ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΑΤΗ ΤΩΝ CHRISTMAS ΣΤΗΝ ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

"...μήπως να ξανακοιταχτούμε στον καθρέπτη της πίστης και να αναρωτηθούμε αν βλέπουμε πουθενά το Χριστό;

Το τοπίο θυμίζει έντονα αυτό της Αμερικής μετά το μεγάλο οικονομικό κραχ του 1929. Η μουδιασμένη τότε και απελπισμένη κοινωνία δεχόταν ασμένως την προ τριών ετών (1926) ανακάλυψη της Coca Cola ως παυσίπονο στα δεινά της. Αναφέρομαι στον Santa Claus (τον ψευδεπίγραφο Άη Βασίλη), ο οποίος προβλήθηκε – κυρίως στα παιδιά, το καλύτερο αγοραστικό κοινό – ως η ελπίδα μέσα στις δυσκολίες, ως το αμυδρό φως μέσα στο σκοτάδι της οικονομικής κατάρρευσης με τα υλικά δωράκια που έφερνε μέσα από τις καμινάδες. Εμπόριο με ισχυρές δόσεις καπήλευσης της θρησκείας: το καλύτερο όπιο για το λαό. Πόσο δίκιο είχες, Κάρολε!!

Περνώντας τα χρόνια, η χαζοχαρούμενη φυσιογνωμία του Santa επιβλήθηκε ως σήμα κατατεθέν της εορταστικής περιόδου ακόμη και σε αυτούς που είναι αντίθετοι με τον καπιταλισμό, ακόμη και σε αυτούς που αντιτίθενται στον οδοστρωτήρα των πολυεθνικών. Βάλαμε κι άλλα εμπορικά και διανοητικά κατασκευάσματα για να «εμπλουτίσουμε» τις άγιες ημέρες. Έτσι φτάσαμε σήμερα σε μια γλυκανάλατη γιορτή, με κούφιες και μηχανικές ευχές για αγάπη, ειρήνη και υγεία. Φτάσαμε στον ωραίο μύθο περί Χριστού και στη μαγική νύχτα των Χριστουγέννων. Έτσι, η θρησκεία που φοράει «τα γιορτινά της» είναι μόνο μια ωραία ιστορία δίπλα στο τζάκι, ο Χριστούλης είναι απλά ένα ροδοκόκκινο πλαστικό μωράκι, η καρδιά μας γίνεται πρόσκαιρα γλυκιά και απλόχερη (προς φίλους και συγγενείς βέβαια…). Ως συνέπεια, το συμπέρασμα ότι οι γιορτές είναι για τα παιδιά με τη βασική έννοια ότι σε αυτά αρέσουν τα παραμυθάκια, είναι αναπόφευκτο.

Ο οίκτος μας για τα παιδάκια που πεινάνε, εύκολα παραμερίζεται μετά από δυό μπουκιές ροδοψημένη γαλοπούλα. Μπορεί να αγοράσαμε και ευχετήριες κάρτεςαπό φιλανθρωπικούς συλλόγους ή να δώσαμε κατιτίς στον ταλαίπωρο που μας καθάρισε το τζάμι του αυτοκινήτου στο φανάρι, χωρίς βέβαια να καταφέρουμε να απωθήσουμε αρκετά βαθιά την αμφιβολία μήπως δεν έχει πραγματική ανάγκη. Ε, αυτές τις μέρες η φιλανθρωπική μας διάθεση φουντώνει, άσχετα αν λίγο πριν αναστενάξαμε όταν πληροφορηθήκαμε πόσο κοστίζει το καλάθι της νοικοκυράς. Χαρήκαμε που θα γίνουν (...) από τους δήμους εορταστικά συσσίτια για τους απόρους και άστεγους, λες και τις άλλες ημέρες του χρόνου έχουν πού να φάνε και να μείνουν. (Ας είναι καλά κάποιες ενορίες)…

Όλα αυτά τα συναισθήματα λίγες ημέρες μετά την Πρωτοχρονιά θα τα κλείσουμε στο κουτί με τα Χριστουγεννιάτικα για να τα βάλουμε στο πατάρι ή θα τα αποθέσουμε στον κάδο απορριμμάτων μαζί με το πλαστικό δεντράκι και τις στιμμένες λεμονόκουπες για το ψητό, εφόσον του χρόνου θα αγοράσουμε καινούρια.

 Δυστυχώς, αυτή τη γιορτή στην «ορθόδοξη» Ελλάδα την έχουμε καταντήσει αγνώριστη. Μια ματιά να ρίξει κανείς γύρω του, ελάχιστα θυμίζουν την παράδοσή μας και την ορθόδοξη θεολογία περί της γέννησης του Χριστού. Ακόμη και τα λόγια από τα κάλαντα αντί να γίνονται αντικείμενο προσοχής συχνά χάνονται στον αέρα, καθώς έχουμε άλλα πιο σημαντικά να κάνουμε. Αλήθεια, ποιος επιλέγει να διαβάσει τις χριστουγεννιάτικες ιστορίες του Παπαδιαμάντη από το να δει τα «Μαγικά Χριστούγεννα» της Disney;

Προσωπικά, δεν θα είχα κανένα πρόβλημα με το κοσμικό – εορταστικό περιτύλιγμα των Χριστουγέννων (που δεν είναι απαραίτητα κακό), εάν ήταν έντονη και η εκκλησιαστική και ορθόδοξη διάσταση της γιορτής. Μήπως όμως και εμείς οι «εκκλησιαστικοί» (κληρικοί, θεολόγοι, πιστός λαός) χάσκουμε αποβλακωμένοι ενώπιον των ψεύτικων λαμπιονιών που αναβοσβήνουν;

Είναι ο Χριστός ο αληθινός Θεός μας που γίνεται άνθρωπος για να διώξει το σκοτάδι της αμαρτίας και να μας οδηγήσει πάλι στη ζωή του Παραδείσου; Λέει κάτι στην προσωπική μας ζωή η γέννησή Του; Στη γέννησή Του συγκλονίζεται κανένας ή οι προετοιμασίες μας περιορίζονται στην ετοιμασία των μελομακάρονων, στην προμήθεια του άφθονου κρέατος και στην αγορά των ρούχων που θα κάνουν εντύπωση; Λίγο να προσεγγίζαμε το μυστήριο της γέννησης του Θεανθρώπου μέσα από την υμνολογία της Εκκλησίας θα κατανοούσαμε πόσο κενό είναι το περίφημο «πνεύμα των Χριστουγέννων» μπροστά στην αληθινά χριστουγεννιάτικη φράση ότι «ο Θεός έγινε άνθρωπος για να κάνει τον άνθρωπο Θεό».

Τι έχουμε κάνει και ως διοικούσα Εκκλησία και ως χριστιανικό πλήρωμα, ώστε να προβάλουμε την προσωπικότητα, το έργο και τη διδασκαλία του ασκητή επισκόπου Μεγάλου Βασιλείου απέναντι στο χαζοχαρούμενο κατασκεύασμα των πολυεθνικών κερδοσκοπικών εταιριών; Ενοχλείται κανείς από την πλαστογράφηση του ονόματος του σπουδαίου αυτού Πατέρα της Εκκλησίας, του μεγάλου θεολόγου και σπουδαίου κοινωνικού αγωνιστή, στον οποίο αποδίδονται ιδιότητες προσβλητικές και αντιχριστιανικές;
  
Ρώτησαν κάποιον τι σημαίνουν γι’ αυτόν τα Χριστούγεννα. Και είπε: «Στα παιδικά μου χρόνια ένα ωραίο παραμύθι για να κοιμάμαι γλυκά, αργότερα άγχος και τρέξιμο για να προλάβω να αγοράσω, να στολίσω, να φάω και να διασκεδάσω και τώρα… τίποτα». Τελικά, μήπως να ξανακοιταχτούμε στον καθρέπτη της πίστης και να αναρωτηθούμε αν βλέπουμε πουθενά το Χριστό; Φανταστείτε στο σπίτι μας να πηγαίναμε στο παιδικό δωμάτιο, να κοιτάζαμε την κούνια και… το μωρό μας να έλειπε. Να μην βρίσκαμε τίποτα. Άραγε, τι θα κάναμε; Έχει το Χριστό μέσα η φάτνη της καρδιάς μας ή είναι άδεια; Σε λίγο η περιλάλητη «μαγεία των ημερών» θα φύγει. Ο Χριστός θα μείνει; Θα Τον ακολουθήσει κανείς μας μετά τη φάτνη ξέροντας ότι τον περιμένει σταυρός; Έχουμε κατανοήσει ότι η χριστιανική ζωή για όσους την επιλέγουν δεν είναι μια μαγική θρησκευτική υπόθεση, αλλά συνοδοιπόρευση με το Χριστό, μια σταυροαναστάσιμη πορεία; Θα φορτώσουμε πάλι στην πλάτη του Χριστού τα λάθη των Χριστιανών ώστε να έχουμε ένα ωραίο πρόσχημα για να Του κλείσουμε την πόρτα; Θα κάνουμε και τα φετινά Χριστούγεννα άλλο ένα αποπροσανατολιστικό ψυχοναρκωτικό ή θα γίνουμε πραγματικοί μαθητές Αυτού που είπε ότι η Βασιλεία του Θεού είναι μέσα μας;
                                                                      
Καλά Χριστούγεννα μαζί με το Χριστό. Ας μην είναι τα Χρόνια μας Πολλά (*είτε είναι είτε δεν είναι), αρκεί να είμαστε μαζί Του…

