ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΡΩΣΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΡΩΣΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 7 Μαρτίου 2017

ΕΙΠΕ ΜΟΝΑΧΟΣ: ΕΧΕΤΕ ΠΡΟΣΕΞΕΙ ΠΩΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ ΕΜΦΑΝΙΖΟΝΤΑΙ ΚΥΡΙΩΣ ΚΟΝΤΑ ΣΤΙΣ ΜΕΓΑΛΕΣ ΕΟΡΤΕΣ;

Μας είπε μία μέρα ένας μοναχός:
Έχετε προσέξει πως οι μεγάλοι πειρασμοί εμφανίζονται κυρίως κοντά στις μεγάλες εορτές, όταν η θεία χάρις κάνει ιδιαίτερα έντονα την παρουσία της;
Για μένα μια τέτοια ημέρα έμπλεη θείας χάριτος έγινε η μέρα που τιμάμε την εικόνα της Παναγίας της Καλούγκα, όταν μαζί με τους πειρασμούς των κλοπών ανακάλυψα και κάποιες ακούσιες αμαρτίες μου.
Από τότε συνηθίζω να ευχαριστώ τον θεό για τους πειρασμούς και τις θλίψεις, αφού όπως γράφει ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος: «Εάν δεν υπομείνουμε τους πειρασμούς είναι αδύνατο να γνωρίσουμε την αλήθεια».

Νίνα Πάβλοβα «Η Ημέρα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ» Ιστορίες από τον κήπο της Όπτινα

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2017

ΤΟ ΚΑΝΔΗΛΑΚΙ

"Ψυχωφελείς ιστορίες και παραβολές 2"
Ταινία μικρού μήκους (17 min)
Η ιστορία αυτή έχει σαν θέμα της την "κατάκριση"
Μετάφραση: Ευγενία Τελιζένκο.
Επεξεργασία: Ενορία Ι. Ν. Κοιμήσεως της Θεοτόκου 40 Εκκλησιών,
Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης.




Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2017

ΚΑΝΕΙΣ ΔΕ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΩΘΕΙ ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ ΤΟΥ!

Ο Στάρετς Ζαχαρίας διηγήθηκε ένα περιστατικό, συγκινητικό για το βαθύ περιεχόμενό του, που συνέβη σε κάποιον νέο, τελείως άπειρο από ψεύδος και πονηριά και που διακρινόταν από την παιδική του ηλικία για την αγάπη του προς την αλήθεια. Εδώ φαίνεται η ψυχή ενός καθαρού και τίμιου, αλλά αγράμματου ανθρώπου με πίστη μικρού παιδιού, ακλόνητη και απλή, που είχε καρδιά και θέληση καθαρή και που αγωνιζόταν για τον Θεό, μια ψυχή που τον έκανε πράγματι λίγο μόνο παρακάτω από τους αγγέλους. Όντως είχε γίνει σοφός, ικανός να βλέπει και τα ουράνια και τα επίγεια.

Το γεγονός αυτό έλαβε χώρα στην Ρωσία, στα απόμερα βάθη της χώρας, σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μιλίων από το πιο κοντινό χωριό. Εκεί ζούσε ένας χωριάτης, ορφανός, τελείως αγράμματος, εργατικός όμως. Πάντοτε εργαζόταν και δεν πέρασε ούτε στιγμή με οκνηρία. Η ψυχή του ήταν καθαρή σαν κρύσταλλο. Σε κάθε υπόθεση πάντοτε υπήκουε στην συνείδησή του. Η συνείδησή του ήταν ευθεία, όχι όμως ασθενής, μα πραγματικά ευθεία, ευαίσθητη και αυστηρή. Με τον απλό τρόπο του δεν την κατεπάτησε ποτέ με την παρακοή και έτσι πάντοτε άκουγε την φωνή της. Εάν ένας άνθρωπος παρακούει την συνείδησή του μια φορά, δυο φορές ή και περισσότερο, τότε δεν την ακούει πια.
Ο απλοϊκός αυτός άνθρωπος τηρούσε τις νηστείες και τρεφόταν με το ελάχιστο. Ήταν πάντοτε χαρούμενος και γεμάτο ενθουσιασμό για τη ζωή. Δεν κατέκρινε κανένα ποτέ, θεωρώντας τον εαυτό του χειρότερο και κατώτερο από κάθε άλλον. Μια ημέρα, άκουσε από ένα προσκυνητή πως για να σωθεί κανείς πρέπει να αναλάβει τον σταυρό του και να ακολουθήσει τον Χριστό. Ο απλοϊκός μας άνθρωπος δεν είχε πάει ποτέ σαν μεγάλος στην εκκλησία, αφού ήταν πολύ μακριά από το χωριουδάκι που ζούσε. Είχε βαπτισθεί σαν μωρό, μα δεν το θυμόταν καθόλου.
«Πρέπει να αναλάβεις τον σταυρό σου και να ακολουθήσεις τον Χριστό». Αυτά τα λόγια ο απλοϊκός μας άνθρωπος τα εννοούσε στην κυριολεξία.
Παρήγγειλε ένα τεράστιο ξύλινο σταυρό και αποφάσισε να τον πάρει και να ακολουθήσει τον Χριστό. Η καθαρή ψυχή του ποθούσε τον Θεό, η καρδιά του διψούσε την σωτηρία, αλλά πώς να Τον ακολουθεί; Και πού; Σε ποιό δρόμο; Πού ήταν ο Χριστός; Να ο σταυρός, αλλά πού να τον πάει;
Ο απλοϊκός άνθρωπος άφησε όλα τα λίγα υπάρχοντά του και τη δουλειά του, σήκωσε τον σταυρό του πάνω στους ώμους του και ξεκίνησε. Βάδιζε, όπως λέει η παροιμία, ακολουθώντας τη μύτη του. Βάδιζε, βάδιζε για πάρα πολλή ώρα και επιτέλους, μέσα σ' ένα πυκνό δάσος, συνάντησε ένα ανδρικό μοναστήρι. Χτύπησε την πόρτα.
- «Ποιός είσαι εσύ;», ρώτησε με απορία ο πορτάρης και «πού πας με τον σταυρό σου;»
- «Να εδώ είμαι, βαστάζοντας τον σταυρό μου, αλλά δεν ξέρω πώς να φτάσω στον Χριστό, δεν θα μου δείξεις τον δρόμο;»
- «Πω, πω, βρήκαμε έναν παλαβό. Θα πάω να τα πω στον ηγούμενο».
Πήγε ο μοναχός και τα είπε στον ηγούμενο, ο οποίος έμεινε κατάπληκτος και διέταξε να του φέρουν τον απλοϊκό.
- «Μα δεν έρχεται, επιμένει να μη αφήσει τον σταυρό του και έτσι δεν μπορεί να μπει στο κελλί σας με τον σταυρό, είναι πολύ μεγάλος».
Ο ηγούμενος, λοιπόν, πήγε ο ίδιος στον απλοϊκό. Κουβέντιασε μαζί του και είδε ότι είναι ένας άνθρωπος του Θεού.
- «Λοιπόν εάν θέλεις θα σε βοηθήσουμε να φτάσεις στον Χριστό. Κι εμείς σ' Αυτόν πηγαίνουμε».
- «Τότε που είναι οι σταυροί σας;», απόρησε ο ξένος, «ξέρετε, ότι ο Κύριος δεν θα σας δεχθεί χωρίς ένα σταυρό».
- «Είναι μέσα μας. Εμείς τους βαστάμε μέσα μας», είπε ο ηγούμενος.
- «Μα πώς γίνεται αυτό;», ρώτησε με έκπληξη ο ξένος.
- «Εσύ ο ίδιος θα δεις πως. Αλλά προς το παρόν θα σου δώσω την ευχή μου να μείνεις εδώ και θα έχεις ένα διακόνημα, να καθαρίζεις μέσα στην εκκλησία. Πάρε τον σταυρό σου και φέρε τον κάτω εκεί, στην εκκλησία».
Ο απλοϊκός άνθρωπος μπήκε μέσα στην εκκλησία με πολύ φόβο και άρχισε να καθαρίζει. Σήκωσε το κεφάλι του και πάγωσε. Εκεί ψηλά επάνω του, επάνω από το Ιερό, είχε φτιαχτεί ένας μεγάλος ξύλινος σταυρός και επάνω του εικονιζόταν, σε φυσικό μέγεθος, ο Εσταυρωμένος Κύριος. Ο απλοϊκός μας δεν είχε δει ποτέ τέτοιο πράγμα. Τον κοίταζε και τον ξανακοίταζε. Καρφιά ήταν βαλμένα μέσα στα χέρια και στα πόδια, απ' όπου ανέβλυζε αίμα. Στο στήθος του, επίσης, ήταν αίμα και τραύμα. Και το κεφάλι του ήταν λουσμένο στο αίμα, το δε πρόσωπό του πρησμένο και χτυπημένο. Ποιός ήταν; Ποιός ήταν αυτός; «Άνθρωπε, ποιός είσαι; Και εσύ βάσταξες τον σταυρό σου και δεν χωρίσθηκες από αυτόν; Αλλά πώς γίνεται να είσαι κρεμασμένος στον σταυρό σου;»
Αίμα έσταξε στην καρδιά του απλοϊκού. Ένοιωσε τόση αγάπη και οίκτο γι' αυτόν που έπασχε, που του φαινόταν πως θα έδιδε και την ζωή του, εάν μονάχα θα μπορούσε να εξυπηρετήσει τον πάσχοντα και να τον βοηθήσει.
- «Αλλά πώς μπορείς να κρέμεσαι εκεί συνέχεια χωρίς τροφή; Έλα κάτω, κατέβα από τον σταυρό σου και θα σου δώσω εγώ να φας».
Γονατιστός, ο απλοϊκός άνθρωπος ύψωσε τα χέρια του και προσευχήθηκε....Προσευχήθηκε χωρίς να σταματήσει. «Κατέβα, έλα σε μένα. Δίδαξόν με πώς και πού να βαστώ τον σταυρό μου, μήπως πρέπει κι εγώ να σταυρωθώ επάνω του;».
Έτσι προσευχόταν στον Εσταυρωμένο για μερικές ημέρες και νύχτες, με όλη του την καρδιά. Και έπεσε κάτω μπροστά Του και έγινε μούσκεμα από τα δικά του τα δάκρυα. Και ο Εσταυρωμένος ακούοντας τις προσευχές, υψωμένες προς Αυτόν από τα βάθη μιας καρδιάς, κατέβηκε από τον σταυρό και δίδαξε τον απλοϊκό πώς να βαστά τον σταυρό του για να έλθει στην Βασιλεία των Ουρανών. Κανείς δεν μπορεί να σωθεί χωρίς το σταυρό του.
Ο Κύριος απεκάλυψε στον απλοϊκό το μυστήριο του Τριαδικού Θεού, το μυστήριο της αγάπης της Αγίας Τριάδος, του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. «Εγώ είμαι ο Υιός του Ουρανίου Πατρός και έχω λυτρώσει το ανθρώπινο γένος με τον Σταυρό μου. Κανείς δεν θα μπορέσει να εισέλθει στην Βασιλεία των Ουρανών χωρίς τον σταυρό του. Κανείς δεν θα δεχθεί την Χάριν του Αγίου Πνεύματος στην καρδιά του χωρίς τον σταυρό του Γολγοθά και να πλέξεις γύρω του, σαν τριαντάφυλλα, τα έργα της αγάπης».
Ο απλοϊκός τα άκουγε όλα και δέχθηκε το Άγιο Πνεύμα στην καρδιά του και ο Κύριος του απεκάλυψε πώς εντός ολίγων ημερών θα αναχωρήσει για την Βασιλεία των Ουρανών. Ο απλοϊκός μετά χαράς άρχισε να ετοιμάζεται για τον θάνατο, προσευχόμενος ακαταπαύστως και ευχαριστώντας τον Θεό για όλα. Επίσης απεκάλυψε στον ηγούμενο την ώρα του τέλους του. Ο ηγούμενος έχυσε λίγα δάκρυα και τον παρεκάλεσε να πει μερικές προσευχές στον Κύριο και γι' αυτόν. Με όλη του την καθαρή καρδιά ο απλοϊκός άρχισε να μεσιτεύει προς τον Σωτήρα για τον ηγούμενο.
- «Πάρε και αυτόν στην Βασιλεία των Ουρανών, απόλυσέ τον από την πρόσκαιρη τούτη ζωή».
- «Αλλά, γιατί πρέπει να πάρω και αυτόν; Δεν είναι ακόμα έτοιμος».
- «Ω! Πάρε τον, χάριν της αγάπης που μου έδειξε, όταν μου έδωσε διπλή μερίδα ψωμί και που το μισό έφερα σε Σένα. Κάμε αγάπη σ' αυτόν, χάριν της αγάπης που έκαμε σε μένα. Πάρε τον στην Βασιλεία των Ουρανών. Ω Κύριε, Θεέ μας, είσαι ο Σωτήρ μας, που σταυρώθηκες για χάρη μας, επάκουσον της προσευχής μου. Μη τον στερήσεις της ανεκφράστου Σου Χάριτος και χαράς».
Ο Κύριος άκουσε τις προσευχές του απλοϊκού και του απεκάλυψε την ώρα του θανάτου του ηγουμένου και ο απλοϊκός του είπε την ώρα του τέλους του. Ο ηγούμενος άρχισε να ετοιμάζεται για την μετάθεσή του στην αιωνιότητα.
Στην ορισμένη ημέρα και ώρα, ο απλοϊκός εξεδήμησε προς τον Κύριο και μετά από δυο εβδομάδες, στην ορισμένη ημέρα και ώρα, εκοιμήθη και ο ηγούμενος.

