ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 12 Μαΐου 2024

ΠΑΠΑ ΦΩΤΗΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ: ΜΟΥ ΕΙΠΑΝΕ ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ!

 Μου είπανε Χριστός Ανέστη μέσα από τον Παράδεισο
(Παπα Φώτης ο δια Χριστόν Σαλός)
 
Ο παπά Ν. είναι ένας απλός λευίτης και προπάντων εμπερίστατος, με πολλά προσωπικά προβλήματα, όμως ήταν ένας αγαπημένος φίλος του παπαΦώτη Λαυριώτη του διά Χριστόν Σαλού… και πολλές φορές όταν τον έβλεπε τον πείραζε ο Παππούλης, γιατί ο παπα Ν. είναι μια πολύ απλή ψυχή, καθαρή, παιδική θα έλεγα… και ο Παππούλης αναπαυόταν σε τέτοιες ψυχές!

Φέτος πήρε εντολή από τον Αρχιερατικό να λειτουργήσει τη Λαμπρό Τρίτη σε μια εκκλησία σε ένα άλλο χωριό, όπως και έγινε. Γυρνώντας στο σπίτι του έπρεπε να περάσει μπρος από το κοιμητήριο που είναι θαμμένος ο παπα Φώτης και το σκεφτόταν…
Όταν έφτασε πολύ κοντά βλέπει μπροστά του τον Παππούλη όρθιο ντυμένο με μια άσπρη ιερατική στολή και πολύ λαμπερό να του χαμογελά και να τον χαιρετά... Ο παπα Ν. καθώς είναι απλός και άδολη ψυχή τρόμαξε, όπως ομολογεί ο ίδιος με συστολή, και πάτησε το γκάζι του αυτοκινήτου…
Προχωρώντας πιο κάτω σε ένα εκκλησάκι που πήγαινε ο Παππούλης και λειτουργούσε βλέπει πάλι ολοζώντανο το παπα Φώτη με την λαμπερή εκείνη ιερατική στολή να τον χαιρετά χαρούμενος και φωτεινός! Ο παπα Ν. πίστεψε ότι ήταν ιδέα του και φοβούμενος μη τον πειράζουν δεν είπε τίποτα…
 
Το βράδυ καθώς κοιμήθηκε βλέπει τον παπα Φώτη πάλι στον ύπνο του να του λέει πειράζοντας τον:
-Τι φοβήθηκες ευλογημένε; Εγώ ήμουν και ήθελα να σου ευχηθώ Χριστός Ανέστη και να σε χαιρετίσω, γιατί δε στάθηκες;
Το πιο χαρούμενο, το πιο χαριτωμένο, το πιο Αναστάσιμο Χριστός Ανέστη. Για σκέψου έλεγε ο παπα Ν… Μου είπανε Χριστός Ανέστη μέσα από τον Παράδεισο… και δάκρυζε από Αναστάσιμη Χαρά και αγαπητική νοσταλγία για τον αγαπημένο του Παππούλη που πάντα τον στήριζε στα δύσκολα του…

Π. ΦΩΤΗΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ: ΕΦΥΓΑΝ ΟΙ ΛΥΚΟΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ!

ΕΦΥΓΑΝ ΟΙ ΛΥΚΟΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
 
Στην δεκαετία της μεγάλης φτώχειας του 40, με βαρυχειμωνιά έπρεπε να μεταβώ από ένα χωριό σε ένα άλλο γειτονικό διασχίζοντας τις παγωμένες πεδιάδες του Κιλκίς! Οι χωρικοί μου έδωσαν για βοήθεια ένα φακό για να βλέπω στο σκοτάδι αλλά κάπου κατά τα μέσα της διαδρομής με περικύκλωσε ξαφνικά μία αγέλη λύκων!
Τρόμαξα φυσικά πάρα πολύ και
Τρόμαξα φυσικά πάρα πολύ και ξεκίνησα να λέω τους ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ μας!
Τότε είδα να συμβαίνει κάτι το πρωτόγνωρο!
Οι αγριεμένοι και πεινασμένοι λύκοι πλησίαζαν ένας ένας με την σειρά, ακούμπαγαν με τις τρίχες τους το ράσο μου, με ξεπερνούσαν βαδίζοντας ήσυχοι μπροστά από μένα!
Και αυτό γινόταν καθόλη την διάρκεια της απαγγελίας των Χαιρετισμών!
Τότε είδα να συμβαίνει κάτι το πρωτόγνωρο!
Όταν τελείωσα χάθηκαν κι αυτοί στο σκοτάδι! 

Και ο παπά-Φωτης ο Λαυριώτης ολοκλήρωσε αυτή του την διήγηση με μία παραίνεση προς όλες κι όλους μας!
"Τώρα που βαρείς λύκοι πλάκωσαν στην πατρίδα μας, έτσι να κάνετε κι εσείς!"

Τρίτη 7 Μαΐου 2024

Π. ΑΝΑΝΙΑΣ ΚΟΥΣΤΕΝΗΣ: Ο ΑΓΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΜΕΓΑΛΟ ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ!

Ο άγιος Πορφύριος είναι μεγάλο δώρο του Θεού»!
π. Ανανίας Κουστένης
 
Ο π. Ανανίας Κουστένης γράφει στη «δημοκρατία» για τον Καυσοκαλυβίτη γέροντα και τις εμπειρίες που είχε μαζί του
 
