ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2015

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΝΑ ΑΠΟΚΤΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΗΣΥΧΙΑ!

ΝΑ ΑΠΟΚΤΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΗΣΥΧΙΑ

Σκοπός εἶναι ὁ ἄνθρωπος νὰ τὰ ἀξιοποιήση ὅλα γιὰ ἀγώνα. Νὰ προσπαθήση νὰ ἀποκτήση τὴν ἐσωτερική ἡσυχία. Νὰ ἀξιοποιήση τὸν θόρυβο βάζοντας δεξιό λογισμό. Ὅλη ἡ βάση εἶναι ἡ καλή ἀντιμετώπιση. Ὅλα μὲ καλούς λογισμούς νὰ τὰ ἀντιμετωπίζη. Μέσα στὸν θόρυβο, ἄν πετύχη τὴν ἐσωτερική ἡσυχία, ἔχει πολλή ἀξία. Ἄν δὲν πετύχη τὴν ἡσυχία μέσα στὴν ἀνησυχία, οὔτε στὴν ἡσυχία θὰ ἡσυχάση. Ὅταν ἔρθη στὸν ἄνθρωπο ἡ ἐσωτερική ἡσυχία, ἡσυχάζουν ὅλα μέσα του, καὶ τίποτε δὲν τὸν ἐνοχλεῖ. Ἄν θέλη τὴν ἐξωτερική ἡσυχία, γιὰ νὰ ἡσυχάση ἐσωτερικά, ὅταν βρεθῆ στὴν ἡσυχία, τὴν ἡμέρα θὰ πάρη ἕνα καλάμι καὶ θὰ διώχνη τὰ τζιτζίκια καὶ τὸ βράδυ θὰ διώχνη τὰ τσακάλια, γιὰ νὰ μήν τὸν ἐνοχλοῦν. Θὰ διώχνη δηλαδή αὐτὰ  ποὺ θὰ μαζεύη ὁ διάβολος. Τί νομίζετε; Ποιά εἶναι ἡ δουλειά του; Ὅλα μας τὰ φέρνει ἀνάποδα ὁ διάβολος, μέχρι ποὺ μᾶς ἀναποδογυρίζει.

Σὲ μία Σκήτη δύο γεροντάκια πῆραν ἕνα γαϊδουράκι ποὺ εἶχε ἕνα κουδουνάκι. Ἕνας νέος μὲ ἡσυχαστικές τάσεις παραπονιόταν γιὰ τὸ κουδουνάκι ποὺ εἶχε τὸ ζῶο καὶ πῆρε ὅλους τους Κανόνες, γιὰ νὰ ἀποδείξη ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἔχουν γαϊδουράκι στὴν Σκήτη! Οἱ ἄλλοι Πατέρες εἶπαν ὅτι δὲν τούς ἐνοχλεῖ. Τοῦ λέω: «Δὲν φθάνει ἐκεῖ πέρα ποῦ δὲν μᾶς ἀπασχολοῦν τὰ γεροντάκια, ἀλλὰ ἐξυπηρετοῦνται μὲ τὸ γαϊδουράκι; Ἄν δὲν εἶχε κουδουνάκι καὶ τὸ ἔχαναν, θὰ ἔπρεπε νὰ πᾶμε ἐμεῖς νὰ τὸ βροῦμε. Παρα­πονιόμαστε κιόλας;». Ἄν δὲν ἔχουμε ἔτσι καλούς λογισμούς καὶ δὲν ἀξιοποιήσουμε τὰ πάντα στὰ πνευματικά, τότε καὶ σὲ Ἁγίους κοντά νὰ πᾶμε, δὲν θὰ κάνουμε προκοπή. Βρέθηκα λ.χ. σὲ στρατόπεδο; Νὰ ἀξιοποιήσω τὴν σάλπιγγα σάν καμπάνα καὶ τὸ ὅπλο νὰ μοῦ θυμίζη τὰ πνευματικά ὄπλα κατὰ τοῦ διαβόλου. Ἐὰν δὲν τὰ ἀξιοποιήσουμε ὅλα στὰ πνευματικά, θὰ μᾶς ἐνοχλῆ ἀκόμη καὶ ἡ καμπάνα. Ἤ ἐμεῖς θὰ τὰ ἀξιοποιήσουμε ἤ ὁ διάβολος θὰ τὰ ἐκμεταλλευθῆ. Ὁ ἀνήσυχος καὶ στὴν ἔρημο θὰ μεταφέρη τὸν ἀνή­συχο ἑαυτό του. Πρῶτα ἀπ' ὅλα ἡ ψυχή θὰ πρέπη νὰ ἀποκτήση τὴν ἐσωτερική ἡσυχία μέσα στὴν ἐξωτερική ἀνησυχία, γιὰ νὰ μπορέση νὰ ἡσυχάση ἔξω στὴν ἡσυχία.
  
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Α'- ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΑΠΛΟΠΟΙΗΣΤΕ ΤΗ ΖΩΗ ΣΑΣ!

ΑΠΛΟΠΟΙΗΣΤΕ ΤΗ ΖΩΗ ΣΑΣ

Οἱ κοσμικοί λένε: «Καλότυχοι αὐτοί ποὺ ζοῦν στὰ παλάτια καὶ ἔχουν ὅλες τὶς εὐκολίες». Ἀλλ' ὅμως μακάριοι εἶναι αὐτοί ποὺ κατόρθωσαν νὰ ἁπλοποιήσουν τὴν ζωή τους καὶ ἐλευθερώθηκαν ἀπὸ τὴν θηλειά τῆς κοσμικῆς αὐτῆς ἐξελίξεως τῶν πολλῶν εὐκολιῶν, ἴσον τῶν πολλῶν δυσκολιῶν, καὶ ἀπαλλάχθηκαν ἀπὸ τὸν φοβερό ἄγχος τῆς σημερινῆς ἐποχῆς μας. Ἄν δὲν ἁπλοποιήση τὴν ζωή τοῦ ὁ ἄνθρωπος, βασανίζεται. Ἐνῶ, ἄν τὴν ἁπλοποιήση, δὲν θὰ ἔχη αὐτὸ τὸ ἄγχος.

