ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΞΙΜΟΒΙΤΣ: ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΕΝΟΣ ΖΗΤΙΑΝΟΥ ΚΑΙ ΕΝΟΣ ΔΙΑΣΗΜΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ (Ο ΣΙΓΟΥΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ)!

 Διάλογος ενός ζητιάνου και ενός διάσημου θεολόγου
(Ο σίγουρος δρόμος προς τη Βασιλεία)
Αγίου Ιωάννη Μαξίμοβιτς
 
Στό βιβλίο τού αγίου Ιωάννου Μαξίμοβιτς υπάρχει ένας διάλογος ενός ζητιάνου μέ ένα διάσημο θεολόγο. Ο θεολόγος επί οκτώ έτη ακατάπαυστα παρακαλούσε τό Θεό νά τού φανερώσει κάποιον άνθρωπο, πού θά μπορούσε νά τού δείξει τόν πιό σίγουρο δρόμο γιά τή Βασιλεία τών Ουρανών. Κάποια μέρα πού έφθασε στό αποκορύφωμα τής προσευχής άκουσε μιά φωνή «Πήγαινε καί στήν έξοδο τής Εκκλησίας θά βρείς τόν άνθρωπο πού ζητάς».
Πηγαίνει βιαστικά στήν Εκκλησία, όπου βρίσκει ένα γέρο ζητιάνο μέ κουρελιασμένα ρούχα καί πληγωμένα γόνατα καί τόν χαιρετά:
 
- «Καλό καί ευτυχισμένο πρωινό, γέροντα».
- «Ποτέ δέν είχα κακό καί δυστυχισμένο πρωινό».
(ο άλλος εν αμηχανία διορθώνει)
- «Είθε νά σού στείλει ο Θεός κάθε αγαθό»!
- «Ουδέποτε μού εστάλη κάτι μή αγαθό»!
(ο θεολόγος παραξενεύεται καί τού λέει)
- «Τί συμβαίνει μέ σένα, γέροντα; Εγώ σού εύχομαι κάθε ευτυχία».
- «Μά ποτέ δέν είμαι δυστυχής. Ζώ σύμφωνα μέ τό θέλημα τού Θεού. Γιά τό ζυγό πού μού έδωσε ο Θεός ποτέ δέν δυσανασχέτησα καί είμαι πάντοτε ευχαριστημένος».
- «Από πού ήλθες εσύ, γέροντα, εδώ»;
- «Από τόν Θεό».
- «Καί πού Τόν βρήκες»;
«Εκεί πού Τόν άφησα στήν αγαθή θέληση».
- «Ποιός είσαι, γέροντα, καί σέ ποιά τάξη ανήκεις»;
- «Οποιος κι άν είμαι, είμαι ικανοποιημένος μέ τήν κατάστασή μου, γιατί βασιλεύς είναι αυτός πού κυβερνά καί διευθύνει τόν εαυτό του».
 
Ο θεολόγος αποδέχθηκε τελικά πώς ο δρόμος τού ζητιάνου ήταν ο μόνος σίγουρος γιά τόν Ουρανό, δηλ. η τελεία παράδοση στό θέλημα τού Θεού»
 
Πηγή: ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΡΕΒΥΘΙΑ

«Μια από τις μέρες που βρισκόμουν στην Ιερουσαλήμ, πρόσεξα ότι μερικοί κάτοικοι της Βηθλεέμ, αραβόφωνοι Χριστιανοί, μοίραζαν στους προσκυνητές -επί αμοιβή- πέτρινα ρεβύθια. Τους ρώτησα από πού τα βρίσκουν. Μου είπαν ότι μεταξύ της Ιερουσαλήμ και της Βηθλεέμ, αριστερά του αμαξωτού δρόμου που οδηγεί στην Βηθλεέμ, υπάρχει ένα παλαιό αλώνι, εκεί όπου βρίσκονται τα πέτρινα ρεβύθια. Για να έχω σαφή γνώση του πράγματος, την άλλη μέρα, πήρα για οδηγό έναν που είχε στην κατοχή του αυτά τα πέτρινα ρεβύθια και πήγα επί τόπου. 
-Να, το αλώνι! Από 'δω είναι τα πέτρινα ρεβύθια, μου είπε ο οδηγός μου σαν φτάσαμε. 
Όντως, αριστερά του δρόμου, υπάρχει ένα ευρύχωρο αλώνι, σκαλισμένο στην πέτρα. Παλιά τα αλώνια ήταν με γερή πέτρα, την οποία, την εξομάλυναν και την ισοπέδωναν καλά. Κι αυτό γιατί οι πέτρες στην Βηθλεέμ και γύρω από αυτήν είναι τόσο εύπλαστες, που τις κόβουν με το πριόνι. 
Μπήκαμε μέσα στο αλώνι. Στις άκρες του, είχαν συσσωρευθεί χώματα και χαλίκια. Εκεί, ανάμεσά τους, βρισκόντουσαν τα πέτρινα ρεβύθια. Μάζεψα πάνω από μια οκά. Από αυτά, άλλα ήταν καλώς ώριμα, άλλα ήταν μικρότερα και λιγότερο ώριμα, και μερικά ήταν ακοπάνιστα με το έξω τους ένδυμα (φλοιό). 