Του θεολόγου Παναγιώτη Ασημακόπουλου

https://kaini-ktisis.blogspot.gr

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2017

TO ΠΡΟΦΗΤΙΚΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

Δεκέμβριος του 2007! Εμφανώς καταβεβλημένος από την ασθένεια του, ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος απευθύνεται για τελευταία φορά στο Πρωτοχρονιάτικο Μήνυμά του στο Ελληνικό Ορθόδοξο Έθνος σε μία ομιλία που έμελλε να μείνει στην Ιστορία…
Και το μήνυμά της ομιλίας συγκλονιστικό και τόσο επίκαιρο ειδικά σήμερα που το Έθνος βάλλεται από εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς. Ολόκληρο το Πρωτοχρονιάτικο Μήνυμα είχε ως εξής:

Αγαπητά μου Παιδιά,
ΑΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΤΙ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ που δεν τιθασεύεται, αυτό είναι η αέναη κίνηση του χρόνου. Το σήμερα γίνεται χθες εν ριπή οφθαλμού, και το αύριο σήμερα και χθες. Κι εμείς παρασυρόμεθα προς το τέρμα της πορείας μας, εκόντες άκοντες, παρακολουθούντες τα γεγονότα που περνούν από μπροστά μας, χωρίς αναστρέψιμη ελπίδα.
Αυτή είναι η μοίρα των θνητών. Κι αλλοίμονο σ' εκείνους που δεν έχουν ακόμη βρη την απάντηση στο πρόβλημα του θανάτου. Την απάντηση τη δίδει μόνο η χριστιανική πίστη.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΕΝΝΑ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ. Κι εμείς συμπράττουμε σ' αυτό, άλλοι για το καλό και άλλοι για το κακό. Η ελευθερία μας είναι το κριτήριο της ευθύνης μας. Μακάριοι οι έχοντες προοπτική αιωνιότητας στη ζωή τους. Αλλοιώς είναι σάρκες, έκδοτοι σε πάθη ατιμίας, πρόθυμοι για κάθε τι που ευτελίζει την ύπαρξή μας.
Ο κόσμος θα ήταν διαφορετικός αν κάθε άνθρωπος θυμόταν την θεία καταγωγή του και ευθυγράμμιζε τη ζωή του με τις αρχές που απορρέουν από αυτή. Δυστυχώς όμως αυτό δεν συμβαίνει.

ΚΑΘΕ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ ΕΙΝΑΙ συμβατική αφετηρία μιας νέας προσπάθειας. Κανείς ασφαλώς δεν θέλει να ζη σ” ένα κόσμο παρακμής, αντιφάσεων, αλληλοσυγκρουομένων συμφερόντων, αδικίας και αμοραλισμού.

Η κατάσταση δεν αλλάζει μαγικά και μηχανικά. Χρειάζονται να πολλαπλασιασθούν οι άνθρωποι που κάνουν Αντίσταση.
Που παραμένουν πιστοί στις παραδόσεις μας, στις αξίες μας, στην ιστορία μας και στους αγώνες μας. Οι αναθεωρητές πολύ κακή συγκυρία επέλεξαν για να γκρεμίσουν από τις καρδιές των Ελλήνων τα κάστρα των θυσιών.
ΣΤΑΘΗΤΕ ΟΛΟΙ ΟΡΘΙΟΙ στις επάλξεις σας και μη ξεπουλήσετε τα πρωτοτόκια μας.
Διδάξτε στα παιδιά σας την αλήθεια, όπως την εβίωσαν οι αείμνηστοι Πατέρες μας. Ο λαός μας ξέρει να υπερασπίζεται τα ιερά και τα όσιά του.
Το έχει κατ” επανάληψιν αποδείξει. Και θα το αποδείξει και πάλι. Αντίσταση και Ανάκαμψη. Για να ξαναβρούμε ο,τι έχουμε χάσει, για να υπερασπισθούμε ο,τι κινδυνεύει.

ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟ ΤΟ 2008 – ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ
Με πατρική αγάπη και ευχές
Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ

Λίγες ημέρες νωρίτερα ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος είχε σημειώσει μεταξύ άλλων στο Χριστουγεννιάτικο μήνυμά του:

«ΣΑΝ ΕΓΕΡΤΗΡΙΟ ΣΑΛΠΙΣΜΑ ακούεται και πάλι σήμερα η φράση του Αγγέλου. Είναι σαν να καλεί τον άνθρωπο του 21ου αιώνα να ξυπνήσει από τον λήθαργο της χρησιμοθηρικής υλοφροσύνης και την κραιπάλη της πλασματικής αυτάρκειάς του. «Ξύπνα, άνθρωπε του 21ου αιώνα».
Ο Σωτήρας προκαλεί αλλά και προσκαλεί τον καθένα μας να αναθεωρήσει την πορεία του, να ξαναβρεί την ελευθερία του, να ξαναδεί το φάσμα της ζωής του μέσα από το λαμπρό φως της Αλήθειας Του.
«ΞΥΠΝΑ ΑΝΘΡΩΠΕ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ». Τα επιτεύγματά σου σε απεκοίμησαν και νόμισες ότι κατέκτησες τον κόσμο. Ευτέλισες και αυτά τα ιερά και όσια. Τα θεώρησες μύθους και θρύλους που τρέφουν τη φαντασία των μικρών παιδιών, χωρίς αντίκρυσμα στην προσωπική υπαρκτική οντότητά σου.
Κύτταξε όμως γύρω σου. Πόλεμοι αδελφοκτόνοι, πείνα και ασθένειες για τους αδύνατους, καταπάτηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, διαφθορά, σκάνδαλα, διάσπαση της ενότητος του ανθρώπινου γένους, απουσία αγάπης, κυριαρχία των συμφερόντων.

Ένα τέτοιο κόσμο ετοίμασες για τα παιδιά σου, όπου και αυτή ηφύση συστενάζει και διαμαρτύρεται για τις καταχρήσεις σου. Δεν απέλιπαν βέβαια νησίδες ελπίδας. Είναι όμως τραγικά ολίγες, επιδεικτικά ανεπαρκείς».

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑΣ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑΣ
  
Η ιστορία της Bασιλόπιτας είναι μια ιστορία που συνέβηκε περίπου πριν 1500 χρόνια στην πόλη Καισαρεία της Καππαδοκίας, στη Μικρά Ασία. 

Ο Μέγας Βασίλειος ήταν δεσπότης της Καισαρείας και ζούσε αρμονικά με τους συνανθρώπους του, με αγάπη, κατανόηση και αλληλοβοήθεια.
Κάποια μέρα όμως, ένας αχόρταγος στρατηγός - τύραννος της περιοχής, ζήτησε να του δοθούν όλοι οι θησαυροί της πόλης της Καισαρείας, αλλιώς θα πολιορκούσε την πόλη για να την κατακτήσει και να την λεηλατήσει.
Ο Μέγας Βασίλειος ολόκληρη τη νύχτα προσευχόταν να σώσει ο Θεός την πόλη. Ξημέρωσε η νέα μέρα και ο στρατηγός αποφασισμένος με το στρατό του περικύκλωσε αμέσως την Καισαρεία.
Μπήκε με την ακολουθία του και ζήτησε να δει το Δεσπότη, ο οποίος βρισκόταν στο ναό και προσευχόταν. Με θράσος και θυμό ο αδίστακτος στρατηγός απαίτησε το χρυσάφι της πόλης καθώς και ότι άλλο πολύτιμο υπήρχε στην πόλη. Ο Μέγας Βασίλειος απάντησε ότι οι άνθρωποι της πόλης του δεν είχαν τίποτε άλλο πέρα από πείνα και φτώχια, δεν είχαν να δώσουν τίποτε αξιόλογο στον άρπαγα στρατηγό.
Ο στρατηγός με το που άκουσε αυτά τα λόγια θύμωσε ακόμα περισσότερο και άρχισε να απειλεί τον Μέγα Βασίλειο ότι θα τον εξορίσει πολύ μακριά από την πατρίδα του ή κι ακόμη μπορεί να τον σκοτώσει.
Οι Xριστιανοί της Καισαρείας αγαπούσαν πολύ το Δεσπότη τους και θέλησαν να τον βοηθήσουν. Μάζεψαν λοιπόν από τα σπίτια τους ότι χρυσαφικά είχαν και του τα πρόσφεραν, ώστε δίνοντάς τα στο σκληρό στρατηγό να σωθούν. Στο μεταξύ ο ανυπόμονος στρατηγός κόντευε να σκάσει από το κακό του. Διέταξε αμέσως το στρατό του να επιτεθεί στο φτωχό λαό της πόλης.
Ο Δεσπότης, ο Μέγας Βασίλειος, που ήθελε να προστατέψει την πόλη του προσευχήθηκε και μετά παρουσίασε στο στρατηγό ότι χρυσαφικά είχε μαζέψει μέσα σε ένα σεντούκι. Τη στιγμή όμως που ο στρατηγός πήγε να ανοίξει το σεντούκι και να αρπάξει τους θησαυρούς, με το που ακούμπησε τα χέρια του πάνω στα χρυσαφικά έγινε το θαύμα! Όλοι οι συγκεντρωμένοι είδαν μια λάμψη και αμέσως μετά έναν λαμπρό καβαλάρη να ορμάει με το στρατό του επάνω στον σκληρό στρατηγό και τους δικούς του. Σε ελάχιστο χρόνο ο κακός στρατηγός και οι δικοί του αφανίστηκαν. Ο λαμπρός καβαλάρης ήταν ο Άγιος Μερκούριος και στρατιώτες του οι άγγελοι.
Έτσι σώθηκε η πόλη της Καισαρείας. 
Τότε ο Μέγας Βασίλειος βρέθηκε σε δύσκολη θέση! Θα έπρεπε να μοιράσει τα χρυσαφικά στους κατοίκους της πόλης και η μοιρασιά να είναι δίκαιη, δηλαδή να πάρει ο καθένας ό,τι ήταν δικό του. Αυτό ήταν πολύ δύσκολο. Προσευχήθηκε λοιπόν ο Μέγας Βασίλειος και ο Θεός τον φώτισε τι να κάνει. Κάλεσε τους διακόνους και τους βοηθούς του και τους είπε να ζυμώσουν ψωμάκια, όπου μέσα στο καθένα ψωμάκι θα έβαζαν και λίγα χρυσαφικά. Όταν αυτά ετοιμάστηκαν, τα μοίρασε σαν ευλογία στους κατοίκους της πόλης της Καισαρείας.
Στην αρχή όλοι παραξενεύτηκαν, μα η έκπληξή τους ήταν ακόμη μεγαλύτερη όταν κάθε οικογένεια έκοβε το ψωμάκι αυτό κι έβρισκε μέσα τα χρυσαφικά της.
Ήταν λοιπόν ένα ξεχωριστό ψωμάκι, η βασιλόπιτα που έφερνε στους ανθρώπους χαρά κι ευλογία μαζί. Από τότε φτιάχνουμε κι εμείς τη βασιλόπιτα με το φλουρί μέσα, την πρώτη μέρα του χρόνου, τη μέρα του Αγίου Βασιλείου!

