Κάνοντας ένα τελικό σχόλιο στην ομιλία τού π. I.
Μάγιεντορφ, μέ θέμα: «Ο Χριστός σωτήρας σήμερα», πού έγινε στις 15 Νοεμβρίου
1984 στον I. Ναό Αγ. Νικολάου
Χαλανδρίου, ο αείμνηστος καθηγητής Νικόλαος Νησιώτης είχε αναφέρει τό έξης περιστατικό:
«Ήμουνα έξω από τό Σάν Φραντσίσκο μέ τόν π. Μύλλερ, τόν
πολύ γνωστό καθολικό θεολόγο, μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο πού οδηγούσε ένας άλλος
καθολικός ιερέας. Πηγαίναμε σ’ ένα συνέδριο καί πέρασε δίπλα μας ένα φορτηγό
γεμάτο νέους. “Ένας από αυτούς είδε τούς κληρικούς, καθώς τά
αυτοκίνητα σταμάτησαν δίπλα – δίπλα στόν κόκκινο σηματοδότη. Φώναξε από τό
φορτηγό: «Πάτερ, σού δίνω ένα μήλο- εσύ τί έχεις νά μού δώσεις…;» Βρεθήκαμε
σέ άμηχανία. Ήταν τραγικές στιγμές. “Όλος ο αγώνας μας σκέπτομαι ότι είναι
πώς εμείς οι Χριστιανοί θα μπορέσουμε να ζήσουμε αληθινά το Χριστό ως Σωτήρα
και να τον προσφέρουμε ως Σωτήρα στο σημερινό κόσμο, πού, έστω και ζαλισμένος
σάν κι αυτά τά παιδιά, πάντως μας Τον ζητάει»[1].
Είναι παραπάνω από βέβαιο πώς οι αναζητήσεις, οι πόνοι, οι αγωνίες κάθε γενιάς είναι πηγαίες, και γι’ αυτό το λόγο κι αληθινές. Η δίψα για Ζωή είναι η αφετηρία όλων των επαναστατημένων νεανικών ομάδων. Ποιά είναι όμως η στάση μας ως ’Ορθοδόξων έναντι τους; Μήπως φοβόμαστε να τις προσεγγίσουμε, με αποτέλεσμα να τις παρατηρούμε από μακρυά αμήχανοι στην καλύτερη περίπτωση, και στη χειρότερη να τις απορρίπτουμε με ύφος επαγγελματία ιεροεξεταστή;
Το παρόν κείμενο, ακολουθώντας μια άλλη κατεύθυνση, σκοπό έχει την προσέγγιση από ορθόδοξη πλευρά ενός από τα πλέον ακραία κινήματα πού εμφανίστηκαν την τελευταία δεκαετία, τού κινήματος των Punks, που μας πρότεινε σαν «μήλο» την κραυγή του εναντίον τής «κοινωνίας τού θανάτου», στην οποία ζούμε. Τώρα όμως, εμείς έχουμε σειρά να προτείνουμε και να προσφέρουμε το δικό μας «μήλο». Δε χωράει αντίρρηση ότι η εκκλησία έχει να δώσει πάρα πολλά, αρκεί να καταλάβουμε, όπως λέει ο Γάλλος ορθόδοξος διανοητής, ’Ολιβιέ Κλεμάν, ότι «ή Εκκλησία δεν είναι λέσχη για οργανωμένα μεταθανάτια ταξίδια πρώτης θέσεως. ‘Η εκκλησία υπάρχει ώς δύναμη ζωής γιά τη σωτηρία τού κόσμου»[2].
Έτσι λοιπόν θα προσπαθήσουμε να πλησιάσουμε, χωρίς να είναι και τόσο εύκολο, την ομάδα των επαναστατημένων αυτών νέων, διότι «το μέλλον του Χριστιανισμού βρίσκεται ίσως με το μέρος των επαναστατημένων έφηβων, φθάνει να μπορούσαμε να τούς δείξουμε μέσα στη χαρά της γιορτής και της αγιότητας… την ανάσταση της καθολικής ζωής, το μεγάλο παιχνίδι της ελευθερίας»[3].
