Το ΔΣ της ΠΕΘ
************************************************************************************************
ΑΙΤΗΣΗ ΤΡΙΤΑΝΑΚΟΠΗΣ
***
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
(Διαδικασία Εκουσίας
Δικαιοδοσίας)
ΤΡΙΤΑΝΑΚΟΠΗ
Του σωματείου με την
επωνυμία Πανελλήνια
Ένωση Θεολόγων (ΠΕΘ),
νομίμως εκπροσωπουμένου, που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Χαλκοκονδύλη αρ. 37, με ΑΦΜ
090197060
ΚΑΤΑ
1) Της
υπ’ αρ. 617/2011 αποφάσεως
του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα Εκουσίας Δικαιοδοσίας)
2) Του
σωματείου υπό την επωνυμία «Πανελλήνιος Θεολογικός Σύνδεσμος ΚΑΙΡΟΣ για την αναβάθμιση της Θρησκευτικής
Εκπαίδευσης», νομίμως εκπροσωπουμένου, που
εδρεύει στο Χολαργό Αττικής, οδός Ελ. Βενιζέλου 59Α
Από το έτος 1951
υπάρχει και λειτουργεί νομίμως η Ένωσή μας, αρχικά με την επωνυμία «Ένωσις
Ελλήνων Θεολόγων» δυνάμει της υπ’ αρ. 5643/1951 αποφάσεως του Πρωτοδικείου
Αθηνών και με την τροποποίηση του καταστατικού της το έτος 1961 με την
επωνυμία «Πανελλήνιος Ένωσις Θεολόγων» (υπ’ αρ. 19884/1961 αποφ. Πρ. Αθ. ), η
οποία είναι τοις πάσι γνωστή. Τελευταία τροποποίηση του καταστατικού της
ενώσεώς μας έγινε το έτος 1977 δυνάμει της υπ’ αρ. 2059 απόφασης του
Πρωτοδικείου Αθηνών, ενώ στο βιβλίο σωματείων του Πρωτοδικείου Αθηνών
αναγράφεται με τον αριθμό μητρώου 7087. Tο Σωματείο μας, από της ιδρύσεώς του
μέχρι σήμερα, λειτουργεί κανονικά και επιδεικνύει έντονη δραστηριότητα για την
προστασία των συμφερόντων των μελών του και ιδίως για το αντικείμενο της
εργασίας μας, το μάθημα των θρησκευτικών στην πρωτοβάθμια και
δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Σήμερα, αριθμεί περί τα τρεις χιλιάδες εκατό (3.100)
μέλη, πτυχιούχους των θεολογικών σχολών.
Η δράση της μέχρι
σήμερα υπήρξε πολλαπλώς επιτυχής, πρόσφορη και μεταξύ των θεολόγων – μελών μας
(αλλά και μη μελών μας) δεν διατυπώθηκε καμία μομφή περί ελλείψεων,
ανικανότητας, αποτυχιών κ.λπ. Μάλιστα η ένωση μας έχει αναγνωρισθεί σε ικανή
έκταση ως συμβάλλουσα όχι μόνον στο συνδικαλιστικό τομέα αλλά και στον
επιστημονικό, όπως αυτό προκύπτει εκ πολλαπλών εκδηλώσεών της ανά την Ελλάδα
και κυρίως εκ του εγκύρου επιστημονικού περιοδικού «ΚΟΙΝΩΝΙΑ», το οποίο σε κάθε
τεύχος του δημοσιεύει πολύ υψηλού επιπέδου επιστημονικές μελέτες, πολλές εκ των
οποίων έχουν συγγραφεί από καθηγητές πανεπιστημίου. Άλλωστε πολλοί διαπρεπείς
πανεπιστημιακοί καθηγητές είναι μέλη της Ενώσεώς μας και συμβάλλουν
συνεχώς στην πρόοδο και άνοδό της κ.ο.κ.
Αντιθέτως, η
τριτανακοπτομένη ένωση θεολόγων δεν έχει να επιδείξει ούτε ικανό αριθμό μελών,
ούτε ανάλογη συνδικαλιστική ή επιστημονική δράση. Είναι δε πολύ
χαρακτηριστικός ο λόγος και ιδίως ο χρόνος που ιδρύθηκε, ως προκύπτει εκ της καθόλου (ανυπάρκτου
κατά τα άλλα) δράσεώς της. Διότι, από του έτους 2008 και εφεξής από κάποια
πλευρά θεολόγων ή μη, αναλαμβάνεται μία πρωτοβουλία αποβλέπουσα στην
κατάργηση-αποδυνάμωση-συρρίκνωση-υποβάθμιση του μαθήματος των θρησκευτικών παρά
την εντελώς αντίθετη θέση της ad hoc νομολογίας (ΣτΕ 3356/95 και ΣτΕ 2176/98 Επιθ.Δημ. & Διοικ. Δικ. 1998
σελ. 885 επ.) και παρά τη ρητή διάταξη του άρθρου 16 § 2 του Συντάγματος και
την εις εκτέλεση αυτής διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 1566/1985, η οποία
αποτελεί διάταξη νόμου κατ’ εφαρμογήν συνταγματικής διατάξεως, (οπότε η
κατάργησή της απαγορεύεται και αν καταργηθεί
θεωρείται ως μη καταργηθείσα , όπως δέχεται παγίως και η νομολογία
και η θεωρία π.χ. ΣτΕ 3088/2009 ΔιΔικ 2020 σελ. 27. Διοικ.Εφ.Αθ. 743/2006
ΝοΒ 2007 σελ. 499. ΑΠ 284/2004 ΝοΒ 2005 σελ. 283. ΑΠ 1731/2002 ΝοΒ
2003 σελ. 1225. ΣτΕ 2056/2000 ΔιΔικ 2001 σελ. 87, ομοίως Κρίππα, Νομοθετικό
κενό συνταγματικώς ανεπίτρεπτο και εντεύθεν υποχρεώσεις της κρατικής Διοικήσεως
εις «Χαριστήριον Σύμμεικτα προς τιμήν Γεωργίου Παπαχατζή», 1989 σελ. 235
επ. και αυτόθι προηγουμένη νομολογία. ΟμοίωςΚαλλιαντέρη-Τουτζιαράκη, Η
αρχή της νομιμότητος. Επιθ.Δημ. & Διοικ. Δικαίου, 2001 σελ. 28, τα ίδια
δέχεται και η αλλοδαπή θεωρία π.χ. Ribes, «Existe-t-il un droità la norme? Contrôle de constitutionnalité et
omission législative», εις REVUΕ BELGE DE DROIT CONSTITUTIONNEL, 1999 σελ. 237 επ.). Η υπόθεση αυτή λύθηκε τελικώς διά της (τελεσιδίκου κατά το
άρθρον 5Α του Ν. 702/77) αποφάσεως του Διοικ. Εφετείου
Χανίων115/2012 (Επιθ.Δημ. & Διοικ. Δικαίου 2013 σελ. 225 ε.π,.), η οποία
δέχεται, ότι το Σύνταγμα επιβάλλει την διδασκαλία του μαθήματος των
θρησκευτικών της Ορθοδόξου Εκκλησίας και ότι οι Χριστιανοί Ορθόδοξοι μαθητές
δεν απαλλάσσονται από την παρακολούθησή του.
