ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Τετάρτη 17 Αυγούστου 2016

ΜΑΖΙΚΟΙ ΒΑΝΔΑΛΙΣΜΟΙ ΣΕ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Προβληματισμό προκαλούν στους κόλπους της εκκλησίας της Κρήτης τα αλλεπάλληλα περιστατικά βανδαλισμών σε ναούς και εκκλησίες του νησιού, που συχνά μπαίνουν στο στόχο βανδάλων.
Και στη Μεσσαρά υπάρχουν πολλά καταγεγραμμένα περιστατικά, όπως τονίζει ο μητροπολίτης Γορτύνης και Αρκαδίας, Μακάριος.
"Να περιφρουρήσουμε την πνευματική μας κληρονομιά. Καταδικάζω απερίφραστα τέτοιου είδους περιστατικά, εκφράζοντας, παράλληλα, την αγανάκτηση μου για αυτά τα ακραία φαινόμενα."
Ο Μητροπολίτης Γορτύνης και Αρκαδίας, αναφέρεται, επιπλέον, στον εμπρησμό της αυλής των γραφείων της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και τη διακοπή της Θείας Λειτουργίας στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Θεσσαλονίκης, χαρακτηρίζοντας τέτοιου είδους φαινόμενα ως λυπηρά, που κάθε υγιής νους πρέπει να τα καταδικάζει, όπως ξεκαθαρίζει.

ΠΡΩΤΟΠΡ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΥΠΟΤΕΛΕΙΑΣ ΜΕ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΝ ΕΝΔΥΜΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΥΠΟΤΕΛΕΙΑΣ ΜΕ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΝ ΕΝ∆ΥΜΑ
Οἱ σύγχρονοι πολιτικοί διέψευσαν τά ὁράματα
τῶν μεγάλων ἡγετῶν τοῦ Ἑλληνισμοῦ
Γράφει ὁ πρωτοπρ. π. Γεώργιος ∆. Μεταλληνός

Τό γένος µας ἐλευθερώθηκε µετά ἀπό δουλεία αἰώνων σέ βαρβάρους ὂχι µόνο τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλά καί τῆς ∆ύσης, πού ἐργάζονταν καί αὐτοί γιά τόν πνευµατικό θάνατο τοῦ Ἑλληνισµοῦ µέ τήν ἀποσύνδεσή του ἀπό τήν Ὀρθοδοξία.∆υναµογόνος πηγή τοῦ Ἐθνικοῦ µας ἀγώνα ὑπῆρξε ἡ ἂσβεστη συνείδηση ὃτι «εὒδαιµον τό ἐλεύθερον»1. 
Ὁ Ἑλληνισµός δέν ἒπαυσε, καί στήν µακρόσυρτη περίοδο τῆς δουλείας, νά εἶναι φορέας καί συνεχιστής ἑνός παγκόσµιας ἐµβέλειας πολιτισµοῦ, πού δέν ἒσβησε οὒτε καί στήν πολυώνυµη δουλεία του: ἀραβοκρατία, φραγκοκρατία, ἑνετοκρατία, τουρκοκρατία καί ἀγγλοκρατία.
Ἡ πολιτιστική ταυτότητα τοῦ Ἒθνους µας εἶναι προϊόν τῆς συζεύξεως Ἑλληνικότητας καί Ὀρθοδοξίας, σέ µία ἓνωση θεανθρώπινη, στήν ὁποία θεῖο στοιχεῖο εἶναι ἡ ἒνσαρκη Ὀρθοδοξία - Ἰησοῦς Χριστός καί ἀνθρώπινο ὁ Ἑλληνισµός, ὡς ἱστορική σάρκα αὐτῆς τῆς «ἀσύγχυτης καί ἀδιαίρετης» ἓνωσης. Ἡ πραγµάτωσή της ὁδήγησε στήν ἐκ θεµελίων ἀναδόµηση καί µεταµόρφωση ἑνός πολιτισµοῦ, πού ὑπῆρξε ἡ κορύφωση τῆς ἀνθρωπίνης προόδου ἀπό τήν πτώση µέχρι τήν Σάρκωση. Ἀναζητώντας τήν καθολική Ἀλήθεια ἡ ἐλληνική θεοκεντρικότητα, ψηλαφοῦσε τήν θεία παρουσία στόν κόσµο, προσανατολίζοντας Χριστοκεντρικά τήν πορεία του πρός τό Ὃσιο, τό Ἀληθές, τό Ὡραῖο καί τό ∆ίκαιο, καί ἀνεπίγνωστα πρός τήν πηγή κάθε τελειότητας τόν Τρισυπόστατο Θεό. Ὁ Χριστιανισµός ὡς Ὀρθοδοξία, θά καταξιώσει καί ἐξαγιάσει τήν γνήσια «ζήτηση»2 τοῦ ἑλληνικοῦ κόσµου.