Πριν προχωρήσουμε σε ο,τιδήποτε άλλο, είναι αναγκαία μια αναφορά στην ιστορική παρουσία τού υπό εξέταση κινήματος, ή οποία και θα μας βοηθήσει να αντιληφθούμε τις αφετηρίες αυτής της έκρηξης, τη σύντομη ζωή της και την κατάληξη πού είχε.
Πρέπει ακόμα να ξεκαθαρίσουμε ότι οι δυσκολίες που υπάρχουν για να εξετάσουμε το κίνημα αυτό, είναι κυρίως δύο: α) πρόκειται για κίνημα όχι ιδεολογικά συγκροτημένο, και β) λόγω τού εξεγερσιακού του χαρακτήρα, φυσικό ήταν μετά την αρχική έκρηξη να δημιουργηθεί μια ιδεολογική σύγχυση στο χώρο αυτό μέχρι τού σημείου να εμφανιστούν αναρχοφασιστικές τάσεις.
“Όπως γίνεται αντιληπτό, ή εξέταση όλων τών μετέπειτα εκφράσεων αυτού τού κινήματος είναι αδύνατη, λόγω αντικειμενικών δυσκολιών. Εμείς θά βασιστούμε στούς κύριους εκφραστές του καί θ’ αποπειραθούμε νά πλησιάσουμε τόν προβληματισμό του όπως παρουσιάστηκε τότε πού τό Punk δέν ήταν μόδα, αλλά κραυγή μουσική, πολιτική, κοινωνική, προσωπική, κραυγή ζωής. Θά μπορούσαμε νά πούμε πώς συνοψιζόταν στό σύνθημα εκείνο του Γαλλικού Μάη: «Αρνούμαστε έναν κόσμο όπου ή βεβαιότητα ότι δε θά πεθάνουμε από την πείνα, ανταλλάσσεται με τόν κίνδυνο νά σβήσουμε από ανία».
Ανοίγοντας τό βιβλίο: «Τό βιβλίο Punk», βλέπουμε πώς ανάμεσα στ’ άλλα ή σημασία της λέξεως Punk στην ελληνική γλώσσα είναι: 1) κάποιος η κάτι χωρίς αξία, 2) ανοησία, βλακεία, 3) νεαρός κακοποιός, ανήλικος εγκληματίας, κ.λ.π. [4]
Τη λέξη αυτή διάλεξαν οι ίδιοι, γιατί αυτή, σέ συνδυασμό μέ τήν ακαλαίσθητη, σύμφωνα μέ τίς αντικειμενικές συνθήκες, εξωτερική τους εμφάνιση, δημιουργούσε μιά άσχημη εικόνα στόν «έξω κόσμο», πού τούς έκανε αντιπαθητικούς. “Όμως στήν πραγματικότητα ή μουσική τους κι ή εμφάνισή τους δέν ήταν άσχημη από μόνη της, αλλά ήταν ο αντικατοπτρισμός τής κοινωνίας πού ζούσαν.
Οι Punks άρχισαν νά κυκλοφορούν στούς δρόμους τού Λονδίνου καί τών βρεττανικών μεγαλουπόλεων γύρω στά 1976 μέ πρωτοπόρους στό είδος τής μουσικής αυτής, τούς «Sex Pistols». Δέν περνάνε λίγοι μήνες κι εμφανίζονται εκατοντάδες νέα συγκροτήματα. ‘Ο αστικός κόσμος τής ’Αγγλίας αναστατώνεται. Τό αποκορύφωμα ήταν ή κυκλοφορία τού τραγουδιού «God save the Queen» ανήμερα τού εορτασμού τού Ιωβηλαίου. Τό τραγούδι αυτό υπήρξε ο ύμνος τών Punks κι ήταν υβριστικό γιά τη βασίλισσα.
’Εν τώ μεταξύ εμφανίζονται Punks σέ όλες τίς «ανεπτυγμένες» καί «πολιτισμένες» χώρες σέ ’Ανατολή καί Δύση. Στην ’Αμερική λιγότερο πολιτικοποιημένοι καί στήν Ευρώπη (Δυτική καί κυρίως ’Ανατολική) υπερβολικά. Στή Μ. Βρεττανία απαγορεύονται οι συναυλίες κι οι συγκεντρώσεις τους, ενώ στήν Ουγγαρία καί τήν ’Ανατολική Γερμανία έκτος άπό τά προηγούμενα γίνονται μαζικές συλλήψεις μέ μόνο κριτήριο τήν εξωτερική τους εμφάνιση.
