεις που βρίσκεται η ψυχή της μητέρας σου, εγώ δεν είμαι άξιος να σ’ απαντήσω. Αλλά ούτε όμως εδώ στα Ιεροσόλυμα και στα περίχωρα υπάρχει κάποιος προορατικός, που μπορεί να σε πληροφορήσει για ένα τόσο μεγάλο, για μια τέτοια μεγάλη αποκάλυψη.
Παίρνοντας λοιπόν την ευχή του Πατριάρχου πήγα στις σκήτες της Θηβαΐδος της Αιγύπτου. Εκεί», λέει, «πράγματι γνώρισα πατέρες και ασκητάς πολλούς, οι οποίοι όλοι μου υπέδειξαν έναν γέροντα ο οποίος ευρίσκετο πολύ βαθιά στην έρημο, πέρα από την Μονή της Αγίας Αικατερίνης στο όρος Σινά, πιο βαθιά ακόμα, και έτσι λοιπόν μ’ έναν τουρβά, με νερό και ψωμί ξεκίνησα οδοιπορώντας για να βρω τον γέροντα αυτόν. Είπαν ότι την πρώτη σπηλιά που θα συναντήσεις, εκεί θα τον βρεις. Και πράγματι ύστερα από μία οδοιπορία τριάντα ημερών, βρήκα τη σπηλιά και βρήκα τον Άγιο εκείνον άνθρωπο, ο οποίος βγήκε στην είσοδο της σπηλιάς και με υποδέχτηκε. Εκεί έπεσα στα πόδια του, του έβαλα μετάνοια, του φίλησα τις άκρες των δακτύλων, και με δάκρυα στα μάτια ανέφερα όλο το γεγονός της ζωής της μητέρας μου, και κατόπιν βέβαια ποιες ήταν οι επόμενες ενέργειες με τις ελεημοσύνες και τα σαρανταλείτουργα.

- Παιδί μου λέει αυτό που ζητάς να μάθεις από μένα, είναι κάτι πάρα πολύ μεγάλο. Αλλά όμως για να κάνεις τόσο μεγάλο κόπο και τόσο μεγάλη πορεία τριάντα ημερών, για να φτάσεις μέχρι εδώ, θα παρακαλέσουμε τον Θεό και οι δυο μαζί, για να μας λύσει την απορία και να μας πει που περίπου βρίσκεται η ψυχή της μητέρας σου.
Βγήκε λοιπόν έξω στην πόρτα της σπηλιάς, πήρε μια κεραμίδα, και έκανε έναν κύκλο. Και του είπε λοιπόν,
- Σ’ αυτόν τον κύκλον, έλα και στάσου εδώ όρθιος. Και θα μείνεις εδώ όρθιος χωρίς να καθίσεις, επτά ημέρες. Ούτε θα φας, ούτε θα πιείς, ούτε θα κουνηθείς. Επτά μέρες και επτά νύκτες, όρθιος και ακίνητος. Και διαρκώς θα προσεύχεσαι να ελεήσει ο Θεός, να μας φωτίσει και να μας αποκαλύψει για την κατάσταση της ψυχής της μητέρας σου. Και θα παρακαλείς τον Θεόν συνεχώς με δάκρυα, τα οποία κάθε μέρα θα πρέπει να γίνονται και πιο πολλά. Θα κάμω και γω ακριβώς το ίδιο μέσα στη σπηλιά.

Και πράγματι λοιπόν έγινε αυτό όπως ακριβώς που είπε ο άγιος εκείνος γέροντας και ασκητής, - ο φημισμένος για την εποχή του.
Όταν έφτασε λοιπόν η νύχτα της εβδόμης ημέρας, αρπάχτηκε ο νούς του εις τον ουρανό, και με έκσταση της ψυχής είδε λοιπόν τα φοβερά της Βασιλείας του Θεού. Διότι ο Θεός είναι παρών και στην Κόλαση και τον Παράδεισο. Στον Παράδεισο χαίρονται και στην Κόλαση πονούν.
Είδε λοιπόν ας πούμε στην αριστερή του πλευρά μία φοβερή λίμνη έναν βόρβορο γεμάτο ακαθαρσίες, λάσπη και ανυπόφορη δυσωδία. Ένα φοβερό πράγμα που κόχλαζε όμως, και έβραζε έτσι, και τι έβλεπε λοιπόν; Μέσα σ’ αυτήν την φοβερά λίμνη την καιομένη του πυρός, όπως μας αναφέρει η Αγία και Ιερά Αποκάλυψις, -το τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης-, να ανεβοκατεβαίνουν οι ψυχές, πότε να βυθίζονται μέσα και πότε να ανεβαίνουν ψηλά, να ανέρχονται λίγο, σαν να παίρνουν μιαν αναπνοή, κα ξανά πάλι μέσα, και ξανά πάλι… Είχε μια αίσθηση όπως ακριβώς βράζει κανείς τα φασόλια ή τα ρεβύθια και με το βρασμό ανεβοκατεβαίνουν αυτά, κατά τον ίδιον τρόπον έβλεπε και τις δυστυχισμένες αυτές υπάρξεις. Σε μια απ’ αυτές λοιπόν είδε και τη μητέρα του, της οποίας είδε το κεφάλι. Ανεγνώρισε τον γιό της που ευρίσκετο στην άκρη αυτής της λίμνης και εφώναξε:
-Παιδί μου έλεος, βοήθεια…
Και ξαναβυθίστηκε πάλι μέσα. Και ξαναβγήκε πάλι, ξαναφάνηκε μέχρι τη μέση τώρα, και ξαναφωνάζει πάλι
-Έλεος
Και
-Βοήθεια παιδί μου, βοήθησέ με, βοήθησέ με, καίγομαι, πνίγομαι, βασανίζομαι, υποφέρω.
Και ξανά πάλι βυθίστηκε. Και ξαναβγήκε για τρίτη φορά, και τόσος ήταν ο πόνος μου,» λέει, «τόση ήταν η οδύνη μου, και τόση ήταν η λαχτάρα μου, που την ώρα που ξαναβυθιζόταν μέσα, βούτηξα το χέρι μου μέσα, την άρπαξα απ’ τα μαλλιά και με πολλή βία την τράβηξα έξω. Και δίπλα μου λοιπόν βλέπω, μία ωραιοτάτη χρυσή κολυμβήθρα, η οποία από κάποιο σημείο εκεί, από έναν βράχο που δεν ήταν και βράχος, και δεν ξέρομε τι ήταν, έτρεχε γάργαρο νερό, και γέμιζε αυτήν την κολυμβήθρα, χωρίς να γεμίζει και χωρίς να αδειάζει ποτέ, και πήρα τη μητέρα μου και την έβαλα μέσα σ’ αυτήν την κολυμβήθρα, και πλύθηκε και καθαρίστηκε και έγινε κατάλευκη σαν το χιόνι. Την έβγαλα κατόπιν απ’ την κολυμβήθρα, και κει κάποιοι νέοι στα ολόλευκα ντυμένοι, έδωσαν λευκά ρούχα, τυλίχτηκε μ’ αυτά, και εντάχτηκε και μπήκε μέσα σ’ αυτό τον χορόν των αγίων. Και κείνη, ανάμεσα στους φωτεινότατους εκείνους νέους, τους ολόλαμπρους, που χαίρονταν μέσα στην χαρά της Βασιλείας του Θεού, με ευχαριστούσε συνεχώς και αδιαλείπτως, μέχρι που ξανα-συνήλθα στον εαυτόν μου. Και βρέθηκα το πρωί που τελείωνε η εβδόμη ημέρα να είμαι έξω εκεί μέσ’ στον κύκλο, παρακαλώντας θερμά για την κατάσταση της ψυχής της μητέρας μου, και βεβαίως ύστερα να Τον … να ευγνωμονώ τον Θεόν συνεχώς.

