Ἐν Πειραιεῖ 3-10-2016
Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ
ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΑΡΧΗΔΟΝΟΣ
ΑΠΑΝΤΑ ΣΤΗ «ΣΥΝΟΔΟ»
ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Πρωτοπρεσβ. π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος
ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως
ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Νέας Καλλιπόλεως
Ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία
στίς 2 Ὀκτωβρίου ἑόρτασε τήν μνήμη τοῦ ἐν ἀγίοις πατρός ἡμῶν Κυπριανοῦ
ἐπισκόπου Καρχηδόνος τοῦ ἱερομάρτυρος καί τῆς ἁγίας ἐνδόξου παρθενομάρτυρος
Ἰουστίνης. Ὁ ἅγιος Κυπριανός ἦταν γνωστός γιά τήν μαγική του τέχνη, ἀφοῦ ὑπῆρξε
πρώην μάγος.
Ἐξαιτίας, ὅμως, τῆς παρθένου
Ἰουστίνης, μεταστράφηκε, μετενόησε, ἔκαψε τά μαγικά του βιβλία, πίστεψε στόν
Χριστό, βαπτίστηκε, καί στό τέλος ἀποκεφαλίστηκε ἀπό τούς εἰδωλολάτρες γι'αὐτή
του τήν πίστη. Ἡ Ἐκκλησία μας χρησιμοποιεῖ τούς ἐξορκισμούς του, γιά νά ἀπαλλάξει
τούς δαιμονιζομένους καί τούς μαγεμένους ἀπό τόν δαίμονα καί τή σατανική
μαγεία. Παραλλήλως, ὁ ἅγιος Κυπριανός ὑπῆρξε μέγας θεολόγος καί ἐκκλησιαστικός
ἄνδρας καί διακρίθηκε γιά τήν ποιμαντική του δραστηριότητα καί εὐαισθησία, ὡς
Ἐπίσκοπος, στά θέματα τῆς πίστεως, τά δογματικά καί ἰδιαίτερα στό θέμα τοῦ
βαπτίσματος.
Ὁ ἅγιος Κυπριανός, ὡς Ἐπίσκοπος Καρχηδόνος, συνήθροισε
τρεῖς τοπικές Συνόδους στήν Καρχηδόνα. Τήν πρώτη τό 255 μ.Χ, τήν δεύτερη καί
τήν τρίτη τό 258 μ.Χ. Ἡ τοπική Σύνοδος τοῦ 258 μ.Χ., στήν ὁποία συμμετεῖχαν 84
θεοφόροι Πατέρες, ἐξέθεσε Κανόνα, στόν ὁποῖο ὁρίζεται ὅτι ὅλοι οἱ αἱρετικοί καί
σχισματικοί πρέπει νά βαπτίζονται, ἐπειδή τό βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν καί τῶν
σχισματικῶν δέν εἶναι ἀποδεκτό. Πιό συγκεκριμένα στόν Κανόνα τῆς Τοπικῆς Συνόδου
τῆς Καρχηδόνος λέγεται : «…ἀνέγνωμεν γράμματα ἀφ'ὑμῶν σταλέντα περί τῶν παρά τοῖς
αἱρετικοῖς ἤ σχισματικοῖς δοκούντων βαπτίζεσθαι, ἐρχομένων πρός τήν καθολικήν Ἐκκλησίαν, ἥτις ἐστί μία, ἐν ᾗ βαπτιζόμεθα καί
ἀναγεννώμεθα… διά παντός ἰσχυρῶς καί ἀσφαλῶς κρατοῦμεν μηδένα βαπτίζεσθαι
δύνασθαι ἔξω τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἑνός ὄντος βαπτίσματος καί ἐν μόνῃ τῇ
καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ ὑπάρχοντος». Ὁ λόγος εἶναι προφανής : «Παρά δέ τοῖς αἱρετικοῖς, ὅπου Ἐκκλησία οὐκ
ἔστιν,ἀδύνατον ἁμαρτημάτων ἄφεσιν λαβεῖν… ὅθεν οὐ δύναται χρίσμα τό
παράπαν παρά τοῖς αἱρετικοῖς εἶναι… εἰ ἠδυνήθη βαπτίσαι,
ἴσχυσε καί Ἅγιον Πνεῦμα δοῦναι. Εἰ οὐκ ἠδυνήθη, ὅτι ἔξω ὧν, Πνεῦμα Ἅγιον οὐκ ἔχει, οὐ δύναται τόν ἐρχόμενον βαπτίσαι.