Τό Punk δέν είναι μόνο μουσική, είναι μιά γροθιά στό κατεστημένο, πολιτικό, κοινωνικό, θρησκευτικό καί καλλιτεχνικό. Οι Punks, μέ κύριους εκφραστές του, τούς «Sex Pistols», όπως προαναφέραμε, ήθελαν «νά εξοργίσουν τό κοινό δείχνοντάς του τήν αηδία πού αισθάνονται γιά τήν ψευτοζωή», ενώ παράλληλα ήθελαν «νά προσφέρουν μιά εναλλακτική λύση στήν απάθεια», όπως έλεγε ο αρχηγός τους, J. Rotten [5].
Δέν άντεχαν νά βλέπουν τούς νέους πού άφηναν τήν κουλτούρα τών ναρκωτικών νά τούς καταπιεί, δέν άντεχαν νά βλέπουν κοινωνίες ολόκληρες νά βιώνουν τό θάνατο. Τό «London’s burning» τών «Clash» τά λέει όλα:
«…Τό Λονδίνο καίγεται, από βαριεστημάρα,
τό Λονδίνο καίγεται, κάλεσε τό 999…
Μαύρε ή άσπρε… αντίκρυσε τή νέα θρησκεία,
όλοι πνίγονται σέ μιά θάλασσα τηλεόρασης…»
Περνώντας τά χρόνια, τό Punk άρχισε νά έμφανίζει σημεία παρακμής. Έγινε μόδα , ξέχασε τά αρχικά μηνύματά του, οι Punks ενσωματώθηκαν στό κατεστημένο εκτός ελαχίστων έξαιρέσεων, κι από τό στόμα του παλαιού αρχηγού των «Sex Pistols» θ’ ακουστεί τό θλιβερό: «Είμαστε όλοι οριστικά πουλημένοι», μόλις τρία χρόνια μετά την πρώτη εμφάνισή του.
Σέ μιά συνέντευξη ενός ανατολικογερμανού Punk, πού δημοσιεύτηκε σ’ ελληνική μετάφραση πρίν λίγα χρόνια, κι αποτελεί προσωπική μαρτυρία άκρως ενδιαφέρουσα, μεταξύ τών άλλων, αναφέρονται καί τά εξής:
« …Ήθελα νά ξεφύγω από τήν ομοιόμορφη μάζα, νά ξεχωρίσω λιγάκι. Αυτά ήταν τά πρώτα μου κίνητρα. Μετά ήρθε τό σπίτι τών γονιών μου. ‘Ο μικροαστισμός τους μου έφερνε αηδία. Μ’ ενοχλεί όλο αυτό τό θέατρο, αυτό τό προσωπείο, πού κανείς δέν κάνει αυτό πού θέλει. Έγώ προσπάθησα απλά νά σπάσω τά όρια. Τέλειωσα τό βασικό σχολείο καί μετά άρχισα τήν επαγγελματική μου εκπαίδευση. Τότε κατάλαβα πώς όλες αυτές οι ανοησίες μου κάθονταν στό στομάχι. Αυτή ή διαπαιδαγώγηση πού σέ κάνει μηχανή: νά σηκωθείς τό πρωί, νά δουλέψεις, νά έρθεις στό σπίτι τό απόγευμα, αν μπορείς νά ξεσπάσεις στή γυναίκα σου, νά πιεις τη μπύρα, νά δεις τηλεόραση καί μετά νά πας γιά ύπνο. “Όλα αυτά μου φέρνουν αηδία…
Μερικοί νομίζουν ότι επειδή αυτό τό κράτος δέ μ’ αρέσει, θέλω νά πάω στή Δύση. ’Αλλά νομίζω πώς κι εκεί τά ίδια γίνονται. ‘Υπάρχει κι εκεί ένα κράτος πάντα, μιά εξουσία πού θέλει νά διατηρηθεί, καί παλεύει γι’ αυτό με όλες τίς δυνάμεις της. “Όμως εγώ ήθελα νά βγώ έξω από όλα αυτά. Δέν ήθελα νά ενσωματωθώ. “Ήθελα απλά νά είμαι τό άλλο μου εγώ…
Κι όλη ή κρατική παρέμβαση στη ζωή της νεολαίας «μού τη δίνει». Τίποτα δέν υπάρχει. Είναι τόσο πληκτικά! Κι όταν σκέπτομαι τίς ντισκοτέκ μας! ‘Ο κόσμος πηγαίνει εκεί μέ μιά σκέψη: νά μεθύσει καί νά κάνει καμάκι. Καί νάχεις καί πολλά λεφτά ν’ αγοράζεις! ’Αηδία! ’Εγώ ήθελα νά κάνω κάτι άλλο…»[6]
“Άνετα θά μπορούσαμε νά πούμε πώς τό απόσπασμα αυτής της συνέντευξης είναι περιεκτικότατο ως πρός δύο πράγματα: α) στό πρώτο μέρος του παρουσιάζεται ανάγλυφα όλος ο προβληματισμός, ολόκληρο τό σκεπτικό τών Punks, καί β) στό τέλος τού αποσπάσματος εκφράζεται καθαρά πλέον ή επιθυμία γιά κάτι τό «καινό».