Ἕνας Γερμανός μία φορά στὸ Σινά εἶπε σὲ ἕνα Βεδουϊνάκι ποὺ ἦταν πανέξυπνο: «Ἐσύ εἶσαι ἔξυπνο, μπορεῖς νὰ μάθης γράμματα». «Καί μετά;», τὸν ρωτάει ἐκεῖνο. «Με­τά θὰ γίνης μηχανικός». «Καὶ μετά;». «Μετά θ' ἀνοίξης ἕνα συνεργεῖο αὐτοκινήτων». «Καί μετά;». «Μετά θὰ τὸ μεγαλώσης». «Καί μετά;». «Μετά θὰ πάρης καὶ ἄλλους νὰ δουλεύουν καὶ θὰ ἔχης πολύ προσωπικό». «Δηλαδή, τοῦ λέει, νὰ ἔχω ἕναν πονοκέφαλο, νὰ βάλω ἄλλον ἕναν πονοκέφαλο καὶ μετά νὰ βάλω καὶ ἕναν ἄλλον; Δὲν εἶναι καλύτερα τώρα ποῦ ἔχω ἥσυχο τὸ κεφάλι μου;». Ὁ περισσότερος πονοκέφαλος εἶναι ἀπὸ αὐτές τὶς σκέψεις, νὰ κάνουμε αὐτό, νὰ κάνουμε ἐκεῖνο. Ἄν ἦταν πνευματικές οἱ σκέψεις, θὰ ἐνίωθε κανεὶς πνευματική παρηγοριά καὶ δὲν θὰ εἶχε πονοκέφαλο.

Τώρα καὶ στούς κοσμικούς τονίζω πολύ τὴν ἁπλότητα. Γιατί πολλά ἀπὸ αὐτὰ  ποὺ κάνουν, δὲν χρειάζονται καὶ τούς τρώει τὸ ἄγχος. Τούς μιλάω γιὰ τὴν λιτότητα καὶ τὴν ἀσκητικότητα. Συνέχεια φωνάζω: «Ἁπλοποιῆστε τὴν ζωή σας, γιὰ νὰ φύγη τὸ ἄγχος». Καὶ τὰ περισσότερα διαζύγια ἀπὸ 'κει ξεκινοῦν. Πολλές δουλειές, πολλά πρά­γματα ἔχουν νὰ κάνουν οἱ ἄνθρωποι καὶ ζαλίζονται. Δουλεύουν καὶ οἱ δύο, πατέρας καὶ μάνα, ἀφήνουν καὶ τὰ παιδιά ἐγκαταλελειμμένα. Κούραση, νεῦρα – μικρό θέμα, μεγάλος καυγᾶς – αὐτόματο διαζύγιο μετά, ἐκεῖ φθάνουν. Ἄν ἁπλοποιοῦσαν ὅμως τὴν ζωή τους, θὰ ἦταν καὶ ξεκούραστοι καὶ χαρούμενοι. Αὐτὸ τὸ ἄγχος εἶναι καταστροφή!

Μία φορά βρέθηκα σὲ ἕνα σπίτι ποὺ ἦταν ὅλο πολυτέλεια καὶ, καθώς συζητούσαμε, μοῦ εἶπαν: «Ζοῦμε στὸν Παράδεισο, ἐνῶ ἄλλοι ἄνθρωποι στερούνται». «Ζῆτε στὴν κόλαση, τούς λέω. «Ἄφρον, ταύτη τῇ νυκτί», εἶπε ὁ Θεὸς στὸν πλούσιο. Ἄν ὁ Χριστός μὲ ρωτοῦσε: «Ποῦ θέλεις νὰ σὲ βάλουμε, σὲ μία φυλακή ἤ σὲ ἕνα σπίτι σάν αὐτό;», θὰ ἔλεγα: «Σὲ μία σκοτεινή φυλακή». Γιατί ἡ φυλακή θὰ μὲ βοηθοῦσε. Θὰ μοῦ θύμιζε τὸν Χριστό, θὰ μοῦ θύμιζε τους ἁγίους Μάρτυρες, θὰ μοῦ θύμιζε τούς ἀσκητές ποὺ ἦταν στὶς ὀπές τῆς γής, θὰ μοῦ θύμιζε καλογερική. Ἡ φυλακή θὰ ἐμοίαζε καὶ λίγο μὲ τὸ κελλί μου καὶ θὰ χαιρόμουν. Αὐτὸ τὸ δικό σας τί θὰ μοῦ θύμιζε καὶ σὲ τί θὰ μὲ βοηθοῦσε; Γι' αὐτὸ οἱ φυλακές μὲ ἀναπαύουν καλύτερα ὄχι μόνον ἀπὸ ἕνα σαλόνι κοσμικό ἀλλὰ καὶ ἀπ'ἕνα ὡραῖο κελλί μοναχοῦ. Χίλιες φορές στὴν φυλακή παρά σὲ ἕνα τέτοιο σπίτι».

