Ιεράρχαι,
κλήρος και λαός
θεωρούν
άκυρον την «Σύνοδον» και τας αποφάσεις της!
Η ΠΑΡΩΔΙΑ ΚΑΙ Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΜΙΑΣ ΠΑΡ’ ΟΛΙΓΟΝ «ΣΥΝΟΔΟΥ»
Εις
τας Καλένδας παραπέμπτεται η επικύρωσις της «Συνόδου» του Κολυμβαρίου μετά την
δέσμευσιν της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Ρουμανίας ότι απαιτείται αναβολή
επεξεργασίας των κειμένων, έως ότου υπάρξη πανορθόδοξος συναίνεσις, δηλαδή
ποτέ!
Αν επιθυμή κανείς να προβή εις τελικήν αξιολόγησιν των
πεπραγμένων εν Κολυμβαρίω εις μίαν πρότασιν, δεν θα ηδύνατο παρά να συμφωνήση
με τον χαρακτηρισμόν γνωστού δημοσιογράφου: «Μεγάλη Σύνοδος: Το πρωτοσέλιδο που
κατέληξε μονόστηλο».
Με το Κολυμβάριον δεν ησχολήθη σοβαρώς κανένα εκ των
διεθνών μέσων ενημερώσεως. Ακόμη και όσα ελληνικά μέσα παρευρέθησαν, ελάχιστα
μετέδωσαν. Οι λόγοι ήσαν προφανείς, καθώς όλοι αντελήφθησαν ότι μία «Συνοδος»,
η οποία αν και όταν εσχεδιάζετο προ εκατονταετίας διεκδικούσε τον τίτλον
«Οικουμενική» και θα επεχείρει, κατά τους μασώνους πρωτεργάτας της, να ανατρέψη
άπασαν την Ορθοδοξίαν, δεν ήγγισε κατά την συγκρότησίν της ούτε από μακράν
τουλάχιστον τον τίτλον «Πανορθόδοξος». Η τραγική αυτή κατάληξις των
μεγαλεπηβόλων σχεδίων των Οικουμενιστών δικαίως απεκλήθη «τεράστιο φιάσκο» και
απεδόθη με έξοχον τρόπον από τον Αρχιμ. Κύριλλον Κωστόπουλον, Δρ. Θεολογίας,
εις πρόσφατον άρθρον του (Ο.Τ. 14.10.2016/ φ. 2135) ως εξής:
«Πρέπει να γίνη κατανοητό από όλους, Oικουµενικό
Πατριάρχη, λοιπούς Πατριάρχες και Επισκόπους, κληρικούς και λαϊκούς, ότι η εν
Κολυµπαρίω σύναξη δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα «θέατρο του παραλόγου». Εκείνο
που επιχειρήθηκε ανεπιτυχώς ήταν η παραπλάνηση του Ορθοδόξου λαού, ενώ το µόνο
που επετεύχθη ήταν ο παροργισµός του Τριαδικού Θεού».
Ο Ο.Τ. είχε διαβλέψει ενωρίς την κατάληξιν
Την 27ην Μαρτίου 2015 (!) εις το πρωτοσέλιδον ο Ο.Τ.