Η βασιλόπιτα έχει πάντα την πρώτη θέση στο Πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, πλάι στους κουραμπιέδες, τα μελομακάρονα, τις δίπλες και τα άλλα γλυκά.

ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΜΕ ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ

ΤΙ  ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΜΕ ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ
Γράφει ο Γιώργος Ιωαννίδης

Τα «Κάλαντα» της Πρωτοχρονιάς έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Λίγοι ίσως γνωρίζουν όλο το περιεχόμενό τους και ακόμα λιγότεροι την προέλευσή τους. Είναι βέβαιο ότι στο Άσμα που ακούγεται σήμερα στις γειτονιές είναι ενσωματωμένα τουλάχιστον τέσσερα«Άσματα Αγερμού» που μάλλον ανάγονται στη Βυζαντινή εποχή. 

Η πρώτη ενότητα είναι μια τυπική ευχή να είναι καλή η Πρωτομηνιά και η είσοδος του Νέου Έτους:

Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά
κι  αρχή - Καλός μας χρόνος

Η επόμενη ενότητα όπως φαίνεται προέρχεται από την «Λόγια» Παράδοση. Κάποιος Διδάσκαλος (ή ιερέας) δίδαξε στους μαθητές του την μεγάλη «Δεσποτική Εορτή» της «Περιτομής του Χριστού» : Ο Χριστός με το Αιγυπτιακό - Σημιτικό Έθιμο της Περιτομής οκτώ ημέρες μετά την γέννησή του «βγαίνει να γνωρίσει τον κόσμο και γίνεται αποδεκτός από τους συμπατριώτες του» :
Αρχή που βγήκεν ο Χριστός
Άγιος και Πνευματικός 
στην γήν να περπατήσει 
και να μας καλοκαρδίσει

Από την Λόγια Παράδοση φαίνεται να προέρχεται και η τρίτη ενότητα που αναφέρεται στην μνήμη του Μεγάλου Βασιλείου. Είναι πιθανό μάλιστα να σχετίζεται με τον Αρέθα Επίσκοπο Καισαρείας και με την προσπάθεια να μορφωθούν οι πληθυσμοί της Μ. Ασίας τον 10ο αι. μΧ.
(Προβάλλεται ο Μέγας Βασίλειος ως φορέας της παιδείας - που προτρέπει τους γονείς να μορφώνουν τα παιδιά τους. Προβάλλεται επίσης η ιερή τέχνη του καλλιγράφου που πάντα στην Βυζαντινή εικονογραφία κρατά ειλητάριο («χαρτί»), Κάλαμο («πέννα») και «Καλαμάριον» (μελανοδοχείο) : 
Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία.

Βαστάει πέννα και χαρτί
χαρτί και  καλαμάρι
[με] Το καλαμάρι έγραφε
και [με] το χαρτί ομίλει.
.........

Και στο ραβδί του ακούμπησε να πει το Αλφαβητάρι...

Όμως στους στίχους του πρωτοχρονιάτικου άσματος παρεμβάλλονται άλλοι στίχοι που φαινομενικά δεν «δένουν». Για παράδειγμα τι θα πει  «Αρχιμηνία - κι αρχιχρονιά - ψηλή μου δενδρολιβανιά»!!   Ή τί θα πει   «χαρτί και καλαμάρι - δες κι εμέ το παληκάρι»!!! Αν και είναι παράξενες για εμάς οι φράσεις αυτές,  είναι πολύ απλή η προέλευσή τους. Ιδού η  παράξενη και χαριτωμένη ιστορία αυτών των στίχων που παρεμβάλλονται: 
Για την τελική διαμόρφωση του άσματος που γνωρίζουμε σήμερα, έπαιξαν ρόλο «Καλανδιστές» που αυτοσχεδίαζαν. Μάλιστα από τον 13ο  αι - όταν οι «Καντάδες» ήταν της μόδας (και ήταν δύσκολο στους νέους χαμηλών τάξεων να πλησιάζουν και να συζητούν με «αρχοντοπούλες») κάποιος τολμηρός νέος ενώ έψαλλε τα Κάλαντα στο πρόπυλο ενός αρχοντικού,, σκέφτηκε να στείλει «μήνυμα»  στην νέα  που κρυμμένη τον άκουγε απ' «τα ψηλά τα παραθύρια» και φαινομενικά έκανε πως δεν τον καταδέχεται.
Ο νέος χρησιμοποιεί ωραίες εκφράσεις και έξυπνα κοσμητικά επίθετα για να κολακεύσει την νέα. Τόσο η τόλμη όσο και η τέχνη του νέου να συνδυάζει στίχους, μας επιτρέπει να υποθέσουμε με επιφύλαξη ότι πρόκειται για μορφωμένο νέο (ίσως Επτανήσιο) της εποχής της Φραγκοκρατίας.

Ας προσέξουμε την αυτοσχέδια προσθήκη : Προσφωνεί την νέα στο μπαλκόνι 
    «Ψηλή μου δεντρολιβανιά»  
 «[μοιάζεις με] εκκλησιά μετ' Άγιο θόλος»

Και συνεχίζει ανακατεύοντας τις παρακάτω φράσεις στο Άσμα της Πρωτοχρονιάς :
«Για δεν μας καταδέχεσαι;;»
«Συ είσαι Αρχόντισσα Κυρία».
«Ζαχαρο - καρδιο - ζύμωτη,  Δες και εμέ το παληκάρι!!»
«Βασιλικέ μου κατιφέ» 
«Άσπρε μου, χρυσέ μου ήλιε!!!»

Σήμερα πολλοί είναι εκείνοι που μη γνωρίζοντας ψάλλουν λάθος τα Πρωτοχρονιάτικα Κάλαντα σε σημείο να μην βγαίνει νόημα : Ο Μέγας Βασίλειος εμφανίζεται  να «μην μας καταδέχεται!!!!» ενώ η Καισάρεια «είναι αρχόντισσα Κυρία»(;;;;;). 

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

Ο ΑΡΧΟΝΤΑΣ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ

 Ο ΑΡΧΟΝΤΑΣ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ
π. Δημητρίου Μπόκου
«....καὶ συμβοσκηθήσεται λύκος μετὰ ἀρνός,

καὶ πάρδαλις συναναπαύσεται ἐρίφῳ,
καὶ μοσχάριον καὶ ταῦρος καὶ λέων καὶ βοῦς καὶ ἄρκος ἅμα βοσκηθήσονται,
καὶ παιδίον μικρὸν ἄξει αὐτούς»
(Ἡσ. 11, 6-7)