 Ὁ Ἑλληνισµός «ὁλοκληρώθηκε µέσα στήν Ὀρθοδοξία» καί µέ τή νέα ταυτότητά του δοξάσθηκε καί µεγαλούργησε στήν κατοπινή του πορεία, ὡς «αἰώνια κατηγορία τῆς χριστιανικῆς ὑπάρξεως», κατά τόν ἀείµνηστο π. Γεώργιο Φλωρόβσκυ3 . Τήν αὐθεντική ἓνωση Ὀρθοδοξίας καί Ἑλληνικότητας σώζουν στούς αἰῶνες οἱ ἃγιοι Πατέρες, ὃπως οἱ Μεγάλοι Τρεῖς Ἱεράρχες. Μέσω αὐτῶν σφραγίσθηκε εὐεργετικά ἡ πορεία ὂχι µόνο τῆς ἑλληνικῆς, ἀλλά καί τῆς παγκόσµιας ἱστορίας, ἐφ’ ὃσον βέβαια ἡ πίστη τῶν Ἁγίων Πατέρων λειτουργεῖ ὡς αὐθεντική χριστιανικότητα καί ὂχι ὡς παραχάραξή της. Ὁ προσληφθείς ἀπό τήν Ὀρθοδοξία Ἑλληνισµός, µέ τά στοιχεῖα του ἐκεῖνα πού ἦταν συµβατά µέ τήν ἐν Χριστῷ Ἀλήθεια ἀναγεννήθηκε, συνεχίζοντας τήν πορεία του στήν ἱστορία ὡς ἓνας νέος κόσµος, κινούµενος στό Φῶς τῆς ἂκτιστης θεϊκῆς Χάρης καί ἐνδυναµούµενος ἀπό τή διαρκῆ ζήτησή της.
Χῶρος τῆς ἱστορικῆς πραγµάτωσης τῆς νέας ἑλληνικῆς ταυτότητας ὑπῆρξε ἡ (ἑλληνορθόδοξη) Ρωµανία, τό «Βυζάντιο», στήν Βυζαντινή καί µεταβυζαντινή διάστασή της. Μέσα στήν µητρική ἀγκάλη τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Νέας Ρώµης (Ρωµανίας) καί τῆς φυσικῆς προέκτασής της στή δουλεία, τῆς Ἐθναρχίας, ἡ ἑλληνική συνείδηση πραγµατώνει τήν οἰκουµενικότητά της σέ µιά ὑπερφυλετική πανενότητα ἢ ὑπερεθνικότητα, τό «ἒθνος ἃγιον» (Α΄ Πέτρ. 2,9) καί «γένος τῶν Ρωµαίων», τῶν ὀρθοδόξων πολιτῶν τῆς Νέας Ρώµης. Ἒτσι ὑπερβαίνεται ὁ παλαιός δυαλισµός «Ἓλληνες καί βάρβαροι», γιά νά ἰσχύσει τό «οὐκ ἒνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἓλλην» (Γαλ. 3,28).
Ἡ ἱστορία τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας ἒγινε σηµαντικότατο κεφάλαιο τῆς ἱστορίας τοῦ Ἑλληνισµοῦ καί ἡ σπονδυλική στήλη τῆς ἐπιβίωσης καί διαχρονικῆς παρουσίας του. Αὐτό ὁµολόγησε τό 1852 ἡ ἁρµόδια γιά τά ἐκκλησιαστικά Νοµοσχέδια Ἐπιτροπή τῆς Ἑλληνικῆς Βουλῆς: «Αὓτη (δηλαδή ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία) διετήρησεν ἐν ταῖς περιπετείαις τῶν χρόνων τήν πνευµατικήν καί ἐθνικήν ἑνότητα τῶν Ἑλλήνων». Αὐτή ὑπῆρξε ἡ ἐµπειρία τοῦ Ἑλληνισµοῦ µέχρι τήν ἳδρυση τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους (συµβατικά τό 1830). Ἡ ὑπεροχική παρουσία τῆς ἑλληνικότητας στή ζωή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώµατος τεκµηριώνεται µέ τή θέση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, σ’ ὃλες τίς ἱστορικές µορφές της, στόν ἐκκλησιαστικό λόγο, ἀποβαίνοντας ἡ γλώσσα σύνολης τῆς Ὀρθοδοξίας µέχρι σήµερα.Ἡ Ὀρθοδοξία καλεῖται διεθνῶς «ἑλληνική»: “Ecclesia greca” , “Greek Church”, “Griechische Kirche”, κ.λπ. Ἡ Ὀρθοδοξία συνέζευξε τόν Παρθενώνα µέ τήν Ἁγιά-Σοφιά, ὡς Ρωµηοσύνη ἀπό τό 330 (ἳδρυση τῆς Νέας Ρώµης), µέ παραµόνιµα ἰδανικά τόν «θεούµενον ἂνθρωπον», τόν Ἃγιο, καί τόν ἀδελφικό-κοινοτικό τρόπο ὑπάρξεως, πού σώζεται αὐτούσιος στό ὀρθόδοξο κοινοβιακό µοναστήρι.
Μετά ἀπό αὐτά κατανοεῖται, γιατί ἡ βούληση τοῦ Ἒθνους κατά τήν δουλεία ἦταν ἡ ἀνάσταση καί συνέχεια αὐτῆς τῆς πραγµατικότητας. Κατά τόν π. Ἰ. Ρωµανίδη, «οἱ Ρωµηοί ἐπαναστάτησαν τό 1821, διά νά ξαναγίνη ἡ Ρωµηοσύνη κράτος µέ τόν ρωµαίικο (=ἑλληνορθόδοξο) πολιτισµό της, πού µέ ὑπερηφάνειαν καί κάθε θυσίαν εἶχαν διαφυλάξει κατά τά σκληρά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, τῆς Φραγκοκρατίας καί τῆς Ἀραβοκρατίας»4 . Αὐτό τό ὃραµα εἶχαν οἱ µεγάλοι πρωταγωνιστές τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης. ∆ειγµατοληπτικά παρουσιάζουµε τούς ὁραµατισµούς τοῦ Ἰωάννη Καποδίστρια, πού ὡς Κυβερνήτης τῆς µικρῆς Ἑλλάδας θέλησε νά πραγµατώσει τά ὂνειρα τῶν Ἀγωνιστῶν.
Ἰωάννης Καποδίστριας (1766-1831)
Ὁ Νικόλαος Σπηλιάδης (1780-1867), πού ὡς «Γραµµατεύς Ἐπικρατείας» (δηλ. πρωθυπουργός) γνώριζε καλά τόν Καποδίστρια, παραδίδει τήν πληροφορία, ὃτι ὁ πρῶτος µας «Κυβερνήτης» ἢθελε νά δηµιουργήσει «Νεορωµαϊκήν αὐτοκρατορίαν», ἐπισηµαίνοντας ἒτσι τόν οἰκουµενικό µεγαλοϊδεατισµό του. Ὁ Καποδίστριας ἢθελε νά ἀναστηθεῖ τό «ρωµαίικο», ἡ Βυζαντινή αὐτοκρατορία. Εἶναι, ἂλλωστε, γνωστή µιά σχετική διπλωµατική ἐνέργειά του. Τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1828 προσπάθησε νά πείσει τόν τσάρο Νικόλαο νά ἱδρυθεῖ Ὁµοσπονδία ἀπό πέντε αὐτόνοµα κράτη στήν Βαλκανική: Ἑλλάδος, Ἠπείρου, Μακεδονίας, Σερβίας καί ∆ακίας µέ ἐλεύθερη πόλη τήν Κωνσταντινούπολη, προσβλέποντας στήν µελλοντική ἓνωσή τους καί ἒτσι τήν ἀποκατάσταση µεγάλου µέρους τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Νέας Ρώµης5 . Ἐξ ἂλλου, ἢδη τό 1819 σέ ἐπώνυµο ὑπόµνηµά του ἀπό τήν Κέρκυρα, ὑπεστήριζε τήν ἀναβολή τῆς ἑτοιµαζοµένης ἐπαναστάσεως, διότι προέβλεπε τήν χειραγώγησή της ἀπό τίς ∆υτικές ∆υνάµεις, καί τήν θεµελίωση τῆς «Φιλικῆς Ἑταιρείας» οὐχί ἐπί τῆς ἀρχῆς τῆς ἐθνότητος, ἀλλά ἐπί τῆς εὐρείας καί ζώσης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»6 . Καί ὁ Καποδίστριας ἢθελε ἀνάσταση τοῦ ρωµαίικου, πού συνεχιζόταν στά ὃρια τῆς Ἐθναρχίας. Μέ τήν Ὀρθοδοξία καί ὂχι τήν ἀποχριστιανοποιηµένη Εὐρώπη συνέδεε καί αὐτός τό µέλλον τοῦ Ἑλληνισµοῦ.
 Ἀκραιφνῶς ἑλληνορθόδοξο ἦταν τό φρόνηµά του γιά τό Ἒθνος.Ὃπως ἒγραφε στὸν ὑφυπουργό Πολέµου καί Ἀποικιῶν Οὐίλµοτ Χόρτον (15/27 Ὀκτωβρίου 1825): «Τό ἑλληνικόν Ἒθνος ἀποτελεῖται ἀπό ἂτοµα, τά ὁποῖα, µετά τήν κατάκτησιν (=ἃλωση) τῆς Κωνσταντινουπόλεως, δέν ἒπαυσαν νά πρεσβεύουν τήν ὀρθόδοξον θρησκείαν, νά ὁµιλοῦν τήν γλῶσσαν τῶν πατέρων των καί τά ὁποῖα τελοῦν ὑπό τήν πνευµατικήν ἢ κοσµικήν (γρ. ἐθναρχικήν) δικαιοδοσίαν τῆς Ἐκκλησίας των, ἀσχέτως τοῦ τόπου πού διαµένουν ἐν Τουρκίᾳ... Τά ὃρια τῆς Ἑλλάδος ἒχουν χαραχθῆ ἀπό τεσσάρων αἰώνων διά τῶν δικαίων, τά ὁποῖα οὒτε ὁ χρόνος, οὒτε πάσης φύσεως δεινά, οὒτε ἡ κατάκτησις ἠδυνήθησαν ποτέ νά διαγράψουν»7 . Μέσα σέ λίγες γραµµές προσδιορίζεται ἡ ἑλληνική ταυτότητα, µέ κύρια στοιχεῖα τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί τή γλώσσα. «Ἡ χριστιανική θρησκεία -σηµειώνει ἀλλοῦ- ἐσυντήρησεν εἰς τούς Ἓλληνας καί γλῶσσαν καί πατρίδα καί ἀρχαίας ἐνδόξους ἀναµνήσεις, καί ἐξαναχάρισεν εἰς αὐτούς τήν πολιτικήν ὓπαρξιν, τῆς ὁποίας εἶναι «στύλος καί ἑδραίωµα» (Α΄Τιµ. 3,15). Ἀληθινή κιβωτός τοῦ ἀναγεννώµενου Ἒθνους ἦταν, κατά τόν Καποδίστρια ἡ Ὀρθοδοξία.Ἡ στυγερή δολοφονία του δέν ἀνέκοψε µόνο τήν ὁµαλή πορεία τοῦ Ἒθνους πρός τήν πλήρη ἀποκατάστασή του, ἀλλά καί τήν πορεία ὃλης τῆς ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς, τῶν λοιπῶν βαλκανικῶν ἐπαρχιῶν τῆς Ἐθναρχίας.
Ὁ Καποδίστριας δέν ἀνῆκε ποτέ, πνευµατικά καί πολιτιστικά, στήν Εὐρώπη, παραµένοντας πάνω ἀπ’ ὃλα Ἓλλην. Ὑποστήριξε τήν εὐρωπαϊκή ἑνότητα, χωρίς ὃµως στό ἐλάχιστο νά ὑποτιµήσει ἢ νοθεύσει τή δική του ταυτότητα. Σήµερα θά λέγαµε, ὃτι ἐργάσθηκε γιά µιάν Εὐρώπη, «τῶν Λαῶν καί τῶν πολιτισµῶν». Ἀλλ’ αὐτό ἀκριβῶς δέν θέλει νά εἶναι ἡ σηµερινή Εὐρώπη, ἐπιµένοντας στόν φραγκοτευτονικό ρατσιστικό φεουδαρχισµό της.
Ὁ Καποδίστριας ὁραµατιζόταν τήν συνέχεια τοῦ Ἒθνους µέσα στήν ἑλληνορθόδοξη παράδοσή του. Ἒτσι δέν ἂργησε νά ἒλθει σέ σύγκρουση µέ τίς δυνάµεις ἐκεῖνες, ξένες καί ἐγχώριες, πού ἐπεδίωκαν τόν ἐξευρωπαϊσµό τῆς Χώρας µέ τήν ἀποσύνδεσή της ἀπό τόν ἑλληνορθόδοξο πολιτισµό της. Ὁ Κυβερνήτης ὃµως πίστευε καί διεκήρυττε, ὃτι «ὁ φιλήκοος τῶν ξένων εἶναι προδότης»!8 .
 Ἑλληνορθόδοξο ἦταν καί τό ὃραµά του γιά τήν παιδεία τοῦ Ἒθνους. Παιδεία καί Ἐκκλησία ἦταν στή συνείδησή του ἀλληλένδετα. Γι’ αὐτό καί συνέστησε Γραµµατεία (=Ὑπουργεῖο) «τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καί τῆς ∆ηµοσίου Παιδείας», διότι, ὃπως ἒλεγε, ἦσαν «δύο ὑπηρεσίαι ἀχώριστοι, πρός ἓνα συντρέχουσαι σκοπόν, τήν ἠθικήν τῶν πολιτῶν µόρφωσιν, ἣτις εἶναι ἡ βάσις τῆς κοινωνικῆς καί πολιτικῆς τοῦ ἒθνους ἀνορθώσεως»9. Τήν σηµασία αὐτῆς τῆς ἐπιλογῆς φωτίζει ἡ καλβινίζουσα σύζευξη ἀπό τόν Κοραῆ τῆς Παιδείας µέ τήν Ἀστυνοµία, σέ ἓνα κοινό ὑπουργεῖο ...