(φ. 2063) έγραφε:
«…Άπαντες οι Αρχιερείς (Επίσκοποι, Μητροπολίτες,
Αρχιεπίσκοποι, Πατριάρχες), χωρίς ουδεμία εξαίρεσι, ΑΥΤΟΔΙΚΑΙΩΣ, λαμβάνουν την
ποιμαντορική τους ράβδο και μετέχουν μιας Μεγάλης Συνόδου, χωρίς αποκλεισμούς
και εμπόδια… Θα πρέπη να υπάρχουν θεμελιώδη ζητήματα, περί των οποίων να
απαιτήται η σύγκλησις Πανορθοδόξου Συνόδου… Εάν οι ανωτέρω Ιεροκανονικές και
Ευαγγελικές προϋποθέσεις δεν πληρούνται, τότε δεν είναι δυνατόν να συγκροτηθή
γνησία Μεγάλη Συνοδος, χωρίς εκτροπές και συνέπειες, χωρίς Σχίσματα και
διαιρέσεις… Και πως θα λειτουργήση μία Μεγάλη Ιεροσύναξις, όταν πλήθος
Επισκόπων δεν έχουν την δυνατότητα να μετέχουν, και δεν μετέχουν ΠΟΤΕ σε Ιερά
Σύνοδο της τοπικής Εκκλησίας των;… Όταν η Αυτοκέφαλος Εκκλησία της
Κωνσταντινουπόλεως δεν συνεκάλεσε επί δεκαετίες Ιερά Σύνοδο των Ιεραρχών της,
παρεκτός “σκιωδών Συνόδων” των τελευταίων ετών!… Κατά συνέπειαν, με ποίες
Ηγετικές Εκκλησιαστικές Μορφές θα δυνηθούμε να πορευθούμε προς Μεγάλες Συνόδους
και κορυφαίες Ιερές Συνάξεις;… Πέραν των ανωτέρω, για να υπάρξη Αγιοπνευματικό
αποτέλεσμα μιας Ιεράς Συνόδου Πανορθοδόξου εμβελείας, θα πρέπη να πνέη πράγματι
άνεμος αληθινής ελευθεροσυνειδησίας εις τους Ποιμένες… Πρόκειται δια το ύψιστο
πρόβλημα της απουσίας Συνοδικότητος, αλλά και όπου υπάρχουν Σύνοδοι της
«κατεσκευασμένης Συνοδικής πλειοψηφίας»..!».
Αμφισβητεί κανείς σήμερα ότι δεν προεκλήθησαν
διαιρέσεις εις όλα τα επίπεδα προ και μετά της «Συνόδου»; Τα τέσσερα
Πατριαρχεία που δεν παρευρέθησαν, εκ των οποίων τα δύο ανήκουν εις την
Πενταρχίαν, έχουν ήδη ζητήσει να αποτελέση το Κολυμβάριον εις την καλυτέραν
περίπτωσιν προσυνοδική διάσκεψις! Αν επικρατήση η άποψίς των τότε το Κολυμβάρι
θα «θαφτή» δια πάντα. Και είναι βέβαιον ότι η άποψίς των θα επικρατήση όχι
μόνον λόγω αριθμητικής υπεροχής, αλλά διότι το υπαγορεύει η απλή λογική: Αν
π.χ. η Εκκλησία της Ρωσίας δεχθή το Κολυμβάρι ως «Μεγάλην Σύνοδον» με
δεσμευτικάς αποφάσεις, τότε γνωρίζει ότι εις το μέλλον αφ’ ενός θα συγκαλή το
Πατριαρχείον Κων/πόλεως Συνόδους και θα αποφασίζη δι’ ο,τιδήποτε χωρίς να
απαιτήται η συμμετοχή της Εκκλησίας της Ρωσίας, ακόμη και δι’ εκείνα που την
αφορούν άμεσα, ως συνέβη και τώρα πχ. με την Διασποράν, αφ’ ετέρου ο
Πατριάρχης Κων/πόλεως δεν θα υποχωρήση βεβαίως εις το αίτημα των τεσσάρων
Πατριαρχείων να αποδεχθή το Κολυμβάρι ως προσυνοδικήν διάσκεψιν δια λόγους
προσωπικού κύρους. Άλλωστε, αν υπεχώρει, τότε θα εδημιούργει διπλούν «φιάσκο»…
Πάντως, είναι περισσότερον από βέβαιον ότι μετά τα όσα συνέβησαν δεν πρόκειται
να επιχειρήση ποτέ πάλιν σύγκλησιν παρομοίας «Συνόδου».
Εις το ανωτέρω παράθεμα ο Ο.Τ. ωνόμαζεν ήδη από τότε
αυτό το εγχείρημα «Ιεροσύναξι» -όχι Συνοδον- και προειδοποιούσε δια το
έλλειμμα συνοδικότητος εις τρεις τομείς: α) απουσία αγίων-ηγετών, β) απουσία
ελευθερίας και γ) αποκλεισμός Επισκόπων. Τα τρία αυτά όντως εστιγμάτισαν το
Κολυμβάρι και προεδίκασαν το αποτέλεσμα. Δεν ανεδείχθη –και δεν επρόκειτο να
αναδειχθή- κανείς «Αγ. Μάρκος» (και πως θα μπορούσε να αναδειχθή, όταν
συμμετείχαν κυρίως αμβλυμένης, ως προς τον οικουμενισμόν, συνειδήσεως
Επίσκοποι;) ενώ όσοι διεφώνησαν είτε προπηλακίσθησαν είτε τελικώς
συνεβιβάσθησαν υποσχόμενοι να μη ομιλήσουν δια το δήθεν καλόν της ενότητος.
