ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.
Τετάρτη 4 Μαρτίου 2015
ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΣΥΝΟΔΟ ΤΟΥ 2016
Τρίτη 3 Μαρτίου 2015
ΝΑ ΤΟΝ ΔΟΥΝ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ
ΝΑ ΤΟΝ ΔΟΥΝ ΣΤΗ ΖΩΗ
ΜΑΣ
Το τρένο σταμάτησε στο
σταθμό. Ένα μικρό ανάπηρο αγόρι πουλούσε φρούτα στους επιβάτες. Ένας
ταξιδιώτης, στην προσπάθεια του να κατέβει γρήγορα από το τρένο, έπεσε πάνω στο
αγόρι, σκορπίζοντας τα φρούτα γύρω του. Βιαστικός καθώς ήταν
και βλέποντας ότι ο ζημιωμένος ήταν απλά ένα παιδί, ο άνθρωπος απομακρύνθηκε.
Σε λίγο κατέβηκαν οι άλλοι επιβάτες. Ανάμεσά τους κι ένας άντρας που είδε με
μιας την κατάσταση: τα σκορπισμένα φρούτα, το ανάπηρο παιδί, το βλέμμα το
γεμάτο απόγνωση. Αν και βιαστικός σταμάτησε και χωρίς κουβέντα άρχισε να
μαζεύει τα φρούτα και να τα σώζει από τους διαβάτες πριν τα ποδοπατήσουν. Αφού
τέλειωσε, έβγαλε από την τσέπη του ένα κέρμα και το έβαλε πάνω στο καλάθι.
Το παιδι τον κοίταξε μέσα από τα δάκρυά του. Κύριε είπε μήπως είστε ο Χριστός;
Όχι χαμογέλασε ο άνθρωπος. Είμαι απλά ένας ακόλουθός Του και προσπαθώ να κάνω
αυτό που Εκείνος θα έκανε αν ήταν εδώ. Μακάρι να μπορούν οι άνθρωποι στη ζωή
μας να βλέπουν τον Ιησού. Στο τρόπο μας, στη συμπεριφορά μας να αναγνωρίζουν τα
δικά Του χαρακτηριστικά.
Οι άνθρωποι γύρω μας έχουν ανάγκη να δουν τον Ιησού Χριστό. Μας
έδωσε οδηγό το Λόγο Του, την Αγία Γραφή. Μας δίνει το Άγιο
Πνεύμα στην καρδιά μας. Και έτσι κάθε στιγμή μπορούμε να Τον ρωτάμε και να
ξέρουμε πως να φερθούμε, ώστε να είμαστε άξια παιδιά Του.
Δευτέρα 2 Μαρτίου 2015
Ο ΨΑΛΤΗΣ ΜΑΣ, Ο "ΚΥΡΙΕ ΕΛΕΗΣΟΝ" (Ο ΔΙΚΑΙΟΣ ΧΩΡΙΚΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΚΑΡΛΙΚΟΒΑ)!
Κάπως έτσι περίπου θά ήταν καί ο μπαρμπα - Νικόλας ο ψάλτης, ο "Κύριε Ελέησον". Διηγείται ο πατηρ Στέφανος Αναγνωστόπουλος τον αγιασμένο βίο ενός λαϊκού που έζησε στη Δράμα...
"...Χριστιανοί μου, εργασία πνευματική με την ταυτόχρονη πρακτική εφαρμογή των Ευαγγελικών εντολών, μας δίδει η παρακάτω αληθινή ιστορία, του μπαρμπα Νικόλα του ψάλτου από την Καρλίκοβα της Δράμας.
Υπήρχε ένας χωρικός γύρω στο 1930, και ήταν και ψάλτης στο χωριό, αλλά ψάλτης πρακτικός. Αυτός λοιπόν πήγαινε κάθε πρωί στην εκκλησία και το βράδυ στον εσπερινό και βοηθούσε τον παπά.
Άφηνε όποια δουλειά είχε, είτε στα χωράφια, είτε οπουδήποτε αλλού και πήγαινε. Ήτο φιλόξενος, ελεήμων. Όποιος χωρικός αρρώσταινε πήγαινε αυτός σαν οργώσει το χωράφι του, να το σπείρει, να το θερίσει, να του μαζέψει τα ξύλα για το χειμώνα, άμα ήταν άρρωστος και δεν μπορούσε.
