ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2016

Ο ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΜΑΓΟΣ (ΤΑΙΝΙΑ)



Ο ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΜΑΓΟΣ















Σύμφωνα με την χριστιανική παράδοση ο Αρτάβαν ή Αρτάβανος ήταν ο τέταρτος Μάγος στη Γέννηση του Χριστού.
Ο Αρτάβαν καταγόταν από τα Εκβάτανα της Περσίας και ήταν φίλος των τριών άλλων Μάγων, του Μελχιώρ, του Γάσπαρ και του Βαλτάσαρ, που προσκύνησαν τον Χριστό στη Βηθλεέμ. Και αυτός ήταν μάγος - αστρονόμος της εποχής εκείνης που είχε δει και αυτός το άστρο της Βηθλεέμ, σημείο γέννησης βασιλέως. Έτσι μετέβη προς συνάντηση των φίλων του που κατοικούσαν στη Βορσίπη της Βαβυλώνας προκειμένου να οδοιπορήσουν μαζί προς το σημείο που το άστρο θα φαινόταν καλλίτερα όπου και θα συνέβαινε η γέννηση του νέου Βασιλιά. Καθοδόν όμως συνάντησε έναν εμπύρετο εβραίο στην έρημο που βοηθώντας τον αργοπόρησε, και όταν έφθασε στη Βορσίπη οι φίλοι του Μάγοι είχαν ήδη φύγει. Ακολούθησε και αυτός τον ίδιο δρόμο αλλά δεν τους πρόλαβε. Τελικά έφθασε στη Βηθλεέμ τότε που ο Ηρώδης έσφαζε τα νήπια. Ο Αρτάβαν επεμβαίνοντας και δωροδοκώντας ένα στρατιώτη μ΄ ένα ρουμπίνι, απ΄ αυτά που έφερνε ως δώρα στο Θείο βρέφος απελευθέρωσε ένα νήπιο που ήταν ο Ιωάννης ο Πρόδρομος.
Στη συνέχεια ο Αρτάβαν πήγε στην Αίγυπτο και παρέμεινε εκεί 33 χρόνια, θεραπεύοντας ασθενείς δωρεάν, απελευθερώνοντας δέσμιους και συναναστρεφόμενος με ταπεινούς. Υπερήλικας πλέον με μακριά άσπρη γενειάδα επιστρέφει στην Ιερουσαλήμ όπου και έτυχε την ημέρα που σταυρωνόταν ο Χριστός. Τη στιγμή που ζητούσε να μάθει για τον σταυρωθέντα Βασιλέα των Ιουδαίων έγινε ο μεγάλος σεισμός κατά τον οποίο μία πέτρα από το καταπέτασμα του Ναού πέφτοντας τον κτύπησε στο κεφάλι και έπεσε αναίσθητος. Όταν μετά από κάποιο χρόνο συνήλθε άκουσε μια γλυκιά φωνή που του έλεγε:
"Αμήν, αμήν λέγω σοι, ό,τι εποίησας εις ένα των αδελφών μου των ελαχίστων, εις εμέ εποίησας".
Τότε ο Αρτάβαν άνοιξε τους οφθαλμούς του και είδε για μια στιγμή τον Ιησού μέσα σε εκθαμβωτικό φως. Τότε ευτυχισμένος ότι είδε έστω και στο τέλος τον αναμενόμενο Βασιλέα ξεψύχησε.

ΠΩΣ ΠΕΘΑΝΕ Ο ΗΡΩΔΗΣ ΠΟΥ ΦΟΝΕΥΣΕ ΤΑ ΝΗΠΙΑ!

ΕΥΣΕΒΙΟΥ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδόσεις ΕΠΕ τόμος 1, σελ. 131-135,
 
«Περί της επιβουλής του Ηρώδη κατά των παιδιών και περί του τέλους της ζωής του».

Αξίζει όμως εν προκειμένω να παρατηρήσει κανείς και την τιμωρία της τόλμης του Ηρώδη κατά του Χριστού και των συνομηλίκων του, πόσο γρήγορα, χωρίς την παραμικρή αναβολή, η θεία δίκη τον έδιωξε ζωντανό ακόμη, καταδεικνύοντας τα προοίμια εκείνων τα οποία τον ανέμεναν μετά την από εδώ μετάστασή του.
Πόσο αμαύρωσε  αυτός την υποτιθέμενη ευτυχία της βασιλείας του με τις αλλεπάλληλες οικογενειακές του συμφορές, τους φόνους της γυναίκας, των τέκνων  και των άλλων, των στενότερων συγγενών και καλύτερων φίλων, δεν είναι δυνατόν ούτε περιληπτικά να εκθέσουμε τώρα. Η περί τούτων υπόθεση, όπως την διαπραγματεύεται εκτενώς στα ιστορικά του συγγράματα ο Ιώσηπος, επισκιάζει όλη την τραγική δραματουργία.
Δεν είναι όμως άσχημο να ακούσουμε τις φωνές του συγγραφέα περί του πώς αμέσως με την επιβουλή κατά του Σωτήρος μας και των άλλων νηπίων, τον κατέλαβε θεόσταλτη μάστιγα και τον οδήγησε σε θάνατο. Αυτός στο δέκατο έβδομο βιβλίο της Ιουδαϊκής Αρχαιολογίας περιγράφει το τέλος του βίου του με τον εξής τρόπο κατά λέξη.
«Για τον Ηρώδη η νόσος γινόταν πολύ πικρότερη, καθώς ο Θεός επέβαλε τιμωρία για τις παρανομίες του. Πράγματι υπήρχε σ’αυτόν μαλακό πύρωμα, το οποίο σ’ αυτούς που τον πλησίαζαν δεν έδειχνε τόση φλόγωση όση κάκωση προσέθετε εσωτερικά. Είχε δε δεινή επιθυμία να φάει κάτι, και ήταν αδύνατον να μην εξυπηρετηθεί, έλκωση, δεινοί πόνοι των εντέρων και μάλιστα του κόλου, υγρό και διαυγές φλέγμα στα πόδια. Παραπλήσια δε κάκωση υπήρχε στο υπογάστριο, και μάλιστα σήψη του αιδοίου, δημιουργώντας σκουλήκια, ορθόπνοια, και αυτή πολύ αηδιαστική λόγω της δυσάρεστης οσμής και της πυκνής αναπνοής. Συνταρασσόταν δε σε όλα τα μέλη με ανυπόφορη δριμύτητα.
Λεγόταν λοιπόν από τους μάντεις και όσους γνωρίζουν να προλέγουν σχετικά, ότι αυτή την ποινή εισπράττει ο Θεός από τον εξόχως δυσσεβή βασιλέα». Αυτά λέει στη δηλωθείσα γραφή ο προαναφερθείς συγγραφέας.
Και στο δεύτερο δε βιβλίο των Ιστοριών παραδίδει (ο Ιώσηπος) περί αυτού παραπλήσια, γράφοντας ως εξής.
«Έπειτα η νόσος αφού κατέλαβε όλο το σώμα του, διαμοίραζε σ’ αυτό ποικίλα πάθη. Πράγματι υπήρχε αρκετός πυρετός, αφόρητος κνησμός σε όλη την επιφάνεια, συνεχείς πόνοι του κόλου, πρήξιμο στα πόδια υδρωπικού χαρακτήρα, φλεγμονή του υπογαστρίου, σήψη στο αιδοίο που δημιουργούσε σκουλήκια, ορθόπνοια και δύσπνοια, σπασμοί όλων των μελών, ώστε οι μάντεις να λέγουν ότι τα νοσήματα ήταν ποινή.
Αυτός όμως, αν και πάλευε με τόσα πάθη, παρέμενε στη ζωή, ήλπιζε σε σωτηρία και εφεύρισκε θεραπείες. Περνώντας λοιπόν από τον Ιορδάνη χρησιμοποίησε τα θερμόλουτρα της Καλλιρόης, τα οποία εκβάλλουν στην Ασφαλτίτη λίμνη, λόγω δε της γλυκύτητας είναι και πόσιμα. Εδώ αυτός, καθώς οι γιατροί αποφάσισαν να περιθάλψουν όλο το σώμα με θερμό έλαιο και το ξάπλωσαν σε λεκάνη γεμάτη έλαιο, λιποθύμησε και ανέστρεψε τους οφθαλμούς σαν νεκρός.
Επειδή  οι υπηρέτες θορύβησαν, αναστέναξε για τη συμφορά, και απογοητευμένος στο εξής για τη σωτηρία, διέταξε να διανείμουν στους στρατιώτες από πενήντα δραχμές και πολλά χρήματα στους διοικητές και τους φίλους. Αυτός επέστρεψε και έφθασε στην Ιεριχώ, με μελαγχολία και σχεδόν απειλώντας τον εαυτό του με θάνατο.
Προέβη μάλιστα στο σχεδιασμό μιας αθέμιτης πράξης. Αφού συγκέντρωσε τους επίσημους άνδρες από κάθε κώμη όλης της Ιουδαίας, διέταξε να τους κλείσουν στον καλούμενο ιππόδρομο, και αφού προσκάλεσε την αδελφή του Σαλώμη και τον άνδρα της Αλεξά, είπε «γνωρίζω ότι οι Ιουδαίοι θα γιορτάσουν το θάνατό μου· μπορώ όμως να πενθηθώ με άλλα μέσα και να λάβω λαμπρό επιτάφιο, αν θελήσετε να εκτελέσετε τις εντολές μου. Μόλις εκπνεύσω, φονεύστε τάχιστα αυτούς τους φρουρούμενους άνδρες, αφού τους περικυκλώσετε με τους στρατιώτες, έτσι ώστε όλη η Ιουδαία και κάθε οίκος να δακρύσει για μένα, έστω και ακούσια».
Και με λίγα λόγια  λέει. «Κατόπιν δε [επειδή βασανιζόταν από έλλειψη τροφής και σπασμωδικό βήχα] νικημένος από τους πόνους, επιχείρησε να προφθάσει την ειμαρμένη.
Αφού πήρε ένα μήλο, ζήτησε και μαχαίρι γιατί συνήθιζε να τρώει κόβοντας σε τεμάχια. Έπειτα, αφού κοίταξε τριγύρω, μήπως υπάρχει κάποιος ο οποίος θα τον εμπόδιζε, σήκωσε το δεξί του χέρι για να αυτοτραυματιστεί».
Πέραν δε τούτων ο ίδιος συγγραφέας ιστορεί ότι αυτός πριν το θάνατό του φόνευσε με εντολή του και άλλον γνήσιο γιό, τρίτο μετά τους δύο φονευθέντες προηγουμένως, και αμέσως έπειτα παρέδωσε τη ζωή του με φοβερούς πόνους.