-Τι είδες» λέει, «πατέρα μου αυτό το βράδυ;
Και τότε διηγήθηκα όλα αυτά τα οποία αναφέραμε και προηγουμένως. Και βεβαίως αναλύθηκα σε λυγμούς και σε ευχαριστίες, προς τον Θεό και Σωτήρα μας για την άπειρη ευσπλαχνία Του, που έβγαλε την ψυχή από τον Άδη. Το χέρι όμως που βούτηξε μέσα σ’ αυτήν την φοβερή κατακαιομένη λίμνη του πυρός, την βρωμερά και δυσώδη, και μάλιστα μέχρι τον αγκώνα, ήτανε όχι μόνον καμένο, διότι εκαίετο εκείνη η λίμνη, αλλά και βρωμούσε απαίσια.

-Πάτερ μου, του λέει, σε παρακαλώ πάρα πολύ, κάνε κάτι και θεράπευσε το χέρι μου.
Και κείνος του είπε
-Όχι. Μέχρι που να πεθάνεις θα το δείχνεις, είναι η απόδειξις, το πόση δύναμη έχει η προσευχή της Θείας Λειτουργίας, τα μνημόσυνα και τα τρισάγια, οι προσευχές και το κομποσχοίνι, και οι ελεημοσύνες για έναν κεκοιμημένο.
Και σχίζει το ράσο του, ο μεγάλος εκείνος ασκητής και γέροντας, και του λέει τύλιξέ το, ο τόπος τώρα θα ευωδιάζει, και για κείνους που θα αμφιβάλλουν θα το ξετυλίγεις, για να αποδεικνύεις την αλήθεια της ιστορίας της ψυχής της μητέρας σου.

-Σεβασμιότατε, λέει, το τραβήξατε λίγο, για δείτε το τώρα ολόκληρο…
και το ξετύλιξε ολόκληρο το χέρι. Και ο Δεσπότης δεν άντεξε τη μυρωδιά και έφυγε απ’ το δωμάτιο. Τόση φοβερή ήταν η δυσοσμία. Το ράσο εκείνο του αγιασμένου γέροντα, ήτανε ράσο αγιασμένο, γι’ αυτό είχε και τόση ευωδία. Ξανατύλιξε λοιπόν το χέρι του.
 
ΒΙΒΛΙΟΓ. ΓΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΒΙΩΜΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ.
ΠΑΤΗΡ. ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

Τετάρτη 13 Μαΐου 2015

Π. ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Ο ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΝΤΗΤΡΟΙΤ ΚΙ ΕΝΑ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΕΦΡΑΙΜ

O π. Στέφανος Αναγνωστόπουλος διηγείται... 

Όταν τον Φεβρουάριο, πήγα στην Αμερική στην Αριζόνα, και είδα το γέροντά μου, μου έκανε μια ερώτηση, μου είπε «προσφέρεις πενήντα χρόνια τον λόγο του Θεού, και από ότι ξέρω από την πρώτη μέρα που έγινες διάκονος, άρχισες να κάνεις κηρύγματα εις την Νέα Μηχανιώνα. Και τα συνεχίζεις μέχρι σήμερα, πενήντα ολόκληρα χρόνια. Έγραψες και βιβλία πολύ ωφέλιμα. Μπορεί να έσωσες και εκατό χιλιάδες ψυχές και διακόσιες. Συ όμως, θα σωθείς ή θα κολασθείς;» Θέλετε να το επαναλάβω; Τον κοίταξα με βουβό το στόμα και το επαναλαμβάνει «παπά μου, συ θα σωθείς ή θα κολασθείς;»
 