Εκείνα τα χρόνια εύκολα χήρευαν οι άνθρωποι, είτε από την γυναίκα, που πέθαινε πάνω στις γέννες, είτε από πρόωρες ασθένειες στους άνδρες. Παντού και πάντοτε ο μπαρμπα Νικόλας βοηθούσε. Όποιος έκτιζε μάνδρα ή σπίτι πήγαινε και τον βοηθούσε. Έτρεχε και στο μαραγκό και στο σιδερά για δωρεάν βοήθεια, - αυτούς που έκαναν τις ρόδες από τους αραμπάδες εκείνης της εποχής.
Ο καλός Σαμαρείτης λοιπόν σε όλους τους κατοίκους του χωριού. Και συνεχώς έψελνε. Ό,τι κι αν έκανε όλη την ημέρα έψελνε. Γλυκαινόταν δε πάρα πολύ όταν εκατοντάδες φορές έλεγε το «Κύριε ελέησον» σ’ όποιον ήχο νόμιζε ότι μπορούσε να το πει. Αλλά έλεγε το «Κύριε ελέησον». «Κύριε ελέησον», «Κύριε ελέησον».
Γι’ αυτό τον είχαν βαφτίσει οι χωρικοί ο «μπαρμπα Νικόλας ο Κύριε ελέησον». Τι καλά να μας δίναν και μας ένα τέτοιο όνομα !... Ήταν δε περίπου πενήντα ετών.
Ένα βράδυ λοιπόν, όπως έκανε ολονύκτια προσευχή, βλέπει ξαφνικά να ανοίγουν τα ουράνια, να κατεβαίνουν άγγελοι και να του βάζουν, ουράνιο στεφάνι στο κεφάλι. Ο άνθρωπος είχε γαλήνη, ειρήνη, και θεϊκή ακατάληπτη ευτυχία μέσα του. Αλλά είχε την απορία. Ποιος πάνω, τι ήταν αυτό, και ποιος είμαι εγώ; Και πως γίνεται αυτό; Άντε δε βαριέσαι, όνειρο ήταν, θα περάσει.
Φαίνεται αποκοιμήθηκα και το είδα έτσι. Την άλλη νύχτα κάνει πάλι προσευχή, πάλι το ίδιο θεϊκό όραμα. Την τρίτη ημέρα το ίδιο, την τετάρτη ημέρα το ίδιο, μα λέει, πρέπει να πάω να το πω στον παπα Μιχάλη.
Τρέχει λοιπόν του λέει παπά, το πρωί μετά την ακολουθία του όρθρου, το και το μου συμβαίνει.
-- Τι να σου πώ, του λέει. Ίσως είναι του Θεού, ίσως είναι και του διαβόλου. Ε, ξέχασέ το καλύτερα, κάνε τη δουλειά εσύ, πήγαινε στο σπίτι σου, τούπε καλά πράγματα, αλλά φεύγοντας όμως είπε μέσα του ο παπα Μιχάλης, βρέ και μπας και από το πολύ ψάλσιμο και το πολύ διάβασμα που κάνει ο μπαρμπα Νικόλας του σάλεψε το μυαλό και τον τρέλανε ο διάολος; Μάλλον δε θάναι καλά, ας ψέλνει, αλλά καλά δεν θάναι. Μπορεί νάναι καλός άνθρωπος, να τρέχει εδώ, να τρέχει από κει, αλλά φαίνεται τον πήρε τούμπα η τρέλα.
Δεν πέρασαν μερικές ημέρες και αρρωσταίνει ο «μπαρμπα Νικόλας ο Κύριε ελέησον». Το πρώτο πράγμα που ζήτησε ήταν να εξομολογηθεί στον παπα-Μιχάλη και να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων. Μέχρι την τελευταία του στιγμή, έδινε τις καλές του χριστιανικές και πατρικές συμβουλές, όλες γεμάτες από αγάπη και θεία ευλογία. Και προς τα παιδιά του και προς όλους εκείνους που τον επισκέπτονταν.
Σε λίγες μέρες πέθανε. Κι όταν πέθανε όλο το χωριό βρέθηκε στην κηδεία του, γιατί ήξεραν την καλοσύνη του και γιατί πληροφορήθηκαν τις κρυφές του ελεημοσύνες, και σχεδόν όλες του τις κρυφές προσφορές, αγρυπνίες, προσευχές, συνδρομές και τα λοιπά. Όλο το χωριό πήγε στην κηδεία του. Και τον έθαψαν με πολλή συγκίνηση μακαρίζοντας την αγία του ζωή, παρά τις επιφυλάξεις του παπα Μιχάλη.
