Ἐπισκέφθηκαν κάποτε μερικοὶ ἀδελφοὶ τὸν ἀββᾶ Μακάριο στὴ Σκήτη.
Μέσα στὸ κελί του δὲν ὑπῆρχε
τίποτε ἐκτὸς ἀπὸ νερὸ χαλασμένο, καὶ τοῦ εἶπαν:
«Ἀββᾶ, ἔλα πάνω στὸ
χωριὸ καὶ θὰ σὲ φροντίζουμε».
Κι ὁ Γέροντας τοὺς
λέει: «Ἀδελφοί, γνωρίζετε τὸ ψωμάδικο τοῦ τάδε στὴν πόλη;»
«Ναί», τοῦ εἶπαν.
«Τὸ ξέρω κι ἐγὼ» τοὺς ἀποκρίθηκε.
«Ξέρετε καὶ τὸ χωράφι
τοῦ δεῖνα ἀπ᾿ ὅπου περνάει ὁ ποταμός;»
Τοῦ εἶπαν: «Ναί».
Καὶ κατέληξε ὁ
Γέροντας: «Κι ἐγὼ τὸ ξέρω. Ὅταν λοιπὸν θέλω κάτι, δὲν σᾶς ἔχω ἀνάγκη. Παίρνω τὰ
πόδια μου καὶ πηγαίνω».