Ο στάρετς Βαρσανούφιος |
Ο στάρετς Βαρσανούφιος
Ο στάρετς Βαρσανούφιος ήταν ένας
από τους μεγαλύτερους αγίους γέροντες που έζησαν στην Όπτινα. Γεννήθηκε στις 5 Ιουλίου 1845 στο Όρενμπουργκ.
Καταγόταν από Κοζάκους γονείς και το κοσμικό του όνομα ήταν Παύλος Ιβάνοβιτς
Πλεχάνωφ.
Σπούδασε στη στρατιωτική σχολή του
Πολότσκ και στη συνέχεια αποφοίτησε από τη στρατιωτική Ακαδημία του Όρενμπουργκ.
Μετά έγινε αξιωματικός του τσαρικού στρατού κι έφτασε ίσαμε το βαθμό του
συνταγματάρχη.
Κάποτε αρρώστησε από μιαν απλή
πνευμονία, πού όμως παρά λίγο να τον οδηγήσει στο θάνατο. Την ώρα πού κατ’
εντολή του ένας στρατιώτης του διάβαζε το ευαγγέλιο έχασε τις αισθήσεις του. Και
τότε είδε ξαφνικά ν’ ανοίγει ο ουρανός. Από το δυνατό φως και το φόβο του
ταράχτηκε πολύ. Σε μια στιγμή συνειδητοποίησε το παρελθόν του, την αμαρτωλή ζωή
του κι ένιωσε έντονη τη διάθεση για μετάνοια. Και μέσα σ’ αυτήν την έκσταση άκουσε
μια φωνή να του λέει: «Να πας στην Όπτινα».
Η προαγωγή σε
στρατηγό του τσαρικού στρατού
Μ’ όλο πού οι γιατροί του ήταν
απαισιόδοξοι για την έκβαση της υγείας του, ό συνταγματάρχης Παύλος Πλεχάνωφ
έγινε καλά και πήρε το δρόμο για την Όπτινα. Εκεί συνάντησε το στάρετς
Αμβρόσιο, ό όποιος του έδωσε εντολή να γυρίσει πρώτα για να τακτοποιήσει τις
εκκρεμότητες του και μετά να πάει στο μοναστήρι. Του έδωσε όμως προθεσμία
τρεις μήνες. Αν καθυστερούσε περισσότερο, ή ψυχική του βλάβη θα ήταν μεγάλη. Ο
Παύλος γύρισε στην Πετρούπολη, αλλά τα εμπόδια πού συνάντησε ήταν μεγάλα. Πρώτα
του πρόσφεραν προαγωγή σε στρατηγό. Μετά του βρήκαν μια θαυμάσια σύζυγο, έπειτα
ο περίγυρος άρχισε να του φέρνει εμπόδια και να προσπαθεί να τον μεταπείσει. Με
δυσκολία κατόρθωσε ό Παύλος να ρυθμίσει τις εκκρεμότητες του και να φτάσει στην
Όπτινα την τελευταία μέρα της τρίμηνης προθεσμίας του, για να βρει όμως το
στάρετς Αμβρόσιο μέσα στο ναό, στο φέρετρο του.
Ο ηγούμενος π. Ανατόλιος τον
παρέδωσε στην υποταγή του στάρετς Νεκταρίου. Κοντά του ό δόκιμος Παύλος πέρασε
όλα τα στάδια της μοναχικής υπακοής, έγινε μοναχός με το όνομα Βαρσανούφιος και
χειροτονήθηκε ιερομόναχος.
Στη διάρκεια του ρωσοϊαπωνικού
πολέμου ό π. Βαρσανούφιος κλήθηκε να υπηρετήσει ως εφημέριος στο νοσοκομείο του
Αγίου Σεραφείμ. Με το τέλος του πολέμου γύρισε στην Όπτινα και διαδέχτηκε ως
προϊστάμενος της σκήτης το στάρετς Ιωσήφ.