Κάποτε ποὺ εἶχα φιλοξενηθῆ στὴν Ἀθήνα σ' ἕναν φίλο μου, μὲ παρακάλεσε νὰ δεχθῶ ἕναν οἰκογενειάρχη πρίν φωτίση, γιατί ἄλλη ὥρα δὲν εὐκαιροῦσε. Ἦρθε λοιπόν χαρούμενος καὶ συνέχεια δοξολογοῦσε τὸν Θεό. Εἶχε καὶ πολλή ταπείνωση καὶ ἁπλότητα καὶ μὲ παρακαλοῦσε νὰ εὔχωμαι γιὰ τὴν οἰκογένειά του. Ὁ ἀδελφός αὐτός ἦταν περίπου τριάντα ὀκτώ ἐτῶν καὶ εἶχε ἑπτά παιδιά. Δυὸ τὸ ἀνδρόγυνο καὶ ἄλλοι δυὸ οἱ γονεῖς του, ἐν ὅλῳ ἕντεκα ψυχές, καὶ ἔμεναν ὅλοι σὲ ἕνα δωμάτιο. Μοῦ ἔλεγε μὲ τὴν ἁπλότητα ποὺ εἶχε: «Ὄρθιούς μας χωράει τὸ δωμάτιο, ἀλλά, ὅταν ξαπλώνουμε, δὲν μᾶς παίρνει, εἶναι λίγο στενόχωρα. Δόξα τῷ Θεῶ, τώρα κάναμε ἕνα ὑπόστεγο γιὰ κουζίνα καὶ βολευτήκαμε. Ἐμεῖς ἔχουμε καὶ στέγη. Πάτερ μου, ἐνῶ εἶναι ἄλλοι ποὺ μένουν στὴν ὑπαιθρο». Ἡ ἐργασία τοῦ ἦταν σιδερωτής. Ἔμενε στὴν Ἀθήνα καὶ ἔφευγε πρίν φωτίση, γιὰ νὰ βρεθῆ ἐγκαίρως στὸν Πειραιά ὅπου ἐργαζόταν. Ἀπὸ τὴν ὀρθοστασία καὶ τὶς πολλές ὑπερωρίες τὰ πόδια τοῦ εἶχαν κιρσούς καὶ τὸν ἐνοχλοῦσαν, ἀλλὰ ἡ πολλή ἀγάπη του πρὸς τὴν οἰκογένειά του τὸν ἔκανε νὰ ξεχνάη τούς πόνους καὶ τὶς ἐνοχλήσεις. Ἐλεεινολογοῦσε μάλιστα τὸν ἑαυτό τοῦ συνέχεια καὶ ἔλεγε ὅτι δὲν ἔχει ἀγάπη, γιατί δὲν κάνει καλωσύνες σάν Χριστιανός, καὶ ἐπαινοῦσε τὴν γυναίκα του ὅτι ἐκείνη κάνει καλωσύνες, γιατί ἐκτός ἀπὸ τὰ παιδιά καὶ τὰ πεθερικά της ποὺ φρόντιζε, πήγαινε καὶ ἔπαιρνε τὰ ροῦχα ἀπὸ τούς γέρους τῆς γειτονιᾶς, τὰ ἐπλένε, τούς συγύριζε καὶ τὰ σπίτια, τούς ἐφτίαχνε καὶ καμμιά σούπα. Ἔβλεπε κανεὶς στὸ πρόσωπο τοῦ καλοῦ αὐτοῦ οἰκογενειάρχη ζωγραφισμένη τὴν θεία Χάρη. Εἶχε μέσα τοῦ τὸν Χριστό καὶ ἦταν γεμά­τος χαρὰ καὶ τὸ δωμάτιό του γεμάτο ἀπὸ παραδεισένια χαρά. Ἐνῶ αὐτοί ποὺ δὲν ἔχουν μέσα τούς τὸν Χριστό, εἶναι γεμάτοι ἀπὸ ἄγχος, καὶ δυὸ ἄνθρωποι νὰ εἶναι, δὲν χωρᾶνε μέσα σὲ ἕντεκα δωμάτια. Ἐνῶ οἱ ἕντεκα αὐτοί ἄνθρωποι μὲ τὸν Χριστό, χωροῦσαν μέσα σ' ἕνα δωμάτιο.

Ἀκόμη καὶ πνευματικοί ἄνθρωποι, ὅσους χώρους καὶ νὰ ἔχουν, βλέπεις νὰ μή χωροῦν, γιατί μέσα τους δὲν ἔχει χωρέσει ὁ Χριστός ὁλόκληρος. Ἄν οἱ γυναῖκες ποὺ ζοῦσαν στὰ Φάρασα ἔβλεπαν τὴν πολυτέλεια ποὺ ὑπάρχει σήμερα, ἀκόμη καὶ σὲ πολλά Μοναστήρια, θὰ ἔλεγαν: «Θὰ ρίξη ὁ Θεὸς φωτιά νὰ μᾶς κάψη! Ἐγκατάλειψη Θεοῦ!». Ἐκεῖνες μάζευαν τὶς δουλειές τάκα-τάκα. Πρωί-πρωί ἔπρεπε νὰ βγάλουν τὰ γίδια, μετά νὰ συμμάσουν τὸ σπίτι. Ὕστερα πήγαιναν στὰ ἐξωκκλήσια ἤ μαζεύονταν στὶς σπηλιές, καὶ μία ποὺ ἤξερε λίγα γράμματα διάβαζε τὸ Συναξάρι τοῦ Ἁγίου της ἡμέρας. Μετά δωσ' τοῦ μετάνοιες, ἔλεγαν καὶ τὴν εὐχή. Καὶ δούλευαν, κουράζονταν. Μία γυναίκα ἔπρεπε νὰ ξέρη νὰ ράβη ὅλα τὰ ροῦχα τοῦ σπιτιοῦ. Καὶ τὰ ἔρραβαν μὲ τὸ χέρι. Μηχανές τοῦ χεριοῦ λίγες εἶχαν σὲ καμμιά πόλη, στὰ χωριά δὲν εἶχαν. Ἄν ὑπῆρχε στὰ Φάρασα ὅλο καὶ ὅλο μία μηχανή τοῦ χεριοῦ. Ἔρραβαν ἀκόμη καὶ τοῦ ἄνδρα τὰ ροῦχα καὶ ἦταν πιὸ ἄνετα, καὶ τὶς κάλτες τὶς ἔπλεκαν στὸ χέρι. Εἶχαν γοῦστο, μεράκι, ἀλλὰ τούς περίσσευε καὶ χρόνος, γιατί τὰ εἶχαν ὅλα ἁπλά. Οἱ Φαρασιῶτες δὲν κοιτοῦσαν λεπτομέρειες. Ζοῦσαν τὴν χαρὰ τῆς καλογερικῆς. Καὶ ἄν, γιὰ παράδειγμα, ἡ κουβέρτα δὲν ἦταν καλά στρωμένη καὶ κρεμόταν λίγο ἀπὸ τὴν μία μεριά καὶ ἔλεγες: «Σιάξε τὴν κουβέρτα», θὰ σοῦ ἔλεγαν: «Σὲ ἐμποδίζει στὴν προσευχή σου;».