Αφού ρώτησα πολλούς, πώς γίνεται και, γιατί μόνον εκεί, σ' αυτό το αλώνι να βρίσκονται αυτά τα απολιθωμένα ρεβύθια, πήρα την απάντηση, ότι, η Παναγία μας μαζί με τον Μνήστορα τον Ιωσήφ, όπως λέει και το θείο και ιερό Ευαγγέλιο, ανέβαιναν στα Ιεροσόλυμα από την Ναζαρέτ. Επειδή όμως ο Ιωσήφ καταγόταν από την Βηθλεέμ, είχε κι εκεί συγγενείς, πήγαιναν στην Βηθλεέμ κι έμεναν εκεί για μερικές μέρες. 

Μια μέρα, ενώ πήγαινε η Κυρία Θεοτόκος, από την Βηθλεέμ προς τα Ιεροσόλυμα, μαζί με τον Μνήστορα Ιωσήφ και με τον Ιησού Χριστό, όταν Αυτός -κατά το ανθρώπινον- ήταν μικρό παιδάκι, ένας κάτοικος της Βηθλεέμ, ήταν εκεί στο αλώνι που είπαμε, και κοπάνιζε ρεβίθια. Λέει η Παράδοση, ότι, τα ζώα, μόλις έβλεπαν την Θεοτόκο που είχε στην αγκαλιά Της τον Χριστό, που ήταν μικρό παιδάκι, έμεναν ακίνητα μέχρι ότου να περάσει η Παναγία μας μαζί με το Χριστό. 
Μόλις, λοιπόν, είδαν την Θεοτόκο με τον Χριστό τα ζώα με τα οποία αλώνιζε τα ρεβίθια αυτός ο Βηθλεεμίτης, σταμάτησαν, ακινητοποιήθηκαν. Η Θεοτόκος και ο Ιωσήφ χαιρέτισαν εκείνον τον άνθρωπο και τον ρώτησαν τί αλωνίζει. Αυτός, λόγω του ότι τα ζώα ακινητοποιήθηκαν με παράδοξο και ανεξήγητο τρόπο, οργίστηκε. Και τους απάντησε με οργή: "Πέτρες, αλωνίζω!". Αμέσως, τα ρεβύθια του έγιναν πέτρες και βρίσκονται εκεί μέχρι σήμερα. 
Εγώ που πήγα εκεί επί τόπου και εξέτασα με προσοχή αυτά τα πέτρινα ρεβύθια, πείσθηκα ότι έτσι ακριβώς έχει το πράγμα. Το αλώνι, σώζεται ανέπαφο κοντά στον αμαξωτό δρόμο και μέσα σ' αυτό βρίσκονται αυτά τα ρεβύθια πετρωμένα, μια κι έχουν μεταβληθεί σε πέτρες...».

[Αρχιμανδρίτου Ιωακείμ Σπετσιέρη (1858-1943): «Απομνημονεύματα», μέρος 2ο, κεφ. 32ο, σελ. 152-154, έκδοσις (2η) Καλύβης «Σύναξης Αγίων Αναργύρων», Νέα Σκήτη, Άγιον Όρος, Μάρτιος 1998.]

ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΠΡΟΝΟΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ!

Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΠΡΟΝΟΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ!

- Μερικές φορές, Γέροντα, έχω μια επιθυμία, και ο Θεός μου την εκπληρώνει, χωρίς να Του το ζητήσω. Πώς γίνεται αυτό;

- Οικονομάει ο Θεός. Βλέπει τις ανάγκες, τις επιθυμίες μας, και, όταν κάτι είναι για το καλό μας, μας το δίνει.

Όταν κανείς χρειάζεται σε κάτι βοήθεια, ο Χριστός και η Παναγία βοηθούν. 

Ρωτούσαν τον Γέροντα Φιλάρετο: 
«Τί θέλεις, Γέροντα, να σε οικονομήσουμε;»
«Ό,τι θέλω η Παναγία θα το στείλει», απαντούσε εκείνος. Και έτσι γινόταν.

Όταν εμπιστευόμαστε τον εαυτό μας στον Θεό, ο Καλός Θεός μας παρακολουθεί και μας οικονομάει.
Σαν καλός οικονόμος δίνει στον καθένα μας ο,τι του χρειάζεται και μας φροντίζει ακόμη και σε λεπτομέρειες για τις υλικές ανάγκες μας.
Και για να καταλάβουμε την φροντίδα Του, την πρόνοια Του, μας δίνει ακριβώς ό,τι μας χρειάζεται.
Να μην περιμένεις όμως πρώτα να σου δώσει ο Θεός, αλλά εσύ να δώσεις όλο τον εαυτό σου στον Θεό.
Γιατί, εάν ζητάς συνέχεια από τον Θεό και δεν αφήνεις τον εαυτό σου με εμπιστοσύνη στον Θεό, αυτό δείχνει ότι έχεις δικό σου σπίτι και αποξενώνεσαι από τις αιώνιες ουράνιες Μονές.
Όσοι άνθρωποι τα δίνουν όλα στον Θεό και δίνονται ολόκληροι σ' Αυτόν, στεγάζονται κάτω από τον μεγάλο τρούλλο του Θεού και προστατεύονται από την θεία Του πρόνοια.

Η εμπιστοσύνη στον Θεό είναι μια συνεχής μυστική προσευχή, που φέρνει αθόρυβα τις δυνάμεις του Θεού εκεί που χρειάζονται και την ώρα που χρειάζονται, και τότε τα φιλότιμα παιδιά Του Τον δοξολογούν συνέχεια με πολλή ευγνωμοσύνη.