Ο άγιος Γέροντας Πορφύριος είναι μια πολύ πολύ μεγάλη αγκαλιά. Έσπασε το φράγμα της φιλαυτίας αλλά και της Ορθοδοξίας, θα λέγαμε -είναι τολμηρό αυτό- κι έγινε μια αγκαλιά για την Οικουμένη ολόκληρη. Εγώ, τουλάχιστον, όταν πήγα στην αφεντιά του το 1980, Πρωτομαγιά, με μια μεγάλη δυσκολία στη ζωή μου, έτσι το εισέπραξα.
Είχε κόσμο πολύ. Και περιμέναμε. Ήτανε πασχάλιος περίοδος, Πεντηκοσταρίου. Και περιμέναμε να βγει ο Γέροντας. Είχε προβλήματα, δεν μπορούσε. Σε κάποια στιγμή βγαίνει. (Ήταν στο παλιό καλυβάκι, δεν είχε φτιάξει ακόμη το μοναστήρι.) Δεν φορούσε ούτε ράσο. Είχε μια πατατούκα, την είχε ρίξει επάνω του. Βγαίνει και περιμέναμε όλοι, χριστιανοί και μη, περιμέναμε να πει ο Γέροντας «Χριστός Ανέστη»! Δεν είπε «Χριστός Ανέστη». Είπε: «Καλημέρα σας!» Τι ωραία! Γιατί αργότερα μας έλεγε: «Εγώ, βρε, δεν μιλάω για τον Χριστό, αν δεν μου ζητήσουν. Δεν πάω γυρεύοντας, βρε. Ο Χριστός είπε: “Όστις θέλει”. Δεν είναι πίεση, είναι αρχοντιά, είναι αγκαλιά, είναι μεγαλείο, είναι δημοκρατία». Είπε, λοιπόν, αυτά ο Γέροντας και κάτσαμε κει πέρα και λέει: «Ο παπάς να ρθει μέσα». Θα ᾽ταν 100-150 άτομα, γιατί ήταν και αργία και ο καθένας πήγαινε να πει τα βάσανά του, όπως κι εγώ. Το δικό μου φαίνεται ήταν μεγαλύτερο απ᾽ όλων στη φάση αυτή και με κάλεσε μέσα και κάτσαμε. Εγώ δεν μίλαγα, άκουγα, καθόμουν.
 «Ε», μου λέει, «βρε, γι᾽ αυτό στενοχωριέσαι; Αυτό δεν ήτανε κακό, μωρέ παιδάκι. Σε ξερίζωσε από κει ο Θεός για να σε φυτέψει αλλού. Αλλά σε ξερίζωσε λίγο άγαρμπα. Γιατί αλλιώς θα σου στοίχιζε το ξερίζωμα περισσότερο». Άκου τι μου είπε. Εγώ λέω: «Που τα ξέρει Αυτός αυτά;» Δεν μου είχε τύχει άλλη φορά. Είπε κι άλλα διάφορα, που δεν λέγονται εδώ, και με παρηγόρησε ου μετρίως. Σε λίγο μου έφυγαν όλα όσα είχα. Κινδύνευα να τρελαθώ. Ηρέμησα. Αισθάνθηκα μετά ότι είναι δικός μου αυτός. Σαν να τον ήξερα χρόνια και πήγαινα πρώτη φορά. Και μετά έφυγα. Και μ᾽ ακολούθησε, με συνόδευσε μέχρι κάτω, ευχόμενος, σταυρώνοντας. Και νόμισα πως πήγα στον Παράδεισο. Εγώ αυτό εισέπραξα, και στη συνέχεια που πήγαινα στον Γέροντα αυτό εισέπραττα από Εκείνον. Τώρα τι είναι Εκείνος δεν ξέρω. Είναι ένα θαύμα. Είναι η αγάπη του Θεού χειροπιαστή. Είναι η εν ανθρώποις ευδοκία. Είναι ένας δεύτερος Χριστός, είναι ένα μεγαλείο. Τέτοιοι άνθρωποι γεννιώνται μετά παρέλευση αιώνων. Είναι το μεγαλύτερο δώρο του Θεού στη Γη όλη ο Γέροντας Πορφύριος. Εγώ αυτό εισέπραξα, αυτό λέω.
 Και με ᾽παιρνε και τηλέφωνο εκείνος. Χωρίς να ξέρει το τηλέφωνό μου, μ᾽ έπαιρνε τηλέφωνο. Είναι θαύμα αυτό. Έπαιρνε και μιλούσε και συμβούλευε. Και μετά είχα κι άλλες δυσκολίες, κι άλλες… Ήτανε από κοντά.
 Τον Θεό τον ψηλαφούμε μέσω των αγίων. Μας Τον μεταδίδουν, μας Τον κοινοποιούν. Μας κάνουν να Τον αισθανθούμε και να Τον ψηλαφήσουμε, ει δυνατόν. Γίνεται αυτό. Αφού βρήκα κι εγώ το μέλι, έγλειφα τα δάκτυλά μου. Πήγαινα στον Γέροντα. Πάρα πολλά έδωσε, και βοήθησε κι εμένα και αμέτρητους. Και παρακαλούσε πάντοτε κι έλεγε: «Να αγαπάτε, να συγχωράτε. Να εξομολογείσθε καθαρά και να τα λέτε όλα. Να τα λέτε όλα, γιατί τότε φεύγει το κακό από πάνω σας. Και να προσεύχεσθε. Να προσεύχεσθε απλά. Να μιλάτε στον Θεό απλά. Όπως μιλάτε στον πατέρα σας, στη μάνα σας, στον φίλο σας, στον άνθρωπό σας. Καταλαβαίνει ο Θεός».
 Και κάποια άλλη φορά που πήγα εκεί -γλίτωσα από άλλη δυσκολία, ελύθη κάποιο πρόβλημα-, του λέω: «Έγινε με την ευχή Σας». «Όχι, βρε. Με τη δική σου ευχή». «Γιατί;» του λέω. «Μ᾽ αυτά που τραβάς, σε ακούει ο Θεός». «Και γιατί τα τραβάω;» «Έτσι, για να γίνεις καλύτερος. Εγώ, όταν δεν είμαι καλά και μου λένε “Γέροντα, Σας ευχόμεθα να γίνετε καλά”, τους απαντώ: “Όχι καλά να γίνω, να γίνω καλός”».
 Και συμβούλευε πάντα να αγαπάμε και πάντα να συγχωράμε. Και πάντα, αν μπορούμε, να διαβάζουμε το Ευαγγέλιο. «Τίποτα, βρε, να μην κάνετε, να διαβάζετε το Ευαγγέλιο. Ει δυνατόν όρθιοι. Αυτό είναι και λατρεία και νηστεία και προσευχή και άσκηση και όλα τα καλά».
 Είχε μάθει τα Ευαγγέλια απ᾽ έξω. Και μια φορά μου έλεγε πως μιλούσε ο Ιησούς. Και μου παρίστανε ακριβώς τον Ιησού. «Που το ξέρεις, Γέροντα;» «Μπορώ να πάω κει πέρα εγώ και να ρθω». Πως; Δεν ξέρω. Δεν υπόκεινται στον χωρόχρονο αυτοί. Κι όταν ζούσε αυτό. Τώρα μάλλον.
«Όταν θα φύγω», έλεγε, «θα απαλλαγώ από το σώμα και τις αρρώστιες -είχε πολλές αρρώστιες, ως γνωστόν- και θα ᾽μαι πανελεύθερος, θα πηγαίνω παντού, θα βοηθάω όλους. Δεν θ᾽ αφήνω κανέναν, γιατί τους ανθρώπους τους αγαπώ, γιατί αγαπώ τον Ιησού μου Χριστό». Τα είχε κάνει ένα αυτά τα δυό. Οι δύο εντολές της αγάπης προς τον Θεό και προς τον άνθρωπο.
 Ήταν αγάπη ο Γέροντας, ο άγιος Πορφύριος, ο βασιλέας της αγάπης. Έγινε αγάπη, έγινε στοργή, έγινε κατανόηση. Ήτανε αστενόχωρη η αγάπη του. Κι απλωνότανε παντού. Σε όλους και σε όλα. Σε Ορθόδοξους, σε ετερόδοξους, σε ετερόθρησκους. Μπορεί να μη συμφωνούσε με τις αμαρτίες και τις αιρέσεις, αλλά συναντιόταν η ψυχή του με την ψυχή τους, όπως και ο Αθάνατος Χριστός. Αγαπούσε τους αμαρτωλούς και τους τελώνες. Δεν συμφωνούσε με τα έργα τους, αλλά αγαπούσε την ψυχούλα τους.
 Άσε που δεν άφηνε να λέμε γι᾽ Αυτόν. Όχι. «Τι πας εσύ και λες για μένα ότι είμαι καλός; Να μη μιλάς. Να μη μιλάς. Αφού δεν είμαι καλός». Ήταν ταπεινός κι είχε αγάπη. Αυτό ήταν ο Γέροντας. Ο,τι άλλο να πω δεν ξέρω.
Ο,τι εισέπραξα από τον Γέροντα οφείλω να το πω. Και να ευχαριστήσω τον Θεό που με έφερε στον δρόμο του Γέροντα και στη ζωή του, και να ευχαριστήσω κι Εκείνον, ο οποίος δεν εγκατέλειψε κανέναν, ούτε κι εμένα τον ελάχιστο και αμαρτωλό. Κι αν σήμερα ζω και είμαι στην Εκκλησία και “κάνω” πέντε πράγματα, αυτά τα οφείλω στον άγιο Πορφύριο.

Τετάρτη 1 Μαΐου 2024

ΤΟ ΜΑΝΤΗΛΙ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ

 ΤΟ ΜΑΝΤΗΛΙ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ
 
Όταν βασίλευε ο ευσεβής αυτοκράτορας Μαυρίκιος (6ος αι.), ζούσε στην περιοχή της Θράκης ένας αρχιληστής. Αυτός είχε τρομοκρατήσει τόσο πολύ τους κατοίκους, ώστε οι δρόμοι κατάντησαν αδιάβατοι. Πολλοί στρατιώτες και ληστοδιώκτες προσπάθησαν να τον συλλάβουν, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.

Το έμαθε ο Μαυρίκιος και αποφάσισε να στείλει στον αρχιληστή τα προσωπικά του φυλαχτά. Αυτή η βασιλική χειρονομία, μαζί με όσα καλά του μήνυσε, έφεραν το ληστή, με τη συνέργεια και του Θεού, σε ντροπή και μετάνοια. Άφησε την παλιά του ζωή, κατέβηκε από τα βουνά και πρόσπεσε στα πόδια του βασιλιά μετανοημένος.
 
Δεν πέρασαν πολλές μέρες, και ο ληστής αρρώστησε με πυρετό. Τον δέχθηκαν και τον περιέθαλψαν στο νοσοκομείο του αγίου Σαμψών. Μια νύχτα ένιωσε να βαραίνει και βλέποντας ότι φεύγει απ' αυτή τη ζωή, εξομολογήθηκε με δάκρυα στο Θεό τα αμαρτήματά του, ζητώντας άφεση και λέγοντας:
-Δεν σου ζητάω, Φιλάνθρωπε τίποτα άλλο: Μόνο ελέησέ με το ληστή, όπως ελέησες και άλλους σαν κι εμένα. Δέξου τούτο το κλάμα της τελευταίας μου ώρας, όπως δέχθηκες και του αποστόλου σου Πέτρου. Πότισε με τα δάκρυά μου το σπόγγο της ευσπλαχνίας Σου, και σβήσε μ' αυτό τις αμαρτίες μου...

Τον άκουγαν τη νύχτα εκείνη οι άρρωστοι από τα πλαϊνά κρεβάτια να λέει και να ξαναλέει τα λόγια αυτά ώρα πολλή, σφογγίζοντας με το μαντήλι τα δάκρυά του, ώσπου παρέδωσε το πνεύμα του.
Την ώρα εκείνη, ο αρχίατρος του νοσοκομείου, ενώ κοιμόταν στο σπίτι του, βλέπει σε όνειρο πολλούς δαίμονες να πλησιάζουν στο κρεβάτι του ληστή με τα χαρτιά των αμαρτιών του. Ύστερα βλέπει και δύο φωτεινούς άνδρες. Οι δαίμονες έφεραν ζυγαριά κι έβαλαν στον ένα δίσκο τις αρετές του και στον άλλον τα χαρτιά με τις αμαρτίες του. Ο δίσκος αυτός κατέβηκε πολύ χαμηλά, ενώ ο άλλος ανέβηκε στα ύψη.