‘Ο νεαρός αυτός, κλασσική περίπτωση συνειδητοποιημένου Punk, αρνείται κάθε τι τό ψεύτικο κι αλλοτριωτικό, τήν κρατική εξουσία, τήν καθοδηγούμενη ψυχαγωγία της νεολαίας, τίς εμπορευματοποιημένες ερωτικές σχέσεις, τή συμβατική οικογενειακή ζωή, τήν τεχνοκρατική παιδεία.
Τήν ίδια άκριβώς προβληματική συναντάμε καί στούς Punks άλλων χωρών καί κυρίως της Μ. Βρεττανίας. Μιά χώρα μέ άλλο κοινωνικοπολιτικό σύστημα, όπου στή «γελοιογραφική αλλοίωση της αρχικής εικόνας τού Θεού»[7] πού δίνεται, Τόν βρίσκουμε ταυτισμένο με τη βασίλισσα.Ή βασίλισσα, μιά όμορφη βιτρίνα μιας κοινωνίας θανάτου ουσιαστικά, πού εξωτερικά «δουλεύει ρολόι», κάνει τούς Punks νά ζητάνε την αναρχία ενάντια στην αναρχούμενη αστική κοινωνία. Στρέφονται ενάντια στό «Θεό» τόν ταυτισμένο μέ τη βασίλισσα καί τό φασιστικό καθεστώς. Οι «Sex Pistols» θά τραγουδήσουν:
«…είμαι αντίχριστος, είμαι αναρχικός…
θέλω νά καταστρέφω
όσους περνάνε δίπλα μου…,
καί τό όνειρό σας μιά σκηνή
σ’ ένα σουπερμάρκετ…».
Όχι, τό σουπερμάρκετ κι όσα συμβολίζονται μέ αυτή τη λέξη δέν είναι άρκετά γιά τίποτα περισσότερο άπό σύμβολα της ανίας.
«’Η συνηθισμένη ζωή είναι τόσο βαρετή, πού της ξεφεύγω όσο πιό πολύ μπορώ»[8].
‘Η ανία, πού είναι κάτι πού συναντάμε σέ όλες τίς γενιές τών καταναλωτικών κοινωνιών, υπήρξε τό «κόκκινο πανί» γιά όλους τούς αμφισβητίες καί τούς επαναστατημένους νέους τών τελευταίων δεκαετιών. «’Η ανία εξαπλώνεται, ή ανία είναι αντιεπαναστατική», έγραφαν οι τοίχοι τού Παρισιού στά 1968.