Από το βιβλίο «Ο Στάρετς Ζαχαρίας»

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2017

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΖΩΗ!

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΖΩΗ!
-παρμένο από τη Ρωσία- Ουστγιούζινα Κλαύδιγια Νικίτισνα-

Ήμουν άθεη και έβριζα πολύ και φοβερά το Θεό. Ζούσα μέσα στη ντροπή και την πορνεία και ήμουν νεκρή στη γη. Όμως ο ελεήμων Θεός δεν άφησε να χαθώ, αλλά με οδήγησε στη μετάνοια.

Στα 1961 αρρώστησα από καρκίνο και ήμουν άρρωστη τρία χρόνια. Δεν έμενα ξαπλωμένη, παρά εργαζόμουνα και έκανα θεραπεία σε γιατρούς, ελπίζοντας να βρω θεραπεία. Τους τελευταίους έξη μήνες είχα τελείως αδυνατίσει, τόσο που ούτε νερό δεν μπορούσα να πιω. Μόλις το έπινα, αμέσως το έκανα εμετό. Τότε με πήγαν στο νοσοκομείο και επειδή ήμουν πολύ ενεργητική κάλεσαν ένα καθηγητή από τη Μόσχα και αποφάσισαν να με χειρουργήσουν.

Μόλις μου άνοιξαν την κοιλιά, αμέσως πέθανα. Η ψυχή μου βγήκε από το σώμα και στέκονταν ανάμεσα σε δύο γιατρούς και εγώ με μεγάλο φόβο και τρόμο κοίταζα την αρρώστια μου. Ολόκληρο το στομάχι μου και τα έντερα μου ήταν προσβεβλημένα από καρκίνο. Στεκόμουνα και σκεπτόμουνα γιατί είμαστε δύο; Δεν είχα ιδέα ότι υπάρχει ψυχή. Οι κομμουνιστές μας φούσκωναν και μας δίδασκαν ότι η ψυχή και ο Θεός δεν υπάρχουν, ότι αυτό είναι μόνο επινόηση των παπάδων για να ξεγελάσουν το λαό και να τον κρατούν σε φόβο για κάτι που δεν υπάρχει. 

Βλέπω τον εαυτό μου που στέκεται και τον βλέπω πάλι πάνω στο χειρουργείο. Μου έβγαλαν έξω όλα τα εντόσθια και αναζητούσαν τον δωδεκαδάκτυλο. Αλλά εκεί υπήρχε μόνον πύον, τα πάντα ήταν κατεστραμμένα και χαλασμένα, τίποτε δεν ήταν υγιές. Οι γιατροί τότε είπαν: «αυτή δεν έχει με τι να ζήσει». Όλα τα έβλεπα με μεγάλο φόβο και τρόμο και πάλι σκεπτόμουνα: «Πώς και από πού είμαστε δύο;  Στέκομαι και ταυτόχρονα είμαι ξαπλωμένη; "Οι γιατροί τότε επέστρεψαν τα εντόσθιά μου όπως-όπως και είπαν ότι το σώμα μου πρέπει να δοθεί στους νέους ειδικευόμενους γιατρούς για διδασκαλία και το μετέφεραν στο νεκροστάσιο και εγώ πήγαινα κοντά τους και όλο και παραξενευόμουνα και σκεφτόμουνα πως και από πού είμαστε δύο. Εκεί με άφησαν ξαπλωμένη γυμνή, καλυμμένη ως το ύψος του στήθους με ένα σεντόνι. Μετά απ αυτό βλέπω ότι ήλθε ο αδελφός μου και έφερε το μικρό μου γιο. Ήταν έξι χρονών και ονομάζονταν Αντρούσκα (Αντρέι). Ο γιός μου πλησίασε το σώμα μου και με φίλησε στο κεφάλι . Άρχισε να κλαίει και να λέει: «Μαμά, μαμά, γιατί πέθανες; Είμαι ακόμη μικρός, πως θα ζήσω χωρίς εσένα; Πατέρα δεν έχω και συ πέθανες! Εγώ τότε τον αγκάλιασα και τον φίλησα, αλλά αυτό δεν το αισθάνθηκε ούτε το είδε ούτε με πρόσεξε, αλλά κοίταγε το νεκρό μου σώμα.