Η εξέλιξη αυτή
δυσαρέστησε έναν κύκλο ολιγάριθμων θεολόγων και ήδη από τότε που η
υπόθεση εκκρεμούσε στο εν λόγω δικαστήριο, άρχισαν να «μεθοδεύουν» την
κατάργηση ή έστω συρρίκνωση του Ορθοδόξου μαθήματος των θρησκευτικών. Και
βεβαίως ο μόνος τρόπος συρρικνώσεώς του ήταν, το μάθημα αυτό να «νοθευθεί»,
ήτοι να γίνει «πολυθρησκευτικό» (δηλ. οι μαθητές να διδάσκονται και την
ορθόδοξη θρησκεία αλλά (ισοτίμως) και την βουδιστική και την ισλαμική και
την ινδουϊστική και άλλες πάσης φύσεως θρησκείες). Φυσικά για κάτι τέτοιο (πρωτοφανές
και ακατανόητο και μη απαντώμενο εκτός Ελλάδος, πρβλ. Κρίππα, Η
συνταγματική κατοχύρωσις του μαθήματος των θρησκευτικών παρ’ ημίν και εν τη
αλλοδαπή, ανάτυπον, 2001) η συντριπτική πλειοψηφία των θεολόγων
αντέδρασε και επίσης και ικανός αριθμός Ελλήνων μη θεολόγων (γονέων,
κηδεμόνων, ειδικών νομικών συνταγματολόγων κ.λ.π.) και μάλιστα όχι
επειδή η επιχειρουμένη «μεταρρύθμιση» ήταν απλώς αντίθετη από τις προσωπικές ή
ιδεολογικές τους απόψεις, αλλά και διότι ήταν ευθέως αντίθετη προς το νόμο
1566/1985, το άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος και το άρθρο 2 του Α’ πρωτ. της
ΕΣΔΑ.
Τη στιγμή, λοιπόν,
όπου η νομολογία και η συντριπτική πλειοψηφία της θεωρίας δέχονταν και μάλιστα
με επιστημονικώς αδιάσειστα επιχειρήματα, ότι το Σύνταγμα επιβάλλει ως
ύλη του μαθήματος των θρησκευτικών τη διδασκαλία της επικρατούσης
θρησκείας (της Ορθοδόξου Χριστιανικής με δικαίωμα απαλλαγής των
ετεροδόξων και ετεροθρήσκων από το μάθημα των θρησκευτικών), ενώ την ίδια άποψη
εξέφραζε και η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων θεολόγων, που εκπροσωπούνται
από την Ένωσή μας, την ίδια λοιπόν στιγμή, κάποιοι ολιγάριθμοι θεολόγοι
διαφορετικής απόψεως, θέλησαν να ιδρύσουν ένα σωματείο που θα αντιπαλεύει τους
δικούς μας σκοπούς, σχετικά με το μάθημα των θρησκευτικών. Έτσι, η τριτανακοπτόμενη
υπ’ αρ. 617/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, έκανε δεκτή τη με
αρ. κατ. 95967/2010 αίτηση περί αναγνωρίσεως του καθ’ ου σωματείου, με την
επωνυμία «Πανελλήνιος
ΘεολογικόςΣύνδεσμος ΚΑΙΡΟΣ για την αναβάθμιση της Θρησκευτικής Εκπαίδευσης», με
έδρα την Αθήνα και διέταξε τη δημοσίευση της στο δημόσιο βιβλίο σωματείων του
Πρωτοδικείου Αθηνών.
Το ως άνω σωματείο,
είναι μία νέα ένωση θεολόγων (χωρίς ουδαμόθεν, να επισημανθεί εγκύρως
η έλλειψή τέτοιας ένωσης), της οποίας η δραστηριότητα εξαντλείται και
περιορίζεται αποκλειστικώς και μόνον στην υποστήριξη, της νέας ύλης του
μαθήματος των Θρησκευτικών. Πολλά δε από τα μέλη του, ανήκουν στην επιτροπή
εμπειρογνωμόνων για την εκπόνηση νέου προγράμματος σπουδών στα θρησκευτικά
Δημοτικού και Γυμνασίου, όπως αυτό εφαρμόστηκε πιλοτικά δυνάμει της υπ’ αρ.