Καί τό ερώτημα είναι: «πώς νά μη νοιώσει βαρετά ο νέος όταν ή παιδεία δέν τού προσφέρει τίποτε άλλο από τό όνειρο μιάς θέσης κάπου στήν κρατική μηχανή»;
«…Ποτέ δεν άφησα κάποιον νά μου πει πώς δεν άξιζα τίποτα. Οι δάσκαλοι μας τό έλεγαν αυτό. ‘Η καλύτερη καί πιό ευϋπόληπτη δουλειά γι’ αυτούς ήταν υπάλληλος τραπέζης. Πάντοτε υπάλληλος τραπέζης. Κι εγώ σηκώθηκα καί τούς είπα: «… δέ γουστάρω νά γίνω κάτι τέτοιο». Κι έπειτα άρχιζα νά βρίζω τούς δασκάλους γιατί δέ μπορούσα ν’ ανεχτώ τίς προσβολές τους. Αυτό πού κάνανε σέ μένα καί στά υπόλοιπα παιδιά ήταν έγκληματικό. Μά δέ φταίγανε αυτοί. ‘Υπήρχε πάντα κάποιος παραπάνω άπ’ αυτούς, πού τούς έκανε νά φέρονται ετσι…»[9]
Πώς νά σέ συγκινήσει όταν είσαι νέος, μιά «ευκαιρία γιά καριέρα άπ’ αυτές πού δέν τίς κλωτσάς ποτέ; Κάθε δουλειά πού σού προσφέρουν είναι γιά νά σέ κρατάνε χαμηλά. Μου προσφέρανε μιά θέση σέ γραφείο, μου προσφέρανε δουλειά σ’ ένα κατάστημα. Είπαν ότι καλύτερα νά πάρω ό,τι μου δίνανε…»[10]
Στόν πρώτο δίσκο τους οι «Clash» τραγουδούσαν:
«Θέλεις νά φτιάχνεις τσάι γιά τό BBC;
Θές στ’ αλήθεια νά γίνεις μπάτσος;…».
Οι Punks θ’ αρνηθούν κάθε μορφή μηχανοποίησης της ζωής, κι η εργασία, όταν δέν είναι δημιουργία, είναι σίγουρο ότι κινείται πρός αυτήν την κατεύθυνση. ’Απευθυνόμενοι στούς εργαζομένους πού είναι θύματα της «επιβίωσης», τραγουδούσαν:
«Φάε την καρδιά σου σ’ ένα
πιάτο πλαστικό
άν δέν κάνεις ό,τι θές νά σβήσεις. ’Εγώ δέ δουλεύω άπό τίς πέντε ως τίς εννέα
γιά νά τη βρίσκω πού είμαι ζωντανός».
“Αν ρίξουμε μιά προσεκτική ματιά στίς παιδικές εμπειρίες τών Punks, θά φανεί ξεκάθαρα πώς ή έκρηξη αυτών τών νέων δέν ήταν κάτι επιφανειακό, αλλά κάτι πού κόχλαζε γιά χρόνια καί φυσικό ήταν κάποτε νά φθάσει σέ μιά τόσο άγρια έκφραση.
Τραυματικές εμπειρίες από την οικογένεια, τό σχολείο, καί κοντά σέ αυτά ή οικονομική πολλές φορές εξαθλίωση. Οι παρακάτω αναφορές είναι πειστικές:
«…Τό παρελθόν δέ μού φέρνει καμμιά ευχάριστη ανάμνηση… Τό σπίτι μου έμοιαζε μέ τετράγωνο κουτί… Πήγαινα σ’ ένα καθολικό σχολείο, πού ήταν άκόμα χειρότερο από τά άλλα… “Ήμασταν πεντακόσια άτομα σέ μιά τάξη, καί μιά δασκάλα πού δέ μπορούσε νά μας επιβληθεί…»[11]
«…Τό πιό χαρακτηριστικό πράγμα άπό τήν παιδική μου ήλικία ήταν τό μίσος μου γιά τούς δασκάλους… Δέ σού δίνουν τίποτα. Μονάχα παίρνουν άπό σένα συνέχεια. Θά σού παίρνανε καί τήν ψυχή άμα τούς δινότανε ή ευκαιρία. Μά δέν πήραν τη δικιά μου…»[12]
«…”Όταν ήμουν παιδί δέν είχαμε πού νά πάμε γιά νά παίξουμε. ‘Ο καλύτερος τρόπος γιά νά διασκεδάσουμε τότε ήταν νά πετάμε τούβλα σέ περαστικά αυτοκίνητα. Ήταν τό αγαπημένο μας παιχνίδι. Τό μόνο παιχνίδι πού μπορείς νά παίξεις σέ διαμερίσματα…»[13]