Έβλεπα επίσης πως έκλαιγε ο αδελφός μου. Μετά απ αυτό, εγώ με μιας βρέθηκα στο σπίτι μου. Ήλθε η πεθερά μου από τον πρώτο μου γάμο, η μητέρα μου και η αδελφή μου. Τον πρώτο μου σύζυγο τον εγκατέλειψα γιατί πίστευε στο Θεό. Τότε άρχισε η διανομή των πραγμάτων μου. Εγώ ζούσα πλούσια και με πολυτέλεια και όλα αυτά τα απόκτησα με αδικία και με πορνεία. Η αδελφή μου άρχισε να αφαιρεί τα πιο ωραία από τα πράγματά μου, ενώ η πεθερά ζητούσε να αφήσει και κάτι στο γιό μου. Η αδελφή μου δεν άφηνε τίποτε, αλλά επιπλέον άρχισε να εμπαίζει την πεθερά λέγοντας: «αυτό το παιδί δεν είναι από τον γιό σου και συ δεν του είσαι τίποτε». Μετά απ αυτό αυτές βγήκαν και έκλεισαν το σπίτι. Η αδελφή μου πήρε μαζί της και ένα μεγάλο μπόγο με πράγματα. Ενώ αυτές μάλωναν για τα πράγματά μου είδα γύρω μας να χορεύουν και να χαίρονται διάβολοι.   

Ξαφνικά βρέθηκα στον αέρα και βλέπω σαν να πετώ με αεροπλάνο. Αισθάνομαι ότι κάποιος με συγκρατεί και ότι υψώνομαι όλο και πιο πολύ. Βρέθηκα πάνω από την πόλη ΜΠΑΡΝΑΟΥΛ. Μετά βλέπω ότι η πόλη χάθηκε. Έγινε σκοτάδι. Μετά απ αυτό άρχισε πάλι να έρχεται φως και στο τέλος φώτισε τελείως και το φως ήταν πάρα πολύ ισχυρό που δεν μπορούσα να το κοιτάξω. Με τοποθέτησαν σε μαύρη πλάκα ενάμιση μέτρου. Έβλεπα δένδρα με πολύ χοντρούς κορμούς και πανέμορφο ποικιλόχρωμο φύλλωμα. Ανάμεσα στα δένδρα υπήρχαν σπίτια και μάλιστα όλα καινούργια, αλλά δεν είδα ποιοι ζούσαν σ αυτά. Στην κοιλάδα αυτή είδα πλούσιο πράσινο χορτάρι και σκέφτηκα: που βρίσκομαι εγώ τώρα; Αν βρίσκομαι στη γη τότε γιατί δεν υπάρχουν εδώ επιχειρήσεις, εργοστάσια ούτε άλλα κτίρια, γιατί δεν υπάρχουν δρόμοι ούτε συγκοινωνία; Τι μέρος είναι ετούτο εδώ χωρίς ανθρώπους και ποιος τέλος πάντων ζει εδώ; Λίγο πιο πέρα είδα να περπατάει μια ωραία υψηλή γυναίκα με βασιλικά φορέματα κάτω από τα οποία φαίνονταν τα δάκτυλα των ποδιών. Περπατούσε τόσο ανάλαφρα που από τα πόδια δεν λύγιζε ούτε το χορτάρι. Κοντά της πήγαινε ένας νεαρός που είχε ύψος ως τους ώμους της. Είχε κρυμμένο το πρόσωπο του με τα χέρια του και για κάτι έκλεγε πολύ και πικρά και παρακαλούσε, αλλά για ποιο λόγο δεν μπορούσα να ακούσω. Σκέφτηκα ότι είναι ο γιος της και μέσα μου διαμαρτυρήθηκα γιατί δεν τον λυπάται και δεν του εκπληρώνει το αίτημα. Αυτός έκλεγε και θρηνούσε και εκείνη δεν του εκπλήρωνε την αίτηση. (Σημείωση: Από όλα φαίνεται ότι αυτός ο νεαρός ήταν άγγελος φύλακας αυτής της νεκρής γυναίκας. Φαίνεται επίσης πόσο ενδιαφέρονται οι άγιοι άγγελοι για μας και τις ψυχές μας, αλλά εμείς δεν το βλέπουμε. Παραπέρα φαίνεται και αυτών το αίτημα είναι ανεκπλήρωτο, αν ο θάνατος μας βρει αμαρτωλούς και αμετανόητους). Όταν αυτοί με πλησίασαν, ο νεαρός έπεσε μπροστά στα πόδια της και άρχισε να την παρακαλεί εντονότερα και να οδύρεται και να της ζητεί κάτι. Εκείνη κάτι του απάντησε, αλλά δεν μπόρεσα να καταλάβω τι. (Σημείωση: Είχα την ευκαιρία και από άλλες πηγές να γνωρίσω πως και πόσο πικρά κλαίει ο άγ. Άγγελος φύλακας όταν αυτός που του δόθηκε για φύλαξη δεν υπακούει στην αγία Εκκλησία και στην αγία πίστη, χάνοντας την ψυχή του για πάντα). Όταν αυτοί με πλησίασαν ήθελα να τη ρωτήσω: «που βρίσκομαι;» Τη στιγμή εκείνη η γυναίκα αυτή σταύρωσε τα χέρια στο στήθος, ύψωσε τα μάτια προς τον ουρανό και είπε : «Κύριε, που θα πάει αυτή έτσι;». Εγώ τότε έτρεμα και μόλις τώρα κατάλαβα ότι είχα πεθάνει, ότι η ψυχή μου βρίσκονταν στον ουρανό και το σώμα έμεινε στη γη. Τότε άρχισα να κλαίω και να οδύρομαι και ακούω φωνή που λέει: «επιστρέψτε την στη γη για τις αγαθοεργίες του πατέρα της». Άλλη φωνή απάντησε: «βαρέθηκα την αμαρτωλή και διεφθαρμένη ζωή της. Εγώ ήθελα να την εξαφανίσω από προσώπου γης χωρίς μετάνοια, αλλά με παρακάλεσε γι αυτήν ο πατέρας της. Δείξε της το μέρος για το οποίο άξιζε».

Αμέσως βρέθηκα στον Άδη. Τότε άρχισαν να έρπουν μέχρις εμένα φοβερά πυρακτωμένα φίδια με μακριές γλώσσες που ξερνούσαν φωτιά και άλλες αποκρουστικές βρωμιές. Η βρώμα ήταν αβάσταχτη. Αυτά τα φίδια τυλίχθηκαν γύρω μου και ταυτόχρονα από κάπου παρουσιάστηκαν σκουλήκια χοντρά ίσαμε το δάκτυλο με ουρές που κατέληγαν σε βελόνες και άγκιστρα. Αυτά έμπαιναν σε όλα τα ανοικτά μου μέρη, στα αυτιά, στα μάτια, στη μύτη, κ.λ.π. και έτσι με βασάνιζαν και εγώ κραύγαζα όχι με την φωνή μου. Αλλά εκεί δεν υπήρχε από πουθενά ούτε βοήθεια ούτε έλεος από κανένα. Εκεί είδα πως παρουσιάστηκε η γυναίκα που πέθανε από άμβλωση και άρχισε να παρακαλεί τον Κύριο για έλεος. ΑΥΤΟΣ της απάντησε: «εσύ στην γη δεν με αναγνώριζες, σκότωνες τα παιδιά στην κοιλιά σου και επί πλέον έλεγες στους ανθρώπους: δεν πρέπει να γεννάτε παιδιά, τα παιδιά είναι περιττά». Σε μένα δεν υπάρχουν, δεν υπάρχουν περιττά. Σε μένα υπάρχουν τα πάντα και για όλους αρκετά.

Σε μένα ο Κύριος είπε: «Εγώ σου έδωσα την αρρώστια για να μετανοήσεις, αλλά εσύ με έβριζες ως το τέλος της ζωής και δεν Με αναγνώριζες και για τον λόγο αυτό και εγώ δεν σε αναγνωρίζω! Πως στη γη έζησες χωρίς τον Κύριο Θεό, έτσι και εδώ θα ζήσεις!».

Ξαφνικά όλα μεταστράφηκαν και εγώ κάπου πέταξα. Η βρώμα χάθηκε, χάθηκε και ο δυνατός οδυρμός και εγώ ξαφνικά είδα την εκκλησία μου που ενέπαιζα. Άνοιξε η πύλη και από αυτή βγήκε ιερέας ντυμένος στα άσπρα. Αυτός στέκονταν με σκυμμένο το κεφάλι και κάποια φωνή με ρωτάει: «ποιος είναι αυτός;». Εγώ απάντησα: «ο ιερέας μας». «Εσύ έλεγες ότι είναι χαραμοφάης, αυτός δεν είναι χαραμοφάης, αλλά πραγματικός ποιμένας, δεν είναι μισθοφόρος.