-Εμείς δεν έχουμε να βάλουμε τίποτα, είπαν μεταξύ τους οι δυο άγγελοι. Τι θα πούμε; Δεν έχει ούτε δέκα μέρες που έπαψε τους φόνους και τις ληστείες. Τι καλό ζητάμε να βρούμε σ' αυτόν; Ενώ μιλούσαν έτσι, έψαχναν στο κρεβάτι μήπως βρουν κάτι καλό. Κάποια στιγμή, ο ένας άγγελος βρήκε το μαντήλι του ληστή, με το οποίο σφόγγιζε τα δάκρυά του.
-Κοίτα λέει τότε στον άλλο άγγελο, αυτό είναι το μαντήλι των δακρύων του. Ας το βάλουμε στην άλλη πλευρά της ζυγαριάς μαζί με τη φιλανθρωπία του Θεού, και κάτι μπορεί να γίνει.

Μόλις το τοποθέτησαν στον υψωμένο δίσκο, εκείνος βάρυνε περισσότερο από τον άλλο και τα χαρτιά σκορπίστηκαν.
-Νίκησε η φιλανθρωπία του Κυρίου μας! Φώναξαν τότε με μια φωνή οι άγγελοι.

Και παίρνοντας την ψυχή του ληστή, την ανέβασαν στον ουρανό, ενώ οι δαίμονες έφυγαν ντροπιασμένοι. Αυτά είδε ο γιατρός στον ύπνο του και μόλις ξύπνησε έτρεξε στο νοσοκομείο, όπου βρήκε το ληστή νεκρό. Το σώμα του ήταν ζεστό και πάνω στα μάτια του ήταν απλωμένο το μαντήλι του, μουσκεμένο στα δάκρυα. Αφού από τους άλλους ασθενείς πληροφορήθηκε όλα τα σχετικά με τις τελευταίες του στιγμές πήρε το μαντήλι του και πήγε στο Μαυρίκιο. Του το έδειξε κι αφού διηγήθηκε όλη την υπόθεση του είπε:
-Ας δοξάσουμε το Θεό, ευσεβέστατε βασιλιά. Είχαμε ακούσει για το ληστή που σώθηκε με τη μετάνοια από τον σταυρωμένο Βασιλιά. Και τώρα γνωρίσαμε έναν άλλο ληστή, που σώθηκε πάλι με τη μετάνοια, στα χρόνια της δικής σου βασιλείας.

Πηγή: «Εμφανίσεις και θαύματα των αγγέλων»

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ

Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ
Κύριε, σώσε με, είτε θέλω είτε δε θέλω

Ένας νέος παρασυρμένος από την τρομερή δύναμη της κακής συνηθείας, έπεφτε συχνά σε βαρύ αμάρτημα. Δεν άφηνε όμως τον αγώνα. Ύστερα από κάθε κατρακύλισμα έχυνε πύρινα δάκρυα και προσευχόταν στον Θεό μ’ αυτά τα πονεμένα λόγια: «Κύριε, σώσε με, είτε θέλω είτε δε θέλω. Εγώ σα χωματένιος, που είμαι, τραβιέμαι εύκολα από τη λάσπη της αμαρτίας. Συ όμως έχεις τη δύναμη να μ’ εμποδίσεις. Δεν είναι θαυμαστό, Θεέ μου, αν ελεήσεις τον δίκαιο, ούτε αν σώσεις τον ενάρετο, γιατί αυτοί είναι άξιοι να γευτούν την αγαθότητά σου. Σε μένα τον αμαρτωλό δείξε, Κύριε, το έλεος και τη φιλανθρωπία Σου και σώσε με μέ θαυματουργικό τρόπο, γιατί μ’ όλη την αθλιότητά μου σε Σε μόνο καταφεύγω ο δυστυχής».

Αυτά έλεγε με συντριβή ο νέος και όταν κυριευόταν από το πάθος και όταν ακόμα ήταν ήρεμος. Κάποια φορά που νικήθηκε ύστερα από αγωνιώδη αντίσταση, γονάτισε αμέσως κι επανέλαβε τα ίδια λόγια, χύνοντας ποταμούς δακρύων. Η ακατανίκητη ελπίδα του στη Θεία ευσπλαχνία ερέθισε το διάβολο. Παρουσιάστηκε μπροστά του όλος μανία και του φώναξε:

– Άθλιε, δε νοιώθεις λίγη ντροπή, όταν με τέτοια χάλια τολμάς να προσεύχεσαι και να παίρνεις στο στόμα σου το όνομα του Θεού; Μάθε μια για πάντα πως για σένα δεν υπάρχει σωτηρία.

Ο γενναίος αγωνιστής δε φοβήθηκε, ούτε την ελπίδα του έχασε, όπως περίμενε ο διάβολος.

– Μάθε κι εσύ του αποκρίθηκε θαρρετά, πως το δωμάτιο αυτό είναι σιδηρουργείο. Μια σφυριά δίνεις και μία παίρνεις. Δε θα πάψω να σε πολεμώ με τη μετάνοια και την προσευχή, ώσπου να βαρεθείς να με πολεμάς κι εσύ με την αμαρτία.

– Έτσι λοιπόν; φώναξε ο διάβολος με κακία. Από δω κι εμπρός παύω να σε πολεμώ, για να μην αυξηθούν τα βραβεία της υπομονής σου. Κι έγινε αμέσως άφαντος.

Από τη στιγμή εκείνη έπαψε ο πόλεμος του νέου. Εκείνος όμως ούτε στιγμή δεν έπαυσε να προσέχει τον εαυτό του και έκλαιγε συχνά σαν θυμόταν τα σφάλματά του.

– Εύγε σου! Έχεις κατάνυξη, του ψιθύριζε καμμιά φορά στον λογισμό του ο εχθρός για να τον ρίξει τώρα στην υψηλοφροσύνη.

– Ανάθεμα σε τούτο το καλό, αποκρινόταν με περιφρόνηση ο νέος. Μήπως αρέσει στον Θεό να χάσει ο άνθρωπος την καθαρότητα της ψυχής του με ρυπαρές πράξεις κι ύστερα να κάθεται να κλαίει; 

Μικρός Ευεργετινός, επιμέλεια: Καλλινίκου Ιερομονάχου Αγιορείτου, Έκδοσις Γ΄, Άγιον Όρος, Αθήνα 2002

Σάββατο 13 Απριλίου 2024

ΙΕΡΟΚΗΡΥΚΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ: ΡΩΤΗΘΗΚΕ ΚΑΠΟΤΕ ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ, ΠΩΣ ΜΕΝΕΙΣ ΑΤΑΡΑΧΟΣ, ΣΤΙΣ ΠΙΟ ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ!

Ιεροκήρυξ Δημήτριος Παναγόπουλος: Ρωτήθηκε κάποτε ένας γέροντας, πώς μένει ατάραχος στις πιο δύσκολες περιστάσεις της ζωής του. Και εκείνος απάντησε:

- Κάνω καλή χρήση των ματιών μου. Βλέπω τον ουρανό, για να δω πού προορίζομαι να πάω και γνωρίζω, ότι εάν κάνω αυτό που μου υποδεικνύει ο εγωισμός και η αξιοπρέπειά μου, δεν πρόκειται να φτάσω ποτέ εκεί και κατά συνέπεια δεν το κάνω. Βλέπω, επίσης, προς τα κάτω και βλέπω ότι είμαι από χώμα και σαν χώμα που είμαι αναρωτιέμαι, «τί είναι αυτό που με θίγει και με πειράζει;». Τέλος, βλέπω και γύρω μου, ότι υπάρχουν και χειρότερα και όλα αυτά με παρηγορούν. Έτσι έχω την αταραξία αυτή. 

Πέμπτη 11 Απριλίου 2024

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: Η ΝΗΣΤΕΙΑ ΑΦΑΝΙΖΕΙ ΤΟΥΣ ΔΑΙΜΟΝΕΣ!

Η ΝΗΣΤΕΙΑ ΑΦΑΝΙΖΕΙ ΤΟΥΣ ΔΑΙΜΟΝΕΣ
 
Ανέβασαν κάποτε στη σκήτη των Πατέρων ένα δαιμονισμένο νέο, για να τον θεραπεύσουν με την προσευχή τους. Εκείνοι όμως, από ταπείνωση, απόφευγαν. Πολύ καιρό βασανιζόταν έτσι ο δυστυχισμένος άνθρωπος, ώσπου κάποιος Γέρων τον λυπήθηκε, τον σταύρωσε με τον ξύλινο σταυρό, που είχε στη ζώνη του, κι' έδιωξε το πονηρό πνεύμα.