Ἒτσι ὃµως ἐξηγεῖται ἡ ἐφεκτική στάση τοῦ Καποδίστρια ἒναντι τῶν Ξένων, ὂχι µόνο στή σφαῖρα τῆς πολιτικῆς, ἀλλά περισσότερο στόν χῶρο πού µποροῦσαν νά ἀλλοιώσουν τήν αὐτοσυνειδησία τοῦ Ἒθνους, τήν Ἐκπαίδευση. Μία ἀπό τίς βασικότερες ἐναντίον του κατηγορίες τῶν δυτικῶν Μισσιοναρίων ἦταν ὃτι τά σχολεῖα τοῦ Καποδίστρια εἶχαν µοναστηριακή ὀργάνωση, συνδυάζοντας τήν σπουδή µέ τή λατρεία καί τήν ἀνάγνωση στήν τράπεζα βίων Ἁγίων. Ὁ δραστήριος Μισσιονάριος L. Korck, πού θά ἐλέγχει τήν ἑλληνική ἐκπαίδευση ἐπί Βαυαρῶν, λέγει γιά τόν Καποδίστρια: «Ἐπέµενε ἒντονα στό νά µή ἐπιτραπῇ νά διδάσκεται τίποτε στά σχολεῖα τῶν Μισσιοναρίων χωρίς νά ἒχει λάβει προηγουµένως γνώση ἡ Κυβέρνηση»10, προέβαλλε δέ ἀντιρρήσεις στήν κυκλοφορία προτεσταντικῶν φυλλαδίων, πού προσέβαλλαν τήν θρησκευτική παράδοση τοῦ ἑλληνικοῦ Λαοῦ11. Ὁ Καποδίστριας ἒγραφε καί στόν ἀµερικανό Μισσιονάριο Rufus Anderson, ὃτι οἱ Ἓλληνες θά δέχονταν εὐαρέστως σχολεῖα καί βιβλία, καί εἰκόνες, καί κάθε τι, πού δέν θά τούς ἀποσποῦσε ἢ δέν θά ὑπονόµευε τήν πίστη τους στήν Ἐκκλησία τοῦ Ἒθνους τους12. Ὁ Κυβερνήτης ἦταν ὁ µόνος πολιτικός µας, πού ἀπέκρουσε τήν διαρπαγή, δήµευση ἢ ἀπαλλοτρίωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, ἐπιδιώκοντας τήν ἀξιοποίησή της γιά τήν µισθοδοσία τοῦ Κλήρου καί τήν συντήρηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σχολείου. Εἶναι δε γνωστό, ὃτι οὐδεµία ἀποζηµίωση δέχθηκε ποτέ ἀπό τήν Ἑλληνική Πατρίδα, προσφέροντάς της ὃλη τήν ἀτοµική του περιουσία. Ὁ χαρακτηρισµός τοῦ Καποδίστρια ὡς «τοῦ πρώτου καί τελευταίου Κυβερνήτου, πού ἀγάπησε καί ἐνδιεφέρθη εἰλικρινῶς διά τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος»13 δέν εἶναι, µετά τά παραπάνω, ὑπερβολή.
Θά διαψευσθῆ ὃµως ἀπό ἐκείνους, πού θά ἀναλάβουν τήν περαιτέρω ὀργάνωση τῆς πορείας τοῦ Ἔθνους.
Ἡ τραγική διάψευση
Τό Ἒθνος µας, στά πρόσωπα ὃλων ἐκείνων (Πολιτικῶν καί ∆ιανοουµένων), πού διαχειρίσθησαν τίς τύχες του, ἀδιαφόρησε γιά τίς παραπάνω ὑποθῆκες. Ὂχι µόνο στόν πολιτικό, ἀλλά καί σ’ αὐτόν τόν ἐκκλησιαστικό χῶρο. Ἡ διακήρυξη «ἀνήκοµεν εἰς τήν ∆ύσιν» δέν περιορίσθηκε στίς διεθνεῖς πολιτικές σχέσεις, ἀλλά ἐπεξετάθη καί στά πολιτιστικά καί πνευµατικά, ὁδηγώντας σέ πολιτική ὑποτέλειας καί ἐξάρτησης ἀπό τίς εἰσαγόµενες δυτικογενεῖς ἰδεολογίες καί τά ὀθνεῖα πολιτικοκοινωνικά συστήµατα, ἢ ἀναγνωρίζοντας στούς διαχριστιανικούς ∆ιαλόγους τήν ἐκκλησιαστικότητα τοῦ ∆υτικοῦ Χριστιανισµοῦ στό σύνολό του. Οἱ εὐρωπαΐζοντες Ἓλληνες εὐθυγραµµίζονται µονίµως µέ τήν πολιτική τῶν Εὐρωπαϊκῶν ∆υνάµεων γιά τό κράτος µας καί ὃλη τήν «καθ’ ἡµᾶς Ἀνατολή». Ἂς µή λησµονεῖται δέ ποτέ, ὃτι καί ἡ Σοβιετική Ἓνωση εὐρωπαϊκή «∆ύναµις» ἦταν.
Ἡ συνάντηση καί ὁ ἐκστασιασµός µας µέ τά «εὐρωπαϊκά φῶτα» ἢδη ἀπό τόν 18ο αἰώνα, ἐπέφεραν τή διάσπαση τῆς πολιτιστικῆς ἑνότητάς µας, εἰσάγοντας νέα παιδευτικά καί κοινωνικά πρότυπα, τήν ἐπιβολή τῶν ὁποίων ἀνέλαβε ἡ Ἐκπαίδευση, σέ ἓνα πολιτειακό πλαίσιο, πού ὑποτιµᾶ καί περιθωριοποιεῖ τήν Ὀρθοδοξία ἢ τήν χρησιµοποιεῖ γιά τήν ἐπίτευξη τῶν ἒξωθεν προσδιοριζοµένων κοµµατικῶν στόχων. Ἒτσι ἀποδεχθήκαµε τήν αὐτοθεοποίηση τοῦ χειραφετηµένου ἢδη ἀπό τήν Ἀναγέννηση Ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος θέλησε µέ τή λογική αὐτάρκειά του νά ἐπιτύχει τήν τελείωσή του, ὑποκαθιστώντας µέ τό λογικό τήν θεϊκή Χάρη. Τά Ἱερά Γράµµατα τοῦ Πατροκοσµᾶ καί τῶν Κολλυβάδων ὑποσκελίσθηκαν ἀπό τά εὐρωπαϊκά «Φῶτα». Τό ἰδεολογικό πλαίσιο, τοῦ δυτικοῦ κόσµου µετακενώθηκε βαθµιαῖα στήν «καθ’ ἡµᾶς Ἀνατολή», µαζί µέ ὃλα τὰ γεννήµατα τῆς δυτικῆς διαλεκτικῆς, πνευµατικά καί κοινωνικά, ὃλα διαµετρικά ἀντίθετα πρός τόν κόσµο τῆς Ἑλληνορθοδοξίας, ὡς τοκετοί ξένων ὠδίνων .
Στό πνεῦµα τῶν Βαυαρῶν κυοφορήθηκε ἡ σηµερινή Ἑλλάς. Ὁ homo oeconomicus, capitalisticus καί marxisticus, κινούµενος στήν ἀλογία τῆς χρησιµοθηρίας καί τῆς ἀπόλυτης προτεραιότητας τοῦ ὠφελιµισµοῦ, κατέστησε τελικά δυσδιάκριτο τόν ἂνθρωπο τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ ἰδεολογική ταυτολογία τῶν πολιτικῶν µας κοµµάτων, θεµελιωµένη στήν κοινή πηγή τῶν ἀρχῶν τους, φανερώνεται ἰδιαίτερα στό χῶρο τῆς Ἐκπαίδευσης, ὃπου ἡ στάση ἀπέναντι στήν παράδοση παραµένει καθαρά εὐρωπαϊκή. Ἡ οὐσία τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης, δηλαδή ἡ πατερικότητα, ἒχει γίνει πλέον δυσδιάκριτη, θεωρούµενη ὡς µουσειακή ἐπιβίωση καί ἒκθεµα λαογραφικοῦ χαρακτήρα, καί ὂχι ὡς ζωτικό καί οὐσιῶδες συστατικό τῆς Ἑλληνικότητας.
Τό νέο αὐτό πλαίσιο, παιδευτικό καί κοινωνικό, καθιέρωσε προοδευτικά µιά νέα συλλογική νοοτροπία καί στάση ζωῆς, πού ἀπωθεῖ κάθε ἒννοια θεονοµίας καί χριστοκεντρικότητας. Ὁ Ἑλληνισµός, τόν ὁποῖο δεχόµεθα καί ἐκπροσωποῦµε σήµερα, δέν ἒχει πιά σχέση µέ τόν Ἑλληνισµό, τόν ὁποῖο ζοῦσαν καί γιά τόν ὁποῖο ἀγωνίζονταν ὁ Πατροκοσµᾶς, ὁ Κολοκοτρώνης καί ὁ Καποδίστριας καί ὃλη ἡ πλατειά βάση τοῦ ἑλληνικοῦ Λαοῦ.
Τό πρόβληµα τοῦ σηµερινοῦ Ἑλληνισµοῦ, σέ ὃλα τά ἐπίπεδά του, εἶναι οὐσιαστικά ἡ ἀπουσία ὁραµάτων, ἐµπνεοµένων ἀπό τήν ἑλληνορθόδοξη παράδοσή µας. Σέ µιά ἒκρηξη θλίψεως, καί προπάντων ἀγανάκτησης, ὁ στρατηγός Μακρυγιάννης θά γράψει στά Ἀποµνηµονεύµατά του: «Ἂν µᾶς ἒλεγε κανείς αὐτήν τήν ἐλευθερίαν, ὁπού γευόµαστε, θά περικαλούσαµεν τόν Θεόν, νά µᾶς ἀφήσει εἰς τούς Τούρκους ἂλλα τόσα χρόνια, ὃσο νά γνωρίσουν οἱ ἂνθρωποι τί θά εἰπεῖ πατρίδα, τί θά εἰπεῖ θρησκεία, τί θά εἰπεῖ φιλοτιµία (=φιλότιµο), τί ἀρετή, τί τιµιότη». Εἲθε νά µᾶς λυπηθεῖ ὁ Θεός καί στή σηµερινή ἀναβίωση τῆς Τουρκοκρατίας, µέσα στήν Ἑνωµένη Εὐρώπη, καί νά ἐπανεύρουµε τόν ἐθνικό βηµατισµό µας, στά ἲχνη τῶν γνησίων καί ἀληθινῶν Ἡγετῶν µας, γιά τήν ἐπανάκτηση τῆς ἑλληνορθόδοξης ταυτότητάς µας. ∆ιαφορετικά ἡ Ἑλλάς θά ἀντιµετωπίσει τόν θάνατο. 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Εὐδαιμονία εἶναι ἡ Ἐλευθερία (Περικλέους Ἐπιτάφιος).
2. Λέγει ὁ Ἀθηναῖος (;) Κλήμης (+235), διευθυντής τῆς Κατηχητικῆς Σχολῆς Ἀλεξανδρείας: «Φαμέν τοίνυν ἐνθένδε (...) τήν φιλοσοφίαν ζήτησιν ἒχειν περί ἀληθείας καί τῆς τῶν ὂντων φύσεως, ἀλήθεια δέ αὓτη, περί ἧς ὁ Κύριος αὐτός εἶπεν΄ἐγώ εἰμί ἡ Ἁλήθεια» (Στρωματεῖς α΄VI).
3. π. Γ. Φλωρόβσκυ, στόν τόμο: Θεολογία, Ἀλήθεια καί Ζωή, Ἀθήνα 1967, σ.32.
4. π. Ἰω. Σ. Ρωμανίδου, Ἡ Ρωμηοσύνη τοῦ 1821 καί αἱ Μεγάλαι Δυνάμεις, στήν ἐφημ. Ὀρθόδοξος Τύπος, ἀριθμ. 309/25.3.1978 (ἒκτακτη ἒκδοση).
5. Τό σχέδιό του ὃμως ἀπορρίφθηκε μέ τήν Συνθήκη τῆς Ἀδριανουπόλεως (14.9.1829). Βλ. M.S. Anderson, The Eastern Question, London 1966, σ. 71. Ἡ προσπάθεια αὐτή τοῦ Ἰ. Καποδίστρια συνιστοῦσε ὀφθαλμοφανῶς παραλλαγή τοῦ βαλκανικοῦ σχεδίου τοῦ Ρήγα.
6. Χρυσ. Παπαδοπούλου, Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί ἡ Μεγάλη Ἐπανάσταση τοῦ 1821. Θεολογία, τ. ΚΑ(1950), σ. 316.
7. Σπ. Β. Μαρκεζίνη, Πολιτική Ἱστορία τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδος, σ.1 (ΒΙΠΕΡ 77)1966, σ. 86.
8. Γ. Βαλέτα, Τερτσέτη Ἃπαντα-Κολοκοτρώνη Ἀπομνημονεύματα, τ. Γ΄, Ἀπόλογα γιά τόν Καποδίστρια, σ. 242.
9. Γενική Ἐφημερίς τῆς Ἑλλάδος, 1829, ἀρ. 73, 74.
10. 20.11.1829. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, Τό Ζήτημα τῆς Μεταφράσεως τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἰς τήν Νεοελληνικήν κατά τόν ΙΘ΄ αἰώνα, Ἀθῆναι 1977, σ. 397.
11. Στό ἲδιο.
12. Βλ. James F. Clarke, Bible Societes American Missionaries and the National revival of Bulgaria, New York 1971, σ. 232.
13. Ε. Γ. Πρωτοψάλτη, Ὁ Καποδίστριας ὡς θρησκευτική προσωπικότης, Ἀνάπλασις, ἀρ. 248, Δεκ. 1976, σ. 3.