Γνώριζε πως αν και είναι κατά το βαθμό μικρός, συνηθισμένος ιερέας, υπηρετεί Εμένα, μάθε ακόμη και τούτο: αν δεν σου διαβάσει αυτός την ευχή της εξομολόγησης, εγώ δεν θα σε συγχωρήσω»! Τότε άρχισα να παρακαλώ: «Κύριε, γύρισέ με στη γη, έχω ένα μικρό γιο». Ο Κύριος είπε: «ξέρω ότι έχεις μικρό γιο, είναι κρίμα γι αυτόν». «Κρίμα», απάντησα εγώ. Τότε Εκείνος αποκρίθηκε: «Εγώ σας λυπούμαι όλους και τρεις φορές σας λυπούμαι. Όλους σας περιμένω πότε θα ξυπνήσετε από το αμαρτωλό όνειρο, να μετανοήσετε και να έλθετε στον εαυτό σας;».

Εδώ τώρα εμφανίστηκε εκ νέου η Μητέρα του Θεού, που νωρίτερα την αποκαλούσα γυναίκα και πήρα το θάρρος να τη ρωτήσω: «Υπάρχει εδώ σε σας παράδεισος;». Αντί για απάντηση μετά απ' αυτές τις λέξεις, ξαναβρέθηκα στην κόλαση στον Άδη. Τώρα ήταν χειρότερα από ότι την προηγούμενη φορά. Έτρεξαν ολόγυρά μου οι δαίμονες με καταλόγους και μου έδειχναν τα αμαρτήματά μου και φώναζαν: «εσύ μας υπηρέτησες όταν ήσουν στη γη»! Άρχισα να διαβάζω τα αμαρτήματά μου, όλα μου τα έργα μου που ήταν γραμμένα με μεγάλα γράμματα και ένοιωσα φοβερό φόβο. Από τα στόματά τους έβγαινε φωτιά. Οι δαίμονες με κτυπούσαν στο κεφάλι. Πάνω μου έπεφταν και κολλούσαν πυρακτωμένες σπίθες από φωτιά και με έκαιγαν. Γύρω μου ακούονταν φοβερός θρήνος και κοπετός πολλών ανθρώπων.

Όταν το πυρ δυνάμωνε έβλεπα τα πάντα γύρω μου. Οι ψυχές είχαν φοβερή όψη, ήταν σακατεμένες με τεντωμένους λαιμούς και πρησμένα μάτια. Μου έλεγαν ότι είσαι συντρόφισσα (φαίνεται ότι ήταν κομουνίστριες) και είσαι υποχρεωμένη να ζήσεις μαζί μας. Όπως εσύ έτσι και εμείς όταν είμαστε στη γη δεν αναγνωρίζαμε το Θεό, τον βρίζαμε και κάναμε κάθε κακό, την πορνεία, την υπερηφάνεια και άλλα και ποτέ δεν μετανοήσαμε. Όσοι αμάρτησαν, αλλά μετάνιωσαν, πήγαιναν στη εκκλησία, προσεύχονταν στο Θεό, ελεούσαν τους φτωχούς και βοηθούσαν όσους βρίσκονταν σε ανάγκη και κακοτυχία, αυτοί είναι εκεί πάνω. (Σημείωση: δηλαδή στο παράδεισο, τον οποίο αυτοί εδώ δεν ήθελαν ούτε να μνημονεύσουν).

Εγώ φοβήθηκα φοβερά από αυτά τα λόγια, μου φαίνονταν ότι ήδη βρισκόμουνα εδώ στον Άδη ολόκληρη ζωή και αυτοί μου λένε ότι θα ζήσω μαζί τους αιώνια.

Μετά από αυτό εμφανίστηκε εκ νέου η Μητέρα του Θεού και έγινε φως, οι δαίμονες τράπηκαν σε φυγή και οι ψυχές που βασανίζονται στην κόλαση άρχισαν να φωνάζουν και να την ικετεύουν για έλεος: «Ουράνια βασίλισσα, μη μας αφήνεις εδώ» φώναζαν. «Καιγόμαστε Μητέρα του Θεού και δεν υπάρχει ούτε σταγόνα νερό»! Εκείνη έκλαιγε και μέσα από το κλάμα έλεγε: «Όσο ζούσατε στη γη δε με αναγνωρίζατε και δε μετανοούσατε για τις αμαρτίες σας στον Γιο Μου και Θεό σας και Εγώ τώρα δεν μπορώ να σας βοηθήσω, βοηθώ μόνο αυτούς για τους οποίους παρακαλούν οι συγγενείς και για τους οποίους προσεύχεται η αγία εκκλησία». Μετά απ αυτό εμείς αρχίσαμε να υψωνόμαστε και από κάτω αναδίδονταν δυνατή κραυγή φωνών: «Μητέρα του Θεού μη μας αφήνεις».

Ξανά υπήρχε σκοτάδι και εγώ βρέθηκα στην ίδια πλάκα. Σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος η Μητέρα του Θεού ύψωσε τα μάτια στον ουρανό και άρχισε να προσεύχεται λέγοντας: «τι να κάνω μ αυτήν, που να την βάλω; Μια φωνή απάντησε : «αφήστε την από τα μαλλιά στη γη». «Μα αυτή είναι κουρεμένη;». Η φωνή είπε πάλι: «Πιάστε την από τα μαλλιά». Τότε η Μητέρα του Θεού έφυγε ήσυχα, η πόρτα της μισάνοιξε έτσι που πίσω απ' αυτήν δεν έβλεπα τίποτε. Κατόπιν επέστρεψε κρατώντας τα μαλλιά μου στα χέρια της και από κάπου εμφανίστηκαν 12 άμαξες χωρίς τροχούς, κινούνταν σιγά και εγώ τις ακολουθούσα. Η Μητέρα του Θεού μου έδωσε τα μαλλιά, αλλά εγώ δεν αντιλήφθηκα ότι με άγγιξε. Άκουσα μόνο όταν είπε ότι η δωδέκατη άμαξα δεν έχει πάτο. Φοβόμουν να καθίσω σ' αυτήν, αλλά η Μητέρα του Θεού με έσπρωξε στη γη απ' αυτή.

Μετά απ αυτό εγώ συνήλθα και ενσυνείδητα στεκόμουν και κοίταζα. Ήταν μιάμιση η ώρα το απόγευμα. Μετά από κείνο το φως που είδα εκεί όλα στη γη μου φαίνονταν άσχημα και δεν μου άρεσε που ήμουν στη γη, αλλά τι να κάνω. Τώρα είπα μόνη μου στην ψυχή μου: «πήγαινε στο σώμα»! Τότε βρέθηκα πάλι στο νοσοκομείο και πήγαμε στο ψυγείο που φύλαγαν τα πτώματα. Αυτό ήταν κλειστό, αλλά εγώ μπήκα μέσα χωρίς κώλυμα και είδα το νεκρό μου σώμα: Το κεφάλι μου ήταν γυρισμένο λίγο προς τα πλάγια, ενώ η μέση μου πιέζονταν από νεκρούς. Μόλις η ψυχή μου μπήκε στο σώμα, αμέσως αισθάνθηκα ισχυρό ψύχος. Κάπως απελευθέρωσα την πιεσμένη μέση μου, διπλώθηκα και έσφιξα τα γόνατα με τα χέρια. Τη στιγμή εκείνη έβαλαν μέσα το νεκρό σώμα κάποιου ανθρώπου και όταν άναψαν το φως με είδαν σκυμμένη, ενώ εκείνοι συνήθως βάζουν όλους τους νεκρούς με το πρόσωπο προς τα πάνω. Βλέποντάς με έτσι οι νοσοκόμοι φοβήθηκαν και από το φόβο διασκορπίστηκαν. Επέστρεψαν με δύο γιατρούς, που αμέσως διέταξαν να ζεσταθεί το μυαλό μου με λάμπες. Στο σώμα μου υπήρχαν οκτώ τομές (μάθαιναν πάνω σ αυτό): τρεις στο στήθος και οι υπόλοιπες στην κοιλιά. Δύο ώρες μετά το ζέσταμα του κεφαλιού άνοιξα τα μάτια και μόλις μετά από 12 μέρες μίλησα.