113714/Γ2/3-10-2011 απόφασης του Υπουργείου Παιδείας, δια βίου Μάθησης και
Θρησκευμάτων. Το εν λόγω πρόγραμμα σπουδών, το οποίο αναθεωρήθηκε (όχι σε
σημαντικό βαθμό) το 2014, έχει κριθεί επιστημονικά και ηθικά απαράδεκτο, καθώς
και ριζικά αντίθετο προς την ορθόδοξη πίστη, την οποία δικαιούνται να
διδάσκονται οι ορθόδοξοι μαθητές, ενώ η Πολιτεία υποχρεούται να εξασφαλίζει τη
διδασκαλία της, σύμφωνα με τη νομολογία των Ελληνικών Δικαστηρίων.
Εν όψει των ανωτέρω
καθίσταται σαφές και αυτονόητο, ότι το σωματείο αυτό ιδρύθηκε όχι για
σκοπούς που συνάδουν προς την θεολογία και τους θεολόγους, αλλά αποκλειστικώς
και μόνο, για να αποκλείσει-περιορίσει-εξουδετερώσει την δράση του συλλόγου μας (του
πολυπληθεστέρου συλλόγου Ελλήνων Θεολόγων μεταξύ των οποίων και διαπρεπείς
πανεπιστημιακοί καθηγητές) στον τομέα των απόψεών του επί της
διαμορφώσεως της ύλης του μαθήματος τω θρησκευτικών. Προς επίρρωση δε τούτου
αρκεί, να αναφερθούμε στο άρθρο 2 του καταστατικού του, όπου διαπιστώνουμε, ότι
σε αυτό αναγράφονται οκτώ σκοποί του συλλόγου τούτου εκ των οποίων μόνον ο
τελευταίος (ο όγδοος) αναφέρει, ότι το σωματείο αυτό μπορεί, να
δραστηριοποιείται και για άλλα θέματα! (ενώ οι υπόλοιποι επτά σκοποί
αφορούν την ύλη του μαθήματος των θρησκευτικών κατανεμημένοι σε επτά
ειδικότερες -αλλά ταυτόσημες εν τη ουσία- ενότητες). Και όλα αυτά πέραν του ότι
το αντίδικο σωματείο εκπροσωπεί ασήμαντο αριθμό μελών (περίπου 430), έναντι
της δικής μας Ενώσεως, που εκπροσωπεί χιλιάδες Έλληνες Θεολόγους από τη στιγμή
που ιδρύθηκε (το έτος 1951), μεταξύ δε των αρμοδιοτήτων μας περιλαμβάνεται και
το δικαίωμά μας ,να έχουμε άποψη επί της ύλης του μαθήματος των θρησκευτικών και
θεολογική αλλά και έγκυρη νομική (εν όψει
του ότι τα θέματά μας κατ’ επανάληψη απετέλεσαν αντικείμενο της ad hoc νομολογίας των δικαστηρίων και της εγκύρου νομικής θεωρίας βασικών δε
κλάδων του Δικαίου π.χ. Συνταγματικού Δικαίου, Διοικητικού Δικαίου, Ποινικού
Δικαίου κ.ά.).
Επομένως η τόσο αυταπόδεικτη έλλειψη
αντιπροσωπευτικότητας του
καθ’ ου η τριτανακοπή σωματείου καθώς και οι (με αυτήν συνδεδεμένοι) σκοποί του
συνεπάγονται τη διάλυσή του. Το δεδομένο
αυτό το δέχεται παγίως η ad hoc νομολογία των δικαστηρίων. Π.χ. η Πρωτ. Θεσσαλονίκης 34563/2001, ΕΕΔ
2002 σελ. 597 επ. διατάσσει την διάλυση σωματείου αντιστοίχου με
προϋπάρχον διότι διά του δευτέρου επέρχεται σύγχυση ιδίως όταν εμφανίζεται, να
εκπροσωπεί τα ίδια μέλη με το αρχικό. Ομοίως η ΑΠ/Ολομελείας 4/2005 (ΕΕΔ
2005 σελ. 838 επ.) διατάσσει διάλυση σωματείου λόγω παραβάσεως υπ’ αυτού του
Συντάγματος, του νόμου, της δημ. τάξεως. Η Πρωτ. Θεσσαλονίκης 3402/63
(ΝΔικ Κ’ σελ. 252) διατάσσει διάλυση σωματείου λόγω του ότι ο
καταστατικός του σκοπός καθίσταται παράνομος. Ομοίως, ΑΠ 928/79 (ΝοΒ 28
σελ. 273) και ΑΠ 1572/81 (ΕΕΝ 49 σελ. 850). Ομοίως διατάσσεται η διάλυση
σωματείου λόγω αντιθέσεώς του προς τη δημ. τάξη (Πρωτ. Ηρακλ. 87/1986 Αρμεν,
1986 σελ. 591). Επίσης η Πολ.Πρωτ. Εβρου 67/1964 (ΝοΒ 33 σελ. 151) διατάσσει
την διάλυση σωματείου, διότι επεδίωκε να καταστήσει τα μέλη του ως άτομα
χωριστής κοινωνικής τάξεως. Λίαν εκτενή, αναλυτική και ad hoc νομολογία επί του προκειμένου περιέχεται σε επιστ. μελέτες Κρίππα, Προϋποθέσεις
για την άσκηση τριτανακοπής με αίτημα την διάλυση σωματείου (ΕΕΔ 47
σελ. 577 επ.) και επίσης Του Αυτού, Καταχρηστική
ίδρυσις επαγγελματικού σωματείου (ΕΕΔ 33 σελ. 1095 επ.).