Ἡ χρυσὴ πύλη ἔκλεισε πίσω τους καὶ τὸ νεαρὸ ἀντρόγυνο ἀντίκρυσε γιὰ πρώτη φορὰ μιὰ χώρα διαφορετικὴ ποὺ ἁπλωνόταν ἀπέραντη μπροστά τους.
-  Δὲν εἶναι καὶ τόσο τραγικά! εἶπε ἡ γυναίκα προσπαθώντας νὰ δώσει ἕναν τόνο αἰσιοδοξίας στὴ φωνή της.
Μὰ δὲν ἀπόσωσε τὰ λόγια της ὅταν ἕνας φοβερὸς βρυχηθμὸς ἔσπασε τὴ σιγαλιὰ τῆς καταπράσινης κοιλάδας. Ἡ εἰδυλλιακὴ εἰκόνα τοῦ ὄμορφου δειλινοῦ θρυμματίστηκε βίαια. Ἡ εὐκίνητη στικτὴ λεοπάρδαλη κοντοστάθηκε. Τὸ πυρόξανθο ἐρίφιο τοῦ αἴγαγρου, ποὺ ἀεικίνητο στριφογύριζε γύρω της παίζοντας μὲ τὴν οὐρά της, στύλωσε τὰ λεπτὰ πόδια του μὲ ἀπορία. Ἀνάμεσα στὰ ψηλὰ χόρτα ἡ ἀντιλόπη ἀναπήδησε ξαφνιασμένη. Τὸ μεγάλο ἐλάφι, ὑψώνοντας τὰ κλαδωτά του κέρατα, σάρωσε βιαστικὰ μὲ ἀνήσυχη ματιὰ τὸν περίγυρο. Ὁ μικρὸς σκίουρος μὲ ἔκδηλη περιέργεια πρόβαλε ἀπ’ τὴν κουφάλα τοῦ δέντρου. Ἡ τεράστια ἀρκούδα ὑψώθηκε στὰ πίσω της πόδια γιὰ νὰ δεῖ καλύτερα, ἐνῶ τὸ μοσχάρι ἀπορημένο σταμάτησε νὰ μασουλάει τὸ χορτάρι του.
Ὅλων τὰ βλέμματα στράφηκαν στὸν ψηλὸ βράχο ποὺ δέσποζε στὸ μεγάλο πλάτωμα στὴ μέση τοῦ δάσους. Στὴν κορφή του διαγραφόταν ἐπιβλητική, μεγαλόπρεπη μέσα στὸ φόντο τοῦ οὐρανοῦ ἡ σιλουέτα τοῦ μεγάλου λιονταριοῦ. Ἡ πλούσια χαίτη του ἀνέμιζε στὸν σιγανὸ ἄνεμο. Ἀνοιγοκλείνοντας ἀργὰ τὰ τρομερά του σαγόνια, βρυχήθηκε ξανὰ δυνατά.
Τὸ νεαρὸ ἀντρόγυνο σταμάτησε. Κοιτάχτηκαν ξαφνιασμένοι μεταξύ τους.
-  Τί ἦταν αὐτό; ἀναρωτήθηκαν οἱ ματιές τους.
Ἡ γυναίκα στρέφοντας παραξενεμένη τὸ κεφάλι της κοίταξε μὲ ἀπορία τὸν βασιλιὰ τῶν ζώων, σὰν νά ’θελε νὰ πεῖ:
-  Τί σοῦ συμβαίνει;
Ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ὁ ἦχος τῆς τρομερῆς του κραυγῆς ἀντιλαλοῦσε στὴ μεγάλη κοιλάδα. Καὶ ξαφνικὰ φάνηκαν τὰ πάντα ν’ ἀλλάζουν. Τὰ φύλλα τῶν δέντρων τρεμούλιασαν. Ἕνα ρίγος ἀνησυχίας διαπέρασε τὸ δάσος ὁλόκληρο. Ἀνήσυχος ὁ ἄντρας ἔπιασε τὸ χέρι τῆς νεαρῆς γυναίκας, καθὼς ἐκείνη ἔκανε νὰ κινηθεῖ πρὸς τὸ λιοντάρι.
-  Στάσου! τῆς εἶπε ἐπιτακτικά. Κάτι τρέχει ἐδῶ. Μὴν πλησιάζεις. Δὲν εἶναι τὸ λιοντάρι ποὺ ξέραμε. Πρώτη φορὰ τὸ βλέπω ἀγριεμένο.
-  Πράγματι, ἀπάντησε ἡ γυναίκα. Κάτι ἔχει ἀλλάξει. Τί ὅμως καὶ γιατί; Ἐκεῖνο δὲν ἀγρίευε ποτέ.
Εἶχε παίξει μὲ τὸ λιοντάρι πολλὲς φορές. Εἶχε χώσει τὸ πρόσωπό της μέσα στὴν πλούσια χαίτη του καὶ τὸ εἶχε χαϊδέψει ἁπαλά, ἐνῶ ἐκεῖνο ἀναπαυόταν ξαπλωμένο σὰν χαδιάρικη γάτα στὰ πόδια της.
Μὰ τώρα;
Τὸ λιοντάρι χαμήλωσε τὸ κεφάλι καί, παρὰ τὸν τεράστιο ὄγκο του, πήδησε ἀνάλαφρα κάτω ἀπ’ τὸν βράχο, στὸ χῶμα. Περπάτησε γρήγορα μέσα στὸ ξέφωτο. Γιὰ πρώτη φορά, κανένα ζῶο δὲν τόλμησε νὰ τὸ πλησιάσει. Ἡ γυναίκα ὅμως ξέφυγε ἀπ’ τὸ χέρι τοῦ ἄντρα της καὶ ἔκανε νὰ τρέξει πρὸς τὸ μέρος του. Ἀτενίζοντάς την τὸ λιοντάρι στάθηκε πρὸς στιγμὴν ἀμήχανο. Θυμόταν κάτι ἀπὸ τὰ τρυφερὰ χάδια της; Μὰ γρήγορα τίναξε ψηλὰ τὴν ἀτίθαση χαίτη του καὶ κινήθηκε ἀπειλητικὰ πρὸς τὸ μέρος της. Μετὰ ἀπὸ μιὰ στιγμὴ ἀμφιβολίας, ἡ γυναίκα πισωπάτησε φοβισμένη. Ὄχι, δὲν ἦταν τὸ λιοντάρι ποὺ ἤξερε αὐτό. Κάτι ἄλλαξε μεταξύ τους.
Τὸ νεαρὸ ἀντρόγυνο στράφηκε πρὸς τὴν πύλη. Μὰ ἦταν ἤδη κλειστή. Ἕνας φύλακας μὲ πολὺ παράξενη ἐμφάνιση στεκόταν κιόλας μπροστά της. Ἡ μεγαλόπρεπη κορμοστασιά του ἄστραφτε. Ἡ ὄψη του, πολυόμματη, σάρωνε τὰ πάντα καὶ «φλογίνη ρομφαία στρεφομένη» παλλόταν στὸ χέρι του. Κατάλαβαν πὼς δὲν μποροῦσαν νὰ περάσουν ξανὰ στὸν παλιό τους γνώριμο κόσμο. Ἡ θέα τοῦ πύρινου σπαθιοῦ τοὺς καθήλωνε. Μὰ καθηλώθηκε μπροστά του καὶ τὸ λιοντάρι. Ἔκοψε ἀπότομα τὴ φόρα του καὶ στάθηκε ἀκίνητο.
-  Ὣς ἐδῶ! τὸ πρόσταξε αὐστηρὰ ὁ αἰθέριος φρουρός. Μάθε τὰ ὅριά σου. Καὶ σεῖς προσέχετε στὸ ἑξῆς, ἀγαπητοί μου! προειδοποίησε τὸ νεαρὸ ἀντρόγυνο. Οἱ ὅροι τοῦ παιχνιδιοῦ ἔχουν ἤδη ἀλλάξει. Δυστυχῶς γιὰ σᾶς, ἡ χάρη ἔφυγε ἀπὸ πάνω σας. Τὴν ἀπορρίψατε. Μαζὶ μὲ σᾶς ἔφυγε καὶ ἀπὸ τὴ φύση. Ἀπὸ τώρα «συστενάζει καὶ συνωδίνει» κι αὐτὴ μαζί σας. Τὴ φέρατε στὴ δική σας κατάσταση. Δὲν σᾶς ἀναγνωρίζει πιά. Δὲν θὰ σᾶς ὑπακούει. Τὴν κάνατε ἀνταγωνιστή σας. Θὰ χρειαστεῖτε πολὺν κόπο γιὰ νὰ τὴν ὑποτάξετε. Ὁ καιρὸς τῆς εἰρήνης πέρασε.
Τὸ νεαρὸ ἀντρόγυνο κατάλαβε. Ὁ παραμυθένιος κόσμος ποὺ ἤξεραν μέχρι τότε, ἔκλεισε ὁριστικὰ πίσω τους. Τὰ ὑπέροχα χρόνια τῆς χρυσῆς τους νιότης εἶχαν περάσει. Ἡ ἐποχὴ τῆς ἐδεμικῆς ἀθωότητας ἔσβησε. Ἕνας κόσμος διαφορετικός, ἐχθρικός, ἀφιλόξενος, ἀνταγωνιστικός, ἀναδυόταν μπροστά τους. Κι αὐτοὶ τὸν ὑποδέχονταν γυμνοί, χωρὶς τὸν παραδεισένιο πλοῦτο ποὺ τοὺς ἕντυνε. Ἰοβόλο φίδι, ἡ ἀφόρητη θλίψη δάγκωσε ὕπουλα τὴν καρδιά τους, καθὼς ἦλθαν «εἰς ἐπίγνωσιν» τῆς νέας ζοφερῆς τους κατάστασης.
Τὸ λιοντάρι γύρισε καὶ ἀπομακρύνθηκε γρήγορα. Ρίχτηκε μὲ ὁρμὴ στὴ ζωηρὴ ἀντιλόπη. Βλέποντας τὴ φονικὴ λάμψη στὸ βλέμμα του ἐκείνη, ἔνοιωσε ἀμέσως τὴν ἀπειλή. Ἡ καρδιά της γιὰ πρώτη φορὰ χτύπησε δυνατά. Τὸ ἔνστικτό της σήμανε συναγερμό. Ὁ φόβος, ἄγνωστο μέχρι τότε αἴσθημα, τρύπωσε μέσα της γιὰ νὰ μείνει γιὰ πάντα ἐκεῖ. Ἡ στικτὴ λεοπάρδαλη ἔδειξε τὰ κοφτερὰ δόντια της καὶ γρυλίζοντας ἀπειλητικὰ στράφηκε πρὸς τὸ ἐρίφιο. Θὰ ἦταν στὸ ἑξῆς πάν(των) θηρ(ευτής), ὁ φοβερὸς πάνθηρας. Ἡ μεγάλη ἀρκούδα βρυχήθηκε δυνατὰ καὶ τὸ βλέμμα της καρφώθηκε στὸ τρυφερὸ μοσχάρι ποὺ ἔβοσκε παραπέρα. Ὁ λύκος στράφηκε μὲ ἄγριες διαθέσεις στὸν τροφαντὸ ἀμνό, ποὺ ἔπαιζε στὸ πράσινο λιβάδι.
