ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Τρίτη 26 Ιουλίου 2016

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ : ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΤΟΥΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ - ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ "ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ" ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Θεσ­σα­λο­νί­κη 20/7/2016

Πρός: τήν Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος
Ἰ. Γεν­να­δί­ου 14 115 21 Ἀ­θή­να
       
Κοι­νο­ποί­η­ση: σέ ὅ­λους τούς Ἱ­ε­ράρ­χες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος

ΣΥΝ­ΤΟ­ΜΗ Α­ΠΟ­ΤΙ­ΜΗ­ΣΗ ΤΗΣ «Α­ΓΙ­ΑΣ ΚΑΙ ΜΕ­ΓΑ­ΛΗΣ ΣΥΝΟ­ΔΟΥ»
ΣΤΟ ΚΟ­ΛΥΜ­ΠΑ­ΡΙ ΤΗΣ ΚΡΗ­ΤΗΣ (19-26/7/2016)

Μα­κα­ρι­ώ­τα­τε Πρό­ε­δρε,

Σε­βα­σμι­ώ­τα­τοι Ἀρ­χι­ε­ρεῖς,

Σᾶς ἀ­πο­στέλ­λω, εὐ­λα­βῶς, μιά πε­ρι­ε­κτι­κή ἀ­πο­τί­μη­ση γιά τήν «Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δο» καί Σᾶς πα­ρα­κα­λῶ, νά κά­νε­τε τόν κό­πο νά τήν με­λε­τή­σε­τε, ἐ­πει­δή πι­στεύ­ω, ὅ­τι θά μπο­ροῦ­σε νά βο­η­θή­σει, κάπως,  στήν ὑ­πεύ­θυ­νη συζήτη­ση πού θά γί­νει στή Σύ­νο­δο τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, ὅ­ταν αὐ­τή συ­νέλ­θει.

Ἡ ἀ­πο­τί­μη­σή μας θά κι­νη­θεῖ σέ δύ­ο ἐ­πί­πε­δα. Τό πρῶ­το ἐ­πί­πε­δο θά ἀφορᾶ τήν ἀ­πο­τί­μη­ση ὡς πρός τό τυ­πι­κό καί Κα­νο­νι­κό μέ­ρος τῆς Συ­νό­δου, ἐ­νῶ τό δεύ­τε­ρο ἐ­πί­πε­δο θά ἀ­φο­ρᾶ τήν ἀ­πο­τί­μη­ση ὡς πρός τό οὐ­σι­α­στι­κό μέ­ρος της.

Ὡς πρός τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή τυ­πι­κό­τη­τα καί Κα­νο­νι­κό­τη­τά της,  λεγομένη«Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δος» -θε­ο­λο­γι­κά κρι­νό­με­νη- δέν εἶ­ναι «Ἁ­γί­α», κα­τά κυ­ρι­ο­λε­ξί­α. Καί τοῦ­το, ἐ­πει­δή δέν εἶ­ναι «ἑ­πο­μέ­νη τοῖς ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι», οὔ­τε τυ­πι­κῶς οὔ­τε οὐ­σι­α­στι­κῶς, ὅ­πως θά γί­νει φα­νε­ρό μέ ὅ­σα θά ποῦ­με στή συ­νέ­χεια. Δέν εἶ­ναι ­μως καί «Με­γά­λη», ­χι μό­νον ­πει­δή δέν ­ταν πα­ροῦ­σες ­λες οἱ Αὐ­το­κέ­φα­λες Ἐκ­κλη­σί­ες, ἀλ­λά κυ­ρί­ως, για­τί ­ταν σέ αὐ­τήν πο­λύ μι­κρή καί ­πι­λεγ­μέ­νη ἀν­τι­προ­σώ­πευ­σή τους ­πό τούς κα­τά τό­πους Ἀρ­χι­ε­ρεῖς. Τό ση­μαν­τι­κό­τε­ρο­μως, ἐν προ­κει­μέ­νῳ εἶ­ναι, ­τι «Σύ­να­ξη» αὐ­τή τῶν Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων δέν μπο­ρεῖ νά χα­ρα­κτη­ρι­στεῖ -μέ αὐ­στη­ρά θε­ο­λο­γι­κά κρι­τή­ρια- οὔ­τε κἄν ὡς μί­α Το­πι­κή Σύ­νο­δος. Πρό­κει­ταιμᾶλ­λον, γιά μιά ­δι­ό­τυ­πηδι­ηυ­ρυ­μέ­νη, «Προ­συ­νο­δι­κή Δι­ά­σκε­ψη Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων» μέ δέ­κα Προ­κα­θη­μέ­νους, γιά ­να «Συ­νέ­δριο» δέ­κα συγ­κε­κρι­μέ­νων Αὐ­το­κε­φά­λων Ἐκ­κλη­σι­ῶν, οἱ ­ποῖ­ες ἀν­τι­προ­σω­πεύ­τη­καν ­πό τούς Προ­κα­θη­μέ­νους τους καί τό πο­λύ ­πό 24 κα­τ­πι­λο­γήν Ἀρ­χι­ε­ρεῖς.

Εἴ­πα­με, ­τι  ἐν λό­γῳ «Δι­ά­σκε­ψη»  τό «Συ­νέ­δριο» αὐ­τό δέν εἶ­ναι κἄν μί­α Το­πι­κή Σύ­νο­δος, για­τί στήν Το­πι­κή Σύ­νο­δο συ­νέρ­χον­ται καί ψη­φί­ζουν ­λοι οἱμε­τέ­χον­τες σ αὐ­τήν Ἀρ­χι­ε­ρεῖς. Στήν πα­ροῦ­σα ὅ­μως «Δι­ά­σκε­ψη-Συ­νέ­δριο», σύμ­φω­να μέ τόν Κα­νο­νι­σμό Λει­τουρ­γί­ας της, ψῆ­φο εἶ­χαν μό­νο οἱ πα­ρόν­τες δέ­κα Προ­κα­θή­με­νοι. Ἡ πρά­ξη αὐ­τή εἶ­ναι πρω­το­φα­νής στήν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μας Ἱ­στο­ρί­α καί αὐ­θαί­ρε­τη καί δέν συ­νά­δει κα­θό­λου μέ τήν ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κοῦ χα­ρα­κτῆ­ρα πρα­κτι­κή τῶν ἕ­ως σή­με­ρα Ὀρ­θο­δό­ξων Συ­νό­δων, οἱ ὁ­ποῖ­ες προ­ϋ­πο­θέ­τουν τήν ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή ἰ­σό­τη­τα ὅ­λων τῶν Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων, πρᾶγ­μα πού ἐμ­φαί­νε­ται στήν ἰ­σό­τι­μη ψῆ­φο τους. Κα­νείς ἀ­πο­λύ­τως Ἐ­πί­σκο­πος –μη­δέ τοῦ Προ­έ­δρου τῆς Συ­νό­δου ἐ­ξαι­ρου­μέ­νου– δέν εἶ­ναι «ἄ­νευ ἴ­σων»συ­νε­πι­σκό­πων του. Αὐ­τό πού ἴ­σχυ­σε στήν πα­ροῦ­σα «Δι­ά­σκε­ψη» πα­ρα­πέμ­πει ἐμ­μέ­σως σέ μί­α σα­φῆ μορ­φή Πα­πι­σμοῦ, ἔ­στω κι ἄν ἡ ψῆ­φος τῶν Προ­κα­θη­μέ­νων ἔ­χει συλ­λο­γι­κό χα­ρα­κτῆ­ρα.

Κα­τά συ­νέ­πεια, οἱ ἀ­πο­φά­σεις τῆς πα­ρα­πά­νω «Προ­συ­νο­δι­κῆς Δι­ά­σκε­ψης», ἤτοῦ πα­ρα­πά­νω «Ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κοῦ Συ­νε­δρί­ου», δέν ἔ­χουν δε­σμευ­τι­κό χα­ρα­κτῆ­ρα. ­ρα καί καμ­μί­α ­σχύ­χι μό­νο γιά ­λη τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἀλ­λά καί γιά τίς Το­πι­κές Αὐ­το­κέ­φα­λες Ἐκ­κλη­σί­ες, πού ἀν­τι­προ­σω­πεύ­τη­καν στό «Ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κό» αὐ­τό «Συ­νέ­δριο» -­λως ­θέ­σμως-, ­φοῦ οἱ με­τέ­χον­τες Ἀρ­χι­ε­ρεῖς δέν εἶ­χαν δι­καί­ω­μα ψή­φου. Ἀλ­λά οἱ ­πο­φά­σεις εἶ­ναι ­κυ­ρες καί γιά τόν πρό­σθε­το λό­γο τῆς ἀρ­χῆς τῆς ­μο­φω­νί­ας, ­ποί­α πα­ρα­βι­ά­στη­κε μέ τήν μή πα­ρου­σί­α τῶν τεσ­σά­ρων Πα­τρι­αρ­χεί­ων (Ἀν­τι­ο­χεί­ας, Ρω­σί­ας, Βουλ­γα­ρί­ας, Γε­ωρ­γί­ας).