Αὐτήν τὴν χαρὰ τῆς καλογερικῆς οἱ ἄνθρωποι σήμερα δὲν τὴν γνωρίζουν. Νομίζουν ὅτι δὲν πρέπει νὰ στερηθοῦν, νὰ ταλαιπωρηθοῦν. Ἄν σκέφτονταν οἱ ἄνθρωποι λίγο καλογερικά, ἄν ζοῦσαν πιὸ ἁπλά, θὰ ἦταν ἥσυχοι. Τώρα βασανίζονται. Ἄγχος καὶ ἀπελπισία στὴν ψυχή. «Ὁ τάδε πέτυχε ποὺ ἐφτίαξε δύο πολυκατοικίες ἤ ποὺ ἔμαθε πέντε γλῶσσες κ.λπ.! Ἐγώ δὲν ἔχω οὔτε ἕνα διαμέρισμα, δὲν ξέρω οὔτε μία ξένη γλώσσα. Ὤχ, χάθηκα!». Ἔχει κάποιος ἕνα αὐτοκίνητο καὶ ἀρχίζει: «Ὁ ἄλλος ἔχει καλύτερο. Νὰ πάρω καὶ ἐγώ». Παίρνει τὸ καλύτερο, ὕστερα μαθαίνει ὅτι ἄλλοι ἔχουν ἀεροπλάνα ἀτομικά καὶ πάλι βασανίζεται. Τελειωμό δὲν ἔχουν. Ἐνῶ ἄλλος ποὺ δὲν ἔχει αὐτοκίνητο, ὅταν δοξάζη τὸν Θεό, χαίρεται: «Δόξα τῷ Θεῶ, λέει, ἄς μήν ἔχω αὐτοκίνητο, ἔχω γερά τὰ πόδια μου καὶ μπορῶ νὰ περπατήσω. Πόσοι ἄνθρωποι εἶναι μὲ κομμένα πόδια, δὲν μποροῦν νὰ ἐξυπηρετηθοῦν, νὰ βγοῦν ἕναν περίπατο, θέλουν ἕναν ἄνθρωπο νὰ τούς ὑπηρετή, ἐνῶ ἐγώ ἔχω τὰ πόδια μου!». Κί ἕνας κουτσός τοὺ λέει: «Καὶ ἄλλοι ποὺ δὲν ἔχουν καὶ τὰ δυὸ πόδια;», καὶ αὐτός χαίρεται.

Ἡ ἀχαριστία καὶ ἡ ἀπληστία εἶναι μεγάλο κακό. Ὁ κυριευμένος ἀπὸ ὑλικά πράγματα εἶναι κυριευμένος πάντα ἀπὸ στενοχώρια καὶ ἄγχος, γιατί πότε τρέμει μήν τοῦ τὰ πάρουν καὶ πότε μήν τοῦ πάρουν τὴν ψυχή. Μία μέρα ἦρθε ἕνας πλούσιος ἀπὸ τὴν Ἀθήνα καὶ μοῦ λέει: «Πάτερ, ἔχασα τὴν ἐπαφή μὲ τὰ παιδιά μου, ἔχασα τὰ παιδιά μού». «Πόσα παιδιά ἔχεις;», τοῦ λέω. «Δύο, μοῦ λέει. Τὰ μεγάλωσα μὲ τὸ πουλιοῦ τὸ γάλα. Τί ἤθελαν καὶ δὲν τὸ εἶχαν! Ἀκόμη καὶ αὐτοκίνητο τὰ πήρα». Ἀπὸ τὴν συζήτηση βγῆκε ὅτι εἶχε καὶ αὐτός δικό του αὐτοκίνητο καὶ ἡ γυναίκα τοῦ δικό της καὶ τὰ παιδιά δικό τους. «Εὐλογημένε, τοῦ λέω, ἐσύ, ἀντί νὰ λύσης τὰ προβλήματά σου, τὰ μεγάλωσες. Τώρα θέλεις ἕνα μεγάλο γκαράζ γιὰ τὰ αὐτοκίνητα, ἕναν μηχανικό νὰ τὸν πλη­ρώνης τετραπλάσια, γιὰ νὰ τὰ διορθώνης, χώρια ποὺ κινδυνεύετε καὶ οἱ τέσσερις κάθε στιγμή νὰ σκοτωθῆτε. Ἐνῶ, ἄν εἶχες ἁπλοποιήσει τὴν ζωή σου, θὰ ἦταν ἑνωμένη ἡ οἰκογένειά σου, θὰ καταλάβαινε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ δὲν θὰ εἶχες αὐτὰ  τὰ προβλήματα. Δὲν φταῖνε τὰ παιδιά σου τώρα, ἐσύ φταῖς ποὺ δὲν φρόντισες νὰ δώσης ἄλλη ἀγωγή στὰ παιδιά σοῦ». Μία οἰκογένεια τέσσερα αὐτοκίνητα, ἕνα γκαράζ, ἕναν μηχανικό κ.λπ.! Ἄς πάη ὁ ἄλλος λίγο ἀργότερα. Ὅλη αὐτή ἡ εὐκολία γεννάει δυσκολίες.
Ἄλλη φορὰ ἦρθε ἕνας ἄλλος οἰκογενειάρχης στὸ Καλύβι – ἦταν πέντε ἄτομα ἡ οἰκογένειά του – καὶ μοῦ λέει: «Πάτερ, ἔχουμε ἕνα αὐτοκίνητο καὶ σκέφτομαι νὰ πάρουμε ἄλλα δύο. Θὰ μᾶς διευκολύνη». «Καί πόσο θὰ σᾶς δυσκολέψη τὸ σκέφτηκες; τοῦ λέω. Τὸ ἕνα τὸ βάζεις ἐκεῖ σὲ μία τρύπα, τὰ τρία ποῦ θὰ τὰ βάλης; Θὰ θέλης ἕνα γκαράζ καὶ μία ἀποθήκη γιὰ καύσιμα. Θὰ διατρέχετε τρεῖς κινδύνους. Καλύτερα νὰ ἔχετε ἕνα καὶ νὰ περιορίσετε τὶς ἐξόδους σας. Θὰ ἔχετε χρόνο νὰ δῆτε τὰ παιδιά σας. Θὰ ἔχετε τὴν ἠρεμία σας. Ἡ ἁπλοποίηση εἶναι τὸ παν». «Δὲν τὸ σκέφθηκα αὐτό», μοῦ λέει.