Τη μη νομιμοποίηση
σωματείου λόγω ελλείψεως αντιπροσωπευτικότητας δέχεται και το γαλλικό Συμβούλιο
Επικρατείας και μάλιστα διά λίαν προσφάτου αποφάσεώς του. Πρόκειται διά την
απόφαση του γαλλικού ΣτΕ 387420 της 30.12.2015 (και σύμφωνο σχόλιο επ’ αυτής υπό Jean-Marc Pastor εις νομ. περιοδικόAJDA = Actuallité Juridique Droit Administratif τεύχος 18.1.2016 σελ. 11), η οποία απορρίπτει αίτηση ακυρώσεως
κατά αποφάσεως του Υπουργού Εργασίας, η οποία έκρινε ορισμένη συνδικαλιστική
οργάνωση ως μη αντιπροσωπευτική.
Κατ’ ακολουθίαν των
ανωτέρω, επειδή το καθ’ ου η τριτανακοπή σωματείο εμφανίζεται και μάλιστα διά
πανηγυρικών διακηρύξεων: α) ως δήθεν εκπροσωπούν την πλειοψηφία (ή έστω
ικανό αριθμό) θεολόγων, πράγμα που είναι βεβαίως ανακριβές και β) ότι η εν προκειμένω πλειοψηφία (ή έστω ο
ικανός αριθμός) των θεολόγων τάσσεται δήθεν κατά της από συστάσεως του
ελληνικού κράτους διδασκομένης ύλης του μαθήματος των θρησκευτικών ως Ορθοδόξου
Χριστιανικού (και συμφώνου προς το άρθρον 16 § 2 του Συντάγματος και άρθρον 1 του
Ν. 1566/85). Μάλιστα επί του τελευταίου αυτού δεδομένου επικαλούμεθα δύο
πρόσφατες εκδόσεις εκ των οποίων 1) Η μία είναι του Εργαστηρίου Παιδαγωγικής
–Χριστιανικής Παιδαγωγικής Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του
Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης υπό τον τίτλον «ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ
ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ, 2α εκδ. 2015 εκτείνεται σε 460 σελίδες
και περιέχει είκοσι
έξι επιστημονικές μελέτες διαπρεπών
πανεπιστημιακών καθηγητών και λοιπών επίσης διαπρεπών θεολόγων τασσομένων
υπέρ του Ορθοδόξου Χριστιανικού Μαθήματος και αιτιολογούντων υπερεπαρκώς την
επιστημονική τους άποψή αυτήν και 2) Η δε δεύτερη υπό τον τίτλο. «ΣΥΛΛΟΓΗ
ΚΡΙΤΙΚΩΝ ΑΡΘΡΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΝΕΑ (ΠΙΛΟΤΙΚΑ) ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ
ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ», 2012, η οποία εκτείνεται σε 314 σελίδες και περιέχει ογδόντα
πέντε επιστημονικές μελέτες επίσης
διαπρεπών πανεπιστημιακών καθηγητών και λοιπών επίσης διαπρεπών επιστημόνων
τασσομένων και αυτών ομοίως υπέρ του Ορθοδόξου Χριστιανικού μαθήματος των
θρησκευτικών δι’ αντιστοίχου πειστικής αιτιολογίας.
Εκ των ανωτέρω
προκύπτει ότι το καθ’ ού η τριτανακοπή σωματείο, ιδρύθηκε, κυρίως, για να
εμφανίσει την
πλειοψηφία των θεολόγων ως επιθυμούντων τη μεταβολή της ύλης του
μαθήματος των θρησκευτικών και ειδικώς την εξώθησή της εκτός των συνταγματικών επιταγών(όπως αυτές
έχουν ερμηνευθεί νομολογιακώς) και την διαμόρφωσή της σε πεδία εξωχριστιανικά
και μάλιστα από τις τάξεις του δημοτικού σχολείου (όπου για τον μικρό μαθητή
είναι παιδαγωγικώς αυταπόδεικτο, ότι θα επιφέρει ακατανόητη και ακατάστατη
σύγχυση αντί της επιβαλλομένης απλότητας πάσης μορφής διδακτέας ύλης κατά
την μικράν αυτήν ηλικία). Επομένως η
λειτουργία του εν λόγω σωματείου δημιουργεί σοβαρότατα προβλήματα στην πράξη
και επιφέρει σύγχυση ικανή να δημιουργήσει παραπλανητικές εντυπώσεις για τη
μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων θεολόγων, τους οποίους επιδιώκει, να εμφανίσει ως
αποστασιοποιουμένους από την Ορθόδοξο Χριστιανική θρησκεία και διδασκαλία
και μάλιστα πραγματοποιούντας άνευ ουδενός λόγου στροφή εν προκειμένω από
την ύλη του μαθήματος των θρησκευτικών, όπως αυτή διδάσκεται πάνω από εκατόν
ενενήντα χρόνια από συστάσεως ελληνικού κράτους και εδιδάσκετο και πολλά άλλα
προγενέστερα χρόνια κατά την εποχή της τουρκοκρατίας είτε εμφανώς (π.χ. στα
σχολεία που ίδρυε ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός) είτε κρυφίως στα κρυφά σχολεία.