Ἑνός ὄντος τοῦ βαπτίσματος καί ἑνός ὄντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί μιᾶς Ἐκκλησίας ὑπό Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν τεθεμελιωμένης˙ καί διά τοῦτο τά ὑπ'
αὐτῶν γινόμενα ψευδῆ καί κενά ὑπάρχοντα, πάντα ἔστίν ἀδόκιμα»[1]. Δηλ. «… διαβάσαμε τά
γράμματα, πού στάλθηκαν ἀπό ’σᾶς, σχετικά μέ αὐτούς, πού τούς φαίνεται καλό νά
βαπτίζονται ἀπό τούς αἱρετικούς ἤ σχισματικούς, καί προσέρχονται στήνΚαθολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι
μία, στήν ὁποία βαπτιζόμαστε καί ἀναγεννιώμαστε… μέ κάθε τρόπο,
μέ ἰσχύ καί ἀσφάλεια κρατᾶμε (τήν παράδοση ὅτι) κανείς δέν μπορεῖ νά βαπτίζει ἤ
νά βαπτίζεται ἐκτός τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, γιατί ἕνα βάπτισμα
ὑπάρχει καί αὐτό βρίσκεται μόνο στήν Καθολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία». Ὁ λόγος εἶναι
προφανής : «Στούς αἱρετικούς, πού
δέν ὑπάρχει Ἐκκλησία, εἶναι ἀδύνατον νά λάβει κάποιος ἄφεση ἁμαρτιῶν… γι'αὐτό
δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει χρίσμα στούς αἱρετικούς… ἄν μπορεῖ ὁ αἱρετικός νά
βαπτίσει, μπορεῖ νά δώσει καί τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ἄν, ὅμως, δέν μπορεῖ νά
βαπτίσει, ἐπειδήβρίσκεται ἐκτός
Ἐκκλησίας, δέν ἔχει Ἅγιον Πνεῦμα καί δέν μπορεῖ νά βαπτίσει, αὐτόν
πού ἔρχεται νά βαπτισθεῖ. Ἐπειδή ἕνα εἶναι τό βάπτισμα καί ἕνα εἶναι τό Ἅγιον
Πνεῦμα καί μία Ἐκκλησία εἶναι
θεμελιωμένη ἀπό τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Καί γι’αὐτό ὅλ'αὐτά,
πού γίνονται ἀπό τούς αἱρετικούς, ἐπειδή εἶναι ψεύτικα καί ἄδεια περιεχομένου,
ὅλα εἶναι (ἄκυρα)».Ὁ Κανόνας αὐτός δέν ἀποτελεῖ κάτι τό καινοφανές στήν
Ἐκκλησία. Εἶναι ἀπήχηση τῆς ἐκκλησιολογίας τοῦ Ἀποστόλου Παύλου : «ἕν σῶμα καί ἕν Πνεῦμα,
καθώς καί ἐκλήθητε ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν˙ εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν
βάπτισμα»[2]. Κάθε ἄλλη θεώρηση θά
ἀνέτρεπε αὕτη τήν ἐκκλησιολογική βάση[3]. Γιατί ἀπό τή μιά, ἄν
μία εἶναι ἡ Καθολική Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί ἕνα εἶναι τό ἀληθές Βάπτισμα, πῶς
μπορεῖ νά εἶναι ἀληθές τό βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν καί τῶν σχισματικῶν, ἀφοῦ
αὐτοί δέν εἶναι μέσα στήν Καθολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλά ἀπεκόπησαν ἀπ’ αὐτή
διά τῆς αἱρέσεως; Ἀπό τήν ἄλλη, ἄν εἶναι ἀληθές τό βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν,
εἶναι ἀληθές καί τό Βάπτισμα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τότε, λοιπόν,
δέν ὑπάρχει μόνο ἕνα βάπτισμα, καθώς ὁ Ἀπόστολος Παῦλος βοᾶ, ἀλλά δύο
βαπτίσματα, πράγμα τό ὁποῖο εἶναι ἀτοπώτατο.