Τέτοιο ήταν λοιπόν το τέρμα της ζωής του Ηρώδη που υπέστη δίκαια ποινή  για τα παιδιά τα οποία φόνευσε στη Βηθλεέμ από επιβουλή κατά του Σωτήρα μας.

ΤΙ ΣΥΜΒΟΛΙΖΟΥΝ ΤΑ ΤΙΜΙΑ ΔΩΡΑ ΚΑΙ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ;

Τα Τίμια Δώρα και οι τρεις Μάγοι εμφανίζονται μόνο στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο. Ο Ματθαίος απευθυνόταν στους εξ Ιουδαίων προσήλυτους πιστούς και είχε στόχο να εξαλείψει κάθε αμφιβολία περί του Ιησού ως αναμενόμενου Μεσσία και να επιβεβαιώσει ότι ήταν σταλμένος από τον Θεό να εκπληρώσει τις προφητείες των Γραφών.
Τα Τίμια Δώρα που έφεραν οι σοφοί της ανατολής στο βασιλιά που είχε μόλις γεννηθεί ήταν χρυσός, λιβάνι και σμύρνα. Ο Μελχιόρ έφερε τον χρυσό, που συμβόλιζε ότι το βρέφος θα γινόταν βασιλιάς. Ο Γκασπάρ έφερε το λιβάνι, σύμβολο της θείας καταγωγής. Και ο Βαλτάσαρ έφερε τη σμύρνα, η οποία συμβόλιζε τον πρόωρο θάνατο του Ιησού. Ως αντάλλαγμα για τα δώρα, οι Μάγοι ζήτησαν ένα από τα σπάργανα του βρέφους, απόδειξη για όσους δε θα τους πίστευαν, το οποίο και τους έδωσε η ίδια η Παναγία.
Μεταξύ των ποικίλων θησαυρών και πολυτίμων κειμηλίων πού με πολλή ευλάβεια φυλάσσονται στην Ιερά Μονή του Αγίου Παύλου στο Άγιον Όρος, χωρίς αμφιβολία την πρώτη θέση καταλαμβάνουν τα Τίμια Δώρα. Ό χρυσός βρίσκεται υπό την μορφή είκοσι οκτώ επιμελώς σκαλισμένων επιπέδων πλακιδίων, ποικίλων σχημάτων (παραλληλογράμμων, τραπεζοειδών, πολυγώνων κτλ.) και διαστάσεων περίπου 5 εκ. χ 7 εκ.
Κάθε πλακίδιο έχει διαφορετικό σχέδιο πολύπλοκης καλλιτεχνικής μικροεπεξεργασίας. Ό λίβανος1 και ή σμύρνα2 διατηρούνται ως μείγμα υπό την μορφή εξήντα δύο περίπου σφαιρικών χανδρών μεγέθους μικρής ελιάς.
Επειδή κυρίως ή πνευματική αλλά και ή υλική, ιστορική και αρχαιολογική αξία των Τιμίων Δώρων είναι ανυπολόγιστη, φυλάσσονται με ιδιαίτερη επιμέλεια στο θησαυροφυλάκιο της Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου. Για λόγους ασφαλείας είναι κατανεμημένα σε διάφορες λειψανοθήκες, μόνο μέρος δε αυτών εκτίθεται εις προσκύνησιν των επισκεπτών της Ιεράς Μονής ή μεταφέρεται προς αγιασμό εκτός Αγίου Όρους στις κατά τόπους Ιερές Μητροπόλεις.
Γράφει ό Ευαγγελιστής Λουκάς για την Παναγία ότι «διετήρει πάντα τα ρήματα ταύτα εν τη καρδία αυτής» (Λουκ. β’ 19, 51). Πιστεύεται δε από τους θεολόγους ερμηνευτές ότι ένα μεγάλο μέρος από αυτά τα «ρήματα», τα λόγια και τα γεγονότα δηλαδή της ζωής του Κυρίου, ή Θεοτόκος τα εκμυστηρεύθηκε στον Άγιο Απόστολο Λουκά ό όποιος και τα συμπεριέλαβε στο Ευαγγέλιο του.
Δεν χωρεί καμιά αμφιβολία ότι παράλληλα με τα άγια «ρήματα» του Κύριου, ή Υπεραγία Θεοτόκος «διετήρει» και ότι άλλο σχετικό με την επίγεια ζωή του Κυρίου, και φυσικά, και τα Τίμια Δώρα.
Σύμφωνα με την ίστορικοθρησκευτική μας παράδοση, προ της Κοιμήσεως της ή Παναγία Μητέρα του Κυρίου τα παρέδωσε μαζί με τα Άγια Σπάργανα του Χριστού, την Τίμια Εσθήτα και την Αγία Ζώνη της στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων οπού και παρέμειναν μέχρι το έτος 400 μ.Χ. περίπου. Κατά το έτος τούτο ό αυτοκράτωρ Αρκάδιος τα μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη προς αγιασμό του λαού και προστασία και προβολή της Βασιλευούσης.
Εκεί παρέμειναν μέχρι και της αλώσεως της πόλεως από τους Φράγκους το έτος 1204 μ.Χ. Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν για λόγους ασφαλείας μαζί με αλλά ιερά κειμήλια στη Νίκαια της Βιθυνίας, προσωρινή πρωτεύουσα του Βυζαντίου, όπου και παρέμειναν για εξήντα περίπου χρόνια. Με την υποχώρηση των Σταυροφόρων επί αυτοκράτορος Μιχαήλ Παλαιολόγου επεστράφησαν στην Κωνσταντινούπολη μέχρι της υποδουλώσεώς της στους Τούρκους το 1453 μ.Χ.
Μετά την Άλωση ή ευλαβέστατη Μάρω, χριστιανή σύζυγος του σουλτάνου Μουράτ Β’ (1421-1451) και μητρυιά του Μωάμεθ Β’ του Πορθητού, τα μετέφερε αυτοπροσώπως στην Ιερά Μονή Αγίου Παύλου στο Αγιον Όρος. Ή Μονή αυτή της ήταν γνωστή καθόσον ό πατέρας της Γεώργιος Βράγκοβιτς, δεσπότης της Σερβίας, έκτισε το καθολικό της εις τιμήν του Αγίου Μεγαλομάρτυρας Γεωργίου του Τροπαιοφόρου.
Κατά την αγιορείτικη παράδοση, καθώς η Μάρω ανήρχετο από τον αρσανά (λιμάνι) στην Μονή, ή Κυρία Θεοτόκος την εμπόδισε με υπερφυσικό τρόπο να πλησίαση στη Μονή και έτσι να παραβίαση το άβατον του Αγίου Όρους.
Αυτή υπήκουσε και παρέδωσε ταπεινά τα Τίμια Δώρα στους ευλαβείς μοναχούς και πατέρες, οι όποιοι και έστησαν στο σημείο εκείνο της θεομητορικής παρουσίας ένα Σταυρό πού σώζεται μέχρι σήμερα και λέγεται «Σταυρός της Βασιλίσσης». Το σουλτανικό έγγραφο με τις σχετικές πληροφορίες παραδόσεως των Τιμίων Δώρων φυλάσσεται στο αρχείο της Μονής του Αγίου Παύλου.
Η αυθεντικότητα των Τιμίων Δώρων στηρίζεται κατά ένα μέρος στην προφορική παράδοση και κατά το υπόλοιπο στην ιστορία. Εκείνο όμως πού ακράδαντα βεβαιώνει την αυθεντικότητα των Τιμίων Δώρων είναι ή άρρητη ευωδία πού ορισμένα απ’ αυτά αδιαλείπτως και ορισμένα κατά καιρούς αναδίδουν και ή πλούσια ιαματική και θαυματουργική χάρις πού μέχρι τις μέρες μας αναβλύζουν.