— Αφού με βγάζεις από την κατοικία μου, του είπε εκείνο, θα μπω μέσα σου.
— Έλα, του αποκρίθηκε θαρραλέα ο Γέροντας...

Έτσι μπήκε μέσα του το δαιμόνιο καί τον βασάνιζε δώδεκα ολόκληρα χρόνια. Ο Όσιος υπόμενε με καρτερία τον πόλεμο, αλλά αντιπολεμούσε κι' εκείνος τον εχθρό με υπεράνθρωπη νηστεία καί ακατάπαυστη προσευχή. Όλα αυτά τα χρόνια δεν έβαλε ούτε μια φορά στο στόμα του τροφή, μασούσε μόνο λίγα κουκούτσια από φοίνικες κάθε βράδυ και κατάπινε τον χυμό τους.

Νικημένο τέλος το δαιμόνιο, από τον ακατάπαυστο αγώνα του Γέροντος, τον ελευθέρωσε.
— Γιατί φεύγεις; τον ρώτησε εκείνος, Κανένας δε σε διώχνει.
— Με αφάνισε η νηστεία σου, αποκρίθηκε εκείνο κι' έγινε άφαντο.
 

Γεροντικό

Δευτέρα 8 Απριλίου 2024

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: Ο ΠΑΤΕΡ ΑΡΤΕΜΙΟΣ ΚΑΙ Η ΣΠΗΛΙΑ

Ο Πάτερ Αρτέμιος και η σπηλιά 

Ήταν άνοιξη του 1920, ο Γέρο-Αρτέμιος από τη Σκήτη της «Αγίας Άννης», νέος μοναχός τότε, ξεκίνησε για να πάει με εντολή του Γέροντα του, στο Μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας, και πριν να φτάσει στο ησυχαστήριο του «Κυρ-Ησαΐα» έχασε το δρόμο, πήρε άγνωστο μονοπάτι και σε λίγο βρέθηκε μπροστά σε μια σπηλιά.

Ήταν ακόμη πρωί, από περιέργεια προχώρησε μέσα στη σπηλιά και κει διέκρινε αχνάρια ανθρώπου. Είπε τη γνωστή προσευχή «Δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών ελέησον ημάς» και περίμενε να ακούσει, όπως συνηθίζουν οι Πατέρες να λένε, το «Αμήν», αλλά δεν πήρε καμιά απάντηση.
Προχώρησε περισσότερο μέσα και στο βάθος διέκρινε ένα μικρό σταμνί με λίγο νερό. Σκέφτηκε πώς κάπου εκεί κοντά θα πρέπει να βρίσκεται κάποιος ασκητής ερημίτης. Περίμενε λίγο, του φάνηκε πώς αισθάνθηκε ευωδιά σαν μοσχολίβανο, αλλά άνθρωπος δε φαινότανε πουθενά. Τότε φώναξε και πάλι το «Δι’ ευχών…», αλλά απόκριση δεν πήρε.
Για λίγο σκέφτηκε να περιμένει, βγήκε έξω από τη σπηλιά, παρατήρησε το μέρος δεξιά, αριστερά δεν μπόρεσε να διακρίνει τίποτε, μόνον άκουσε ένα μικρό θόρυβο, ξεκίνησε να φύγει κι όταν -αργά έφτασε στη Λαύρα διηγήθηκε πού παραπλανήθηκε, έχασε το δρόμο, βρέθηκε μπροστά σε σπηλιά και κείνα που είδε. Οι Πατέρες στο Μοναστήρι, πού γνώριζαν καλά τα μέρη εκείνα, είπαν στο μοναχό Αρτέμιο, ότι έκτος από τη σπηλιά του «Παχωμίου» δεν υπάρχει εκεί άλλη σπηλιά.
Την άλλη μέρα, μαζί με άλλους τρεις αδελφούς του Μοναστηριού, πήγαν στο μέρος εκείνο, πού την προηγούμενη μέρα είδε ο μοναχός Αρτέμιος τη σπηλιά, για να τους δείξει την τοποθεσία, αλλά δεν μπόρεσαν να βρουν τίποτε, μόνον σε ένα σημείο αισθάνθηκαν όλοι μια ουράνια ευωδία και άρωμα μοσχολίβανου, πού πληροφόρησε τους αδελφούς αυτούς, ότι κάτι το υπερφυσικό υπάρχει στο μέρος εκείνο του ευλογημένου Αγίου Όρους.

ΘΕΙΟ ΟΡΑΜΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΤΗ ΒΙΓΛΑ ΤΟΥ ΑΘΩΝΑ



 Θείο Όραμα της Παναγίας στη Βίγλα του Άθωνα 

Στην πανώρια αυτή περιοχή της Βίγλας, που έχει πολύ ανοιχτόν ορίζοντα προς όλες τις κατευθύνσεις και βλέπει τα απέραντα γαλανά νερά του Αιγαίου Πελάγου, τον δέκατο τέταρτο αιώνα ήρθε και αρκετά χρόνια εφησύχαζε, ο νηπτικώτατος πατήρ και διδάσκαλος άγιος Γρηγόριος ο Σιναίτης, ο οποίος δίδαξε και ανέδειξε πολλούς μαθητές της νηπτικής θεωρίας και πρακτικής καρδιακής προσευχής.
 
Μεταξύ των μαθητών του, σαν αστέρι πρώτου μεγέθους έλαμπε ο απλός και αγαθός Μάρκος, ο οποίος στην τοποθεσία αυτή αξιώθηκε να δει θαυμάσιο και υπερφυσικό όραμα : Στο υψηλότερο και πιο θεαματικό μέρος της «βίγλας», είδε σε ζωντανή εικόνα το τελευταίο μεγαλυνάριο, που ψάλλομε στο τέλος του μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα της Παναγίας που λέγει :
 
«Χρυσοπλοκώτατε πύργε, καὶ δωδεκάτειχε πόλις, ἡλιοστάλακτε θρόνε, καθέδρα τοῦ βασιλέως, ἀκατανόητον θαῦμα, πῶς γαλουχεῖς τὸν δεσπότην.»
 
Δηλαδή είδε ένα χρυσόπλοκο και χρυσόκτιστο πύργο, πάνω στον οποίον ήταν ολοφώτεινος και ηλιοστάλακτος θρόνος. Επί του θρόνου αυτού, σα Βασίλισσα ουρανού και γης κάθονταν η Κυρία και Δέσποινα του κόσμου, Υπεραγία Θεοτόκος και Αειπάρθενος Μαρία, φέρουσα στην αγκαλιά της, τον Υιόν και Θεόν Της, Κύριον και Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν.
 
Στον πύργο αυτόν, γύρω-γύρω σαν τείχος, ήταν δώδεκα ολόχρυσοι θρόνοι, επί των οποίων κάθονταν οι δώδεκα άγιοι Απόστολοι του Κυρίου, οι οποίοι, μαζί με τα Αγγελικά Τάγματα και τους αγιορείτες Πατέρες, υμνούσαν, ευλογούσαν και δοξολογούσαν τον Κύριο της δόξης και Θεόν, τιμώντες ταυτόχρονα με ύμνους και μεγαλυνάρια, την Παναγία Μητέρα, του Υιού και Λόγου του Θεού, Θεοτόκο Μαρία. Γύρω δε από όλους αυτούς ήταν άπειρο πλήθος Μοναχών και χριστιανών, που δοξολογούσαν κι αυτοί το Θεό και την μητέρα του Χριστού και θαύμαζαν τη δόξα και χάρη της Παναγίας Θεοτόκου και εμακάριζαν την «αειμακάριστον και παναμώμητον και μητέρα του Θεού ημών».
 
Και εφόσον γίνονταν αυτά στο ανατολικό μέρος, ο άγιος Μάρκος, γύρισε δυτικά και βλέπει μακριά και σε μεγάλη απόσταση, από την Παναγία, μια τσιγγάνα – γύφτισσα – η οποία έκανε διάφορα αστεία και κωμικά νούμερα, θεατρικές κινήσεις, ξεγυμνώματα και διάφορες άλλες ασχήμιες και ξεδιάντροπες παραστάσεις. Είχαν και κει μαζευτεί μερικοί άνθρωποι, που περιεργάζονταν, και χάζευαν και διασκέδαζαν με τις επιδείξεις και άσεμνες σκηνές που έκανε η γύφτισσα. 
 