Ό Παπά-Τύχων, όταν είχε πάει στο Καλύβι του Τιμίου Σταυρού, δεν είχε Ναό, αν και του ήταν απαραίτητος.
Ούτε χρήματα είχε για να φτιάξει, παρά μόνο μεγάλη πίστη στον Θεό. 
Μια μέρα προσευχήθηκε και ξεκίνησε για τις Καρυές, με την πίστη ότι ο Θεός θα του οικονομούσε τα χρήματα που χρειαζόταν, για να φτιάξει τον Ναό.
Πριν φθάσει ακόμη στις Καρυές, τον φώναξε από μακριά ο δίκαιος  της Σκήτης του Προφήτη Ηλία. 
Όταν πλησίασε ο Παπα - Τύχων, ο δίκαιος του είπε: «Κάποιος καλός Χριστιανός από την Αμερική μου έστειλε αυτά τα δολλάρια, για να τα δώσω σε κανέναν ασκητή που δεν έχει Ναό.
Εσύ δεν έχεις Ναό, πάρ' τα και φτιάξε».
Δάκρυσε ο Παπα-Τύχων από συγκίνηση και ευγνωμοσύνη στον Καλό Θεό που, σαν καρδιογνώστης που είναι, είχε φροντίσει για τον Ναό, πριν ακόμη εκείνος Τον παρακάλεσει, ώστε να του έχει έτοιμα τα χρήματα, όταν θα του τα ζητούσε.

Όταν κανείς αφήνεται στον Θεό, ο Θεός δεν τον αφήνει!
Και πράγματι, αν χρειαστείς αύριο στις δέκα η ώρα κάτι, όταν δεν είναι παράλογο και είναι ανάγκη πραγματική, εννιά και σαράντα πέντε λεπτά ή εννιά και μισή θα το έχει έτοιμο ο Θεός, για να σου το δώσει. 
Π.χ. σου χρειάζεται ένα κύπελλο στις εννιά η ώρα. Στις εννιά παρά πέντε σου έρχεται το κύπελλο. 
Σου χρειάζονται πεντακόσιες δραχμές. Την ώρα που τις θέλεις έρχονται ακριβώς πεντακόσιες δραχμές, ούτε πεντακόσιες δέκα ούτε τετρακόσιες ενενήντα. 

Έχω παρατηρήσει ότι, αν μου χρειασθεί λ.χ. κάτι αύριο, ο Θεός το έχει προνοήσει από σήμερα, πριν δηλαδή το σκεφθώ εγώ, το έχει σκεφθεί ο Θεός πιο νωρίς και το παρουσιάζει την ώρα που το χρειάζομαι. 
Γιατί από εκεί που έρχεται, για να φθάση σ' έμενα ακριβώς την ώρα που το χρειάζομαι, βλέπω πόσος χρόνος απαιτείται. 
Άρα ό Θεός το φρόντισε νωρίτερα.
Όταν από φιλότιμο κάνουμε τον Θεό να χαίρεται με την ζωή μας, τότε Εκείνος δίνει άφθονες τις ευλογίες Του στα φιλότιμα παιδιά Του, την ώρα που τις χρειάζονται.
Όλη η ζωή μετά περνάει με ευλογίες της θείας πρόνοιας. Μπορώ ώρες να σας λέω παραδείγματα από την θαυμαστή πρόνοια του Θεού.

Όταν ήμουν στον πόλεμο, στις επιχειρήσεις, είχα ένα Ευαγγέλιο και το έδωσα σε κάποιον. 
Μετά έλεγα: «Αχ, να είχα ένα Ευαγγέλιο, πόσο θα με βοηθούσε!».
Τα Χριστούγεννα μας είχαν στείλει πάνω στο βουνό διακόσια δέματα από το Μεσολόγγι.
Από τα διακόσια δέματα, μόνο στο δικό μου δέμα υπήρχε ένα Ευαγγέλιο!
Ήταν παλιό Ευαγγέλιο, είχε και χάρτη της Παλαιστίνης.
Στο δέμα υπήρχε και ένα σημείωμα που έγραφε: «Αν χρειάζεσαι και άλλα βιβλία, γράψε μας να σου στείλουμε».

Αργότερα, στην Μονή Στομίου, χρειάσθηκα μια φορά ένα κανδήλι για τον Ναό.
Ένα πρωί, χαράματα, κατέβηκα στην Κόνιτσα.
Την ώρα που περνούσα έξω από ένα σπίτι, ακούω μια κοπέλα να λέει στον πατέρα της: «Πατέρα, ο καλόγερος!».
Τότε εκείνος ήρθε και μου είπε: «Πάτερ, έταξα ένα κανδήλι στην Παναγία, πάρε αυτά τα χρήματα να το αγοράσεις», και μου δίνει πεντακόσιες δραχμές, ακριβώς όσο έκανε το 1958 ένα κανδήλι. 

Αλλά και τώρα, όταν κάτι χρειάζομαι, τα οικονομάει αμέσως ο Θεός. 
Θέλω λ.χ. να κόψω ξύλα και δεν μπορώ. Τότε οικονομούνται τάκα-τάκα τα ξύλα. 
Πριν έρθω εδώ, έλαβα ένα δέμα που είχε μέσα πενήντα χιλιάδες δραχμές, ακριβώς όσα χρειαζόμουν. 
Έδωσα μία εικόνα του «Άξιον έστιν» σε κάποιον ευλογία, την άλλη μέρα μου φέρνουν μία της «Πορταΐτισσας!». 
Φέτος το καλοκαίρι, πριν βρέξει, δεν είχα καθόλου νερό. 
Τώρα που έβρεξε λίγο, μαζεύω ενάμισι κουτί την ήμερα. Η στέρνα έχει περσινό νερό, και αυτή είναι χάλια. 
Πώς τα οικονομάει όμως ο Θεός!