Ύστερα από δύο ακριβώς χρόνια, πέθανε ο πατέρας του παπα Μιχάλη. Σε ηλικία ενενήντα δύο ετών. Ο ιερεύς με δυο συγγενείς, μετέβησαν στο νεκροταφείο του χωριού κατά τις δέκα η ώρα το πρωί, και άρχισαν να σκάβουν ένα λάκκο δίπλα στον τάφο του «μπαρμπα Νικόλα του Κύριε ελέησον».
Όσο έσκαβαν και κατέβαιναν προς τα κάτω από το πλάι και από την μεριά του τάφου του μπαρμπα Νικόλα, άρχισε να βγαίνει μια παράξενη ευωδία πολύ γλυκειά, σαν να υπήρχαν χιλιάδες λουλούδια με έντονη μυρουδιά, μυρίπνοα ουράνια άνθη, τόση άρρητη ευωδία έβγαινε από κει μέσα.
Συγκλονίστηκε ο παπα Μιχάλης και είπε φωναχτά: «Τον αδίκησα τον άνθρωπο, αυτός πράγματι ήταν άγιος, σαν τους Αγίους που προσκυνάμε στην Εκκλησία». Και φεύγοντας για το σπίτι του το διέδωσε παντού.
Άρχισαν αμέσως να καταφθάνουν οι χωρικοί, άνδρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι, οι περισσότεροι όμως από περιέργεια, για να δουν τι το παράξενο συμβαίνει. Όταν όμως έφταναν στον τάφο, θαύμαζαν έκπληκτοι, την πρωτοφανή ευωδία που εξήρχετο τόσο άφθονη από τον τάφο του «μπαρμπα Νικόλα του Κύριε ελέησον» και δε χόρταιναν να την απολαμβάνουν δοξάζοντας τον Θεό του διδόναι τοιαύτα τοις ανθρώποις.
Αυτά είναι τα θαυμάσια της πίστεώς μας, και της αληθινής κατά Χριστόν, ζωής, προσφοράς και θυσίας. Πρώτα ο πνευματικός αγώνας, πρώτα η πρακτική τήρησις των εντολών και δη της αγάπης, μαζί με την συμμετοχή στα πανάγια μυστήρια, την αδιάλειπτη προσευχή και το ταπεινό φρόνημα, και ύστερα οι αμοιβές, και τα δώρα του Αγίου Θεού.
Η ιστορία του κεχαριτωμένου αυτού απλού χριστιανού, του «μπαρμπα Νικόλα του Κύριε ελέησον» χριστιανοί μου, μας φανερώνει τις πιο μεγάλες αλήθειες της πίστεώς μας. Προηγείται η εφαρμογή του θελήματος του Θεού. Η πράξις και τα έργα των Ευαγγελικών εντολών.
Η Συμμετοχή στα μυστήρια. Και ύστερα ακολουθεί η ενέργεια της προσευχής στην καρδιά. Αν δεν αιχμαλωτίζουμε καθημερινά παν νόημα στην υπακοή του Χριστού, και κάθε σκέψη μας και κάθε ενέργεια της ζωής μας σ’ αυτήν την υπακοή, οι προσευχές μας θα είναι άκαρπες, στείρες και μουχλιασμένες.
Κυριακή 1 Μαρτίου 2015
ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΙΝΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΠΑΝΕ ΝΑ ΠΕΡΑΣΟΥΝ ΤΗΝ ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2015
ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
Η ΑΠΟΚΟΠΗ ΤΩΝ ΠΑΠΙΚΩΝ ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΑ ΑΓΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΣΗΜΑΝΕ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΚΤΡΟΠΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ
«Δεν έχει καμμίαν ομοιότητα με τας ζωγραφίας όπου παριστάνουν με υλικόν τρόπον κάποια πρόσωπα, ακόμα και Αγίους, όπως γίνεται εις την θρησκευτικήν τέχνην ντης Δύσεως. Εις την λειτουργικήν εικόνα τα άγια πρόσωπα εικονίζονται εν αφθαρσία» , αναφέρει σχετικά ο Φώτης Κόντογλου.
*Οι εντός εισαγωγικών φράσεις, είναι παρμένες από την Ακουλουθία της Εορτής της Κυριακής της Ορθοδοξίας
Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2015
Ο ΑΘΕΟΣ ΚΑΙ Η ΓΡΙΟΥΛΑ
Ο παπάς, καθώς στέκει απέναντί του, βλέπει επάνω από το κεφάλι του αρρώστου, μια φωτογραφία με την γυναίκα πού τον κάλεσε.
Του λέει, ενώ του δείχνει το πορτραίτο.
- Να αυτή!
- Ποια αυτή, ξέρεις, τί λες, παπά; Αυτή είναι η μάνα μου. Και έχει πεθάνει χρόνια τώρα!