Ορθόδοξος Τύπος, 5/8/2016

Τρίτη 16 Αυγούστου 2016

ΟΣΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ: «ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ ΤΗΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ. ΚΟΙΝΩΝΑΜΕ, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΚΟΙΝΩΝΑΜΕ»

Μιά δαι­μο­νι­σμέ­νη ὁ­μο­λο­γοῦ­σε: “Ὅ­ταν ἤ­μουν 13 χρο­νῶν, ἔ­βο­σκα τά γε­λά­δια σέ μιά ρε­μα­τιά καί ἐ­κεῖ βλαστή­μη­σα τόν Χρι­στό καί τόν ἀν­τί­χρι­στο καί δαι­μο­νί­στη­κα, μπῆ­κε μέ­σα μου δαί­μο­νας. Ἀ­πό τό­τε δέν εἶμαι κα­λά.

Παν­τρεύ­τη­κα καί μέ πῆ­γε ὁ ἄν­τρας μου στήν Ἀγ­γλί­α, στήν Γερ­μα­νί­α, σέ ὅ­λους τούς για­τρούς. Οἱ για­τροί δέν βρῆ­καν τί­πο­τα. Δέν ξέ­ρουν ὅ­τι ἔ­χω δαί­μο­να. Τώ­ρα, μέ ἔ­φε­ρε καί σέ σέ­να”.
»Τούς εἶ­πα, “ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση καί θεί­α Κοι­νω­νί­α” καί φώ­να­ξε τό δαι­μό­νιο: “Ἐ­σύ δέν τά λές κα­λά! Ἐ­κεῖ­νος ὁ ἄλ­λος ὁ πα­πάς (ἕ­νας ἄλ­λος Ἱ­ε­ρέ­ας ἐξ ἐγ­γά­μων πού εἶ­χαν πά­ει πρω­τύ­τε­ρα) τά λέ­ει κα­λύ­τε­ρα. Μό­νο μεταλα­βιά (θεί­α Κοι­νω­νί­α), δέν χρει­ά­ζον­ται δι­α­βά­σμα­τα (ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση) “.
»Εἴ­δα­τε, ἀ­δελ­φοί μου, πώς δέν τήν θέ­λει τήν ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση ὁ δι­ά­βο­λος καί ὅ­τι ἡ θεί­α Κοι­νω­νί­α δί­χως ἐ­ξομο­λό­γη­ση δέν ὠ­φε­λεῖ σέ τί­πο­τα».

«Κοινωνᾶμε, ἀλλά δέν κοινωνᾶμε»
Μιά κυ­ρί­α ἀ­πό ἕ­να χω­ριό, ἦρ­θε πρίν με­ρι­κά χρόνια νά μέ δῆ. Μοῦ εἶ­πε ὅ­τι ἦρ­θε στίς Ρο­βι­ές στό πανηγύρι καί κα­τά τό ἔ­θος κοι­νώ­νη­σε. Ὅμως, ἐ­νῶ κα­τά­πι­ε τό “ζμί” (ζουμί–αἷ­μα Κυ­ρί­ου), τό “κοψί­δι” (ψίχα–σῶ­μα Κυ­ρί­ου) ἔ­μει­νε κά­τω ἀ­πό τήν γλῶσσα καί δέν μπο­ροῦ­σε νά τό κα­τα­πι­ῆ. Πή­γα­νε σέ ἕ­να σπίτι, τούς κέ­ρα­σαν κα­φέ καί πα­ξι­μά­δι, τά ἔ­φα­γε, ἀλ­λά τό κομ­μα­τά­κι δέν κα­τέ­βαι­νε. Τό εἶ­πε στήν γειτόνισ­σα καί τήν πα­ρα­κά­λε­σε νά τό σκουν­τή­ση μέ τό χέ­ρι της. Φύ­γα­νε ἀ­πό τίς Ρο­βι­ές. Στόν δρό­μο εἴχα­νε ψω­μί καί τυ­ρί καί φά­γα­νε σέ μιά πη­γή πού στα­μα­τή­σα­νε. Αἰ­σθάν­θη­κε ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­κό­μα ἐ­κεῖ τό ψιχου­λά­κι καί αἰ­σθα­νό­ταν ὅ­τι μο­σχο­βο­λά­ει. Ἔ­βα­λε τό δά­κτυ­λο καί τό σκουν­τοῦ­σε καί αὐ­τό ἔ­βγαι­νε ἔ­ξω πά­λι στήν γλῶσ­σα της.
— Τί ἦ­ταν αὐ­τό, π. Ἰ­ά­κω­βε; μέ ρώ­τη­σε.
— Μή­πως εἶ­χες κα­νέ­να ἁ­μάρ­τη­μα καί πῆ­γες νά κοι­νω­νή­σης καί δέν ἤ­σουν ἄ­ξια καί ἱ­κα­νή νά πᾶς νά κοινω­νή­σης; Μή­πως μέ καμ­μιά σου γει­τό­νισ­σα τά εἶ­χες χα­λά­σει;
— Ναί, πα­πά μου! Ἦρ­θε ἡ κότ­τα τῆς γει­τό­νισσας στήν αὐ­λή μου καί τήν ἔ­δι­ω­ξα λέ­γον­τας “ἴ­σου! νά φᾶς τήν νοι­κο­κυ­ρά σου, νά ψο­φή­ση ἡ νοι­κο­κυ­ρά σου!”. Καί ὕ­στε­ρα σάν νά μέ φώ­τι­σε ὁ Θε­ός τό βράδυ καί μοῦ εἶ­πε: “Δέν πᾶς νά πά­ρης συγ­χώ­ρη­ση ἀ­πό τήν γει­τό­νισ­σα;”. “Νά πά­ω”, εἶ­πα. Στόν δρό­μο ὅ­μως πού πή­γαι­να, μοῦ εἶ­πε ὁ λο­γι­σμός: “Ἔ! δέν εἶ­ναι τί­πο­τα. Καί ἡ δι­κή μου πά­ει σέ αὐ­τήν καί αὐ­τῆς ἔρ­χε­ται σέ μέ­να”.
»Βλέ­πε­τε τί τῆς εἶ­πε ὁ δι­ά­βο­λος; Καί ἐ­νῶ πῆ­γε νά κοι­νω­νή­ση, δέν κοι­νώ­νη­σε, δι­ό­τι εἶ­χε κα­τα­ρα­στῆ τήν γει­τό­νισ­σά της». 

«Καί μιά ἄλ­λη φο­ρά, ἕ­να παλ­λη­κά­ρι ἦρ­θε νά κοι­νω­νή­ση καί δί­στα­ζα λί­γο μέ­σα μου νά τό κοι­νω­νή­σω. Φαί­νε­ται θά εἶ­χε κά­ποι­ο πνευ­μα­τι­κό κώ­λυμα. Ὅ­ταν, λοι­πόν, τό κοι­νω­νοῦ­σα, ἕ­νας πα­ρευ­ρι­σκό­με­νος μονα­χός, ἀ­ρε­τῆς ἄν­θρω­πος, εἶ­δε νά φεύ­γη ἀπό τήν ἁ­γί­α Λα­βί­δα μιά χρυ­σή λάμ­ψη, νά περ­νᾶ πά­νω ἀ­πό τό κε­φά­λι μου καί νά πά­η πά­νω στήν ἁ­γί­α Τράπε­ζα καί κά­θησε ἐ­κεῖ. Με­τά τήν ἀ­κο­λου­θί­α, μοῦ τό εἶ­πε ὁ μο­να­χός καί μοῦ εἶ­πε ὅ­τι τό ἔ­βλε­πε (τό παλ­λη­κά­ρι) μαῦ­ρο στό πρό­σω­πο.

»Βλέ­πε­τε; Κοι­νω­νᾶ­με ἀλ­λά δέν κοι­νω­νᾶ­με! Γι᾽ αὐ­τό καί οἱ μά­γοι καί οἱ αἱ­ρε­τι­κοί με­ρι­κές φο­ρές συ­νι­στοῦν καί θεί­α Κοι­νω­νί­α, ἀλ­λά φρον­τί­ζουν νά μήν (μᾶς ἀφήσουν νά) σκε­φτοῦ­με (γιά) νά προ­ε­τοι­μα­στοῦ­με σωστά».

ΑΠΟΣΜΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΕΝΩΜΕΝΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ: Ο ΓΕΡΩΝ ΙΑΚΩΒΟΣ

Η ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΘΕΟΥ ΓΙΑΤΡΟΥ

Το ακόλουθο κείμενο δημοσιεύτηκε την 21 Σεπτεμβρίου του 1957 στην εφημερίδα της Άρτας «Ελεύθερος Λόγος» από τον Αρτινό Ιατρό Κωνσταντίνο Κοντογιάννη (1912-1979), χειρούργο και γενικό διευθυντή του Νοσοκομείου του Μονάχου την περίοδο 1954-1961.

«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Άρτα, δίπλα σ’ ανθρώπους φτωχούς αλλά έντιμους, που στερήθηκαν πολλά για να μου δώσουν μια καλύτερη ζωή.
Μεγαλώνοντας με ψωμί κι αλάτι, κόπιασαν για να έχει το μοναχοπαίδι τους μόρφωση και αξία στην κοινωνία. Ο πατέρας μου δούλευε για το μεροκάματο απ’ τα χαράματα ως το σούρουπο στον κάμπο της Άρτας, και τον θυμάμαι να γυρίζει στα σκοτάδια, τσακισμένος από την κούραση αλλά πάντα με το χαμόγελο, σαν να ήξερε ότι ο μόχθος ο δικός του ήταν η δικιά μου η λευτεριά.
Πηγαίναμε κάθε Κυριακή στην εκκλησία, εγώ αυτός και η μάνα μου. Όταν αυτή πέθανε, ο πατέρας μου συνέχισε να με πηγαίνει και να ακούμε την λειτουργία του παπα-Γιάννη, γιατί όπως μου έλεγε πάντα «ο Θεός έχει κοντά του τη μάνα σου, γιατί εμείς προσευχόμαστε κι ανάβουμε ένα κεράκι για την ψυχή της». Πάντα γελαστός, ακόμα και στα δύσκολα, μου έδινε κουράγιο για να προχωρήσω και να μορφωθώ. Με θυμάμαι πιο μεγάλο να ξενυχτάω στο φως το καντηλιού, ανάμεσα στα βιβλία, και το πρωί να πηγαίνω με τον πατέρα μου για δουλειά στα χωράφια.