Έχω ένα βαρέλι με νερό. Τόσοι άνθρωποι που έρχονται κάθε μέρα πίνουν, πλένονται, γιατί είναι και ιδρωμένοι, και η στάθμη κατεβαίνει μόνον τέσσερα- πέντε δάκτυλα! 
Εκατόν πενήντα-διακόσιοι άνθρωποι να βολεύονται και να μην αδειάζει το βαρέλι! 
Άλλοι ανοίγουν πολύ την κάννουλα της βρύσης, άλλοι την ξεχνούν ανοιχτή και τρέχει, και όμως το νερό δεν τελειώνει!


ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ Β’

Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

ΜΑΘΗΜΑ ΖΩΗΣ ΜΕ 20 ΕΥΡΩ!

Μάθημα ζωής με 20 ευρώ!
 
Ένας καθηγητής κρατούσε ένα χαρτονόμισμα των 20 ευρώ και ρώτησε τους μαθητές «Ποιός θέλει αυτό το χαρτονόμισμα των 20 ευρώ;» Όλοι στην αίθουσα σήκωσαν πάνω το χέρι.
Τότε ο καθηγητής το τσαλάκωσε και ξαναρώτησε… «Υπάρχει κάποιος που θέλει ακόμη αυτό το τσαλακωμένο χαρτονόμισμα;»
 
Όλοι στην αίθουσα σήκωσαν πάλι πάνω το χέρι. Έπειτα έριξε το χαρτονόμισμα στο πάτωμα και άρχισε να το κλωτσά και να χοροπηδά πάνω στο 20ευρω με τα παπούτσια του.
Το μάζεψε από το πάτωμα τσαλακωμένο, λερωμένο, λασπωμένο. Και τους ξανάκανε την ίδια ερώτηση: «Ποιός θέλει αυτό το τσαλακωμένο, λερωμένο, λασπωμένο, χαρτονόμισμα των 20 ευρώ;» Όλοι ξανά στην αίθουσα σήκωσαν πάνω το χέρι.
 
«Παιδιά μου» τους είπε «Σήμερα θα πάρετε ένα μεγάλο μάθημα. «Ότι και να έκανα στο χαρτονόμισμα εσείς πάλι το θέλατε γιατί δεν έχασε την αξία του. Ακόμη αξίζει 20 Ευρώ!! Πολλές φορές στην ζωή, μας τσαλακώνουν, μας κτυπούν, μας ρίχνουν κάτω στο πάτωμα, μας ποδοπατούν, άνθρωποι και γεγονότα. Έτσι, πιστεύετε πως πλέον δεν έχετε καμία αξία, αλλά η πραγματική σας αξία δε θα έχει αλλάξει στα μάτια αυτών που σας αγαπούν πραγματικά. Ακόμη και τις μέρες που δεν είμαστε στα καλύτερα μας, η αξία μας παραμένει».
 
ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΚΟΛΑΣΘΗΚΕ, ΕΠΕΙΔΗ ΑΦΗΣΕ ΜΙΑ ΑΜΑΡΤΙΑ!

Σε ένα κάστρο ζούσε γυναίκα ευγενέστατη και πλούσια, όπου έπραξε αισχρότατο αμάρτημα και δεν το είπε σε κανέναν πνευματικό από την ντροπή της πράξεως της, για να μην το μάθεις άλλος κανείς. Μια ημέρα έτυχε να περνάει ένας ξένος ιερομόναχος με τον υποτακτικό του, όπου πήγαιναν να προσκυνήσουν τον άγιο τάφο, και βλέποντας αυτούς η γυναίκα σε μια εκκλησία όπου έκαναν εορτή και λειτούργησε ο πνευματικός, έβαλε στον νου της να εξομολογηθεί σε αυτόν, ήταν ξένος και δεν την ήξερε. Αφού πήγαν σε ένα μέρος του Ναού, άρχισε να λέει τις αμαρτίες της. όταν θέλησε να πει εκείνο το μέγα ανόμημα, της ήρθε τόσο μεγάλη ντροπή εκ διαβολικής συνεργείας, όπου κοκκίνισε και δεν μπορούσε να το πει.

