Ο ΠΙΝΑΚΑΣ
ΤΟΥ ΓΙΟΥ
Κάποιος πλούσιος άνθρωπος είχε μια συλλογή από πίνακες
γνωστών ζωγράφων. Είχε συλλέξει πίνακες
σημαντικής αξίας του Πικάσο και του Van Gogh που στόλιζαν τους τοίχους της
μεγάλης βίλας του. Όταν ήρθε ο χειμώνας, ένας πόλεμος ξέσπασε σ' αυτή την χώρα
και ο γιος αυτού του πλουσίου έπρεπε να τον αφήσει και να πάει στον πόλεμο.
Μετά από λίγες εβδομάδες πήρε ο πατέρας την είδηση, ότι ο γιος του σκοτώθηκε
στο μέτωπο.
Μονάχος τώρα και τσακισμένος στην καρδιά έβλεπε ο πατέρας να πλησιάζουν τα Χριστούγεννα. Η χαρά των Χριστουγέννων τώρα είχε χαθεί με τον θάνατο του γιού του. Το πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων ξύπνησε από ένα χτύπημα στην πόρτα του. Όταν άνοιξε είδε ένα στρατιώτη ο οποίος κρατούσε ένα μεγάλο πακέτο στο χέρι του και Του είπε: «Ήμουν φίλος τού γιου σας. Ο γιος σας μου έσωσε την ζωή. Με αυτό τον τρόπο όμως έχασε την ζωή του. Να μπω μια στιγμή μέσα; Σας έχω φέρει κάτι.»
Ο στρατιώτης είπε, ότι είναι καλλιτέχνης και του έδωσε το πακέτο. Όταν ξετύλιξε το πακέτο ο γέρο πατέρας, είδε πως ήταν ένας πίνακας με το πορτρέτο τού γιου του. Ο πίνακας έδειχνε με μεγάλη λεπτομέρεια το πρόσωπο τού γιου του.
Κατασυγκινημένος και με δάκρυα στα μάτια ο γέρος πατέρας, κρέμασε τον πίνακα στο καλύτερο μέρος του σαλονιού, στη θέση ενός άλλου πίνακα αξίας πολλών εκατομμυρίων. Ύστερα, κάθισε στην πολυθρόνα και πέρασε την γιορτή των Χριστουγέννων κοιτάζοντας τον πίνακα. Το πορτρέτο του γιου του έγινε γι’ αυτόν το πολυτιμότερο αντικείμενο καλλιτεχνίας που είχε στο σπίτι του. Ήταν ο σπουδαιότερος πίνακας απ’ όλους του υπόλοιπους μεγάλης αξίας που κατείχε.
Την επόμενη άνοιξη, ο πατέρας πέθανε. Μετά από μερικές μέρες μαζεύτηκαν πολλοί καλλιτέχνες για να πάρουν μέρος στην δημοπρασία των πινάκων που είχε ο πλούσιος αυτός άνθρωπος. Πριν αρχίσει η δημοπρασία, ανακοινώθηκε ότι η επιθυμία του ανθρώπου που τους κατείχε, ήταν, η δημοπρασία να γίνει την ημέρα των Χριστουγέννων, και κάτι ακόμη: Να αρχίσει με τον πίνακα που έδειχνε το πορτρέτο του γιου του.
Τα Χριστούγεννα ήρθαν και μαζευτήκανε συλλέκτες από όλο τον κόσμο για να συμμετέχουν στην δημοπρασία παγκοσμίου φήμης έργων. Όλοι πιστεύανε ότι θα εκπλήρωναν τα όνειρα τους να αποκτήσουν ένα από τους ακριβούς πίνακες. Η δημοπρασία ξεκίνησε με έναν πίνακα, ο οποίος δεν αναφερόταν στον κατάλογο. Ήτανε το πορτρέτο του γιου του. Ο διαχειριστής ρώτησε για μια πρόταση προσφοράς, όμως στην αίθουσα απλώθηκε σιωπή. «Ποιος θέλει να διαθέσει εκατό δολάρια;» Κανείς όμως δεν προσφέρθηκε. Μετά από λίγο, φωνάζει κάποιος: «Ποιος ενδιαφέρεται γι’ αυτό τον πίνακα; Είναι απλά η απεικόνιση του γιου του. Αφήστε μας επιτέλους να ασχοληθούμε με πίνακες αξίας. «Όχι, είπε ο ντελάλης, ρητώς αναφέρεται στην διαθήκη ότι πρέπει να αρχίσουμε μ’ αυτόν το πίνακα. Λοιπόν, ποιος θέλει να πάρει τον πίνακα που εικονίζει τον γιο;» Τελικά προτείνει ένας γείτονας του γέροντα 10 δολάρια. «Είναι ότι έχω, περισσότερα δεν μπορώ να διαθέσω. Γνώριζα τον γιο. Θα ήθελα πολύ να αποκτήσω τον πίνακα.» Ο διαχειριστής φωνάζει: «Ένα, δύο, τρία!» Χτυπάει το σφυρί. «Κατοχυρώθηκε!» Ακούστηκαν χειροκροτήματα και ένας από τους συλλέκτες φώναξε ανακουφισμένα: «Τώρα μπορούμε επιτέλους να ασχοληθούμε με της πραγματικές αξίες.»