Μαρτυρική εἶναι ἡ ζωή τους, γιατί δὲν ἁπλοποιοῦν τὰ πράγματα. Οἱ περισσότερες εὐκολίες δυσκολίες προξενοῦν. Οἱ κοσμικοί πνίγονται ἀπὸ τὰ πολλά. Ἔχουν γεμίσει εὐκολίες-εὐκολίες καὶ ἔκαναν τὴν ζωή τούς δύσκολη. Ἄν δὲν ἁπλοποιήση κανεὶς τὰ πράγματα, μία εὐκολία γεννάει ἕνα σωρό δυσκολίες.
Ὅταν ἤμασταν μικρά, κόβαμε τὸ καρούλι στὶς ἄκρες, βάζαμε μία σφήνα μέσα καὶ κάναμε ἕνα ὡραῖο παιχνίδι καὶ χαιρόμασταν μ' αὐτό. Τὰ μικρά παιδιά χαίρονται μὲ ἕνα αὐτοκινητάκι πιὸ πολύ ἀπὸ ὅ,τι ὁ πατέρας τους, ὅταν ἀγοράζη μερσεντές. Ἄν ρωτήσης ἕνα κοριτσάκι: «Τί θέλεις, ἕνα κουκλάκι ἤ μία πολυκατοικία;», νὰ δής, θὰ σοῦ πῆ: «Ἕνα κουκλάκι». Καὶ τελικά τὰ μικρά παιδιά γνωρίζουν τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου.
Νὰ συλλάβη κανεὶς τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς. «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ...». Ἀπὸ ἐκεῖ ξεκινᾶ ἡ ἁπλότητα καὶ κάθε σωστή ἀντιμετώπιση.

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Α'- ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2015

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΕΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΒΟΗΘΗΣΕΙΣ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΚΟΙΤΑΞΕΙΣ ΝΑ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ!

Εάν θέλης να βοηθήσης την Εκκλησία, είναι καλύτερα να κοιτάξης να διορθώσης τον εαυτό σου, παρά να κοιτάς να διόρθωσης τους άλλους.
Αν διόρθωσης τον εαυτό σου, αµέσως διορθώνεται ενα κοµµατάκι της Εκκλησίας. Εάν φυσικά αυτό το έκαναν όλοι, η Εκκλησία θα ήταν διορθωµένη. 
Άλλα σήµερα οι άνθρωποι ασχολούνται µε όλα τα άλλα θέµατα εκτός από τον εαυτό τους. Γιατί το να ασχολήσαι µε τον εαυτό σου έχει κόπο, ενώ το να ασχολήσαι µε τους άλλους είναι εύκολο.
Εάν ασχοληθούµε µέ την διόρθωση του εαυτού µας και στραφούµε πιο πολύ στην «εσωτερική» δράσηπαρά στην εξωτερική, δίνοντας τα πρωτεία στην θεία βοήθεια, θα βοηθήσουµε τους άλλους περισσότερο και θετικώτερα. Επιπλέον θα έχουµε και την εσωτερική µας γαλήνη, η οποία θα βοηθάη αθόρυβα τις ψυχές που θα συναντάµε, γιατί η εσωτερική πνευµατική κατάσταση προδίδει την αρετή της ψυχής και αλλοιώνει ψυχές.
Όταν επιδίδεται κανείς στην εξωτερική δράση, πριν φθάση στην λαµπικαρισµένη εσωτερική πνευµατική κατάσταση, µπορεί να κάνη κάποιον πνευµατικό αγώνα, αλλά έχει στενοχώρια, άγχος, έλλειψη εµπιστοσύνης στον Θεό, και συχνά χάνει την ηρεµία του.
Εάν δεν κάνη καλό τον εαυτό του, δεν µπορεί να πη ότι το ενδιαφέρον του για το κοινό καλό είναι καθαρό. Όταν ελευθερωθή από τον παλαιό του άνθρωπο και από καθετί κοσµικό, έχει πλέον την θεία Χάρη, οπότε και ό ίδιος αναπαύεται, αλλά και κάθε είδους άνθρωπο αναπαύει.
Αν όµως δεν έχη Χάρη Θεού, δεν µπορεί ούτε στον εαυτό του να έπιβληθή ούτε τους άλλους να βοηθήση, για να φέρη θείο αποτέλεσµα. Πρέπει να βουτηχθή στην Χάρη και ύστερα να χρησιµοποιηθούν οι αγιασµένες πλέον δυνάµεις του για την σωτηρία των άλλων.

Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, «Πνευματική Αφύπνιση», Λόγοι Β”

ΠΡΩΤΟΠΡ. ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: 20 ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΙΑ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ


Για όλους και για όλα προσευχή. Πολλή προσευχή. Νηστεία και προσευχή διότι "τούτο το γένος των παθών και των δαιμόνων ουκ εκπορεύεται παρά μόνο με νηστεία και προσευχή".

1. Σε ξέχασαν; Δε σε πήραν ούτε τηλέφωνο; Δεν πειράζει. Και προπαντός μην παραπονείσαι

2. Σε αδίκησαν; Ξέχασέ το

3. Σε περιφρόνησαν; Να χαίρεσαι

4. Σε κατηγορούν; Μην αντιλέγεις

5. Σε κοροϊδεύουν; Μην απαντάς

6. Σε βρίζουν; Σιωπή και προσευχή

7. Σου αφαιρούν το λόγο; Σε διακόπτουν; Μη λυπάσαι

8. Σε κακολογούν; Μην αντιμάχεσαι

9. Σου μεταδίδουν ευθύνες τα παιδιά σου; Οι συγγενείς σου, οι δικοί σου οι άνθρωποι; Μη διαμαρτύρεσαι

10. Θυμώνουν μαζί σου; Να παραμένεις ήρεμος

11. Σου κλέβουν φανερά; Κάνε τον τυφλό

12. Σε ειρωνεύονται; Να μακροθυμείς

13. Δεν ακούνε τις συμβουλές σου; Ιδίως δεν ακούνε τις συμβουλές σου τα παιδιά σου; Πέσε στα γόνατα και κάνε προσευχή