Τὸ νεαρὸ ἀντρόγυνο ἔστρεψε τὰ μάτια πίσω ξανά. Μὰ ἡ χρυσὴ πύλη εἶχε τώρα χαθεῖ. Μαζὶ καὶ ὁ παράξενος φρουρός της. Κάθε πρόσβαση πρὸς τὸν πρωτινὸ παραδεισένιο κόσμο τους εἶχε πλέον χαθεῖ.
Ὁ σκίουρος, σχετικὰ ἀσφαλὴς στὴν κουφάλα τοῦ δέντρου, τὰ εἶδε ὅλα ἀπὸ ψηλά. Κούνησε μὲ βαθειὰ στενοχώρια τὴ φουντωτὴ οὐρά του. Ἦταν γεγονός. Ἕνας πόλεμος εἶχε ἀρχίσει. Σκληρός, ἐξοντωτικός, ἀδυσώπητος καὶ προπαντὸς μακρύς, ἀτελείωτα μακρύς.
Πέρασαν χρόνια δίσεκτα χιλιάδες ἀπὸ τότε. Ἀπέραντοι αἰῶνες ποτισμένοι στὸ αἷμα, στὸ δάκρυ καὶ στὸν πόνο. Τὸ νεαρὸ ἀντρόγυνο δοκιμάστηκε σκληρὰ στὴν κοιλάδα τοῦ μόχθου, ἀφήνοντας πίσω του «υἱοὺς καὶ θυγατέρας» νὰ παλεύουν σὲ μιὰ θανατερή, ἀξημέρωτη, ζοφερὴ κι ἀσέληνη νύχτα.
Ὥσπου μιὰ νύχτα κάποτε…
Τὸ μεγάλο λιοντάρι βρισκόταν ἀποβραδὶς καθισμένο στὴν κορφὴ τοῦ βράχου μὲ τὰ μάτια του στυλωμένα στὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ. Κάτι ἀσυνήθιστο συνέβαινε ἐκεῖ. Τὰ οὐράνια λαμπύριζαν μὲ μιὰ γλυκειὰ ἀστροφεγγιὰ ποὺ ἔριχνε τὴν ἁπαλὴ φεγγοβολή της ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη στὴ γῆ. Μὰ δὲν ἦταν λάμψη ἀπὸ τ’ ἀμέτρητα ἄστρα ποὺ σπίθιζαν στὸ βάθος τοῦ σκοτεινοῦ ἀπείρου αὐτή. Ἕνας μοναδικὸς καινούργιος ἀστέρας φαινόταν νὰ ἀνατέλλει στὸ στερέωμα. Τὸ πρωτόγνωρο φέγγος του ἁπλωνόταν σβήνοντας κάθε ἄλλη μαρμαρυγή.
Τὸ μεγάλο δάσος βρισκόταν ὁλόκληρο σὲ ἀναταραχή. Ὁ στικτὸς πάνθηρας ἦρθε καὶ στάθηκε ἀντικρυστά, ἀπέναντι στὸ μεγάλο λιοντάρι. Ὅλα τὰ ζῶα ἦταν ἀνήσυχα. Τὸ ἀλάνθαστο ἔνστικτό τους εἶχε ἀφυπνισθεῖ. Σιγανὰ γρυλίσματα συνόδευαν τὴν ἀνησυχία τους. Ὁ ἀγέρας χωνόταν ἀνάμεσα στ’ ἀσημένια φύλλα ἠχώντας παράξενα. Κάτι μυστήριο ἔκρυβε ἡ νύχτα αὐτή.
Χαμηλὰ στὸ βάθος, ἀρκετὰ μακριά, φάνηκε τότε μιὰ μικρὴ συντροφιά. Ἕνα ταπεινὸ ὀνάριο ἀνηφόριζε ἀργὰ πρὸς τὸ ξέφωτο. Καθισμένη στὴ ράχη του μιὰ νεαρὴ γυναίκα, τρυφερὴ κόρη ἀκόμα, ἕσφιγγε ἀπαλὰ στὴν ἀγκαλιά της τὸ νεογέννητο βρέφος της. Δίπλα τους πεζοποροῦσε ἕνας λευκὸς γέροντας. Βάδιζαν μὲς στὴ νύχτα μὲ τὸ φῶς τοῦ παράξενου ἄστρου, ποὺ ξάνοιγε στὸ σκοτάδι τὸν δρόμο τους.
Τὸ μεγάλο λιοντάρι πήδησε ἀνάλαφρα στὰ ριζὰ τοῦ βράχου. Ὁ πάνθηρας ἦρθε καὶ μισοξάπλωσε δίπλα του. Πλησίασαν σιγά-σιγὰ ἡ ἀρκούδα καὶ ὁ λύκος. Μὰ σὲ λίγο ἦρθαν δίπλα τους ἡ ἀντιλόπη, τὸ ἐλάφι, τὸ ἐρίφιο, ὁ ἀμνός, ὁ ταῦρος, τὸ μοσχάρι. Ἡ ἔχθρα τόσων αἰώνων φαινόταν νὰ ἔχει ξεχαστεῖ. Ἡ ἀντιλόπη ἔτριψε τὴ λεπτὴ μούρη της στὴ χαίτη τοῦ λιονταριοῦ, τὸ πεταχτὸ ἐρίφιο τύλιξε παιχνιδιάρικα στὸ λαιμό του τὴν οὐρὰ τοῦ πάνθηρα, ὁ ἀμνὸς καὶ τὸ μοσχάρι κάθησαν ἀνάμεσα στὸν λύκο καὶ τὴν ἀρκούδα.
Ἔβλεπαν τὴ μικρὴ συνοδία ἀπορημένα. Γιατὶ ὅπου περνοῦσε ἡ παράξενη ἐκείνη συντροφιά, ὁ τόπος γέμιζε μὲ μιὰ πρωτόγνωρη μοσχοβολιά. Λουλούδια ἄνθιζαν δίπλα στὰ βήματα τοῦ ὀναρίου. Λὲς καὶ μὲς στὸ καταχείμωνο εἶχε ἀνοίξει ξαφνικὰ ἕνα παράθυρο τῆς ἄνοιξης. Τὰ δέντρα ἀναρριγοῦσαν καὶ βεργολυγίζονταν στὸ νυχτερινὸ παγωμένο ἀγέρι. Καθὼς ἡ μυστηριώδης συνοδία πλησίαζε, οἱ κορφές τους λύγιζαν γέρνοντας μέχρι τὸ χῶμα, σὰν νὰ προσκυνοῦσαν εὐλαβικὰ τοὺς ἄγνωστους ταξιδευτές. Καθισμένα πλάι-πλάι σὲ ἡμικύκλιο θηρία καὶ κτήνη μαζὶ παρακολουθοῦσαν σὰν μαγεμένα. Ἀνοιγόκλειναν τὰ ρουθούνια τους, ὀσμίζονταν τὴν ὑπερκόσμια μυρωδιά, τὸ μυστήριο τὰ εἶχε καθηλώσει.
Μὰ πρὶν ἀκόμα οἱ νυχτερινοὶ ταξιδιῶτες φτάσουν στὸ μικρὸ ξέφωτο, ἕνα δυνατὸ ἀχολόγημα γέμισε τὸν ἀέρα ὣς πέρα, κουρελιάζοντας τὴ σιγαλιὰ τῆς νυχτιᾶς. Ὅλα τὰ βλέμματα στράφηκαν πρὸς τὴ βουή. Μιὰ μικρὴ στρατιωτικὴ ἔφιππη φάλαγγα φάνηκε νὰ καλπάζει πρὸς τὸ ξέφωτο. Ὁ ἐπικεφαλῆς πρόσταξε νὰ κυκλώσουν ἀμέσως τὴ συνοδία.
-  Εἶμαι σίγουρος πὼς εἶναι αὐτὸ ποὺ ζητᾶμε! φώναξε θριαμβευτικά.
Οἱ στρατιῶτες ξιφούλκησαν καί, καθὼς ἡ φάλαγγα ὁρμοῦσε ἀπειλητικὴ μπροστά, ἡ κλαγγὴ τῶν σπαθιῶν ἔσμιξε μὲ τὸ παγερὸ βούισμα τοῦ ἀγέρα. Μὰ τότε ἔγινε τὸ ἀναπάντεχο. Ἀπ’ τὰ ριζὰ τοῦ βράχου ἕνας τρομερὸς βρυχηθμὸς τράνταξε τὴν κοιμισμένη κοιλάδα. Τὸ μεγάλο λιοντάρι μ’ ἕνα τεράστιο πήδημα βρέθηκε ἀνάμεσα στὴ μικρὴ συντροφιὰ καὶ τοὺς ἔφιππους στρατιῶτες, δείχνοντάς τους τὰ τρομερὰ δόντια του καὶ γρυλίζοντας δυνατά. Ἡ ὁμήγυρη τῶν ζώων ἀκολούθησε πάραυτα τὸν βασιλιά της. Τὰ ἄλογα ξαφνιασμένα πισωπάτησαν. Ὁ ἐπικεφαλῆς φρύαξε.
-  Τοξότες! οὔρλιαξε ἀλλόφρονα.
Τέσσερις ἱππεῖς αὐτοστιγμεί, ἐλαφρὰ ὁπλισμένοι μὲ τόξα, ἔριξαν τὰ βέλη τους πάνω στ’ ἀγρίμια. Οἱ σαΐτες ἔσκισαν σφυρίζοντας τὸν παγωμένο ἀέρα, μὰ ὅταν ἄγγιξαν τὰ ἀγριεμένα θηρία, ἔπεσαν στὴ γῆ σὰν νὰ χτύπησαν ἀτσάλι. Πεισματωμένοι οἱ τοξότες ἔριξαν καὶ ξανάριξαν, μὰ δὲν ἄλλαξε τίποτε. Μόλις ἄγγιζαν τὸ σῶμα τῶν ζώων τὰ βέλη τους, ἔπεφταν ἀμέσως στὸ χῶμα. Ὁ ἀρχηγὸς φρένιασε.
-  Ἐπάνω τους! κραύγασε δυνατά. Δὲν θὰ μᾶς ξεφύγουν τώρα!