Ο π. Βαρσανούφιος ήταν άνθρωπος με
εξαιρετική μόρφωση, αρκετή ευφυΐα και ακέραιο χαρακτήρα. Ως προϊστάμενος της
σκήτης βοήθησε με όλες του τις δυνάμεις, πνευματικές και σωματικές, στην
οικοδομική ανανέωση και την εύρυθμη λειτουργία της. Συνδύαζε αρμονικότατα την
αυστηρότητα με την επιείκεια και τη στοργική αγάπη προς τους αδελφούς της
σκήτης. Δε δίσταζε να επιτιμά όταν το έκρινε απαραίτητο, ήταν όμως πολύ
σπλαχνικός προς εκείνους πού μετανοούσαν. Όπως κι οι άλλοι γέροντες της Όπτινα
ήταν κι αυτός μεγάλος ασκητής κι είχε το χάρισμα της προορατικότητας, πού το
χρησιμοποιούσε ιδιαίτερα στην εξομολόγηση.
Το πρόβλημα της
υγείας του
Πολλοί άνθρωποι πού επισκέπτονταν
τον π. Βαρσανούφιο έγιναν χάρη στις προσευχές και τις συμβουλές του αληθινά
παιδιά της Εκκλησίας. Ανάμεσα στα πνευματικά του παιδιά συγκαταλέγεται κι ό
συγγραφέας Σέργιος Νείλος, πού έμεινε κοντά του στη σκήτη περίπου πέντε χρόνια
κι ήταν υπεύθυνος για τα αρχεία του μοναστηριού.
Πολλά από τα πνευματικά του παιδιά
τον ευλαβούνταν ιδιαίτερα, δεν έλειψαν όμως και κείνοι πού δεν τους άρεσε αυτή
του ή πνευματική δραστηριότητα. Ό στάρετς αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες και
πειρασμούς, ιδιαίτερα μετά την κοίμηση του προηγούμενου προϊσταμένου της
σκήτης, του στάρετς Ιωσήφ.
Από το 1909 ό στάρετς Βαρσανούφιος
αρρώσταινε όλο και πιο συχνά. Κι ακόμα συχνότερα άρχισε να μιλάει για το θάνατο
του πού πλησίαζε. Γύρω στον Απρίλιο του ίδιου χρόνου ό π. Αλέξιος ο πορτάρης
του ‘φερε ένα δέμα πού του είχε στείλει μια μοναχή. Τι είχε μέσα; “Ένα μεγάλο
σχήμα των μοναχών. Ό στάρετς ποθούσε από καιρό να γίνει μεγαλόσχημος. Αυτό όμως
το λογάριασε σημαδιακό.
- Αυτό είναι ένδειξη ότι το τέλος
μου είναι κοντά, είπε.
‘Άφησε την τελευταία του πνοή στο
Γκολουτβίνσκυ, την 1η Απριλίου του 1913. Ως το τέλος του είχε διαύγεια
πνευματική. Προσευχόταν συνέχεια στο Χριστό και την Παναγία κι επικαλούνταν
πολλούς αγίους, τους όποιους ευλαβούνταν ιδιαίτερα, καθώς και τους γέροντες της
Όπτινα πού είχαν ήδη κοιμηθεί.
Τα τελευταία του λόγια ήταν για
τον παράδεισο. Το σώμα του, καλυμμένο με το μεγάλο και αγγελικό σχήμα,
τοποθετήθηκε στην εκκλησία του Γκολουτβίνσκυ, οπού έμεινε ως τις 6 Απριλίου,
Σάββατο του Λαζάρου. Την ημέρα εκείνη ό επίσκοπος Τρύφων λειτούργησε κι
εκφώνησε μια εμπνευσμένη και ζεστή ομιλία, λέγοντας ανάμεσα στ’ αλλά
απευθυνόμενος, στο νεκρό:
«Ήξερες μόνο ν’ αγαπάς, μονό να
‘σαι καλός, παρ’ όλη τη θάλασσα του μίσους και των συκοφαντιών πού έπεσε επάνω
σου. Όλα τα δεχόσουν με υπομονή, όπως ό Ιώβ. Είμαι ό ίδιος μάρτυρας και το
επιβεβαιώνω πώς λόγος κατάκρισης δεν ακούστηκε από σένα για κανέναν. . . Σαν
ποιμενάρχης γνωρίζω Τι σημαίνουν τέτοιοι γέροντες για μας. 0ι συμβουλές του
ήταν πολύτιμες, γιατί τη μόρφωση του τη συμπλήρωνε με την εμπειρία και το ύψος
της μοναχικής ζωής . . .»Το σώμα του, με εντολή της Ιεράς Συνόδου, μεταφέρθηκε
μετά με ειδικό τρένο μέχρι το Κόζελσκ, κι από κει τον κουβάλησαν κληρικοί στην
Όπτινα στα χέρια τους. Στις 9 Απριλίου, Μεγάλη Τρίτη, έγινε ή κηδεία κι ή ταφή
του στη σκήτη, παρουσία 21 ιερομόναχων, 4 διακόνων και πλήθους κόσμου.