14. Εκνευρισμός στο αντρόγυνο; Εσύ φταις, όχι ο άλλος

15. Έφταιξες; Ζήτησε συγγνώμη

16. Δεν έφταιξες; Πάλι ζήτησε συγγνώμη

17. Έχεις υγεία; Δόξαζε τον Θεόν

18. Έχεις αρρώστια; Έχεις καρκίνο; Ταλαιπωρείσαι, υποφέρεις, βασανίζεσαι, πονάς; Δόξαζε τον Θεόν

19. Γκρίνια, ανεργία, φτώχεια μέσα στο σπίτι; Νήστευσε, αγρύπνησε, κάνε προσευχή

20. Για όλους και για όλα προσευχή. Πολλή προσευχή. Πολλή προσευχή. Νηστεία και προσευχή διότι "τούτο το γένος των παθών και των δαιμόνων ουκ εκπορεύεται παρά μόνο με νηστεία και προσευχή".

Πρωτοπρεσβυτέρου Στεφάνου Κ. Αναγνωστοπούλου

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2015

ΜΕΓΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ: Η ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ!

Η ταπεινοφροσύνη

Χρόνια κράτησε ο διωγμός των χριστιανών.
Ποτάμια χύθηκε το τίμιο αίμα των Μαρτύρων. Κι ήρθε κάποια στιγμή που η ειδωλολατρική μανία του αυτοκράτορα κορέστηκε, αφού είχε πια τελειωθεί μαρτυρικά και ο άγιος Επίσκοπος της Αλεξάνδρειας, ο Πέτρος.
 
-Δεν με έκρινε άξιο ο Κύριος να μαρτυρήσω για την πίστη, δίπλα στους αδελφούς μου, σκεπτόταν ο Αντώνιος. Θα πορευτώ λοιπόν στη βαθιά έρημο για να δώσω την τελική μάχη με τον πονηρό μονολόγησε αποφασιστικά και κάτι σαν κρυμμένη υπερηφάνεια πήγε να σκιάσει την απόφαση του τούτης της χάρης. Σαν να ‘νιωσε κείνη την ώρα ο ασκητής πως ξεχωρίζει ο ερημίτης από πολλούς –σαν να ήταν η παλαίστρα της ερήμου ανώτερη μορφή χριστιανικής ζωής.
 
Τον πείραξε τούτος ο λογισμός, σαν αγκαθιών κάρφωμα βαθύ κι όρμησε τούτη η σκέψη να του πνίξει όλα τα λουλούδια που η μαρτυρική του προαίρεση είχε συλλέξει όλα τα χρόνια του διωγμού. Έμπειρος όμως πια αγωνιστής γρήγορα κατανόησε πως είχε πάλι να κάνει με παγίδα αντίδικου. Γι’ αυτό έπεσε σε βαθιά προσευχή.
-Κύριε, φανέρωσε μου, αν μέσα στην πόλη με τους θορύβους της μπορεί να φτάσει ο πιστός τα μέτρα τα πνευματικά που κατακτάει στη βαθειά έρημο ο ασκητής...
 
Δεν είχε ακόμα αποτελειώσει τούτο το αίτημα στον Πανάγαθο και φωνή ακούστηκε να του λέει:
-Το Ευαγγέλιο είναι ένα για όλους τους ανθρώπους, Αντώνιε. Κι αν θέλεις να βεβαιωθείς, πως αν κάνει κάνεις το θέλημα του Θεού σώζεται και αγιάζεται όπου και να ‘ναι, πέρασε, καθώς φεύγεις από την Αλεξάνδρεια, από το μαγαζάκι του μπαλωματή, που είναι άσημο και φτωχικό. Είναι εκεί κάτω στο τελευταίο της πόλης παραδρόμι.
-Στο μαγαζάκι του μπαλωματή, Κύριε; Και ποιός εκεί μπορεί να με βοηθήσει, να ρίξει φως στο λογισμό;απάντησε απορημένος ο Αντώνιος.
-Θα σου εξηγήσει ο μπαλωματής, ξανάκουσε την ίδια φωνή.
-Ο μπαλωματής; Τι ξέρει αυτός ο άνθρωπος από αγώνες και πειρασμούς; Τι γνώρισε ο πτωχός βιοπαλαιστής, από της πίστης τις κορυφές κι απ’ την αλήθεια; Αναρωτήθηκε.
 
Αντίρρηση όμως δεν μπόρεσε να ορθώσει στη θεία υπόδειξη. Γι’ αυτό μόλις ξημέρωσε πήρε το δρόμο που έβγαζε από την πόλη. Όπως του είχε υποδείξει ο Θεός, στάθηκε, καθώς συνάντησε το τελευταίο παραδρόμι, και βρήκε το μαγαζάκι του μπαλωματή.
Χαρούμενα και σεβαστικά ο απλός άνθρωπος τον υποδέχτηκε και τον ρώτησε:
-Σε τι μπορώ να σου φανώ χρήσιμος, Αββά; Αγράμματος κι άξεστος χωρικός είμαι, μα για το ξένο, όποιος και να’ ναι, ο ντόπιος χρήσιμος πάντα είναι.
-Ο Κύριος με έχει στείλει να με διδάξεις, είπε ταπεινά ο ασκητής.
Πετάχτηκε επάνω απορημένος ο φτωχός βιοπαλαιστής.
-Εγώ; Τι μπορώ εγώ ο αγράμματος να διδάξω την αγιοσύνη σου; Δεν ξέρω να’ χω κάνει στη ζωή μου τίποτα το καλό και το αξιόλογο, κάτι που να μπορεί να σταθεί αψεγάδιαστο, μπροστά στα μάτια του Θεού.
-Πες μου τι κάνεις για να περνάς την ημέρα σου; Ξέρει ο Θεός, αλλιώς Εκείνος ζυγίζει και κρίνει τα πράγματα, επέμενε ο Αντώνιος.
-Εγώ, Αββά, ποτέ δεν έκανα τίποτα το καλό, μονάχα που αγωνίζομαι σύμφωνα με τις άγιες εντολές του Ευαγγελίου. Κι ακόμα προσπαθώ ποτέ να μην ξεχνώ και να μην παραβλέπω τις ελλείψεις και την πνευματική ακαρπία μου. Καθώς λοιπόν δουλεύω ολημερίς σκέπτομαι και λέω στον εαυτό μου: Ταλαίπωρε άνθρωπε, όλοι θα σωθούν και μόνο εσύ άκαρπος μένεις. Εξαιτίας της αμαρτίας σου, το Άγιο Πρόσωπο Του ποτέ δεν θα αξιωθείς να δεις.
-Σ’ ευχαριστώ Κύριε, υψώνοντας τα δακρυσμένα μάτια του προς τον ουρανό ο ασκητής. Κι ενώ ο μπαλωματής στεκόταν απορημένος για τούτο το φέρσιμο, ο ασκητής τον αγκάλιασε στοργικά και τον αποχαιρέτησε λέγοντας:
-Σ’ ευχαριστώ και εσένα, άγιε άνθρωπε. Σ’ ευχαριστώ, γιατί με δίδαξες πως τόσο εύκολα, μονάχα με τον ταπεινό λογισμό καθένας ζει την χάρη του Παραδείσου.
 