Τότε, ο ντελάλης ανακοίνωσε, ότι η δημοπρασία κύριοι τελείωσε. Στην συνέχεια υπήρξε μεγάλη αμηχανία. Κάποιος σηκώθηκε και ρώτησε: «Τι εννοείτε, τελείωσε η δημοπρασία; Ξέρουμε ότι υπάρχουν κι άλλοι πίνακες μεγάλης αξίας, εκατομμυρίων! Τι συμβαίνει;» Τότε ο διαχειριστής της δημοπρασίας εξήγησε: «Είναι πολύ απλό. Σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία του Διαθέτη πατέρα, όποιος πάρει τον γιο, θα του ανήκουν και όλα τα άλλα.
Ο στρατιώτης είπε, ότι είναι καλλιτέχνης και του έδωσε το πακέτο. Όταν ξετύλιξε το πακέτο ο γέρο πατέρας, είδε πως ήταν ένας πίνακας με το πορτρέτο τού γιου του. Ο πίνακας έδειχνε με μεγάλη λεπτομέρεια το πρόσωπο τού γιου του.
Κατασυγκινημένος και με δάκρυα στα μάτια ο γέρος πατέρας, κρέμασε τον πίνακα στο καλύτερο μέρος του σαλονιού, στη θέση ενός άλλου πίνακα αξίας πολλών εκατομμυρίων. Ύστερα, κάθισε στην πολυθρόνα και πέρασε την γιορτή των Χριστουγέννων κοιτάζοντας τον πίνακα. Το πορτρέτο του γιου του έγινε γι’ αυτόν το πολυτιμότερο αντικείμενο καλλιτεχνίας που είχε στο σπίτι του. Ήταν ο σπουδαιότερος πίνακας απ’ όλους του υπόλοιπους μεγάλης αξίας που κατείχε.
Την επόμενη άνοιξη, ο πατέρας πέθανε. Μετά από μερικές μέρες μαζεύτηκαν πολλοί καλλιτέχνες για να πάρουν μέρος στην δημοπρασία των πινάκων που είχε ο πλούσιος αυτός άνθρωπος. Πριν αρχίσει η δημοπρασία, ανακοινώθηκε ότι η επιθυμία του ανθρώπου που τους κατείχε, ήταν, η δημοπρασία να γίνει την ημέρα των Χριστουγέννων, και κάτι ακόμη: Να αρχίσει με τον πίνακα που έδειχνε το πορτρέτο του γιου του.
Τα Χριστούγεννα ήρθαν και μαζευτήκανε συλλέκτες από όλο τον κόσμο για να συμμετέχουν στην δημοπρασία παγκοσμίου φήμης έργων. Όλοι πιστεύανε ότι θα εκπλήρωναν τα όνειρα τους να αποκτήσουν ένα από τους ακριβούς πίνακες. Η δημοπρασία ξεκίνησε με έναν πίνακα, ο οποίος δεν αναφερόταν στον κατάλογο. Ήτανε το πορτρέτο του γιου του. Ο διαχειριστής ρώτησε για μια πρόταση προσφοράς, όμως στην αίθουσα απλώθηκε σιωπή. «Ποιος θέλει να διαθέσει εκατό δολάρια;» Κανείς όμως δεν προσφέρθηκε. Μετά από λίγο, φωνάζει κάποιος: «Ποιος ενδιαφέρεται γι’ αυτό τον πίνακα; Είναι απλά η απεικόνιση του γιου του. Αφήστε μας επιτέλους να ασχοληθούμε με πίνακες αξίας. «Όχι, είπε ο ντελάλης, ρητώς αναφέρεται στην διαθήκη ότι πρέπει να αρχίσουμε μ’ αυτόν το πίνακα. Λοιπόν, ποιος θέλει να πάρει τον πίνακα που εικονίζει τον γιο;» Τελικά προτείνει ένας γείτονας του γέροντα 10 δολάρια. «Είναι ότι έχω, περισσότερα δεν μπορώ να διαθέσω. Γνώριζα τον γιο. Θα ήθελα πολύ να αποκτήσω τον πίνακα.» Ο διαχειριστής φωνάζει: «Ένα, δύο, τρία!» Χτυπάει το σφυρί. «Κατοχυρώθηκε!» Ακούστηκαν χειροκροτήματα και ένας από τους συλλέκτες φώναξε ανακουφισμένα: «Τώρα μπορούμε επιτέλους να ασχοληθούμε με της πραγματικές αξίες.»
Τότε, ο ντελάλης ανακοίνωσε, ότι η δημοπρασία κύριοι τελείωσε. Στην συνέχεια υπήρξε μεγάλη αμηχανία. Κάποιος σηκώθηκε και ρώτησε: «Τι εννοείτε, τελείωσε η δημοπρασία; Ξέρουμε ότι υπάρχουν κι άλλοι πίνακες μεγάλης αξίας, εκατομμυρίων! Τι συμβαίνει;» Τότε ο διαχειριστής της δημοπρασίας εξήγησε: «Είναι πολύ απλό. Σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία του Διαθέτη πατέρα, όποιος πάρει τον γιο, θα του ανήκουν και όλα τα άλλα.
Ο μεγάλος διαχειριστής, ο Θεός, ρωτάει σήμερα κι’ εσένα: Θέλεις να πάρεις τον Υιό μου, τον Ιησού Χριστό; Αν δεχτείς και πιστέψεις στον Ιησού Χριστό, τότε ο Θεός θα σου χαρίσει και όλα τα άλλα.