Όταν πήγα στην Ιατρική Σχολή, ήξερα ότι τα χρώσταγα όλα στην οικογένειά μου. Ο πατέρας μου δε πρόλαβε να με δει γιατρό, πέθανε ένα χρόνο πριν τελειώσω τις σπουδές μου, αλλά ορκίστηκα να προσεύχομαι στο Θεό κάθε βράδυ, και γι αυτόν και για τη μάνα μου. Ο καιρός πέρασε και δεν ξαναγύρισα στην Άρτα, αλλά έμεινα στην Αθήνα που οι ευκαιρίες για τη δουλειά μου ήταν πιο πολλές. Έκανα περιουσία και παντρεύτηκα την Ευδοξία, κόρη ενός πλούσιου εμπόρου. Όμως ο Θεός δεν την είχε ευλογήσει με όλα τα δώρα του και παρ’ όλες τις προσπάθειες και τις προσευχές μας, δε καταφέραμε ποτέ να κάνουμε ένα γιο, που ήταν και η ευχή του πατέρα μου.

Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος με τον Μουσολίνι, με στρατολόγησαν για να προσφέρω τις γνώσεις μου στους πολεμιστές μας που αντιστεκόταν στον Ιταλό δικτάτορα και με έστειλαν για μια περίοδο σε μία μονάδα κοντά στο Δυρράχιο. Ένιωθα περήφανος στην αρχή, αλλά εκείνα τα πράγματα που αντίκρισαν τα μάτια μου με είχαν κάνει να χάσω τον ύπνο μου. Κάποιοι μου έλεγαν πως τα βράδια έκλαιγα αλλά δε θυμόμουν ποτέ τίποτα το πρωί.
Εκείνη την εποχή άρχισα να αμφιβάλλω για κείνες τις Κυριακές στην εκκλησία με τη μάνα και τον πατέρα μου. Όσο περνούσε ο καιρός, σταμάτησα να προσεύχομαι. Που ήταν ο Θεός να ακούσει τις κραυγές των ετοιμοθάνατων; Αν δεν άκουγε αυτούς, πως θα μπορούσε να ακούσει την προσευχή μου; Σταμάτησα να προσεύχομαι και για τη μάνα μου και τον πατέρα μου, παρ’ όλο που είχα ορκιστεί να μη το αμελήσω ποτέ. Άρχισα να ξεχνάω, και το μόνο που είχε μείνει από αυτούς ήταν το ρολόι που μου είχε δώσει ο πατέρας μου. Όταν κάποια στιγμή μου έσπασε κι αυτό, ήταν να σαν να είχα γίνει ένας άλλος άνθρωπος, γνωστικός και χωρίς τις πλάνες του Θεού.

Η γυναίκα μου πέθανε τον χειμώνα του 41 στην Αθήνα, μαζί με τόσους άλλους. Όταν τελείωσε ο πόλεμος, δεν υπήρχε τίποτα που να κρατάει στην Ελλάδα, και έφυγα μετανάστης στη Γερμανία. Έκλαιγα όταν έφευγα. Πολεμούσα τόσα χρόνια τον Γερμανό και τώρα πήγαινα να δουλέψω γι’ αυτούς. Σκληροί άνθρωποι οι Γερμανοί, αγέλαστοι. Δεν ήθελαν ποτέ να κάνουν φίλους, ήθελαν μόνο τα χέρια μας. Όμως δούλεψα σκληρά και κέρδισα τον σεβασμό τους, και πρόκοψα. Έγινα γνωστός χειρούργος, και μετά διευθυντής σε μεγάλο νοσοκομείο στο Μόναχο. Δε ξαναπαντρεύτηκα ποτέ όμως. Μου έλειπε πάντα ο τόπος μου, οι άνθρωποι, πάντα πρόσχαροι και με φιλότιμο, έτοιμοι να σε βοηθήσουν. Ο Γερμανός δεν ήξερε από τέτοια.

Κάποια στιγμή επέστρεψα στον τόπο μου για λίγες μέρες. Ήταν καλοκαίρι και τα πανυγήρια έδιναν και έπαιρναν σε όλα τα χωριά. Ένιωσα σαν να μην είχα φύγει ποτέ. Μόνο το πατρικό μου ήταν σε κακά χάλια, διαλυμένο και ερημωμένο. Είχα κάνει περιουσία στην Γερμανία, τα λεφτά δε μου έλειπαν και ξόδεψα αρκετά για να το φτιάξω όπως το θυμόμουνα.

Μια μέρα περπατούσα μέσα στην πόλη και βρέθηκα μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Βασιλείου. Σαν να θυμήθηκα τις δύσκολες εποχές της νιότης μου, θέλησα να μπω μέσα, παρ’ όλο που δεν είχα την ανάγκη να προσευχηθώ. Ήμουν άπιστος πια. Προχώρησα και είδα κάποιον παπά να κάθεται όρθιος μπροστά στην ΑγίαΤράπεζα. Μόλις με είδε μου χαμογέλασε και ήρθε προς το μέρος μου. Εγώ ένιωσα άβολα και θέλησα να φύγω αλλά ντράπηκα και δε το έκανα. Άρχισε να μου μιλάει.

– Ήρθες να προσευχηθείς; μου είπε.
Δεν ήξερα τι να του πω αλλά σαν να με ώθησε ο διάβολος, του απάντησα «Δε πιστεύω σ’ αυτά παπά».
Με κοίταξε και χαμογέλασε. «Όλοι μας είμαστε παιδιά του Θεού» μου είπε «και όλοι μας έχουμε τον Χριστό που μας καθοδηγεί».
– «Όχι εγώ», του απάντησα. «Εγώ ξέρω πως δεν υπάρχει Θεός». Βλασφημούσα μέσα στον Ιερό Χώρο σαν να με καθοδηγούσε μια διαβολική φωνή. Νόμισα πως ο παπάς θα με έδιωχνε αλλά αντί γι αυτό συνέχισε να χαμογελάει και να μου μιλάει.
– «Όμως βαφτίστηκες Χριστιανός. Γιατί Τον ξέχασες; Γιατί Τον απέρριψες»;
– «Ήμουν στον πόλεμο παπά», του είπα. «Νέα παιδιά πέθαιναν από τις σφαίρες και το κρύο. Προσεύχονταν στο Θεό κάθε μέρα, και γω μαζί τους, και ο Θεός δεν βοήθησε ποτέ, δεν απάντησε καν. Είμαι άνθρωπος σπουδαγμένος, και ξέρω πως αν κάτι δε το βλέπεις, σίγουρα δεν υπάρχει».

Ο παπάς μου αποκρίθηκε. «Αυτή τη στιγμή πως ζεις; Ακούς την καρδιά σου να χτυπάει»;
Δεν ήξερα τι να του πω και συνέχισε. «Μερικές φορές τα πράγματα τα καθημερινά είναι τόσο σημαντικά, αλλά εμείς δε τους δίνουμε καμία σημασία. Η καρδιά σου χτυπάει, και αυτό είναι χάρη στον αέρα που αναπνέεις. Όπως είπες είσαι σπουδαγμένος άνθρωπος, και το ξέρεις».
Έμεινα άφωνος απ’ την απόκρισή του. Δε σταμάτησε εκεί: «Ο αέρας που αναπνέεις είναι η ζωή, όμως ποτέ δε τον βλέπεις, κι όμως ξέρεις πως είναι εκεί, για σένα και για όλους μας. Έτσι είναι κι ο Θεός μας, ζωοδόχος και άπειρος. Μας δίνει κουράγιο, μας περιτριγυρίζει σε κάθε μας στιγμή. Κι όπως τα βράδια, καθώς ξαπλώνεις στο κρεβάτι σου μετά από μια κουραστική μέρα, μπορείς να ακούσεις τον χτύπο της καρδιάς σου πιο καθαρά, έτσι είναι κι η προσευχή. Μπορείς να δεις και να ακούσεις, αρκεί να ξέρεις πως να ζητήσεις».
Σάστισα. Ξαφνικά ένιωσα πως όλα αυτά τα χρόνια μου μακριά από το Θεό με είχαν οδηγήσει μακριά από το μονοπάτι της αλήθειας Του. Ήθελα να δακρύσω αλλά συγκρατήθηκα γιατί εκείνη η αόρατη δύναμη με παρακινούσε να αντισταθώ.

– «Παπά, δε ξέρω αν είναι αυτά τα πράγματα όπως τα λες. Πάντα προσευχόμουν στο Θεό μας, κι μόνο δυσκολίες και κακά γνώρισα σ’ αυτή τη ζωή. Έφυγα στα ξένα, έζησα ανάμεσα σε κακούς και μοχθηρούς ανθρώπους, και ποτέ δεν ένιωσα την αγάπη Του».
– «Έτσι και ο Γιός Του», μου είπε. «Ήρθε στον κόσμο μας, έζησε ανάμεσα σε αμαρτωλούς και εξιλέωσε τον άνθρωπο με το Πάθος Του». Ανατρίχιασα στο άκουσμα των λόγων του και δεν είχα λέξεις να του πω. Όμως αυτός είχε πολλές ακόμη. «Ο Ρωμιός είναι καταδικασμένος να υποφέρει, γιατί τον φθονούν εκείνοι που ξέρουν πως δε μπορούν ποτέ να τον φτάσουν. Μας ξενίτεψαν για να μας καταστρέψουν και δε τα κατάφεραν. Θα το ξανακάνουν πάλι σε πολλά χρόνια από τώρα. Θα προσπαθήσουν να μας διαβάλλουν, να μας μολύνουν. Θα προσπαθήσουν να μας χωρίσουν, να βάλουν τον αδερφό εναντίον αδερφού ξανά. Αυτό θα προσπαθούν να το κάνουν για πολλά χρόνια ακόμα, και κάποια στιγμή σχεδόν θα το καταφέρουν».

Ξαφνιάστηκα με τα λόγια του. Μιλούσε σαν τους τρελούς του χωριού που βλέπουν το τέλος του κόσμου και τα πράγματα του μέλλοντος. Τα λόγια του άρχισαν να χάνουν την αξία τους.
-«Παπά, και συ που τα ξέρεις αυτά; Μη μου πεις πως στα είπε ο Θεός, γιατί ξέρω κι άλλους τέτοιους».