Πριν από χρόνια, μου είπε, πήγα στο Ντητρόιτ, και κει με κάλεσαν σ’ ένα σπίτι να εξομολογήσω έναν ογδοντάχρονο, ο οποίος δεν ήθελε εξομολόγηση στην ουσία, αλλά ήθελε να του κάνω ερμηνεία ενός ονείρου που είδε. Εγώ άρπαξα όμως την ευκαιρία, και από το όνειρο έβγαλα την εξομολόγηση. Και είπε, και είπε, και είπε αυτός ο ογδοντάχρονος άνθρωπος, πολλές και φοβερές αμαρτίες, ακατανόμαστες, που δεν μπορούμε ούτε καν να τις ονομάσουμε, στις εξωτερικές μας συζητήσεις, λέει, όχι μέσ’ την εκκλησία, ούτε έξω καν. Τόσο φοβερές ήταν αυτές οι αμαρτίες. Προσπάθησα λοιπόν να του βάλω μέσα, τη συναίσθηση της βαρύτητος της αμαρτίας, και ότι αύριο μεθαύριο, είτε του αρέσει είτε δεν του αρέσει, είτε το θέλει είτε δεν το θέλει θα βρεθεί μπροστά στην Κρίσιν του Αγίου Θεού.
 

Και τότε εκείνος ο άνθρωπος, κάτω απ’ τη χάρη του Αγίου Θεού, ως άλλος ληστής, είπε «Θεέ μου, συγχώρεσέ με τον αμαρτωλόν», δεν είπε «Μνήσθητί μου Κύριε όταν έρθεις εν τη βασιλεία Σου», είπε «Θεέ μου συγχώρεσέ με τον αμαρτωλόν», αυτό είπε, και άρχισε να κλαίει, και να κλαίει, και να κλαίει, και να κλαίει … Μισή ώρα, μια ώρα, μιάμιση ώρα, δύο ώρες… και ’γω καθόμουν και έκλαιγα μαζί του.
 

Του διάβασα τη συγχωρητική ευχή, και έφυγα. Αυτός κάλεσε όλους τους δικούς του, και είπε πόσο ανάλαφρος ένοιωθε, γιατί ήταν και πολύ γεμάτος. Πάμπλουτος εν τω μεταξύ, με εκατομμύρια εκατομμυρίων χρημάτων, και άρχισε να αγκαλιάζει όλους και το υπηρετικό προσωπικό, και να θέλει να χορεύει τους Ελληνικούς χορούς από την χαρά του την πολλή, γιατί ξελάφρωσε, πέταξε όλη τη σαβούρα του, και την πήρε ο Σταυρός του Κυρίου, και χαρά, χαρά, χαρά, «πετάω σαν άγγελος, νοιώθω νάχω φτερά, νοιώθω νάχω φτερά», και έψαλλε ό,τι θυμόταν απ’ την πατρίδα του, μικρό παιδί, γιατί ήτο Ελληνοαμερικανός.
 

…Και από τα πολλά πηδήματα και την πολλή του τη χαρά, αισθάνθηκε κούραση, λέει, «Ας ξαπλώσω παιδιά μου λίγο τώρα, πέντε λεπτά έτσι, να ξεκουραστώ. Θεέ μου σ’ ευχαριστώ, που δέχτηκες εμένα τον αμαρτωλό, Σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ», και πέθανε.
 

Θάνατος οσιακός, όπως αυτού του ανθρώπου, που ήταν απάνω στο Σταυρό του κακούργου.
 


