ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

Ο ΑΡΧΟΝΤΑΣ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ

 Ο ΑΡΧΟΝΤΑΣ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ
π. Δημητρίου Μπόκου
«....καὶ συμβοσκηθήσεται λύκος μετὰ ἀρνός,

καὶ πάρδαλις συναναπαύσεται ἐρίφῳ,
καὶ μοσχάριον καὶ ταῦρος καὶ λέων καὶ βοῦς καὶ ἄρκος ἅμα βοσκηθήσονται,
καὶ παιδίον μικρὸν ἄξει αὐτούς»
(Ἡσ. 11, 6-7)

Ἡ χρυσὴ πύλη ἔκλεισε πίσω τους καὶ τὸ νεαρὸ ἀντρόγυνο ἀντίκρυσε γιὰ πρώτη φορὰ μιὰ χώρα διαφορετικὴ ποὺ ἁπλωνόταν ἀπέραντη μπροστά τους.
-  Δὲν εἶναι καὶ τόσο τραγικά! εἶπε ἡ γυναίκα προσπαθώντας νὰ δώσει ἕναν τόνο αἰσιοδοξίας στὴ φωνή της.
Μὰ δὲν ἀπόσωσε τὰ λόγια της ὅταν ἕνας φοβερὸς βρυχηθμὸς ἔσπασε τὴ σιγαλιὰ τῆς καταπράσινης κοιλάδας. Ἡ εἰδυλλιακὴ εἰκόνα τοῦ ὄμορφου δειλινοῦ θρυμματίστηκε βίαια. Ἡ εὐκίνητη στικτὴ λεοπάρδαλη κοντοστάθηκε. Τὸ πυρόξανθο ἐρίφιο τοῦ αἴγαγρου, ποὺ ἀεικίνητο στριφογύριζε γύρω της παίζοντας μὲ τὴν οὐρά της, στύλωσε τὰ λεπτὰ πόδια του μὲ ἀπορία. Ἀνάμεσα στὰ ψηλὰ χόρτα ἡ ἀντιλόπη ἀναπήδησε ξαφνιασμένη. Τὸ μεγάλο ἐλάφι, ὑψώνοντας τὰ κλαδωτά του κέρατα, σάρωσε βιαστικὰ μὲ ἀνήσυχη ματιὰ τὸν περίγυρο. Ὁ μικρὸς σκίουρος μὲ ἔκδηλη περιέργεια πρόβαλε ἀπ’ τὴν κουφάλα τοῦ δέντρου. Ἡ τεράστια ἀρκούδα ὑψώθηκε στὰ πίσω της πόδια γιὰ νὰ δεῖ καλύτερα, ἐνῶ τὸ μοσχάρι ἀπορημένο σταμάτησε νὰ μασουλάει τὸ χορτάρι του.
Ὅλων τὰ βλέμματα στράφηκαν στὸν ψηλὸ βράχο ποὺ δέσποζε στὸ μεγάλο πλάτωμα στὴ μέση τοῦ δάσους. Στὴν κορφή του διαγραφόταν ἐπιβλητική, μεγαλόπρεπη μέσα στὸ φόντο τοῦ οὐρανοῦ ἡ σιλουέτα τοῦ μεγάλου λιονταριοῦ. Ἡ πλούσια χαίτη του ἀνέμιζε στὸν σιγανὸ ἄνεμο. Ἀνοιγοκλείνοντας ἀργὰ τὰ τρομερά του σαγόνια, βρυχήθηκε ξανὰ δυνατά.
Τὸ νεαρὸ ἀντρόγυνο σταμάτησε. Κοιτάχτηκαν ξαφνιασμένοι μεταξύ τους.
-  Τί ἦταν αὐτό; ἀναρωτήθηκαν οἱ ματιές τους.