Πηγή: www.dogma.gr

ΤΙ ΗΤΑΝ ΟΙ 3 ΜΑΓΟΙ ΚΑΙ ΤΙ ΑΠΕΓΙΝΑΝ;

Οι 3 μάγοι είναι βιβλικά πρόσωπα της Καινής Διαθήκης (Ματθ. 2,1-2) τα οποία,
όταν ο Ιησούς γεννήθηκε στη Βηθλεέμ έφτασαν από την ανατολή στα Ιεροσόλυμα για να Τον προσκυνήσουν.
Ο ευαγγελιστής Ματθαίος δεν παρέχει λεπτομέρειες ούτε για τον αριθμό τους, ούτε για το τι ακριβώς ήταν αυτοί οι μάγοι, ίσως επειδή το θεωρούσε κάτι γνωστό και δεδομένο για τους ανθρώπους της έποχης του
Σχετικά με τον προσδιορισμό «Μάγοι», δεν θα πρέπει να παρασυρθούμε από την σημερινή σημασία της λέξης «μάγος». Σήμερα η λέξη αυτή χρησιμοποιείται με την έννοια του ανθρώπου που κάνει διάφορες μαγείες ερχόμενος σε επαφή με τον Σατανά.
Όμως,  η λέξη Μάγος την εποχή εκείνη, χρησιμοποιούνταν για τους σοφούς, τους ιατρούς, τους μελετητές των άστρων, τους ερμηνευτές των ονείρων και τους μορφωμένους των Μήδων, των Περσών, των Χαλδαίων και των Βαβυλωνίων. Επίσης σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, «Μάγοι» ονομαζόταν μία από τις έξι φυλές των Μήδων, και όσοι άνηκαν σε αυτή τη φυλή ασκούσαν καθήκοντα ιερέων ή ονειροκριτών, ασχολούνταν με τον αποκρυφισμό κ.τ.λ. 

Οι 3 μάγοι- Ρώσικη εικόνα
Η ιδιαίτερη πατρίδα των Μάγων, που προσκύνησαν το Θειο Βρέφος, δεν αναφέρεται. Απλώς γίνεται αναφορά ότι ήρθαν από την Ανατολή. Η λέξη «Ανατολή» στην Βίβλο σημαίνει α) ολόκληρη την πέρα από του Ιορδάνη περιοχή, β) την απέραντη συριακή και αραβική έρημο, γ) τις περιοχές της Βαβυλωνίας, Ασσυρίας και Περσίας.
Ο Ωριγένης λέει ότι οι Μάγοι προέρχονταν από την Χαλδαία. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει ως πατρίδα τους την Περσία. Άλλοι αναφέρουν ως προέλευσή τους από την Βαβυλώνα. Ο Άγιος Ιουστίνος αναφέρει ότι οι Μάγοι προέρχονταν από την Αραβία.

Στην άποψη ότι οι τρεις Μάγοι ήταν Πέρσες, συμβάλει και ένα γεγονός που έλαβε χώρα το 614 μ.Χ. στη Βηθλεέμ. Την εποχή εκείνη, είχαν καταλάβει την πόλη οι Πέρσες του Χοσρόη του 2ου, οι οποίοι αν και έκαναν πολλές καταστροφές, δεν πείραξαν τον Ναό της Γεννήσεως. Αυτό έγινε γιατί, όπως λέγεται, στο ναό υπήρχε μια εικόνα (κατά άλλους ψηφιδωτό) που απεικόνιζε τους Μάγους να προσκυνούν τον Χριστό. Οι Πέρσες κατακτητές αναγνώρισαν τους ομοεθνής τους από τα ρούχα και έτσι άφησαν τον Ναό της Γεννήσεως απείραχτο.
Σύμφωνα με παράδοση που προέρχεται από το απόκρυφο Αρμενικό Ευαγγέλιο παιδικής ηλικίας του Ιησού (συριακό πρωτότυπο που μεταφράστηκε στα Αρμενικά κατά τον 11ο αιώνα), οι μάγοι ήταν τρεις και τα ονόματα αυτών, Μελχιώρ, Βαλτασάρ και Γασπάρ.
Η προσκύνηση αυτή των μάγων πρέπει να συνέβη μετά την Υπαπαντή του Κυρίου (είσοδος στον Ναό, σαράντα ημέρες μετά τη γέννησή Του). Κατόπιν, με θεϊκή παρέμβαση είδαν οι μάγοι σε όνειρο ότι δεν έπρεπε να ξαναγυρίσουν στον Ηρώδη αλλά να φύγουν από άλλο δρόμο για την πατρίδα τους. Η προσκύνηση των μάγων εορτάζεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 25 Δεκεμβρίου.
Αργότερα, βαπτίσθηκαν από τον Απόστολο Θωμά και χειροτονήθηκαν επίσκοποι.Το 69 μ.Χ. έλαβαν την είδηση ότι σε λίγο θα πεθάνουν. Πρώτος πεθαίνει ο Μελχιόρ, σε ηλικία 130 ετών. Μετά από έξι μέρες ο Βαλτάσαρ σκοτώνεται από έναν ειδωλολάτρη μπροστά στην Αγία Τράπεζα στα 109 του χρόνια. Μετά από άλλες έξι μέρες πεθαίνει ο Γκασπάρ στα 90 του χρόνια. 

Η λειψανοθήκη των 3 μάγων
Παράδοση του 11ου αιώνα αναφέρει ότι τα λείψανα των Τριών Μάγων, τα μετέφερε η Αγία Ελένη στην Κωνσταντινούπολη αλλά τα μετέφερε στο Μιλάνο το 344 ο αρχιεπίσκοπος Μιλάνου Ευστόργιος Α”. Τα λείψανα τού τα είχε εμπιστευθεί ο αυτοκράτορας Κώνστας Α”. Το 1164 δωρήθηκαν στον Αρχιεπίσκοπο Κολωνίας από τον αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Φρειδερίκο Α΄ Βαρβαρόσσα που τα είχε ιδιοποιηθεί. Ο αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Όθωνας Δ΄, γύρω στο 1199, δώρησε τρία χρυσά και διακοσμημένα με πολύτιμες πέτρες στεφάνια για τις κάρες των Τριών Μάγων. Τον 13ο αιώνα ανοικοδομήθηκε περίλαμπρος καθεδρικός ναός της πόλεως όπου μέχρι σήμερα βρίσκονται. Έκτοτε ένα σταθερό ανά τους αιώνες και μεγάλο ρεύμα προσκυνητών τα επισκέπτεται κάθε μέρα.

Η κεντρική σκηνή με την παράσταση της Προσκύνησης των Τριών Μάγων. Ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια είναι και η διακόσμηση με δύο καμεό περιμετρικά της Θεοτόκου. Αριστερά καμεό του 2ου αι. π. Χ. με τον Μέγα Αλέξανδρο και δεξιά καμεό του πρώτου μισού του 1ου αι. με την Αθηνά Πρόμαχο.
Στις 20 Ιουλίου του 1864, η λάρνακα ανοίχτηκε, και ανακαλύφθηκαν τρεις σχεδόν πλήρεις σκελετοί, υφάσματα του 2ου-3ου αιώνα και νομίσματα του 12ου αιώνα.
Το 2004, η σειρά επιμορφωτικών εκπομπών τηλεόρασης «Mummy Detective» του Learning Channel έκανε μία εκπομπή για τους Τρεις Μάγους και ανάμεσα σε άλλα ζήτησε από τις εκκλησιαστικές αρχές του Καθεδρικού Ναού της Κολωνίας να εξετάσουν οι ειδικοί της εκπομπής τα λείψανα των Τριών Μάγων, αλλά αυτοί αρνήθηκαν. 