­πι­προ­σθέ­τως οἱ ­πο­φά­σεις τῆς ­δι­όρ­ρυθ­μης «Συ­νό­δου» τοῦ Κο­λυμ­πα­ρί­ουδέν εἶ­ναι δε­σμευ­τι­κές γιά τήν Ἑλ­λα­δι­κή Ἐκ­κλη­σί­α καί γιά ­ναν πρό­σθε­το λό­γο.  Προ­κα­θή­με­νος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, ἀν­τί νά ­πο­στη­ρί­ξει τήν ­μό­φω­νη θέ­ση τῆς ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας στό Στ΄Κεί­με­νο, εἰ­ση­γή­θη­κε ἄλ­λη θέ­ση, ­ποί­α ­γι­νε ­πο­δε­κτή ­πό τίς ἐν­νέ­α ἄλ­λες Αὐ­το­κέ­φα­λες Ἐκ­κλη­σί­ες. Πρα­κτι­κῶς, αὐ­τό ση­μαί­νει,­τι θέ­ση τοῦ Σώ­μα­τος τῆς Ἑλ­λα­δι­κῆς ­ε­ραρ­χί­ας δέν ἐκ­προ­σω­πή­θη­κε, ­πό­τε μέ βά­ση τόν Κα­νο­νι­σμό Λει­τουρ­γί­ας τῆς «Δι­ά­σκε­ψης», στό Στ΄Κεί­με­νο δέν ­πῆρ­ξε ­μο­φω­νί­α. ­ρα, τό Κεί­με­νο εἶ­ναι ­κυ­ρο.

Καί τώ­ρα, ἡ ἀ­πο­τί­μη­ση τοῦ οὐ­σι­α­στι­κοῦ μέ­ρους τῆς ἰ­δι­ό­τυ­πης «Συ­νό­δου». Κα­τ’ ἀρ­χήν, ὀ­φεί­λου­με νά ποῦ­με γε­νι­κῶς, ὅ­τι στή λε­γό­με­νη «Σύ­νο­δο» τοῦ Κο­λυμ­πα­ρί­ου τῆς Κρή­της ἐ­πι­χει­ρή­θη­κε μιά θε­σμι­κοῦ χα­ρα­κτῆ­ρα πνευ­μα­τι­κή ἔκ­πτω­ση ἀ­πό τή δογ­μα­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. [Λέ­με, ὅ­τι ἐ­πι­χει­ρή­θη­κε, ἐ­πει­δή –μέ βά­ση ὅ­σα εἴ­πα­με νω­ρί­τε­ρα– δέν προσ­δί­δου­με θε­σμι­κό ρό­λο στίς ἀ­πο­φά­σεις τῆς πα­ρα­πά­νω «Ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κῆς Δι­α­σκέ­ψε­ως»­]. Στήν Κρή­τη ὄ­χι μό­νο δέν κα­τα­δι­κά­σθη­κε καμ­μί­α ἑ­τε­ρο­δο­ξί­α (αἵ­ρε­ση), ἀλ­λά καί ἐ­πι­χει­ρή­θη­κε μιά φο­βε­ρή, θε­σμι­κῶς, ἔκ­πτω­ση ἀ­πό τήν συ­νο­δι­κῶς ὁ­ρι­ο­θε­τη­μέ­νη πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, μιά ἔκ­πτω­ση οὐ­σι­α­στι­κά ἀ­πό τόν «Ὅ­ρο Πί­στε­ως» τῆς Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου. Συγ­κε­κρι­μέ­να, πρό­κει­ται γιά τήν ἔκ­πτω­ση ἀ­πό τήν δογ­μα­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Συμ­βό­λου τῆς Πί­στε­ως, πού ἀ­να­φέ­ρε­ται στήν ταυ­τό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, κα­θ’ ἑ­αυ­τήν.

Στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως ὁ­μο­λο­γοῦ­με, ὅ­τι πι­στεύ­ου­με «εἰς Μί­αν, Ἁ­γί­αν, Κα­θο­λι­κήν καί Ἀ­πο­στο­λι­κήν Ἐκ­κλη­σί­αν». Ὅ­μως, στή «Δι­ά­σκε­ψη» τῆς Κρή­της, δέ­κα Αὐ­το­κέ­φα­λες Ἐκ­κλη­σί­ες, με­τα­ξύ τῶν ὁ­ποί­ων καί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ἑλ­λά­δος, ἀ­πο­δέ­χθη­καν ἀ­θε­ο­λό­γη­τα τήν «Βα­πτι­σμα­τι­κή Θε­ο­λο­γί­α» καί ἔμ­με­σα τήν «Θε­ω­ρί­α τῶν Κλά­δων», ἀ­να­γνω­ρί­ζον­τας ὡς Ἐκ­κλη­σί­ες τούς Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κούς, τούς Μα­ρω­νῖ­τες, τούς Νε­στο­ρια­νούς, τούς Μο­νο­φυ­σῖ­τες Ἀν­τι­χαλ­κη­δο­νί­ους, τούς Μο­νο­θε­λῆ­τες, οἱ ὁ­ποῖ­οι κα­τα­δι­κά­στη­καν γιά τήν χρι­στο­λο­γι­κή τους αἵ­ρε­ση ἀ­πό σει­ρά Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων (ἀ­πό τήν Τρί­τη ἕ­ως καί τήν Ἕ­κτη), ἀλ­λά καί τήν παν­σπερ­μί­α τῶν Προ­τε­σταν­τῶν, πού ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ον­ται στό Παγ­κό­σμιο Συμ­βού­λιο τῶν λε­γο­μέ­νων Ἐκ­κλη­σι­ῶν. Ἀ­πο­τε­λεῖ πνευ­μα­τι­κή πα­ρα­φρο­σύ­νη καί πνευ­μα­τι­κό πρα­ξι­κό­πη­μα ἡ πρά­ξη τῆς ἀ­πό­πει­ρας γιά Συ­νο­δι­κή ἀ­πό­φα­ση στό Κο­λυμ­πά­ρι πρός ἀ­να­γνώ­ρι­ση ὡς Ἐκ­κλη­σι­ῶν τῶν κα­τα­δι­κα­σθέν­των αἱ­ρε­τι­κῶν ἀ­πό Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους. Αὐ­τό, στήν πρά­ξη, εἶ­ναι συγ­κρη­τι­σμός καί Οἰ­κου­με­νι­σμός. Δέν κι­νή­θη­κε ὁ θυ­μός –τό ἔλ­λο­γο νεῦ­ρο τῆς ψυ­χῆς- τῶν «Συ­νο­δι­κῶν» Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων πρός τούς νο­η­τούς λύ­κους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἀ­πε­ναν­τί­ας, οἱ «λύ­κοι» ὀ­νο­μά­στη­καν «πρό­βα­τα» τῆς μί­ας καί μό­νης λο­γι­κῆς ποί­μνης, τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἐκ τοῦ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τος συμ­πε­ραί­νου­με, ὅ­τι στήν Κρή­τη δέν ἔ­γι­νε ἡ ἀ­να­με­νό­με­νη ἀ­πό τό εὐ­λα­βές πλή­ρω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας «σύ­σκε­ψη» τῶν «Συ­νο­δι­κῶν» Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων μέ τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, οὔ­τε καί λει­τούρ­γη­σε ἡ «σφεν­δό­νη» τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος γιά τήν ἐκ νέ­ου κα­τα­δί­κη τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν. Εἰ­δι­κό­τε­ρα, γιά τούς Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κούς, λε­κτι­κῶς, ὁ­μο­λο­γή­σα­με τήν πί­στη μας στόν Ὅ­ρο τῆς Β΄Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου, πρα­κτι­κῶς ὅ­μως ἀ­κυ­ρώ­σα­με αὐ­τήν τήν πί­στη, ἀ­να­γνω­ρί­ζον­τας ὡς Ἐκ­κλη­σί­ες, ὄ­χι μό­νον αὐ­τούς, ἀλ­λά καί ἄλ­λες Χρι­στι­α­νι­κές Κοι­νό­τη­τες, πού ἀν­τί­κειν­ται στόν Ὅ­ρο αὐ­τό, διά τοῦ f­i­l­i­o­q­ue. Ὡς γνω­στόν, ἡ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε προ­σθή­κη στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως -ἀ­κό­μη καί ἡ ἑρ­μη­νευ­τι­κῶς σω­στή- κα­τα­δι­κά­ζε­ται ἀ­πό ὅ­λες τίς Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους με­τά τήν Γ΄ (συμ­πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης) καί ὅ­σοι τό κά­νουν, ὁ­ρί­ζε­ται νά κα­θαι­ροῦν­ται καί νά ἀ­φο­ρί­ζον­ται ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Σα­φῶς, λοι­πόν, τό f­i­l­i­o­q­ue, ὡς προ­σθή­κη, κα­τα­δι­κά­ζε­ται -ἔμ­με­σα, αὐ­το­μά­τως καί ἑ­τε­ρο­χρο­νι­σμέ­να -ἀ­πό Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους, ὡς αἵ­ρε­ση, ἀ­φοῦ ἐκ­πί­πτουν ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­σοι τό υἱ­ο­θε­τοῦν, ὡς προ­σθή­κη, κα­τά τήν ἀ­πό­φα­ση τῶν ἀ­νω­τέ­ρω Συ­νό­δων. Γι’ αὐ­τό καί ἡ ἑ­τε­ρο­δο­ξί­α τοῦ f­i­l­i­o­q­ue τῶν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῶν καί ὅ­λων τῶν Προ­τε­σταν­τῶν εἶ­ναι κα­τε­γνω­σμέ­νη αἵ­ρε­ση.