Ἡ γυναίκα στρέφοντας παραξενεμένη τὸ κεφάλι της κοίταξε μὲ ἀπορία τὸν βασιλιὰ τῶν ζώων, σὰν νά ’θελε νὰ πεῖ:
-  Τί σοῦ συμβαίνει;
Ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ὁ ἦχος τῆς τρομερῆς του κραυγῆς ἀντιλαλοῦσε στὴ μεγάλη κοιλάδα. Καὶ ξαφνικὰ φάνηκαν τὰ πάντα ν’ ἀλλάζουν. Τὰ φύλλα τῶν δέντρων τρεμούλιασαν. Ἕνα ρίγος ἀνησυχίας διαπέρασε τὸ δάσος ὁλόκληρο. Ἀνήσυχος ὁ ἄντρας ἔπιασε τὸ χέρι τῆς νεαρῆς γυναίκας, καθὼς ἐκείνη ἔκανε νὰ κινηθεῖ πρὸς τὸ λιοντάρι.
-  Στάσου! τῆς εἶπε ἐπιτακτικά. Κάτι τρέχει ἐδῶ. Μὴν πλησιάζεις. Δὲν εἶναι τὸ λιοντάρι ποὺ ξέραμε. Πρώτη φορὰ τὸ βλέπω ἀγριεμένο.
-  Πράγματι, ἀπάντησε ἡ γυναίκα. Κάτι ἔχει ἀλλάξει. Τί ὅμως καὶ γιατί; Ἐκεῖνο δὲν ἀγρίευε ποτέ.
Εἶχε παίξει μὲ τὸ λιοντάρι πολλὲς φορές. Εἶχε χώσει τὸ πρόσωπό της μέσα στὴν πλούσια χαίτη του καὶ τὸ εἶχε χαϊδέψει ἁπαλά, ἐνῶ ἐκεῖνο ἀναπαυόταν ξαπλωμένο σὰν χαδιάρικη γάτα στὰ πόδια της.
Μὰ τώρα;
Τὸ λιοντάρι χαμήλωσε τὸ κεφάλι καί, παρὰ τὸν τεράστιο ὄγκο του, πήδησε ἀνάλαφρα κάτω ἀπ’ τὸν βράχο, στὸ χῶμα. Περπάτησε γρήγορα μέσα στὸ ξέφωτο. Γιὰ πρώτη φορά, κανένα ζῶο δὲν τόλμησε νὰ τὸ πλησιάσει. Ἡ γυναίκα ὅμως ξέφυγε ἀπ’ τὸ χέρι τοῦ ἄντρα της καὶ ἔκανε νὰ τρέξει πρὸς τὸ μέρος του. Ἀτενίζοντάς την τὸ λιοντάρι στάθηκε πρὸς στιγμὴν ἀμήχανο. Θυμόταν κάτι ἀπὸ τὰ τρυφερὰ χάδια της; Μὰ γρήγορα τίναξε ψηλὰ τὴν ἀτίθαση χαίτη του καὶ κινήθηκε ἀπειλητικὰ πρὸς τὸ μέρος της. Μετὰ ἀπὸ μιὰ στιγμὴ ἀμφιβολίας, ἡ γυναίκα πισωπάτησε φοβισμένη. Ὄχι, δὲν ἦταν τὸ λιοντάρι ποὺ ἤξερε αὐτό. Κάτι ἄλλαξε μεταξύ τους.
Τὸ νεαρὸ ἀντρόγυνο στράφηκε πρὸς τὴν πύλη. Μὰ ἦταν ἤδη κλειστή. Ἕνας φύλακας μὲ πολὺ παράξενη ἐμφάνιση στεκόταν κιόλας μπροστά της. Ἡ μεγαλόπρεπη κορμοστασιά του ἄστραφτε. Ἡ ὄψη του, πολυόμματη, σάρωνε τὰ πάντα καὶ «φλογίνη ρομφαία στρεφομένη» παλλόταν στὸ χέρι του. Κατάλαβαν πὼς δὲν μποροῦσαν νὰ περάσουν ξανὰ στὸν παλιό τους γνώριμο κόσμο. Ἡ θέα τοῦ πύρινου σπαθιοῦ τοὺς καθήλωνε. Μὰ καθηλώθηκε μπροστά του καὶ τὸ λιοντάρι. Ἔκοψε ἀπότομα τὴ φόρα του καὶ στάθηκε ἀκίνητο.