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2016

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ!


Τ Ο   Μ Υ Σ Τ Ι Κ Ο
π.   Δ η μ η τ ρ ί ο υ   Μ π ό κ ο υ

Προτοῦ ξημερώσει, νύχτα ἀκόμη, ξύπνησε, καθὼς τὸ συνήθιζε, ὁ γέρο-Φιλάγριος. Ἄλλαξε φυτίλι στὸ καντήλι ποὺ τρεμόσβηνε κι ἀνάβοντας δυὸ κεριὰ μπρὸς στὶς εἰκόνες, διάβασε τὶς ἑωθινές του προσευχές, τὸ Μεσονυκτικὸ καὶ τὸν Ὄρθρο.
Ἔφεγγε γιὰ τὰ καλὰ ὅταν τελείωσε. Τράβηξε τὸ ξύλινο πορτόφυλλο ποὺ ἔκλεινε τὸ ἄνοιγμα τῆς σπηλιᾶς καὶ βγῆκε στὸν ἐξώστη, ἕνα φυσικὸ πλάτωμα τοῦ βράχου πάνω ἀπ’ τὸν γκρεμό. Ἀπὸ χαμηλὰ ἀνέβαινε, μόνιμο τραγούδι στ’ αὐτιά του, τὸ βουητὸ τοῦ νεροῦ, καθὼς κυλοῦσε ὁρμητικὰ στὸ φαράγγι. Τὸ καλοκαίρι μόνο ἡσύχαζε, γινόταν φλύαρο μουρμουρητό, μητρικὸ νανούρισμα στὸν ὕπνο του.
Ἡ ἀνατολὴ ρόδιζε στὸ βάθος κι ἕνα ὑπέροχο σύνολο ἁπαλῶν χρωματισμῶν ξεχυνόταν τριγύρω. Τὰ μάτια του μαγεύτηκαν στὴ θέα τῆς αὐγῆς. Φωνὲς πουλιῶν, θροΐσματα φύλλων, γρυλίσματα ἀγριμιῶν, γέμιζαν ὀμορφιὰ τὴν ἄγρια φύση. Πῶς τ’ ἀγαποῦσε ὅλα αὐτά! Φιλάγριος, βλέπεις!
Ἀνάπνευσε τὸν πρωινὸ ἀέρα κι ἕνα κύμα εὐφορίας φούσκωσε τὴν καρδιά του.
«Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα Σου, Κύριε…»
«Αἰνεῖτε τὸν Κύριον ἐκ τῆς γῆς… τὰ ὄρη καὶ πάντες οἱ βουνοί, …τὰ θηρία καὶ πάντα τὰ κτήνη, ἑρπετὰ καὶ πετεινὰ πτερωτά…»
Δὲν ἦταν μόνο μιὰ ὄμορφη φθινοπωριάτικη μέρα ἡ σημερινή. Εἶχε κάτι ξεχωριστὸ καὶ γι’ αὐτόν.
Ξαναγύρισε στὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς, πῆρε στὰ χέρια του ἕνα μακρὺ ξεφλουδισμένο ξύλο καὶ τό ’φερε ἔξω. Τὸ σήκωσε ψηλὰ καὶ τὸ κοίταξε στὸ φῶς. Ἦταν γεμάτο χαρακιές. Κάθε χαρακιὰ κι ἕνας χρόνος. Πολλὲς χαρακιές, πολλὰ χρόνια!
Χαμογέλασε. Ἔβγαλε τὸν παλιό του σουγιὰ καὶ τράβηξε μιὰ χαρακιὰ ἀκόμα κάτω ἀπ’ τὶς ἄλλες. Ἑκατό!
Σήμερα γινόταν ἑκατὸ χρονῶν! Χαμογέλασε πάλι.
-  Ἦρθε ὁ καιρός!… μουρμούρισε.
Ἀνασύροντας τὶς βαρειὲς κουρτίνες τοῦ χρόνου ἡ μνήμη του ἔτρεξε πολὺ πίσω. Τότε πού, δεκάδες χρόνια πρίν, ἀφήνοντας τὸν κόσμο, ξεκινοῦσε τὸ μακρὺ ταξίδι γιὰ τὸ ἀσκηταριό του.
-  Θὰ ξαναϊδωθοῦμε στὰ ἑκατό μας, ἂν ζοῦμε, εἶπε στὴ δίδυμη μοναδικὴ ἀδελφή του, βλέποντας τὰ δάκρυα στὰ μάτια της, τάχα ἀστειευόμενος γιὰ νὰ κρύψει καὶ τὴ δική του συγκίνηση. Θὰ γιορτάσουμε μαζὶ τὰ ἑκατοστά μας Χριστούγεννα.
Ἐκείνη χαμογέλασε πικρὰ μὲς στὰ δάκρυά της καὶ τὸν φίλησε γιὰ τελευταία φορά…
-  Ἦρθε ὁ καιρός, Μαργαρίτα! ξανάπε καὶ τὰ μάτια του βούρκωσαν. Ποιὸς θὰ τὸ πίστευε! Νὰ ζεῖς ἄραγε;
Ἑτοιμάστηκε, πῆρε τὸ ραβδί του καὶ ξεκίνησε. Περπάτησε μέρες πολλές. Ἄφησε πίσω του βουνὰ καὶ κάμπους, διέσχισε ποτάμια καὶ δάση, πέρασε πολιτεῖες καὶ χωριά. Μὰ ἔβλεπε ἕναν κόσμο ἀγνώριστο. Τεράστια κτίρια, αὐτοκίνητα, φῶτα. Πρωτόγνωρα πράγματα γι’ αὐτόν.
Σὲ μιὰ πράσινη κοιλάδα, ἀνάμεσα σὲ δυὸ βουνά, μιὰ μικρὴ πολιτεία σήμανε τὸ τέρμα τοῦ ταξιδιοῦ του. Ἐδῶ ἦταν ἡ πατρίδα του. Ἀλλαγμένη κι αὐτὴ ἐντελῶς. Προχώρησε σιγὰ γιὰ ’κεῖ ποὺ κάποτε βρισκόταν τὸ σπιτικό τους. Μιὰ πολυκατοικία ὑψωνόταν τώρα στὴ θέση του. Οἱ ἄνθρωποι τὸν κοίταζαν μὲ περιέργεια.
Ρώτησε γιὰ τὴν ἀδελφή του. Εἶχε πεθάνει ἀπὸ χρόνια. Ζοῦσε ὅμως μιὰ κόρη της μὲ τὸν ἄντρα της καὶ τὰ παιδιά τους. Τοῦ ’δειξαν τὸ σπίτι της. Ὁ ἐρημίτης τράβηξε κατακεῖ.
Τὸν δέχτηκαν μὲ χαρά, παρὰ τὴν ἔκπληξη ποὺ δοκίμασαν στὴν ἀπρόσμενη ἐμφάνισή του. Ἡ ἀνεψιά του, μιὰ μεσόκοπη καλοβαλμένη γυναίκα, βάλθηκε φιλότιμα νὰ περιποιηθεῖ τὸν θεῖο της, ποὺ μόνο ἀκουστὰ τὸν εἶχε ἀπ’ τὴ συχωρεμένη μάνα της. Τοῦ παραχώρησε ἕνα δικό του δωμάτιο γιὰ ὅσον καιρὸ θά ’μενε κοντά τους.
Ἀπόμεναν δυὸ βδομάδες γιὰ τὰ Χριστούγεννα…
Ἀπὸ τὴν ἄλλη κιόλας μέρα ὁ γέρο-Φιλάγριος βάλθηκε νὰ ἑτοιμάζεται γιὰ τὴ μεγάλη γιορτή. Νὰ τὴ γιορτάσει, ὅπως ἔπρεπε. Νήστευε, διάβαζε προσευχές, ἔκανε μετάνοιες, τὸ κομποσχοίνι του ἔτρεχε ἀσταμάτητα.
Μά, ἔξω ἀπ’ αὐτόν, κανένας ἄλλος δὲν ἔμοιαζε νὰ περιμένει Χριστούγεννα. Κινοῦνταν ὅλοι διαφορετικά. Εἶχαν γυρίσει στὰ καθημερινά τους. Στὴ δουλειὰ οἱ γονεῖς, στὶς σπουδές τους τὰ παιδιά. Τὸ μεσημέρι μαζεύονταν γιὰ φαγητό, ἀλλὰ καμμιὰ φορὰ συγκεντρώνονταν μόνο τὸ βράδυ. Περνοῦσαν σχεδὸν πλούσια. Εἶχαν τὸν τρόπο τους καὶ τὰ βόλευαν.