Ένα όραμα του γέροντα Εφραίμ
 

Κάποτε ο γέροντάς μου, ο πατήρ Εφραίμ, είδε το εξής φοβερόν όραμα. Βρέθηκα, μας διηγείται, όπως μας το διηγείται, -μας το έχει διηγηθεί πέντε δέκα φορές μέχρι τώρα,- σε ένα απέραντο τόπο, όπου υπήρχαν χιλιάδες χιλιάδων άνθρωποι, πάσης ηλικίας και φύλου. Και μπροστά σ’ αυτό το πλήθος, στεκόμουν και γώ. Απέναντι από μένα βρισκόταν ένας γίγαντας, ένας δαιμόνιος άνθρωπος, ένας φοβερός κατήγορος, έτοιμος να κατηγορήσει, και να τους καταδικάσει όλους, με επιχειρήματα σατανικά. Επιχειρήματα που του έδιδε αυτό το πλήθος. Το αξιοπερίεργον λοιπόν ήτο, ότι όλο αυτό το πλήθος, ήταν βουβό, είχαν μεν όλοι στόματα, όπως και μάτια και τα λοιπά και πρόσωπο, αλλά το στόμα τους ήταν κλειστό. Ήταν όλοι τους μουγγοί. Διότι όλοι τους ήσαν αναπολόγητοι σ’ αυτή την κρίση που γινόταν, σ’ αυτό το δικαστήριο. Και τώρα τι θα γίνει; Τι πρέπει να κάνω εγώ; Και αμέσως του λέγω θαρρετά. Ο γέροντας, λέει θαρρετά, στον δαιμόνιο αυτόν άνθρωπο. Δεν μπορείς να τους καταδικάζεις όλους αυτούς τους ανθρώπους εσύ, επειδή συ έτσι το θέλεις! Εκεί τότε εκείνο το φοβερό δαιμόνιο, άρχισε να κατηγορεί τον καθέναν χωριστά, για τα αμαρτήματά του. Και πρώτον, διότι δεν είχε κανείς μετάνοια. Το επαναλαμβάνω σε όλους. Δεν είχε κανείς μετάνοια! Δεύτερον, τρίτον, τέταρτον, πέμπτο, έκτο, έβδομο, όγδοο, ένατο, δέκατο, θα απαριθμήσω μερικά απ’ αυτά. Ο ένας ήταν κλέπτης. Ο άλλος, μέρα νύχτα έλεγε ψέματα. Ο άλλος ήταν υπερήφανος. Και για να μη λέω ο άλλος, ο άλλος, λέω, εγωιστής, κενόδοξος, πόρνος, μοιχός, παιδεραστής, ομοφυλόφιλος, φονιάς, πατροκτόνος, μητροκτόνος, εκτρώσεις, αρσενοκοιτία, μέθυσοι χαρτοπαίκτες, λίδοροι, μαλακοί, δειλοί, φιλάργυροι, οργίλοι, θυμώδεις, κατακριτές, κουτσομπόληδες, αργολόγοι, αιμομίχτες, φθονεροί, ζηλιάρηδες, άδικοι, άρπαγες, δόλιοι, πονηροί, χωρίς προσευχή, χωρίς εκκλησιασμό, χωρίς εξομολόγηση και μετάνοια, χωρίς Θεία Κοινωνία, ανελεήμονες, άσπλαχνοι, άστοργοι, ασεβείς προς τους γονείς και μεγαλυτέρους, κακούργοι, αναρχικοί, ανήθικοι, αργόσχολοι, σκληροτράχηλοι, αγνώμονες, αχάριστοι, θέλετε να πω και άλλα; Και γώ, λέει ο γέροντας, τους υπερασπιζόμουν όλους αυτούς. Να τι κάνει το κομποσχοινάκι σας! Α, πούντα; Να τι κάνει η προσευχή. Να τι κάνει η αγιασμένη ζωή, να τι κάνει η παρρησία προς το Θεό! Υπερασπίζεσαι τον άνθρωπο που είναι αμετανόητος. Και τους παίρνεις φώς! Και θείον φόβον! Για να έρθει στη μετάνοια ! Και όμως αυτός τους καταδίκαζε, με βάση την Αγία Γραφή διότι όλες αυτές οι αμαρτίες που ανέφερα, είναι όντως γραμμένες, σε ολόκληρη την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη και στο Ευαγγέλιο. Και συνεχίζει ο γέροντας: Κι όμως εγώ τους υπερασπιζόμουν όλους αυτούς, επικαλούμενος την ευσπλαχνία του Θεού, την άκρα μακροθυμία Του και το έλεός Του. Όχι, φώναζε αυτός, θα καταδικαστούν όλοι τους, στους αιώνας των αιώνων, διότι δεν είχαν μετάνοια ειλικρινή, θείον φόβον, αγάπη, μυστήρια, προσευχή, ελεημοσύνη, θεία μυστήρια, και δε συγχωρούσε ο ένας τον άλλον. Και άμα ξέρετε, θυμώσουμε λιγάκι, κατεβάζουμε μια μούρη μέχρι κει κάτω, έτσι, μέχρι κει κάτω πάει η μούρη μας. Ιδίως μεταξύ των συζύγων. Μη παρεξηγείται κανένας. Και μεταξύ φίλων, και μεταξύ συνεργατών, και μεταξύ γειτόνων, και μεταξύ παπάδων, και μεταξύ δεσποτάδων, και μεταξύ μοναχών, και μεταξύ όλων ημών. Έβλεπα αυτούς τους ανθρώπους μουγκούς και βουβούς, και τους λυπόμουνα κατάβαθα. Δεμένες οι γλώσσες τους. Κλειστά τα στόματά τους. Και όμως εγώ δεν σταματούσα να αντιμάχομαι, -προσέξτε τώρα με τι αντιμάχομαι,- όχι εγώ, ο γέροντας. Με νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, μετάνοιες, κομποσχοίνι, ελεημοσύνη, εγκράτεια, δάκρυα παρακλητικά προς τον φιλάνθρωπον Κύριον, και Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν και την Παναγία Μητέρα Του. Και ενώ συνεχώς μαχόμουν μαζί του, λέγοντας αυτός τα δικά του, και ’γω αντιλέγοντας, υπερασπιζόμενος όλους αυτούς, ακριβώς τότε, από τις πολλές φορές, που έλεγε κείνος και έλεγε και ο γέροντας, ήλθε εις εαυτόν. Και ερχόμενος εις εαυτόν, είπα. «Και τώρα τι γίνεται; Παναγία μου φώναξα μέσα στο κελί μου, Χριστέ μου, σε τι μέρες ζούμε; Χάνονται εκατομμύρια και δισεκατομμύρια ψυχές. Χριστέ μου, πού πάμε; Πού πάμε; Πού πάμε;
 

Η ώρα του θανάτου έρχεται, οι άνθρωποι και μείς μαζί τους περπατάμε αδιάφοροι. Μας κατέλαβε όλους μια απέραντη πνευματική νάρκη και ραθυμία. Ούτε πίστις, ούτε Θεός, ούτε αγάπη, ούτε έλεος προς τον πλησίον, ούτε συμμετοχή στα άγια μυστήρια, ούτε προσευχή, ούτε μετάνοια, ούτε δάκρυα. Πώς θα σώσουμε; Πώς;


Δευτέρα 2 Μαρτίου 2015

Ο ΨΑΛΤΗΣ ΜΑΣ, Ο "ΚΥΡΙΕ ΕΛΕΗΣΟΝ" (Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΧΩΡΙΚΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΡΛΙΚΟΒΑ)!

Ο ΨΑΛΤΗΣ ΜΑΣ, Ο "ΚΥΡΙΕ ΕΛΕΗΣΟΝ"
(Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΧΩΡΙΚΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΡΛΙΚΟΒΑ)
Π. Στέφανος Αναγνωστόπουλος

Κάπως έτσι περίπου θά ήταν καί ο μπαρμπα - Νικόλας ο ψάλτης, ο "Κύριε Ελέησον". 
Διηγείται ο πατηρ Στέφανος Αναγνωστόπουλος τον αγιασμένο βίο ενός λαϊκού που έζησε στη Δράμα...