Μὰ τὰ ἄλογα δὲν σάλεψαν καθόλου. Οἱ ἀναβάτες τὰ σπιρούνισαν, μὰ ὅσο κι ἂν τὰ παρότρυναν, δὲν κινήθηκαν οὔτε βῆμα μπροστά. Ὁ ἐπικεφαλῆς ξεπέζεψε μανιασμένος. Δὲν μποροῦσε νὰ καταλάβει τί συνέβαινε. Τυφλὸς μὲς στὴν παραφορά του ἀγνόησε τὴν ἀπειλὴ τῶν ἀγριμιῶν καὶ μ΄ ἕνα παράτολμο σάλτο ὅρμησε πρὸς τὸ βρέφος ποὺ ἀναπαυόταν στὴ ζεστὴ ἀγκαλιὰ τῆς νεαρῆς μητέρας. Ὕψωσε ἀπειλητικὰ τὸ σπαθί του γιὰ νὰ τὸ σφάξει, μὰ τὰ μάτια του παρευθὺς ἀλλοιθώρησαν ἀπὸ τρόμο καὶ ἔκπληξη. Μπροστά του δὲν ἔβλεπε πιὰ τὴ νεαρὴ κόρη μὲ τὸ βρέφος της. Τὸ γλυκὸ πονεμένο πρόσωπο τῆς δικῆς του γυναίκας, μὲ τὸ δικό τους παιδὶ στὴν ἀγκαλιά της, πρόβαλε ἄξαφνα στὰ μάτια του. Ὁ ἀγαπημένος του γιὸς ἅπλωνε πρὸς τὴν ψυχρὴ λεπίδα τὰ χεράκια του καὶ τοῦ χαμογελοῦσε γλυκά, σὰν νὰ ἔλεγε:
-  Δὲν θὰ μὲ σκότωνες, μπαμπά μου, ἔτσι δὲν εἶναι; Δὲν θέλεις στ’ ἀλήθεια νὰ τὸ κάνεις αὐτό!
Ὁ σκληροτράχηλος πολεμιστὴς πέτρωσε ἀπ’ τὴ σαστιμάρα του. Τὰ ἀτσάλινα δάχτυλά του παρέλυσαν, τὸ ψυχρὸ φονικὸ μέταλλο ἔπεσε στὴ γῆ. Μὰ τί γινόταν ἐπιτέλους ἐδῶ; Ποιὸς ἔπαιζε παιχνίδια μπρὸς στὰ μάτια του; Ποιὸ ἀνεξήγητο βαθὺ μυστήριο ξετυλιγόταν μπροστά του; Τὰ γόνατά του λύγισαν, τὸ κορμί του ἔγειρε, ἔπεσε στὴ γῆ. Θολὸ τὸ βλέμμα του ὑψώθηκε ξανά, ἐναγώνια ἔψαξε τὸ μονάκριβο παιδί του καὶ τὴν ἀγαπημένη του σύζυγο. Μὰ δὲν εἶδε μπρός του παρὰ τὴν ἄγνωστη νεαρὴ μητέρα, μὲ τὸ βρέφος της νὰ ἀναπαύεται μακάριο στὴ ζεστὴ ἀγκαλιά της.
Καθισμένη στὸ ταπεινὸ ὀνάριο τὸν κοίταζε μὲ ἀνέκφραστη συμπόνια. Τὸ βλέμμα της ἀκτινοβολοῦσε γλυκειὰ ζεστασιά. Κι ὅπως ξεχυνόταν ἀπὸ ψηλὰ τὸ λαμπερὸ φέγγος τοῦ παράξενου ἄστρου, ἕνα φωτεινὸ ὑπερκόσμιο τόξο ἰρίδιζε ἀκτινωτὰ γύρω της, τρεμοπαίζοντας καὶ σκορπίζοντας ἀπαλὰ χίλια χρώματα στὴν ψυχρὴ σκοτεινιά. Μιὰ παρθενική, ἀνέγγιχτη, δροσερὴ ὀμορφιὰ φαινόταν νὰ ξεπηδάει ἀπὸ τὸ φωτεινό της πρόσωπο. Μὰ κι ἐκεῖνο τὸ θεόμορφο βρέφος της! Ἔδειχνε μοναδικό. Σὰν νὰ μὴν εἶχε ὅμοιό του πάνω στὴ γῆ. Σὰν νὰ κατέβηκε τὸ δίχως ἄλλο ἀπ’ τὸν οὐρανό!
Ὁ τραχὺς στρατιώτης ἔβλεπε ἐκστατικός. Μιὰ δραστικὴ ἀλλοίωση εἶχε συμβεῖ μέσα του. Ἔνοιωθε πιὰ πὼς τοῦ ἦταν ἀδύνατο νὰ ὑψώσει τὸ χέρι του φονικὸ πάνω στὸ βρέφος αὐτό. Δὲν ἔβλεπε στὸ πρόσωπό του τὸν ἐχθρὸ ποὺ τόσο ἐπιδίωκε νὰ ἐξοντώσει, μὰ τὸ μονάκριβο δικό του ἀγαπημένο παιδί. Καὶ - πράγμα παράξενο! - ἔνοιωθε τὸ ἄγνωστο βρέφος πιὸ δικό του κι ἀπ’ τὸ δικό του παιδί. Κι αὐτὸς βρισκόταν ἐδῶ ὄχι γιὰ νὰ σκοτώσει, μὰ γιὰ νὰ προστατέψει τὸ βρέφος καὶ τὴ μητέρα του ἀπὸ κάθε ἐπιβουλή. Ὄπως θὰ ἔκανε γιὰ τὸ δικό του βρέφος καὶ τὴ λατρευτή του γυναίκα, ἂν χρειαζόταν. Ἡ ἀποστολή του ἄλλαξε πιά. Πέρασε στὴν ὑπηρεσία κάποιου ἄλλου βασιλιᾶ, κι ἂς μὴν τὸν γνώριζε κάν. Ἡ καρδιά του εἶχε σαγηνευτεῖ ἀπ’ τὴν οὐράνια ὀμορφιὰ ποὺ πλανιόταν γύρω του. Μιὰ πρωτόγνωρη γαλήνη ἁπλώθηκε μέσα του. Κατάλαβε πὼς ὅ,τι συνέβαινε τὸν ξεπερνοῦσε. Αἰσθάνθηκε μικρός, ἐλάχιστος, μπρὸς στὸ μικρὸ ἐκεῖνο βρέφος. Φάνταζε τόσο ἀδύναμο στὰ χέρια μιᾶς εὔθραυστης κόρης. Μὰ τὰ πάντα φαινόντουσαν νὰ ὑποκλίνονται μπρός του.
Καὶ νά, ποὺ τώρα τὸ τρομερὸ λιοντάρι καὶ ὁ στικτὸς πάνθηρας πλησίασαν. Κάθησαν χάμω, δίπλα στὸ ταπεινὸ ὀνάριο, σιγανὰ γουργουρίζοντας σὰν γατοῦλες ἀκίνδυνες. Ὁ ἄγριος λύκος ἔτριψε τὴ μουσούδα του σὰν ἥμερο κουτάβι στὰ πόδια τοῦ γέροντα. Ὅλα τὰ ζῶα περιτριγύρισαν φιλικὰ τὴ μικρὴ συντροφιά. Τὸ νεῦμα τοῦ μικροῦ παιδιοῦ, ἀόρατο μὰ παντοδύναμο, ὁδηγοῦσε λιοντάρι καὶ μοσχάρι μαζί, ταῦρο καὶ ἀρκούδα, λύκο καὶ ἀρνί, πάρδαλη καὶ ἐρίφιο. Κυριευμένοι ἀπὸ τὴν ἀλλόκοσμη ὀμορφιὰ τοῦ ἀπροσδόκητου μυστηρίου οἱ στρατιῶτες, ξεπέζεψαν ἀμήχανοι, πλησίασαν διστακτικά, γονάτισαν δίπλα στὰ θηρία κι αὐτοί.
Ὁ χρόνος ἔδειχνε νὰ ἔχει σταματήσει. Στὴ σκοτεινιὰ τῆς παγερῆς κοιλάδας τοῦ θανάτου φαινόταν ἀνοιχτὸ ἕνα παράθυρο μιᾶς ἄλλης κτίσης φωτεινῆς. Ἄνθρωποι καὶ ζῶα, ἡ ἐπίγεια πλάση ὁλόκληρη, θύματα καὶ θύτες, παραδομένοι στὴν ἀδυσώπητη μανία τῆς ἔχθρας καὶ τοῦ πολέμου γιὰ χιλιάδες χρόνια, ξαναβρισκόντουσαν τώρα σ΄ ἕνα ἀντάμωμα πρωτόφαντης ἀρχαίας ὀμορφιᾶς. Τὸ ὅραμα τοῦ χαμένου βασιλείου τῆς Ἐδὲμ ἔλαμπε μπρός τους ὁλοζώντανο. Ἡ χρυσὴ πύλη του ἦταν ξανὰ ἀνοιχτή. «Οὐκέτι φλογίνη ρομφαία φυλάττει τὴν πύλην τῆς Ἐδέμ». Τὸ βρέφος προσκαλοῦσε τοὺς πάντες μυστικά: «Εἰσάγεσθε πάλιν εἰς τὸν Παράδεισον». Μιὰ παλιὰ προφητεία ἔπαιρνε σάρκα καὶ ὀστᾶ. Έβλεπαν ὅτι «ἤγγικεν», ἦταν ὄντως κοντὰ ἡ ἐποχή, ὅπου «συμβοσκηθήσεται λύκος μετὰ ἀρνός, καὶ πάρδαλις συναναπαύσεται ἐρίφῳ, καὶ μοσχάριον καὶ ταῦρος καὶ λέων καὶ βοῦς καὶ ἄρκος ἅμα βοσκηθήσονται, καὶ παιδίον μικρὸν ἄξει αὐτούς».
Μιὰ μεγάλη συνοδία βάδιζε τώρα ἀντάμα. Ἔφτασαν μέχρι τὰ ὅρια τῆς χώρας ἐκείνης. Ἐκεῖ σταμάτησαν. Τὸ βρέφος ὕψωσε τὸ χέρι του, ἕνα μικρὸ χεράκι βρεφικό, μὰ ἱκανὸ νὰ κυβερνάει τὰ σύμπαντα. Τοὺς εὐλόγησε σταυροειδῶς. Τὸ μεγάλο λιοντάρι, ὁ πάνθηρας, ἡ ἄρκτος, τὰ θηρία, τὰ κτήνη, οἱ ἄνθρωποι, ἔσκυψαν καὶ πάλι ταπεινὰ μπρὸς στὸ ὀνάριο, ποὺ κουβαλοῦσε «παιδίον νέον, τὸν πρὸ αἰώνων Θεόν». Τὸ μικρὸ παιδὶ ἔφερε τὰ πάντα «εἰς ἑνότητα».
 Προσκύνησαν εὐλαβικὰ καὶ πῆραν τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Ἡ ἐδεμικὴ μαγεία τοὺς εἶχε μεταμορφώσει. Εἶχαν εἰσέλθει γιὰ λίγο στὸν ἄχρονο καὶ ἀδιάστατο χωροχρόνο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Εἶδαν τὴν ἀνατολὴ τῆς πολυπόθητης καινῆς κτίσης. Ὁ Ἄρχοντας τῆς εἰρήνης ἦταν πλέον ἀνάμεσά τους. Ἡ ἀγάπη, ἡ χαρὰ καὶ ἡ εἰρήνη εἶχαν θέση ξανὰ πάνω στὴ γῆ.
Ἐπιτέλους, γιὰ πρώτη φορὰ διαφαινόταν στὴν ἄκρη τοῦ τοῦνελ τὸ τέλος τοῦ πολέμου.