Τότε με φρίκη, παρατήρησε, ο άγιος Μάρκος, πως λίγοι-λίγοι από τους χριστιανούς, αλλά κι από τους Μοναχούς ακόμη, οι οποίοι πρώτα ήταν κοντά στην Παναγία και υμνολογούσαν το Θεό, άφηναν το χώρο του χρυσού εκείνου πύργου, που υμνολογούσαν το Θεό Άγγελοι και Άγιοι, και νικώμενοι από σατανική περιέργεια, γύριζαν προς το μέρος εκείνο της τσιγγάνας, πήγαιναν κοντά της, τους άρεσαν οι επιδείξεις της, κι έτσι άρχισαν σιγά-σιγά και δειλά-δειλά να φεύγουν όλοι από τη θεία ομήγυρη και λαμπρή εκείνη δόξα της Παναγίας και να πηγαίνουν κοντά στη γύφτισσα, φοβερό και τρομερό όραμα, αλλά αληθινά προφητικό.
 
Η Παναγία έμεινε μόνη, με τους Αγγέλους και τους Αγίους και με λίγους καλούς Μοναχούς και πιστούς χριστιανούς, με τους οποίους ακατάπαυστα υμνούσε και δοξολογούσε τον Κύριο της δόξης. Με λύπη της δε πολλή έβλεπε τους άλλους πούφευγαν και προτιμούσαν να ιδούν τα έσχη και να ακούσουν τα αδιάντροπα τραγούδια της πόρνης τσιγγάνας, παρά να μένουν και με την Παναγία και τους Αγίους να δοξολογούν τον Κύριο.
 
Ο άγιος Μάρκος, όσο στην αρχή χάρηκε, που είδε την Παναγία να αστράφτει περισσότερο από τον ήλιο, και τους αγίους Αποστόλους, με τα ουράνια Τάγματα των Αγγέλων και των Αγίων, που προσευχόντουσαν και δοξολογούσαν το Θεό, τόσο λυπήθηκε περισσότερο και τον κατάλαβε φόβος και τρόμος, σαν είδε τους ανόητους εκείνους ανθρώπους και καλογήρους ακόμη να εγκαταλείπουν τη Βασίλισσα των Αγγέλων και να προτιμούν μια βρωμερή, ακάθαρτη και κατά πάντα βέβηλη πόρνη γυναίκα. Να προτιμούν τα ανήθικα ρυπαρά και τραγούδια, από τους θείους ύμνους και την ακατάπαυστη δοξολογία του Θεού και να πηγαίνουν κοντά στα όργανα του σατανά!

ΠΗΓΗ : ΑΝΔΡΕΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ, τομ. Α΄, ΑΘΗΝΑΙ 1980, σ. 201 κ.ε.

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2024

ΟΠΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΙΩΑΣΑΦ ΕΝ ΚΑΡΥΑΙΣ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ

Οπτασία του μοναχού Ιωάσαφ
Γέροντος των Ιωσαφαίων εν Καρυαίς Αγίου Όρους
 

Κατά το έτος 1854 ο μοναχός Ιωάσαφ, ευρισκόμενος αρκετά χρόνια στο Άγιο Όρος, μετέβη στο κονάκιο της Ιεράς Μονής του Αγίου Παντελεήμονος στις Καρυές για την αγρυπνία του Αγίου Γεωργίου.

       Καθισμένος στα ψαλτήρια του όρθρου στο στασίδι του, συλλογιζόταν την φιλανθρωπία του Θεού προκειμένου με την ενανθρώπηση, την σταύρωση και την ανάστασή Του να ανεβάσει τον άνθρωπο στον ουρανό.

      Του ήλθε κατάνυξις και θείος πόθος να λέγει την νοερά προσευχή ακατάπαυστα. Τότε ενόμισε ότι βγήκε έξω από την εκκλησία και βρέθηκε η ψυχή του, χωρισμένη από το σώμα του, σε μια όμορφη και απέραντη πεδιάδα. Στο βάθος αυτής είδε ένα άπειρο πλήθος λαμπροστολισμένων νέων, που έλαμπαν σαν τον ήλιο και εβάδιζαν ρυθμικά, αργά και σεμνά. Απορούσε ποιοι άνθρωποι είναι αυτοί και σε ποιόν ανήκει αυτό το πανέμορφο περιβόλι. Προσπέρασε αυτό το πλήθος και κατόπιν βλέπει μια άλλη αναρίθμητη στρατιά νέων που φορούσαν στρατιωτικές στολές και ήταν όλοι ανδρειωμένοι και λαμπροί στην όψη. Στάθηκε λοιπόν και απελάμβανε την χάρη και δόξα τους.
 
Ένας απ’ αυτούς είπε:
 
         – Αυτός ο αδελφός μας θέλει να πάει στον Βασιλέα και πρέπει κάποιος από εμάς να τον οδηγήσει.
 
Ξεχώρισε τότε, ένας απ’ αυτούς και είπε:
 
      – Θα οδηγήσω εγώ μόνος μου τον αδελφό στον Βασιλέα, διότι μου έχει ιδιαίτερη αγάπη, ημέρα – νύκτα επικαλείται το όνομά μου και εγώ πολλές φορές στάθηκα εγγυητής στον Βασιλέα γι’ αυτόν.
 
Πράγματι ο στρατιωτικός αυτός νέος επλησίασε το μοναχό Ιωάσαφ και του είπε:  

      – Ακολούθησέ με και εγώ θα σε παρουσιάσω στον Βασιλέα.
 
        – Αδελφέ, του λέγει ο Ιωάσαφ, ποιος είμαι εγώ που θα παρουσιασθώ στον Βασιλέα και τι να με κάνει εμένα ο Βασιλεύς; Ποιος είναι αυτός και πού με γνωρίζει εμένα;
 
       – Αδελφέ, του λέγει ο στρατιωτικός Άγιος, κάνεις πως δεν ξέρεις ποιος είναι ο Βασιλεύς και ποιος είμαι εγώ δεν με γνωρίζεις; Επειδή με αγαπάς και επικαλείσαι το όνομά μου, ήλθα εγώ να σε παρουσιάσω στον Βασιλέα και ακολούθησέ με.
 
Περπατώντας μαζί στην απέραντη εκείνη πεδιάδα, έφθασαν στο τέρμα της και μπήκαν σ’ ένα στενό και μακρύ δρόμο με πανύψηλα τείχη, ώστε ο μοναχός Ιωάσαφ φοβήθηκε πολύ μη ξέροντας ακόμη και ποιος είναι αυτός που τον οδηγεί.
 
Ο οδηγός του βλέποντας τον Μοναχό να δειλιάζει, του λέει:

      – Γιατί, αδελφέ, σε κυριεύει η αμέλεια και δεν προσέχεις με τον νου σου στην επίκλησι του ονόματος του Χριστού, στην ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλό»;

Ο Μοναχός όταν άκουσε αυτά, κατανύχθηκε και, όσο έλεγε την ευχή, θερμαινόταν η καρδιά του για τον πόθο του Θεού και αμέσως έλαβε θεία δύναμη, μη έχοντας πλέον δειλία και φόβο. Και πάλι ο οδηγός του του είπε:

     – Βλέπεις που τώρα είσαι καλύτερα; Εάν θέλεις την σωτηρία της ψυχής σου, μην αφήνεις ποτέ την ευχή αυτή. Έτσι θα αποκτήσεις καθαρό νου και καρδιά και θα δεις μυστήρια Θεού. Πρόσεχε όμως να έχεις ακριβή και καθαρή εξομολόγηση στον Πνευματικό σου πατέρα για ο,τι κακό σου παρουσιασθεί.
 
Προχωρώντας ακόμη μέσα στο στενωπό αυτό δρομάκι που στις γωνίες του είχε σταυρούς, άρχισε ο αγγελόμορφος Άγιος να κάνει το σημείο του σταυρού, παρακινώντας να κάνει το ίδιο και ο Μοναχός, και ψάλλοντας συγχρόνως:

«Τον Σταυρόν σου προσκυνούμεν, Δέσποτα και την αγίαν σου Ανάστασιν δοξάζομεν».
 
Μετά από αρκετό διάστημα πορείας, έφθασαν στην άκρη του δρόμου αυτού στην οποία στηριζόταν η άκρη μιας κρεμαστής τεραστίας γέφυρας, ενώ η άλλη της άκρη ακουμπούσε σ’ ένα πανύψηλο βουνό. Και πάλι φόβος και τρόμος κατέλαβε τον μοναχό Ιωάσαφ, σκεπτόμενον ότι θα διανύσει αυτή την γέφυρα που αιωρείτο σαν φύλλο του δένδρου. Ο οδηγός του Άγιος του είπε:

     – Αδελφέ, δώσε μου το χέρι σου και λέγε αδιάκοπα την ευχή, χωρίς να σκέπτεσαι τίποτε άλλο.