Το πρωί μου έφεραν πρωινό τηγανίτες με βούτυρο και καφέ (ήταν μέρα νηστείας), αλλά δεν ήθελα να φάω και τους είπα ότι δε θα φάω. Οι νοσοκόμοι έφυγαν πάλι και όλοι στο νοσοκομείο άρχισαν να με προσέχουν. Ήλθαν οι γιατροί και με ρώτησαν γιατί δεν θέλω να φάω. Τους απάντησα: «καθίστε και θα σας διηγηθώ τι είδε η ψυχή μου. Όποιος δεν νηστεύει τις μέρες της νηστείας, αυτός θα φάει βρωμερά και σιχαμερά πράγματα. Γι αυτό σήμερα δε θα φάω όπως και σ' όλες τις νηστείες δε θα αρτυθώ». Οι γιατροί από την έκπληξη, τη μια κοκκίνιζαν την άλλη κιτρίνιζαν και οι ασθενείς με άκουγαν προσεκτικά. Κατόπιν συγκεντρώθηκαν πολλοί γιατροί και εγώ τους είπα ότι τίποτε πλέον δεν με πονάει. Τότε άρχισε να έρχεται σε μένα κόσμος και μάλιστα πολύς και εγώ σε όλους διηγιόμουνα και έδειχνα τις πληγές. Η αστυνομία άρχισε να διώχνει τον κόσμο και μένα με μετέφεραν σε άλλο νοσοκομείο. Εκεί ανάρρωσα τελείως και παρακάλεσα τους γιατρούς να με γιατρέψουν όσο το δυνατό νωρίτερα τις τομές που μου έκαναν μαθαίνοντας πάνω μου. Τότε με έβαλαν πάλι στο χειρουργικό τραπέζι και όταν οι γιατροί άνοιξαν την κοιλιά μου είπαν : «Γιατί χειρουργήσανε τελείως υγιή άνθρωπο;». Εγώ τότε τους ρώτησα: «Ποια είναι η αρρώστια μου;» Αυτοί μου απάντησαν : «Τα εντόσθιά σας είναι υγιή και καθαρά όπως του παιδιού». Τους είπα ότι τα μάτια μου ήταν δεμένα κατά τη διάρκεια της εγχείρησης, αλλ’ ότι, παρ όλα αυτά, είδα το εσωτερικό μου στον καθρέπτη του ταβανιού. Ήλθαν και οι γιατροί που έκαναν την εγχείρηση και όταν πλησίασαν είπαν: «Που είναι η αρρώστια της; τα εντόσθιά της ήταν όλα διαλυμένα και προσβεβλημένα από τον καρκίνο και τώρα είναι τελείως υγιή». Τους απάντησα: ο ΚΥΡΙΟΣ ο ΘΕΟΣ φανέρωσε το έλεός του πάνω σε μένα την αμαρτωλή, για να ζήσω ακόμη και μαρτυρήσω στους άλλους ό,τι είδα και ό,τι μου συνέβη. ΕΚΕΙΝΟΣ, ο ΚΥΡΙΟΣ ο ΘΕΟΣ πήρε ότι κατεστραμμένο ήταν μέσα μου και μου έδωσε υγιή, σε όλους θα το διηγούμαι, ώσπου να πεθάνω. Κατόπιν είπα στο γιατρό: «Βλέπεις πως γελαστήκατε;» και εκείνος απάντησε ότι «τίποτε δεν ήταν υγιές μέσα σου». «Τι νομίζετε τώρα;» τον ρώτησα εγώ. Απάντησε: «σε αναγέννησε ο ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ!» Τότε του απάντησα: «Αν πιστεύετε σ' αυτόν κάντο τον σταυρό σας και παντρευτείτε στην εκκλησία». Ο γιατρός κοκκίνισε γιατί ήταν Εβραίος. Πρόσθεσα ακόμη: γίνου αρεστός στον Κύριο το ΘΕΟ.

Κατόπιν άφησα το νοσοκομείο, κάλεσα τον ιερέα που νωρίτερα ενέπαιζα και του έκανα επιθέσεις, αποκαλώντας τον χαραμοφάη. Του διηγήθηκα όλα όσα μου συνέβησαν, εξομολογήθηκα και μετάλαβα των αγίων του Χριστού μυστηρίων. Τον κάλεσα και ευλόγησε το σπίτι μου, γιατί ως τώρα σ αυτό βασίλευε η αμαρτία, η μικρότητα, το μεθύσι, ο εμπαιγμός και η μάχη.

Τώρα εγώ η αμαρτωλή ΚΛΑΥΔΙΑ που είμαι 40 χρονών με την βοήθεια του Θεού και της Ουράνιας Βασίλισσας, ζω χριστιανικά. Πηγαίνω τακτικά στη εκκλησία, στο ναό του Θεού και ο Κύριος με βοηθάει. Από όλες τις μεριές του κόσμου με επισκέπτονται άνθρωποι και εγώ διηγούμαι σε όλους όσα μου συνέβησαν, είδα και άκουσα. Με τη βοήθεια του Θεού τους δέχομαι όλους, διηγούμαι σε όλους τι ήμουν πριν, τι μου συνέβη τώρα και για ποιο λόγο είμαι τώρα πιστή.

Ας είναι δοξασμένος ο Κύριος ο Θεός! Όλους τους συμβουλεύω να προσέχουν πως ζουν, γιατί πράγματι υπάρχει άλλος κόσμος και άλλη ζωή και ότι ο καθένας θα δώσει λόγο για τα γήινα έργα του και ότι ανάλογα μ' αυτά θα έχει πλήρως δίκαια ανταμοιβή ή τιμωρία και μάλιστα αιώνια. Να ζήτε όλοι χριστιανικά και κατά ΘΕΟΝ. ΑΜΗΝ.

Ουστγιούζινα Κλαύδιγια Νικίτισνα. 

ΕΚΔΟΣΕΙΣ " ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ 

Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2017

Ο ΟΣΙΟΣ ΣΙΩ, Ο ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΓΑΪΔΟΥΡΑΚΙΑ

Στην περιοχή του Μγβίμε, όπου ασκήτευε ο Όσιος Σίω ο Σπηλαιώτης, τα θηρία, και κυρίως οι λύκοι, κατασπάραζαν συχνά τα ζώα των ανθρώπων, που έφθαναν ως εκεί ζητώντας θεραπεία, αλλά και τα γαϊδουράκια, πού είχαν οι ασκητές, για να μεταφέρουν διάφορα φορτία.
Ο Όσιος Σίω, βλέποντας τόσο τους προσκυνητές όσο και τους μοναχούς να θλίβονται για την απώλεια των υποζυγίων τους, προσευχήθηκε στον Κύριο, να οδηγήσει μπροστά του όλα τα άγρια ζώα που ζούσαν στον Μγβίμε.

Μόλις τελείωσε την παράκληση του και βγήκε από την σπηλιά του, αντίκρισε αναρίθμητα θηρία, μικρά και μεγάλα, να στέκονται εκεί, με σκυμμένα τα κεφάλια, σαν να περίμεναν κάποια εντολή του.
– Ακούστε τι θα σας πω, άρχισε να τα νουθετεί ο Όσιος. Ο Χριστός γνωρίζει πως η καρδιά μου πονά για σας. Αυτή η έρημος όμως θα γεμίσει ανθρώπους, που θα δοξολογούν τον Θεό, γι’ αυτό πρέπει να πάτε σε άλλον τόπο. Μόνο ένα από σας θα μείνει εδώ, για να βόσκει τα γαϊδουράκια των αδελφών. Έτσι θα εξιλεωθείτε για τις ζημιές που κάνατε.

Σε λίγα λεπτά όλα τα θηρία είχαν εξαφανιστεί, εκτός από έναν λύκο, που έμεινε ακίνητος μπροστά στον Όσιο, κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
– Στον όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, είπε εκείνος, σε προστάζω από σήμερα να φυλάς τα υποζύγια των αδελφών. Κάθε πρωί θα τα οδηγείς στην βοσκή και κάθε βράδυ θα τα φέρνεις πίσω. Θα τρως ότι τρώμε κι εμείς. Ζώο ή άνθρωπο δεν θα πειράξεις. Εμπρός, δουλειά τώρα.

Από τότε ο λύκος, ημερωμένος και υποταγμένος στον Όσιο, έβοσκε τα γαϊδουράκια. Σάρκα δεν γεύθηκε ποτέ. Κάθε πρωί έτρωγε ψωμί μουσκεμένο σε νερό, το ίδιο και το βράδυ. Ύστερα πήγαινε στην φωλιά του -μια τρύπα σκαμμένη από τον Όσιο Σίω δίπλα στην σπηλιά του- όπου περνούσε την νύχτα.
Πέρασαν έτσι έξι χρόνια. Μια μέρα ο λύκος έφερε πίσω τα ζώα νωρίτερα από την συνηθισμένη ώρα και άρχισε ν’ αλυχτά παράξενα. Οι Πατέρες δεν άργησαν να διαπιστώσουν πώς έλειπε ένα γαϊδουράκι, που ανήκε στον μοναχό Κόνωνα. Πιστεύοντας ακράδαντα πώς ο λύκος είχε φάει τον ζώο του, ο Κόνων έτρεξε στην σπηλιά του Οσίου.
 Γέροντα, εξιλεωθείτε αιτίας σου έχασα τον γάιδαρο μου, ξέσπασε θυμωμένος.