Μου χαμογέλασε και δεν απάντησε. «Η έλλειψη πίστης, στο Έθνος και στο Θεό είναι αυτό που θα μας οδηγήσει εκεί. Η έλλειψη της δικής σου πίστης και όλων αυτών που θα ακολουθήσουν. Όμως είμαστε Έλληνες και αν και χάνουμε συχνά το δρόμο μας, πάντα επιστρέφουμε σ’ αυτόν. Εσύ θα επιστρέψεις σ’ αυτόν. Οι μελλοντικές γενεές θα επιστρέψουν σ’ αυτόν. Θα έρθει η παρακμή, η απαξίωση.
Όμως θα βρεθούν εκείνοι οι Έλληνες, που θα βάλουν τα πράγματα στη σειρά. Έλληνες που δεν ξέχασαν ποτέ την Πατρίδα τους, την Σημαία τους, τη Σημαία του Ιησού Χριστού, αυτή που κυματίζει περήφανα στα χώματα τα ματωμένα από το αίμα αυτών που την προστάτεψαν. Αυτοί οι άνθρωποι θα χλευαστούν, θα κυνηγηθούν, θα φυλακιστούν. Όμως στο τέλος θα θριαμβεύσουν, γιατί αυτοί οι άνθρωποι είναι η Ελλάδα μας, και ότι είναι Ελληνικό είναι καταδικασμένο να είναι αιώνιο».

Είχα συγκλονιστεί τόσο πολύ που δε μπόρεσα να κρατηθώ και βγήκα τρέχοντας από την εκκλησία. Ένιωσα τον καθαρό αέρα να χτυπάει στο πρόσωπό μου και άρχισα να ανακτώ τα λογικά μου. Έκανα να φύγω, αλλά τότε ένιωσα άσχημα για τον παπά. Τρελός ή όχι, ήταν ένας γέροντας και θα έπρεπε να τον χαιρετίσω τουλάχιστον πριν φύγω. Ξαναμπήκα στην εκκλησία, δεν ήταν κανένας εκεί, όμως ήμουν σίγουρος πως ο παπάς δεν είχε βγει.
Πλησίασα προς την Αγία Τράπεζα και είδα πάνω της κάτι να γυαλίζει. Πλησίασα και τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια μου. Ήταν το ρολόι του πατέρα μου, μόνο που δεν ήταν σπασμένο αλλά δούλευε όπως τότε που μου το είχε πρωτοδώσει. Κάθισα στο σκαλοπάτι του Ιερού και έκλαιγα για ώρες, προσευχόμενος στον Θεό να με συγχωρήσει για τις αμαρτίες μου.

Έφυγα ξανά για τη Γερμανία, αλλά πάντα με έτρωγε μέσα μου το σαράκι να πω την ιστορία. Λίγοι θα με πιστέψουν, και κινδυνεύω να γίνω το θέμα χλεύης όλων εκείνων που σαν εμένα κάποτε, απομακρύνθηκαν από το δρόμο Του. Όμως πιστεύω τα λόγια του παπά, όποιος κι αν ήταν αυτός. Πως θα έρθει η ώρα και η στιγμή που ο δρόμος του Θεού θα είναι πια φανερός σε όλους, όπως φανερώθηκε σε μένα εκείνη τη μέρα, τη σπουδαιότερη μέρα της ζωής μου.

ΝΑ ΠΩΣ ΑΠΟ ΑΔΙΑΦΟΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΕΓΙΝΑ ΜΟΝΑΧΟΣ!

Δι’ ευχών των Αγίων πατέρων ημών… ελέησον ημάς», είπε ό ιερεύς και τελείωσε ή Κυριακάτικη Θεία Λειτουργία. Προσκυνήσαμε τις εικόνες, πήραμε αντίδωρο και βγήκαμε στην αυλή της Μονής, περιμένοντας να κτυπήσει ή καμπάνα για την Τράπεζα. Ήμασταν αρκετοί επισκέπτες στη Μονή παρ’ όλο που ήταν αρχή ανοίξεως. Ό καιρός είχε μία ελαφριά ψύχρα και έναν πλούσιο ήλιο. Μου άρεσε να βλέπω μέσα στην πρωινή δροσιά τη θάλασσα στα πόδια μου και πάνω από το κεφάλι μου, τον γηραιό Άθωνα, που με τις βαθιές και απάτητες χαράδρες του κατέβαινε μέχρι το μοναστήρι, για να λειτουργηθεί κι αυτός.

Κοίταξα γύρω μου και προτίμησα μία θέση δίπλα σ’ ένα γηραιό μοναχό, που καθόταν κάτω από τον ανοιξιάτικο ήλιο περιμένοντας την ώρα της Τραπέζης. Όλα εδώ έχουν τον δικό τους χρόνο. Κάθισα σιωπηλός, προσεκτικά, για να μην ταράξω την ησυχία του παππού, που με κλειστά τα μάτια κάτι σιγομουρμούριζε. Βυθίστηκα και εγώ στις σκέψεις μου, για τα ωραία που μας χαρίζει η κυρία Θεοτόκος μέσα στο Περιβόλι της. Μου ήταν όμως πρόκληση το παρατεινό­μενο ψαλμομουρμουρητό του παππού. Έστησα αυτί λοιπόν και σιγά-σιγά μπήκα και εγώ στον επαναλαμβανόμενο ρυθμό του. «Αγίω Πνεύματι, πάσα ή κτίσις καινουργείται, παλινδρομούσα εις το πρώτον…». Ήταν ό πρώτος ήχος και ή «βελόνα» είχε «κολλήσει» στους Αναβαθμούς. Ωραίο «κόλλημα», σκέφθηκα.

Το σιγόψαλλα και εγώ μερικές φορές. Γύρισε τότε ο παππούς και με κοίταξε. Χαμογέλασε και με ρώτησε: …
– Από πού’ είσαι εσύ;
- Από τις Καρυές, Γέροντα.
- Πάτερ μου, είναι τιμή για μας που μας έφερε ή Κυρά ή Παναγιά στο Περιβόλι της, και μας τα χαρίζει όλα απλόχερα. Να προσέχουμε να μη την στενοχωρούμε, και εσείς οι μικρότεροι με τις αταξίες σας, και εμείς οι γεροντότεροι με την ξεροκεφαλιά μας. Έχεις χρόνια μοναχός;
Τι να σας πω Γέροντα, δεν τα μετράω, άκουσα, καλή ώρα, έναν άλλον παλαιό μοναχό, ότι ό Θεός δεν τα μετράει τα χρόνια του μονά­χου, παρά μόνον τα ζυγίζει, και έτσι έκοψα το μέτρημα και φροντίζω να παίρνω βάρος.
Χαμογέλασε ό Γέροντας. Σοφός ό λόγος που άκουσες. Θέλεις ν’ ακούσεις και από έμενα κάτι για την σοφία της Παναγίας μας; Πώς με έφερε εδώ στο Περιβό­λι της;


- Αν θέλω λέει. Διψάω για ν’ ακούσω, απάντησα, αυξάνοντας την προσοχή μου.
- Ή καταγωγή μου είναι από το Άργος Ορεστικό -άρχισε ό παππούς- και έγινα μοναχός στα 22 μου χρόνια. Υπηρετούσα τότε, παιδί μου, στην Μ.Ο.Μ.Α., αν την ξέρεις; Ήταν μία τεχνική υπηρεσία του στρατού, στην οποία δούλευαν και πολίτες. Εγώ ήμουν οδηγός.  Βέβαια, ή ζωή μου δεν είχε καμία σχέση με την Εκκλησία. Καταλα­βαίνεις, μία ζωή κοσμική, καφενεία, σφαιριστήρια, γλέντια και όλα τα συνακόλουθα.
Μία μέρα, λοιπόν, οδηγώντας το φορτηγό με γεμάτο φορτίο, κατέβαινα από το Άργος Ορεστικό και είχα στο δεξί μου χέρι τον γκρεμό. Ήμουν μόνος, χωρίς συνοδηγό. Καθώς ήταν κατηφόρα με στροφές, θέλησα να μειώσω την ταχύτητα για να ελέγχω το όχημα. Πατώντας τα φρένα, βλέπω ότι δεν λειτουργούσαν. Με έπιασε πανι­κός. Προσπαθούσα, αλλά τίποτε. Προχώρησα μερικές στροφές του βουνού, προσπαθώντας να μειώσω την ταχύτητα, αλλά εις μάτην. Ή ταχύτητα αυξανόταν. Ό δρόμος ήταν χωματένιος, είχε λακκούβες, πέτρες απ’ το βουνό. Σε μία μεγάλη λακκούβα, που δεν μπόρεσα να αποφύγω, έγινε αυτό που φοβόμουν. Χάνω τον έλεγχο του τιμονιού και στρέφεται το φορτηγό προς τον γκρεμό. Με το που βλέπω τις μπροστινές ρόδες στον αέρα, κλείνω με τα χέρια τα μάτια μου, για να μη δω τον θάνατο μου και με κραυγή απελπισίας, φωνάζω: «Παναγία μου». Εκεί που είχα τα μάτια μου σφαλισμένα με τα χέρια, πάτερ μου, πώς συνέβη δεν ξέρω, αισθάνομαι ένα τράνταγμα. Κατεβάζω τα χέρια μου και τι λες ότι βλέπω; Βλέπω το φορτηγό σταματημένο στην άλλη πλευρά του δρόμου με κατεύθυνση προς τα πάνω. Έτρεμα ολό­κληρος. Δεν μπόρεσα να το συνειδητοποιήσω. Έκατσα λίγη ώρα να συνέλθω. Με τα πολλά, έλεγξα το φορτηγό και όλα λειτουργούσαν μία χαρά. Είπα το γεγονός σε μερικούς συναδέλφους, άλλοι μου είπαν «φοβερό πράγμα», άλλοι μισοκορόϊδευαν. Δεν το καλλιέργησα όμως μέσα μου περισσότερο, το προσπέρασα.
Το απόγευμα συνάντησα έναν φίλο μου, που ήταν πολύ της Εκκλησίας, αλλά δεν τον έκανα συχνά παρέα, γιατί τον περνούσα για ψιλοχαζό. Δεν πήγαινε σε καφενεία, ούτε σε άλλα μέρη, όπως όλοι οι φίλοι μας. Του είπα το γεγονός. Μεγάλη και συγκινητική, μου λέει, ή ιστορία σου. Ν’ ανάψεις ένα κερί, να προσευχηθείς και να ευχαριστήσεις τον Θεό. Μου πρότεινε, πριν πάμε μαζί στην εκκλησία να επισκεφθούμε μία οικογένεια που είχε ένα αυτιστικό, ένα καθυστερημένο παιδάκι, για να δώσουμε μία παρηγοριά. Δέχθηκα και πήγαμε. Φθάσαμε και κτυπήσαμε την πόρτα. Την είχα ακουστά αυτή την φουκαριάρα τη μάνα με το παιδί. Έλα, όμως, που το παιδάκι δεν ήταν καθυστερημένο. Με το που μπήκαμε στο σπίτι, πρώτος ο φίλος και εγώ πίσω του, μόλις με βλέπει το παιδί, σηκώνεται και άρχισε να φωνάζει με μία φωνή καθόλου παιδική, αλλά άγρια, βραχνή, με βρυχηθμό.