Οφείλουν να αναλογισθούν ότι εγνώριζαν εκ των προτέρων ότι δεν διέθεταν ψήφον,
δια να υπερασπιθούν τουλάχιστον εκεί τον λόγον τους, ώστε να τους λάβη κάποιος
υπ’ όψιν. Τελικώς κατέληξαν όλοι εις μίαν «κατεσκευασμένη Συνοδική πλειοψηφία»,
εφ’ όσον ο καθένας υπέγραψεν όπου εκείνος ενόμιζε και όσοι δεν υπέγραφαν,
υπέγραφαν αντ’ αυτών άλλοι!
Το Πατριαρχείον Κων/πόλεως εμελέτησεν εκείνο το άρθρον
του Ο.Τ. και τον Αύγουστον του ιδίου έτους απεφάσισε να απαντήση συγκαλών
«εικονικήν Σύνοδον», ως την ωνόμασεν ο Ο.Τ., επειδή ήτο παρωδία της Ιεραρχίας
του Πατριαρχείου. Η σύναξις αυτή έμελε να προεικονίση τα όσα θα συνέβαιναν και
εις το Κολυμβάρι. Πρώτον, Μητροπολίται ηρνήθησαν να παραστούν (ήσαν οι
Σεβασμιώτατοι: Θεσσαλονίκης κ. Άνθιµος, Παραµυθίας κ. Τίτος, Μυτιλήνης κ.
Ιάκωβος, Λήµνου κ. Ιερόθεος, Κονίτσης κ. Ανδρέας, Ζιχνών κ. Ιερόθεος, Κιλκισίου
κ. Εµµανουηλ) όπως και εις το Κολυμβάρι ένδεκα Μητροπολίται ηρνήθηκαν να συμμετάσχουν.
Δεύτερον, υπήρξε περιορισμένον δικαίωμα λόγου, δεν ετέθη καν δικαίωμα ψήφου
(ήτο απλώς ενημέρωσις του «Πρώτου»(!) προς τους υπολοίπους…) και όλοι υπέγραψαν
την «Ίνδικτον». Τέλος, άπαντες ανεχώρησαν ευτυχείς δι’ εν γεγονός, δια το
οποίον επεβάρυναν μεν το θυλάκιόν τους αλλά όχι την Εκκλησίαν, καθώς το
εθεώρουν επουσιώδες, έστω και αν έθεταν εις κίνδυνον την ενότητα της Εκκλησίας
της Ελλάδος… Κάθε ομοιότης καταστάσεων με το Κολυμβάριον δεν είναι προφανώς
προϊόν τύχης…
Η μερίς όσων προειδοποίουν
Έκτοτε ήρχισεν η επισπευσμένη πορεία προς την παταγώδη
αποτυχίαν της «Συνόδου». Αυτή οφείλεται αφ’ ενός εις τους λανθασμένους
χειρισμούς των Προκαθημένων και των αβούλως συμπραττόντων Επισκόπων και αφ’
ετέρου, και αυτό είναι ιδιαιτέρως σημαντικόν, εις το ότι δεν εδόθη καμία
προσοχή εις όσα εγράφησαν προ της Συνόδου από ανθρώπους που πονούν την
Εκκλησίαν, αλλά αβασανίστως και τεχνιέντως απαξιώνουν οι οικουμενισταί.
Άπαντες όσοι προειδοποίουν είχον απόλυτον
συμφωνίαν εις εκείνο το οποίον άριστα προσφάτως διετύπωσε, ως επιμύθιον ο π.
Επιφάνιος της Καψάλας εις τον Ο.Τ. (16.09.2016/ φ. 2131):
«Κλείνοντας την παρουσίαση περί του Κανονισµού της
ΑκΜΣ περιοριζόµαστε να δηλώσουµε αυτό που ήδη έχει γίνει σαφές: η σύναξη της
Κρήτης δεν πληροί απολύτως κανένα κριτήριο ορθοδόξου συνόδου· οι όροι
λειτουργίας της και η διεξαγωγή των εργασιών της που ωδήγησαν και στις σχετικές
αποφάσεις της, συγκροτούν ένα αντι-παράδειγµα “συνόδου”, κυριολεκτικά µία
αντισύνοδο και δίχως αµφιβολία αυτό που στην εκκλησιαστική γραµµατεία χαρακτηρίζεται
ως ψευδοσύνοδος».
Ωστόσο, εις την πορείαν εσχηματίσθησαν δύο
κατευθύνσεις προς τον κοινόν στόχον. Η πρώτη κατεύθυνσις έδωσε κυρίως βάρος εις
το κείμενον των διαχριστιανικών σχέσεων. Είναι λίαν χαρακτηριστικόν ότι ακόμη
και εις το επίσημον υπόμνημά της η Ι. Κοινότης του Αγίου Όρους αντιπαρέρχεται
εν γνώσει της τον κανονισμόν συγκλήσεως(!) και εμμένει εις το κείμενον των
διαχριστιανικών σχέσεων. Μετά μάλιστα από το Κολυμβάρι υπάρχει σχεδόν
αποκλειστική ενασχόλησις με την επίμαχον αντιφατικήν φράσιν: «Η Ορθόδοξος
Εκκλησία αποδέχεται την ιστορικήν ονομασίαν των μη εν κοινωνία μετ’ αυτής άλλων
ετεροδόξων Εκκλησιών και Ομολογιών». Δια την αναχαίτησιν του οικουμενισμού
εθεωρήθη ως όπλον η αναγνώρισις υπό του Κολυμβαρίου της «Η καὶ Θ
Οἰκουμενικῆς Συνόδου», ως αι κατ’ εξοχήν αντιπαπικαί Σύνοδοι. Επιπλέον ζητείται
η απόρριψις του όρου «Εκκλησία» δια τους αιρετικούς, η οποία πρώτη φορά
επεκυρώθη από Συνοδον και σύγκλησις «αντισυνόδου» συντόμως δια την καταδίκην
του Κολυμβαρίου. Όσον αφορά συγκεκριμένα την Ι. Κοινότητα ο εκπρόσωπός της
Καθηγ. Τύχων της Ι. Μ. Σταυρονικήτα εις έκθεσίν του που εδημοσιοποίησε κατ’
αποκλειστικότητα και εσχολίασεν ο Ο.Τ. αποτιμά θετικώς την «Σύνοδον»! Η Ι.
Κοινότης ωστόσο δεν έχει λάβει απόφασιν μετά και από τα πρακτικά παλαιοτέρας
Διπλής Συνάξεως, που εδημοσίευσεν εις πρωτοσέλιδον άρθρον του ο πρώην
Αρχιγραμματεύς π. Δαμασκηνός του Ι .Κ. Φιλαδέλφου Καρυών, με τίτλον «Το Άγιον
Όρος ομιλεί από την Ιστορίαν» (Ο.Τ. 09.09.2016/ φ. 2130).
Η ετέρα κατεύθυνσις ενέμεινεν εις το γεγονός της
αντικανονικότητος. Ησχολήθη και κατέδειξεν ως εντελώς προβληματικά όχι μόνον
όλα τα κείμενα (π.χ. ότι με το κείμενον περί αποδώσεως του Αυτονόμου ο
Πατριάρχης Κων/πόλεως μόνος του άνευ της Πατριαρχικής Συνόδου καθίστατο κριτής
των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών κ.α.) αλλά αυτό καθ’ αυτό το γεγονός της «Συνόδου», η
οποία έπρεπε να απορριφθή εν συνόλω και όχι απλώς να επιχειρηθούν κάποιαι
επιμέρους τροποποιήσεις δια την βελτίωσιν των κειμένων. Παραλλήλως ανέσυρε και
ανέδειξε το κρίσιμον και καθοριστικόν στοιχείον ότι πολιτικοί εγχώριοι και
αλλογενείς παράγοντες ήσαν εκείνοι, οι οποίοι σχεδόν εξ ολοκλήρου εκίνουν τα
νήματα και κατηύθυναν το παν. Συμφώνως προς αυτήν την γραμμήν μία πραγματική
αναχαίτησις του οικουμενισμού θα ήτο εφικτή μόνον με την διεμβόλισιν των
πολιτικών σκοπιμοτήτων. Παραλλήλως υπεστήριξεν ότι ανεξαρτήτως αν αι «Η
καὶ Θ » είναι Οικουμενικαί, δεν θα έπρεπε να σχετισθούν με το Κολυμβάρι, διότι,
όχι μόνον ήτο ανακόλουθον να αναμένεται από τους πρωτεργάτας του Οικουμενισμού
η αναγνώρισίς των ως Οικουμενικών, αλλά θα ήτο επιπλέον επικίνδυνον και
επιζήμιον να δοθή εις αυτούς η εξουσία να επικυρώνουν την δεδομένην Παράδοσιν
της Εκκλησίας, ως αύτη να ετίθετο ποτέ εν αμφιβόλω. Συνεπής προς αυτά κατέληξεν
εις το συμπέρασμα ότι η «Σύνοδος» δεν ήτο «Σύνοδος» εις καμίαν πτυχήν της και
εφ’ όσον δεν ήτο «Σύνοδος» δεν έχει καμίαν απολύτως ισχύν, κύρος η επιρροήν δια
την Εκκλησίαν.
Υπενθυμίζομεν ένα προβληματισμόν που ετέθη από τον
πρωτ. π. Βασίλειον Βολουδάκην (Ο.Τ. φ. 2126/ 22.06.2016), ο οποίος
αναρωτώμενος, διατί απασχολεί το Ορθόδοξον πλήρωμα μία «Σύνοδος», η οποία δεν
διαθέτει τας Ορθοδόξους προδιαγραφάς, γράφει:
«Ο Ορθόδοξος και με Οικουμενική αποδοχή ορισμός της
Αληθείας της Πίστεως, από τον άγιο Βικέντιο Λειρίνης, «ο,τι πάντοτε, ο,τι
πανταχού και υπό πάντων επιστεύθη», που αποτελεί την σφραγίδα της γνησιότητος
κάθε Θεολογικής διατυπώσεως και Συνοδικής Αποφάσεως και υποχρεώνει κάθε πιστόν
να την δεχθή, απορρίπτει παντελώς και σε όλα τα επίπεδα την Σύνοδο της Κρήτης,
την προεργασία της, την σύνθεσή της, τα θέματά της και, κυρίως, τις αποφάσεις
της!».
Επείγουσαι αποφάσεις
Την κοινήν γνώμην απασχολεί σήμερον το εγειρόμενον
ζήτημα περί της διακοπής του μνημοσύνου του Πατριάρχου Κων/πόλεως. Κάποιοι
ορθώς δεν εστιάζουν το ζήτημα μόνον εις την «Σύνοδον», αλλά υποδεικνύουν ότι
προ πολλού ο Πατριάρχης «διέβη τον Ρουβίκωνα». Το Πατριαρχείον, όπως όλοι
δέχονται, έχει αποδεχθή την εκκλησιαστικότητα των αιρετικών ήδη από την
εγκύκλιον του 1920. Συγκεκριμένως έγραφεν ο Ο.Τ. εις το πρωτοσέλιδον (φ. 2129/
12.08.2016):
«…κατά τη γνώµην µας η συγκεκριµένη διατύπωσις (περί
Εκκλησίας) δεν έχει καµίαν σηµασίαν εφ’ όσον εις άλλα σηµεία του κειµένου
χρησιµοποιείται ολοκάθαρα ο όρος Εκκλησία: «…διότι αι µή Ορθόδοξοι Εκκλησίαι
και Οµολογιαι όλοι οι Χριστιανοί εις τον διηρηµένον χριστιανικόν κόσµον…».
Μάλιστα και εις το κανονισµόν της Συνόδου λαµβάνονται µέτρα δια την «κατάλληλον
πληροφόρησιν των παρισταµένων Παρατηρητών των άλλων χριστιανικών Εκκλησιών» και
υπάρχει και παράγραφος που επιγράφεται ως «Παρατηρηταί άλλων χριστιανικών
Εκκλησιών».
Επομένως, το πλήρως αποτυχημένον εγχείρημα του
Κολυμβαρίου κατέδειξεν ότι οποιαδήποτε απόπειρα συνοδικής «εκκλησιοποιήσεως»
των αιρετικών δεν είναι μόνον εγγενώς θνησιγενής, αλλά ανυπόστατος καθώς απλώς
κάνει κύκλους γύρω από την ήδη δεδομένην χρήσιν λέξεων και όρων τους οποίους
κανείς δεν ηρνήθη ούτε και αυτός ο μακαριστός π. Σπυρίδων Μπιλάλης, συγγράψας
τους δύο ογκωδεστάτους τόμους κατά του Παπισμού.
Ο ίδιος ο μέγας αρχιτέκτων του Κολυμβαρίου Σεβ.
Περγάμου υπεστήριζεν (Ο.Τ. 18/03/2016/ φ. 2109) ότι «ο τυχόν αποκλεισθείς
επίσκοπος θα είχε χωρίς άλλο το δικαίωμα να αρνηθεί την αυθεντία και το κύρος
της συνόδου και των αποφάσεών της». Χρειάζεται να προσθέση κανείς ο,τιδήποτε,
όταν βοά από μόνη της η κατάστασις, καθώς απεκλείσθησαν όλοι οι Επίσκοποι πλην
των 156 «ειδημόνων»; Μόνον σιωπούν όλοι οι Ιεράρχαι, δια να μη διασύρουν και
άλλο την Εκκλησίαν απ’ όσον ήδη διεσύρθη και «έσεται η δευτέρα πλάνη χείρων της
πρώτης»!
Καταλήγοντες ομολογούμεν ότι είναι απολύτως
δικαιολογημένη η ένστασις περί της διακοπής του μνημοσύνου του Πατριάρχου
Κων/πόλεως, διότι πρέπει με κάποιον τρόπον να εγκληθούν εκείνος και εκείνοι, οι
οποίοι συνεχώς ταράσσουν την Εκκλησίαν του Κυρίου με το να μοιράζουν Κοράνια,
να διχάζουν το πλήρωμα και να αποπειρώνται εκκλησιαστικά πραξικοπήματα παπικής
κοπής υπαγορευμένα από την υπό μασώνων ελεχγομένην διεθνή πολιτικήν, όχι δια να
τιμωρηθούν, αλλά δια να ησυχάση επιτέλους η Εκκλησία.
Ο Ο.Τ. διαβλέπει το μέλλον
Είναι καθήκον όμως να προειδοποιούμεν δια τα μέλλοντα
συμβαίνειν… Την 8ην Μαΐου 2015 (!) (φ. 2068) ο Ο.Τ. εφιλοξένησεν άρθρον του
συνεργάτου του π. Βασιλείου Βολουδάκη, εις το οποίον έγραφε:
«Ταπεινή μας γνώμη είναι ότι πρωτεύει να εδραιώσουμε
την αυτοσυνειδησία μας ως Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, ισότιμη, απαιτούντες
78 Αρχιερατικές ψήφους στην σχεδιαζομένη Πανορθόδοξον Σύνοδον. Χωρίς αυτή την
αυτοσυνειδησία, εκτός των εκκλησιαστικών τραυματικών εμπειριών που θα
αποκτήσουμε από αυτήν την Σύνοδον, κινδυνεύουμε να υπογράψουμε μόνοι μας και
την κατάτμηση της Πατρίδος μας, όπως επιδιώκουν οι Η.Π.Α. μέσω της Τουρκίας και
της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Εξ άλλου, συχνά-πυκνά ακούγονται από τα Πατριαρχικά
χείλη απειλές περί επανυπαγωγής στην Κωνσταντινούπολη των λεγομένων «Νέων
Χωρών», των περιοχών δηλαδή της Βορείου Ελλάδος, Μακεδονίας και Θράκης, ως
προανάκρουσμα των μελλόντων γεωπολιτικών εξελίξεων, ημών κοιμωμένων».
Εις το πρώτον σκέλος δια τας τραυματικάς εμπειρίας
δυστυχώς επεβεβαιώθη. Ας ελπίσωμεν ότι δεν θα επιβεβαιωθή εις το δεύτερον… Δεν
θα πρέπη ωστόσο να είμεθα εν εγρηγόρσει;