Επιπλέον, με την όλη
του δραστηριότητα, ο τριτανακοπτόμενος σύνδεσμος, θέλει να παρουσιάζει την
ένωσή μας που εκπροσωπεί την συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων Θεολόγων ως
«παρωχημένη» και σκοταδιστική. Το δεδομένο αυτό επιτείνεται και εκ του ότι ο
καθ’ ού η τριτανακοπή σύνδεσμος μόλις εμφανίστηκε και άρχισε να αναπτύσσει
δράση, «προσκολλήθηκε» σε κάποιες υπηρεσίες του
Υπουργείου Παιδείας, οι οποίες όλως αιφνιδίως και κατά σαφή παρέκκλιση των
μέχρι τότε ισχυόντων, νομολογημένων και εφαρμοζομένων επί πολλές
δεκαετίες, άρχισαν να ωθούν το εν λόγω Υπουργείο στην προαναφερομένη
παρέκκλιση όλως περιέργως και όλως ακατανοήτως. Είναι δε σαφές και ότι οι
εκπρόσωποι της απόψεως του πολυθρησκευτικού χαρακτήρα του μαθήματος των
θρησκευτικών, αντιλαμβανόμενοι την αδυναμία τους να προωθήσουν τέτοιου
είδους εκπαιδευτικά προγράμματα, είχαν ανάγκη στηρίξεως (και
υποστηρίξεως) και από εξωϋπηρεσιακούς παράγοντες, την οποία στήριξη
βρήκαν στο καθ’ ού η τριτανακοπή σωματείο. Και όλα
αυτά κατ’ ευθείαν παρέκκλιση από τους κανόνες της παιδαγωγικής, ως
ισχύουν ανέκαθεν, καθώς παλαιόθεν είχε διαπιστωθεί, ότι η διδασκαλία του
μαθήματος των θρησκευτικών (της Χριστιανικής θρησκείας) αποτελούσε και
άριστη παιδαγωγική μέθοδο ηθικής διδασκαλίας. Πέραν του ότι ως δέχεται και το
σύνολο των εγκληματολόγων ημεδαπών και αλλοδαπών, η διδασκαλία αμιγούς
μαθήματος των θρησκευτικών αποτελεί «παράγοντα αποτρεπτικόν του εγκλήματος» (Κρίππα, Η
συνταγματική κατοχύρωσις του μαθήματος των θρησκευτικών παρ’ ημίν και εν τη
αλλοδαπή, 2001, σελ. 352 επ. όπου αναφέρεται σειρά όλη διαπρεπών εγκληματολόγων
δεχομένων πανηγυρικώς την άποψη αυτήν).
Σχετικά με το δικαίωμά
μας να ασκήσουμε τριτανακοπή με αίτημα τη διάλυση του καθ’ ου σωματείου,
επαγόμαστε τα εξής:
Κατ’ άρθρο 12
του Συντάγματος η ίδρυση σωματείου δεν υπόκειται σε προηγουμένη άδεια.
Εννοείται, ότι ο όρος «άδεια» που χρησιμοποιεί εδώ το Σύνταγμα, εννοεί πράξη
της εκτελεστικής εξουσίας και μόνο. Πράξη όμως της δικαστικής εξουσίας ουδόλως
αποκλείεται. Τούτο προκύπτει εκ της § 2 του άρθρου 12 του Συντάγματος, η οποία
επιτρέπει την διάλυση σωματείου διά δικαστικής αποφάσεως για παράβαση νόμου ή
παράβαση του καταστατικού (Κρίππα,Προϋποθέσεις για την άσκηση
τριτανακοπής με αίτημα την διάλυση σωματείου, ΕΕΔ 47 σελ. 573 επ.). Άλλωστε η §
1 του εν λόγω άρθρου του Συντάγματος υπάγει την σύσταση του σωματείου εις
την «τήρηση του νόμου». Κατ’ εφαρμογήν επομένως της διατάξεως αυτής βάσει
του άρθρου 81 του Αστικού Κώδικα προβλέπεται, ότι η εγγραφή σωματείου στο
οικείο βιβλίο γίνεται δι’ αποφάσεως του Πρωτοδικείου εκδιδομένης κατά την
εκουσία δικαιοδοσία (ΚΠολΔικ άρθρον 740 § 1, ως αντικατεστάθη υπό του άρθρου 8
§ 1 του Ν. 4198/2013 και άρθρον 787 ως αντικατεστάθη υπό του άρθρου
17 § 14 του Ν. 4055/2012 με έναρξη ισχύος από 1.3.2013 κατ’ άρθρον 1α΄
του Ν. 4077/2012). Ως εκ τούτου η εν λόγω δικαστική απόφαση δεν αποτελεί
διοικητική άδεια και επομένως δεν συγκρούεται
προς το Σύνταγμα.
Επί του προκειμένου
πρέπει κατ’ αρχήν να επισημάνουμε, ότι κατ’ άρθρο 82 ΑΚ προβλέπεται,
ότι εναντίον αποφάσεως δικαστικής που αναγνωρίζει σωματείο
επιτρέπεται μόνο έφεση (σήμερα βεβαίως θα πρέπει να θεωρηθεί, ότι το άρθρο αυτό
έχει καταργηθεί δι’ άρθρου 1 περιπτ. ε’ και στ’ , άρθρου 3 § 3, άρθρου 4
και άρθρου 53 του Εισαγωγικού Νόμου του Κώδικος Πολ. Δικονομίας εν όψει και των
άρθρων 761 και 787 § 2 του ΚΠολΔικ, ως πάντα ταύτα γίνονται δεκτά παγίως
υπό της θεωρίας πρβλ. Καρακατσάνη ΕρμΑΚ
τομ. 1 Γεν. Αρχαί, Ημιτ. Α’, Τευχ. Ε’ άρθρα 78-167, υπ’ άρθρ. 82
αριθ. 2. Ομοίως Αιτιολ. Εκθ. ΚΠολΔικ εις Μητσοπούλου-Μπέη, Κ.
Πολ. Δικ. 3η εκδ. 1980 σελ. 402, υπ’ αριθ. 787. Κρίππα, Σχόλιον
υπό την Πρωτ. Ηρακλ. Αρχ. Νομ ΛΖ’ σελ. 497. Του
Αυτού,Προϋποθέσεις για την άσκηση τριτανακοπής με αίτημα την διάλυση
σωματείου, ΕΕΔ 47 σελ. 577 επ.). Το παρόν ζήτημα βεβαίως
(αναγνώριση του δικαιώματος ασκήσεως τριτανακοπής σε κάθε τρίτο, του οποίου τα
συμφέροντα βλάπτονται εκ δικαστικής αποφάσεως, στην οποίαν δεν εκλήθη να
μετάσχει) κατοχυρώνεται πρωτίστως εκ του άρθρου 20 § 1 του Συντάγματος.