 Όταν έφθασαν στο μέσον αυτής της γέφυρας, κάτω από την οποία απλωνόταν βαθύτατη χαράδρα, είπε ο οδηγός του:

     – Εδώ κάνε το σταυρό σου και επικαλέσου το χαριτωμένο όνομα της Παναγίας και εκείνη θα σου δώσει δύναμη!

     Πράγματι εκείνος είπε: «Υπεραγία Θεοτόκε, βοήθησέ με τον αμαρτωλό». Έλαβε θάρρος ώστε έφυγε όλη η δειλία που τον διακατείχε.
 
       Φθάνοντας στο άλλο άκρο της γέφυρας, ανέβηκαν με δυσκολία το βουνό. Εκεί υπήρχε μια πόρτα και αφού σταυροκοπήθηκαν τρείς φορές, εμπήκαν μέσα. Εκεί είδαν ν’ απλώνεται μπροστά τους μία άλλη ανώτερη στην ομορφιά και την χάρη πεδιάδα που έμοιαζε με το στερέωμα του ουρανού. Όσο προχωρούσαν, τόσο ο μοναχός Ιωάσαφ αιχμαλωτιζόταν από το αμήχανο και εξωγήινο κάλλος αυτού του τόπου. Εκεί είδε πολλούς να φορούν καλογερικά ρούχα χρώματος κοκκινωπού και έλαμπαν σαν το ήλιο. Υποδέχθηκαν τον άγιο οδηγό του με ασπασμούς και πολλή χαρά λέγοντάς του:
 
     – Χαίροις Μεγαλομάρτυς Γεώργιε, αγαπημένε δούλε του Χριστού!
 
     – Χαίρετε και εσείς, Όσιοι, αγαπημένοι του Χριστού!

     Όλοι αυτοί οι Όσιοι έστρεψαν τα μάτια τους προς τον μοναχό Ιωάσαφ και του είπαν:

    – Εάν, αδελφέ, κερδίσει κάποιος όλο τον κόσμο και ζημιωθεί την ψυχή του, ποιό θα είναι το όφελος; Εάν ζήσεις, εκατό, διακόσια και χίλια ακόμη χρόνια σ’ αυτό τον κόσμο που ζεις και κερδίσεις χρήματα, δόξες και ηδονές, τι θα σε ωφελήσουν όλα αυτά στην φρικτή ώρα του θανάτου σου; Γι’ αυτό, αδελφέ, άφησε την αμέλεια και γύρισε στην πρώτη και ενάρετη ζωή σου που ήταν γεμάτη ευλάβεια, κατάνυξη και ταπείνωση για να έλθεις σ’ αυτή την μακαρία ζωή που αξιώθηκες να δεις χάρη στον προστάτη σου Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο που τόσο σε αγαπά και σ’ έφερε εδώ ν’ απολαύσεις για λίγο τα πανευφρόσυνα κάλλη του παραδείσου. Μη προτιμήσεις τα πρόσκαιρα από τα ουράνια. Μη σε κυριεύει η αμέλεια, ο ύπνος, οι μάταιες φροντίδες και αφήνεις τον πνευματικό σου αγώνα, ο οποίος θα σου χαρίσει την αιώνια αγάπη του Χριστού. Μη λυπήσεις τον Χριστό και Δεσπότη μας που μας εξηγόρασε με το πανάγιό Του Αίμα χύνοντάς το επί του Σταυρού. Εάν θέλεις, να παρακαλούμε τον Θεό για σένα και για όλο τον κόσμο, διόρθωσε την ζωή σου να χαροποιήσεις τον Θεό και εμάς που αγαπούμε όλο τον κόσμο και θέλουμε να έλθετε όλοι εδώ στην Βασιλεία του Θεού.

       Έπειτα εγύρισαν και είπαν στον Άγιο Γεώργιο:

     – Γεώργιε, αθλητά του Χριστού μας και αγαπημένε μας αδελφέ, λάβε την φροντίδα αυτής της ψυχής και να την παρουσιάσεις στον Βασιλέα των όλων διότι μεγάλη είναι η παρρησία σου προς Αυτόν.

 Τότε ο μοναχός Ιωάσαφ κατάλαβε ποιόν οδηγό είχε κοντά του, πόσες φορές τον εβοήθησε στον κόσμο, και τον είχε βάλει μεσίτη στον Δεσπότη Χριστό για την σωτηρία του. Πλημμυρισμένος, όπως ήταν από αγάπη και ευγνωμοσύνη για τον Άγιο, τον επλησίασε και επί πολλή ώρα τον ασπαζόταν με δάκρυα.

       Βαδίζοντας ακόμη στην πανέμορφη αυτή πεδιάδα είδε ο Μοναχός και άλλους μοναχούς, ενδοξότερους από τους προηγούμενους, αλλά ολιγωτέρους. Ερώτησε τον οδηγό του:

     – Άγιε του Θεού, ποιοί είναι αυτοί οι αγιώτεροι από τους άλλους μοναχοί και ποια τα κατορθώματά τους;

Ο Άγιος του είπε:

     – Αδελφέ, αυτοί είναι από τους μοναχούς αυτού του αιώνος, που αγωνίσθηκαν μόνοι τους χωρίς πνευματικό οδηγό, βαδίζοντας επάνω στα ίχνη των παλαιών Πατέρων και επειδή ευχαρίστησαν τον Θεό, τους αντάμειψε Εκείνος με αυτή την δόξα που βλέπεις.

     – Μα σήμερα, του λέγει ο Μοναχός, χάθηκε κάθε ίχνος αρετής και πως είναι δυνατόν να ευρίσκωνται στον κόσμο τέτοιοι εκλεκτοί άνθρωποι;

Τότε ο Άγιος του είπε:

    – Αδελφέ, Ιωάσαφ λίγοι εκλεκτοί άνθρωποι ευρίσκονται σήμερα στον κόσμο, με την διαφορά ότι, όποιος κοπιάσει για λίγη αρετή, υπομείνει τον αδελφό του και δεν τον κατακρίνει, αυτός θα ευχαριστήσει τον Θεό και θα κληθεί «μέγας εν τη βασιλεία των ουρανών».

      Συνεχίζοντας την πορεία τους έφθασαν στο μεγαλόπρεπο παλάτι του ουρανίου Βασιλέως. Εκεί στη είσοδο τους εχαιρέτησαν με τον εν Χριστώ ασπασμόν βαθμοφόροι και ένδοξοι άνδρες που έλαμπαν τα πρόσωπά τους και τους ωδήγησαν μέσα σε μια ολόφωτη αίθουσα. Δεξιά της εισόδου ήταν η Εικόνα του Χριστού, ενώ αριστερά της Παναγίας καθισμένης σε θρόνο.

       Μέσα στην αίθουσα εκάθοντο αμέτρητο πλήθος νέων με μοναχικές στολές που κρατούσαν στα χέρια τους σταυρό και λουλούδια που ευωδίαζαν. Όλοι αυτοί επήραν στα χέρια τους τον Ιωάσαφ και μπροστά στην εικόνα του Χριστού και της Παναγίας έψαλαν το «Άξιον εστιν…». Κατόπιν προσκύνησαν αυτές τις Εικόνες και είπαν στον Μοναχό:

     – Αδελφέ, όλα αυτά που βλέπεις γίνονται για σένα, κύτταξε λοιπόν να γίνεις καλός και επιμελής στις αρετές για να έλθεις το συντομώτερο εδώ.

       Μετά αποσύρθηκαν όλοι και έμειναν ο άγιος Γεώργιος και ο Μοναχός. Τότε άνοιξε μία μεγάλη πόρτα και ακούσθηκε από εκεί μία γλυκειά φωνή που έλεγε: «Μεγάλη σου είναι η ευσπλαχνία Κύριε, για τους ανθρώπους».
     Τότε είδε ο μοναχός Ιωάσαφ μια μεγάλη και αφαντάστου κάλλους εκκλησία, στην μέση της οποίας υπήρχε πύρινος θρόνος, πολύ λαμπρότερος από τον ήλιο. Εκεί στεκόταν ο Βασιλεύς της δόξης Χριστός εν μέσω μυριάδων ανθρώπων με στρατιωτικές στολές και πρόσωπα αστραπόμορφα. Ο Δεσπότης Χριστός φορούσε στην κεφαλή Του αδαμαντοκόσμητο στεφάνι και έλαμπε όλος ως αστραπή.