Σχολιάζοντας ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τόν Κανόνα τῆς ἐν
Καρχηδόνι τοπικῆς Συνόδου, ὑπογραμμίζει ὅτι ὁ παρών Κανών ἀποδεικνύει μέ πολλά
ἐπιχειρήματα ὅτι τό βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν καί τῶν σχισματικῶν δέν εἶναι
ἀποδεκτό καί ὅτι αὐτοί πρέπει νά βαπτίζονται, ὅταν ἐπιστρέφουν στήν Ὀρθοδοξία
τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Α) Γιατί τό βάπτισμα εἶναι ἕνα καί γιατί
βρίσκεται μόνο στήν Καθολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Οἱ αἱρετικοί καί οἱ σχισματικοί
δέν ἔχουν τό ἕνα βάπτισμα, γιατί βρίσκονται ἔξω τῆς Καθολικῆς Ὀρθόδοξης
Ἐκκλησίας. Β) Τό ὕδωρ τοῦ βαπτίσματος πρέπει πρῶτα νά καθαρισθεῖ καί νά
ἁγιασθεῖ διά τῶν εὐχῶν τοῦ Ἱερέως καί τῆς Χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ἔπειτα
νά καθαρίσει καί νά ἁγιάσει αὐτόν, πού θά βαπτισθεῖ μέσα σ' αὐτό. Ἀλλά, οἱ
αἱρετικοί καί οἱ σχισματικοί οὔτε Ἱερεῖς εἶναι, ἀλλά, μᾶλλον ἱερόσυλοι, οὔτε
καθαροί, ἀλλ' ἀκάθαρτοι, οὔτε ἅγιοι, ἐπειδή δέν ἔχουν Πνεῦμα Ἅγιον, ἄρα,
λοιπόν, οὔτε βάπτισμα ἔχουν. Γ) Διά τοῦ βαπτίσματος τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας δίδεται ἄφεση ἁμαρτιῶν. Διά τοῦ βαπτίσματος τῶν αἱρετικῶν καί τῶν
σχισματικῶν, πού εἶναι ἔξω τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πῶς μπορεῖ
νά δοθεῖ ἄφεση ἁμαρτιῶν; Δ) Ὁ βαπτισμένος, ἀφοῦ βαπτισθεῖ, πρέπει νά χρισθεῖ μέ
τό ἅγιο Μύρο, πού κατασκευάζεται ἀπό ἔλαιο καί ἄλλα ἀρώματα, τό ὁποῖο ἁγιάσθηκε
μέ τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ αἱρετικός καί ὁ σχισματικός, μή
ἔχοντας Πνεῦμα Ἅγιον, ἐπειδή εἶναι χωρισμένος ἐξαιτίας τῆς αἱρέσεως, πῶς μπορεῖ
νά ἁγιάσει αὐτό τό Μύρο; Ε) Ὁ Ἱερεύς πρέπει νά προσευχηθεῖ πρός τόν Θεό γιά τήν
σωτηρία τοῦ βαπτισθέντος. Ὁ αἱρετικός καί ὁ σχισματικός, ὄντας ἱερόσυλος, ὅπως
εἴπαμε, καί ἁμαρτωλός (ὄχι τόσο γιά τά ἔργα του, ἀλλά μᾶλλον γιά τήν αἵρεση, ἡ
ὅποια εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτία ἀπό ὅλες, καί τό σχίσμα, (τό ὁποῖο οὔτε μέ
αἷμα μαρτυρίου δέν θεραπεύεται), πῶς μπορεῖ νά εἰσακουσθεῖ ἀπό τόν Θεό, ἐνῶ ἡ
Ἁγία Γραφή λέει ὅτι ὁ Θεός δέν ἀκούει τούς ἁμαρτωλούς; ΣΤ) Τό βάπτισμα τῶν
αἱρετικῶν καί τῶν σχισματικῶν δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀποδεκτό ἀπό τόν Θεό ὡς
βάπτισμα, ἐπειδή αὐτοί εἶναι ἐχθροί καί πολέμιοι μέ τόν Θεό καί ὀνομάζονται
ἀντίχριστοι ἀπό τόν θεολόγο καί Ἀπόστολο ἅγιο Ἰωάννη. Γιά ὅλ' αὐτά, λοιπόν, τά
αἴτια ὁ παρών Κανών κατ' ἀκρίβειαν ὁρίζει νά βαπτίζονται ὅλοι οἱ
αἱρετικοί.