Κάτι ὅμως δὲν πήγαινε καλά. Ὁ γέρο-Φιλάγριος τὸ διαισθάνθηκε ἀμέσως, βλέποντας συνέχεια πρόσωπα κουρασμένα γύρω του. Σχεδὸν τρόμαξε, ὅταν εἶδε καὶ στὰ παιδιὰ ἀκόμα μάτια μαραμένα, ἀνέκφραστα. Χωρὶς νὰ σπιθίζει μέσα τους ἡ φλόγα τῆς ζωῆς.
-  Πόσο θὰ πλήττεις μ’ ὅλα αὐτὰ τὰ βαρετὰ ποὺ κάνεις, παππού! τοῦ εἶπε μιὰ μέρα ὁ μικρότερος γιὸς τῆς ἀνεψιᾶς του, ἀφοῦ γι’ ἀρκετὴ ὥρα τὸν παρατηροῦσε νὰ κυλάει τὸ κομποσχοίνι του.
-  Γιατί τὸ λὲς αὐτό, παιδί μου;
-  Μὰ αὐτὸ εἶναι τὸ μόνο ποὺ κάνουμε ὅλοι ἐδῶ πέρα, παππού. Βαριούμαστε! Καὶ πιὸ πολὺ ἐμεῖς τὰ παιδιὰ μὲ τὸ διάβασμα.
Αὐτὸ ἦταν! Ὅλα ἔσβηναν στὴ θαμπὴ ὁμίχλη τῆς ρουτίνας.
Μιὰ θανατερὴ μονοτονία ἔριχνε τὸ καταθλιπτικὸ πέπλο πάνω τους. Κάθε μέρα τὰ ἴδια πράγματα. Ἴδιο πρόγραμμα, ἴδια δουλειά, ἴδιος ρυθμός. Ἴδια, καὶ ὄχι πάντα εὐχάριστα, πρόσωπα. Ἡ ἐπανάληψη, ἀπαράλλαχτα, τοῦ ἴδιου καθημερινοῦ μοτίβου κατάπινε ἀδηφάγα τὴ ζωντάνια τους. Πάνω σὲ ἀγέλαστα, συνοφρυωμένα πρόσωπα μιὰ κάθετη γραμμὴ ἀνάμεσα στὰ μάτια χάραζε τὸ μέτωπο στὰ δυό, ἀποτυπώνοντας τὴν ἔκφραση τοῦ μόνιμα ἀνικανοποίητου ἀνθρώπου.
Καὶ στὴν παραμικρὴ ἀφορμὴ ὅλοι ξεσποῦσαν ἀσυγκράτητα. Κούραση, γκρίνια, ἐκνευρισμός!
Δὲν περνοῦσε μέρα ποὺ νὰ μὴν ἀκούσει ὁ γέρο-μοναχὸς τὸν βαριεστημένο ἀναστεναγμὸ τῆς ἀνεψιᾶς του:
-  Οὔφ! Πῶς ἀντέχω ἀκόμα! Τίποτε εὐχάριστο δὲν ἔχει ἡ ζωή μας. Καμμιὰ ἀλλαγή. Εἶναι τόσο ἄχαρη καὶ μονότονη! Μιὰ κόλαση!
Μιὰ μέρα ὁ γέρο-Φιλάγριος δὲ βάσταξε.
-  Γιατί τὸ λὲς αὐτό, κόρη μου; Ἔγινε κόλαση πιὰ καὶ θλιβερὴ μονοτονία ἡ ἀσίγαστη λαχτάρα τῆς καρδιᾶς νὰ βλέπεις γύρω σου αὐτοὺς ποὺ ἀγαπᾶς; Τὸ ν’ ἀντικρύζουν κάθε πρωὶ τὰ μάτια σου τὸν κόσμο ποὺ σὲ συντροφεύει; Τὸν οὐρανό, τὸν ἥλιο, τὰ πουλιά; Πῶς γίνεται νὰ ζεῖς σὰν κόλαση τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ; Τί θά ’κανες, ἂν ὁ Θεὸς τ’ ἀποτραβοῦσε πίσω;
Τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ; Αὐτὰ ποὺ ἀπόκτησαν μὲ τὸ δικό τους μόχθο μιὰ ὁλόκληρη ζωή;
Θυμήθηκε τὰ λόγια τῆς μάνας της:
«Δὲν εἶναι τίποτε δικό μας. Ἔχουμε μόνο ὅσα θέλει ὁ Θεὸς νὰ ἔχουμε».
Ἔμεινε συλλογισμένη…
Ἡ νύχτα εἶχε προχωρήσει ἀρκετά, ὅταν, ἀποτελειώνοντας ἐπιτέλους τὶς δουλειές της, ἔπεσε ἀποκαμωμένη νὰ κοιμηθεῖ. Ὁ ἄντρας της εἶχε ξαπλώσει ἀπὸ νωρίς. Στὸ διπλανὸ δωμάτιο ἀκουγόταν ἥσυχα ἡ ἀνάσα τῶν παιδιῶν. Μόνο στὸ δωμάτιο τοῦ θείου της ἄναβε ἀκόμα τὸ φῶς.
-  Καϋμένε θεῖε! μουρμούρισε. Πῶς ἀντέχεις ἕναν αἰώνα τὰ ἴδια πράγματα! Ἐγὼ θὰ εἶχα τρελλαθεῖ.
Βυθίστηκε σ’ ἕναν ὕπνο βαθύ…
Ξαφνικὰ τὸ κουδούνισμα τοῦ τηλεφώνου ἔσκισε ἄγρια τὴ νυχτερινὴ ἡσυχία. Τινάχτηκε τρομαγμένη.
-  Ἐμπρός! φώναξε μὲ πνιγμένη φωνή.
-  Ἐλᾶτε γρήγορα! Ἔγινε ἀτύχημα. Ὁ ἄντρας σας μὲ τὸν γιό σας εἶναι στὸ νοσοκομεῖο!
-  Ἀτύχημα; Πότε; Πῶς;
Ἡ γραμμὴ ἔκλεισε πρὶν πάρει καμμιὰ ἀπάντηση. Ντύθηκε ἀλαφιασμένη. Τὸ σπίτι ἦταν ἄνω-κάτω. Μὰ πότε ἔγιναν ὅλα αὐτά; Ἔτρεξε στὸ αὐτοκίνητο. Τὸ κεφάλι της βούιζε, πήγαινε νὰ σπάσει. Ἔτρεμε ὁλόκληρη, τὸ τιμόνι χόρευε στὰ χέρια της.
Πάρκαρε μὲ βιάση στὴν εἴσοδο τοῦ νοσοκομείου χτυπώντας μὲ δύναμη τὸ πίσω αὐτοκίνητο. Οὔτε ποὺ στάθηκε νὰ δεῖ. Ὅρμησε μέσα, ἀλλὰ παντοῦ ἐπικρατοῦσε πανδαιμόνιο. Τὰ ἀσθενοφόρα μπαινόβγαιναν στὴν αὐλὴ τρελλαίνοντας μὲ τὶς σειρῆνες τὸ μυαλό της, ἐνῶ οἱ ψυχρές, γαλαζωπὲς λάμψεις τους ἔσκιζαν σὰν στιλέτα τὴν καρδιά της.
Ἔτρεχε στοὺς ἀχανεῖς διαδρόμους, μὰ τὰ πόδια της ἦταν μολύβι ἀσήκωτο. Ἄρρωστοι, τραυματίες, γεμάτα φορεῖα συνέθεταν τὸ μακάβριο πλάνο. Πουθενὰ ὁ ἄντρας της καὶ τὸ παιδί της. Μὲ τὴν ἀγωνία της ν’ ἀνεβαίνει στὸ ζενίθ, βλέπει ξαφνικὰ δυὸ νοσοκόμους νὰ σπρώχνουν, τρέχοντας σχεδόν, στὸ βάθος τοῦ διαδρόμου τὰ φορεῖα τους. Οἱ τραυματίες εἶχαν τὰ μάτια κλειστά, δεμένα τὰ κεφάλια τους μὲ ματωμένες γάζες. Τῆς φάνηκε πὼς ἦταν οἱ δικοί της.
-Μιὰ στιγμή! Περιμένετε! φώναξε μ’ ὅλη της τὴ δύναμη.
Μὰ οἱ νοσοκόμοι, σὰ νὰ μὴν ἄκουσαν τίποτε, ἔσπρωξαν τὰ περιστρεφόμενα πορτόφυλλα τοῦ χειρουργείου καὶ χάθηκαν πίσω τους. Ἐκεῖνα ἐπέστρεψαν μὲ φόρα φέρνοντάς της κατάμουτρα, σὰν εἰρωνεία, τὴν φαρδειὰ ἐπιγραφή τους: ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ.

