Στις αρχές
του ΙΘ΄ αιώνος, η Μονή του Αγίου Παντελεήμονος Αγίου Όρους, το Ρωσικό, που την
εποχή αυτή είχε Έλληνες μοναχούς, ήταν πλήρως εγκαταλελειμμένη.
Η Ιερά Κοινότης, λοιπόν, το έτος 1803, αποφάσισε να διαγράψει το μοναστήρι από
τον αριθμό των αγιορειτικών μονών, και απευθύνθηκε στον οικουμενικό πατριάρχη
Καλλίνικο με ανάλογη αίτηση.
Ο πατριάρχης απέρριψε
αποφασιστικά τέτοια πρόταση και έδωσε εντολή να φροντίσουν αμέσως για την
εξεύρεση εμπείρου και πνευματικού ηγουμένου, στου οποίου τα χέρια θα παρέδιδαν
όσο το δυνατόν γρηγορώτερα το κοινόβιο για να το ανασυγκροτήση.
Μόλις η Ιερά Κοινότης έλαβε γνώση της Πατριαρχικής αποφάσεως, επέλεξε και
πρότεινε τον Έλληνα π. Σάββα, ηλικιωμένο ιερομόναχο της Σκήτης Ξενοφώντος, ο
οποίος κατά τη γνώμη τους ήταν ικανός να αντεπεξέλθη στο έργο που επρόκειτο να
του ανατεθή.
(Ο π. Σάββας τελικά με εντολή του Πατριάρχη πάει στην Κωσταντινούπολη και το
κείμενο συνεχίζει ως ακολούθως) :
Μεταξύ των πιστών της Κωνσταντινουπόλεως, από τους οποίους πολλοί εγνώριζαν και
προσωπικώς το Γέροντα, γρήγορα διαδόθηκε η είδησις για τον ερχομό του.
Ο π. Σάββας
έμεινε τελικά τέσσερα χρόνια στην Κωνσταντινούπολη για τη συγκέντρωση δωρεών
και γνωρίστηκε με πολλές ευλαβείς ελληνικές οικογένειες.
Ο μαθητής
του, ο αρχιμανδρίτης Προκόπιος (1848+) διηγήθηκε ως αυτόπτης μάρτυς το εξής
γεγονός:
Σε κάποια από
τις ελληνικές οικογένειες, του ανέφεραν για ένα συγγενή τους, νεαρό έμπορο, ο
οποίος σχετιζόταν με τους αντιπροσώπους των σουλτανικών χαρεμιών και προμήθευε
στο προσωπικό τους ποικίλα εμπορεύματα.
Πέραν τούτου όμως, ο νεαρός έμπορος δημιούργησε και άλλου είδους σχέσεις με τις
φυλακισμένες, τις οποίες επισκεπτόταν καθημερινώς.
Οι συγγενείς του, μιλώντας περί αυτού στον π. Σάββα, είπαν ότι θα τιμωρηθή
αυστηρά από τους Τούρκους σε περίπτωση που αυτό γίνη γνωστό. Ετσι, τον παρεκάλεσαν να λυτρώσει με τη μεσολάβησή του, το νεαρό από τέτοιο
κίνδυνο.
Ο π. Σάββας, με πίστη στη βοήθεια της Χάριτος του Θεού και τη συνεργία της
Θείας Κοινωνίας, άρχισε το έργο. Μετά από μακρές και ανεπιτυχείς προτροπές προς τον φιλήδονο νέο να
εγκαταλείψη τις αμαρτωλές σχέσεις με τις μουσουλμάνες, πρότεινε εν τέλει
ευκολώτερους όρους από την πλευρά του, υποσχόμενος ότι δεν θα τον ενοχλήση
πλέον για να τον αποτρέψη από την αμαρτία.
Τον παρακάλεσε, λοιπόν, να μην πάη στο χαρέμι μία ημέρα και κατά τη διάρκειά
της να νηστεύση, μετά να του αναγνωσθή η συγχωρητική ευχή, να κοινωνήση των
αχράντων Μυστηρίων και κατόπιν ας κάνη ό,τι θέλει!
Ο δυστυχής….ελκόμενος από την αμαρτία όπως ο σίδηρος από τον μαγνήτη δυσκολεύτηκε
αλλά δέχθηκε τη συμβουλή. Ίσως εξ αιτίας ντροπής ενώπιον του Γέροντος και των συγγενών του,
περισσότερο όμως επειδή ο σοφός Γέροντας δεν του ζητούσε παραίτηση από την
αμαρτία, αλλά στέρηση μόνο για μία ημέρα.
Ενήστευσε εκείνη την ημέρα, έλαβε τη συγχώρηση δια της ευχής και τη θεία
Κοινωνία και μετά τη θεία Λειτουργία γευμάτισε με τον π. Σάββα και με τους
συγγενείς.
Κατά τη διάρκεια του γεύματος και δήθεν τυχαίως, ο Γέροντας πρότεινε να
προσπαθήση εκείνη την ημέρα να μην πάη στο χαρέμι και να κοινωνήση πάλιν την
επόμενη.
Επειδή δεν έβλεπε καμία αντίδρασι, άρχισε εγκαρδίως να τον παρακαλή,
υποσχόμενος εκ νέου ότι μετά τη Θεία Κοινωνία θα τον αφήση ελεύθερο να πράξη
κατά την επιθυμία του. Αφού έλαβε την συγκατάθεσι τον κοινώνησε και την άλλη ημέρα.
Πρότεινε να τον ξανακοινωνήση με τους ίδιους όρους, δηλαδή και εκείνη την ημέρα
να μην πάει στο χαρέμι, και τον κοινώνησε και την τρίτη ημέρα.
Τότε φάνηκε πώς ενήργησε σωτηριωδώς η χάρις του Θεού, κατά την ζώσαν πίστιν του
Γέροντος και τις προσευχές των συγγενών. Η καρδιά του νέου μαλάκωσε και άρχισε
σιγά σιγά μέσα του να αισθάνεται τη νέκρωσι των φλογισμένων παθών.
Ο π. Σάββας συνέχισε να τον κοινωνή επί σαράντα ημέρες και την τελευταία φορά
του είπε:
- Πήγαινε τώρα όπου επιθυμείς, ακόμη και στο χαρέμι δεν σε εμποδίζω!
Αλλά στην ψυχή του νέου είχε ήδη συντελεσθή η μεταστροφή.
- Ας κάνουν μαζί μου, ό,τι θέλουν, είπε. Μπορούν και να με κατακόψουν. Για
τίποτε στον κόσμο δεν θα δεχτώ να πηγαίνω εκεί όπου νωρίτερα έτσι ασυγκράτητα
έτρεχα!
Με αυτόν τον τρόπο ο φιλεύσπλαγχνος Κύριος….έσωσε το…πρόβατό Του.
Όταν ο π. Σάββας συγκέντρωσε αρκετές δωρεές, επέστρεψε στο Άγιο Όρος και στην
ακτή της θάλασσας άρχισε να κτίζη το μοναστήρι.
Ο Γέροντας εκοιμήθη το 1821.
(Αναδημοσίευση
από το αναφερθέν βιβλίο του ιερομόναχου Αντωνίου)
Πηγή: βιβλ.
υπ.αριθμ. 4, της σειράς Αγιορείτες Πατέρες του 19 αιώνος - του ιερομονάχου Αντωνίου - εκδόσεις
Ίνδικτος, Αθήνα 2005