Μοναχός Νικόλαος της Όπτινα κατά κόσμον Γιουσούφ Αμπντούλ Ογλού |
Ο
Τούρκος διοικητής που έγινε μάρτυρας
Ένας άλλος κρυμμένος θησαυρός στο
κοιμητήριο της Σκήτης είναι και ο μοναχός Νικόλαος, πιο γνωστός στους πατέρες
με το υποκοριστικό όνομα «ο Τούρκος», λόγω της προφοράς του και της μελαχρινής
του όψης. Την πραγματική του καταγωγή γνώριζαν μόνο οι πατέρες Αμβρόσιος,
Ανατόλιος και η ελαχιστότητά μου, πού είχα το ευτύχημα να είμαι και ο
πνευματικός του πατέρας.
Ο Γιουσούφ Ογλού ήταν κάποτε
πασάς, στρατηγός και διοικητής των Τουρκικών Δυνάμεων. Ποιος θα το περίμενε
ποτέ ότι ένας τέτοιος άνθρωπος θα τελείωνε την ζωή του όχι άπλα στην Ρωσία,
αλλά, σε μοναστήρι σαν μοναχός, και μάλιστα σαν νεομάρτυρας; Πιστεύω ούτε και ο
ίδιος.
Κατά την διάρκεια του Ρωσο –
Τούρκικου πολέμου (1853-1856) ήταν διοικητής του Τούρκικου στρατού. Οι Τούρκοι
υπέβαλλαν τους αιχμαλώτους σε φρικτά βασανιστήρια. Ο πασάς, πού σαν θεατής
παρακολουθούσε από κοντά τα διαδραματιζόμενα, κυριολεκτικά θαύμαζε την αντοχή
και την σταθερότητα των νεαρών αυτών Ρώσων στρατιωτών. Ρώτησε να μάθει, γιατί
νέα παιδιά προτιμούσαν όχι απλώς να πεθάνουν με ένα τόσο φρικτό θάνατο, αλλά
τον δέχονταν με χαρά, παρά να αρνηθούν την χριστιανική τους πίστη, για να χαρούν
την ομορφιά της ζωής. Και επειδή φαίνεται, πώς ήταν άνθρωπος με καλή διάθεση,
ζήτησε να γνωρίσει καλύτερα την χριστιανική πίστη.
Μια ήμερα φώναξε έναν Ορθόδοξο
ιερέα και τον εβάπτισε στα κρυφά. Στην συνέχεια έφυγε για την Περσία. Οι Τούρκοι
μόλις έμαθαν ότι πρόδωσε το Ισλάμ έψαχναν να τον σκοτώσουν. Τελικά τον
συνέλαβαν ζωντανό και με αιχμηρά αντικείμενα – λεπίδες και ξυραφάκια – εχάραξαν
σταυρούς σε όλο το μήκος της πλάτης και του στήθους του. Στο τέλος για να τον
αποτελειώσουν του τσάκισαν ένα προς ένα όλα τα κόκκαλα. Μέσα σε αυτούς τους
φρικτούς πόνους ο Γιουσούφ σωριάστηκε λιπόθυμος. Νομίζοντας τον για νεκρό τον
πέταξαν τροφή στα σκυλιά. Ο Κύριος όμως τον προστάτευε. Ανάκτησε τις αισθήσεις
του. Από το μέρος εκείνο έτυχε να διαβαίνουν Ρώσοι έμποροι και τον περιμάζεψαν.