‘Η έκρηξη λοιπόν είχε τίς ρίζες της. Τά αδιέξοδα βιώνονταν από χρόνια. Κάπου θά οδηγούσαν όλες αυτές οι καταστάσεις. Σέ μιά κοινωνία όπου «δέν υπάρχει λόγος νά κλαις γιατί κανείς δέ θά σου απαντήσει…, είσαι μονάχος σου…» [14] καί πρέπει κάτι νά κάνεις οπωσδήποτε. Οι Punks είναι υπερήφανοι πού αντιδρούν, άσχετα αν κι οι ίδιοι έχουν ξεκαθαρίσει ότι δέν έχουν νά προτείνουν κάτι ολοκληρωμένο. Είναι τίμιοι μέ τόν έαυτό τους καί μέ τούς άλλους. Οι «Sex Pistols» τραγούδαγαν: «…Είμαστε όμορφοι καί άδειοι, τόσο όμορφοι κι άδειοι, καί δέ μας νοιάζει…»
’Αδιαφορούν γιά τόν κοινωνικό περίγυρο καί τίς απόψεις του γι’ αυτούς καί κτυπούν ό,τι είναι κατεστημένο. Θά φθάσουν νά έχουν ιδέες πού ίσως θά σοκάρουν τους πάντες. Έτσι γιά παράδειγμα, τό τραγούδι των «Sex Pistols», «Bodies», θά στραφεί έναντίον της κυριαρχούσας κοινωνικής αντιλήψεως των Άγγλων άστών γιά τη διακοπή κυήσεως. Τό τραγούδι μέσα στά άλλα λέει:
«…Σώμα, δέν είμαι ζώο
Κορμί, δέν είμαι αποβολή
Σπέρμα πού πετάγεται, ματωμένος
πολτός πού κοχλάζει
δέν είμαι άχρηστος, δέν είμαι
πρωτεΐνη γιά πέταμα, δέν
είμαι σπέρμα πού πετάγεται…»
Τελειώνοντας τήν παρουσίαση τών αντιλήψεων τών Punks, πρέπει νά κάνουμε μιά επισήμανση σχετικά με τη σχέση τους μέ την επίσημη εκκλησία. Τά πράγματα είναι πολύ απλά. Στίς δυτικές κοινωνίες όπου έχουμε παραμόρφωση κι εκφυλισμό της χριστιανικής πίστης, την προσαρμογή της σέ ανθρώπινα φευγαλέα συμφέροντα, βρίσκουμε τούς Punks σέ πλήρη σχεδόν αντίθεση έκ πρώτης τουλάχιστον όψεως. Στό «ανατολικό μπλοκ» τά πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Στίς πληροφορίες πού υπάρχουν, έχουμε στοιχεία πώς στήν ’Ανατολική Γερμανία, γιά παράδειγμα, οι Punks δέ δίσταζαν νά φορούν αυτοκόλλητα γιά τήν ειρήνη μέ βιβλικά μηνύματα. Στήν Πολωνία οι άνθρωποι πού συνδέονται μέ τήν Punk σκηνή ήταν στό πλευρό της καθολικής ’Αλληλεγγύης.
Αυτά τά τελευταία, πρέπει νά μάς οδηγήσουν σέ κάποιες σοβαρές σκέψεις στήν από ορθόδοξη σκοπιά, προσέγγισή μας στό κίνημα τών Punks.
Μπορούμε νά μείνουμε αδιάφοροι μπροστά στήν κραυγή τού νέου: «πότε επιτέλους, θά πιω νερό;»[15]
Μπορούμε νά διαφωνήσουμε γιά τη στάση τών Punks απέναντι στόν «κόσμο;»
Ό «κόσμος» πού άρνούνται οι Punks είναι «τό πνεύμα τών άστών»[16]. Στάθηκαν ένάντια σέ μιά κοινωνία πού σάν πρότυπό της έχει αυτόν πού βάζει τόν έαυτό του ψηλότερα από τούς άλλους. Ή Αγία Γραφή μάς λέει: «μή άγαπάτε τόν κόσμον μηδέ τά έν τώ κόσμω» (A’ Ιωαν. 2, 15).
Οι αντιρρήσεις μας λοιπόν στόν προβληματισμό αυτού του κινήματος δεν είναι εδώ, αλλά στό ότι, αν καί αρνούμενο έναν εγωκεντρικό κι ορθολογιστικό πολιτισμό, δεν έκανε τίποτε άλλο από τό νά προτείνει ένα δικό του «ατομικιστικό αναρχισμό». « Ο αυτόνομος αυτός αναρχισμός, σε αποδεσμεύει από ένα κατεστημένο μιας άλλης ποιότητας»[17].