"...Χριστιανοί μου, εργασία πνευματική με την ταυτόχρονη πρακτική εφαρμογή των Ευαγγελικών εντολών, μας δίδει η παρακάτω αληθινή ιστορία, του μπαρμπα Νικόλα του ψάλτου από την Καρλίκοβα της Δράμας.
Υπήρχε ένας χωρικός γύρω στο 1930, και ήταν και ψάλτης στο χωριό, αλλά ψάλτης πρακτικός. Αυτός λοιπόν πήγαινε κάθε πρωί στην εκκλησία και το βράδυ στον εσπερινό και βοηθούσε τον παπά.
Άφηνε όποια δουλειά είχε, είτε στα χωράφια, είτε οπουδήποτε αλλού και πήγαινε. Ήτο φιλόξενος, ελεήμων. Όποιος χωρικός αρρώσταινε πήγαινε αυτός σαν οργώσει το χωράφι του, να το σπείρει, να το θερίσει, να του μαζέψει τα ξύλα για το χειμώνα, άμα ήταν άρρωστος και δεν μπορούσε.
Εκείνα τα χρόνια εύκολα χήρευαν οι άνθρωποι, είτε από την γυναίκα, που πέθαινε πάνω στις γέννες, είτε από πρόωρες ασθένειες στους άνδρες. Παντού και πάντοτε ο μπαρμπα Νικόλας βοηθούσε. Όποιος έκτιζε μάνδρα ή σπίτι πήγαινε και τον βοηθούσε. Έτρεχε και στο μαραγκό και στο σιδερά για δωρεάν βοήθεια, - αυτούς που έκαναν τις ρόδες από τους αραμπάδες εκείνης της εποχής.
Ο καλός Σαμαρείτης λοιπόν σε όλους τους κατοίκους του χωριού. Και συνεχώς έψελνε. Ό,τι κι αν έκανε όλη την ημέρα έψελνε. Γλυκαινόταν δε πάρα πολύ όταν εκατοντάδες φορές έλεγε το «Κύριε ελέησον» σ’ όποιον ήχο νόμιζε ότι μπορούσε να το πει. Αλλά έλεγε το «Κύριε ελέησον». «Κύριε ελέησον», «Κύριε ελέησον».
Γι’ αυτό τον είχαν βαφτίσει οι χωρικοί ο «μπαρμπα Νικόλας ο Κύριε ελέησον». Τι καλά να μας δίναν και μας ένα τέτοιο όνομα !... Ήταν δε περίπου πενήντα ετών.
Ένα βράδυ λοιπόν, όπως έκανε ολονύκτια προσευχή, βλέπει ξαφνικά να ανοίγουν τα ουράνια, να κατεβαίνουν άγγελοι και να του βάζουν, ουράνιο στεφάνι στο κεφάλι. Ο άνθρωπος είχε γαλήνη, ειρήνη, και θεϊκή ακατάληπτη ευτυχία μέσα του. Αλλά είχε την απορία. Ποιος πάνω, τι ήταν αυτό, και ποιος είμαι εγώ; Και πως γίνεται αυτό; Άντε δε βαριέσαι, όνειρο ήταν, θα περάσει.
Φαίνεται αποκοιμήθηκα και το είδα έτσι. Την άλλη νύχτα κάνει πάλι προσευχή, πάλι το ίδιο θεϊκό όραμα. Την τρίτη ημέρα το ίδιο, την τετάρτη ημέρα το ίδιο, μα λέει, πρέπει να πάω να το πω στον παπα Μιχάλη.
Τρέχει λοιπόν του λέει παπά, το πρωί μετά την ακολουθία του όρθρου, το και το μου συμβαίνει.
-- Τι να σου πώ, του λέει. Ίσως είναι του Θεού, ίσως είναι και του διαβόλου. Ε, ξέχασέ το καλύτερα, κάνε τη δουλειά εσύ, πήγαινε στο σπίτι σου, τούπε καλά πράγματα, αλλά φεύγοντας όμως είπε μέσα του ο παπα Μιχάλης, βρέ και μπας και από το πολύ ψάλσιμο και το πολύ διάβασμα που κάνει ο μπαρμπα Νικόλας του σάλεψε το μυαλό και τον τρέλανε ο διάολος; Μάλλον δε θάναι καλά, ας ψέλνει, αλλά καλά δεν θάναι. Μπορεί νάναι καλός άνθρωπος, να τρέχει εδώ, να τρέχει από κει, αλλά φαίνεται τον πήρε τούμπα η τρέλα.
Δεν πέρασαν μερικές ημέρες και αρρωσταίνει ο «μπαρμπα Νικόλας ο Κύριε ελέησον». Το πρώτο πράγμα που ζήτησε ήταν να εξομολογηθεί στον παπα-Μιχάλη και να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων. Μέχρι την τελευταία του στιγμή, έδινε τις καλές του χριστιανικές και πατρικές συμβουλές, όλες γεμάτες από αγάπη και θεία ευλογία. Και προς τα παιδιά του και προς όλους εκείνους που τον επισκέπτονταν.
Σε λίγες μέρες πέθανε. Κι όταν πέθανε όλο το χωριό βρέθηκε στην κηδεία του, γιατί ήξεραν την καλοσύνη του και γιατί πληροφορήθηκαν τις κρυφές του ελεημοσύνες, και σχεδόν όλες του τις κρυφές προσφορές, αγρυπνίες, προσευχές, συνδρομές και τα λοιπά. Όλο το χωριό πήγε στην κηδεία του. Και τον έθαψαν με πολλή συγκίνηση μακαρίζοντας την αγία του ζωή, παρά τις επιφυλάξεις του παπα Μιχάλη.
Ύστερα από δύο ακριβώς χρόνια, πέθανε ο πατέρας του παπα Μιχάλη. Σε ηλικία ενενήντα δύο ετών. Ο ιερεύς με δυο συγγενείς, μετέβησαν στο νεκροταφείο του χωριού κατά τις δέκα η ώρα το πρωί, και άρχισαν να σκάβουν ένα λάκκο δίπλα στον τάφο του «μπαρμπα Νικόλα του Κύριε ελέησον».
Όσο έσκαβαν και κατέβαιναν προς τα κάτω από το πλάι και από την μεριά του τάφου του μπαρμπα Νικόλα, άρχισε να βγαίνει μια παράξενη ευωδία πολύ γλυκειά, σαν να υπήρχαν χιλιάδες λουλούδια με έντονη μυρουδιά, μυρίπνοα ουράνια άνθη, τόση άρρητη ευωδία έβγαινε από κει μέσα.
Συγκλονίστηκε ο παπα Μιχάλης και είπε φωναχτά: «Τον αδίκησα τον άνθρωπο, αυτός πράγματι ήταν άγιος, σαν τους Αγίους που προσκυνάμε στην Εκκλησία». Και φεύγοντας για το σπίτι του το διέδωσε παντού.
Άρχισαν αμέσως να καταφθάνουν οι χωρικοί, άνδρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι, οι περισσότεροι όμως από περιέργεια, για να δουν τι το παράξενο συμβαίνει. Όταν όμως έφταναν στον τάφο, θαύμαζαν έκπληκτοι, την πρωτοφανή ευωδία που εξήρχετο τόσο άφθονη από τον τάφο του «μπαρμπα Νικόλα του Κύριε ελέησον» και δε χόρταιναν να την απολαμβάνουν δοξάζοντας τον Θεό του διδόναι τοιαύτα τοις ανθρώποις.
Αυτά είναι τα θαυμάσια της πίστεώς μας, και της αληθινής κατά Χριστόν, ζωής, προσφοράς και θυσίας. Πρώτα ο πνευματικός αγώνας, πρώτα η πρακτική τήρησις των εντολών και δη της αγάπης, μαζί με την συμμετοχή στα πανάγια μυστήρια, την αδιάλειπτη προσευχή και το ταπεινό φρόνημα, και ύστερα οι αμοιβές, και τα δώρα του Αγίου Θεού.
Η ιστορία του κεχαριτωμένου αυτού απλού χριστιανού, του «μπαρμπα Νικόλα του Κύριε ελέησον» χριστιανοί μου, μας φανερώνει τις πιο μεγάλες αλήθειες της πίστεώς μας. Προηγείται η εφαρμογή του θελήματος του Θεού. Η πράξις και τα έργα των Ευαγγελικών εντολών.
Η Συμμετοχή στα μυστήρια. Και ύστερα ακολουθεί η ενέργεια της προσευχής στην καρδιά. Αν δεν αιχμαλωτίζουμε καθημερινά παν νόημα στην υπακοή του Χριστού, και κάθε σκέψη μας και κάθε ενέργεια της ζωής μας σ’ αυτήν την υπακοή, οι προσευχές μας θα είναι άκαρπες, στείρες και μουχλιασμένες.