Ο δε υποτακτικός του πνευματικού ήταν απλός και ενάρετος άνθρωπος και από μακριά στεκούμενος έβλεπε πως έβγαινε από το στόμα της γυναίκας ένα φίδι για κάθε αμάρτημα όπου εξομολογούταν και ύστερα από αυτά είδε ένα μεγάλο φίδι όπου έβγαλε τρεις φορές την κεφαλήν του για να βγει από το στόμα της έπειτα σύρθηκε μέσα και δεν ξαναβγήκε. Τότε είδε και τα μικρότερα φίδια που είχαν βγει από το στόμα της να ξαναμπαίνουν στο στόμα αυτής γιατί δεν είπε και το άλλο αμάρτημα. Αφού της διάβασε την συγχωρετική ευχή ο Πνευματικός η γυναίκα έφυγε. Ο δε υποτακτικός του είπε αυτά που είδε στον εξομολόγο και αυτός κατάλαβε την υπόθεση και ξεκίνησε να βρει την γυναίκα για να της φανερώσει την οπτασία προς αυτήν και να την παρακινήσει να φανερώσει και το άλλο ανόμημα, και πηγαίνοντας προς το σπίτι αυτής την βρήκε πεθαμένη. κλαιόμενος έκανε προσευχή στον Κύριο για την ψυχή της τι απέγινε. Και ιδού είδε αυτήν καθεζόμενην επάνω σε έναν φοβερό δράκοντα και δύο άλλα φίδια να την έχουν περικυκλώσει και της έδιναν πόνο ανείκαστο. Τότε είπε σε αυτούς: -Εγώ είμαι η άσεμνη γυναίκα, όπου εξομολογήθηκα σήμερα και επειδή δεν είπα ένα ανόμημα που έπραξα, με παρέδωσε ο Κριτής, να με θανατώσει αυτός ο δράκος και να φλογίζομαι σε ατελείωτη κόλαση, διότι με περίμενε τόσο καιρό να το ομολογήσω και εγώ από την ντροπή μου το έκρυψα. Και τώρα δεν έχω ελπίδα σωτηρίας καμία η ταλαίπωρη. Αυτά αφού είπε έγινε άφαντη.....
Για αυτό αδελφοί μην αμελούμε την εξομολόγηση, την κάθαρση της ψυχής που μόνο μέσω αυτής θα φτάσουμε στην σωτηρία, μην κρύβουμε αμαρτήματα από την ντροπή μας την ώρα της εξομολόγησης που βρισκόμαστε στον ίδιο τον Θεό μπροστά, διότι την μετάνοια την δίνει ο Θεός ,την ντροπή ο πονηρός.

 
Αγάπιου Λανδού- Βιβλίο
(Από το AMAΡΤΩΛΩΝ ΣΩΤΗΡΙΑ)

Ο ΜΟΝΑΧΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ ΠΟΥ ΖΕΙ ΠΑΝΩ Σ' ΕΝΑ ΒΡΑΧΟ

Τη ζωή του στο Θεό φαίνεται πως έχει αφιερώσει εδώ και είκοσι χρόνια ένας μοναχός από τη Γεωργία, ο οποίος κατοικεί πάνω σε ένα βράχο, ζώντας μια αυστηρή ασκητική ζωή, μακριά από τα προβλήματα και τους πειρασμούς της σύγχρονης κοινωνίας.

Ο μοναχός Μάξιμος (Maxime Qavtaradze), μετά την πτώση της Ε.Σ.Σ.Δ και έχοντας περάσει κάποιο διάστημα στη φυλακή, αποφάσισε να αλλάξει τρόπο ζωής και να γίνει καλύτερος άνθρωπος.
Όπως είπε και ο ίδιος έπινε και ήταν χρήστης παράνομων ουσιών, αλλά μόλις βγήκε από τη φυλακή, ήξερε ότι ήταν ώρα για μια μεγάλη αλλαγή στη ζωή του.
Ο 59χρονος άνδρας, ζει πάνω στο βράχο που ονομάζεται Katshki, πάνω στον οποίο είναι χτισμένη μια Εκκλησία. Στους πρόποδες του, υπάρχει τα τελευταία χρόνια μια θρησκευτική κοινότητα.
Για να εγκαταλείψει το βράχο, πράγμα που κάνει μόνο δύο φορές την εβδομάδα, πρέπει να χρησιμοποιήσει μια σκάλα 40 μέτρων, η κατάβαση της οποίας διαρκεί περίπου είκοσι λεπτά. Όταν παραμένει για αρκετές μέρες στο βράχο, προμηθεύεται τα τρόφιμα απο ένα καλάθι που είναι δεμμένο με σχοινί.
Συχνά τον επισκέπτονται ιερείς ή άνθρωποι προβληματισμένοι και απογοητευμένοι από τις δυσκολίες της ζωής και τα προβλήματα, για να ζητήσουν τη βοήθειά του.
Τρέφονται, κοιμούνται , και προσεύχονται με τους ιερείς, γύρω στις επτά ώρες την μέρα. Ξυπνούν από τις δύο η ώρα τα ξημερώματα και βοηθούν στις δουλειές της Μονής.
Μέχρι τον 15ο αιώνα, όπου εισέβαλλαν οι Οθωμανοί στη Γεωργία, κατοικούσαν στυλίτες, ορθόδοξοι Χριστιανοί που ζούσαν πάνω σε βράχους για να αποφεύγουν τους πειρασμούς.
Για αρκετούς, αιώνες ο βράχος ήταν ακατοίκητος. Το 1944 ένα γκρουπ ορειβατών με επικεφαλής τον Alexander Japaridze, ανακάλυψαν τα ερείπια ενός παρεκκλησιού και τα οστά ενός στυλίτη.
Η ζωή που έχει επιλέξει ο άνδρας αυτός δεν είναι καθόλου εύκολη. Απαιτεί μεγάλες θυσίες και απομόνωση, αφοσίωση στην προσευχή και στο Θεό.
Λίγοι θα διάλεγαν να ακολουθήσουν αυτόν τον δύσκολο τρόπο ζωής. Ο μοναχός Μάξιμος, φαίνεται πως έχει βρει το νόημα της ζωής και τον πραγματικό του εαυτό τα τελευταία είκοσι χρόνια διαμονής στον βράχο Katshki.


Πηγή: Θεοδώρα Αβαγιανού

Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

ΟΤΑΝ Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΕΚΛΑΨΕ...

 Όταν ο Άγγελος έκλαψε…
 
Γεμάτα τα μικρά στρογγυλά τραπεζάκια μέσα και έξω από το καφενείο, γεμάτα από βιαστικούς πελάτες που έρχονται έτσι στα γρήγορα έναν καφέ να πιουν, να στυλωθεί η ψυχή τους, και μετά να ξαναπάνε απέναντι, δίπλα να σταθούν στο δικό τους άνθρωπο, δίπλα ή καλύτερα ένα να γίνουν με τον πόνο και την ανημπόρια, που κατάληψη έχουν κάνει σε όλα τα πατώματα, σε όλα τα δωμάτια του μεγάλου νοσοκομείου και έχουν ποτίσει θαρρείς ολόκληρο το τεράστιο οικοδόμημα.
Ένα καφεδάκι, μια-μια η ρουφηξιά αλλά η σκέψη είναι εκεί, και τα πόδια χορεύουν σαν να βιάζονται να πάνε πάλι κοντά σε αγαπημένο άρρωστο. —Κάτσε εδώ, καλά είναι, τι καφέ θες να πάω να φέρω.
Σε λίγο γύρισε με το δισκάκι, δυο νεράκια και δυο καφεδάκια. Λίγα τα λόγια τους αλλά φανέρωναν την έντασή τους, την έγνοια και την ανησυχία τους. Μια φωνή έκανε και τους δυο να γυρίσουν το κεφάλι. —Με λένε Άγγελο και, αν επιτρέπετε, θα ήθελα να καθίσω μαζί σας.
Βουβά δόθηκε η άδεια και ο Άγγελος έσυρε την καρέκλα του και κάθισε κοντά τους με τους ώμους γερμένους, όχι τόσο από τα χρόνια όσο από τον πόνο που κουβάλαγε μέσα του.
—Επάνω η Ελένη μου πεθαίνει. Πονάει, πεθαίνει. Όλα έγιναν ξαφνικά. Πονάω μου είπε εδώ. Στη θάλασσα ήμασταν. Οι εξετάσεις έδειξαν καρκίνο στο πάγκρεας. Οι γιατροί μου είπαν να την ξεγράψω. Έτσι ξαφνικά, όλα, σε ενάμιση μήνα. —Ο Θεός να σας δίνει δύναμη, το καλύτερο να γίνει.
—Ποιος Θεός; Τίποτα δεν υπάρχει, ούτε Θεός ούτε διάβολος. Τι μου λες τώρα; Τίποτα, τίποτα. Χήρα η Αδριανούλα, η κόρη μου και με ένα κάρο αρρώστιες. Εμείς μεγαλώνουμε τη Γιωργίτσα, την εγγονούλα μας. Τι θα κάνω τώρα; Τι θα κάνω; Ένα φίλο είχα κολλητό 35 χρόνια και τώρα που πλούτισε με πούλησε, ούτε να τη δει δεν ήρθε. Φοβάται μήπως του ζητήσω λεφτά. Σκατά, τίποτα δεν υπάρχει…
Και ξεστόμισε βλαστήμιες ο Άγγελος, βλαστήμιες φοβερές. Και ανατρίχιασαν όλοι, όσοι τις άκουσαν. Βλαστημούσε Θεό και Αγίους, τη ζωή του την ίδια. Το πρόσωπό του άγριο γεμάτο θυμό, τα χείλια του πανιασμένα το χρώμα του προσώπου του κατακίτρινο και πελιδνό.
Την είδα να απλώνει το χέρι της και τρυφερά να κρατάει το δικό του, λες και τον γνώριζε χρόνια. —Μη βλαστημάς Άγγελε, μη, σε παρακαλώ. Άκουσέ με, κοίταξέ με στα μάτια και άκουσέ με. Μην τα βάζεις με το Θεό. Φαίνεσαι καλός και έξυπνος άνθρωπος.
—Αν υπάρχει, είναι κακός. Αν ήταν καλός, δε θα είχε φτιάξει έτσι τα πράγματα.
—Άγγελε, σκέψου, πόσο καλά τα έχει φτιάξει. Έφτιαξε τον κόσμο μας όμορφο, αλλά ασχήμια τον γεμίσαμε. Σκέψου ποιος φταίει, σκέψου ποιος μολύνει, ποιος χαλάει του Θεού την πλάση. Ποιος φαρμάκωσε τα τρόφιμα, ποιος τα μετάλλαξε, ποιος πείραξε τα φάρμακα. Εμείς Άγγελε, εμείς καταστρέφουμε τα πάντα. Εμείς κάνουμε τους πολέμους και αδιάκριτα σκορπάμε το θάνατο. Εμείς σκορπάμε την ορφάνια. Εμείς αδειάζουμε τις αγκαλιές των μανάδων. Εμείς γεμίσαμε όλων των ειδών τους καρκίνους τον κόσμο. Εμείς ευθυνόμαστε για εκατομμύρια θανάτους από πείνα, δίψα και αρρώστιες. Άγγελε, μην τα βάζεις με το Θεό. Μην αρνιέσαι τον Πατέρα σου και ορφανεύεις, τώρα που περισσότερο από ποτέ Τον χρειάζεσαι.
—Ξέρεις σε πόσα μοναστήρια πήγα, πόσα τάματα έχω κάνει; Είπε αυτός και η φωνή του είχε μαλακώσει. Το πρόσωπό του ημέρευε.
—Δε μας χρωστάει ο Θεός. Εμείς χρωστάμε σ’ Αυτόν και στους εαυτούς μας. Είσαι έξυπνος άνθρωπος, μπορείς να καταλάβεις. Σήκωσε ψηλά τα μάτια σου, κοίτα Επάνω. Εκεί θα βρεις δύναμη και παρηγοριά. Θα προσευχόμαστε για σένα, την Ελένη σου την Αδριανή και τη Γιωργίτσα σας. Στο υπόσχομαι.
Το κυρτό του σώμα ίσιωσε, κάλυψε τα μάτια με τα χέρια του και ψιθύρισε ένα ευχαριστώ. Χωρίς να χαιρετίσει κίνησε να πάει απέναντι, να σταθεί κοντά στην Ελένη του, με βήμα πιο σταθερό κι ας άκουγαν όλοι το λυγμό του. Γιατί, όταν ο Άγγελος ίσιωσε το κορμί του και κοίταξε ψηλά, έκλαψε.
 