-Φύγε εσύ. Εσύ εκεί, φύγε από εδώ. Εξαφανίσου. Φύγε εσύ πού κάνεις παρέα με την μαυροφόρα.
Εγώ τα ‘χασα. Δεν καταλάβαινα τίποτε. Δεν μπορούσα να κατα­λάβω, για ποιο λόγο ξαφνικά οι φωνές, και για ποια μαυροφόρα λέει. Στεκόμουν με απορία. Γιατί φωνάζει αυτό το μικρό έξαλλο; Άρχισε τότε ό μικρός να μου πετά αντικείμενα. Ό,τι έβρισκε μπρο­στά του. Μπήκε στη μέση ο φίλος μου και φύγαμε βιαστικά. Εγώ ήμουν αμήχανος.
– Τι ήρθαμε εδώ, του λέω, και με βρίζει αυτό το μικρό; Πού με ξέρει και για ποια μαυροφόρα λέει;

Φύγαμε, λοιπόν, και πήγαμε στην εκκλησία. Άναψα το κερί μου, είπα ότι θυμόμουν από προσευχή, χαιρέτησα τον παπά και κίνησα για το σπίτι μου, γιατί είχε βραδιάσει. Μέσα μου, όμως αναλογιζό­μουν: – Τι είναι όλα αυτά; Για ποια μαυροφόρα λέει; Έτσι προβλη­ματισμένος καθώς πλησίαζα σπίτι μου, από την πλάγια μεριά πού ήταν όλο τοίχος, ενώ ήταν νύχτα προχωρημένη -υπόψη ότι αυτά έγιναν πριν την κατοχή, πού δεν υπήρχαν ούτε τηλεοράσεις, ούτε στα χωριά κινηματογράφοι- πάνω σ’ αυτόν τον τοίχο, λοιπόν ανοίγει ένα φως δυνατό και βλέπω. Τι λες να βλέπω; Βλέπω σαν σε κινηματογρά­φο ένα φορτηγό να κατεβαίνει από το βουνό, τον εαυτό μου να οδηγεί, να προσπαθεί να ελέγξει το όχημα, αυτό να τρέχει, να πέφτει στη λακκούβα, να χάνω τον έλεγχο, να στρέφεται το φορτηγό προς τον γκρεμό, να κλείνω τα μάτια μου, φωνάζοντας «Παναγία μου»… και ξαφνικά, στον ουρανό ψηλά, πάνω από τον γκρεμό, βλέπω μία πανύψηλη γυναίκα, με μαύρα ρούχα, να πιάνει το φορτηγό στον αέρα, όπως πιάνουμε εμείς ένα σπιρτόκουτο, να το γυρνά και να το βάζει στην αντίθετη κατεύθυνση του δρόμου. Ήταν, αδελφέ μου, ή Κυρά μας ή Παναγία. Τότε αναγνώρισα το περιστατικό που μου συνέβη με το φορτηγό. Έπεσα κάτω αμέσως, συγκλονισμένος και άρχισα να κλαίω με λυγμούς. Τότε κατάλαβα το φοβερό που μου συνέβη. Σηκώνομαι μετά από ώρα, με δάκρυα και τρέχω και το λέω του παπά. Του είπα τα πάντα, και ειδικά το τελευταίο, που τα είδα όλα σε ταινία, και ειδικά για την ψηλή και όμορφη μαυροφόρα, που σταμάτησε το φορτηγό στον αέρα και ήμουν εγώ μέσα. Συγκλονίσθηκε ό παπάς όταν τ’ άκουσε όλα. Μεγάλο θαύμα, παιδί μου, να ευχαριστήσουμε και να δοξάσουμε τον Θεό και την Παναγία μας.
Τότε, πάτερ μου, συνειδητοποίησα μέσα μου, μου ήρθε κάτι σαν φωτισμός, ότι δεν είμαι για τον κόσμον αυτόν. Τέτοιο θαύμα μου έκανε η Παναγία μας και εγώ κάθομαι στον κόσμο; Που να πάω, όμως; Μου λέει, καλή ώρα ό παπάς, αν θες να ευχαριστήσεις τον Θεό και να σώσεις την ψυχή σου, να πας στο Περιβόλι της Παναγίας, σ’ αυτή που σε έσωσε. Έτσι, αδελφέ μου, ήρθα στο Άγιο Όρος και δοξάζω τον Θεό για την πανάγαθη Πρόνοια Του. Θα μπορούσα να πω κι εγώ, μαζί με τον Απόστολο Παύλο, «ουκ εγγυώμην απειθής τη ουρανίω οπτασία» (Πραξ. 26, 19).

Με συγκίνηση άκουσα την ιστορία του παππού και τα θαυμάσια της Κυράς μας της Παναγίας. Θέλησα να τον ρωτήσω για κάποιες απορίες μου, αλλά ακούσθηκε ή καμπάνα της Τραπέζης. Σηκωθήκαμε και μαζί με όλους τους πατέρες μπήκαμε στην Τράπεζα. Τον αναγνώ­στη δεν τον πολυπρόσεχα, γιατί έφερνα στο νου μου όλο το γεγονός που άκουσα και με είχε συγκλονίσει. Κρυφά λοξοκοίταζα την γαλή­νια μορφή του παππού. Περίμενα να γίνει προσευχή, να βγούμε και να ξανασυναντήσω τον Γέροντα. Τουλάχιστον να μάθω το Όνομα του. Μιλάγαμε τόση ώρα και δεν ήξερα πώς τον λένε. Κτύπησε το κουδούνι ο ηγούμενος, κάναμε προσευχή και αρχίσαμε να βγαίνουμε. Ό παππούς βγήκε από τους πρώτους. Μέχρι να βγω είχε εξαφανισθεί. Χρόνο δεν είχα να τον ψάξω, γιατί το καραβάκι έφευγε. Έτσι, πήρα τον ντορβά μου και κίνησα για την παραλία, ευχαριστώντας μέσα μου τον κτήτορα, το Βασιλόπουλο εκείνο που αγίασε, για την παρη­γοριά που μου έδωσε.
Αυτό, ήταν αγίου κέρασμα.

Καρυές, Σεπτέμβριος 2008
1. Μοναχός Παίσιος Καρεώτης
2. Πρωτάτον αριθ. 112

Δευτέρα 15 Αυγούστου 2016

ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ Ο ΤΑΦΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ;

Κατά την θρησκευτική παράδοση, η Παναγία πέθανε δέκα χρόνια μετά τη Σταύρωση του Ιησού και τάφηκε στην Ιερουσαλήμ. Πού βρίσκεται, όμως, ο τάφος της Παναγίας;

Ο τάφος της Παναγίας, γνωστός και ως Πάνσεπτο Θεομητορικό Μνήμα της Γεθσημανής,  αποτελεί για τους Ορθοδόξους Χριστιανούς το τρίτο κατά σειρά σπουδαιότητας προσκύνημα. Εντός του Ναού Δεσπόζουν το Πανάγιο Θεομητορικό μνήμα και η Θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Ιεροσολυμίτισσας. Ο σημερινός Ναός και είναι από τα παλαιότερα χτίσματα της Ιερουσαλήμ, το οποίο χτίστηκε από την Αγία Ελένη το 326μ.Χ. προς τιμή της Κοιμήσεως Θεοτόκου. Βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους και πρέπει ο επισκέπτης να κατέβει 49 σκαλιά.
Τα 49 σκαλιά που κατεβαίνει ο προσκυνητής για τον Τάφο της Παναγίας.
Αν και είναι μια ταπεινή κρύπτη, ωστόσο στο εσωτερικό της ανακαλύπτει κανείς μια ξεχωριστή μεγαλοπρέπεια. Καταπληκτικός παραλληλισμός με το Υπερευλογημένο πρόσωπο της Θεοτόκου. Το κυρίως προσκύνημα βρίσκεται μέσα σε ένα λιθόκτιστο κουβούκλιο, ύψους 2 m, μήκος 3 m και πλάτος 4 m και είχε λαξευτεί σε λίθινο βράχο. Η είσοδος στο κουβούκλιο γίνεται από τα μια μικρή είσοδο η οποία βρίσκεται δυτικά, ενώ η έξοδος από τα βόρεια.

Βγαίνοντας από το Κουβούκλιο, στα δεξιά υπάρχει το Καθολικό του Ιερού Ναού των Ορθοδόξων στο οποίο βρίσκεται η θαυματουργός Εικόνα της Θεοτόκου της Ιεροσολυμίτισσας. Στο 24ο σκαλοπάτι υπάρχουν  από δεξιά οι Τάφοι των αγίων και δικαίων Θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννης. Από αριστερά ο Τάφος του αγίου μνήστορος Ιωσήφ. Και οι δύο αυτοί τάφοι αυτοί είναι άγια θυσιαστήρια.

Το μνημείο αυτό είναι υψίστης σημασίας για τους ορθοδόξους χριστιανούς καθώς σε αυτό ο Κύριος μας προσευχήθηκε θερμά και με πολύ αγωνία,
δέχτηκε το φιλί της προδοσίας, συνελήφθη από τους στρατιώτες του Πιλάτου, τον όχλο και τους υπηρέτες των Φαρισαίων, κηδεύθηκε και ενταφιάστηκε το πανσεβάσμιο Σώμα της Παναγίας μας από τους αγίους Αποστόλους. Σύμφωνα με την ιερά παράδοση από το σημείο αυτό το Πάνσεπτο Σώμα της Παναγίας μετέστει την τρίτη ημέρα προς την Ουράνιο Βασιλεία και κοντά στον αγαπημένο Υιό της. Τέλος, η Ιερά Παράδοση αναφέρει ότι στην περιοχή της Γεθσημανής θα γίνει η θεϊκή κρίση της Β’ Παρουσίας του Κυρίου.

Κυριακή 14 Αυγούστου 2016

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΟΣ ΠΑΝΤΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑ ΑΝΟΙΓΜΑ!


Εκεί που είσαι εγκλωβισμένος, πάντα υπάρχει ένα άνοιγμα... εκεί να βλέπεις!

ΒΑΛΤΕ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΟΔΗΓΟ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΣΑΣ!


Βάλτε την Παναγία οδηγό στο δρόμο της ζωής σας!