Κι ενώ ο φτωχός μπαλωματής συνέχισε να κοιτάζει αμήχανα, χωρίς τίποτα απ’ όλα αυτά να καταλαβαίνει, ο Αντώνιος πήρε το ραβδί κι ωφελημένος τράβηξε το μονοπάτι που οδηγούσε βαθιά στην έρημο.
Βάδιζε με μόνη συντροφιά του ραβδιού του το χτύπημα. Βάδιζε κι η προσευχή του καυτή σαν της έρημης γης τη λάβα υψωνόταν ολόισια στον ουρανό.
Πορευόταν ολημερίς και προσευχητικά αναλογιζόταν το μάθημα που είχε πάρει εκείνη την ημέρα από το φτωχό μπαλωματή.
-Η ταπεινοφροσύνη! Αυτό λοιπόν είναι το γρήγορο στρατί για του Παράδεισου την πόρτα, έλεγε με το λογισμό. Η ταπεινοφροσύνη είναι η στολή που ντύθηκε ο Θεός κι ήρθε στη γη σαν άνθρωπος, μονολογούσε ο Αντώνιος κι αγωνιζόταν να συλλάβει το μεγαλείο τούτης της άγιας αρετής.
 
Βάδιζε, προσευχόταν και στο νου του έφερνε όσα τον είχε διδάξει ο Θεός, ώσπου έξαφνα μπροστά του αντίκρισε ριγμένο καταγής πλήθος αναρίθμητο από πρωτόγνωρες παγίδες. Παγίδες κάθε είδους, επινοήσεις φοβερές, πανούργου νου πρωτότυπα εφευρήματα.
-Θεέ μου, αναφώνησε κι έστρεψε τρομαγμένο το βλέμμα και την ψυχή του στον ουρανό. Ποιός θα μπορούσε Κύριε να ξεφύγει ποτέ, από τέτοια εφευρήματα και πανουργίες;
Η ταπεινοφροσύνη, Αντώνιε. Αυτή μπορεί με μιας όλες αυτές να τις διαλύσει, ακούστηκε πάλι η γλυκιά, η γνώριμη φωνή βαθιά μεσ’ την καρδιά του. Κι ήταν αυτή η απάντηση που έχυσε μέσα του φως και του έδωσε κουράγιο για τις καινούργιες μάχες, που έμελλε βαθιά στην έρημο να δώσει, με του ανθρώπου τον προαιώνιο εχθρό.
 
Από το Γεροντικό

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2015

Η ΘΛΙΨΗ ΤΟΥ ΑΡΧ. ΜΙΧΑΗΛ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥΣ ΗΓΕΤΕΣ!



Ο Αρχάγγελος δακρύζει
όταν βλέπει θρησκευτικούς και πολιτικούς ηγέτες
να αποστατούν και να μην ζουν
την αγωνία του Θεού για τα σπλάχνα Του.

ΨΑΛΜΟΣ 41: ΔΙΨΑ Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΤΟΝ ΘΕΟΝ!

ΕΔΙΨΑΣΕΝ Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΤΟΝ ΘΕΟ
(ΨΑΛΜΟΣ 41)

2 ΟΝ ΤΡΟΠΟΝ ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων, οὕτως ἐπιποθεῖ ἡ ψυχή μου πρός σέ, ὁ Θεός. 3 ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεὸν τὸν ζῶντα· πότε ἥξω καὶ ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ; 4 ἐγενήθη τὰ δάκρυά μου ἐμοὶ ἄρτος ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἐν τῷ λέγεσθαί μοι καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν· ποῦ ἐστιν ὁ Θεός σου; 5 ταῦτα ἐμνήσθην καὶ ἐξέχεα ἐπ᾿ ἐμὲ τὴν ψυχήν μου, ὅτι διελεύσομαι ἐν τόπῳ σκηνῆς θαυμαστῆς ἕως τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ ἐν φωνῇ ἀγαλλιάσεως καὶ ἐξομολογήσεως ἤχου ἑορτάζοντος. 6 ἱνατί περίλυπος εἶ, ἡ ψυχή μου, καὶ ἱνατί συνταράσσεις με; ἔλπισον ἐπὶ τὸν Θεόν, ὅτι ἐξομολογήσομαι αὐτῷ· σωτήριον τοῦ προσώπου μου καὶ ὁ Θεός μου. 7 πρὸς ἐμαυτὸν ἡ ψυχή μου ἐταράχθη· διὰ τοῦτο μνησθήσομαί σου ἐκ γῆς ᾿Ιορδάνου καὶ ᾿Ερμωνιείμ, ἀπὸ ὄρους μικροῦ. 8 ἄβυσσος ἄβυσσον ἐπικαλεῖται εἰς φωνὴν τῶν καταῤῥακτῶν σου, πάντες οἱ μετεωρισμοί σου καὶ τὰ κύματά σου ἐπ᾿ ἐμὲ διῆλθον. 9 ἡμέρας ἐντελεῖται Κύριος τὸ ἔλεος αὐτοῦ, καὶ νυκτὸς ᾠδὴ αὐτῷ παρ᾿ ἐμοί, προσευχὴ τῷ Θεῷ τῆς ζωῆς μου. 10 ἐρῶ τῷ Θεῷ· ἀντιλήπτωρ μου εἶ· διατί μου ἐπελάθου; καὶ ἱνατί σκυθρωπάζων πορεύομαι ἐν τῷ ἐκθλίβειν τὸν ἐχθρόν μου; 11 ἐν τῷ καταθλᾶσθαι τὰ ὀστᾶ μου ὠνείδιζόν με οἱ ἐχθροί μου, ἐν τῷ λέγειν αὐτούς μοι καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν· Ποῦ ἐστιν ὁ Θεός σου; 12 ἱνατί περίλυπος εἶ, ἡ ψυχή μου; καὶ ἱνατί συνταράσσεις με; ἔλπισον ἐπὶ τὸν Θεόν, ὅτι ἐξομολογήσομαι αὐτῷ· σωτήριον τοῦ προσώπου μου καὶ ὁ Θεός