Ἄλ­λω­στε,  προ­σθή­κη τοῦ f­i­l­i­o­q­ue κα­τα­δι­κά­στη­κε ἐ­πί Με­γά­λου Φω­τί­ου στήν Σύ­νο­δο τοῦ 879/80 (Η΄ Οἰ­κου­με­νι­κή), ὅ­που με­τεῖ­χε καί ἀν­τι­προ­σω­πεί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ρώ­μης, ἐ­νῶ κα­τα­δι­κά­στη­καν καί ἄλ­λες κα­κο­δο­ξί­ες τοῦ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμοῦ γιά τήν ταύ­τι­ση οὐ­σί­ας καί ἐ­νερ­γεί­ας στόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό καί γιά τόν κτι­στό χα­ρα­κτῆ­ρα τῆς θεί­ας Χά­ρι­τος, στίς Συ­νό­δους τοῦ 1331 καί1351. Ἀλ­λά καί ὁ Προ­τε­σταν­τι­σμός κα­τα­δι­κά­στη­κε ἀ­πό σει­ρά Συ­νό­δων στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἀ­να­το­λή (1638, 1642, 1691).
Κα­τά συ­νέ­πεια, δέν εἶ­ναι δυ­να­τόν σέ ἕ­να Συ­νο­δι­κό δογ­μα­τι­κοῦ χα­ρα­κτῆ­ρα Κεί­με­νο νά μήν ὑ­πάρ­χει θε­ο­λο­γι­κή ἀ­κρί­βεια καί οἱ ἑ­τε­ρό­δο­ξοι νά ἀ­να­γνω­ρί­ζον­ται ὡς Ἐκ­κλη­σί­ες. Αὐ­τό θά σή­μαι­νε, ἤ ὅ­τι γί­νε­ται συ­νει­δη­τή ἔκ­πτω­ση στό ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κό δόγ­μα,ἤ ὅ­τι ὑ­πάρ­χει δι­γλωσ­σί­α, μέ ὅ,τι αὐ­τό συ­νε­πά­γε­ται.

Μέ τήν ψή­φι­ση τοῦ Στ΄ Κει­μέ­νου,πού χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται γιά τίς σκό­πι­μες ἀ­σά­φει­ες καί ἰ­δι­αί­τε­ρα γιά τίς θε­ο­λο­γι­κές ἀν­τι­φά­σεις του,  «Ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κή Δι­ά­σκε­ψη» στήν Κρή­τη κα­το­χύ­ρω­σε θε­σμι­κά τόν Οἰ­κου­με­νι­σμό, εἰ­σά­γον­τας ἔ­τσικαί προ­ω­θών­τας τήν ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή σύγ­χυ­ση στίς συ­νει­δή­σεις τῶν πι­στῶν.Ὑ­πεν­θυ­μί­ζω συγ­κε­κρι­μέ­να τήν πα­ρά­γρα­φο 16, ὅ­που ση­μει­ώ­νον­ται τά ἑ­ξῆς: «Ἕν ἐκ τῶν κυ­ρί­ων ὀρ­γά­νων ἐν τῇ Ἱ­στο­ρί­ᾳ τῆς Οἰ­κου­με­νι­κῆς κι­νή­σε­ως εἶ­ναι τό Παγ­κό­σμιον Συμ­βού­λιον Ἐκ­κλη­σι­ῶν (ΠΣΕ)­.­.. Πα­ραλ­λή­λως­φί­σταν­ται καί ἄλ­λοι δι­α­χρι­στι­α­νι­κοί ὀρ­γα­νι­σμοί καί πε­ρι­φε­ρεια­κά ὄρ­γα­να, ὡς «Δι­ά­σκε­ψις τῶν Εὐ­ρω­πα­ϊ­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν» (ΚΕΚ), τό «Συμ­βού­λιον Ἐκ­κλη­σι­ῶν Μέ­σης ­να­το­λῆς (ΣΕ­ΜΑ) καί τό «Πα­να­φρι­κα­νι­κόν Συμ­βού­λιον Ἐκ­κλη­σι­ῶν». Ταῦ­τα με­τά τοῦ Παγ­κο­σμί­ου Συμ­βου­λί­ου Ἐκ­κλη­σι­ῶν τη­ροῦν ση­μαν­τι­κήν ἀ­πο­στο­λήν διά τήν προ­ώ­θη­σιν τῆς ἑ­νό­τη­τος τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ κό­σμου».

Τήν ἀ­πο­δο­χή τοῦ ὅ­ρου «Ἐκ­κλη­σί­α», γιά τούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους καί ἰ­δι­αί­τε­ρα γιά τούς Προ­τε­στάν­τες, συ­ναν­τοῦ­με κα­τά κό­ρον καί στίς πα­ρα­γρά­φους 19 καί 21, στό ἴ­διο Κεί­με­νο. Ἡ πα­ρα­πά­νω δι­α­τύ­πω­ση ση­μαί­νει, ὅ­τι ἐ­μεῖς, ὡς Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, συμ­φω­νοῦ­με πώς οἱ ἑ­τε­ρό­δο­ξοι-αἱ­ρε­τι­κοί συμ­βάλ­λουν ση­μαν­τι­κά στήν προ­ώ­θη­ση τῆς ἑ­νό­τη­τας τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ κό­σμου! Ἀ­πό ἐ­δῶ πι­στο­ποι­εῖ­ται, ὅ­τι, ὅ­σοι ψή­φι­σαν καί ὅ­σοι ὑ­πέ­γρα­ψαν αὐ­τό τό Κεί­με­νο,δέν συ­νει­δη­το­ποί­η­σαν σί­γου­ρα, ὅ­τι «ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμός ἔ­χει πνεῦ­μα πο­νη­ρί­ας καί κυ­ρι­αρ­χεῖ­ται ἀ­πό ἀ­κά­θαρ­τα πνεύ­μα­τα», κα­τά τήν χα­ρι­σμα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α τοῦ μα­κα­ρι­στοῦ Γέ­ρον­τος Ἐ­φραίμ τοῦ Κα­του­να­κι­ώ­τη. Ἡ θε­με­λια­κή θέ­ση τοῦ Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ εἶ­ναι ὁ δογ­μα­τι­κός πλου­ρα­λι­σμός. Αὐ­τό ση­μαί­νει, πρα­κτι­κά, τήν δογ­μα­τι­κά νο­μι­μο­ποι­η­μέ­νη συ­νύ­παρ­ξη δι­α­φο­ρε­τι­κῶν δογ­μα­τι­κῶς πί­στε­ων. Ὅ­ποι­ος ἀμ­φι­σβη­τεῖ τόν δογ­μα­τι­κό αὐ­τό πλου­ρα­λι­σμό, χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται φα­να­τι­κός καί φον­τα­μεν­τα­λι­στής. Πα­ράλ­λη­λα, οἱ Οἰ­κου­με­νι­στές δέν ἐ­πι­τρέ­πουν ἀ­ξι­ο­λο­γι­κές κρί­σεις γιά τήν ὀρ­θό­τη­τα, τήν ἀ­νω­τε­ρό­τη­τα ἤ τήν κα­τω­τε­ρό­τη­τα τῶν δι­α­φό­ρων θρη­σκει­ῶν. Στόν Οἰ­κου­με­νι­σμό ὅ­λοι χω­ροῦν. Για­τί ἡ ἑ­νό­τη­τα σ’ αὐ­τόν δέν ἐμ­πο­δί­ζε­ται ἀ­πό τήν ποι­κι­λί­α τῶν δι­α­φο­ρε­τι­κῶν πί­στε­ων, πρᾶγ­μα πού εἶ­ναι ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κά ἀ­πα­ρά­δε­κτο ἀ­πό Ὀρ­θό­δο­ξη ἄ­πο­ψη.