     Ο αδελφός Ιωάσαφ στάθηκε έξω στην πόρτα κυττάζοντας προς τα μέσα με θαυμασμό και αχόρταστα. Μπήκε μέσα ο άγιος Γεώργιος, έκανε το σημείο του σταυρού, τρείς μετάνοιες και προσεκύνησε τον Βασιλέα. Κατόπιν ετοιμαζόταν να επιστρέψη για να φέρει μαζί του και το Ιωάσαφ, αλλά άκουσε την φωνή του Βασιλέως που του είπε:

 – Άφησέ τον αυτόν, δεν είναι άξιος να εισέλθει, διότι δεν έχει ένδυμα γάμου.

       Ακούοντας αυτά ο μοναχός Ιωάσαφ φοβήθηκε μήπως καταδικασθεί και άρχισε με προθυμία να λέγη την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με και δος το έλεός Σου».

Ο άγιος Γεώργιος έπεσε στα πόδια του Βασιλέως και του είπε:

– Κύριε, θυμήσου το Αίμα που έχυσες επί του σταυρού για την σωτηρία των ανθρώπων, γι’ αυτό σε παρακαλώ συγχώρεσε την αμαρτωλή αυτή ψυχή και οδήγησέ την στον δρόμο της σωτηρίας. Γνωρίζω ότι πέλαγος και άβυσσος είναι η ευσπλαχνία Σου.

Και τότε ο Βασιλεύς αποκρίθηκε:
 
       – Γεώργιε γνωρίζεις καλά την αγάπη που έδειξα σ’ αυτόν και την χάρη που του έκανα να γνωρίσει αυτά τα μυστήρια της αγάπης μου, για την οποία άλλοι μεγάλοι αγωνιστές τα εζήτησαν και δεν τα επέτυχαν. Αυτός δεν είχε στην ψυχή του την δική μου αγάπη, με κατεφρόνησε, έζησε μέχρι τώρα με αμέλεια, και για τα ψεύτικα πράγματα του κόσμου, παρέβλεψε εμένα και γι’ αυτό δεν είναι άξιος συγχωρήσεως.

       – Γνωρίζω, Κύριε, συνέχισε παρακλητικά ο Άγιος, ότι, εάν κρίνεις με την δικαιοσύνη Σου, είναι άξιος τιμωρίας, αλλά, Σε παρακαλώ, άς περισσεύσει σ’ αυτόν η ευσπλαχνία Σου. Γνωρίζεις ότι ο κόσμος σήμερα ευρίσκεται στο πονηρό, επλεόνασε η κακία και δεν υπάρχουν πολλά παραδείγματα αρετής. Ας πλεονάσει η χάρις Σου, Κύριε, να σωθεί ο δούλος Σου, διότι έχει καλή προαίρεση και μόνο η συνήθεια του κακού τον νικά.

       – Αγαπητέ μου Γεώργιε, γνωρίζω την κατάσταση του κόσμου, τις παραβάσεις των εντολών μου, τις αδικίες, πορνείες, μοιχείες και όλα τα γνωστά και τα κρυπτά των ανθρώπων. Υπομένω όμως περιμένοντας έστω και την μετάνοια ενός αμαρτωλού. Επιθυμώ όλοι οι άνθρωποι να σωθούν, γι’ αυτό άλλωστε έχυσα το Αίμα μου στον σταυρό και κάθε ημέρα θυσιάζομαι. Αλλά αυτός για τον οποίο με παρακαλείς, δεν ακούει τις εντολές μου και μέχρι σήμερα κάνει το θέλημά του. Δεν έπαυσα να του δείχνω τον σωστό δρόμο, εκείνος όμως πέφτει στην αμέλεια, περιφρονεί και παραγνωρίζει την θυσία μου.

       Τότε ο άγιος Γεώργιος ασπαζόμενος τα πόδια Του με πολλή ταπείνωση του είπε:

     – Θυμήσου, Κύριε το αίμα μου, που για την αγάπη Σου, έχυσα και χάρισέ μου αυτή την ψυχή. Συγχώρεσέ την, Κύριε και αξίωσέ την να πιεί το ποτήρι της αγάπης Σου και να κάνει το άγιο θέλημά Σου.
 
      Τότε ο Κύριος με χαρούμενο πρόσωπο του είπε:

     – Γεώργιε, άς γίνει το θέλημά σου».

Του έδωκε με την δεξιά Του ένα ποτήρι και του είπε:

     – Πάρε το ποτήρι μ’ αυτό το ποτό και δώσε του να το πιεί, αυτό είναι το ποτήρι της αγάπης μου. Όλοι οι άγιοι απ’ αυτό το ποτήρι ήπιαν, διότι αυτό στην ψεύτικη ζωή είναι γεμάτο, βάσανα, δοκιμασίες, στεναγμούς, μαρτύρια και θάνατο του σώματος για να καθαρισθεί η ψυχή, και να χαίρεται εδώ στον παράδεισο αιώνια.

       Ο άγιος Γεώργιος το επήρε και το έδωσε στον μοναχό Ιωάσαφ, ο οποίος, αφού το ήπιε, εμέθυσε από την αγάπη του Ουρανίου Νυμφίου Χριστού και μπαίνοντας στην εκκλησία εκείνη, σωριάσθηκε στα πόδια του Χριστού και τα καταφιλούσε με λαχτάρα και πολλή χαρά.

       Ο Χριστός στρέφοντας την μορφή του στο Άγιο, του είπε:

     – Πάρε τον αδελφό Ιωάσαφ και πήγαινέ τον κάτω στο κόσμο ν’ αγωνισθεί για ν’ αποκτήσει την πρώτη μου αγάπη που έχασε με την αμέλεια. Όταν ετοιμασθεί θα τον αξιώσω να πιει το ποτήρι που ήπια και εγώ στον κατάλληλο καιρό.

      Αφού ασπάσθηκαν τους πόδες του Κυρίου και εχαιρέτησαν όλους τους αυλικούς άρχοντες του ουρανίου παλατίου, κατέβαιναν για τον γυρισμό.

      Ο αδελφός Ιωάσαφ είπε στον οδηγό του:

          – Άγιε Γεώργιε, δεν είναι δυνατόν να μείνω και εγώ εδώ που είμαστε και να μην γυρίσω πάλι στον κόσμο;

       – Αγαπητέ μου, του λέγει ο Άγιος, αυτό είναι αδύνατο, διότι το θέλημα του Κυρίου μας είναι να κατεβείς κάτω και, αφού πνευματικά στολισθείς με όλες τις αρετές, θα έλθεις μετά εδώ ν’ απολαμβάνεις την δόξα Του αιώνια.

       Επιστρέφοντας από τον ίδιο δρόμο, έφθασαν στην μέση εκείνου του γεφυριού, οπότε ο Άγιος είπε στον Μοναχό:

     -Η Βασιλεία του Θεού βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν. Λοιπόν, την ευσπλαχνία του Θεού την γνωρίζεις, αγωνίσου ν’ αποκτήσεις την πρώτη αγάπη και εγώ δεν θα σε αφήσω αβοήθητο.

Λέγοντάς του αυτά, τον εσφράγισε τρεις φορές με το σημείο του σταυρού και έγινε άφαντος.

       Την ίδια στιγμή ακούσθηκαν ανατριχιαστικές φωνές και απειλές των δαιμόνων που ανέβαιναν από την χαράδρα λέγοντες:

«Τώρα που έμεινε μόνος του ο καλόγερος ελάτε να τον γκρεμίσουμε κάτω, πριν έλθει ο Γεώργιος».

Ο αδελφός Ιωάσαφ δεν μπορούσε να πάει ούτε μπρός ούτε πίσω, ενώ οι δαίμονες ωρμούσαν να τον ρίξουν στον γκρεμό. Τότε εκείνος εσήκωσε τα χέρια του ψηλά και είπε:

«Κύριε, βοήθησέ με αυτή την στιγμή διότι κινδυνεύω να καταποντισθώ από τους φοβερούς δαίμονες».

Του ήλθε τότε φωνή από τον ουρανό που του έλεγε: «Αδελφέ, μη αμελείς, λέγε την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλό», και «με τις ευχές της Κυρίας Θεοτόκου» και δεν θα πάθεις τίποτε.
 
       Αμέσως ο αδελφός άρχισε να λέει συνεχώς την ευχή και χωρίς να το καταλάβει ευρέθηκε στον εαυτό του, όπως ήταν στο στασίδι καθισμένος.

Οπτασία του μοναχού Ιωάσαφ Γέροντος των Ιωσαφαίων εν Καρυαίς Αγίου Όρους για τον Άγιο Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο.  
 
Εκ του βιβλίου “Ψυχωφελείς οπτασίες και διηγήσεις για την άλλη ζωή” Εκδόσεις “Ορθόδοξος Κυψέλη”

ΣΤΑΡΕΤΣ ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ: ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΔΩ, ΠΑΤΕΡ; - ΚΟΙΤΑΖΩ ΤΟ ΝΕΡΟ!