Ἡ γνώμη αὐτή, ἐπεξηγεῖ στή συνέχεια ὁ Ὅσιος Νικόδημος, δηλ.
τό νά μήν εἶναι ἀποδεκτό τό βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν καί τῶν σχισματικῶν, δέν
εἶναι καινούρια γνώμη τῶν Πατέρων αὐτῆς τῆς Συνόδου, ἀλλά εἶναι παλαιά καί
δοκιμασμένη ἀπό τούς προγενεστέρους, δηλ. ἀπό τόν καιρό τοῦ Ἐπισκόπου
Καρθαγένης Ἀγριππίνου, (οἱ ὁποῖοι ἔφθασαν αὐτούς τούς διαδόχους τῶν Ἀποστόλων)
μέ πολλή ἐπιμέλεια καί ἀκρίβεια, καί εἶναι σύμφωνη κατά πάντα μέ τούς 46ο,
47ο καί 68ο Ἀποστολικούς Κανόνες.
Ὄχι μόνο ὁ παρών Κανόνας ἀποβάλλει τό βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν καί τῶν
σχισματικῶν, ἀλλά καί κατ'ἰδίαν ὁ καθένας ἀπό τούς 84 Πατέρες αὐτῆς τῆς
Συνόδου, μέ ἕνα ξεχωριστό ἐπιχείρημα, δηλ. μέ 84 ἐπιχειρήματα, ἀποβάλλουν αὐτό
τό βάπτισμα. Γι'αὐτό καί ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος στόν Ζ΄ Κανόνα της τήρησε
κατά μέρος τόν παρόντα Κανόνα (δέν τόν τήρησε σέ ὅλους, ἐπειδή τό ἔκανε
κατ'οἰκονομίαν καί συγκατάβαση καί ὄχι κατ'ἀκρίβειαν), καί ἡ ΣΤ΄ Οἰκουμενική
Σύνοδος στόν Β΄ Κανόνα της τόν ἐπεσφράγισε (ἄν καί λέει ὅτι μόνο σ'ἐκείνους
τούς τόπους τῆς Ἀφρικῆς ἐπεκράτησε, ἀλλά, ἀφοῦ τόν ἐπεσφράγισε μία φορά, μᾶλλον
τόν ἐπιβεβαίωσε καί δέν τόν κατήργησε). Τόν Κανόνα αὐτόν δέχεται καί ὁ Μέγας
Βασίλειος στόν Α΄ Κανόνα του. Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι δέχθηκαν καί ἐπεκύρωσαν
ὅσα δέχθηκαν καί ἐπεκύρωσαν οἱ μερικώτερες Σύνοδοι καί μάλιστα δέχθηκαν καί
ἐπεκύρωσαν ὀνομαστικά τούς Κανόνες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Ἄρα αὐτές
συναποδέχθηκαν καί ἐπιβεβαίωσαν ὅσα οἱ τοπικές Σύνοδοι καί ὁ Μέγας Βασίλειος
προεθέσπισαν, καί μ'αὐτόν τόν τρόπο συνάγεται ὀρθῶς καί βεβαίως ὅτι οἱ ὅλοι
αἱρετικοί πρέπει ἀναμφιβόλως νά βαπτίζονται. Ἡ οἰκονομία, πού πρός καιρόν
μεταχειρίστηκαν μερικοί Πατέρες, οὔτε νόμος, οὔτε παράδειγμα μπορεῖ νά
νομισθεῖ, ἀλλά, καί ἄν ἴσως κάποιος ἐρευνήσει καλά, πρόκειται νά βρεῖ ὅτι οἱ
αἱρετικοί αὐτοί, πού κατ'οἰκονομίαν δέχθηκε ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἦταν οἱ
περισσότεροι βαπτισμένοι ἀπό τούς ἱερωμένους, πού ἔπεσαν τότε σέ αἵρεση, καί
γι'αὐτό μεταχειρίστηκε αὐτή τήν οἰκονομία. Ἡ ἀλήθεια, ὅμως, τῆς Θείας Γραφῆς
καί ὁ ὀρθός λόγος δείχνουν ὅτι ὅλοι οἱ αἱρετικοί ἀναντιρρήτως πρέπει νά
βαπτίζονται[4].