Σημείωση: Τα πρόσωπα και η σκηνή είναι πέρα για πέρα αληθινά
 
ΔΙΑΚΟΝΗΜΑ

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΩΝ!

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ
ΓΙΑ ΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΩΝ

Ο Ηγούμενος κάποιου Κοινοβίου, πολύ ευλαβής και ενάρετος άνθρωπος, έκανε κάθε μέρα αυτή την προσευχή:
- Σε παρακαλώ Κύριε, μη με χωρίσεις από τα πνευματικά μου παιδιά στην άλλη ζωή, αλλά αξίωσέ μας να απολαύσομε όλοι μαζί την Ουράνια μακαριότητα.
Κάποτε όμως τον πληροφόρησε ο Θεός, με τον ακόλουθο τρόπο, πως ο καθένας ετοιμάζει μόνος, με τα έργα του, τη μελλοντική του αποκατάσταση. Πλησίαζε η εορτή ενός Αγίου, που πανηγύριζε το γειτονικό τους Μοναστήρι. Οι Αδελφοί του Μοναστηριού εκείνου προσκαλέσανε τον Αββά του Κοινοβίου και ολόκληρη την συνοδεία του να πάρουν μέρος στην πανήγυρη. Εκείνος όμως αποφάσισε να μην πάει, αποφεύγοντας έτσι τις τιμές που συνήθως του έκαναν εκεί. Την παραμονή ακριβώς, άκουσε μυστηριώδη φωνή στον ύπνο του να τον διατάζει να πάει οπωσδήποτε στο πανηγύρι, αφού στείλει νωρίτερα τους υποτακτικούς του. Ο Ηγούμενος υπάκουσε στην θεία προσταγή...
Μόλις ξημέρωσε, πρόσταξε τους μαθητές του να ξεκινήσουν παρευθύς για το γειτονικό Κοινόβιο. Στο δρόμο τους συνάντησαν πεσμένο χάμω ένα δυστυχισμένο γέρο να βογκά. Τον ρώτησαν, τι του συνέβαινε.
- Είμαι άρρωστος, τους αποκρίθηκε με κόπο, και δεν έπαψε ν’ αναστενάζει. Πήγαινα στο γιατρό με το ζώο μου, μα σαν έφτασα σε τούτο το μονοπάτι, μ’ έριξε κάτω κι’ έφυγε. Τι έγινε, κι’ εγώ δεν ξέρω. Ούτε άνθρωπος βρέθηκε να με βοηθήσει να σηκωθώ.
Τα τελευταία λόγια τα πρόφερε με πολύ παράπονο.
- Τι να σου κάνουμε γέροντα, του είπαν οι Καλόγεροι. Είμαστε κι εμείς πεζοί και βιαστικοί.
Συνέχισαν έτσι το δρόμο τους για να φτάσουν στην ώρα τους στο πανηγύρι, αφήνοντας στη μέση του δρόμου αβοήθητο το φτωχό γέρο.
Σε λίγο να κι’ ο Ηγούμενος. Είδε τον άνθρωπο σε κακή κατάσταση. Έσκυψε πάνω του με συμπόνια. Άκουσε τα βάσανά του και τον ρώτησε με καταφανή έκπληξη:
- Καλά, δεν πέρασαν από δω πριν από λίγο κάτι νέοι Καλόγεροι. Γιατί δεν τους σταμάτησες να σε βοηθήσουν; θα έπρεπε, χωρίς άλλο, να σε είδαν.
- Με είδαν και με ρώτησαν, Αββά, είπε με λύπη ο Γέρος. Μου είπαν όμως πως ήσαν πεζοί και βιαστικοί και δεν μπορούσαν να μου κάνουν τίποτε.
Ο Ηγούμενος αναστέναξε βαθιά, ντροπιασμένος από την συμπεριφορά των μαθητών του.
- Αν στηριχτείς πάνω μου, θα μπορέσεις να περπατήσεις λίγο;
- Αδύνατο να κινηθώ, Πάτερ.
- Έλα λοιπόν να σε ανεβάσω στους ώμους μου, είπε αποφασιστικά ο γέρο Ηγούμενος, κι ο Θεός θα βοηθήσει να φτάσουμε εκεί που πηγαίνεις.
- Δεν μπορείς να με κουβαλήσεις τόσο δρόμο πάνω στους ώμους σου. Μήπως είσαι κι’ εσύ νέος; Πήγαινε, Αββά, στη δουλειά σου και μη χασομεράς άδικα για μένα. Ευχήσου μόνο να μ’ ελεήσει ο Θεός.
- Δε σ’ αφήνω έτσι, σε τέτοια κατάσταση, διαμαρτυρήθηκε ο άνθρωπος του Θεού. Θα σε πάω στην πόλη.
Με πολύ κόπο ανέβασε τον άρρωστο στους αδύνατους ώμους του ο γέρο Ηγούμενος. Το βάρος στην αρχή του φάνηκε ασήκωτο. Με μεγάλη δυσκολία κατόρθωσε να σέρνει τα πόδια του. Παράδοξο πράγμα! Σιγά-σιγά αλάφραινε, ώσπου σε μια στιγμή του φάνηκε πως του έφυγε από την πλάτη το φορτίο. Σήκωσε το κεφάλι να ιδεί τι συνέβαινε. Αντί του φτωχού γέρου, που είχε πάρει στους ώμους του, στεκόταν μπροστά του ένας πανέμορφος Άγγελος.
- Μ’ έστειλε ο Κύριος να σε πληροφορήσω, του είπε με τη γλυκιά φωνή του που έμοιαζε με υπερκόσμια μουσική, πως τότε μόνο θ’ αξιωθούν οι μαθητές σου να βρεθούν μαζί σου στη Βασιλεία Του, όταν ακολουθήσουν τα ίχνη σου. Διαφορετικά, άδικα κοπιάζεις και προσεύχεσαι γι’ αυτούς. Ο Θεός δίνει στον καθένα την αμοιβή των έργων του.
Ο Άγγελος με μιας χάθηκε στα ουράνια. Ο γέρο Ηγούμενος, συλλογισμένος, γύρισε πίσω στο Μοναστήρι του για ν’ αρχίσει καινούργιο αγώνα. Χρειαζόταν ακόμη κοπιαστική δουλειά για να μορφώσει χαρακτήρες.
 