Για μια στιγμή πάγωσαν και οι δύο. Αισθάνθηκαν δέος. Ο άρρωστος άρχισε να κλαίει.
Και αφού έκλαψε, ζήτησε να εξομολογηθεί. Και μετά, κοινώνησε.
Η μητέρα του είχε φροντίσει από τον ουρανό, να του δείξει τον δρόμο της σωτηρίας.
από το βιβλίο του "Στο σταυροδρόμι", Μόσχα 1994
Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2015
ΜΠΑΜΠΑ ΠΟΣΑ ΒΓΑΖΕΙΣ ΣΕ ΜΙΑ ΩΡΑ;
Ένας πατέρας γυρίζει σπίτι από την εργασία του αργά, κουρασμένος και εκνευρισμένος, για να βρει τον πέντε ετών γιο του να τον περιμένει στην πόρτα.
-Μπαμπά, μπορώ να ρωτήσω κάτι;
-Ναι, βεβαίως, τι είναι;
-Μπαμπά, πόσα παίρνεις σε μια ώρα;
-Αυτό δεν είναι δίκη σου δουλειά, απάντησε θυμωμένος ο πατέρας.
-Θέλω ακριβώς να ξέρω. Παρακαλώ, πες μου πόσα παίρνεις σε μια ώρα;
-Εάν πρέπει να ξέρεις, παίρνω 40 ευρώ την ώρα.
-Ωχ! Μπαμπά, σε παρακαλώ, μπορείς να μου δανείσεις 20 ευρώ;
-Εάν ο μόνος λόγος που ρώτησες είναι να δανεισθείς κάποια χρήματα, για να αγοράσεις ένα ανόητο παιχνίδι ή κάποιες άλλες αηδίες, τότε να πας κατ΄ευθείαν στο δωμάτιο σου και στο κρεβάτι σου. Δεν εργάζομαι σκληρά καθημερινά για τέτοιες παιδαριώδεις επιπολαιότητες.
Το μικρό παιδί πήγε ήσυχα στο δωμάτιο του και έκλεισε την πόρτα. Ο μπαμπάς κάθισε σκεπτόμενος την ερώτηση του παιδιού και νευρίαζε όλο και περισσότερο. «Πώς τόλμησε να υποβάλει τέτοια ερώτηση, για να πάρει μόνο κάποια χρήματα;».
Μετά από μια περίπου ώρα ο μπαμπάς είχε ηρεμήσει και σκέφθηκε: «Ίσως είναι κάτι που πρέπει πραγματικά ν΄αγοράσει ο μικρός με τα 20 ευρώ. Και δεν ζητάει χρήματα πολύ συχνά».
-Κοιμάσαι, γιε μου; Ρώτησε.
-Δεν κοιμάμαι, απάντησε το αγόρι.
-Σκεφτόμουν ότι ίσως ήμουν πολύ σκληρός μαζί σου νωρίτερα. Ήταν μια μεγάλη μέρα και έβγαλα την κούραση μου σε σένα. Εδώ είναι τα 20 ευρώ που μου ζήτησες».
-Δεν κοιμάμαι, απάντησε το αγόρι.
-Σκεφτόμουν ότι ίσως ήμουν πολύ σκληρός μαζί σου νωρίτερα. Ήταν μια μεγάλη μέρα και έβγαλα την κούραση μου σε σένα. Εδώ είναι τα 20 ευρώ που μου ζήτησες». Το παιδί έτρεξε κατ΄ευθείαν επάνω του χαμογελώντας.
-Σ΄ευχαριστώ, μπαμπά, φώναξε. Κατόπιν πάει στο μαξιλάρι του και βγάζει από κάτω κάποια τσαλακωμένα χρήματα. Ο πατέρας, μόλις βλέπει ότι το παιδί έχει ήδη κάποια χρήματα, αρχίζει να νευριάζει, ενώ εκείνο αρχίζει να μετράει σιγά τα χρήματα του και κοιτάζει τον μπαμπά του, που το ρωτά:
-Γιατί θέλεις περισσότερα χρήματα, εφ΄όσον έχεις ήδη μερικά;
-Μπαμπά, έχω 40 ευρώ τώρα. Μπορώ να αγοράσω μια ώρα του χρόνου σου; Σε παρακαλώ, έλα αύριο νωρίς στο σπίτι. Θα ήθελα πολύ να φάμε μαζί.
-Μπαμπά, έχω 40 ευρώ τώρα. Μπορώ να αγοράσω μια ώρα του χρόνου σου; Σε παρακαλώ, έλα αύριο νωρίς στο σπίτι. Θα ήθελα πολύ να φάμε μαζί.