Αφορά δε και την άσκηση τριτανακοπής με αίτημα την διάλυση σωματείου,
καθ’ όσον ανακύπτει εδώ όμοια περίπτωση (έχουμε δικαστική απόφαση εκουσίας
δικαιοδοσίας βλαπτική για τα συμφέροντα τρίτων μη κληθέντων να μετάσχουν
στη δίκη) όπως τούτο γίνεται παγίως δεκτό (ΑΠ 1257/85 ΕΕΝ 1986 σελ. 538 ΑΠ
829/81 ΕΕΝ 1982 σελ. 541. Εφ. Αθ. 7768/86 ΝοΒ 1987 σελ.
209. ΑΠ 188/85 ΕΕΝ 1986 σελ. 18. ΑΠ 1842/84 ΕΕΝ 1985 σελ.
743, Εφ. Κρ. 354/87 ΑρχΝομ 1987 σελ. 408. Πρ. Ηρ. 87/86 ΝοΒ 1986
σελ. 1091. Εφ. Αθ. 2226/81 ΝοΒ 30 σελ. 285, Εφ. Αθ, 3826/1984 ΔΕΝ
1985 σελ. 169. Εφ. Αθ. 2626/81 ΕΕΔ 1982 σελ. 567, Κρίππα, Καταχρηστική
ίδρυση επαγγελματικού σωματείου, ΕΕΔ 33 σελ. 1095. Βάγια, Επισκόπισις
Ελληνικού Συνδικαλιστικού Δικαίου, ΕΕΔ 34 σελ. 781 υποσημ. 20. Καρακατσάνη, ΕρμΑΚ
υπ’ αρθρ. 82 αριθ. 49 Ντάσιου, Εργατικό
Δικονομικό Δίκαιο, τομ. Β΄, Ι 1983 σελ. 229. Καλαβρού, ΔΙΚΗ
14 σελ. 359. Ασπρογέρακα-Γρίβα, Γενικές
Αρχές Αστικού Δικαίου 1978 σελ. 98. Μπέη, ΔΙΚΗ
2 σελ. 458. Σεραφείμ, Συνδικαλιστικό
σωματειακό Δίκαιο, 1986 σελ. 198. Σταθοπούλου-Γεωργιάδου, Γενικές
Αρχές Αστικού Δικαίου, σελ. 146). Βεβαίως το εν λόγω δικαίωμα
(τριτανακοπής με αίτημα την διάλυση σωματείου) προβλέπεται ρητώς και από την § 2 του άρθρου 787 του
ΚΠολΔικ, και τυπικώς αλλά και κατ΄
επιταγή του άρθρου 20 § 1 του Συντάγματος, χωρίς να επηρεάζεται η περίπτωση, εκ
του ότι έχουμε απόφαση εκδιδομένη κατά την διαδικασία της εκουσίας
δικαιοδοσίας, καθ’ όσον από πουθενά δεν προκύπτει, ότι οι αποφάσεις της
εκουσίας δικαιοδοσίας τυγχάνουν υποβαθμισμένες από απόψεως συνταγματικής
προστασίας. Επομένως το δικαίωμα τριτανακοπής αποτελεί κατ’ ανάγκην πλήρες
ατομικό δικαίωμα και ουδείς περιορισμός
επιτρέπεται επ’ αυτού, δύναται δε να ασκηθεί εφ’ όλης της εκτάσεως της
τριτανακοπτομένης αποφάσεως, η οποία ως εκ τούτου δεν δημιουργεί
δεδικασμένο για οποιονδήποτε
τρίτο μη κληθέντα να μετάσχει στην έκδοσή της (Παπαρσενίου, Η
τριτενέργεια του δεδικασμένου, ΔΙΚΗ 1987 σελ. 906. Βαρβιτσιώτη, Η
τριτενέργεια του δεδικασμένου και οι ενστάσεις με ουσιαστικήν έννοια, ΔΙΚΗ 1985
σελ. 660-670. Μπέη, Ανατροπή
αποφάσεως εκουσίας δικαιοδοσίας για λόγους ουσιαστικού δικαίου, ΔΙΚΗ 1986 σελ.
910). Έχει δε γίνει περαιτέρω δεκτό, ότι δεν δημιουργείται δέσμευση εκ
δεδικασμένου, ακόμη και σε περίπτωση όπου προηγουμένη επί του ιδίου θέματος
ασκηθείσα τριτανακοπή απορρίφθηκε για λόγους τυπικούς (Εφ. Κρ. 354/87
Αρχ.Νομ ΛΗ΄ σελ. 405 επ. Πρ. Ηρ. 87/86 Αρχ.Νομ ΛΖ΄ σελ. 470. Τα ίδια
δέχεται και η αλλοδαπή θεωρία Rosenberg,Lehrbuch des Deutschen Zivilprozessrechts, 7η εκδ. 1956 σελ. 56). Τέλος γίνεται δεκτό, ότι
τρίτοι πληροφορηθέντες ανεπισήμως περί της δίκης εκουσίας δικαιοδοσίας
και μη θελήσαντες να μετάσχουν σε αυτήν διά παρεμβάσεως δεν αποκλείονται
της τριτανακοπής, καθ’ όσον δεν ισχύει γι’ αυτούς το δεδικασμένο (Εφ. Κρ. Ενθ’
αν.).