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2015

Η ΑΜΕΤΑΝΟΗΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ (ΚΑΙ Μ’ ΑΥΤΑ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΞΕΨΥΧΗΣΕ…)!

Κάποτε, μία γυναίκα ζούσε με νηστείες και προσευχές.
Φαινόταν εξωτερικά ευλαβής, είχε όμως πολλή υπερηφάνεια και πίστευε πως ήταν αγία.

Είχε επίσης τόση μνησικακία, που, αν μάλωνε με κάποια άλλη, όχι μόνο δεν τη συγχωρούσε, μα ούτε ήθελε να την ξαναδεί στα μάτια της.
Κάποτε αρρώστησε και κάλεσε τον πνευματικό, αλλά δεν εξομολογήθηκε καθαρά- αυτό το συνηθίζουν μερικοί επιπόλαιοι χριστιανοί, που κρύβουν τις μεγάλες αμαρτίες και φανερώνουν τις μικρές.
Τέλος, όταν ο ιερέας έφερε τα Άγια για να την κοινωνήσει, εκείνη γύρισε στον τοίχο το πρόσωπο και δεν μπορούσε ούτε να αντικρίσει τον θείο μαργαρίτη.

Την ίδια στιγμή, με θεία παραχώρηση, ομολόγησε με δυνατή φωνή:
Όπως εγώ από υπερηφάνεια δεν συγχωρούσα όσους μου έφταιγαν, αλλά τους αποστρεφόμουν, έτσι τώρα αποστρέφει και ο Κύριος το πρόσωπό Του από μένα και δεν θέλει να μπει στην ανάξια ψυχή μου. Δεν θα τον δω στην ουράνια βασιλεία, αλλά θα καίγομαι στην αιώνια κόλαση!

Και μ’ αυτά τα λόγια ξεψύχησε…

(Αγαπίου μοναχού (Λάνδου), «Αμαρτωλών σωτηρία»)

http://amartolon-sotiria.blogspot

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΤΟΝ ΑΜΦΙΒΑΛΛΟΝΤΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟ

Επτακόσια περίπου χρόνια μετά την γέννηση του Χριστού, ήταν ένας ερημίτης Αθηναίος, σοφός στα γράμματα, και στην αρετή σοφότερος.
Το όνομά του ήταν Αιγίδιος , και μετά τον θάνατο των γονέων του, μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς και αναχώρησε για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους. Εκεί απήλθε στα ενδότερα μέρη της ερήμου σε έναν τόπο άβατο και απόκρυφο, όπου βρήκε ένα σπήλαιο με μια πηγή ωραιότατη και λίγα δένδρα.Στην ησυχία λοιπόν του τόπου εκείνου έμεινε και ασκήτευε τρεφόμενος, κατά Θεία Οικονομία, από το γάλα μίας ελαφίνας και άγρια χόρτα.
Κοντά σ’ εκείνα τα μέρη σ’ ένα κάστρο ήταν ένας διδάσκαλος που στο λογισμό του ο μισόκαλος, είχε σπείρει ζιζάνια και είχε αμφιβολία για την Παρθενία της Υπεραγίας Θεοτόκου.Αυτόν τον δαιμονικό λογισμό δεν μπορούσε με τίποτα να τον διώξει απ’ το μυαλό του. «Πως γίνεται να είναι μητέρα και παρθένος;» αναρωτιόταν. 
Όταν άκουσε για τον αναχωρητή Αιγίδιο, ότι ήταν σε μεγάλα πνευματικά μέτρα, αποφάσισε να πάει να τον συμβουλευτεί για τον λογισμό του, και να τον βοηθήσει να απαλλαγεί από αυτή την βλάσφημη σκέψη.
Ενώ βρισκόταν σε μικρή απόσταση πριν από το κελί του αββά Αιγιδίου εξήλθε ο γέροντας να τον προϋπαντήσει. Όταν πλησίασε ο ένας τον άλλον ο διδάσκαλος έβαλε εδαφιαία μετάνοια.
Ο αββάς δεν του αποκρίθηκε αλλά χτύπησε με το ραβδί του πάνω σε μία πέτρα λέγοντας: «Παρθένος προ τόκου» και ευθύς πάνω στη πέτρα φύτρωσε ένα κρίνο όμορφο και με ευωδία θαυμάσια. Ξαναχτυπά την πέτρα λέγοντας :«Παρθένος εν τόκω» και δεύτερο κρίνο φύτρωσε όμοιο με το πρώτο. Έπειτα χτύπησε για Τρίτη φορά με το ραβδί του στην πέτρα λέγοντας: «Και μετά τόκον Παρθένος μείνασα».
Και ευθύς βγήκε άλλο ένα θαυμάσιο κρίνο. Τότε ο αββάς, χωρίς να πει άλλη κουβέντα γύρισε στο κελί του.
Ο δε διδάσκαλος έχοντας μείνει έκπληκτος απ’ αυτή τη θαυματουργία και λυτρωμένος από τον πειρασμό έφυγε και κήρυττε σε όλους το παραπάνω θαύμα, προς δόξαν της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας. Αμήν.

Από το βιβλίο του Αγαπίου Λάνδου «Αμαρτωλών σωτηρία»