-  Ὣς ἐδῶ! τὸ πρόσταξε αὐστηρὰ ὁ αἰθέριος φρουρός. Μάθε τὰ ὅριά σου. Καὶ σεῖς προσέχετε στὸ ἑξῆς, ἀγαπητοί μου! προειδοποίησε τὸ νεαρὸ ἀντρόγυνο. Οἱ ὅροι τοῦ παιχνιδιοῦ ἔχουν ἤδη ἀλλάξει. Δυστυχῶς γιὰ σᾶς, ἡ χάρη ἔφυγε ἀπὸ πάνω σας. Τὴν ἀπορρίψατε. Μαζὶ μὲ σᾶς ἔφυγε καὶ ἀπὸ τὴ φύση. Ἀπὸ τώρα «συστενάζει καὶ συνωδίνει» κι αὐτὴ μαζί σας. Τὴ φέρατε στὴ δική σας κατάσταση. Δὲν σᾶς ἀναγνωρίζει πιά. Δὲν θὰ σᾶς ὑπακούει. Τὴν κάνατε ἀνταγωνιστή σας. Θὰ χρειαστεῖτε πολὺν κόπο γιὰ νὰ τὴν ὑποτάξετε. Ὁ καιρὸς τῆς εἰρήνης πέρασε.
Τὸ νεαρὸ ἀντρόγυνο κατάλαβε. Ὁ παραμυθένιος κόσμος ποὺ ἤξεραν μέχρι τότε, ἔκλεισε ὁριστικὰ πίσω τους. Τὰ ὑπέροχα χρόνια τῆς χρυσῆς τους νιότης εἶχαν περάσει. Ἡ ἐποχὴ τῆς ἐδεμικῆς ἀθωότητας ἔσβησε. Ἕνας κόσμος διαφορετικός, ἐχθρικός, ἀφιλόξενος, ἀνταγωνιστικός, ἀναδυόταν μπροστά τους. Κι αὐτοὶ τὸν ὑποδέχονταν γυμνοί, χωρὶς τὸν παραδεισένιο πλοῦτο ποὺ τοὺς ἕντυνε. Ἰοβόλο φίδι, ἡ ἀφόρητη θλίψη δάγκωσε ὕπουλα τὴν καρδιά τους, καθὼς ἦλθαν «εἰς ἐπίγνωσιν» τῆς νέας ζοφερῆς τους κατάστασης.
Τὸ λιοντάρι γύρισε καὶ ἀπομακρύνθηκε γρήγορα. Ρίχτηκε μὲ ὁρμὴ στὴ ζωηρὴ ἀντιλόπη. Βλέποντας τὴ φονικὴ λάμψη στὸ βλέμμα του ἐκείνη, ἔνοιωσε ἀμέσως τὴν ἀπειλή. Ἡ καρδιά της γιὰ πρώτη φορὰ χτύπησε δυνατά. Τὸ ἔνστικτό της σήμανε συναγερμό. Ὁ φόβος, ἄγνωστο μέχρι τότε αἴσθημα, τρύπωσε μέσα της γιὰ νὰ μείνει γιὰ πάντα ἐκεῖ. Ἡ στικτὴ λεοπάρδαλη ἔδειξε τὰ κοφτερὰ δόντια της καὶ γρυλίζοντας ἀπειλητικὰ στράφηκε πρὸς τὸ ἐρίφιο. Θὰ ἦταν στὸ ἑξῆς πάν(των) θηρ(ευτής), ὁ φοβερὸς πάνθηρας. Ἡ μεγάλη ἀρκούδα βρυχήθηκε δυνατὰ καὶ τὸ βλέμμα της καρφώθηκε στὸ τρυφερὸ μοσχάρι ποὺ ἔβοσκε παραπέρα. Ὁ λύκος στράφηκε μὲ ἄγριες διαθέσεις στὸν τροφαντὸ ἀμνό, ποὺ ἔπαιζε στὸ πράσινο λιβάδι.
Τὸ νεαρὸ ἀντρόγυνο ἔστρεψε τὰ μάτια πίσω ξανά. Μὰ ἡ χρυσὴ πύλη εἶχε τώρα χαθεῖ. Μαζὶ καὶ ὁ παράξενος φρουρός της. Κάθε πρόσβαση πρὸς τὸν πρωτινὸ παραδεισένιο κόσμο τους εἶχε πλέον χαθεῖ.
Ὁ σκίουρος, σχετικὰ ἀσφαλὴς στὴν κουφάλα τοῦ δέντρου, τὰ εἶδε ὅλα ἀπὸ ψηλά. Κούνησε μὲ βαθειὰ στενοχώρια τὴ φουντωτὴ οὐρά του. Ἦταν γεγονός. Ἕνας πόλεμος εἶχε ἀρχίσει. Σκληρός, ἐξοντωτικός, ἀδυσώπητος καὶ προπαντὸς μακρύς, ἀτελείωτα μακρύς.
Πέρασαν χρόνια δίσεκτα χιλιάδες ἀπὸ τότε. Ἀπέραντοι αἰῶνες ποτισμένοι στὸ αἷμα, στὸ δάκρυ καὶ στὸν πόνο. Τὸ νεαρὸ ἀντρόγυνο δοκιμάστηκε σκληρὰ στὴν κοιλάδα τοῦ μόχθου, ἀφήνοντας πίσω του «υἱοὺς καὶ θυγατέρας» νὰ παλεύουν σὲ μιὰ θανατερή, ἀξημέρωτη, ζοφερὴ κι ἀσέληνη νύχτα.
Ὥσπου μιὰ νύχτα κάποτε…
Τὸ μεγάλο λιοντάρι βρισκόταν ἀποβραδὶς καθισμένο στὴν κορφὴ τοῦ βράχου μὲ τὰ μάτια του στυλωμένα στὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ. Κάτι ἀσυνήθιστο συνέβαινε ἐκεῖ. Τὰ οὐράνια λαμπύριζαν μὲ μιὰ γλυκειὰ ἀστροφεγγιὰ ποὺ ἔριχνε τὴν ἁπαλὴ φεγγοβολή της ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη στὴ γῆ. Μὰ δὲν ἦταν λάμψη ἀπὸ τ’ ἀμέτρητα ἄστρα ποὺ σπίθιζαν στὸ βάθος τοῦ σκοτεινοῦ ἀπείρου αὐτή. Ἕνας μοναδικὸς καινούργιος ἀστέρας φαινόταν νὰ ἀνατέλλει στὸ στερέωμα. Τὸ πρωτόγνωρο φέγγος του ἁπλωνόταν σβήνοντας κάθε ἄλλη μαρμαρυγή.
Τὸ μεγάλο δάσος βρισκόταν ὁλόκληρο σὲ ἀναταραχή. Ὁ στικτὸς πάνθηρας ἦρθε καὶ στάθηκε ἀντικρυστά, ἀπέναντι στὸ μεγάλο λιοντάρι. Ὅλα τὰ ζῶα ἦταν ἀνήσυχα. Τὸ ἀλάνθαστο ἔνστικτό τους εἶχε ἀφυπνισθεῖ. Σιγανὰ γρυλίσματα συνόδευαν τὴν ἀνησυχία τους. Ὁ ἀγέρας χωνόταν ἀνάμεσα στ’ ἀσημένια φύλλα ἠχώντας παράξενα. Κάτι μυστήριο ἔκρυβε ἡ νύχτα αὐτή.
Χαμηλὰ στὸ βάθος, ἀρκετὰ μακριά, φάνηκε τότε μιὰ μικρὴ συντροφιά. Ἕνα ταπεινὸ ὀνάριο ἀνηφόριζε ἀργὰ πρὸς τὸ ξέφωτο. Καθισμένη στὴ ράχη του μιὰ νεαρὴ γυναίκα, τρυφερὴ κόρη ἀκόμα, ἕσφιγγε ἀπαλὰ στὴν ἀγκαλιά της τὸ νεογέννητο βρέφος της. Δίπλα τους πεζοποροῦσε ἕνας λευκὸς γέροντας. Βάδιζαν μὲς στὴ νύχτα μὲ τὸ φῶς τοῦ παράξενου ἄστρου, ποὺ ξάνοιγε στὸ σκοτάδι τὸν δρόμο τους.
Τὸ μεγάλο λιοντάρι πήδησε ἀνάλαφρα στὰ ριζὰ τοῦ βράχου. Ὁ πάνθηρας ἦρθε καὶ μισοξάπλωσε δίπλα του. Πλησίασαν σιγά-σιγὰ ἡ ἀρκούδα καὶ ὁ λύκος. Μὰ σὲ λίγο ἦρθαν δίπλα τους ἡ ἀντιλόπη, τὸ ἐλάφι, τὸ ἐρίφιο, ὁ ἀμνός, ὁ ταῦρος, τὸ μοσχάρι. Ἡ ἔχθρα τόσων αἰώνων φαινόταν νὰ ἔχει ξεχαστεῖ. Ἡ ἀντιλόπη ἔτριψε τὴ λεπτὴ μούρη της στὴ χαίτη τοῦ λιονταριοῦ, τὸ πεταχτὸ ἐρίφιο τύλιξε παιχνιδιάρικα στὸ λαιμό του τὴν οὐρὰ τοῦ πάνθηρα, ὁ ἀμνὸς καὶ τὸ μοσχάρι κάθησαν ἀνάμεσα στὸν λύκο καὶ τὴν ἀρκούδα.
Ἔβλεπαν τὴ μικρὴ συνοδία ἀπορημένα. Γιατὶ ὅπου περνοῦσε ἡ παράξενη ἐκείνη συντροφιά, ὁ τόπος γέμιζε μὲ μιὰ πρωτόγνωρη μοσχοβολιά. Λουλούδια ἄνθιζαν δίπλα στὰ βήματα τοῦ ὀναρίου. Λὲς καὶ μὲς στὸ καταχείμωνο εἶχε ἀνοίξει ξαφνικὰ ἕνα παράθυρο τῆς ἄνοιξης. Τὰ δέντρα ἀναρριγοῦσαν καὶ βεργολυγίζονταν στὸ νυχτερινὸ παγωμένο ἀγέρι. Καθὼς ἡ μυστηριώδης συνοδία πλησίαζε, οἱ κορφές τους λύγιζαν γέρνοντας μέχρι τὸ χῶμα, σὰν νὰ προσκυνοῦσαν εὐλαβικὰ τοὺς ἄγνωστους ταξιδευτές. Καθισμένα πλάι-πλάι σὲ ἡμικύκλιο θηρία καὶ κτήνη μαζὶ παρακολουθοῦσαν σὰν μαγεμένα. Ἀνοιγόκλειναν τὰ ρουθούνια τους, ὀσμίζονταν τὴν ὑπερκόσμια μυρωδιά, τὸ μυστήριο τὰ εἶχε καθηλώσει.
Μὰ πρὶν ἀκόμα οἱ νυχτερινοὶ ταξιδιῶτες φτάσουν στὸ μικρὸ ξέφωτο, ἕνα δυνατὸ ἀχολόγημα γέμισε τὸν ἀέρα ὣς πέρα, κουρελιάζοντας τὴ σιγαλιὰ τῆς νυχτιᾶς. Ὅλα τὰ βλέμματα στράφηκαν πρὸς τὴ βουή. Μιὰ μικρὴ στρατιωτικὴ ἔφιππη φάλαγγα φάνηκε νὰ καλπάζει πρὸς τὸ ξέφωτο. Ὁ ἐπικεφαλῆς πρόσταξε νὰ κυκλώσουν ἀμέσως τὴ συνοδία.
-  Εἶμαι σίγουρος πὼς εἶναι αὐτὸ ποὺ ζητᾶμε! φώναξε θριαμβευτικά.
Οἱ στρατιῶτες ξιφούλκησαν καί, καθὼς ἡ φάλαγγα ὁρμοῦσε ἀπειλητικὴ μπροστά, ἡ κλαγγὴ τῶν σπαθιῶν ἔσμιξε μὲ τὸ παγερὸ βούισμα τοῦ ἀγέρα. Μὰ τότε ἔγινε τὸ ἀναπάντεχο. Ἀπ’ τὰ ριζὰ τοῦ βράχου ἕνας τρομερὸς βρυχηθμὸς τράνταξε τὴν κοιμισμένη κοιλάδα. Τὸ μεγάλο λιοντάρι μ’ ἕνα τεράστιο πήδημα βρέθηκε ἀνάμεσα στὴ μικρὴ συντροφιὰ καὶ τοὺς ἔφιππους στρατιῶτες, δείχνοντάς τους τὰ τρομερὰ δόντια του καὶ γρυλίζοντας δυνατά. Ἡ ὁμήγυρη τῶν ζώων ἀκολούθησε πάραυτα τὸν βασιλιά της. Τὰ ἄλογα ξαφνιασμένα πισωπάτησαν. Ὁ ἐπικεφαλῆς φρύαξε.
-  Τοξότες! οὔρλιαξε ἀλλόφρονα.
Τέσσερις ἱππεῖς αὐτοστιγμεί, ἐλαφρὰ ὁπλισμένοι μὲ τόξα, ἔριξαν τὰ βέλη τους πάνω στ’ ἀγρίμια. Οἱ σαΐτες ἔσκισαν σφυρίζοντας τὸν παγωμένο ἀέρα, μὰ ὅταν ἄγγιξαν τὰ ἀγριεμένα θηρία, ἔπεσαν στὴ γῆ σὰν νὰ χτύπησαν ἀτσάλι. Πεισματωμένοι οἱ τοξότες ἔριξαν καὶ ξανάριξαν, μὰ δὲν ἄλλαξε τίποτε. Μόλις ἄγγιζαν τὸ σῶμα τῶν ζώων τὰ βέλη τους, ἔπεφταν ἀμέσως στὸ χῶμα. Ὁ ἀρχηγὸς φρένιασε.
-  Ἐπάνω τους! κραύγασε δυνατά. Δὲν θὰ μᾶς ξεφύγουν τώρα!
Μὰ τὰ ἄλογα δὲν σάλεψαν καθόλου. Οἱ ἀναβάτες τὰ σπιρούνισαν, μὰ ὅσο κι ἂν τὰ παρότρυναν, δὲν κινήθηκαν οὔτε βῆμα μπροστά. Ὁ ἐπικεφαλῆς ξεπέζεψε μανιασμένος. Δὲν μποροῦσε νὰ καταλάβει τί συνέβαινε. Τυφλὸς μὲς στὴν παραφορά του ἀγνόησε τὴν ἀπειλὴ τῶν ἀγριμιῶν καὶ μ΄ ἕνα παράτολμο σάλτο ὅρμησε πρὸς τὸ βρέφος ποὺ ἀναπαυόταν στὴ ζεστὴ ἀγκαλιὰ τῆς νεαρῆς μητέρας. Ὕψωσε ἀπειλητικὰ τὸ σπαθί του γιὰ νὰ τὸ σφάξει, μὰ τὰ μάτια του παρευθὺς ἀλλοιθώρησαν ἀπὸ τρόμο καὶ ἔκπληξη. Μπροστά του δὲν ἔβλεπε πιὰ τὴ νεαρὴ κόρη μὲ τὸ βρέφος της. Τὸ γλυκὸ πονεμένο πρόσωπο τῆς δικῆς του γυναίκας, μὲ τὸ δικό τους παιδὶ στὴν ἀγκαλιά της, πρόβαλε ἄξαφνα στὰ μάτια του. Ὁ ἀγαπημένος του γιὸς ἅπλωνε πρὸς τὴν ψυχρὴ λεπίδα τὰ χεράκια του καὶ τοῦ χαμογελοῦσε γλυκά, σὰν νὰ ἔλεγε:
-  Δὲν θὰ μὲ σκότωνες, μπαμπά μου, ἔτσι δὲν εἶναι; Δὲν θέλεις στ’ ἀλήθεια νὰ τὸ κάνεις αὐτό!
Ὁ σκληροτράχηλος πολεμιστὴς πέτρωσε ἀπ’ τὴ σαστιμάρα του. Τὰ ἀτσάλινα δάχτυλά του παρέλυσαν, τὸ ψυχρὸ φονικὸ μέταλλο ἔπεσε στὴ γῆ. Μὰ τί γινόταν ἐπιτέλους ἐδῶ; Ποιὸς ἔπαιζε παιχνίδια μπρὸς στὰ μάτια του; Ποιὸ ἀνεξήγητο βαθὺ μυστήριο ξετυλιγόταν μπροστά του; Τὰ γόνατά του λύγισαν, τὸ κορμί του ἔγειρε, ἔπεσε στὴ γῆ. Θολὸ τὸ βλέμμα του ὑψώθηκε ξανά, ἐναγώνια ἔψαξε τὸ μονάκριβο παιδί του καὶ τὴν ἀγαπημένη του σύζυγο. Μὰ δὲν εἶδε μπρός του παρὰ τὴν ἄγνωστη νεαρὴ μητέρα, μὲ τὸ βρέφος της νὰ ἀναπαύεται μακάριο στὴ ζεστὴ ἀγκαλιά της.
Καθισμένη στὸ ταπεινὸ ὀνάριο τὸν κοίταζε μὲ ἀνέκφραστη συμπόνια. Τὸ βλέμμα της ἀκτινοβολοῦσε γλυκειὰ ζεστασιά. Κι ὅπως ξεχυνόταν ἀπὸ ψηλὰ τὸ λαμπερὸ φέγγος τοῦ παράξενου ἄστρου, ἕνα φωτεινὸ ὑπερκόσμιο τόξο ἰρίδιζε ἀκτινωτὰ γύρω της, τρεμοπαίζοντας καὶ σκορπίζοντας ἀπαλὰ χίλια χρώματα στὴν ψυχρὴ σκοτεινιά. Μιὰ παρθενική, ἀνέγγιχτη, δροσερὴ ὀμορφιὰ φαινόταν νὰ ξεπηδάει ἀπὸ τὸ φωτεινό της πρόσωπο. Μὰ κι ἐκεῖνο τὸ θεόμορφο βρέφος της! Ἔδειχνε μοναδικό. Σὰν νὰ μὴν εἶχε ὅμοιό του πάνω στὴ γῆ. Σὰν νὰ κατέβηκε τὸ δίχως ἄλλο ἀπ’ τὸν οὐρανό!