Ο πραότατος Σίω δεν ταράχθηκε από την απρεπή συμπεριφορά του υποτακτικού του. Στο μεταξύ ο λύκος είχε πλησιάσει κοντά τους. Τους κοιτούσε και κουνούσε την ουρά του, σαν να ήθελε κάτι να τους πει. Βλέποντας όμως πώς δεν τον καταλάβαιναν, άρπαξε το ραβδί του Κόνωνα με τα δόντια του κι άρχισε να τον τραβά επίμονα.
Τον ακολούθησαν και σε λίγο βρέθηκαν επάνω από ένα βάραθρο. Έσκυψαν με προσοχή και είδαν στο βάθος του το γαϊδουράκι να κείτεται νεκρό μέσα σε μια λίμνη αίματος. Ήταν φανερό ότι είχε τσακιστεί στο γκρεμό.
Ο Κόνων, μετανοημένος, ζήτησε με δάκρυα συγγνώμη από τον Γέροντα. Ύστερα από αυτό το γεγονός ο Όσιος είπε στον λύκο:

Αρκετά μας υπηρέτησες. Σ’ ευχαριστούμε για τους κόπους σου. Πήγαινε πια να βρεις τους συντρόφους σου. Τα γαϊδουράκια θα τα βόσκουν από δω και πέρα οι αδελφοί.

ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2016

ΟΤΑΝ ΦΑΝΕΡΩΘΗΚΕ Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΕ ΜΙΑ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΗΘΟΠΟΙΟ

Ονομάζεται Λιούμποβ Σοκόλοβα. Παρότι είναι γνωστή για δευτερεύοντες κυρίως ρόλους θεωρείται μία από τις μεγάλες ηθοποιούς του σοβιετικού και ρωσικού κινηματογράφου.
Γεννήθηκε σε μία οικογένεια εργατών στο Ιβάνοβο το 1921. Κοινωνική, γενναιόδωρη και ασυμβίβαστη, η Λιούμπον Σοκόλοβα κατάφερνε πάντα να εισάγει ακτίδες ειλικρίνειας και αλήθειας ακόμη και στις ταινίες που υπόκεινταν στους κομμουνιστικούς κανόνες. Είναι αλήθεια πως οι μεγάλοι κινηματογραφιστές της ρωσικής σχολής την υποστήριξαν στους ελιγμούς της ανάμεσα στους σκοπέλους της λογοκρισίας, αποδεικνύοντας πως το ταλέντο είναι ανώτερο από τους ιδεολογικούς περιορισμούς.
Μέχρι το 2001- ημερομηνία του θανάτου της- έπαιξε σε πάνω από 370 ταινίες.
Εδώ όμως δεν θα μιλήσουμε για την νίκη του ταλέντου επί της ιδεολογίας, αλλά για το πως η Θεία Πρόνοια οδήγησε τα βήματά της σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς. Αλλά και για την ευτυχία..

Ήταν το 1941 και μόλις είχε παντρευτεί στο Λένινγκραντ. Ο σύζυγός της ήταν τόσο ερωτευμένος που την ανέβαζε αγκαλιά μέχρι τον 6ο όροφο, σε μία πολυκατοικία χωρίς ανελκυστήρα, θυμάται η Λιούμποβ. Εδώ τους βρήκε ο πόλεμος. Για να συντηρηθεί εργάζονταν σ' ένα εργοστάσιο μαζί με την πεθερά της. Η πολιορκία της πόλης δεν είχε αρχίσει αλλά υπήρχαν πολλές δυσκολίες.
Ακριβώς την ημέρα των γενεθλίων της, στις 31 Ιουλίου 1941, ενώ περπατούσε στον δρόμο μαζί με την πεθερά της, την πλησίασε ένας γέρος με καστανά μάτια και κοντό μούσι και της είπε:«Θα φας τόσο ψωμί (και της έδειξε το χέρι του, εννοώντας  ψίχουλα) αλλά θα ζήσεις πολύ και θα είσαι ευτυχισμένη. Εμένα με λένε Νικόλαο. Εάν θα έχεις κάποια ανάγκη να μου ζητήσεις. Ο καθένας ξέρει να σου πει που μπορείς να με βρεις. Να μάθεις όμως το ''Πάτερ Ημών''... και μερικές ακόμη λέξεις»

Μου ψιθύρισε τότε κάποιες λέξεις στα γερμανικά. Έπειτα απομακρύνθηκε και χάθηκε σαν να έλιωσε! διηγείται η ηθοποιός στην Όλγα Σουμεάτσκαια, η οποία το 2011 επιμελήθηκε ένα ντοκυμαντέρ με θέμα την ζωή της Σοκόλοβα.

«Είσαι τυχερή Λιούμπα! Σου φανερώθηκε ο Άγιος Νικόλαος ο θαυματουργός» μου είπε η πεθερά μου. Εγώ δεν ήξερα από τέτοια πράγματα, ήμουν είκοσι ετών. Την φράση στα γερμανικά όμως την συγκράτησα. Έπειτα ήλθε ο αποκλεισμός της πόλης, η πείνα. Άνθρωποι πέθαιναν στους δρόμους... ήταν φρικιαστικό. Κοντά στο Λένινγκραντ όμως έμεναν Γερμανοί. Όχι φασίστες. Από τους δικούς μας. Άρχισα να πηγαίνω σε αυτούς. Τους έλεγα εκείνες τις λέξεις, μου έδιναν ένα φτυάρι και εγώ έσκαβα τον κήπο τους. Σε αντάλλαγμα μου έδιναν πατάτες, κρεμμύδια, γάλα... Τα έφερνα σπίτι και η πεθερά μου έλεγε: «Λιούμπα, εσύ έγινες η τροφέας μας». Έπειτα ο σύζυγός μου και η πεθερά μου πέθαναν από την πείνα.

 Η Λιούμποβ θα είχε την ίδια τύχη αλλά ως εκ θαύματος κατάφερε να ξεφύγει από τον αποκλεισμό, πιάνοντας έναν διάδρομο εκκένωσης. Έπειτα τελείωσε τις σπουδές της στην ηθοποιία. Έκανε ντεμπούτο με την πολεμική ταινία ''Διήγηση για έναν αληθινό άνθρωπο''(1948) και ακολούθησαν προτάσεις από πολλούς μεγάλους σκηνοθέτες.

Εξαιτίας των τραυμάτων από τον πόλεμο δεν επιθυμεί να ξαναπαντρευτεί. Το 1958 γνωρίζει τον μεγάλο έρωτα και παντρεύεται τον σκηνοθέτη Γκεόργκι Ντανέλια, ο οποίος βρισκόνταν στην αρχή της καριέρας του. Στα 38 της χρόνια γέννησε έναν γιό, τον Νικόλαο, ο οποίος θα γίνει και αυτός ηθοποιός. Αρνήθηκε πολλούς μεγάλους ρόλους για να αφιερωθεί στην ανατροφή του γιού της. Ο Νικόλαος πέθανε στα 26 του χρόνια κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, αφήνοντας πίσω του την σύζυγο και δύο κόρες. Για να ξεχάσει τον πόνο της αφιερώνεται στην δουλειά της. Μετά από λίγο καιρό την εγκαταλείπει και ο σύζυγός της για μία άλλη γυναίκα. Συνέχισε να δουλεύει ασταμάτητα στο θέατρο, στο ραδιόφωνο στον κινηματογράφο.

Παρότι ήταν το αντίθετο του βεντετισμού, το κοινό ήταν το μόνο που έμεινε κοντά της πιστό. Την λάτρευε. Ποτέ δεν δέχονταν αρνητικούς ρόλους, θέλοντας να μεταδίδει μόνο αισθήματα θετικά. Οι ερμηνείες της ήταν πάντοτε συγκλονιστικές. Πολλοί θεωρούν ότι είχε μία μοίρα τραγική. Ο Άγιος Νικόλαος όμως την ονόμασε ευτυχή...