Εκείνος τους είπε πώς του επιτέθηκαν ληστές. Από συμπόνια τον έφεραν μαζί τους
στον Καύκασο και τον παρέδωσαν σε μια ευσεβή γυναίκα να τον φροντίσει. Έγινε
καλά. Άλλα ήταν πλέον αγνώριστος. Σε όλη του την ζωή παρέμεινε διπλωμένος στα
δύο. Ντυμένος φτωχικά και με ένα μπαστούνι στο χέρι κατάφερε και πέρασε στην
Οδησσό. Από εκεί ταξίδευσε σε όλα τα προσκυνήματα της Ρωσίας μέχρι πού τα
βήματα του τον οδήγησαν στην Όπτινα.
Κατά την παραμονή του εδώ
αρρώστησε και οι πατέρες τον μετέφεραν στο νοσοκομείο της Μονής. Επειδή ρωσικά
λίγα ήξερε, ζήτησε να του φέρουν κάποιον πού να μιλάει τα γαλλικά, γιατί ήθελε
να εξομολογηθεί. Την εποχή αυτή, αν και ζούσα έγκλειστος, κάνοντας υπακοή
δέχθηκα να τον εξομολογήσω.
Αφού μου εξιστόρησε όλη του την
ζωή, στο τέλος με ύφος αυστηρό, ζήτησε, όσο ακόμη βρισκόταν στην ζωή, να μην
εκμυστηρευθώ σε κανένα το παραμικρό γεγονός πού είχε σχέση με την ζωή του. Μέσα
σε λίγο χρόνο ανέκτησε την υγεία του και αμέσως μετά έγινε η κουρά του σε
μοναχό με το όνομα Νικόλαος.
Το θαύμα στον τάφο του
Ήταν ένας άνθρωπος ασυνήθιστος:
πάντοτε σιωπηλός, ντροπαλός ,φιλάσθενος τους απόφευγε όλους. Σαν άλλος
μαγνήτης, σε τραβούσε, χωρίς να το θέλεις, να τον αγαπήσεις. Ποτέ δεν επήγαινε
στα κελλιά των πατέρων ούτε την ημέρα, πολύ περισσότερο την νύχτα. Αξιώθηκε από
τον Θεό, όπως ο όσιος Ανδρέας, να αρπαγεί στον παράδεισο και να ιδεί τα
σκηνώματα των δικαίων σαν αμοιβή για όλα όσα υπέφερε στην ζωή του για τον
Χριστό.
Δεν θα το λησμονήσω ποτέ, όταν
κάποια ημέρα ενώ περπατούσαμε μαζί, γύρισε και μου είπε:
- Γέροντα, δεν ακούς κάτι;
- Όχι! Τίποτα. Τι είναι; Τι ακούς;
- Δεν ακούς τους αγγέλους να
ψάλλουν; Ω, Τι ωραία μελωδία! Τι ευτυχία! Τι χαρά!
Εγώ δεν άκουγα τίποτα. Και εκείνος
μέσα στην απλότητα του έμεινε κατάπληκτος με την κουφαμάρα μου.
Έζησε στην Σκήτη μόνο δύο χρόνια. Στις 18 Αυγούστου
1893, αρρώστησε χωρίς ελπίδα ανάρρωσης. Εκοιμήθη σε ηλικία 65 χρονών. Όταν οι
πατέρες ετοίμαζαν το σώμα του για την ταφή βρέθηκαν μπροστά σε ένα θέαμα πού
έκαμε το αίμα στις φλέβες τους να παγώσει. Όλο του το σώμα ήταν μια πληγή ,
ακρωτηριασμένο, στιγματισμένο από μαχαιρώματα. Ήταν ένας αληθινός μάρτυρας του
Χριστού. Και το πιο παράξενο: μέχρι σήμερα στο μονοπάτι πού οδηγεί στον τάφο
του δεν έχει φυτρώσει ούτε το ελάχιστο χορταράκι! Καθαρό, ελεύθερο στους
διαβάτες! Για όσους επιθυμούν να προσκυνήσουν στον τάφο του.