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014

ΠΡΩΤ. ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Η ΣΥΓΧΩΡΗΣΗ!

Ἡ συγχώρηση (Μία ἀληθινή ἱστορία)

Πρίν πολλά χρόνια καί μετά τήν λήξη τοῦ ἐμφυλίου σπαραγμοῦ καί τοῦ ἀδελφοκτόνου πολέμου, σέ κάποιο χωριό, ἔγινε ἕνας φόνος, γιά πολιτικούς μᾶλλον λόγους καί ἐξαιτίας τοῦ μεγάλου φανατισμοῦ, πού ἐπικρατοῦσε ἐκείνη τήν ἐποχή. Κατηγορήθηκε, λοιπόν, κάποιος χωριανός, ὁ Πέτρος Γ. καί μέ τίς μαρτυρίες πέντε συγχωριανῶν του δικάστηκε καί καταδικάστηκε σέ 30 χρόνια φυλάκιση. Ὁ κατηγορούμενος ὅμως ἰσχυρίζετο συνεχῶς ὅτι ἦτο ἀθῶος. Κλείσθηκε σέ ἀγροτικές φυλακές, ἀλλά μέρα-νύχτα διαλαλοῦσε καί μονολογοῦσε ὅτι ἦτο ἀθῶος. Σ' αὐτές τίς φυλακές πήγαινε μιὰ φορά τόν μήνα ἕνας εὐλαβέστατος ἱερεύς καί λειτουργοῦσε στό ἐκκλησάκι πού ὑπῆρχε καί κατόπιν ἐδέχετο γιά ἐξομολόγηση ὅσους ἐκ τῶν φυλακισμένων τό ἐπιθυμοῦσαν. Ὕστερα ἀπό 5-6 μῆνες, πῆγε καί ὁ ἐν λόγω χωριανός στόν εὐλαβῆ ἐκεῖνον ἱερέα καί ἐξομολόγο, καί ἐνώπιον τοῦ Ἁγίου Θεοῦ καί μπροστά στό πετραχήλι τοῦ Πνευματικοῦ, βεβαίωνε μέ ὅρκους ὅτι ἦταν ἀθῶος.

Ἀπό τότε πού ἐξομολογήθηκε μέσα στίς φυλακές ὁ Πέτρος Γ., ἄλλαξε τελείως διαγωγή καί ἔγινε ὁ ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς καί τῆς μελέτης τοῦ Εὐαγγελίου, πού τοῦ δώρησε ἐκεῖνος ὁ καλός ἱερεύς. Μέσα σ' ἕναν χρόνο ἀλλοιώθηκε τόσο πολύ, πού ὅλοι οἱ συγκρατούμενοί του καί βαρυποινίτες ἄρχισαν νά τόν σέβωνται καί νά τοῦ φέρωνται φιλικά. Καί μέ τήν Χάρι καί τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ γρήγορα πείσθηκε ὁ εὐλαβής ἱερεύς γιά τήν ἀθωώτητά του, ὥστε τοῦ ἐπέτρεπε νά κοινωνῆ κάθε φορὰ πού λειτουργοῦσε στίς φυλακές. 