Απόδοση στα ελληνικά π. Γεώργιος Κονισπολιάτης

Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2016

ΡΩΣΙΑ: ΤΟ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ 12ΧΡΟΝΟΥ ΑΓΟΡΙΟΥ

Ένα αγόρι δώδεκα ετών πέθανε στην ενορία του π. Αλεξίου στη Ρωσία. Στη ζωή του το παιδί αυτό ήταν ιδιαίτερα ήσυχο και το σκέπαζε ή χάρη του Θεού.
Ήταν σαν άγγελος και όλοι το θεωρούσαν έτσι. Παντού όπου στεκόταν μετέδιδε γαλήνη.
Αν σε μια παρέα ακουγόταν σφοδρή συζήτηση ή τσακωμοί, το παιδί στεκόταν σ’ αυτή σιωπηλά, χωρίς να πει ούτε μια λέξη! Αλλά από τα αγνά του μάτια πεταγόταν σαν ένα ουράνιο φώς και όταν οι μεγάλοι καταλάβαιναν ότι είναι δίπλα τους ό άγγελος αυτός, σταματούσαν αμέσως το μάλωμα. Και όταν γινόταν τελεία ησυχία στην παρέα, το παιδί χαμογελούσε αγνά και πήγαινε άλλου.
Οι άνθρωποι παρατηρούσαν ότι το παιδί αυτό δεν πήγαινε ασκόπως πέρα δώθε, όπως τα άλλα παιδιά, αλλά πήγαινε και στεκόταν εκεί που ήσαν τσακωμοί και σφοδρές συζητήσεις για να τις καθησυχάσει. Για να αποκατασταθεί κάπου ή ειρήνη ήταν αρκετό να παρουσιαστεί το παιδί αυτό, γι’ αυτό και το έλεγαν αγγελούδι τους. Και πραγματικά είχε αγγελική εμφάνιση. Τα μαλλάκια του, τα μάτια του, το χαμόγελο του το παρουσίαζαν σαν άγγελο. Όταν χαμογελούσε έλαμπε. Οι γονείς του ήσαν απλοί χωρικοί άνθρωποι και το υπεραγαπούσαν. Αλλά και όλοι στο χωριό υπεραγαπούσαν αυτό το αγόρι-το αγαπούσαν περισσότερο ακόμη και από τα δικά τους παιδιά.
Κάποτε στο χωριό έγινε μια μεγάλη πανήγυρη. Με την ευκαιρία της πανήγυρης αυτής, που κράτησε πολύ, οι χωρικοί κάτοικοι του χωρίου μέθυσαν. Μετά το μεθύσι έγιναν πολλές αμαρτίες και ασωτίες στο χωριό. Γι` αυτόν τον λόγο το παιδί, για το οποίο μιλήσαμε, αρρώστησε σοβαρά από στενοχώρια και σε λίγες μέρες πέθανε.
Όταν διαδόθηκε στο χωριό το νέο του θανάτου του παιδιού, τότε οι χωρικοί ξύπνησαν από τη μέθη της ασωτίας τους, σκέφτηκαν σοβαρά και ξέσπασαν σε θρήνο. Κάθε ένας κατηγορούσε τον εαυτό του για τον θάνατο τού παιδιού και θεωρούσε τον θάνατο του σαν μια τιμωρία για την δική του ακολασία. Γερόντισσες γυναίκες οδύρονταν γι` αυτό το κακό και όλο το χωριό συγκεντρώθηκε στο σπίτι των γονέων τού παιδιού με βαθειά μετάνοια για τις παραβάσεις τους.
Το αγόρι ήταν ξαπλωμένο στο φέρετρο σαν ζωντανό• ένα χαμόγελο ήταν στα χείλη του. Ήταν ένας σιωπηλός αλλά βαρύς έλεγχος των χωρικών για τα αμαρτήματα τους. Όσοι το κοίταζαν κατέβαζαν το κεφάλι τους από ντροπή και έκλαιγαν. Για μια ολόκληρη εβδομάδα, κατά την οποία όλοι έκλαιγαν για τις ασωτίες τους στην πανήγυρη, πού προκάλεσαν τον θάνατο τού παιδιού, δεν το έθαψαν.
Άρχισε όμως να παρουσιάζεται ή φθορά και πρασινωπά εξανθήματα εμφανίστηκαν στα χέρια του, χωρίς όμως να μυρίζει το σώμα τού νεκρού παιδιού. Τότε μετέφεραν το φέρετρο στην Εκκλησία και ό π. Αλέξιος Γκνεούσεβ άρχισε να ψάλλει την νεκρώσιμη Ακολουθία. Ό Άγιος Ιερέας με δυσκολία από τα κλάματα του έψαλλε την Ακολουθία.
Ή ώρα ήταν 5 μ .μ. όταν θα δινόταν ό τελευταίος ασπασμός. Είναι αδύνατον να περιγραφεί τί γινόταν στην Εκκλησία. Φωνές και κλάματα ακούγονταν. Κτυπούσαν τα στήθη τους. Κάθε ένας θυμούμενος τις ακολασίες του στην πανήγυρη, κατηγορούσε τον εαυτό του ως υπεύθυνο για τον θάνατο τού παιδιού. Ό π. Αλέξιος στεκόταν στο Ιερό Βήμα, προ τού θυσιαστηρίου, με υψωμένα τα χέρια του στον ουρανό και τόλμησε να κάνει την έξης προσευχή στον Θεό με φωνή ακουστή σε όλο το εκκλησίασμα:
«Θεέ μου, Θεέ μου! Βλέπεις ότι δεν έχω την δύναμη μέσα μου να δώσω τον τελευταίο ασπασμό σ’ αυτό το παιδί!, Μην επιτρέψεις σε εμέ, σε ένα γέροντα άνθρωπο, δούλο Σου και Ιερέα Σου, να αφήσω ντροπιασμένος αυτήν την Εκκλησία, γιατί ό εχθρός της ανθρωπότητας θα με περιπαίξει, τον υπηρέτη Σου, επειδή διέκοψα την Ακολουθία για την αδυναμία μου. Άλλα είναι πέρα από την δύναμη μου. Άκουσε τα βογγητά τού μετανοούντος λαού Σου. Δες την οδύνη των καρδιών αυτών των γονέων. Άκουσε, Κύριε, την αίτηση μου, την δέηση ενός γέροντα Ιερέα: Μη μας στερήσεις από όσα μας έδωσες για την διόρθωση μας, για την διδασκαλία μας και για την δόξα τού αγίου Σου ονόματος. Δεν μας είπες, Κύριε, ότι θα μας δώσεις ότι Σου ζητήσουμε με πίστη; Συ δεν είσαι, πολυέλεε Κύριε, που μας είπες, «Αιτείτε και δοθήσεται ύμίν…»; Ώ Δίκαιε Θεέ μου! Σ’ αυτήν την Εκκλησία δεν μπορεί κανένας να πλησιάσει αυτό το παιδί και να τού δώσει τον τελευταίο ασπασμό. Εγώ είμαι ένας γέροντας άνθρωπος. Και εγώ, επίσης, δεν έχω την δύναμη… ΤΩ Θεέ μου, σπλαχνίσου μας! Άκουσε μας, Κύριε και Θεέ μας…». Και σιώπησε… Σε λίγο ό Ιερέας έπεσε στα γόνατα μπροστά στο Θυσιαστήριο και φώναξε με δυνατή φωνή:
«Έτσι, Κύριε, έτσι, άλλα ανάστησε αυτό το παιδί, γιατί τίποτε δεν είναι αδύνατο σε Σένα. Συ είσαι ό Κύριος μας, ό Κυβερνήτης μας… Σε παρακαλώ, όχι με υπερηφάνεια, άλλα με ταπείνωση…». Τότε, σαν μια λάμψη αστραπής φάνηκε και ένας δυνατός κρότος ακούστηκε ως απάντηση στον γέροντα Ιερέα, τον γονατισμένο ενώπιον του Θυσιαστηρίου!…
Γυρίζοντας πίσω, ό Ιερέας είδε το αγόρι να είναι όρθιο στο φέρετρο και να κοιτάζει προς όλες τις διευθύνσεις. «Όταν ό Ιερέας είδε ότι το παιδί ήταν όρθιο στο φέρετρο, έπεσε πάλι στα γόνατα του μπροστά στο Θυσιαστήριο και κλαίοντας σιωπηλά, άρχισε να ευχαριστεί τον Θεό για το θαύμα. «Έπειτα σηκώθηκε και χωρίς να πει λέξη κατευθύνθηκε προς το φέρετρο. Γύρω από το φέρετρο γινόταν μια απερίγραπτη ενθουσιαστική ταραχή.
Με δυσκολία ό Ιερέας προχώρησε διά μέσου τού πλήθους στο φέρετρο, πήρε το παιδί στην αγκαλιά του, το έφερε στο Ιερό, το έβαλε σε μια καρέκλα και αυτός έπεσε στα γόνατα. «Έπειτα κοινώνησε το αναστημένο παιδί τα άχραντα Μυστήρια και μετά το παρέδωσε στους γονείς του, οι οποίοι το μετέφεραν στο σπίτι.
Ό π. Αλέξιος όμως δεν έφυγε από την Εκκλησία αμέσως. Ήταν τόση ή συγκίνηση του από το συμβάν, ώστε δεν μπορούσε να φύγει. Κάθισε στον Ναό και διάβασε τον Ακάθιστο στην Θεοτόκο. Κατόπιν, βαθειά συγκλονισμένος, παρέμεινε κλινήρης επί μία εβδομάδα. Μετά το θαύμα, ο Μπάτιουσκα Αλέξιος έζησε τρία ακόμη χρόνια. Το παιδί έζησε έξι ακόμη χρόνια μετά την ανάσταση του και πέθανε σε ηλικία δέκα οκτώ ετών.
Τόση είναι ή δύναμη της προσευχής! Τόση είναι ή τόλμη που έχει στο Θεό ένας Άγιος Ιερέας!