Χριστούγεννα 2016

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2016

Η ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ

Ἡ   π ρ ο σ δ ο κ ί α   τ ῶ ν   ἐ θ ν ῶ ν
π.   Δ η μ η τ ρ ί ο υ   Μ π ό κ ο υ

Ὁ  πατριάρχης Ἰακὼβ συναισθανόμενος τὸ τέλος του κάλεσε κοντά του τοὺς δώδεκα γιούς του. «Συναχθῆτε γύρω μου, εἶπε, γιὰ νὰ σᾶς ἀναγγείλω τί πρόκειται νὰ σᾶς συμβεῖ μέχρι τὸ τέλος τοῦ κόσμου». Ἀφοῦ συγκεντρώθηκαν ὅλοι, ἄρχισε ἀπὸ τὸν μεγαλύτερο, τὸν Ρουβήν, νὰ τοὺς εὐλογεῖ καὶ νὰ προφητεύει μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ τὰ μέλλοντα.
Ἰδιαίτερη εὐλογία ἔδωσε στὸν τέταρτο γιό του, τὸν Ἰούδα: «Ἰούδα, θὰ σὲ ὑμνήσουν οἱ ἀδελφοί σου. Ἡ δύναμή σου θὰ εἶναι ἰσχυρὴ πάνω στοὺς ἐχθρούς σου. Οἱ ἀπόγονοι τοῦ πατέρα σου θὰ σὲ προσκυνήσουν. Εἶσαι σκύμνος λέοντα (νεαρὸ λιοντάρι), Ἰούδα. Ἀπὸ βλαστὸ φύτρωσες, γιέ μου. Ξάπλωσες καὶ κοιμήθηκες ὅπως κοιμᾶται ὁ λέοντας καὶ ὁ σκύμνος. Ποιὸς τολμάει νὰ τὸν πλησιάσει γιὰ νὰ τὸν ξυπνήσει; Δὲν θὰ λείψει ἄρχοντας ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα καὶ ἀρχηγὸς ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους του, ὥσπου νὰ ἔλθει ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο ἀπόκεινται (ὅλες) οἱ ἐξουσίες καὶ αὐτὸς θὰ εἶναι ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν» (Γεν. 449, 1-10).     
Μὲ τὰ λόγια του αὐτὰ ὁ Ἰακὼβ προφητεύει ὁλοκάθαρα τὴν προέλευση τοῦ Μεσσία ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα. Κλάδοι τοῦ γενεαλογικοῦ του δένδρου ἦταν οἱ κατὰ σάρκα πρόγονοι τοῦ Χριστοῦ, μὲ ἐξέχοντα τὸν ἐκλεκτὸ τοῦ Θεοῦ βασιλιὰ Δαυΐδ. Ἔτσι λοιπὸν «ἄρχων καὶ ἡγούμενος» δὲν ἔλειψαν ποτὲ ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα, μέχρις ὅτου ἦλθε ὁ Χριστός, γιὰ τὸν ὁποῖο μιλοῦσαν ὅλες οἱ προφητεῖες καὶ ὁ ὁποῖος ἦταν ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ προσδοκία ὅλων τῶν ἐθνῶν.

Μόνο κατὰ τὸν καιρὸ «τῆς ἐπὶ γῆς παρουσίας» του, ὅταν ἦλθε πλέον νὰ γεννηθεῖ ὡς «Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης, πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» ὁ Χριστὸς (Ἡσ. 9,6), ἔλειψαν ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους οἱ ἄρχοντες καὶ βασίλευσε τότε ὁ Ἡρώδης, Ἰδουμαῖος τὴν καταγωγὴ καὶ ὄχι Ἰουδαῖος, ἀπὸ τὴν Ἀσκάλωνα τῆς Παλαιστίνης.
Στὴν ἐκπλήρωση τῆς προφητείας τοῦ Ἰακὼβ ἀναφέρεται τὸ α΄ τροπάριο τῆς δ΄ ᾡδῆς τοῦ α΄ κανόνα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ («Ὃν πάλαι προεῖπεν Ἰακὼβ ἐθνῶν ἀπεκδοχήν, Χριστέ, φυλῆς Ἰούδα ἐξανέτειλας…»): Ἐξανέτειλες, Χριστέ, ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα, σὺ γιὰ τὸν ὁποῖο προφήτευσε τὸν παλαιὸ καιρὸ ὁ Ἰακώβ, ὅτι πρόκειται νὰ γίνεις ἡ «ἀπεκδοχή», ἡ ἐλπίδα δηλαδὴ καὶ προσδοκία ὅλων τῶν εἰδωλολατρικῶν ἐθνῶν.
Ὁ Ἰούδας ἀξιώθηκε, μετὰ τὸν πατέρα του Ἰακώβ, νὰ γίνει ἡ ρίζα ἀπ’ τὴν ὁποία ἀνέτειλε σὰν ἄνθος ὁ Χριστός. Δὲν ἔλαβαν ὅλοι οἱ γιοὶ τοῦ Ἰακὼβ τὴν ἴδια εὐλογία. Δὲν εἶχαν ἐπιδείξει ὅλοι ἀνεπίληπτη συμπεριφορά. Μερικοὶ (Ρουβήν, Συμεών, Λευῒ) εἶχαν περιπέσει σὲ βαριὰ ἁμαρτήματα. Ὁ Δὰν παρομοιάζεται μὲ φίδι πού, κρυμμένο στὸ δρόμο, παραμονεύει τὸν διερχόμενο καβαλλάρη.
Ὁ καθένας λοιπὸν λαμβάνει κατὰ τὴν ἀξία του. Ὁ Ἰακώβ, ὁ Ἰούδας, ὁ Δαυῒδ καὶ ἄλλοι ἀξιώθηκαν νὰ γίνουν λαμπεροὶ κρίκοι στὴν ἁλυσίδα τῶν προπατόρων τοῦ Χριστοῦ. Πάνω ἀπ’ ὅλους βέβαια στέκει ἡ πανάχραντη μητέρα του, ἡ Παναγία, ποὺ μὲ τὴν ἀξία της ξεπέρασε κάθε ἄλλο δημιούργημα.

Καὶ ὅμως ὁ Χριστὸς δὲν ἀδικεῖ κανένα. Μᾶς κάλεσε νὰ γίνουμε ὅλοι κατὰ σάρκα συγγενεῖς του: πραγματικὰ ἀδέλφια καὶ μητέρα του. Ἂν ἐφαρμόσουμε τὸ θέλημά του (Ματθ. 12, 50). Τί μᾶς ἐμποδίζει λοιπὸν ν’ ἀρχίσουμε κι ἐμεῖς τὴ μυστικὴ κυοφορία τοῦ Χριστοῦ, νὰ τὸν ἀφήσουμε νὰ (δια)μορφωθεῖ (Γαλ. 4, 19), νὰ γεννηθεῖ, νὰ ζεῖ γιὰ πάντα μέσα μας;

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2016

Ο ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΜΑΓΟΣ (ΤΑΙΝΙΑ)