Ὡς δογ­μα­το­λό­γος τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας, ἔ­χω τήν βα­θύ­τα­τη πε­ποί­θη­ση, ὅ­τι  Οἰ­κου­με­νι­σμός εἶ­ναι  με­γα­λύ­τε­ρη ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή αἵ­ρε­ση, ἀλ­λά καί ἡ ἐ­πι­κιν­δυ­νό­τε­ρη πο­λυ­αί­ρε­ση, πού ἐμ­φα­νί­στη­κε πο­τέ στήν Ἱ­στο­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Καί τοῦ­το, για­τί Οἰ­κου­με­νι­σμός, ­ξαι­τί­ας τοῦ συγ­κρη­τι­στι­κοῦ χα­ρα­κτῆ­ρα του, συ­νι­στᾶ τήν πιό δό­λια ἀμ­φι­σβή­τη­ση τῆς πί­στε­ως τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀλ­λά καί τήν πιό σο­βα­ρή νό­θευ­σή τηςἈμ­βλύ­νει σέ ­πα­ρά­δε­κτο βαθ­μό τήν δογ­μα­τι­κή συ­νεί­δη­ση τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί δη­μι­ουρ­γεῖ σύγ­χυ­ση γύ­ρω ­πό τήν ταυ­τό­τη­τα τῆς Πί­στε­ώς μαςΚε­νώ­νει πο­νη­ρά τήν ­κε­ραι­ό­τη­τα τῆς σώ­ζου­σας Πί­στε­ως τῆς Ἐκ­κλη­σί­αςπρᾶγ­μα πού ­χει ­λέ­θρι­ες σω­τη­ρι­ο­λο­γι­κές συ­νέ­πει­ες- μέ τό νά θε­ω­ρεῖ ­λες τίς θρη­σκευ­τι­κές πί­στεις νό­μι­μες σω­τη­ρι­ο­λο­γι­κῶς, ­ταν ­πο­στη­ρί­ζει­τι ­λες οἱ ­τε­ρό­δο­ξες καί ­τε­ρό­θρη­σκες πί­στεις εἶ­ναι ­δοί, πού ­δη­γοῦν στήν ­δια σω­τη­ρί­α.

Ἀλ­λάμέ ­σα ἀν­τι­φα­τι­κά, ὡς πρός τήν Ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­α, γρά­φον­ται στό Στ΄ Κεί­με­νο, δί­νε­ται ἡ ἐν­τύ­πω­ση, ­τι οἱ ­τε­ρό­δο­ξοι χρι­στια­νοί ἐμ­παί­ζον­ται­φοῦ στήν ἀρ­χή κα­το­νο­μά­ζον­ται ὡς «­τε­ρό­δο­ξες ἐκ­κλη­σί­ες», δη­λα­δή αἱ­ρε­τι­κοίκαί στή συ­νέ­χεια ­νο­μά­ζον­ται Ἐκ­κλη­σί­ες. Δέν ἐ­πι­τρέ­πε­ται νά ὑ­πο­τι­μοῦ­με τή νο­η­μο­σύ­νη τους. Κα­τα­λα­βαί­νουν κα­λῶς, ὅ­τι δέν τούς ἀ­γα­ποῦ­με ἀ­λη­θι­νά, για­τί δέν τούς λέ­με τήν ἀ­λή­θεια κα­θα­ρά. Τούς λέ­με ψέ­μα­τα, πώς εἶ­ναι Ἐκ­κλη­σί­ες. Καί μέ τόν τρό­πο αὐ­τό δέν τούς βο­η­θοῦ­με, για­τί δέν τούς κα­λοῦ­με σέ με­τά­νοι­α καί ἄρ­νη­ση τῶν δογ­μα­τι­κῶν πλα­νῶν τους, ὥ­στε νά ἐν­τα­χθοῦν στήν μό­νη ἀ­λη­θι­νή Ἐκ­κλη­σί­α, τήν Ὀρ­θό­δο­ξη. Εὐ­τυ­χῶς, ἀρ­κε­τοί Ἀρ­χι­ε­ρεῖς δέν ὑ­πέ­γρα­ψαν αὐ­τό τό Κεί­με­νο γιά δογ­μα­τι­κούς λό­γους.

Στό Κεί­με­νο γιά «Τό Μυ­στή­ριον τοῦ Γά­μου καί τά Κω­λύ­μα­τα αὐ­τοῦ», δέν θά ἐ­πα­να­λά­βω, ὅ­σα σχε­τι­κά ἔ­γρα­ψα στήν πρώ­τη μου Ἐ­πι­στο­λή πρός τήν Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δο, στίς 3-2-2016, γιά νά μή Σᾶς κου­ρά­ζω. Θά προ­σθέ­σω μό­νο, ὅ­τι, ἐ­νῶ ὁ 72ος Κα­νό­νας τῆς Πεν­θέ­κτης Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου, θέ­τει τίς ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κές –δογ­μα­τι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις γιά τήν ὕ­παρ­ξη τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ μυ­στη­ρί­ου τοῦ γά­μου, ἡ ἀ­πό­φα­ση τῆς «Δι­α­σκέ­ψε­ως» τῶν Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων στό Κο­λυμ­πά­ρι τῆς Κρή­της -ὅ­λως ἀν­τι-Κα­νο­νι­κῶς καί ἀ­ναρ­μο­δί­ως- δί­νει τήν δυ­να­τό­τη­τα στίς Το­πι­κές Αὐ­το­κέ­φα­λες Ἐκ­κλη­σί­ες νά ἀ­πο­κλί­νουν ἀ­πό τήν πε­ρί τῶν μυ­στη­ρί­ων δογ­μα­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Συγ­κε­κρι­μέ­να, ἡ προ­τα­θεῖ­σα εἰ­σή­γη­ση τῶν μι­κτῶν γά­μων ὡς οἰ­κο­νο­μί­α –πέ­ρα ἀ­πό τήν ἀν­τι­κα­νο­νι­κό­τη­τα καί τήν πα­ρα­νο­μί­α της, ἀλ­λά καί τό ὀ­ξύ­μω­ρο τῆς σχε­τι­κο­ποι­ή­σε­ως ἑ­νός Κα­νό­να (72) Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου (Πεν­θέ­κτης) ἀ­πό ἥσ­σο­να «Σύ­νο­δο», στήν ὁ­ποί­α πα­ρα­πέμ­πει τό θέ­μα -εἶ­ναι ἄ­κρως ἀ­θε­ο­λό­γη­τη, ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κῶς. Γι’ αὐ­τό, ἄλ­λω­στε, συ­νι­στᾶ­ται αὐ­στη­ρῶς ἀ­πό τόν 72ο Κα­νό­να ἡ ἀ­κύ­ρω­ση καί ἡ δι­ά­λυ­ση αὐ­τοῦ τοῦ γά­μου,ὡς πα­ρά­νο­μη ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κῶς συμ­βί­ω­ση. Ἡ πε­ραι­τέ­ρω μά­λι­στα θε­ο­λο­γι­κή τεκ­μη­ρί­ω­ση τοῦ Κα­νό­να, δέν ἀ­φή­νει κα­θό­λου πε­ρι­θώ­ρια γιά ὁ­ποι­α­δή­πο­τε οἰ­κο­νο­μί­α. «Οὐ γάρ χρή τά ἄ­μι­κτα μι­γνῦ­ναι», ση­μει­ώ­νει ὁ Κα­νό­νας,«οὐ­δέ τῷ προ­βά­τῳ τόν λύ­κον συμ­πλέ­κε­σθαι, καί τῇ τοῦ Χρι­στοῦ με­ρί­δι τόν τῶν ἁ­μαρ­τω­λῶν κλῆ­ρον· εἰ δέπα­ρα­βῇ τις τά πα­ρ’ ἡ­μῶν ὁ­ρι­σθέν­τα, ἀ­φο­ρι­ζέ­σθω». Δέν εἰ­ση­γεῖ­ται, δη­λα­δή, ὁ 72ος Κα­νό­νας οἰ­κο­νο­μί­α, ἀλ­λά ἐ­φι­στᾶ τήν προ­σο­χή γιά τήν σο­βα­ρό­τα­τη πα­ρα­νο­μί­α. Ἡ πα­ρέκ­κλι­ση ἀ­πό τόν συγ­κε­κρι­μέ­νο Κα­νό­να συ­νι­στᾶ σο­βα­ρό­τα­τη Κα­νο­νι­κή πα­ρα­νο­μί­α καί «πα­ρα­οι­κο­νο­μί­α», πού ἔ­χει, ἐ­πί­σης, σο­βα­ρό­τα­τες ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κές συ­νέ­πει­ες, ἀ­φοῦ ἀ­να­μει­γνύ­ει τά ἄ­μι­κτα σέ «ἄ­μι­κτη μί­ξη», «συμ­πλέ­κει»ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κῶς τό «πρό­βα­το» μέ τόν «λύ­κο» καί τήν «με­ρί­δα» τοῦ Χρι­στοῦ μέ τόν «κλῆ­ρο» τῶν ἁ­μαρ­τω­λῶν. Τέ­τοι­α, ὅ­μως, μί­ξη εἶ­ναι ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κῶς ἀ­δι­α­νό­η­τη καί θε­ο­λο­γι­κῶς καί πνευ­μα­τι­κῶς ἀ­πα­ρά­δε­κτη.