Ο πατέρας ένοιωσε συντετριμμένος. Αγκάλιασε το μικρό γιο του και τον ικέτευσε να τον συγχωρήσει.
Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΘΕΝΑΡΗΣ ΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΙΕΡΕΜΙΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΙΚΗΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΩΣ
Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2015
ΟΣΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: ΟΧΙ, ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ, ΤΟ ΞΕΡΕΙ ΚΙ Ο ΘΕΟΣ!
Όσιος
Πορφύριος: Ὄχι, παιδί μου· τὸ ξέρει κι’ ὁ Θεός!
Μιὰ μέρα, ὁ Γέροντας
Πορφύριος πῆρε τρία πνευματικά του παιδιά, γιὰ νὰ τελέσει ἕναν Ἑσπερινὸ σὲ
κάποιο μοναστήρι. Ἀρχικά, εἴπανε νὰ πᾶνε μὲ τὰ πόδια· ἀφοῦ, ὅμως, περπάτησαν
κάποια ἀπόσταση καὶ ἐπειδὴ ὁ Γέροντας ἦταν κουρασμένος, ἀπoφάσισαν νὰ πάρουν
ΤΑΞΙ. Ἀμέσως φάνηκε ἕνα ΤΑΞΙ καὶ τὰ πνευματικά του παιδιὰ εἶπαν νὰ τοῦ κάνουν
νεῦμα νὰ σταματήσει. - Θὰ σταματήσει μόνος του ὁ ὁδηγός· ἀλλὰ ὅταν μποῦμε μέσα,
μὴ μιλήσει κανένας στὸν ὁδηγό. Μόνον ἐγὼ θὰ τοῦ μιλάω, εἶπε ὁ Γέροντας
Πορφύριος.
Πράγματι, σταμάτησε χωρὶς νὰ τοῦ κάνουν νεῦμα. Μόλις ξεκίνησε, ἄρχισε ὁ ὁδηγὸς
τοῦ ΤΑΞΙ νὰ καταφέρεται ἐναντίον τῶν κληρικῶν καὶ νὰ τοὺς κατηγορεῖ γιὰ 1002
πράγματα. - Ἔτσι δὲν εἶναι βρὲ παιδιά; Τί λέτε κι’ ἐσεῖς; ἔλεγε ὁ ὁδηγὸς τοῦ
ΤΑΞΙ στὰ παιδιά, ἀλλὰ ἐκεῖνα, ὅμως, «τσιμουδιά», κατὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Γέροντος
Πορφυρίου. Ἀφοῦ, λοιπόν, εἶδε καὶ ἀποεῖδε ὅτι δὲν τοῦ ἀπαντοῦσαν τὰ παιδιά,
στράφηκε στὸ Γέροντα: -Ἔτσι δὲν εἶναι παππούλη; Τί λὲς κι’ ἐσύ; Δὲν εἶναι ἀλήθεια
αὐτὰ τὰ πράγματα ποῦ τὰ γράφουν κι οἱ ἐφημερίδες; Τοῦ λέει, τότε, ὁ Γέροντας
Πορφύριος: -Παιδί μου, θὰ σοῦ πῶ μιὰ μικρὴ ἱστορία. Θὰ σοῦ τὴν πῶ μία φορά· δὲν
θὰ χρειαστεῖ δεύτερη. Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ τάδε μέρος (τὸ ἀνέφερε), ποὺ εἶχε
ἕναν ἡλικιωμένο γείτονα, ὁ ὁποῖος εἶχε ἕνα μεγάλο κτῆμα. Μια νύχτα, τὸν
σκότωσε καὶ τὸν ἔθαψε.
Στὴ συνέχεια, μὲ διάφορα πλαστὰ χαρτιά, πῆρε τὸ χτῆμα τοῦ γείτονά του καὶ τὸ
πούλησε. Καὶ ξέρεις τί ἀγόρασε μὲ τὰ χρήματα τὰ ὁποῖα πῆρε πουλώντας αὐτὸ τὸ χτῆμα;
Ἀγόρασε ἕνα… ΤΑΞΙ!!! Ὁ ὁδηγός, συγκλονισμένος, σταματᾶ στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου. -Μὴν
πεῖς τίποτε παππούλη· μόνο ἐγὼ κι’ ἐσὺ τὸ ξέρουμε… -Ὄχι, παιδί μου· τὸ ξέρει
κι’ ὁ Θεός! Καὶ νὰ φροντίσεις ἀπὸ ἐδῶ καὶ μπρὸς ν’ ἀλλάξεις ζωή!