Από το Γεροντικό

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2015

Η ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ

Αυτή η εικόνα δεν έχει καμία σχέση με την Ορθόδοξη Αγιογραφία. Εκπροσωπεί οικουμενιστικά και ρωμαιοκαθολικά πρότυπα. Είναι μια λαϊκιστική και εμπορευματοποιημένη χυδαιότητα, αν όχι βλασφημία.

Η ορθόδοξη αγιογραφία έχει συγκεκριμένα πρότυπα. Δεν είναι προϊόν φαντασίας και ελεύθερη τέχνη. Η ορθόδοξη αγιογραφία αποτελεί εργαλείο για να ΔΙΑΒΑΖΕΙ ο άλλος τα δόγματα της Εκκλησίας και όχι μια νατουραλιστική ή ρεαλιστική ιστοριούλα. 

Η παραπάνω εικόνα δεν έχει καμία σχέση με την Ορθόδοξη Αγιογραφία. Είναι σαν να τραγουδάμε την ώρα της λειτουργίας κοσμικά άσματα για τα καλά παιδιά πού πάνε εκδρομή. Μοιάζει με αυτά τα πόστερ πού απεικονίζουν άζυμους άρτους, κολονάτα δισκοπότηρα, ξανθούς χριστούς, θηλυπρεπή αγγελάκια. Το κάθε πράγμα στον χώρο του. Δεν πρέπει να γίνονται όλα για συναισθηματικές ικανοποιήσεις και για τα ΛΕΦΤΑ.

Η Γέννηση του Χριστού

Δείτε την παραπάνω ορθόδοξη εικόνα της Γέννησης και τις άλλες σχετικές εικόνες. Ο Ιωσήφ, μονίμως σε γεροντική ηλικία, είναι στο πλάι σχεδόν παραριγμένος. Δεν έχει σχέση ούτε με την μητέρα, ούτε με τον τόκο, ούτε με τον Χριστό τον ίδιο. Είναι κει για να διακονεί το μυστήριο, αλλά δεν έχει ουσιαστική σχέση με αυτό. Η θέση του είναι δευτερεύουσα και διακονική.

Η Εκκλησία μας για να αναβιβάσει και να αναδείξει το νόημα του ορθοδόξου γάμου, ποτέ δεν χρησιμοποίησε το παράδειγμα του Ιωσήφ και της Μαρίας, οι όποιοι άλλωστε δεν ήταν σε καθεστώς γάμου, αλλά σε νομική προστασία η μεν υπό τον δε. Πάντα προέβαλε την σχέση Νυμφίου Χριστού-Νύμφης Εκκλησίας ή νύμφης ψυχής και το Θαύμα στην Κανά πού εγκαινίασε τον νέο κόσμο του Θεού, την γαμήλια σχέση Θεού και ανθρώπου, μετατρέποντας την υδαρότητα αυτής της σχέσης σε μεστότητα ουσιαστική. Στα ίδια πλαίσια κινείται και η θεολογία της λογχευθείσης του πλευράς.

Όπως η πρώτη Εύα πλάστηκε από την πλευρά του Αδάμ, έτσι και η Εκκλησία από το Αίμα και το Βάπτισμα του Χριστού. Τα πάντα στην Ορθοδοξία είναι μυστηριακά και ξεφεύγουν από την ανθρώπινη θέληση και την κατά παραγγελίαν επιθυμία.

Άλλωστε στην ιερολογία και τις ευχές του Γάμου πουθενά δεν αναφέρεται η γαμική σχέση Ιωσήφ Μαρίας, ενώ παρατίθενται όλα σχεδόν τα ζεύγη της ιεράς ιστορίας.

π. Παντελεήμων Kρούσκος

Δείτε κι ένα βίντεο με τον π.Θεόδωρο Ζήση στο Αρχονταρίκι του Ι.Ν. Αγίου Αντωνίου Θεσσαλονίκης την Κυριακή 22-9-2013 (24/9/2013), όπου μιλά για το ίδιο θέμα. Παρουσίαση του βιβλίου: Η αιρετική απεικόνιση της «Αγίας Οικογένειας».