ΧΑΙΡΕ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΔΕΣΠΟΙΝΑ, ΥΠΕΡΛΑΜΠΡΗ ΚΥΡΙΑ!


Χαίρε του κόσμου Δέσποινα! Υπέρλαμπρη Κυρία!

Σάββατο 13 Αυγούστου 2016

ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ Η ΠΡΟΣΤΑΤΙΣ, ΤΩΝ ΘΛΙΒΟΜΕΝΩΝ Η ΧΑΡΑ...

Τις μέρες τούτες τις ευλογημένες τις δεκαπενταυγουστιάτικες, πού η Εκκλησία μας σταθερά επανέρχεται στην λαμπρή πανήγυρη του θερινού πάσχα και όλα αστράφτουν και λάμπουν στην Χάρη της Παναγιάς μας, μια αδιόρατη θλίψη ευγενικιά, μας συγκλονίζει και συντονίζει τα κρύφια αισθήματα της χαρμολύπης μας.

Είναι νηστήσιμες αυτές οι μέρες, γιατί είναι μέρες περισυλλογής, αφιερωμένες στην αγνότητα, γιατί κατ εξοχήν αγνή είναι και η Παναγία η Παρθένα. Και φιλτράρονται εξαίσια μέσα στην αποκάρωση της καρδιάς της καλοκαιρινής κάψας, όπου πάσα σαρξ βροτεία σιγεί και παραμένει ανενεργή στην αμαρτία και τα πάθη και αυτή την δραστηριότητα της πολυπραγμωσύνης μας.Είναι αυτός ο καιρός πού από την μια λάμπει και γεμίζει ευφροσύνη τις ψυχές, ευφροσύνη τέτοια πού την πλαισιώνουν θυμιάματα και τροπάρια παρακλητικά της αρχαίας ευγένειας της πονεμένης μας φυλής και από την άλλη αίθει, θυμίζοντας καρδιές φλεγόμενες από τον θείο έρωτα, αλλά και κατατρυχόμενες από τον καύσωνα των παθών, πού ζητούν τον δροσισμό τους.

Και τότε η παραμυθία, η παράκλησις των πενθούντων, η γλυκασμός των αγγέλων, των χριστιανών η προστάτις, των θλιβομένων η χαρά, έρχεται ως αύρα λεπτή και αναψυχή των καμνόντων, να παρηγορήσει, να ενισχύσει, να δώσει την απόκρυφη ελπίδα την μένουσα χαρά, γι αυτούς πού απόκαμαν από τον καύσωνα της κακίας και γονάτισαν παραδομένοι μέσα στον κλύδωνα και τον παθών τον τάραχο.Έρχεται η δεσπόζουσα, η γαληνή, η μειλίχια, η θεϊκή της μορφή για να ελκύσει τον πόνο των ψυχών, των σωμάτων τον κάματο, να ακούσει θρήνους ανθρώπων αποκαμωμένων από την Κακία του κόσμου, των ασθενών τις ικεσίες, αυτών πού αγαπήσαν το παράπονο και αυτών πού θέλουν να πιστέψουν τα ρωτήματα.

Άνθρωποι σφάζονται εκατέρωθεν στο όνομα του θεού τους, οι πτωχοί παραγκωνίζονται και συνθλίβονται, ασθένειες με νέα εντυπωσιακά ονόματα της ψυχής και του σώματος και πάθη αρχαία ταλανίζουν τον άνθρωπο, η θλίψη πλεονάζει, η απελπισία θρονιάζεται δέσποινα του κόσμου και η απιστία αναίσχυντα κομπάζει για την κυριαρχία της πάνω στους ανθρώπους. Ει δυνατόν πλανώνται και οι εκλεκτοί και ο άνθρωπος κουφάρι άψυχο και πτώμα στολισμένο τις μεγάλες βλασφημίες σήπεται μέσα στην χαρά του κόσμου τους. 

Αλλά η Παναγιά στέκει ως είναι και ως ήταν, στο εικόνισμα το ορθόδοξο της, στις καρδιές αυτών πού πονάνε και ακόμα ελπίζουνε. Είναι η Μάνα του Θεού και είναι η Μάνα του Πόνου.Αγάπη,αγάπη παντού. Μια αγάπη φτιαχτή , ένα σύνθημα να ντυθεί η αμαρτία, η απιστία, η κυνική απεμπόληση κάθε ιερού για την αγάπη του Κόσμου, για την συναίνεση των πορνών , για την ταύτιση με την αρρώστια και την λέπρα πού κατατρώει τους εμπόρους συναισθημάτων. Αλλά η Εικόνα της παραμένει αγνή!Παραμένει ατόφια μητρική, ατόφια ορθόδοξη, χαρά ατόφια πνευματική και παράκληση μοναδική! Δεν έχουμε εδώ επιπεδο συναισθηματισμό και συναίνεση στην ανομία. Έχουμε την τελευταία και μόνη αυθεντικότητα της θεοφανείας. Είναι το έσχατο της αλήθειας καταφύγιο. Πού δεν ξεγελά. Δεν εκβιάζει. Δεν απαιτεί. Αλλά την άχραντη μαντήλα της απλώνει για να σκουπίσει τον ιδρώ του καμάτου, τα δάκρυα του πόνου, της αμφιβολίας να σκεδάσει τα νέφη και των λυπηρών τις επαγωγές. Η ατόφια αγάπη στην Παναγία επιβιώνει, γιατί είναι η μήτρα της αγάπης και του Χριστού η μητέρα.Είναι η Εικόνα η Εσχάτη της Αγάπης. Αυτό πού αναζητά ο τυφλός επαίτης ο άνθρωπος, μέσα στο φως το τεχνητό των διαβόλων του κόσμου.Είναι το Άγιο Φως το τελευταίο, το αυτομάτως απτομενος , ο φάρος πού λάμπει από μακρυά, στις απόκρημνες του κόσμου ακτές, η τελευταία γνήσια φλόγα, στο περίλαμπρο αυτό και φτιαχτό πανηγύρι των ψεύτικων φωτοχυσίων , πού εντυπωσιάζουν τόσο τους υπερήφανους.Είναι ο έλεγχος και η κρίση του σκοταδιού και η δραχμή η απολομένη , πού η παρθένα ψυχή αναζήτησε και βρήκε και εισήλθε φωτοφόρα και χαρούμενη στο Γάμο του Κυρίου της, συγκαλώντας τα αδέρφια της τους ανθρώπους σε χαρά μεγάλη για το εύρημα.

Κάτω από τον σταυρό σταυρώνεται η ίδια. Μπρος το κενό μνήμα ανασταίνεται. Είναι η μάνα η αρχέγονη του ανθρώπου πού βίωσε όλο τον πόνο και την δυστυχία του και άκουσε τα παράπονα και τις θλίψεις χριστιανών και αλλοφύλων, ιερέων και λαϊκών, βασιλέων και πενήτων,αγίων και αμαρτωλών. Είναι η ανακούφιση, η πάντων χαρά, η μεγάλη επιστροφή στην αρχαία αυτή ευγένεια του ανθρώπου, όταν βγήκε από την πνοή του Θεού, άγιος και ζωντανός.Πονεμένα είναι τα τροπάρια πού της ψάλλουμε γιατί νιώθει από πόνο και πονεμένη, σταυρωμένη είναι και η δική μας πίστη. Χαρούμενοι οι ύμνοι στην κοίμηση της, γιατί είναι κοίμηση της ζωής, επιστροφή στον Υιό και Θεό της, πασχαλινό εικόνισμα της δικής μας ανάστασης.

Η Παναγιά ξεπερνά τα όρια της δικής μας πίστης και της δικιάς μας θρησκείας. Αγκαλιάζει το σύμπαν σαν μάνα οικουμενική, σαν αρχετυπη Μάνα και Καταφυγή. Στην χάρη της προσπίπτουν αλλόφυλοι. Την βοήθεια της επικαλούνται αλλόθρησκοι. Το Πρόσωπο της προσκυνούν και οι εθνικοί. Είναι οικειοτέρα του Υιού της για την πλειονότητα δικών και ξένων. Δεν είναι μόνο αυτή η Μητρική Φιγούρα πού συγκινεί και ελκύει. Βαθιά μέσα του και ο μυημένος και ο αμύητος γνωρίζει, γιατί όλοι οι άνθρωποι έχουν τον σπόρο να τα γνωρίζουν μυστικά όλα αυτά, πώς η Παναγία είναι ο Τελειοποιημένος Άνθρωπος. Το Παιδί του Θεού. Ο Θεωμένος. Η νίκη του ανθρώπου πάνω στην αμαρτία. Ο άνθρωπος στον οποίο απόλυτα ευδόκησε ο Θεός και συμφιλιώθηκε μια για πάντα μαζί του.Αυτά η ταπεινή και δεκτική καρδιά τα ψυχανεμίζεται ανεξάρτητα από φυλή, θρησκεία, παιδεία ή γένος. Και αυτή η μυστική η δύναμη και η έλξη πού τρέφουν τέτοια αγάπη και οικειότητα. Μόνο ένας δαιμονισμένος, καθ όλα αμαυρωμένος άνθρωπος, καν ονόματι Χριστιανός, μπορεί να απορρίψει το θεομητορικό πρόσωπο. Η απόλυτη υπερηφάνεια πού είναι η απόλυτη μωρία. Πού είναι η απόλυτη θλίψη, θλίψη τόσο διεστραμμένη πού δεν δέχεται πιά την Χαρά και επειδή μυστικά τον βασανίζει, αγαπά το σκότος μάλλον , ει την Ζωή των ανθρώπων.

Ξέχωρα και πάνω απ όλα το επαναλαμβάνουμε είναι η Μάνα του Πόνου, είναι η Μάνα της Παράκλησης. Γι αυτό την αγαπάμε τόσο, διότι δεν παύουμε να θλιβόμαστε και να κατατρυχόμαστε σε αυτόν τον βίο τον πολυκύμαντο. Και αυτή είναι το καταφύγιο και ο γαληνότατος όρμος, πού οδηγεί στην Ειρήνη την μένουσα, τον Υιό και Θεό της. Γι αυτό και αν ψάλλουμε πασχαλινά τροπάρια και πανηγυρίσουμε την έξοδο της την λαμπρή, θα μας μείνει και μετά και για πάντα. αυτή η αδιόρατη μα έντονη του δεκαπενταύγουστου χαρμολύπη, αυτή η μυστική συγκίνηση , πού σάρκα έχει την ρωμαίικη ψυχή μας την θεομητοροστολισμένη και για ψυχή την νοσταλγία της χαράς των αγγέλων, της χαράς να ζούμε στον κόσμο του Υιού της. Και Αυτή παραμένει η θύρα η μυστική για αυτή την Ζωή.


Καλό δεκαπενταύγουστο!