Μὰ ποιὸς λογάριαζε τώρα τέτοια; Τὰ ἔσπρωξε κι αὐτὴ μὲ δύναμη καὶ χύθηκε ὁρμητικὰ ξωπίσω τους. Δὲν πρόλαβε νὰ κάνει βῆμα, ὅταν δυὸ ἀτσαλένιες τανάλιες τὴν κράτησαν ἀκίνητη κι ἕνας πανύψηλος νοσοκόμος τὴν πέταξε στὶς πλάκες τοῦ διαδρόμου. Σωριάστηκε χτυπώντας δυνατὰ στὸ δάπεδο τὸ κούτελό της καί, βγάζοντας μιὰ δυνατὴ κραυγή,… ξύπνησε.
Ναί! Ἦταν μόνο ἕνα ὄνειρο! Ἕνας φριχτὸς ἐφιάλτης!
Ἀνακαθισμένη στὸ κρεβάτι ἀνάσαινε βαριὰ μὲ τὸ πρόσωπο λουσμένο στὸν ἱδρώτα. Τὰ παιδιά, ὁ ἄντρας της, ὅλοι εἶχαν μαζευτεῖ ἀπ’ τὶς φωνές της γύρω της. Βλέποντάς τους νὰ τὴν τριγυρίζουν, ἕνα κύμα ἀγάπης ξεχείλισε ἀπ’ τὴν καρδιά της γιὰ ὅλους. Ὁ γέρο-Φιλάγριος ξεπρόβαλε ἀπὸ τὴν πόρτα. Μόλις τὸν ἀντίκρυσε, ξέσπασε αὐθόρμητα:
-  Ὢ θεῖε! Τί κόλαση νὰ μᾶς πάρει πίσω ὁ Θεὸς τὰ δῶρα του! Τί εὐτυχία ἔχουμε καὶ δὲν τὸ νοιώθουμε!
Χαμογέλασε ὁ γεράκος καλοκάγαθα.
-  Ὑπάρχουν καὶ χειρότερα, παιδί μου. Τὰ δῶρα του εἶναι θαυμάσια καὶ εἶναι σίγουρα φριχτὴ κόλαση νὰ τὰ χάνεις. Μὰ εἶναι ἀσύγκριτα φριχτότερη ἡ κόλαση νὰ χάσεις Ἐκεῖνον ποὺ τὰ δίνει. Τὰ δῶρα του, ὅσο ὑπέροχα κι ἂν εἶναι, δὲν παύουν νά ’ναι μικρὸ μόνο δεῖγμα τῆς ἄρρητης ὀμορφιᾶς Ἐκείνου ποὺ τὰ χαρίζει.
Ἄκουγαν ὅλοι ἀμίλητοι, προσεχτικοί. Ὁ γέροντας συνέχισε:
-  Νοιώθουμε εὐτυχία μὲ τὰ δῶρα του; Ἀνείπωτη ὅμως εὐτυχία θά ’τανε νὰ ἔχουμε Αὐτὸν τὸν ἴδιο! Θὰ ζούσαμε σὰν σὲ παράδεισο! Ποιὸς θά ’νοιωθε ἀνία τότε; Ποιὰ πληκτικὴ μονοτονία θὰ μποροῦσε νὰ εἰσβάλει στὴ ζωή του, ἀκόμα κι ἂν ζοῦσε ἑκατὸ χρόνια σὲ μιὰ σπηλιὰ στὴν ἐρημιά;
-  Αὐτὸ εἶναι λοιπὸν τὸ μυστικό σου, παππού; ρώτησε κάποιος.
-  Ναί, παιδί μου! Ὅταν ἀγαπᾶς, δὲν νοιώθεις πλήξη. Ποτὲ δὲν σοῦ εἶναι βαρετὸ νὰ κάνεις κάτι γιὰ νὰ δείξεις τὴν ἀγάπη σου. Ἀντίθετα, τὸ λαχταρᾶς. Ψελλίσματα λαχτάρας εἶναι καὶ οἱ προσευχές μου. Ἐρωτικὸ τραγούδι, τὰ λόγια της ἀγάπης μου γιὰ Ἐκεῖνον, ποὺ νύχτα-μέρα ἀναζητῶ καὶ λαχταρῶ ἀδιάκοπα νὰ συναντήσω. Πῶς νὰ μπουχτίσω, ὅταν μ’ αὐτὰ τοῦ ἐκφράζω τὴν ἀγάπη μου; Ἡ πλήξη συνοδεύει μόνο τὴν ἀνέραστη ζωή!
Τὴ νύχτα τῶν Χριστουγέννων οἱ καμπάνες γέμισαν τὸν ἀέρα τῆς μικρῆς πόλης μὲ ἤχους γιορτινούς.
Ἐκεῖνα τὰ Χριστούγεννα γιόρτασαν ὅλοι χαρούμενοι. Εἶχαν ξαναβρεῖ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον κι ὅλοι μαζὶ τὸν Θεό.
…Κι ὁ γέρο-Φιλάγριος εἶπε πὼς ἦταν τὰ καλύτερά του Χριστούγεννα!…


Χριστούγεννα 2003

ΔΟΞΑ ΤΩ ΘΕΩ!

ΔΟΞΑ ΤΩ ΘΕΩ!

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΤΟΠΙΟ


ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ


ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΤΟΠΙΟ


ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!


Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2016

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Την συγκλονιστική αληθινή ιστορία αποκαλύπτει ο ίδιος στην επίσημη ιστοσελίδα των Αγίων Μετεώρων (agiameteora.net).

«Πριν από δώδεκα περίπου χρόνια ανήμερα τα Χριστούγεννα κίνησα με ανάμικτα συναισθήματα για πρώτη φορά για το Περιβόλι της Παναγιάς. Ήθελα να επισκεφθώ το γέροντα Παΐσιο, να δω από κοντά έναν Άγιο της εποχής μας, να εξακριβώσω τις διαφορές, να εντρυφήσω στις παραινέσεις του. Η αλήθεια είναι πως λίγο η ανθρώπινη περιέργεια, λίγο η ανθρώπινη αδυναμία που συνδέεται με τη προτέρα εξακρίβωση του τι πρόκειται να συμβεί ήταν οι πραγματικές αιτίες.
Το κρύο ήταν τσουχτερό και το Άγιο Όρος ήταν χιονισμένο. Ένας άγνωστος γέροντας ανέλαβε ως επίγειος άγγελος να με καθοδηγήσει μέχρι την Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου. Η επιθυμία μου όμως να λάβω συγκεκριμένες απαντήσεις μ’ έκανε να πάρω μαζί με ένα δάσκαλο από τη Κοζάνη το μονοπάτι για την καλύβα του γέροντα στην Παναγούδα αμέσως μετά την ακολουθία του Εσπερινού.
Με πρόσωπο σκυμμένο, καρδιά θλιμμένη και βήματα βαριά προσέγγισα το κελί του γέροντα. Αναρωτιόμουν τι θα έπραττα αν, ως καρδιογνώστης κοιτούσε βαθιά μέσα στη ψυχή μου και έβλεπε τα λάθη, την αμαρτία, τις παραλείψεις, τα μίση, τις μικρότητες, τις κατακρίσεις, τον αληθινό ψυχικό πόλεμο. Στη σκέψη και μόνο πως ο γέροντας έχει τέτοια ικανότητα δείλιασα και με έπιασε ντροπή.
Αναθαρρούσα όμως και μονολογούσα μέσα μου. Ε! και τι έγινε, ο μόνος είμαι...
Μια άλλη φωνή ωστόσο, άγνωστη τότε, γνωστή τώρα σε εμένα απαντούσε. Υπάρχει λύση … Όσο και να επιχειρούσα να μην την ακούω και να την περιφρονώ τόσο αυτή δυνάμωνε. Υπάρχει λύση, φώναξα κάποια στιγμή χωρίς να το καταλάβω και ξάφνιασα τον συνοδοιπόρο μου δάσκαλο.

Με το που φθάσαμε στο κελί άρχισα να νιώθω κάπως περίεργα. Όλα, γύρω προκαλούσαν μια ηρεμία. Το χιονισμένο τοπίο, τα πουλιά, ο ήχος από το νερό στο ποτάμι. Βούρκωσα χωρίς να κλαίω. Οι σκέψεις περιστρέφονταν γύρω από την άγνωστη αυτή εσωτερική φωνή- παρόρμηση: «Υπάρχει λύση»!
«Καλώς τα καλόπαιδα». Με τη φωνή του γέροντα Παϊσίου επανήλθα στην πραγματικότητα.

Καθώς περνούσα το κατώφλι του Κελιού, μια ζεστασιά πρωτόγνωρη συγκλόνισε το είναι μου. Αληθινό άγγιγμα ψυχής. Ο γέροντας με κοίταξε. Το βλέμμα του ήταν αρκετό για να απομακρυνθούν όλες οι επιφυλάξεις και να ανοίξει η καρδιά.
Το μικρό διάστημα που έμεινα κοντά στον ταπεινό γέροντα Παΐσιο αρκούσε για να αναθεωρήσω σιγά – σιγά πολλά πράγματα. Η αντίληψή μου για τον κόσμο μεταβλήθηκε. Και για πρώτη φορά ένιωθα την ανάγκη να ευχαριστήσω τον Θεό για όλα.

Η μικρή επικοινωνία με το γέροντα λειτούργησε μακροπρόθεσμα καταλυτικά. Εκεί στο Κελί της Παναγούδας βίωσα τη ζεστασιά των ποιμένων. Αφουγκράστηκα το άγγελμα των αγγέλων «επί γης ειρήνη». Έζησα τα Χριστούγεννα.
Χριστούγεννα μακριά από τα φώτα, τα γλυκά, τις ψεύτικες ευχές για ειρήνη, τα υποκριτικά γέλια, την ιδιοτελή καλοσύνη και την ελεγχόμενη αγάπη που απευθύνεται σ’ αυτούς που επιδιώκουμε να μας αγαπούν. Μακριά από το θαύμα των θαυμάτων, τη Γέννηση του Σωτήρος Χριστού. Μακριά από την αληθινή πορεία και το μοναδικό σκοπό του ανθρώπου, δηλαδή τη σωτηρία του.

Σήμερα με βεβαιότητα μπορώ να φωνάξω πως ο Χριστός δύναται να γεννηθεί σε κάθε άνθρωπο. Τώρα ευθαρσώς μπορώ να διακηρύξω και να διαλαλήσω πως αρκεί να ανοίξουμε με ειλικρίνεια μια χαραμάδα στη ψυχή μας και τότε Αυτός θα φροντίσει τα υπόλοιπα. Μια μικρή χαραμάδα για να πλημμυρίσουμε ειρήνη, να γευθούμε καρπούς διαφορετικούς από αυτούς που μας σερβίρει εντέχνως η εκκοσμίκευση. Μια μικρή χαραμάδα για να αλλάξουν τα πάντα ριζικά. Μια μικρή χαραμάδα για να βροντοφωνάξουμε το...

«Χριστός γεννάται δοξάσατε».

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016

ΔΩΡΟ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ (ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΟ, ΤΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ)

Εδώ και πολλά χρόνια ο κόσμος γιόρταζε τα Χριστούγεννα με περισσότερη κατάνυξη. Σ’ ένα μακρινό χωριό, λοιπόν, ο παπάς έκανε κάθε χρόνο μια φάτνη στη μέση της εκκλησίας, την παραμονή των Χριστουγέννων.
Οι κάτοικοι πήγαιναν πρώτα πρώτα στην εκκλησία, για ν’ ακούσουν τη θεία λειτουργία, γονάτιζαν κι άναβαν το κεράκι τους μπροστά στη φάτνη. Κάθε κεράκι έπρεπε να σβήσει από μόνο του, λιώνοντας σιγά σιγά, γι’ αυτό γύρω από τη φάτνη ήταν αμέτρητα κεράκια, όσα και οι πιστοί, κι η εκκλησία λαμποκοπούσε κι έφεγγε σαν να ήταν ο ήλιος μέσα της. Όταν η λειτουργία τελείωνε, ο κόσμος πήγαινε στα γύρω κεντράκια, για να φάει και να πιει, να γλεντήσει τη χαρά του για τη γέννηση του Χριστού.

Οι χωριανοί άρχιζαν τις προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα εβδομάδες πριν. Οι νοικοκυρές έψηναν κουλούρια, πίτες και γλυκά κι οι άντρες έβαφαν την πλατεία του χωριού, την εκκλησία και τα σπίτια τους. Ο παπάς με τα παιδιά του σχολείου και τους δασκάλους σκάλιζε τα ζώα της φάτνης στο ξύλο, τους τρεις μάγους, τους βοσκούς, το αστέρι, την Παναγία και το Χριστό. Το βράδυ της παραμονής όλα ήταν έτοιμα κι οι άνθρωποι ντυμένοι τα καλά τους πήγαιναν στην εκκλησιά κι άφηναν μπροστά στη φάτνη ένα δώρο για το Χριστό, ό,τι μπορούσε ο καθένας.

Η Μαρία, που ήταν έξι χρονών, πήγαινε κι αυτή κάθε χρόνο με τους γονείς της στην εκκλησία κρατώντας το καλαθάκι με τα κουλούρια που είχε φτιάξει για το νεογέννητο Χριστό. Εκείνο το χρόνο, όμως, η μητέρα της αρρώστησε, κι ο πατέρας της ταξίδεψε σε μια μεγάλη πόλη για να βρει δουλειά και να τα βγάλει πέρα με τα φάρμακα και τα άλλα έξοδα. Ούτε δραχμή δεν τους περίσσευε, για ν’ αγοράσουν δώρο στο Χριστό. Πώς να πάει στην εκκλησία η Μαρία με άδεια χέρια;

Την ώρα που χτύπησαν οι καμπάνες, η Μαρία μπήκε δειλά δειλά στην εκκλησία και κρύφτηκε πίσω από μια κολόνα. Δεν ήθελε να τη δει κανείς με τα χέρια αδειανά. Οι άλλοι προσκυνούσαν το Χριστό, άναβαν το κεράκι τους και του πρόσφεραν το δώρο τους. Εκείνη γονάτισε κοιτάζοντας τη φάτνη από μακριά και ψιθύρισε:

– Αχ, Παναγίτσα μου, φέτος δε θα έρθω στη λειτουργία. Δεν έχω να χαρίσω τίποτε στο παιδί σου που γεννήθηκε. Η μητέρα μου αρρώστησε. Δεν έχουμε καθόλου χρήματα. Θα το εξηγήσεις στο Χριστό γιατί δεν του έφερα δώρο;

Ο κόσμος είχε αρχίσει να ψάλλει μαζί με τον παπά το «Χριστός γεννάται σήμερον». Δεν είχε κάνει ούτε τρία βήματα, όταν άκουσε πίσω της μια φωνή να τη ρωτάει:

– Γιατί κλαις, κοριτσάκι μου, μια τέτοια χαρούμενη μέρα;
Ήταν μια γριούλα με γλυκό πρόσωπο και μάτια γεμάτα καλοσύνη.

– Κλαίω, γιαγιάκα, γιατί δε μου περισσεύει ούτε μια δεκάρα, για ν’ αγοράσω ένα δώρο στο Χριστό.
– Γι’ αυτό κλαις, Μαρία; Ο Χριστός ευχαριστιέται και μόνο που τον σκέφτεσαι. Και μόνο που τον αγαπάς. Να, κοίταξε εκείνον το θάμνο με τα πράσινα φύλλα. Γιατί δεν κόβεις ένα μπουκέτο να του το πας;

Το κορίτσι σταμάτησε τα κλάματα, έσκυψε, κι άρχισε να κόβει ένα μπουκέτο από κλαδιά. Έκοψε αρκετά, ώσπου η αγκαλιά της δε χωρούσε πια άλλα.

– Φτάνουν αυτά, γιαγιάκα; ρώτησε τη γριούλα κοιτάζοντας πίσω της, αλλά εκείνη είχε εξαφανιστεί.

Η Μαρία με τα κλαδιά στην αγκαλιά της προχώρησε θαρρετά και μπήκε στην εκκλησία μ’ ένα χαμόγελο αγαλλίασης. Όλα έλαμπαν στο φως των κεριών. Ο κόσμος έψελνε με κατάνυξη. Περπάτησε πάνω στο κόκκινο χαλί που απλωνόταν μπροστά στη φάτνη κι απόθεσε το δώρο της.