Τέλος επισημαίνουμε,
ότι όπως γίνεται δεκτό, εάν ο σκοπός του σωματείου είναι παράνομος ή αντίκειται
στη δημόσια τάξη ή στο Σύνταγμα, την τριτανακοπή μπορεί, να την
ασκήσει οποιοσδήποτε πολίτης ( ΑΠ 928/79 ΕΕΝ 46 σελ. 928. Εφ. Αθ. 7716/77
Αρμεν. 32 σελ. 97. Ομοίως Ασπρογέρακα-Γρίβα, ενθ’
αν. σελ. 98 υποσημ. 135). Και όλα αυτά πέραν των προβλεπομένων υπό του
άρθρου 188 του Ποινικού Κώδικος περί σωματείου αντιτιθεμένου σε ποινικές
διατάξεις.
Επειδή το νεοϊδρυθέν
σωματείο «ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΚΑΙΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ» πληροί σε απόλυτο βαθμό όλες τις ως άνω αρνητικές και
αντισυνταγματικές προϋποθέσεις εμφανίζοντας συγχρόνως το ημέτερο Σωματείο
«ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΕΝΩΣΗ ΘΕΟΛΟΓΩΝ» ως αδιάφορο και ανίκανο να έχει άποψη και
συμμετοχή επί της διαμορφώσεως της θρησκευτικής παιδείας, πράγμα αναληθές και
συκοφαντικό, τεκμαίρεται κατ’ ακολουθίαν αμαχήτως ότι η ίδρυση του νεοφανούς εν
προκειμένω σωματείου αποβαίνει κατά το Σύνταγμα (άρθρο 12) καταχρηστική και
πρέπει, να διαταχθεί η διάλυσή του γενομένης δεκτής από το Δικαστήριό Σας
της παρούσας τριτανακοπής.
Επειδή το καθ’ ού η
τριτανακοπή σωματείο όχι μόνον ιδρύθηκε κατά καταχρηστική άσκηση
του ατομικού δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι, αλλά ευθύς από της ιδρύσεώς του
έσπευσε να αποδείξει και την καταχρηστικότητα των σκοπών του και ήδη πολύ προ
της καταθέσεως της παρούσης τριτανακοπής μας, «προσκολληθέν» και στενώς
συνεργαζόμενο με κάποιες υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας και κατά πλήρη και
απαράδεκτο παραμερισμό της δικής μας Ενώσεως, η οποία τουλάχιστον μέχρι σήμερα
έχει παρουσιάσει δημοσιευμένες άνω των εκατό εγκύρων
επιστημονικών μελετών περί του μαθήματος των θρησκευτικών (συγγραφείσες από
καθηγητές πανεπιστημίου και λοιπούς διαπρεπείς επιστήμονες), οι
οποίες αγνοούνται παντελώς από τους εν λόγω παράγοντες.
Επειδή, σύμφωνα με την
υπ’ αρ. 34.563/2001 απόφαση του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης «Η ύπαρξη δύο
σωματείων στον ίδιο χώρο και μάλιστα όταν αυτός είναι περιορισμένος, που
επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό, συγκροτούνται από μέλη που ασκούν το ίδιο επάγγελμα
και η επωνυμία του ενός περιέχει στοιχεία από την επωνυμία του άλλου,
συνεπάγεται πρόκληση συγχύσεως, διασπάσεως και υπερμέτρου ανταγωνισμού των
επαγγελματικών δυνάμεων των εργαζομένων, στοιχεία που παρακωλύουν την εύρυθμη
λειτουργία των σωματείων και την επίτευξη των σκοπών τους εις βάρος των μελών
τους, οπότε η ίδρυση του δευτέρου σωματείου καθίσταται καταχρηστική.»
Επειδή κατά αποφάσεων
εκουσίας δικαιοδοσίας διά των οποίων αναγνωρίζονται σωματεία, επιτρέπεται η
άσκηση τριτανακοπής από οποιονδήποτε τρίτο, μη μετασχόντα στη δίκη, εφόσον εκ
της αποφάσεως βλάπτονται ή κινδυνεύουν τα συμφέροντά του.
Επειδή το σωματείο μας
δεν έλαβε μέρος, ούτε προσκλήθηκε να λάβει μέρος στη δίκη κατά την οποία
εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.
Επειδή σύμφωνα με το
ισχύον από 1977 καταστατικό του σωματείου μας (αρ. αποφ. 2059/1977 Μ. Πρ.
Αθηνών), σκοποί του μεταξύ άλλων είναι:
- Η
καλλιέργεια των θεολογικών Γραμμάτων και η ενημέρωση των μελών προς την
σημειούμενη εκάστοτε εξέλιξη και πρόοδο της Επιστήμης
- Η
κατανόηση της ουσίας του Ορθοδόξου Χριστιανισμού και η έξαρση αυτού
- Η
διέγερση του ενδιαφέροντος και της αγάπης του λαού προς τη θρησκευτική γνώση
και ζωή εντός του πλαισίου των πατρικών μας παραδόσεων.
- Ο
ευρύς θρησκευτικός και ηθικός διαφωτισμός του λαού μας για να λάβει αυτός πλήρη
επίγνωση της αξίας της εν Χριστώ απολυτρώσεως και ζωής, ως και ο πλήρης
και ηθικός διαφωτισμός της νεότητας.
- Η
προσήλωση στην Ορθοδοξία και άμυνα κατά πάσης αντιορθοδόξου και
αντιχριστιανικής εκδηλώσεως παρ’ ημίν, ως και η εκλαΐκευση της Απολογητικής του
Χριστιανισμού και ο διαφωτισμός του λαού και δη της νεότητας περί της
υφισταμένης αρμονίας Επιστήμης και Χριστιανικής θρησκείας.