Στό Κεί­με­νο: «Ἡ Ἀ­πο­στο­λή τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας εἰς τόν σύγ­χρο­νον κό­σμον», δί­νε­ται  ἐν­τύ­πω­ση, ὅ­τι ἐ­πι­χει­ρεῖ­ται  ἐγ­κι­βω­τι­σμός Ὀρ­θο­δό­ξων καί ἑ­τε­ρο­δό­ξων, ἐ­νί­ο­τε καί ἑ­τε­ρο­θρή­σκων. Τοῦ­το εἶ­ναι ἐμ­φα­νές, ­ταν τά σχε­τι­ζό­με­να μέ τήν εἰ­ρή­νη, ­ποί­α βι­ώ­νε­ται στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α ὡς καρ­πός τοῦ ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, λέ­γον­ται ­προ­ϋ­πό­θε­τα καί γιά τούς ­κτός αὐ­τῆς. Αὐ­τό­μωςκε­νώ­νει στήν πρά­ξη τήν ­ναν­θρώ­πη­ση τοῦ Θε­οῦ Λό­γου καί τήν ­δια τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ­νό­σῳ ­φή­νει νά ἐν­νο­η­θεῖ, ­τι εἰ­ρή­νη τοῦ Χρι­στοῦ, ὡς ­κτι­στη ­νέρ­γειά Τουμπο­ρεῖ νά κα­τορ­θώ­νε­ται καί νά οἰ­κει­ώ­νε­ται καί ­κτός αὐ­τῆς ­πό ­τε­ρο­δό­ξους, ­τε­ρο­θρή­σκους καί ἀν­θρώ­πους ­πλῶς «κα­λῆς θε­λή­σε­ως», ἐν­δε­χο­μέ­νως τό­τε καί ­πό ­θέ­ους. Αὐ­τό ­χι μό­νο μαρ­τυ­ρί­α δέν συ­νι­στᾶ, ἀλ­λά προ­κα­λεῖ καί σύγ­χυ­ση ­νά­με­σα στούς πι­στούς γιά τήν ταυ­τό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί τῆς δε­δω­ρη­μέ­νης σ΄ αὐ­τήν «­νω­θεν εἰ­ρή­νης».

Ὡς πρός τό ζή­τη­μα τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Δι­α­σπο­ρᾶς, ­χου­με τήν γνώ­μη, ­τι μέ τήν ἐν λό­γῳ «Ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κή Δι­ά­σκε­ψη» ­πι­χει­ρή­θη­κε  ἀν­τι­κα­νο­νι­κή -­στω καί πρό­σκαι­ρη- λύ­ση τῶν ­πι­σκο­πι­κῶν Συ­νε­λεύ­σε­ων, οἱ ­ποῖ­ες ­χι μό­νο δέν θε­ρα­πεύ­ουν, ἀλ­λά δι­αι­ω­νί­ζουν τόν ­δη συ­νο­δι­κῶς κα­τα­δι­κα­σμέ­νο ­θνο­φυ­λε­τι­σμό (1872).

Με­τά τή «Σύ­νο­δο» τῆς Κρή­της ἐκ­δό­θη­κε  «Ἐγ­κύ­κλιος τῆς ­γί­ας καί Με­γά­λης Συ­νό­δου τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας» (Κρή­τη, 2016),  ­ποί­α πα­ρου­σιά­ζει θε­ο­λο­γι­κές ἀν­τι­φά­σεις. Γιαὐ­τό καί θά ­να­φερ­θοῦ­με ­πι­γραμ­μα­τι­κά σαὐ­τές. Συγ­κε­κρι­μέ­να, στήν δεύ­τε­ρη πα­ρά­γρα­φο ση­μει­ώ­νε­ται τό ­ξῆς: « ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δος τῆς Μί­ας, ­γί­ας, Κα­θο­λι­κῆς καί ­πο­στο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ­πο­τε­λεῖ αὐ­θεν­τι­κήν μαρ­τυ­ρί­αν τῆς πί­στε­ως εἰς τόν θε­άν­θρω­πον Χρι­στόν.­.­.­». ­δῶγεν­νᾶ­ται εὔ­λο­γα τό λο­γι­κό καί θε­ο­λο­γι­κό ­ρώ­τη­μα: Πῶς «ἡ Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δος τῆς Μί­ας, ­γί­ας, Κα­θο­λι­κῆς καί ­πο­στο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ­πο­τε­λεῖ αὐ­θεν­τι­κήν μαρ­τυ­ρί­αν τῆς πί­στε­ως εἰς τόν θε­άν­θρω­πον Χρι­στόν», ­ταν αὐ­τή ­να­γνω­ρί­ζει τούς Νε­στο­ρια­νούς, τούς Μο­νο­φυ­σῖ­τες, τούς Ἀν­τι­χαλ­κη­δο­νί­ους καί τούς Μο­νο­θε­λῆ­τες ὡς Ἐκ­κλη­σί­ες, ­ν ό­σῳ αὐ­τοί ­χουν κα­τα­δι­κα­σμέ­νη ­πό Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους Χρι­στο­λο­γί­α;

Στήν τρί­τη πα­ρά­γρα­φο μνη­μο­νεύ­ον­ται Σύ­νο­δοι κα­θο­λι­κοῦ «κύ­ρους», ­πως εἶ­ναι  ­πί Με­γά­λου Φω­τί­ου καί ­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου τοῦ Πα­λα­μᾶ καί  Σύ­νο­δος τοῦ 1484, μέ τήν ­ποί­α ­πο­κη­ρύσ­σε­ται  ψευ­δο­σύ­νο­δος τῆς Φλω­ρεν­τί­ας. ­κό­μη καί οἱ Σύ­νο­δοι, πού ­πο­κη­ρύσ­σουν τίς Προ­τε­σταν­τι­κές δο­ξα­σί­ες. Πῶς συμ­βι­βά­ζον­ται, ­μως, ­λα αὐ­τά μέ τήν ­να­γνώ­ρι­ση τῶν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῶν καί τῶν Προ­τε­σταν­τῶν ὡς Ἐκ­κλη­σι­ῶν;

Στήν πα­ρά­γρα­φο 20 ση­μει­ώ­νον­ται τά ­ξῆς χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «Οἱ δι­α­χρι­στι­α­νι­κοί δι­ά­λο­γοι ­λει­τούρ­γη­σαν ὡς εὐ­και­ρί­α διά τήν Ὀρ­θο­δο­ξί­αν, διά νά ­να­δεί­ξῃ τό σέ­βας πρός τήν δι­δα­σκα­λί­αν τῶν Πα­τέ­ρων καί διά νά δώ­σῃ ­ξι­ό­πι­στον μαρ­τυ­ρί­αν τῆς γνη­σί­ας πα­ρα­δό­σε­ως τῆς Μιᾶς, ­γί­ας, Κα­θο­λι­κῆς καί ­πο­στο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Οἱ ­πό τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας δι­ε­ξα­γώ­με­νοι δι­ά­λο­γοι οὐ­δέ­πο­τε ­σή­μα­ναν, οὔ­τε ση­μαί­νουν καί δέν πρό­κει­ται νά ση­μά­νουν πο­τέ οἱ­ον­δή­πο­τε συμ­βι­βα­σμόν εἰς ζη­τή­μα­τα πί­στε­ως. Οἱ δι­ά­λο­γοι αὐ­τοί εἶ­ναι μαρ­τυ­ρί­α πε­ρί τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας.­.­.­». δή­λω­ση αὐ­τή­μως,δι­α­ψεύ­δε­ται ­πό τά κοι­νά Κεί­με­να, τά ­ποῖ­α ­πε­γρά­φη­σαν καί ­πό τούς Ὀρ­θο­δό­ξους, ­πως εἶ­ναι τοῦ B­a­l­a­m­a­nd, τοῦ P­o­r­to A­l­e­g­re, τῆς Ρα­βέν­νας καί τοῦ P­u­s­s­an. Καί Συ­νο­δι­κή Ἐγ­κύ­κλιος κα­τα­κλεί­ε­ται ὡς ­ξῆς: «Ταῦ­τα ­πευ­θύ­νον­ται ἐν συ­νό­δῳ πρός τά ἐν τῷ κό­σμῳ τέ­κνα τῆς ­γι­ω­τά­της Ὀρ­θο­δό­ξου ­μῶν Ἐκ­κλη­σί­ας καί πρός τήν οἰ­κου­μέ­νην πᾶ­σαν, ­πό­με­νοι τοῖς ­γί­οις Πα­τρά­σι καί τοῖς συ­νο­δι­κοῖς θε­σπί­σμα­σι πρός δι­α­φύ­λα­ξιν τῆς πα­τρο­πα­ρα­δό­του πί­στε­ως». ­μως, Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α «­πο­μέ­νη τοῖς ­γί­οις Πα­τρά­σι καί τοῖς συ­νο­δι­κοῖς θε­σπί­σμα­σι» δέν ­να­γνώ­ρι­σε πο­τέ στό πα­ρελ­θόν, ὡς Ἐκ­κλη­σί­α, τούς αἱ­ρε­τι­κούς­πως ­πι­χεί­ρη­σε νά κά­νει ἐν λό­γῳ «Συ­νέ­λευ­ση τῶν Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων» στήν Κρή­τη.