– Κοιτάτε αυτό το κοριτσάκι, είπε χαμηλόφωνα μια γυναίκα. Φέρνει κλαδιά από θάμνους στο Χριστό. Και μη χειρότερα.

Όταν τελείωσε το τροπάριο ακούστηκαν ψίθυροι στην εκκλησία.
– Κοιτάξτε, κοιτάξτε τα κλαδιά των θάμνων!

Η Μαρία ήταν ακόμα γονατιστή με σταυρωμένα τα χέρια της. Ακούγοντας τις φωνές, σήκωσε το κεφάλι της τρομοκρατημένη και είδε τα κλαδιά, τα δικά της κλαδιά, να έχουν ανθίσει και να έχουν βγάλει κάτι όμορφα κόκκινα λουλούδια που έμοιαζαν με αστέρια.

– Μα τι έγινε;
– Θαύμα!
– Ήτανε θάμνοι κι έβγαλαν λουλούδια!

Ο παπάς και το πλήθος γονάτισαν μπροστά στη φάτνη, δοξολογώντας το Χριστό γι’ αυτό το ανεξήγητο φαινόμενο.
Η γριούλα – ποια να ‘ταν άραγε; – είχε δίκιο. Το δώρο που δίνεται από την καρδιά είναι το πιο αξιόλογο δώρο. Τα φτωχά κλαδάκια ήταν το πιο σημαντικό δώρο που είχε πάρει ο Χριστός εκείνη τη μέρα…

Από τότε, κάθε χρόνο, τις μέρες των Χριστουγέννων, αυτοί οι θάμνοι ανθίζουν με τα αμέτρητα κόκκινα αστράκια τους, κι ο κόσμος τα ονομάζει «λουλούδια των Χριστουγέννων».
Από το μακρινό εκείνο χωριό έφτασαν και στην πατρίδα μας κι ο κόσμος τα ονόμασε «Άστρα του Χριστού». Το λουλούδι λέγεται αλεξανδρινό. Ανθίζει Δεκέμβριο με Ιανουάριο και η ανθοφορία του διαρκεί 6 – 8 εβδομάδες.

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2015

Ο ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

«Η καρδιά σας να γίνη Αγία Φάτνη και το Πανάγιο Βρέφος της Βηθλεέμ να σας δώση όλες τις ευλογίες Του».

«Όταν ο νους είναι στα θεία νοήματα, ζει τα γεγονότα ο άνθρωπος, και έτσι αλλοιώνεται».

«Ο Χριστός με τη μεγάλη Του αγάπη και με την μεγάλη Του αγαλλίαση που σκορπάει στις ψυχές των πιστών με όλες τις άγιες γιορτές Του, μας ανασταίνει αληθινά αφού μας ανεβάζει ψηλά πνευματικά. Αρκεί να συμμετέχουμε και να έχουμε όρεξη πνευματική να τις πανηγυρίζουμε πνευματικά· τότε τις γλεντάμε πνευματικά και μεθάμε πνευματικά από το παραδεισένιο κρασί που μας φέρνουν οι Άγιοι και μας κερνούν.
Τις γιορτές για να τις ζήσουμε, πρέπει να έχουμε τον νου μας στις άγιες ημέρες και όχι στις δουλειές που έχουμε να κάνουμε για τις άγιες ημέρες. Να σκεφτόμαστε τα γεγονότα της κάθε αγίας ημέρας και να λέμε την ευχή δοξολογώντας τον Θεό. Έτσι θα γιορτάζουμε με πολύ ευλάβεια κάθε γιορτή».

«Να μελετάει και να ζει τα θεία γεγονότα συνέχεια. Όταν κανείς μελετάει τα γεγονότα της κάθε γιορτής, φυσιολογικά θα συγκινηθεί και με ιδιαίτερη ευλάβεια θα προσευχηθεί. Έπειτα στις Ακολουθίες ο νους να είναι στα γεγονότα που γιορτάζουμε και με ευλάβεια να παρακολουθούμε τα τροπάρια που ψέλνονται. Όταν ο νους είναι στα θεία νοήματα, ζει τα γεγονότα ο άνθρωπος, και έτσι αλλοιώνεται».

******

-Γέροντα, μετά την Αγρυπνία των Χριστουγέννων δεν κοιμόμαστε;
-Χριστούγεννα και να κοιμηθούμε! Η μητέρα μου έλεγε: «Απόψε μόνον οι Εβραίοι κοιμούνται». Βλέπεις, την νύχτα που γεννήθηκε ο Χριστός οι άρχοντες κοιμόνταν βαθιά, και οι ποιμένες «αγραυλούσαν». Φύλαγαν τα πρόβατα την νύχτα παίζοντας την φλογέρα. Κατάλαβες; Οι ποιμένες πού αγρυπνούσαν είδαν τον Χριστό.
-Πώς ήταν Γέροντα, το σπήλαιο;
-Ήταν μία σπηλιά μέσα σε έναν βράχο και είχε μία φάτνη· τίποτε άλλο δεν είχε. Εκεί πήγαινε κανένας φτωχός και άφηνε τα ζώα του. Η Παναγία με τον Ιωσήφ, επειδή όλα τα χάνια ήταν γεμάτα και δεν είχαν πού να μείνουν, κατέληξαν σε αυτό το σπήλαιο. Εκεί ήταν το γαϊδουράκι και το βοϊδάκι, που με τα χνώτα τους ζέσταναν τον Χριστό! «Ἔγνω βοῦς τον κτησάμενον και όνος την φάτνην του κυρίου αὐτοῦ», δεν λέει ο Προφήτης Ησαΐας;
-Σε ένα τροπάριο, Γέροντα, λέει ότι η Υπεραγία Θεοτόκος βλέποντας τον νεογέννητο Χριστό, «χαίρουσα ὁμοῦ καὶ δακρύουσα» ἀναρωτιόταν:… «Ἐπιδώσω σοι μαζόν, τῷ τὰ σύμπαντα τρέφοντι, ἢ υμνήσω σε, ὡς Υἱὸν καὶ Θεόν μου; ποίαν εὕρω ἐπὶ σοί προσηγορίαν;»
-Αυτά είναι τα μυστήρια του Θεού, η πολύ μεγάλη συγκατάβαση του Θεού, την οποία δεν μπορούμε εμείς να συλλάβουμε!
Γέροντα, πως θα μπορέσουμε να ζήσουμε το γεγονός της Γεννήσεως, ότι δηλαδή ο Χριστός «Σήμερον γεννάται εκ Παρθένου»;
-Για να ζήσουμε αυτά τα θεία γεγονότα, πρέπει ο νους να είναι στα θεία νοήματα. Τότε αλλοιώνεται ὁ άνθρωπος. «Μέγα και παράδοξον θαύμα τετέλεσται σήμερον», ψάλλουμε. Άμα ο νους μας είναι εκεί, στο «παράδοξον», τότε θα ζήσουμε και το μεγάλο μυστήριο της Γεννήσεως του Χριστού.
Εγώ θα εύχομαι η καρδιά σας να γίνη Αγία Φάτνη και το Πανάγιο Βρέφος της Βηθλεέμ να σας δώση όλες τις ευλογίες Του.

Από το βιβλίο: «Περί προσευχής», Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι ΣΤ”

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

Η ΠΑΡΘΕΝΟΣ ΣΗΜΕΡΟΝ ΤΟΝ ΥΠΕΡΟΥΣΙΟΝ ΤΙΚΤΕΙ!


ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Ἦχος γ´. Αὐτόμελον. Ποίημα Ῥωμανοῦ τοῦ Μελῳδοῦ.

Ἡ Παρθένος σήμερον, τὸν ὑπερούσιον τίκτει,
καὶ ἡ γῆ τὸ Σπήλαιον, τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει.
Ἄγγελοι μετὰ Ποιμένων δοξολογοῦσι.
Μάγοι δὲ μετὰ ἀστέρος ὁδοιποροῦσι.
Δι᾿ ἡμᾶς γὰρ ἐγεννήθη, Παιδίον νέον,
ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.


ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ
Η Παρθένος (Μαρία) σήμερα τον Υπερούσιο (Θεό) γεννάει
και η γη το σπήλαιο προσφέρει στον Απρόσιτο.
Οι άγγελοι μαζὶ με τους βοσκους δοξολογούν
και οι Μάγοι μαζὶ με το άστρο οδοιπορούν,
επειδή για εμάς γεννήθηκε (σαν) Παιδί Νέο
ο Άχρονος Θεός.