- Η
έμπνευση σεβασμού και αφοσιώσεως προς τα θέσμια και τις παραδόσεις της Μητρός
ημών Ορθοδόξου Εκκλησίας
- Η
παρακολούθηση των εκάστοτε αναφυομένων επαγγελματικών ζητημάτων και η συμβολή
προς δίκαιη και ορθή επίλυση αυτών.
Επειδή το καθ’ ου
σωματείο, με την ενεργή συμμετοχή του στη σύνταξη του ήδη πιλοτικά εφαρμοσμένου
προγράμματος σπουδών για τα θρησκευτικά με πολυθρησκευτική κατεύθυνση (πολλά
μέλη της συντακτικής επιτροπής του είναι ενεργά μέλη του καθ’ ου) και την
ανοικτή στήριξή του σε αυτό (με άρθρα, ημερίδες, ανακοινώσεις κ.λπ., όλα
αναρτημένα και δημοσιευμένα πλην των άλλων και στην επίσημα ιστοσελίδα του καθ’
ου «www.kairosnet.gr») προκαλεί βλάβη και θέτει σε κίνδυνο στα ως άνω έννομα συμφέροντα του
σωματείου μας.
Επειδή η τριτανακοπή
στην ως άνω περίπτωση δεν μπορεί να αποκλεισθεί, διότι αυτό θα αντέκειτο στο
άρθρο 20 του Συντάγματος, λόγω του ότι άλλως θα υφιστάμεθα εις βάρος μας
συνέπειες μίας δικαστικής αποφάσεως, χωρίς προηγουμένως να μας έχει δοθεί η
ευκαιρία, να αναπτύξουμε τις απόψεις μας ενώπιον του Δικαστηρίου. Θα είχαμε
δηλαδή, σαφή παράβαση συγκεκριμένου ατομικού δικαιώματος, ήτοι το δικαίωμα της
εννόμου προστασίας, το οποίο κατοχυρώνεται από την προαναφερόμενη συνταγματική
διάταξη. Επίσης, θα είχαμε παράβαση της αρχής της ισότητας, εάν η τριτανακοπή
απαγορεύοταν κατά αποφάσεων που αναγνωρίζουν σωματεία και επιτρεπόταν επί των
λοιπών αποφάσεων της εκουσίας δικαιοδοσίας.
Επειδή οι αποφάσεις
της εκουσίας δικαιοδοσίας δεν δημιουργούν δεδικασμένο για κάθε τρίτο μη
μετασχόντα ή μη κληθέντα να μετάσχει της δίκης. Ως εκ τούτου, δεν υποχρεούμαστε
να αποδείξουμε συνδρομή δόλου ή συμπαιγνίας των διαδίκων.
Επειδή το δικαίωμα
τριτανακοπής δεν υπόκειται σε παραγραφή και μπορεί να ασκηθεί οποτεδήποτε, όσος
χρόνος κι αν έχει παρέλθει από την έκδοση της τριτανακοπτόμενης αποφάσεως.
Επειδή η ίδρυση και
λειτουργία του καθ’ ου σωματείου είναι καταχρηστική, διότι η παράλληλη
λειτουργία του στον επιστημονικό χώρο των θεολόγων με το δικό μας σωματείο,
δημιουργεί σύγχυση στην εύρυθμη λειτουργία και στη δραστηριότητά μας ως ένωση
θεολόγων, για την επίτευξη του σκοπού του καθ’ ου σωματείου εις βάρος των
συμφερόντων των μελών μας.
Επειδή η ταυτόσημη
ονομασία των δύο Σωματείων, προκαλεί αμφιβολία και σύγχυση στους θεολόγους και
στους τρίτους, ως προς τη διακρίβωση της ταυτότητάς μας, με κίνδυνο διπλής
εγγραφής θεολόγων ως μελών τους.
Επειδή η ίδρυση του
Πανελληνίου Συνδέσμου Θεολόγων «ΚΑΙΡΟΣ» έχει προφανή σκοπό τη διάσπαση,
συρρίκνωση και διά της αδρανείας διάλυση του Σωματείου μας.
Επειδή κατ’ άρθρο 105
ΑΚ και όπως προκύπτει από την ελληνική νομολογία (Εφ. Θρ. 31/2002), η
σωματειακή ελευθερία μπορεί να περιοριστεί με τη μορφή της διάλυσης σωματείου
με δικαστική απόφαση όταν ο σκοπός ή η λειτουργία του σωματείου είναι παράνομοι
ή αντίκεινται στη δημόσια τάξη, όπως στην εν προκειμένω περίπτωση.
Επειδή το Δικαστήριό
Σας είναι κατά τόπον και καθ’ ύλην αρμόδιο, κατ’ άρθ. 740 και 787 παρ. 2 ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Και για όσους
επιφυλασσόμεθα να προσθέσουμε νομίμως
ΖΗΤΟΥΜΕ
Να γίνει δεκτή η
τριτανακοπή μας.
Να ακυρωθεί και να εξαφανισθεί
η τριτανακοπτόμενη υπ’ αρ. 617/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών,
που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της Εκουσίας Δικαιοδοσίας, με την οποία έγινε
δεκτή η αίτηση των καθ’ ων η τριτανακοπή, μελών της προσωρινής διοίκησης του
καθ’ ου Σωματείου περί εγγραφής αυτού στο οικείο βιβλίο.
Να διαταχθεί η διάλυση
του καθ’ ου σωματείου με την επωνυμία «Πανελλήνιος Θεολογικός Σύνδεσμος
ΚΑΙΡΟΣ για την αναβάθμιση της Θρησκευτικής Εκπαίδευσης» και με διακριτικό τίτλο
«ΚΑΙΡΟΣ»
Να καταδικασθούν οι
καθ’ ων στη δικαστική μας δαπάνη και στην αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου
μας.