Ὁ Κανών αὐτός τῆς Καρχηδόνος τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ εἶναι
ἰδιαίτερα ἐπίκαιρος στίς ἡμέρες μας, ἐξαιτίας τῆς λεγομένης «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» τῆς Κρήτης καί ἀποτελεῖ μία
ἁγιοπατερική ἀπάντηση καί ἕνα ἤχηρο ράπισμα ἐναντίον της. Παραπάνω εἴδαμε
ξεκάθαρα καί σαφέστατα τόν ἅγιο Κυπριανό καί τούς ὑπολοίπους Πατέρες τῆς
Τοπικῆς Συνόδου τῆς Καρχηδόνος νά λέγουν ὅτι «καθολικήν Ἐκκλησίαν, ἥτις ἐστί μία», δηλ. «ἡ Καθολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ
ὁποία εἶναι μία», ὅτι «παρά δέ τοῖς
αἱρετικοῖς, ὅπου Ἐκκλησία οὐκ ἐστίν», δηλ. «στούς αἱρετικούς, πού δέν ὑπάρχει
Ἐκκλησία», «ὅτι ἔξω ὧν», δηλ.
«ἐπειδή ὁ αἱρετικός, βρίσκεται ἐκτός Ἐκκλησίας» καί ὅτι «μιᾶς Ἐκκλησίας ὑπό Χριστοῦ τοῦ
Κυρίου ἡμῶν τεθεμελιωμένης», δηλ. «μία Ἐκκλησία εἶναι θεμελιωμένη ἀπό τόν Κύριό
μας Ἰησοῦ Χριστό». Ἀντιθέτως, ἡ λεγομένη «Ἁγία καί
Μεγάλη Συνόδου» τῆς Κρήτης στό Κείμενο μέ τίτλο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» στήν §6 υἱοθέτησε τήν
πρόταση ὅτι «ἡ
Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν
κοινωνία μετ' αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν»[5].