Βιβλ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ ΟΡΛΩΦΣΥ. ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΕΣ ΚΑΙ ΑΣΚΗΤΕΣ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. ΤΟΥ Κ ΑΙΩΝΟΣ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΠΟΥΛΑΤ. ΤΒΕΡ 1992.

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

ΤΡΕΙΣ ΕΣΕΙΣ, ΤΡΕΙΣ ΚΙ ΕΜΕΙΣ!



Η τρίτη πράξη της Λευκορωσικής ταινίας
"Παροιμίες και παραβολές 2".
Μετάφραση από τα ρωσικά: Ευγενία Τελιζένκο.
Επεξεργασία : Ενορία Ιερού Ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου 40 Εκκλησιών,
Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης.

Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2016

Η ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΗ ΚΑΙ ΤΟ ΚΡΕΜΜΥΔΙ

Στους Αδελφούς Καραμάζωφ περιλαμβάνεται μια λαϊκή ιστορία, σχετικά με μια ηλικιωμένη γυναίκα που δεν έζησε σωστά και μετά θάνατο βρέθηκε σε μια λίμνη από φωτιά. Ο φύλακας Άγγελός της προσπαθούσε να κάνει ό,τι μπορούσε για να την βοηθήσει. Η μόνη καλή πράξη όμως που θυμόταν ότι έκανε αυτή η γυναίκα όταν ζούσε, ήταν που είχε δώσει κάποτε από τον κήπο της ένα κρεμμύδι, σε μια ζητιάνα. Πήρε λοιπόν ο άγγελος το κρεμμύδι, είπε στη γυναίκα να πιαστεί απ' αυτό κι άρχισε να την τραβά έξω από τη λίμνη.
Μέσα στη λίμνη όμως δεν ήταν μόνη της. Όταν οι άλλοι είδαν τι συνέβαινε, μαζεύτηκαν τριγύρω και κρεμάστηκαν πάνω της με την ελπίδα να συρθούν κι αυτοί έξω μαζί της. Τότε όμως η γυναίκα, με τρόμο και αγανάκτηση, άρχισε να τους κλωτσά. «Αφήστε με», φώναξε. «Έμένα τραβά έξω, όχι εσάς. Δικό μου είναι το κρεμμύδι, όχι δικό σας». Τη στιγμή που το είπε αυτό, το κρεμμύδι έσπασε στα δύο και η γυναίκα έπεσε πίσω, μέσα στη λίμνη. Και εκεί μέσα καίγεται μέχρι σήμερα. 
Εάν η ηλικιωμένη γυναίκα έλεγε μόνο, «αυτό είναι το κρεμμύδι μας», δεν θα αποδεικνυόταν άραγε αρκετά δυνατό για να τους τραβήξει όλους έξω από τη φωτιά; Μόλις όμως είπε «είναι δικό μου, όχι δικό σας», έγινε κάτι λιγότερο από άνθρωπος. Με το να αρνηθεί το μοίρασμα, αρνήθηκε την προσωπικότητα της. Ο γνήσιος άνθρωπος, πιστός στην εικόνα της τρισυπόστατης Θεότητας, είναι αυτός που πάντοτε λέει όχι «εγώ», αλλά «εμείς», όχι «δικό μου» αλλά «δικό μας». 

Επίσκοπος Διοκλείας Kάλλιστος WARE, Το μυστήριο του ανθρωπίνου προσώπου. 

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015

ΟΣΙΟΣ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ ΤΟΥ ΓΚΛΙΝΣΚ- ΟΥΡΑΝΙΑ ΣΥΜΠΡΟΣΕΥΧΗ

Οὐράνια συµπροσευχὴ
στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου

Ὁ νεωκόρος τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νιέφσκι διηγήθηκε ἕνα περιστατικό, ποὺ δίνει µιὰ ἰδέα γιὰ τὸ πῶς προσευχόταν ὁ πατὴρ Ἀνδρόνικος. Ὁ Γέροντας πρὶν ἀπὸ τὴν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας συνήθως ἀποβραδὶς παρέµενε στὸν ναὸ καὶ µέχρι τὸ πρωὶ δὲν ἔκλεινε µάτι. Ὅλη τὴν ὥρα αὐτὴ προσευχόταν. Μιὰ τέτοια νύχτα στὸ τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ ’60 ὁ νεωκόρος εἶχε ὑπηρεσία στὴ φύλαξη τοῦ ναοῦ. Τὴ νύχτα βλέπει τὸν ναὸ γεµάτο ἀπὸ προσευχοµένους. Τοῦ πέρασε ἀπὸ τὸ µυαλὸ ἡ σκέψη ὅτι τὸν πῆρε ὁ ὕπνος καὶ ὅτι χωρὶς νὰ τὸν ρωτήσουν ἄνοιξαν τὶς πόρτες. Κοιτάζει τὸ ρολόι. Ἦταν 2 µετὰ τὰ µεσάνυχτα. Ψάχνει τὰ κλειδιὰ καὶ τὰ βρίσκει στὴ θέση τους. Μὲ µεγάλο φόβο κοίταξε ἀκόµη µιὰ φορὰ στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ναοῦ. Ὁ πατὴρ Ἀνδρόνικος προσευχόταν καὶ ἔκανε µετάνοιες µπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ ἑορταζοµένου ἁγίου καὶ γύρω του ἦταν πλῆθος λαοῦ, ποὺ ἐπίσης προσευχόταν. Ὁ νεωκόρος ἔντροµος πάγωσε ἀπὸ τὸν φόβο του. Μόλις ὁ στάρετς τελείωσε τὴν προσευχή του ὁ ναὸς ἄδειασε. Τὸ πρωὶ µὲ µεγάλη συγκίνηση ὁ νεωκόρος διηγήθηκε τί συνέβη, ἀλλὰ δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ ἐξηγήσει ὅσα εἶδε. Γνωρίζοντας ὅµως τὴν θεάρεστη ζωὴ τοῦ στάρετς καὶ τὴ δύναµη τῆς προσευχῆς του, µποροῦµε νὰ συµπεράνουµε ὅτι ἡ ἐν οὐρανοῖς θριαµβεύουσα ἐκκλησία συµπροσευχόταν µὲ τὸν µεγάλο ἀσκητὴ κατὰ τὴ διάρκεια τῶν προσευχῶν του.

Πηγή: από το βιβλίο Άσκηση και Αγιότητα των στάρετς του Γκλίνσκ, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άθως. Συγγραφέας : Ζηνόβιος Τσεσνοκώφ, επιμέλεια: π. Ιωάννης Φωτόπουλος

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2015

ΤΟ ΘΑΥΜΑ: ΡΩΣΙΚΗ ΤΑΙΝΙΑ

     
Το Θαύμα - Η ταινία βασίζεται σε πραγματικά περιστατικά που συνέβησαν στη Σαμάρα το 1956. Στη διάρκεια των διακοπών, μια κοπέλα παίρνει από τον τοίχο την θαυματουργή εικόνα του Αγίου Νικολάου και αρχίζει να χορεύει μαζί της, αλλά ξαφνικά παγώνει στη θέση της. Η κατάστασή της θα κρατήσει πολλούς μήνες. Οι κάτοικοι της μικρής πόλης είναι τρομοκρατημένοι από αυτό το εξαιρετικό γεγονός, το οποίο εξελίσσεται σε ένα θαύμα.

Κυριακή 17 Μαΐου 2015

Πέμπτη 7 Μαΐου 2015

Ο ΖΗΤΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ!

 Ο ΖΗΤΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ
 
Κάποτε ο γνωστός συγγραφέας Ντοστογιέφσκι βγήκε για τον απογευματινό του περίπατο.
Ενώ κόντευε να νυχτώσει ένας ζητιάνος άπλωσε το χέρι του και του ζήτησε βοήθεια. Ο Ντοστογιέφσκι ψάχνει τις τσέπες του να βρει κανένα κέρμα, αλλά δεν βρίσκει τίποτα. Ψάχνει το ρολόι του να το προσφέρει, αλλά και εκείνο το είχε ξεχασμένο στο σπίτι του. Ο μεγάλος συγγραφέας κοκκίνισε λίγο στο πρόσωπο και πάνω στην αμηχανία του έσκυψε, φίλησε το χέρι του τυφλού και ψιθύρισε: «Συγχώρα με, καλέ μου άνθρωπε, γιατί αυτή τη στιγμή δεν έχω τίποτα να σου προσφέρω»!
Και ο γέρο ζητιάνος απαντά: «Ευχαριστώ πολύ. Το πήρα! Αυτό που μου έδωσες δεν μπορούσα να το βρω αλλού. Το νόμισμα της καλοσύνης σπάνια το βρίσκω..»