Ὡς πρός τό «Μή­νυ­μα» τῆς «Ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κῆς Δι­α­σκέ­ψε­ως», αὐ­τό συ­νο­ψί­ζει τίς λη­φθεῖ­σες ἀ­πο­φά­σεις καί πα­ράλ­λη­λα προ­κα­λεῖ τή νο­η­μο­σύ­νη τῶν ἐ­νη­με­ρω­μέ­νων πι­στῶν. Συγ­κε­κρι­μέ­να, στήν πρώ­τη πα­ρά­γρα­φο τοῦ «Μη­νύ­μα­τος»ση­μει­ώ­νον­ται τά ἑ­ξῆς: «Βα­σι­κή προ­τε­ραι­ό­τη­τα τῆς Ἁ­γί­ας καί Με­γά­λης Συ­νό­δου ὑ­πῆρ­ξε  δι­α­κή­ρυ­ξη τῆς ἑ­νό­τη­τας τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας στηριγ­μέ­νη στή θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α καί τήν Ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή τῶν Ἐπισκόπων. Ἡ ὑ­φι­στα­μέ­νη ἑ­νό­τη­τα εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νά ἐ­νι­σχύ­ε­ται καί νά φέ­ρει νέ­ους καρ­πούς». Τό εὔ­λο­γο ἐ­ρώ­τη­μα τῶν ἀ­να­γνω­στῶν τοῦ «Μη­νύ­μα­τος» αὐ­τοῦ εἶ­ναι: Πῶς δι­α­κη­ρύσ­σε­ται ἔ­τσι πα­νη­γυ­ρι­κά ἡ ἑ­νό­τη­τα τῆς Ὀρθοδό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­ταν εἶ­ναι γνω­στό, ὅ­τι σ’ αὐ­τήν τήν «Σύ­να­ξη» δέν πα­ρα­βρέ­θη­καν τέσ­σε­ρα Πα­τρι­αρ­χεῖ­α, πού ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ουν συν­τρι­πτι­κά πε­ρισ­σό­τε­ρους πι­στούς, ἀ­π’ ὅ­σους ἀν­τι­προ­σω­πεύ­τη­καν ἀ­πό τούς δέ­κα Προ­κα­θη­μέ­νους, πού συμ­με­τεῖ­χαν σ’ αὐ­τήν; Καί πῶς γί­νε­ται μέ τό­ση ἄ­νε­ση ἡ ἀ­να­φο­ρά στή Θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α, ὡς θε­μέ­λιο τῆς ἑ­νό­τη­τας, τή στιγ­μή πού ὑφί­στα­ται ἡ δι­α­κο­πή τῆς δι­α­μυ­στη­ρια­κῆς κοι­νω­νί­ας ἀ­νά­με­σα στά δύ­ο πρεσβυ­γε­νῆ Πα­τρι­αρ­χεῖ­α τῶν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων καί τῆς Ἀν­τι­ο­χεί­ας; Καί στήν ἴ­δια πα­ρά­γρα­φο ση­μει­ώ­νε­ται: «Ἡ Συ­νο­δι­κό­τη­τα δι­α­πνέ­ει τήν ὀρ­γά­νω­ση, τόν τρό­πο πού λαμ­βά­νον­ται οἱ ἀ­πο­φά­σεις καί κα­θο­ρί­ζε­ται ἡ πο­ρεί­α της». Ὑπάρ­χει, ὅ­μως, κά­ποι­α μαρ­τυ­ρί­α στήν Ἱ­στο­ρί­α τῶν Συ­νό­δων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­που οἱ ἀ­πο­φά­σεις νά λαμ­βά­νον­ται μό­νον ἀ­πό τούς Προ­κα­θη­μέ­νους καί χω­ρίς τήν ψῆ­φο τῶν συμ­με­τε­χόν­των Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων;

Στήν τρί­τη πα­ρά­γρα­φο γί­νε­ται λό­γος γιά τούς Θε­ο­λο­γι­κούς Δι­α­λό­γους μέ τούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους καί ση­μει­ώ­νε­ται χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «Οἱ δι­ά­λο­γοι, πού δι­ε­ξά­γει ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α δέν ση­μαί­νει πο­τέ συμ­βι­βα­σμό σέ ζη­τή­μα­τα Πί­στε­ως». Ἐ­δῶ, ὑ­πεν­θυ­μί­ζου­με ἐν­δει­κτι­κά καί πά­λι τά Κεί­με­να τοῦ B­a­l­a­m­a­nd, τοῦ P­o­r­to A­l­e­g­re, τῆς Ρα­βέν­νας, τοῦ P­u­s­s­an, τά ὁ­ποῖ­α ἔ­χουν σο­βα­ρές ἐκκλησι­ο­λο­γι­κές αἱ­ρέ­σεις.

Ὅ­λα τά πα­ρα­πά­νω λέ­γον­ται μέ ἔμ­πο­νη ἀ­γά­πη καί σε­βα­σμό στήν Ἀρχιερω­σύ­νη Σας, χω­ρίς καμ­μί­α ἄλ­λη ἐ­πι­δί­ω­ξη, πα­ρά μό­νο, ἐ­πει­δή θέ­λου­με νά μένουμε πάντοτε, ὡς ζῶντα μέλη, στό μυστηριακό σῶμα τοῦ  Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία Του.

Μέ βα­θύ­τα­το σε­βα­σμό
ἀσπάζομαι τήν δεξιάΣας
Δη­μή­τριος Τσε­λεγ­γί­δης
Κα­θη­γη­τής τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς τοῦ Α.Π.Θ.

Δευτέρα 25 Ιουλίου 2016

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΕΛΙΚΑ Η ΑΠΟΨΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ;

Η Παλαιά Διαθήκη στη ζωή της Εκκλησίας
http://orthodox-world.pblogs.gr/2008/04/h-palaia-diathhkh-sth-zwh-ths-ekklhsias.html
Του καθηγητή Νικολάου Μπρατσιώτη