 ΣΤΑΡΕΤΣ ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ
ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΔΩ, ΠΑΤΕΡ; - ΚΟΙΤΑΖΩ ΤΟ ΝΕΡΟ
 
Το πλύσιμο του ποτηριού
Δόκιμος ακόμα, μια καλοκαιριάτικη νύχτα περπατούσα ανάμεσα στους κήπους της Σκήτης. Μόνος με μόνο τον Θεό. Πλησιάζοντας την μεγάλη λίμνη βλέπω τον μεγαλόσχημο π. Γεννάδιο. Από τότε πού πέρασε τον κατώφλι της Σκήτης είχαν περάσει 62 ολόκληρα χρόνια. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του δεν έβγαινε καθόλου από την Σκήτη. Είχε λησμονήσει εντελώς τον κόσμο. Στεκόταν ακίνητος με τα μάτια καρφωμένα στο νερό. Με τρόπο διακριτικό, για να μην τον τρομάξω, έκαμα αισθητή την παρουσία μου. Τον πλησίασα, και τον ερώτησα:
- Τί κάνεις εδώ, πάτερ;
- Κοιτάζω τον νερό.
- Και τί βλέπεις;
- Εσύ, δεν βλέπεις τίποτα;
- Απολύτως, τίποτα.

- Μέσα από τον νερό βλέπω την σοφία του Θεού. Γνωρίζεις πολύ καλά, πώς είμαι άνθρωπος ολιγογράμματος. Το μόνο πού κατάφερα και έμαθα στην ζωή μου είναι να διαβάζω τον Ψαλτήρι. Ό Κύριος όμως, δεν με αφήνει στο σκοτάδι, αλλά μου φανερώνει τον άγιο θέλημά Του· σε μένα, τον ταπεινό δούλο Του. Πολλές φορές εκπλήσσομαι πού άνθρωποι μορφωμένοι δεν κατανοούν μερικά άπλα θέματα της πίστεως. Βλέπεις; Όπως όλος αυτός ό ουρανός με τα άστρα αντικαθρεφτίζεται μέσα στο νερό, έτσι και ό Κύριος, όχι μόνο αντικαθρεφτίζεται μέσα στην καθαρή καρδιά, αλλά την κάνει και κατοικία Του. Ένα πράγμα σου λέω. Ή χαρά και ή μακαριότητα πού αισθάνεται ή ψυχή του ανθρώπου πού φρόντισε να καθαρίσει την καρδιά του, δεν περιγράφεται. Τα λόγια τού Χριστού «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία» δεν είναι τυχαία! Ανάμεσα και γνωρίζω πόσο απαραίτητο είναι στον άνθρωπο να έχει καρδιά καθαρή, όμως, τόσα χρόνια αγωνίζομαι και ακόμη δεν τον έχω κατορθώσει. Μήπως, μπορείς εσύ να μού εξηγήσεις, τί σημαίνει καρδιά καθαρή;

- Πάτερ, τί υψηλά πράγματα ζητάς από εμένα; Τέτοιες εμπειρίες δεν έχω! Το μόνο πού έχω καταλάβει, και αυτός μόνο από διάβασμα, είναι, πώς ή καθαρότητα της καρδιάς ταυτίζεται με την πλήρη απάθεια. Όποιος την έχει κάνει κτήμα του είναι ξένος σε κάθε πάθος.
- Όχι! Αυτός πού λες δεν επαρκεί. Δεν φτάνει να πλύνεις τον ποτήρι. Πρέπει και να τον γεμίσεις με νερό, διαφορετικά δεν έχει καμία άξια. Όταν ό άνθρωπος αγωνιστεί να ξεριζώσει από μέσα του τα πάθη, οφείλει να γεμίσει τον χώρο της καρδιάς του με τις αντίστοιχες αρετές. Μόνο τότε μπορεί να λέει ότι απέκτησε καθαρή καρδιά.

- Πάτερ Γεννάδιε, πιστεύεις ότι θα πας στον παράδεισο;
- Σε ένα μόνο πιστεύω και ελπίζω: στο έλεος του Θεού- είπε με βεβαιότητα ό π. Γεννάδιος.
- Μα σύ λες, πώς μόνο οι καθαροί στην καρδιά θα δουν τον Θεό· και σύ ό ίδιος τον ομολογείς, ότι καθαρή καρδιά δεν έχεις. Τί μου λες τώρα;
- Εγώ καλά σου τα λέω. Σύ δεν κατάλαβες σωστά. Ξεχνάς τον έλεος του Θεού. Το έλεος του Θεού τα αναπληρώνει όλα. Είναι απέραντο και ανεξάντλητο. Πιστεύω ακράδαντα, ότι ό πολυεύσπλαχνος Κύριος δεν θα με απορρίψει και εμένα, πού είμαι και καλόγηρος. Πίστη. Πίστη μας χρειάζεται. Πίστη και ελπίδα σε Εκείνον πού σταυρώθηκε για μας· αντί για μας· στην θέση μας. Ό Θεός Πατέρας πού από απέραντη αγάπη μας έδωσε τον Υιό Του, δεν θα μας δώσει και τον παράδεισο;

Ω, πόσοι αδελφοί, με τέτοια βαθειά πίστη, ζουν ανάμεσα μας, κρυμμένοι από τα μάτια των πολλών χωρίς ποτέ να δίνουν την παραμικρή εντύπωση «χαρισματούχου» γέροντα. Και όμως έχουν τόσο βαθειά πνευματική ζωή. Και μόνο με την συνομιλία μαζί τους, ανακαλύπτεις την ομορφιά της καλλιεργημένης ψυχής τους.
 
ΒΙΒΛΙΟΓ. ΟΣΙΟΣ ΣΤΑΡΕΤΣ ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ ΤΕΥΧΟΣ Γ ΕΚΔΟΣΗ Ι.Μ. ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΠΡΕΒΕΖΗΣ

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2024

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: Η ΑΞΙΑ ΜΙΑΣ ΚΑΛΗΣ ΠΡΑΞΗΣ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ!

 Η ΑΞΙΑ ΜΙΑΣ ΚΑΛΗΣ ΠΡΑΞΗΣ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ 

Ήταν καλοκαίρι του 1988. Έκανα με τα πόδια μόνος την διαδρομή Δάφνη-Καρυές-Σταυρονικήτα-Ιβήρων-Φιλοθέου-Λαύρα-Κερασιά-Αγία Άννα. Στον δρόμο από την Λαύρα στην Κερασιά, λίγο έξω από την Κερασιά συνάντησα ένα γεροντάκι που έσκαβε στον κήπο του.

- Καλώς τον, μου είπε, έλα να πιείς ένα νερό.
Παίρνω το νερό. Τον ευχαριστώ. Πίνω. Δοξάζω τον Θεό. Πιάνουμε κουβέντα.
- Πως σε λένε;
- Σ.
- Από πού είσαι;
- Από την Αθήνα.
- Που πας;
- Στον π. Θ.
- Τι δουλειά κάνεις;
- Δικηγόρος.
- Δεν πειράζει!

- Άκου παιδί μου, Σ., να σου πω μια ιστορία. Ήταν ένας πλούσιος άνθρωπος, γεμάτος πάθη, εγωισμό, φιλοχρηματία, φθόνο, οργή. Μια μέρα, εκεί που έβγαινε από ένα φούρνο φορτωμένος με ψωμιά, ένας φτωχούλης του ζήτησε ελεημοσύνη. Όμως, ο πλούσιος θύμωσε και στον θυμό του πέταξε ένα καρβέλι ψωμί στον φτωχό. Αυτός το πήρε και το έφαγε στο σπίτι του με τα παιδάκια του. Έφτασε ο καιρός και ο πλούσιος κοιμήθηκε. Ήρθαν τότε οι δαίμονες και του τραβούσαν την ψυχή του να την πάνε στην κόλαση. Μπήκαν τα πάθη του στην μια πλευρά της ζυγαριάς και η ζυγαριά έγερνε προς την κόλαση. Έβαλε τότε, Σ. παιδί μου, και ο φύλακας άγγελος του από την άλλη πλευρά το καρβέλι, που ο πλούσιος είχε πετάξει με θυμό αλλά ο φτωχός το έφαγε με τα παιδιά του και ωφελήθηκε, και αμέσως η ζυγαριά ισορρόπησε και η ψυχή σώθηκε. Βλέπεις, παιδί μου, τι αξία έχει και η πιο μικρή καλή πράξη ανεξάρτητα από την προαίρεση αυτού που την κάνει;! Άντε στο καλό, παιδί μου και να θυμάσαι, πριν βάλεις το κεφάλι σου στο μαξιλάρι κάθε βράδυ, να κοιτάς να έχεις κάνει τουλάχιστον μια καλή πράξη την ημέρα. Αυτό μπορεί να σε σώσει.