Ο ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΜΑΓΟΣ















Σύμφωνα με την χριστιανική παράδοση ο Αρτάβαν ή Αρτάβανος ήταν ο τέταρτος Μάγος στη Γέννηση του Χριστού.
Ο Αρτάβαν καταγόταν από τα Εκβάτανα της Περσίας και ήταν φίλος των τριών άλλων Μάγων, του Μελχιώρ, του Γάσπαρ και του Βαλτάσαρ, που προσκύνησαν τον Χριστό στη Βηθλεέμ. Και αυτός ήταν μάγος - αστρονόμος της εποχής εκείνης που είχε δει και αυτός το άστρο της Βηθλεέμ, σημείο γέννησης βασιλέως. Έτσι μετέβη προς συνάντηση των φίλων του που κατοικούσαν στη Βορσίπη της Βαβυλώνας προκειμένου να οδοιπορήσουν μαζί προς το σημείο που το άστρο θα φαινόταν καλλίτερα όπου και θα συνέβαινε η γέννηση του νέου Βασιλιά. Καθοδόν όμως συνάντησε έναν εμπύρετο εβραίο στην έρημο που βοηθώντας τον αργοπόρησε, και όταν έφθασε στη Βορσίπη οι φίλοι του Μάγοι είχαν ήδη φύγει. Ακολούθησε και αυτός τον ίδιο δρόμο αλλά δεν τους πρόλαβε. Τελικά έφθασε στη Βηθλεέμ τότε που ο Ηρώδης έσφαζε τα νήπια. Ο Αρτάβαν επεμβαίνοντας και δωροδοκώντας ένα στρατιώτη μ΄ ένα ρουμπίνι, απ΄ αυτά που έφερνε ως δώρα στο Θείο βρέφος απελευθέρωσε ένα νήπιο που ήταν ο Ιωάννης ο Πρόδρομος.
Στη συνέχεια ο Αρτάβαν πήγε στην Αίγυπτο και παρέμεινε εκεί 33 χρόνια, θεραπεύοντας ασθενείς δωρεάν, απελευθερώνοντας δέσμιους και συναναστρεφόμενος με ταπεινούς. Υπερήλικας πλέον με μακριά άσπρη γενειάδα επιστρέφει στην Ιερουσαλήμ όπου και έτυχε την ημέρα που σταυρωνόταν ο Χριστός. Τη στιγμή που ζητούσε να μάθει για τον σταυρωθέντα Βασιλέα των Ιουδαίων έγινε ο μεγάλος σεισμός κατά τον οποίο μία πέτρα από το καταπέτασμα του Ναού πέφτοντας τον κτύπησε στο κεφάλι και έπεσε αναίσθητος. Όταν μετά από κάποιο χρόνο συνήλθε άκουσε μια γλυκιά φωνή που του έλεγε:
"Αμήν, αμήν λέγω σοι, ό,τι εποίησας εις ένα των αδελφών μου των ελαχίστων, εις εμέ εποίησας".
Τότε ο Αρτάβαν άνοιξε τους οφθαλμούς του και είδε για μια στιγμή τον Ιησού μέσα σε εκθαμβωτικό φως. Τότε ευτυχισμένος ότι είδε έστω και στο τέλος τον αναμενόμενο Βασιλέα ξεψύχησε.

ΠΩΣ ΠΕΘΑΝΕ Ο ΗΡΩΔΗΣ ΠΟΥ ΦΟΝΕΥΣΕ ΤΑ ΝΗΠΙΑ!

ΕΥΣΕΒΙΟΥ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδόσεις ΕΠΕ τόμος 1, σελ. 131-135,
 
«Περί της επιβουλής του Ηρώδη κατά των παιδιών και περί του τέλους της ζωής του».

Αξίζει όμως εν προκειμένω να παρατηρήσει κανείς και την τιμωρία της τόλμης του Ηρώδη κατά του Χριστού και των συνομηλίκων του, πόσο γρήγορα, χωρίς την παραμικρή αναβολή, η θεία δίκη τον έδιωξε ζωντανό ακόμη, καταδεικνύοντας τα προοίμια εκείνων τα οποία τον ανέμεναν μετά την από εδώ μετάστασή του.
Πόσο αμαύρωσε  αυτός την υποτιθέμενη ευτυχία της βασιλείας του με τις αλλεπάλληλες οικογενειακές του συμφορές, τους φόνους της γυναίκας, των τέκνων  και των άλλων, των στενότερων συγγενών και καλύτερων φίλων, δεν είναι δυνατόν ούτε περιληπτικά να εκθέσουμε τώρα. Η περί τούτων υπόθεση, όπως την διαπραγματεύεται εκτενώς στα ιστορικά του συγγράματα ο Ιώσηπος, επισκιάζει όλη την τραγική δραματουργία.
Δεν είναι όμως άσχημο να ακούσουμε τις φωνές του συγγραφέα περί του πώς αμέσως με την επιβουλή κατά του Σωτήρος μας και των άλλων νηπίων, τον κατέλαβε θεόσταλτη μάστιγα και τον οδήγησε σε θάνατο. Αυτός στο δέκατο έβδομο βιβλίο της Ιουδαϊκής Αρχαιολογίας περιγράφει το τέλος του βίου του με τον εξής τρόπο κατά λέξη.
«Για τον Ηρώδη η νόσος γινόταν πολύ πικρότερη, καθώς ο Θεός επέβαλε τιμωρία για τις παρανομίες του. Πράγματι υπήρχε σ’αυτόν μαλακό πύρωμα, το οποίο σ’ αυτούς που τον πλησίαζαν δεν έδειχνε τόση φλόγωση όση κάκωση προσέθετε εσωτερικά. Είχε δε δεινή επιθυμία να φάει κάτι, και ήταν αδύνατον να μην εξυπηρετηθεί, έλκωση, δεινοί πόνοι των εντέρων και μάλιστα του κόλου, υγρό και διαυγές φλέγμα στα πόδια. Παραπλήσια δε κάκωση υπήρχε στο υπογάστριο, και μάλιστα σήψη του αιδοίου, δημιουργώντας σκουλήκια, ορθόπνοια, και αυτή πολύ αηδιαστική λόγω της δυσάρεστης οσμής και της πυκνής αναπνοής. Συνταρασσόταν δε σε όλα τα μέλη με ανυπόφορη δριμύτητα.
Λεγόταν λοιπόν από τους μάντεις και όσους γνωρίζουν να προλέγουν σχετικά, ότι αυτή την ποινή εισπράττει ο Θεός από τον εξόχως δυσσεβή βασιλέα». Αυτά λέει στη δηλωθείσα γραφή ο προαναφερθείς συγγραφέας.
Και στο δεύτερο δε βιβλίο των Ιστοριών παραδίδει (ο Ιώσηπος) περί αυτού παραπλήσια, γράφοντας ως εξής.
«Έπειτα η νόσος αφού κατέλαβε όλο το σώμα του, διαμοίραζε σ’ αυτό ποικίλα πάθη. Πράγματι υπήρχε αρκετός πυρετός, αφόρητος κνησμός σε όλη την επιφάνεια, συνεχείς πόνοι του κόλου, πρήξιμο στα πόδια υδρωπικού χαρακτήρα, φλεγμονή του υπογαστρίου, σήψη στο αιδοίο που δημιουργούσε σκουλήκια, ορθόπνοια και δύσπνοια, σπασμοί όλων των μελών, ώστε οι μάντεις να λέγουν ότι τα νοσήματα ήταν ποινή.
Αυτός όμως, αν και πάλευε με τόσα πάθη, παρέμενε στη ζωή, ήλπιζε σε σωτηρία και εφεύρισκε θεραπείες. Περνώντας λοιπόν από τον Ιορδάνη χρησιμοποίησε τα θερμόλουτρα της Καλλιρόης, τα οποία εκβάλλουν στην Ασφαλτίτη λίμνη, λόγω δε της γλυκύτητας είναι και πόσιμα. Εδώ αυτός, καθώς οι γιατροί αποφάσισαν να περιθάλψουν όλο το σώμα με θερμό έλαιο και το ξάπλωσαν σε λεκάνη γεμάτη έλαιο, λιποθύμησε και ανέστρεψε τους οφθαλμούς σαν νεκρός.
Επειδή  οι υπηρέτες θορύβησαν, αναστέναξε για τη συμφορά, και απογοητευμένος στο εξής για τη σωτηρία, διέταξε να διανείμουν στους στρατιώτες από πενήντα δραχμές και πολλά χρήματα στους διοικητές και τους φίλους. Αυτός επέστρεψε και έφθασε στην Ιεριχώ, με μελαγχολία και σχεδόν απειλώντας τον εαυτό του με θάνατο.
Προέβη μάλιστα στο σχεδιασμό μιας αθέμιτης πράξης. Αφού συγκέντρωσε τους επίσημους άνδρες από κάθε κώμη όλης της Ιουδαίας, διέταξε να τους κλείσουν στον καλούμενο ιππόδρομο, και αφού προσκάλεσε την αδελφή του Σαλώμη και τον άνδρα της Αλεξά, είπε «γνωρίζω ότι οι Ιουδαίοι θα γιορτάσουν το θάνατό μου· μπορώ όμως να πενθηθώ με άλλα μέσα και να λάβω λαμπρό επιτάφιο, αν θελήσετε να εκτελέσετε τις εντολές μου. Μόλις εκπνεύσω, φονεύστε τάχιστα αυτούς τους φρουρούμενους άνδρες, αφού τους περικυκλώσετε με τους στρατιώτες, έτσι ώστε όλη η Ιουδαία και κάθε οίκος να δακρύσει για μένα, έστω και ακούσια».
Και με λίγα λόγια  λέει. «Κατόπιν δε [επειδή βασανιζόταν από έλλειψη τροφής και σπασμωδικό βήχα] νικημένος από τους πόνους, επιχείρησε να προφθάσει την ειμαρμένη.
Αφού πήρε ένα μήλο, ζήτησε και μαχαίρι γιατί συνήθιζε να τρώει κόβοντας σε τεμάχια. Έπειτα, αφού κοίταξε τριγύρω, μήπως υπάρχει κάποιος ο οποίος θα τον εμπόδιζε, σήκωσε το δεξί του χέρι για να αυτοτραυματιστεί».
Πέραν δε τούτων ο ίδιος συγγραφέας ιστορεί ότι αυτός πριν το θάνατό του φόνευσε με εντολή του και άλλον γνήσιο γιό, τρίτο μετά τους δύο φονευθέντες προηγουμένως, και αμέσως έπειτα παρέδωσε τη ζωή του με φοβερούς πόνους.

Τέτοιο ήταν λοιπόν το τέρμα της ζωής του Ηρώδη που υπέστη δίκαια ποινή  για τα παιδιά τα οποία φόνευσε στη Βηθλεέμ από επιβουλή κατά του Σωτήρα μας.