Και στη χώρα μας τουλάχιστον, οι αντίπαλοι της Παλαιάς Διαθήκης έδειξαν πλέον το αληθινό τους πρόσωπο, και τους απώτερους στόχους τους, επιτιθέμενοι σε οτιδήποτε Χριστιανικό, καλό είναι να παρουσιάσουμε το άρθρο αυτό του Νικολάου Μπρατσιώτη, το οποίο επικεντρώνεται σε αυτές τις πρώτες επιθέσεις κατά της Παλαιάς Διαθήκης, δείχνοντας το μέγεθος της πλάνης όσων την αρνούνται, και ισχυρίζονται ότι είναι Χριστιανοί.
Δύσκολα μπορεί κανείς στην πατρίδα μας να ερμηνεύσει πώς αιφνιδίως προέκυψε το πρόβλημα της Παλαιάς Διαθήκης. Από το 1914 είχε ξεκινήσει στη Γερμανία ένας πόλεμος εναντίον της Παλαιάς Διαθήκης. Το πρόβλημα των προτεσταντών στη θεολογία ήταν: γιατί η Παλαιά Διαθήκη; Στο Ρωμαιοκαθολικισμό δεν υπήρχε τέτοιος προβληματισμός. To 1933 που ανέβηκε ο Χίτλερ, αρχίζει ένας σιωπηλός αλλά και εμφανής πόλεμος εναντίον του Ιουδαϊσμού και της Παλαιάς Διαθήκης. Η Παλαιά Διαθήκη εξοβελίστηκε τότε από τους Deutsche Christen (Γερμανούς Χριστιανούς). Το φαινόμενο αυτό, το οποίο ξεκίνησε από καθαρά ρατσιστικά κίνητρα, εισβάλλει σήμερα στη χώρα στην οποία ποτέ δεν είχε εισαχθεί ο ρατσισμός, δηλαδή στην Ελλάδα, και μάλιστα οι πολέμιοι της Παλαιάς Διαθήκης, άνθρωποι πολλές φορές που είναι «υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», στρέφονται προς την αρχαία ελληνική θρησκεία. Είναι η παγκοσμιοποίηση ή μήπως κολλήσαμε ρατσισμό από την παγκοσμιοποίηση;...
Δεν ξέρω. Δεν με προβληματίζει ο πόλεμος εναντίον της Παλαιάς Διαθήκης, με προβληματίζουν τα κίνητρα και θεωρώ ότι είναι μία εκδήλωση μιας βαθυτέρας νόσου που υπάρχει σε εγκεφάλους που ασχολούνται και με τα κοινά και επηρεάζουν και αυτούς που δεν έχουν εγκυρότερη πληροφόρηση.
Η θέση που έχει η Ορθόδοξη Εκκλησία για την Παλαιά Διαθήκη είναι θέση που κατέχει από την εποχή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, από την εποχή των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας. Προβάλλεται από τους πολεμίους, ότι «εμείς έχουμε την Καινή Διαθήκη». Ούτε την Καινή Διαθήκη έχουν, ούτε το Χριστό έχουν.Όποιος απορρίπτει την Παλαιά Διαθήκη, απορρίπτει και την Καινή, διότι μία είναι η Διαθήκη. Ρήτρα, που προσδιορίζει τη σχέση Παλαιάς και Καινής Διαθήκης στην Εκκλησία είναι: «Προέλαβεν την Καινή η Παλαιά και ηρμήνευσε την Παλαιά η Καινή. Πολλάκις είπαν ότι δύο Διαθήκαι και δύο αδερφαί και δύο παιδίσκαι τον ένα Δεσπότη δορυφορούσι. Κύριος παρά Προφήτες καταγγέλεται, Χριστός εν τη Καινή κηρύσσεται. Ου καινά τα καινά, προέλαβε γαρ τα παλαιά. Ουκ εσβέσθη τα παλαιά ηρμηνεύθη γαρ εν τη καινή».
Όταν ο Κύριος κάνει την επί του Όρους ομιλία Του το μεγάλο μέρος της είναι συμπλήρωση του μωσαϊκού νόμου. Το μέρος της ομιλίας Του σχετικά με την Παλαιά Διαθήκη είναι: «Ουκ ήλθον καταλύσαι, αλλά πληρώσαι. Αμήν γαρ λέγω υμίν, ος εάν λύση μία των εντολών τούτων των ελαχίστων, ελάχιστος κληθήσεται εν τη βασιλεία του Θεού». Οι εντολές οι ελάχιστες είναι αυτές της ηθικής νομοθεσίας της Παλαιάς Διαθήκης.
Η Παλαιά Διαθήκη σε ποιόν ανήκει; Αν σπεύσετε να μου πείτε στον περιούσιο λαό, τότε θα συμφωνήσω. Όμως ποιος είναι ο περιούσιος λαός; O Ισραήλ ήταν ο περιούσιος λαός; Η Εκκλησία του Χριστού, της οποίας είμεθα μέλη (Σώμα Χριστού) είναι ο περιούσιος λαός. Σ' αυτόν τον κορμό με κεφαλή το Χριστό, σ' αυτό το σώμα που έχει κεφαλή το Χριστό, ανήκει η Παλαιά Διαθήκη. Δεν την χαρίζουμε σε κανένα. Δεν έχει γραφτεί από άνθρωπο η Παλαιά Διαθήκη. Χέρια ανθρώπινα κατέγραψαν, συγγραφέας είναι το Άγιο Πνεύμα, το οποίο παλαιά ελάλησε στους Πατέρες και έπειτα με το «Εγώ λέγω υμίν» δια στόματος του ενανθρωπήσαντος Λόγου Θεού, του Θεανθρώπου. Σ' αυτό το χώρο ανήκει η Παλαιά Διαθήκη. Είναι λόγος Θεού που ανήκει εις την Εκκλησία και δεν τη χαρίζουμε ποτέ.
Το σχέδιο του Θεού επεφύλαξε σε μας τους Έλληνες ένα ρόλο πάρα πολύ σημαντικό για την Παλαιά Διαθήκη. 260 χρόνια περίπου πριν από την ενανθρώπηση, η θεία πρόνοια οικονόμησε τα πράγματα ώστε να γίνει σε χώρο ειδωλολατρικό, στην Αλεξάνδρεια των Πτολεμαίων, η περίφημη μετάφραση των εβδομήκοντα.
Πώς συνειδητοποιήσαμε εμείς, την ευθύνη, οφειλή που έχουμε γι' αυτή την προτίμηση της πρόνοιας του Θεού να διαδραματίσουμε τέτοιο ρόλο; Τι κάναμε εμείς οι Έλληνες τη γλώσσα μας; Ξεκίνησε το κακό από την κορυφή της πολιτείας, από την κατάργηση δια νόμου της καθαρεύουσας και της ελληνικής γλώσσας, ώστε να αποκοπεί εν τέλει ο λαός του Θεού από την επαφή του με τα κείμενα της Αγίας Γραφής. Όποιος τελείωνε το κατοχικό σχολειό ήταν σε θέση να διαβάσει την Καινή Διαθήκη χωρίς πρόβλημα. Μας απέκοψαν από την πρόσβασή μας στη Γραφή, μας απέκοψαν από την πρόσβασή μας στους Πατέρες.
Η μετάφραση των Εβδομήκοντα είναι το ιερότατο κείμενο της Εκκλησίας μας, το οποίο προσέλαβε η Εκκλησία του Χριστού από τα πρώτα της βήματα, ιδιαίτερα με τον Απόστολο Παύλο και τη χρησιμοποίησε για τη διάδοση του Ευαγγελίου. Η Καινή Διαθήκη είναι η συνέχεια της Παλαιάς. Πώς μπορείς να διαβάσεις την συνέχεια χωρίς να έχεις την αρχή; Π.χ. στο επεισόδιο με το Φίλιππο και τον αξιωματούχο τον Αιθίοπα: Ο Φίλιππος ανέβηκε στην άμαξα που έφερε τον επίσημο αξιωματούχο Αιθίοπα, ο οποίος διάβαζε στην ελληνική -η ελληνική τότε ήταν επίσημη γλώσσα του πολιτισμένου κόσμου- ρωτάει ο Φίλιππος τον Αιθίοπα: «Άρα γινώσκεις α αναγινώσκεις;» Του ζητάει ο Αιθίοπας του Φιλίππου να εξηγήσει το κείμενο στην ελληνική, διότι υπέθεσε ότι ο Φίλιππος γνώριζε την ελληνική για ν' αντιδράσει με αυτόν τον τρόπο. Το κείμενο των εβδομήκοντα διάβαζε ο Αιθίοπας και δι' αυτού του κειμένου ο Φίλιππος έκανε χριστιανό τον Αιθίοπα αξιωματούχο.
Τότε δεν υπήρχε ακόμη η Καινή Διαθήκη. Στα πρώτα βήματα, στις πρώτες δεκαετίες δεν υπήρχε. Η Καινή Διαθήκη άρχισε να διαβάζεται αρκετά αργότερα από τα 60 πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού. Διαβάζονταν κομμάτια της Καινής Διαθήκης. Το πότε γράφτηκε η Αποκάλυψη είναι γνωστό. Και το τελευταίο Ευαγγέλιο. Πότε απετελέσθη ο κανών; Τι υπήρχε μέχρι τότε; Τι διαβαζόταν; Αυτό που υπάρχει και τώρα και θέλουν να μας το περιθωριοποιήσουν, να μας το εκβάλλουν ως «απόβλητο». Είναι αυτονόητο ότι αυτή η προσπάθεια  είναι εκ του πονηρού, πρόκειται για πόλεμο εναντίον των πηγών της πίστεώς μας.
Πώς εμφανίζεται η Παλαιά Διαθήκη στη ζωή της Εκκλησίας; 