‘Η ένταξη σέ οποιοδήποτε κατεστημένο οδηγεί αναμφισβήτητα στό θάνατο κι αυτό τό Punk δέ μπόρεσε νά τό αποφύγει, ίσως γιατί κάπου τό επιδίωξε. Βέβαια αυτή ή εναλλαγή κατεστημένων μπορεί νά κατανοηθεί αν πάρουμε ως κριτήριο τό πολιτισμικό πρότυπο τής δυτικής κοινωνίας καί δούμε τίς διαφορετικές θεολογικές καί πολιτισμικές αφετηρίες ’Ανατολής καί Δύσης. Έτσι ή Punk επανάσταση φαντάζει σήμερα σάν συμβιβασμός μέ τό σύστημα καί μένει πάντα ανοιχτή στήν κριτική, όσο λειτούργησε – καί λειτουργεί – ως συνεχής αρνητισμός περισσότερο καί λιγότερο ως δημιουργική πρόταση ζωής.
(Τό κείμενο αυτό γράφτηκε τα πρώτα μεταφοιτητικά χρόνια και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Έξοδος στην κοινωνία καί τή ζωή» 2/6 (1989), σ. 31 – 36)
Ανδρέας Αργυρόπουλος, Σχολικός Σύμβουλος Θεολόγων
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
π. ’Ιωάννη Μάγιεντορφ, ‘Ο Χριστός σωτήρας σήμερα (μετάφραση ’ Ιωάννη Λάππα), έκδ. Σύναξη, ’Αθήνα 1985, σ.70.
’Ολιβιέ Κλεμάν, ’Ορθοδοξία καί πολιτική (μετάφραση ’Ι. Λάππα – ’Ι.
Ζερβού), έκδ. Μήνυμα, ’Αθήνα 1985, σ.13.
Νέοι καί έλευθερία, ΦΩΝΗ ΚΥΡΙΟΥ, άρ.φ.38, Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου
1986, σ.151.
(’Ανωνύμως) Τό βιβλίο Punk , έκδ. Μπαρμπουνάκη, Θεσσαλονίκη (άχρ.),
σ.6.
Συνέντευξη μέ τόν Lydon J. Rotten, ΠΟΠ ΚΑΙ ΡΟΚ 16 (1979), σ.13.
Συνέντευξη μέ εναν Punk, ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ 2 (1982), σ.
29.
Όλιβιέ Κλεμάν, Ή Θεολογία μετά τόν θάνατο του Θεού, σειρά Σύνορο,
εκδ. ’Αθηνα, ’Αθήνα 1981, σ.41.
Hebding Dick, Ύποκουλτούρα, τό νόημα τού στύλ, εκδ. Γνώση, ’Αθήνα
1981, σ.41.
(’Ανωνύμως) Οί Σέξ Πίστολς καί τά τραγούδια τους, εκδ. Μπαρμπουνάκη,
Θεσσαλονίκη (άχρ.), σ.22.
(’Ανωνύμως) Τό βιβλίο Punk, εκδ. Μπαρμπουνάκη, Θεσσαλονίκη (άχρ.), σ.70.
(’Ανωνύμως) Οί Σέξ Πίστολς καί τά τραγούδια τους, εκδ. Μπαρμπουνάκη, Θεσσαλονίκη (άχρ.), σ.21.
οπ. παρ., σ.22.
οπ. παρ., σ.22.
(’Ανωνύμως) Τό βιβλίο Punk, εκδ. Μπαρμπουνάκη, Θεσσαλονίκη (άχρ.), σ.35.
’Από τό ποίημα άνατολικογερμανοΰ Punk πού δημοσιεύθηκε στην ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ 2 (1989):
«… Κάθομαι εδώ καί πίνω μπύρα,
πότε επιτέλους θά πιω νερό;
Σιγά – σιγά αρχίζω νά σαπίζω…»
16. Ν. Μπερδιάγεφ, Ή μοίρα της κουλτούρας, εκδ.’Αστρολάβος/ Ευθύνη, ’Αθήνα (άχρ.) σ.43.
17. Ιωάννη Κορναράκη, Αυτοσυνειδησία καί πατερικός «αυτόνομος άναρχισμός», εκδ.’Αφων Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1984, σ.32.
ΠΗΓΗ: ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