Ὁ Κανών τῆς Καρχηδόνος εἶναι ἐπίσης ἐπίκαιρος, ἐξαιτίας τῆς
παναιρέσεως τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ συγκρητιστικοῦ
Οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος καλπάζει στίς ἡμέρες μας. Ὁ Οἰκουμενισμός, γιά νά ὑλοποιήσει τούς στόχους του, ἀναγκάζεται νά
παραθεωρήσει ἤ καί νά ἀναθεωρήσει βασικές ἀρχές τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μεταξύ
τῶν ὁποίων καί αὐτή τοῦ βαπτίσματος. Προβάλλει τίς αἱρετικές θεωρίες τῆς
«βαπτισματικῆς θεολογίας» καί τῆς «διευρημένης ἐκκλησίας», σύμφωνα μέ τίς
ὁποῖες ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καί περιλαμβάνει τούς χριστιανούς κάθε αἱρέσεως καί
ὁμολογίας, ἀπό τή στιγμή πού δέχθηκαν τό βάπτισμα. Ἔτσι, ὅλες οἱ χριστιανικές
αἱρέσεις καί ὁμολογίες εἶναι μεταξύ τους «ἀδελφές ἐκκλησίες». Μέ βάση, λοιπόν,
τήν νεωτεριστική καί ἀντιπατερική θεωρίας τῆς «βαπτισματικής θεολογίας», τά
«βαπτίσματα» ὅλων τῶν χριστιανικῶν αἱρέσεων καί ὁμολογιῶν εἶναι ἔγκυρα, εἴτε
πρόκειται γιά τήν παραδοσιακή τριπλή κατάδυση καί ἀνάδυση τοῦ Ὀρθοδόξου
βαπτίσματος, εἴτε γιά τά παπικά ραντίσματα, εἴτε γιά «ἀεροβαπτίσματα» ἤ ἄλλα
εἰκονικά βαπτίσματα, πού συναντᾶμε κυρίως στίς προτεσταντικές παραφυάδες.
Δυστυχῶς, σήμερα, στό οἰκουμενιστικό περιβάλλον ἔχει καθιερωθεῖ καί προβάλλεται
ὅσο τίποτε ἄλλο ἡ κακόδοξη θεωρία τῆς «βαπτισματικῆς θεολογίας», προϊόν τοῦ
λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» - αἱρέσεων, ἡ ὁποία προπαγανδίζεται
κατά κόρον ὡς τό κύριο στοιχεῖο ἑνότητος μεταξύ τῶν αἱρέσεων καί ὁμολογιῶν.
Αὐτό καί μόνο τό στοιχεῖο ἀνατρέπει ὄχι μόνο τήν πατερική, ἀλλά καί τήν
Ἀποστολική Παράδοση.
Μέ ὅσα παραπάνω
ἀναφέραμε νομίζουμε ὅτι κατέστη σαφής καί καταδείχθηκε ἡ ἀντιπατερικότητα καί ἡ
μεταπατερικότητα τῶν συγχρόνων οἰκουμενιστῶν καί τῆς λεγομένης «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» τῆς
Κρήτης. Ἐμεῖς, ὅμως, παραμένοντας ἑπόμενοι τοῖς ἀγίοις πατράσι
καί τῷ ἁγίῳ Κυπριανῷ, διακηρύσσουμε καί ὀμολογοῦμε ὅτι Μία καί Μοναδική εἶναι ἡ
Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ : ἡ Ἀδιαίρετος, Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική,
Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία. Ὅποιος καί ὅ,τι βρίσκεται ἐκτός Αὐτῆς εἶναι παρασυναγωγή,
αἵρεση, σχίσμα καί παραθρησκεία. Ἕνα καί Μοναδικό εἶναι τό ἔγκυρο βάπτισμα : τό
Ὀρθόδοξο Βάπτισμα. Ὅλα τά ἄλλα «βαπτίσματα» εἶναι ἄκυρα καί ἀχαρίτωτα. Μία καί
Μοναδική εἶναι ἡ πίστη : ἡ Ὀρθόδοξη πίστη. Ὅλες οἱ ἄλλες πίστεις εἶναι ψεύτικες.
[1] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΙΕΤΗΣ, Πηδάλιον,
Ὁ Κανών τῆς ἐν Καρχηδόνι ἐπί Κυπριανοῦ τό τρίτον συστάσης τοπικῆς ἁγίας Συνόδου
ἑρμηνευόμενος, ἐκδ.
Β. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη 2003, σσ. 368-369.
[2] Ἐφ. 4, 4-5.
[3] ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΚΑΨΑΝΗΣ, Ἡ ποιμαντική διακονία κατά τούς Ἱερούς Κανόνες,ἐκδ. Ἄθως
2003, σσ. 156-157.
[4] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον,
σσ. 370-371.
[5]https://www.holycouncil.org/-/rest-of-christian-world?inheritRedirect=true&redirect=%2F&_101_INSTANCE_VA0WE2pZ4Y0I_languageId=el_GR