Ὁ ἱερεύς προσπάθησε κάτι νά κάμη μέσω κάποιων δικηγόρων, ἀλλά οἱ μάρτυρες ἦσαν ἀπολύτως κατηγορηματικοί, γιατί ἦσαν δῆθεν παρόντες στόν φόνο. Παρά ταῦτα ὁ Ἐξομολόγος πίστευε ὅτι ὄντως ἦτο ἀθῶος καί θύμα σκευωρίας. Ὁ Πέτρος Γ. ὄχι μόνο προσηύχετο μέ τό Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού τό ἔμαθε ἀπό τό βιβλίο «Οἱ περιπέτειες ἑνός προσκυνητοῦ», ἀλλά μελετοῦσε τό Εὐαγγέλιο καί κοινωνοῦσε τῶν ἀχράντων Μυστηρίων, σκορπώντας σέ ὅλους τοὺς συγκρατουμένους του πολλή καλωσύνη. Συγχωροῦσε δέ μέ ὅλη του τήν καρδιά καί τούς κατηγόρους του καί αὐτόν ἀκόμα τόν ἄγνωστο φονιά. Δέν φταῖνε, οἱ καημένοι, ἔλεγε. Φταίει τό πολιτικό καί ἰδεολογικό πάθος, φταίει καί ὁ διάβολος πού τούς σκοτεινίασε τό μυαλό κι ἔτσι κρύψανε τήν ἀλήθεια. Θεέ μου, συγχώρεσέ τους· καί ἀπό μένα νά 'ναι συγχωρεμένοι. καί χάρισέ τους πλούτη καί ἀγαθά πολλά, ἀλλά χάρισέ τους προπαντός καί ἰδιαιτέρως φωτισμό καί ὑγεία. 

Ἔτσι πέρασαν 19 χρόνια. Κατόπιν, λόγω τῆς καλῆς καί ἀρίστης διαγωγῆς καί ἐπειδή ἔκανε καί στίς τότε ἀγροτικές φυλακές, ὅπου ἐμειώνετο ἡ ποινή, ἀποφυλακίσθηκε. Ἦτο πλέον 50 ἐτῶν. Στό χωριό ὅμως δέν ἔγινε δεκτός, ἐπειδή τόν πίστευαν ὅλοι γιά φονιά καί κυρίως οἱ συγγενεῖς τοῦ φονευμένου. Ἔτσι, μετακόμισε σέ μία γειτονική πόλι καί ἔκαμε τόν ἐργάτη, τόν οἰκοδόμο καί κυρίως τόν μαραγκό, δουλειά πού τήν ἔμαθε στήν φυλακή. Ἡ ζωή του ὅμως ἐξακολουθοῦσε νά εἶναι ζωή ἑνός ἀληθινοῦ χριστιανοῦ, μέ τήν ἀκριβῆ συμμετοχή στά Μυστήρια, μέ τήν σωστή τήρηση τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν καί ἰδιαιτέρως μέ τήν προσευχή. Ἡ προσευχή ἦταν τό ὀξυγόνο τῆς ζωῆς του. Ἡ Εὐχή καί τό Εὐαγγέλιο ἦσαν γι' αὐτόν «ἄρτος ζωῆς» καί «ὕδωρ ζῶν». 

Μία κοπέλα 42 ἐτῶν, θεολόγος σέ κάποιο Γυμνάσιο τῆς περιοχῆς, πληροφορήθηκε ἀπό τόν Πνευματικό τῶν φυλακῶν, πού ἦτο καί δικός της Πνευματικός, τά πάντα γιά τόν Πέτρο Γ. καί ἰδιαιτέρως γιά τό πόσο ἦτο ἀφοσιωμένος στόν Χριστό καί στήν Ἐκκλησία Του. Πῆγε, τόν βρῆκε καί κατόπιν τόν ζήτησε ἡ ἴδια σέ γάμο!. Ἀπό τόν εὐλογημένο αὐτό γάμο προῆλθαν δυό παιδιά, ὑγιέστατα. 

Ὕστερα ἀπό μερικά χρόνια, στό χωριό πού ἔγινε ὁ φόνος, κάποιος ἀρρώστησε βαρειά μέ ἀνεξήγητους φοβερούς πόνους σέ ὅλο του τό σῶμα. Ἡ ἐπιστήμη μέ τούς γιατρούς καί τίς κλινικές ἐξετάσεις, πού ἦσαν προηγμένες, στάθηκαν ἀδύνατον νά τόν βοηθήσουν!!! Οὔτε κἄν τήν αἰτία δέν μπόρεσαν νά ἐντοπίσουν! 

Ἔτσι, μιὰ βραδυά στό σπίτι του, ἀφοῦ ἐπέστρεψε ἀπό τό νοσοκομεῖο, σ' αὐτήν τήν φοβερή κατάστασι, ἄρχισε νά κραυγάζη μέσα στούς φοβερούς του πόνους ὅτι αὐτός ἦτο ὁ φονιάς καί μέ τούς 4 ψευδομάρτυρες, τούς ὁποίους ἐξηγόρασε μέ μεγάλα χρηματικά ποσά, κατηγόρησαν τόν Πέτρο Γ., ποὺ συμπτωματικά περνοῦσε ἀπό ἐκεῖνο τό σταυροδρόμι, τήν ὥρα πού ἔγινε ὁ φόνος. 

Φώναξαν τόν ἀστυνόμο τοῦ τμήματος τοῦ χωριοῦ, ὑπέγραψε τήν ὁμολογία του κατονομάζοντας καί τούς 4 ψευδομάρτυρες καί συνεργούς του. Ποιά νομική διαδικασία ἀκολουθήθηκε μετά, δέν γνωρίζω. Ἡ ὁμολογία του ὅμως ἔκανε κρότο στό χωριό, προκαλώντας σύγχυσι, ταραχές καί πολλές κατάρες, οἱ ὁποῖες βάραιναν τόν φονιά. 

Παρά ταῦτα, ἡ ψυχή τοῦ φονιᾶ δέν ἔφευγε. Κι αὐτός ἐξακολουθοῦσε νά τσιρίζη καί νά κραυγάζη. Ὁ Πέτρος Γ., ὅπως ἦτο ἑπόμενον, τό ἔμαθε. Δέν κίνησε ὅμως καμιά διαδικασία γιά τήν ἀποκατάστασι τῆς τιμῆς του μέ ἀναθεώρησι τῆς δίκης, μέ μηνύσεις κατά τῶν ἐνόχων καί ἄλλων ἐνδίκων νομίμων μέσων. Ἀλλά τί ἔκανε; Πῆγε στό σπίτι τοῦ φονιά!...Οἱ πάντες πάγωσαν. Οἱ περισσότεροι χωρικοί, ὅταν τόν εἶδαν νά περνάη μέσα ἀπό τό χωριό, ἀπό τήν ντροπή τους κρύφθηκαν. Πάγωσε καί ὁ φονιάς ὅταν τόν ἀντικρυσε, καί μέ γουρλωμένα τά μάτια ἀπό τήν ἔκπληξι καί τήν φρίκη, τόν ἄκουσε νά τοῦ λέη: Γιῶργο, σέ συγχωρῶ μέ ὅλη μου τήν καρδιά. Καί σ' εὐχαριστῶ, γιατί ἤσουν ἡ αἰτία νά γνωρίσω τόν Χριστό μέ τήν Ἐκκλησία Του καί τά ἅγια Μυστήριά της. Εὔχομαι νά Τόν γνωρίσεις κι ἐσύ, μέ μετάνοια καί προσευχή! Τόν ἀγκαλίασε, τόν φίλησε καί ἔφυγε, ἐνῶ κάποια δάκρυα κρυφά ἔτρεχαν ἀπό τά μάτια του. 

Ὁ θρίαμβος τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ ἦλθε, ὕστερα ἀπό 35 χρόνια! Ἀλλά ὑπῆρξε καί θρίαμβος τῆς ἐμπιστοσύνης, τῆς πίστεως καί τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς τοῦ ἀδικημένου Πέτρου Γ. στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Καί ταυτόχρονα στέφανος δόξης στήν ὑπομονή καί μακροθυμία, πού ἔδειξε τόσα χρόνια. Εὐλογήθηκε ἡ μετέπειτα ζωή του, ὅπως προείπαμε, μ' ἕναν χριστιανικό γάμο καί μέ οἰκογένεια πού ἦτο «κατ' οἶκον ἐκκλησία» καί μέ δύο τρισευλογημένα παιδιά. Καί μάλιστα, μετά τήν ὁλοκάρδια συγχώρησι πού ἔδωσε καί τήν ἀγάπη πού ἔδειξε πρός ὅλους, πολλαπλασιάσθηκε ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ στό σπιτικό του. Εἶχε τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ πάνω του, τήν εὐλογία τῆς Παναγίας, τήν προστασία τῶν Ἁγίων καί τήν συμπαράστασι τῶν Ἀγγέλων. 

Ἐκοιμήθη ὁσιακῶς σέ ἡλικία 80 ἐτῶν, τό 1999. Παρών στήν κοίμησί του ἦτο καί ὁ ἐννενηντάχρονος ἱερεύς τῶν φυλακῶν, πού μοῦ διηγήθηκε αὐτό τό γεγονός, γιά νά μέ διαβεβαιώση ὅτι λίγο πρίν τό τέλος τοῦ Πέτρου Γ., Ἄγγελοι καί Ἀρχάγγελοι πλημμύρισαν τό δωμάτιό του, τούς ὁποίους ἔβλεπε ὄχι μόνο ὁ ψυχορραγῶν μέ τά μάτια του, ἀλλά καί ὁ ἐν λόγω ἱερεύς. Αὐτοί καί παρέλαβαν τήν ψυχή του, μετά τό τελευταῖο σημεῖον τοῦ σταυροῦ πού ἔκανε ὁ Πέτρος Γ., λέγοντας: 
- Ἄγγελέ μου! Ἄγγελέ μου!, δέν τήν ἀξίζω αὐτή τήν τιμή. Καί τοῦτο εἰπών, ἐκοιμήθη!. 

Ὁ ἄνθρωπος αὐτός, παρ' ὅλο πού ἦταν ἔγγαμος καί ζοῦσε μέσα στόν σημερινό κόσμο, μετά ἀπό τήν τεράστια καί ἄδικη δοκιμασία καί ταλαιπωρία του στήν φυλακή, μαζί μέ βαρυποινίτες, εἶχε καρπούς τῆς Εὐχῆς, τῆς θείας Κοινωνίας καί τῆς εὐαγγελικῆς ζωῆς. Ἡ ἔγγαμη ζωή του δέν τόν ἐμπόδισε νά λέγη μέρα-νύχτα τήν Εὐχή, ὅπως τήν ἔμαθε ἀπό τό βιβλίο «Οἱ περιπέτειες ἑνός προσκυνητοῦ». 

Ἀπὸ τὸ βιβλίο, Ἡ Εὐχή μέσα στόν Κόσμο, Πρωτοπρεσβυτέρου Στεφάνου Ἀναγνωστόπουλου