Ας ξεκινήσουμε από τη δογματική διδασκαλία. Περί ανθρώπου η Καινή Διαθήκη δε λέει τίποτα. Περί του γάμου και διαζυγίου, ο Χριστός παραπέμπει στο πρώτο κεφάλαιο της Γενέσεως, στίχος 27: «Ουκ απ' αρχής ο Θεός άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς». Μόνο για τον άνθρωπο ισχύει αυτό; Τι λέει περί του Θεού, όχι του Τριαδικού και περί του κόσμου η Καινή Διαθήκη; Δε λέει τίποτα, γιατί τα λέει η Παλαιά Διαθήκη. Το ίδιο ισχύει για την πτώση του ανθρώπου και την αμαρτία. Όλ' αυτά οδηγούν στην αντίληψη του σχεδίου του πονηρού, ο οποίος μας οδηγεί και συζητά τα αυτονόητα. Τα αυτονόητα δεν πρέπει να τα συζητάμε. Τι λέει η Καινή Διαθήκη περί του Τριαδικού; Τη Χριστολογία το Τριαδικό, αλλά και η Χριστολογία ερείδεται, πατάει στην Παλαια Διαθήκη: Το «τάδε λέγει Κύριος» της Παλαιάς Διαθήκης των Προφητών πάει στο «κατά τας Γραφάς» της Καινής Διαθήκης. «Ίνα πληρωθεί το ρηθέν υπό Ησαίου (ή Ιερεμίου) του Προφήτου λέγοντος» κ.ο.κ. Και όταν ρωτούν το Χριστό για το θαύμα τι λεει; Στον Ιωνά παραπέμπει. Τι λέει περί του κόσμου η Καινή Διαθήκη, πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος; Τίποτα. Τα λέει όλα η Παλαιά Διαθήκη. Και τι κάνει η εκκλησία «εν Πνεύματι Αγίω»; Όταν διατυπώνει το Σύμβολο της Πίστεως από πού έπρεπε να ξεκινήσει; Από την Παλαιά Διαθήκη θα ξεκίναγε. «Πιστεύω εις ένα Θεό Πατέρα Παντοκράτορα, ποιητήν ουρανού και γης ορατών τε πάντων και αοράτων» (Παλαιά Διαθήκη). Τι άλλο λέει περί Θεού Πατρός το Σύμβολο της Πίστεως; Ό,τι λέει η Παλαιά Διαθήκη..... Και στη συνέχεια ερχόμαστε και «.... εις έναν Κύριον» και κάνει το Σύμβολο της Πίστεως αναφορά στην Παλαιά Διαθήκη: «κατά τας Γραφάς...», «και εις το Πνεύμα το Άγιον... το λαλήσαν δια των Προφητών...». Μας βάζουν λοιπόν να συζητήσουμε για το Σύμβολο της Πίστεως, ν' αναθεωρήσουμε δηλ. το Σύμβολο της Πίστεως, να πετάξουμε ο,τιδήποτε εβραϊκό από εκεί μέσα.
Στη λατρεία της Εκκλησίας αν αποβάλλουμε τα εβραϊκά θα πρέπει να καταργήσουμε στη μικρή παράκληση το «Κύριε εισάκουσον της προσευχής μου». Επίσης το «Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα έλεος σου» θα έπρεπε να είναι απόβλητο. 
Η θεία πρόνοια οικονόμησε στην γλώσσα την ελληνική να μεταφραστούν όλα αυτά. Ακόμη οι ευχές, η λατρεία, η υμνογραφία, κ.λ.π. στηρίζονται στις ωδές και αυτές είναι ωδές της πρώτης Γραφής, η οποία είναι η Παλαιά Διαθήκη. Και στηνεικονογραφία ποιος είναι o συμβολισμός της Αγίας Τριάδος; Όπως την παρουσιάζουν κάποια φραγκοφερμένα δημιουργήματα, ή με την απεικόνιση της φιλοξενίας του Αβραάμ, όπως την απέδωσε ο Ρουμπλιώφ, μαθητής του δικού μας Θεοφάνους;
Όταν λέμε ότι η Εκκλησία είναι Κιβωτός, πού παραπέμπουμε; Μας ζητούν να καταργήσουμε τον Ησαϊα και να ξαναγράψουμε όλη την Μεγάλη Εβδομάδα, γιατί ηΜεγάλη Εβδομάδα είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πόσο μέσα στη ζωή της Εκκλησίας είναι η Παλαιά Διαθήκη. Στη Μεγάλη Παρασκευή, στην πιο ιερή μέρα της Μεγάλης Εβδομάδας, διαβάζουμε στις Ώρες Ψαλμούς καιΠροφητείες και στον Εσπερινό διαβάζουμε μέχρι να φτάσουμε στο λόγο του Σταυρού, από την Παλαιά Διαθήκη.  Και το Μεγάλο Σάββατο ακούμε τα αναγνώσματα των Τριών Παίδων, κ.α.
Όποιος θέλει να δει τη θέση της Παλαιάς Διαθήκης στο Χριστιανισμό, ας έλθει στην Ορθόδοξη Εκκλησία κι ας δει το Χριστιανισμό το γνήσιο, τη συνέχεια της Αρχαίας Εκκλησίας που είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία ανόθευτη και ας ακούσει ποια είναι η θέση της Παλαιάς Διαθήκης στη ζωή της αρχαίας Εκκλησίας, στο κήρυγμα του Χριστού και των Αποστόλων γενικά. Έχουμε ευτυχώς διατηρήσει ανόθευτο ό,τι μας παραδόθηκε από τους Πατέρες μας κι αυτοί παρέλαβαν συνεπώς κι εμείς παρελάβαμε από το πρώτο ποίμνιο, την πρώτη Εκκλησία τον αρχιποιμένα Χριστό, και τους Αγίους Αποστόλους.
Στις ερωτήσεις ποιος έγραψε ένα κείμενο, πότε το έγραψε, πού το έγραψε και γιατί γράφτηκε ένα κείμενο, είναι απαραίτητο να απαντήσει κάποιος: Εμείς λέμε ότι γράφτηκε από το Άγιο Πνεύμα. Η Παλαιά Διαθήκη είναι Λόγος Θεού. Ο Λόγος του Θεού ντύνεται τον λόγο τον ανθρώπινο. Αρχικά γράφτηκε στη γλώσσα την εβραϊκή και καταξιωθήκαμε να μεταφραστεί στη γλώσσα την ελληνική. Εμείς ποτέ δεν είπαμε ότι η Βίβλος είναι η επιστήμη αλλά είπαμε ότι η Βίβλος δε συγκρούεται με την επιστήμη. Η Βίβλος αποκαλύπτει υπερφυσικές αλήθειες, πολλές φορές ντυμένες με το κοσμοείδωλο, με την πολιτισμική κατάσταση της εποχής, στην οποία κάνει τομές όταν καταργεί π.χ. τις ανθρωποθυσίες με τη θυσία του Αβραάμ. Ο Θεός θέλει την ανθρώπινη καρδιά, αλλά για να φτάσει ο άνθρωπος σ' αυτό το σημείο πρέπει να περάσει και από τα στάδια τα γνωστά. Σε μία παχυλοτάτη ειδωλολατρία η Παλαιά Διαθήκη 1.000 χρόνια πριν από το δικό μας χρυσό αιώνα, κηρύσσει μονοθεΐα. Δε φθάνει αυτό, πρέπει να λύσει κι όλα τα επιστημονικά θέματα. Και τι μένει για τον άνθρωπο με το «κατακυριεύσατε» στο πρώτο κεφάλαιο της Γενέσεως, όταν δημιουργεί τον άνθρωπο. Συγκρούσεις τέτοιες υπάρχουν στο μυαλό αυτών που τις επιθυμούν.
Την εποχή εκείνη ίσχυε νόμος του Χαμουραμπί, o οποίος έλεγε «εάν τολμήσει κανείς από την τελευταία κατηγορία ν' αγγίξει ή να υβρίσει κάποιον της πρώτης, φονεύεται. Η Παλαιά Διαθήκη λέει «οφθαλμό αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος». Τέτοια γνώση έχουν oι άνθρωποι που στρέφονται εναντίον της Παλαιάς Διαθήκης, ώστε μιλούν ότι η Παλαιά Διαθήκη μιλά για αυτοδικία και ότι λέει να βγάζει ο ένας το μάτι του άλλου και να κόψουμε τη γλώσσα εκείνου που έκοψε τη δική μας γλώσσα και να σκοτώσουμε εκείνον που σκότωσε (το δικό μας άνθρωπο). Η Παλαιά Διαθήκη δε λέει τέτοια πράγματα. Η Παλαιά Διαθήκη λέει ότι πρέπει να είναι όλοι ίσοι απέναντι του νόμου και ο δικαστής πρέπει να μη προσωποληπτεί κι ο δικαστής πρέπει να αποδίδει το ίσο. Είναι ο περίφημος νόμος της ανταποδόσεως που δεν εφαρμόζεται από τον ίδιο τον παθόντα αλλά από το δικαστή, ο οποίος έχει μπροστά του τον άνθρωπο που έκανε κάτι και εκείνον o οποίος έπαθε κάτι. Και πρέπει να αποδώσει δικαιοσύνη και στον ένα και στον άλλο. Του δίνει λοιπόν το μέτρο αυτός ο νόμος. Έτσι θα καταλάβουμε τη συγγραφή στα υψηλά νοήματα της Αποκαλύψεως κι όχι στις λεπτομέρειες τις ιστορικές. Η Παλαιά Διαθήκη μας δίνει υπερφυσικές αλήθειες: να μου αποκαλύψει τον Θεό, τον ένα, τον ζώντα, τον Αληθινό, μας αποκαλύπτει πώς ήρθαμε στον κόσμο και γιατί ήρθαμε στον κόσμο, μας αποκαλύπτει ποιος είναι ο αίτιος του κόσμου, της υπάρξεώς μας κ.λ.π.
Η Παλαιά Διαθήκη τον «ένδοξο βασιλέα» Δαβίδ τον απογυμνώνει, δεν τον ωραιοποιεί, δείχνει τις αμαρτίες του, αλλά δείχνει και την μετάνοιά του, τον συγκλονισμό του δείχνει και ορθώς αποδίδεται εις εκείνον το «ελέησον με ο Θεός κατά το μέγα έλεός σου». Θέλει να εκφράσει κάτι άλλο πιο σπουδαίο από τον συγγραφέα αυτός ο Ψαλμός. Ποιος είναι o Δαβίδ. Στο αίμα του μέσα ρέει αίμα Μωάβ (Μωαβίτης) γιατί η προ-γιαγιά του ήταν η Ρουθ.
Το Λόγο του Θεού τον κρατούμε ανόθευτο, είμαστε ασυμβίβαστοι, είμαστε ειρηνικοί, δεν παίρνουμε ρόπαλα στο χέρι, οπλιζόμαστε όμως με την πανοπλία της αλήθειας και σ' αυτό τον κόσμο το γεμάτο πειρασμούς και τους ύπουλους εχθρούς που έρχονται ως «προβατόσχημοι λύκοι», όπως έλεγε ο π. Αντώνιος Aλεβιζόπουλος (του οποίου η μακαρία ψυχή μας ακούει), πορευόμαστε αταλάντευτοι, αποβλέποντες εις Εκείνον με την ενότητα της πίστεως και την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος.