ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2016

ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ: ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΝΟΕΡΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΚΑΙ ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ

Ἡ νοερὴ καὶ καρδιακὴ προσευχή, σύμφωνα μὲ τοὺς Ἁγίους Πατέρες τοὺς καλουμένους Νηπτικούς, εἶναι ἡ συγκέντρωσις τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ στὴν καρδιά του κυρίως, καὶ χωρὶς νὰ ὁμιλῇ μὲ τὸ στόμα, μὲ μόνο τὸν ἐνδιάθετο λόγο, ὁ ὁποῖος ὁμιλεῖται μέσα στὴν καρδιά, νὰ λέγῃ αὐτὴ τὴ σύντομη καὶ μονολόγιστη προσευχή· δηλαδὴ τὸ «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με», κρατώντας λίγο καὶ τὴν ἀναπνοή.
Καταχρηστικὰ ὅμως καὶ εὐρύτερα νοερὴ προσευχὴ λέγεται καὶ κάθε ἄλλη δέησις ποὺ δὲν θὰ γίνῃ μὲ τὸ στόμα, ἀλλὰ μὲ τὸν ἐνδιάθετο λόγο τῆς καρδιᾶς ποὺ ἀναφέρθηκε. Ἄν, λοιπόν, ἀδελφέ, ἀγαπᾷς νὰ εἰσακουσθῇς πιὸ εὔκολα ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ νὰ λάβης ἐκεῖνο ποὺ τοῦ ζητᾶς, ἀγωνίζου ὅσο μπορεῖς σ᾿ αὐτὴ τὴ νοερὴ προσευχή, παρακαλώντας τὸν Θεὸ μὲ ὅλο σου τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιὰ γιὰ νὰ σὲ ἐλεήσῃ καὶ νὰ σοῦ δώσῃ ἐκεῖνα ποὺ εἶναι ἀπαραίτητα καὶ σὲ συμφέρουν γιὰ τὴ σωτηρία σου. 

Διότι, ὅσο περισσότερο κόπο ἔχει αὐτὴ ἡ νοερὴ προσευχή, ἀπὸ ἐκείνη ποὺ λέγεται μὲ τὸ στόμα προφορικά, τόσο περισσότερο τὴν ἀκούει ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἀκούει καλύτερα τὴν νοερὴ βοὴ τῆς καρδιᾶς, παρὰ τὶς δυνατὲς φωνὲς τοῦ στόματος. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔλεγε στὸν Μωυσῆ ποὺ μόνο νοερὰ καὶ μὲ τὴν καρδιὰ τὸν παρακαλοῦσε γιὰ τοὺς Ἰουδαίους: «Γιατὶ φωνάζεις δυνατὰ πρὸς ἐμένα;» (Ἐξόδ. 14,15).
Γνώριζε ἀκόμη ὅτι, ἐπειδὴ καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, εἶναι καθολικὸ Ὄνομα καὶ περιέχει ὅλες τὶς χάρες, ποὺ ζητᾶμε καὶ ἐμεῖς ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ὁ Θεὸς μᾶς τὶς δίνει, γι᾿ αὐτὸ γιὰ κάθε ὑπόθεσι καὶ χάρι ποὺ ζητᾷς ἀπὸ τὸν Θεό, μπορεῖς νὰ χρησιμοποιῇς τὴν προρρηθεῖσα σύντομη αὐτὴν προσευχή, τὸ «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με». 

Γιατὶ καὶ ὁ νοῦς συμμαζεύεται μὲ αὐτὴν πιὸ εὔκολα, ἐνῷ στὶς ἄλλες προσευχές, στὶς ἐκτενέστερες καὶ πολλές, ὁ νοῦς διασκορπίζεται. Ἐὰν ὅμως καὶ ἐπιθυμῇς, κατὰ τὶς διάφορες ὑποθέσεις καὶ χάριτες ποὺ ζητᾷς, νὰ προσεύχεσαι, ἐδῶ σοῦ παραθέτω μερικὲς προσευχές, γιὰ νὰ τὶς ἔχῃς ὡς παράδειγμα

Γιὰ παράδειγμα, ὅταν ζητᾷς κάποια ἀρετὴ καὶ χάρι, μπορεῖς νὰ πῇς μὲ τὴν καρδιά σου τὰ ἑξῆς· «Κύριε, Θεός μου, δός μου αὐτὴ τὴ χάρι καὶ ἀρετὴ γιὰ δόξα καὶ τιμὴ δική σου»· ἔτσι· «Κύριέ μου, ἐγὼ πιστεύω ὅτι σοῦ ἀρέσει καὶ εἶναι δόξα δική σου τὸ νὰ ζητήσω ἐγὼ καὶ νὰ λάβω αὐτὴ τὴν χάρι· ἐκπλήρωσέ μου λοιπὸν αὐτὴ τὴν ἐπιθυμία σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά σου».

Ὅταν ἔμπρακτα πολεμῆσαι ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, θὰ προσευχηθῇς ἔτσι· «Τρέξε γρήγορα, Θεέ μου, νὰ μὲ βοηθήσῃς, γιὰ νὰ μὴ νικηθῶ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μου· Θεὲ μου, καταφυγή μου, δύναμις τῆς ψυχῆς μου, βοήθησέ με γρήγορα, γιὰ νὰ μὴν πέσω». 

Ὅταν ἀκολουθῇ μάχη, ἀκολούθησε καὶ ἐσὺ αὐτὸν τὸν τρόπο τῆς προσευχῆς, ἀντιστεκόμενος γενναῖα σ᾿ ἐκεῖνο ποὺ σὲ πολεμεῖ. Ἔπειτα, ἀφοῦ τελειώσει σκληρότητα τῆς μάχης, στρέψου πρὸς τὸν Θεό, παρουσίασε μπροστά του τὸν ἐχθρὸ ποὺ σὲ πολέμησε καὶ τὴν ἀδυναμία σου νὰ τοῦ ἀντισταθῇς λέγοντας· «Νά, Κύριε, τὸ δημιούργημα τῶν χεριῶν τῆς ἀγαθότητός σου, τὸ ἐξαγορασμένο μὲ τὸ Αἷμα σου. Νὰ ἐχθρός σου ποὺ ζητᾷ νὰ τὸ ἐξαφανίσῃ καὶ νὰ τὸ καταφάγη· σὲ σένα προστρέχω· σὲ σένα μόνον ἐλπίζω ποὺ εἶσαι ἀγαθὸς καὶ παντοδύναμος· καὶ κύταξε τὴν ἀδυναμία μου καὶ τὴν ταχύτητα (ἂν δὲν μὲ βοηθήσῃς ἐσύ) νὰ ὑποταχθῶ ἐκούσια· βοήθησέ με λοιπόν, ἐσὺ ποὺ εἶσαι ἐλπίδα καὶ δύναμις τῆς ψυχῆς μου».

Σοῦ ὑπενθυμίζω καὶ τὸ ἑξῆς: Ὅταν κουρασθῇς νὰ προσεύχεσαι νοερὰ καὶ μὲ τὴν καρδιά, μπορεῖς νὰ λὲς καὶ μὲ τὸ στόμα καὶ προφορικὰ τόσο τὴν εὐχὴ «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με», ὅπως λέγουν οἱ Πατέρες, ὅσο καὶ τὶς ἄλλες προσευχὲς ποὺ θὰ θελήσῃς

Φρόντιζε ὅμως καὶ νὰ συμμαζεύῃς τὸν νοῦ σου τότε γιὰ νὰ προσέχης στὰ λόγια τῆς προσευχῆς. Μερικοὶ μάλιστα λέγουν ὅτι νοερὰ προσευχὴ λέγεται ἀκόμη καὶ τὸ ἑξῆς· ὅταν ἄνθρωπος ἀφοῦ συμμαζέψη ὅλες τὶς νοερὲς δυνάμεις τῆς ψυχῆς του μέσα στὴν καρδιά, χωρὶς νὰ πῇ κανένα λόγο οὔτε προφορικό, οὔτε ἐνδιάθετο, μὲ μόνο τὸ νοῦ του σκέπτεται καὶ ἀμετάβατα ἀναλογίζεται ὅτι Θεὸς εἶναι παρὼν ἐνώπιόν του· καὶ ὅτι αὐτὸς στέκεται μπροστά του πότε μὲ φόβο καὶ δέος σὰν ἕνας κατάδικος· πότε μὲ ζωντανὴ πίστι γιὰ νὰ λάβη τὴν βοήθειά του· καὶ πότε μὲ ἀγάπη καὶ χαρὰ γιὰ νὰ τὸν ὑπηρετήσῃ παντοτεινά. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἔλεγε Δαβίδ· «Ἔβλεπα πάντοτε τὸν Κύριό μου ἐνώπιόν μου» (Ψαλμ. 15,8).

Μπορεῖ προσευχὴ αὐτὴ νὰ γίνῃ καὶ μόνο μὲ ἕνα ἀμετάβατο βλέμμα τοῦ νοῦ πρὸς τὸν Θεό, πενθικὸ καὶ παρακαλεστικό, τὸ ὁποῖο βλέμμα εἶναι σὰν μία σιωπηλὴ ὑπενθύμησι ἐκείνης τῆς χάριτος, ποὺ τοῦ εἴχαμε ζητήσει προηγουμένως μὲ τὸν λόγο καὶ μὲ τὴν καρδιακὴ προσευχή

Γι᾿ αὐτό, ἐπειδὴ προσευχὴ αὐτὴ μπορεῖ νὰ γίνῃ εὔκολα σὲ κάθε τόπο καὶ γιὰ κάθε ἀφορμὴ καὶ περίστασι, κράτησέ την στὰ χέρια σου σὰν ἕνα ὅπλο δυνατὸ καὶ εὐκολομεταχείριστο, καὶ θὰ ὠφεληθῇς καὶ θὰ βοηθηθῇς πολύ.

από το βιβλίο: ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ «ΑΟΡΑΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ»
(Ἀπόδοση στὴ νέα Ἑλληνική: Ἱερομόναχος Βενέδικτος
Ἔκδοση Συνοδείας Σπυρίδωνος Ἱερομονάχου, Νέα Σκήτη, Ἅγιον Ὄρος)

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΣΙΝΑΪΤΗΣ: ΚΥΡΙΕ, ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ, ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ! ΜΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΝΑ ΠΟΛΕΜΑΣ ΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΣΟΥ!


ΚΥΡΙΕ, ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ, ΥΙΕ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ!
Με το όνομα του Ιησού να πολεμάς τους εχθρούς της ψυχής σου. Δεν υπάρχει ούτε στον ουρανό, ούτε στη γη ισχυρότερο όπλο!

Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016

ΤΟ ΔΙΟΡΑΤΙΚΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ ΛΑΖΑΡΗ

Το διορατικό χάρισμα είναι ή δυνατότητα πού δίνει ο Θεός σε ορισμένους ανθρώπους είτε να βλέπουν τον εσωτερικό κόσμο των άλλων είτε να βλέπουν σε απόσταση αντικείμενα ή γεγονότα, να βλέ­πουν τι γίνεται πίσω από τον τοίχο ή πίσω απ' το βουνό. Και αυτό όχι μόνο επί γης σε οποιαδήποτε απόσταση, Και στην πιο μακρινή, αλλά και σε άλλον πλανήτη. Τα περιστατικά πού ακολουθούν φανερώνουν ότι ο Θεός είχε δώσει αυτό το χάρισμα στον Γέροντα Αμβρόσιο. 

*************

Μια μέρα, ξεκίνησαν για το Μοναστήρι από την Αθήνα δύο γυναίκες. Ή μία γνώριζε τον Γέροντα. Ή άλλη τον επισκεπτόταν για πρώτη φορά Και είχε στο πορτοφόλι τις φωτογραφίες των δύο αγοριών της. Είχε τη μεγάλη επιθυμία να τις ευλογήσει ο Γέροντας. Μόλις μπήκαν στο κελί του, μετά τον χαιρετισμό γύρισε Και της είπε, χωρίς άλλη κουβέντα:
-         Δώσε μου, να σου σταυρώσω τα κλαδάκια σου! ... 
    
*************

Μια Κυριακή, ο Γέροντας ήταν στο Μοναστήρι Και λειτουργούσε. Από το μέρος αυτό έβλεπε τη χειροτονία σε διάκονο ενός πνευματικού του παιδιού στην Κρήτη. Και την ώρα πού τελείωνε ή χειροτονία Και φώ­ναξε ο Επίσκοπος «Άξιος!», βγήκε ο Γέροντας από το Ιερό, στάθηκε μπροστά στην Ωραία Πύλη Και είπε δυνατά:
- Άξιος! Άξιος! Άξιος! Οι άνθρωποι στο εκκλησίασμα ξαφνιάστηκαν, δεν ήξεραν τι να υποθέσουν, αλλά εκείνος μετά τους καθησύχασε:
Αυτή την ώρα χειροτονείται ένα δικό μου παιδί Και φώναξα κι εγώ, ήταν τα λόγια του. 

*************

Ένας άνδρας από τη Ρόδο συνήθιζε να γονατίζει από σεβασμό, όταν επικοινωνούσε τηλεφωνικώς με τον Γέροντα. Άλλα μια μέρα πού τον είχε πάρει να ζητήσει ευχή για τον ίδιο Και για το παιδί του, τον άκουσε να ρωτά:
- Δεν μου λες, ποιος είναι πίσω σου, στο δεξιό μέρος; Ό άνθρωπος κοίταξε, αλλά δεν είδε κάποιον.
- Κανένας, Γέροντα.
- Κανένας, ε; Δεν είναι ο Κύριος;
Ό άλλος τότε πρόσεξε. Υπήρχε όντως στον τοίχο μία εικόνα του Κυ­ρίου εσταυρωμένου.
- Ναι, Γέροντα, ψέλλισε.
-Ε, απ' Αυτόν να ζητάς την ευχή Και την προστασία Και σ' Αυτόν να γονατίζεις Και να προσεύχεσαι, του απάντησε από το Δαδί εκείνος, πού, εννοείται, δεν ήξερε τίποτε για το πώς συμπεριφέρεται ο άνθρωπος ή για το πως είναι διαμορφωμένο το εσωτερικό του σπιτιού του.

*************

Κάποτε επισκέφτηκε το Μοναστήρι μια συντροφιά από τη Χαλκίδα. Μεταξύ αυτών ήταν και μία γυναίκα, ή οποία πολύ ευλαβείτο τον Γέ­ροντα. 
Κάποια στιγμή μπήκαν στο κελί του, περιγελώντας και αμφισβητώντας τον, ο άνδρας της κι ένας φίλος του. Ή γυναίκα περίμενε απ' έξω με μεγάλη ανυπομονησία. Όπως μπήκαν, έτσι και βγήκαν. Γελού­σαν και ειρωνεύονταν.
Αυτή απόρησε. Και μπήκε μέσα, να δείτε είχε συμβεί. Ό Γέροντας της είπε:
-         Μη στενοχωριέσαι, παιδί μου. Ήρθαν χωρίς διάθεση. Κούτσουρα ήρθαν και κούτσουρα έφυγαν. 
     
*************

- Μια μέρα τον επισκέφθηκαν τέσσερις νέοι, τρεις Έλληνες Και ένας κα­τά το ήμισυ Έλληνας Και κατά το άλλο ήμισυ Γάλλος. Μπήκε πρώτος στο κελί του ο ένας Έλληνας, στον όποιο ο Γέροντας είχε μεγάλη αγάπη.
- Γέροντα, ευλογείτε. Έχω έλθει με κάποιους φίλους μου. Να περάσουν;
- Όχι. Να φέρεις τον Στέφανο πρώτα.
-Ποιόν Στέφανο; είπε ο άνθρωπος απορώντας και βγήκε να βεβαιωθεί. Επέστρεψε σε λίγο.
Δεν υπάρχει Στέφανος, Γέροντα.
Βρε, φέρε τον Στέφανο μέσα, έκανε χαμογελώντας ο παππούς, και μπήκε τελικά ο Έτιέν (έτσι λέγεται ο Στέφανος στα γαλλικά), έμει­νε για ώρα μόνος του με τον Γέροντα Και βγήκε έπειτα κλαίγοντας.
- Μου ανέλυσε όλη μου τη ζωή, από τότε πού γεννήθηκα μέχρι τώρα, πρόλαβε να πει ο άνθρωπος κι απομακρύνθηκε να μείνει μόνος με τις αποκαλύψεις πού του είχαν γίνει. 

*************

Ήταν κάποια γυναίκα πάμφτωχη σ' ένα μικρό χωριό της Αιτωλοακαρνανίας Και είχε τρία παιδιά. Κατάφερε να τα μεγαλώσει με απίστευ­τες στερήσεις Και δυσκολίες, όμως με μια μοναδική αξιοπρέπεια. Ή κυρα-Βασιλική.
Πέθανε παραμονή της Παναγίας του 1998. Την επόμενη μέρα, 15 Αυγούστου, το φτηνό φέρετρο με τη σορό της ήταν πάνω στην καρότσα του μικρού αγροτικού ημιφορτηγού του ιερέα Και κατευθυνόταν προς το κοιμητήριο. Ακολουθούσαν μερικοί συγχωριανοί της Και συζη­τούσαν για τα βάσανα πού είχε περάσει, όταν ξάφνου ευωδίασε ο τό­πος· χιλιάδες άνθη Και λουλούδια να υπήρχαν, δεν θα μύριζαν τόσο. Παραξενεύτηκαν Και απόρησαν. Δεν είχαν εξήγηση.
Ανάμεσα σ' εκείνους πού τη συνόδευαν ήταν κι ένα πνευματικό παιδί του Γέροντα Αμβρόσιου, πού λίγες μέρες μετά πήγε και του ανέφερε το γεγονός. Του είπε μόνο πώς μια γυναίκα πέθανε Και ευωδίασε ο τόπος. Εκείνος στην αρχή έμεινε σιωπηλός. Έπειτα μπήκε στο δωμάτιο του, έμεινε για λίγο και επέστρεψε.
- Αυτή αγίασε, απάντησε. Και ξέρεις τον λόγο; Γιατί ποτέ στη ζωή της δεν παραπονέθηκε. Τέτοιους ανθρώπους θέλει ο Θεός, για να γεμί­σει τον Παράδεισο Και να κάνει τη Δευτέρα Παρουσία. Κατάλαβες;

*************

Ένας γιατρός, μετά από κάποια επίσκεψη του στο Μοναστήρι, όπου είχε ακούσει τον Γέροντα να του λέει πολλά για τη ζωή του, αναρωτιό­ταν αν αυτά ήταν αληθινά ή του τα έλεγε για ευχές. Βγήκε έξω ζαλι­σμένος. Συνάντησε μια μοναχή και της εξέφρασε ψιθυριστά την αμφι­βολία του:
- Αδελφή, ο Γέροντας τα λέει αυτά προφητικά ή τα λέει για να τα πει;
- Μα, τι είναι αυτά πού ακούω; αναπήδησε ξαφνιασμένη ή μοναχή.
- Συγγνώμη, αλλά καμιά φορά μπαίνει μέσα μας ή αμφιβολία, είπε αυτός και επέστρεψε σε λίγο να πάρει την ευχή του πριν φύγει.
- Γεια σου, Γέροντα, ήρθα να σε χαιρετήσω και να φύγω.
- Ποιος είσαι εσύ; τον άκουσε τότε να του λέει.
- Τι ποιος είμαι, Γέροντα; Ό γιατρός είμαι, πού μιλάγαμε πριν από λίγο, είπε ο άνθρωπος και σκέφτηκε πώς ο παππούς είναι κουρασμένος ή πώς άρχισε να «πέφτει» Και δεν θυμάται.
- Και τι ήρθες να κάνεις εδώ; επέμενε ο Γέροντας.
- Να πάρω την ευχή σου.
-Όμως γιατί ήρθες σ' ένα Γέροντα πού τα λέει στην τύχη; είπε κοιτάζον­τάς τον κατευθείαν στα μάτια. Μα ξέρεις πώς όσα λέω δεν είναι δικά μου. Αυτός τα λέει. (Και του έδειξε την εικόνα του Κυρίου.) Δεν τα λέω εγώ.

*************

Ό Γέροντας αγαπούσε πολύ τα παιδιά Και λυπόταν, εάν κάποιο πο­νούσε ή υπήρχε περίπτωση να χαθεί.
Έτσι, όταν τον επισκέφθηκε κάπο­τε μια οικογένεια, γύρισε στον 12χρονο γιο και του είπε:
- Καλός είσαι. Πας στην εκκλησία;
- Πάω.
- Εξομολογείσαι;
- Εξομολογούμαι.
- Ά, καλά. 'Αλλά στα μπαράκια μην ξαναπάς. 
Πώς δεν πάει; επέμενε ο Γέροντας.
- Έχει πάει δύο φορές κι ετοιμάζεται να ξαναπάει. Κι όπως στράφηκε προς το παιδί, εκείνο είπε με συστολή:
-Έ... Γέροντα, με πήγαν, εγώ δεν...
- Όποτε άρχισε αυτός να τους νουθετεί και να λέει για τα νυχτερινά κέντρα πώς είναι ο τόπος ταφής των νέων. 
«Εκεί ο διάολος είναι ακρά­τητος Και σκορπά θάνατο», τόνισε χαρακτηριστικά.

*************

Ένα πούλμαν με εκδρομείς κατευθυνόταν προς τις κατασκηνώσεις του Παρνασσού.
Περνώντας από τη Μονή Δαδιού, έκαναν μια σύντομη στάση Και εκεί συνάντησαν τον Γέροντα.
Αφού προσκύνησαν την Πα­ναγία, τον πλησίασαν κι εκείνος τους μίλησε.
Επέμενε πολύ στη μετά­νοια, στην εξομολόγηση Και στη θεία Κοινωνία.
Κάποιος όμως απ' τους επισκέπτες άρχισε να βρίζει τους ιερείς Και να λέει μεταξύ άλλων:
- Εσείς οι παπάδες πρέπει να εξομολογείστε και να μετανοείτε, πού κάνετε τόσα.
Αλλά τότε ο Γέροντας γύρισε προς το μέρος του, χτύπησε τη μαγκούρα που κρατούσε στο έδαφος και του είπε έντονα:
- Εσύ τολμάς να μιλάς έτσι για τους παπάδες, πού πέθανε ο αδελφός σου και αδίκησες την οικογένεια του;
Ό άνθρωπος ταράχτηκε, κοκκίνισε, δεν άνοιξε πάλι το στόμα του και βγαίνοντας απ' το Μοναστήρι πήγε στην πηγή με το κρύο νερό πού τρέ­χει και δροσίζει τους περαστικούς, για να βρέξει το πρόσωπο του Και να συνέλθει.
Στο μεταξύ, ο Γέροντας πλησίασε κάποιον άλλον επισκέπτη, τον αγκάλιασε και του είπε:
-Εσύ είσαι καλός άνθρωπος. Έλα όμως να σου πω κάτι, να το διορ­θώσεις και τον πήρε παράμερα και τον συμβούλεψε.

*************

Πήγε ο Γέροντας σε κάποιο Μοναστήρι μ' ένα νέο ιερέα, πνευματικό του παιδί, για να προσκυνήσουν.
Στο αρχονταρίκι πού κάθισαν, υπήρχε μία παλιά φωτογραφία μοναχών της Μονής.
Την ώρα πού έπιναν τον καφέ έπιασε τη φωτογραφία και του είπε στο αυτί, δείχνοντας ένα μοναχό από τους 20 περίπου πού εικονίζονταν:
- Τους βλέπεις; Μόνο αυτός σώθηκε.

*************

Ένας άνδρας έκανε στη γυναίκα του για κάποια περίοδο μια ιδιαίτε­ρη γκριμάτσα, κοροϊδευτική, πού πολλές φορές μετά το ξεχνούσε. Φθά­νοντας μια μέρα στο Μοναστήρι, πήγε μπροστά του ο Γέροντας και άρχισε συνέχεια να του κάνει την ίδια γκριμάτσα, την οποία έκανε αυτός στη γυναίκα του.
- Σου αρέσει; τον ρώτησε μετά γελώντας.

*************

Το 1990, στη διάρκεια μιας θείας Λειτουργίας ζήτησε από ένα πνευματικό του παιδί πού τον είχε επισκεφθεί στο Μοναστήρι να διαβάσει κατά την ώρα της Προθέσεως τα ονόματα των ανθρώπων, τους οποίους ο συγκεκριμένος νέος (μετέπειτα κληρικός) είχε φέρει να διαβαστούν και ευλογηθούν - τους γνώριζε προσωπικά, "Άρχισε, λοιπόν, αυτός να τα διαβάζει.
Μόλις όμως έφτασε σε μια οικογένεια πού είχε 4 παιδιά Και περνούσε δυσκολίες, ο Γέροντας, χωρίς κανείς να τον έχει πληροφορήσει σχετικά, είπε ξαφνικά:
- Τώρα εδώ σταματάμε. Αυτός ο πατέρας και αυτή ή μάνα έχουν με­γάλη ανάγκη. Πρέπει να κάνουμε πολλή προσευχή. 'Ά, μεγάλη ανάγκη εδώ!

*************

Κάποτε, ένα άλλο πνευματικό του παιδί είχε τα ονόματα πού επρό­κειτο να διαβαστούν γραμμένα σ' ένα χαρτί, ζώντες και κεκοιμημένους. Όταν βγήκε ο Γέροντας στην Ωραία Πύλη, επειδή δεν έβλεπε καλά, του έδωσε το χαρτί να διαβάσει. Εκείνος ξεκίνησε με τους ζώντες. Όταν όμως τελείωσαν οι ζώντες, δεν έκανε μια παύση, ώστε να πει ο Ιερέας «έτι δεόμεθα υπέρ των κεκοιμημένων αδελφών...», αλλά πήγε αμέσως στους κεκοιμημένους.
- Στοπ! του φώναξε τότε ο Γέροντας, πού και δεν έβλεπε το χαρτί, ώστε να τους ξεχωρίζει, Και δεν γνώριζε κάτι για την κατάσταση του καθενός.
Κι αφού διάβασε τη δέηση υπέρ των κεκοιμημένων, έκανε νόημα στο πνευματικό του παιδί ν' αρχίσει να διαβάζει τα ονόματα τους.

*************

Μια φορά, ένας νέος επιστήμονας έδωσε χρήματα από τον μισθό του, πού μόλις είχε πάρει, σε κάποιον ο όποιος είχε ανάγκη. Δεν είπε πουθε­νά το παραμικρό για την ενέργεια του Και ξεκίνησε για το Μοναστήρι. Εκεί ο Γέροντας, μόλις τον είδε, του είπε:
- Αυτά πού έδωσες ή Παναγία θα στα δώσει πίσω. Ή Παναγία χαίρεται και ότι δίνεις θα στο επιστρέφει. Αυτό να ξέρεις στη ζωή σου.
Και πράγματι, το ίδιο ακριβώς ποσόν πού είχε προσφέρει ο άνθρω­πος το έλαβε πίσω μετά από δύο μέρες μ' έναν εντελώς αναπάντεχο τρό­πο από ένα «τυχαίο» κέρδος.

*************

Όταν νοσηλευόταν στον «Ευαγγελισμό», ένα πρωί ή νοσηλεύτρια του έφερε τα φάρμακα του. Όμως εκείνος έβρισκε αφορμή Και καθυστε­ρούσε να τα πάρει. Δεν έδειχνε απροθυμία, αλλά με γλυκό τρόπο το απέφευγε.
Αφού πέρασε μισή ώρα περίπου, έφθασε ή ίδια νοσηλεύτρια σε κατά­σταση πανικού Και ρώτησε το πνευματικό του παιδί, το όποιο βοηθούσε τον Γέροντα, αν πήρε τα χάπια του. Όταν πήρε αρνητική απάντηση, είπε ανακουφισμένη:
- Ευτυχώς, γιατί ήταν άλλου ασθενούς. Έκανα λάθος Και αυτά πού του είχα φέρει ήταν βαριά φάρμακα. Τους έδωσε τα δικά του, Και αυτή τη φορά ο Γέροντας τα πήρε αμέ­σως, χωρίς να φέρει εμπόδιο.

*************

Κάποια φορά, εξηγούσε σε μια συντροφιά το σημείο στο κατά Λουκά Ευαγγέλιο, οπού αναφέρει ότι «είναι αδύνατον, μέσα στον διεφθαρ­μένο και πονηρό αυτό κόσμο, να μην έρθουν τα σκάνδαλα και οι πειρα­σμοί» (Κεφ. 12 ' ). Με το πού το άκουσε αυτό ένα πνευματικό του παιδί, του γεννήθηκε στο μυαλό ή απορία «γιατί είναι ανάγκη να έρθουν τα σκάνδαλα». Και μάλιστα τόσο έντονα το σκεφτόταν, ώστε έπαψε να πα­ρακολουθεί την εξήγηση του Ευαγγελίου. Άλλα τότε ο Γέροντας στα­μάτησε ξαφνικά τον λόγο, γύρισε προς το μέρος του Και του είπε με έμφαση, αφού είχε διαβάσει τη σκέψη του:
- Είναι ανάγκη να έρθουν τα σκάνδαλα γι' αυτούς τους λόγους.
Τους οποίους λόγους εξήγησε, λύνοντας έτσι την απορία του, Και μετά συνέχισε την ερμηνεία του Ευαγγελίου.
*************

Στο ίδιο Μοναστήρι, λίγο νωρίτερα είχαν συναντήσει την ώρα πού πήγαν να μπουν έναν άντρα γύρω στα 65 με 70, ο όποιος με το πού τον είδε του είπε:
- Την ευχή σου, Γέροντα.
- Εσύ τι κάνεις; τι είσαι εσύ εδώ; γύρισε αμέσως και τον ρώτησε εκείνος.
- Εγώ βοηθάω το Μοναστήρι Και μένω εδώ, αλλά δεν είμαι μοναχός.
- Όχι, να γίνεις μοναχός. Να βάλεις το ράσο, για να σωθείς.
- Γέροντα, εγώ τι να σωθώ; Εντάξει είμαι εδώ πέρα, βοηθάω τους Πατέρες κ.λπ.
- Ακούς τι σου λέω; Να βάλεις το ράσο σου, να μπεις στο Μοναστή­ρι, για να σωθείς.
-Έ, τι να βάλω εγώ σε τέτοια ηλικία; επέμενε ο άλλος.
Όποτε τον πλησίασε Και του είπε κάνοντας την κίνηση με την παλά­μη, βάζοντας την στον λαιμό του:
- Δεν μου λες, πόσους έσφαξες στην Κατοχή;
Ό άλλος κοκάλωσε. Άρχισε ν' αλλάζει χρώματα. Έσκυψε το κεφάλι Και 'ίσα πού μπόρεσε ν' αρθρώσει:
- Καλά, Γέροντα, ευλόγησαν.
Μετά πήγε πίσω από τον ιερέα πού συνόδευε τον Γέροντα και κάποια στιγμή τον ρώτησε με αγωνία:
- Ποιος είναι αυτός;
- Άστο τώρα. Κάνε ό,τι σου είπε και άστο. Μη μιλάς καθόλου, του είπε εκείνος.

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΠΟΣΕΣ ΦΟΡΕΣ ΕΣΥ ΑΚΟΥΣΕΣ ΚΑΠΟΙΟΝ ΦΤΩΧΟ ΝΑ ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΑΕΙ ΚΑΙ ΔΕΝ ΤΟΥ ΕΔΩΣΕΣ ΣΗΜΑΣΙΑ

Αν παρουσιαζόμαστε για οποιοδήποτε ζήτημά μας σ' έναν επίγειο άρχοντα, είμαστε τόσο προσεκτικοί και αυτοσυγκεντρωμένοι, ώστε δεν βλέπουμε ούτ' εκείνους που βρίσκονται δίπλα μας.
Μέσα στο νου μας δεν υπάρχουν παρά ο άνθρωπος, μπροστά στον οποίο βρισκόμαστε, και το θέμα, για το οποίο θέλουμε να του μιλήσουμε. Το ίδιο, πολύ περισσότερο, δεν πρέπει να κάνουμε, όταν βρισκόμαστε μπροστά στον ύψιστο Θεό, εμμένοντας σταθερά στην προσευχή μας και μην περιφέροντας το νου εδώ κι εκεί;
Αν η γλώσσα μας προφέρει προσευχητικά λόγια και η διάνοιά μας ονειροπολεί, τίποτα δεν έχουμε να ωφεληθούμε. Απεναντίας, θα κατακριθούμε, επειδή ακριβώς με μεγαλύτερη υπομονή και εντατικότερη προσοχή μιλάμε σε ανθρώπους παρά στον Κύριό μας. Στο κάτω-κάτω, κι αν ακόμα δεν πάρουμε τίποτε απ' Αυτόν, το να βρισκόμαστε σε διαρκή επικοινωνία μαζί Του μικρό καλό είναι;
Αν ωφελούμαστε πολύ, όταν συζητάμε μ' έναν ενάρετο άνθρωπο, πόσο θα ωφεληθούμε, αλήθεια, συνομιλώντας με τον Πλάστη, τον Ευεργέτη, το Σωτήρα μας, έστω κι αν δεν μας δίνει ό,τι Του ζητάμε; Γιατί, όμως, δεν μας δίνει; Θα το τονίσω γι' άλλη μια φορά: Γιατί συνήθως Του ζητάμε πράγματα βλαβερά, νομίζοντας πως είναι καλά και ωφέλιμα. Δεν γνωρίζεις, άνθρωπέ μου, το συμφέρον σου.Εκείνος, που το γνωρίζει, δεν εισακούει την παράκλησή σου, γιατί φροντίζει περισσότερο από σένα για τη σωτηρία σου. Αν οι γονείς δεν δίνουν πάντα στα παιδιά τους ό,τι τους ζητούν, όχι βέβαια επειδή τα μισούν, μα επειδή, απεναντίας, υπερβολικά τα αγαπούν, πολύ περισσότερο θα κάνει το ίδιο ο Θεός, ο οποίος και περισσότερο από τους γονείς μας μας αγαπά και καλύτερα απ' όλους γνωρίζει ποιο είναι το καλό μας.
Όταν, λοιπόν, αποκάνεις ικετεύοντας τον Κύριο, κι Εκείνος δεν σου δίνει σημασία, μην παραπονιέσαι. Ξεχνάς, άλλωστε, πόσες φορές εσύ άκουσες κάποιον φτωχό να σε παρακαλάει και δεν του έδωσες σημασία; Και αυτό το έκανες από σκληρότητα, ενώ ο Θεός το κάνει από φιλανθρωπία. Ωστόσο, ενώ δεν δέχεσαι να κατηγορήσουν εσένα, που από σκληρότητα δεν άκουσες τον συνάνθρωπό σου, κατηγορείς το Θεό, που από φιλανθρωπία δεν σε ακούει.

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2016

Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΝΟΙΞΗ!

 Ἡ μετάνοια εἶναι μία πνευματική ἄνοιξη
 
Το γεγονός το αφηγήθηκε μία εθελόντρια αδελφή νοσοκόμα και συνέβη στο παλαιό νοσοκομείο των Πατρών, στον “Άγιο Ανδρέα”. Είπε:
 
“Περί το 1968-69 έκανα την πρακτική μου εξάσκηση στο παλαιό νοσοκομείο των Πατρών που βρισκόταν κοντά στο κάστρο. Η κατάσταση βέβαια ήταν θλιβερή από κτιριακής πλευράς, παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες που λιγοστού νοσηλευτικού προσωπικού και των γιατρών. Εμείς οι εθελόντριες βοηθούσαμε όσο μπορούσαμε τις μόνιμες αδελφές και συγχρόνως εξασκούμεθα.
Ένα απόγευμα του Δεκαπενταύγουστου, καθώς μπήκα στον θάλαμο των γυναικών (με 25-30 κρεβάτια!), είδα μία μεσόκοπη γυναίκα να πηγαίνει παραπατώντας προς το κρεβάτι της και ίσα που πρόλαβε να πέσει επάνω του ημιλιπόθυμη και κατάχλωμη.
Την πλησίασα, την σκέπασα και στεκόμουν από πάνω της κοιτώντας το χλωμό πρόσωπό της που ήταν ιδρωμένο. Την είχε περιλούσει κρύος ιδρώτας! Φαινόταν αρχοντική και όμορφη γυναίκα. Πλησίασα στο αυτί της και την ρώτησα αν θέλει να την βοηθήσω σε κάτι. Αντί για απάντηση, άπλωσε το χέρι της και μου έβαλε με κόπο μέσα στη φούχτα μου ένα τσαλακωμένο κιτρινωπό χαρτί, χωρίς να ανοίξει τα μάτια της. Μόνο μου ψιθύρισε:
–     Σας παρακαλώ, διαβάστε το μου!
 
Ξεδιπλώνω το χαρτάκι και τι να δω! Ήταν ένα κομμένο φύλλο, προφανώς από κάποια “Σύνοψη” ή “Ωρολόγιο” και επάνω ήταν τυπωμένος ο πεντηκοστός ψαλμός, ο ψαλμός της μετανοίας, το “ Ἐλέησον μέ, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου…”!
Άρχισα χαμηλόφωνα να της τον διαβάζω κοντά στο αυτί της: “Ἐλέησον μέ, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου …”. Καθώς προχωρούσα το διάβασμα, πρόσεξα με συγκίνηση πως από τα κλειστά μάτια της έτρεχαν δάκρυα, που κατρακυλούσαν κι έβρεχαν το μαξιλάρι της.
 
Όταν τελείωσα, άνοιξε τα μάτια της, είχε λίγο συνέλθει , και με έκπληξη είδα δυο γαλάζια παιδικά μάτια κατακάθαρα και λαμπερά να με κοιτάζουν ήρεμα και ταπεινά. Αμέσως δε, χωρίς δυσκολία, άρχισε να μου λέει με μεγάλη συντριβή:
–     Αδελφή, είμαι πολύ αμαρτωλή! Είχα κέντρο διασκεδάσεως και … καταλαβαίνετε. Όμως μετάνοιωσα ειλικρινά. Δεν ξέρω όμως αν ο Θεός με συγχώρησε.
Τότε την ρώτησα:
–     Εξομολογηθήκατε; Κοινωνήσατε;
Μου απάντησε καταφατικά. Τότε με μια θεία παρόρμηση που είχα εκείνη τη στιγμή της είπα με όση πίστη διέθετε η νεανική μου ψυχή, αλλά και με όσα είχα διαβάσει στο ιερό Ευαγγέλιο:
–     Και βέβαια σας συγχώρησε ο Χριστός! Η άφεση σας δόθηκε μέσα στο Μυστήριο της ιεράς Εξομολογήσεως. Μην αμφιβάλετε για το έλεος του Θεού.
 
Έπρεπε να υπήρχε ο τρόπος να αποθανατιστούν οι λάμψεις της χαράς που φάνηκαν μέσα στα γαλάζια μάτια της. Χαρά, χαρά, πλημμύρα χαράς! Συγκινήθηκα και της είπα, ενώ ακουγόταν από το εκκλησάκι του αγίου Χαραλάμπους η Παράκληση της Παναγίας:
–     Κάνετε υπομονή, να γίνετε καλά και να πάτε να ψάλλετε κι εσείς στην Εκκλησία.
Μου απάντησε ήρεμα και ξεκάθαρα:
–     Δεν πρόκειται να ζήσω. Το γνωρίζω. Έχω καρκίνο σε όλη την κοιλιά. Θα πάω να ψάλω επάνω, στην Εκκλησία τ’ Ουρανού!
 
Το είπε τόσο ειρηνικά, σχεδόν χαρούμενα, ώστε με εξέπληξε. Πράγματι, όταν πήγα στο νοσοκομείο την επομένη εβδομάδα, το κρεβάτι της ήταν άδειο! Είχε τόση συντριβή και τόση μετάνοια, ώστε δεν αμφιβάλει κανείς πως θα βρήκε έλεος από Εκείνον, που θυσιάστηκε για να σώσει τον κάθε αμαρτωλό. Η ομορφιά της μετανοίας αυτής της γυναίκας έμεινε ανεξίτηλη στη μνήμη μου…”
 
Από το βιβλίο: «ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Ουράνια μηνύματα Θαυμαστά γεγονότα»
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΒΑΡΝΑΚΟΒΑΣ
ΔΩΡΙΔΑ 2009
 
ΤΑΛΑΝΤΟ