Ὁ τραχὺς στρατιώτης ἔβλεπε ἐκστατικός. Μιὰ δραστικὴ ἀλλοίωση εἶχε συμβεῖ μέσα του. Ἔνοιωθε πιὰ πὼς τοῦ ἦταν ἀδύνατο νὰ ὑψώσει τὸ χέρι του φονικὸ πάνω στὸ βρέφος αὐτό. Δὲν ἔβλεπε στὸ πρόσωπό του τὸν ἐχθρὸ ποὺ τόσο ἐπιδίωκε νὰ ἐξοντώσει, μὰ τὸ μονάκριβο δικό του ἀγαπημένο παιδί. Καὶ - πράγμα παράξενο! - ἔνοιωθε τὸ ἄγνωστο βρέφος πιὸ δικό του κι ἀπ’ τὸ δικό του παιδί. Κι αὐτὸς βρισκόταν ἐδῶ ὄχι γιὰ νὰ σκοτώσει, μὰ γιὰ νὰ προστατέψει τὸ βρέφος καὶ τὴ μητέρα του ἀπὸ κάθε ἐπιβουλή. Ὄπως θὰ ἔκανε γιὰ τὸ δικό του βρέφος καὶ τὴ λατρευτή του γυναίκα, ἂν χρειαζόταν. Ἡ ἀποστολή του ἄλλαξε πιά. Πέρασε στὴν ὑπηρεσία κάποιου ἄλλου βασιλιᾶ, κι ἂς μὴν τὸν γνώριζε κάν. Ἡ καρδιά του εἶχε σαγηνευτεῖ ἀπ’ τὴν οὐράνια ὀμορφιὰ ποὺ πλανιόταν γύρω του. Μιὰ πρωτόγνωρη γαλήνη ἁπλώθηκε μέσα του. Κατάλαβε πὼς ὅ,τι συνέβαινε τὸν ξεπερνοῦσε. Αἰσθάνθηκε μικρός, ἐλάχιστος, μπρὸς στὸ μικρὸ ἐκεῖνο βρέφος. Φάνταζε τόσο ἀδύναμο στὰ χέρια μιᾶς εὔθραυστης κόρης. Μὰ τὰ πάντα φαινόντουσαν νὰ ὑποκλίνονται μπρός του.
Καὶ νά, ποὺ τώρα τὸ τρομερὸ λιοντάρι καὶ ὁ στικτὸς πάνθηρας πλησίασαν. Κάθησαν χάμω, δίπλα στὸ ταπεινὸ ὀνάριο, σιγανὰ γουργουρίζοντας σὰν γατοῦλες ἀκίνδυνες. Ὁ ἄγριος λύκος ἔτριψε τὴ μουσούδα του σὰν ἥμερο κουτάβι στὰ πόδια τοῦ γέροντα. Ὅλα τὰ ζῶα περιτριγύρισαν φιλικὰ τὴ μικρὴ συντροφιά. Τὸ νεῦμα τοῦ μικροῦ παιδιοῦ, ἀόρατο μὰ παντοδύναμο, ὁδηγοῦσε λιοντάρι καὶ μοσχάρι μαζί, ταῦρο καὶ ἀρκούδα, λύκο καὶ ἀρνί, πάρδαλη καὶ ἐρίφιο. Κυριευμένοι ἀπὸ τὴν ἀλλόκοσμη ὀμορφιὰ τοῦ ἀπροσδόκητου μυστηρίου οἱ στρατιῶτες, ξεπέζεψαν ἀμήχανοι, πλησίασαν διστακτικά, γονάτισαν δίπλα στὰ θηρία κι αὐτοί.
Ὁ χρόνος ἔδειχνε νὰ ἔχει σταματήσει. Στὴ σκοτεινιὰ τῆς παγερῆς κοιλάδας τοῦ θανάτου φαινόταν ἀνοιχτὸ ἕνα παράθυρο μιᾶς ἄλλης κτίσης φωτεινῆς. Ἄνθρωποι καὶ ζῶα, ἡ ἐπίγεια πλάση ὁλόκληρη, θύματα καὶ θύτες, παραδομένοι στὴν ἀδυσώπητη μανία τῆς ἔχθρας καὶ τοῦ πολέμου γιὰ χιλιάδες χρόνια, ξαναβρισκόντουσαν τώρα σ΄ ἕνα ἀντάμωμα πρωτόφαντης ἀρχαίας ὀμορφιᾶς. Τὸ ὅραμα τοῦ χαμένου βασιλείου τῆς Ἐδὲμ ἔλαμπε μπρός τους ὁλοζώντανο. Ἡ χρυσὴ πύλη του ἦταν ξανὰ ἀνοιχτή. «Οὐκέτι φλογίνη ρομφαία φυλάττει τὴν πύλην τῆς Ἐδέμ». Τὸ βρέφος προσκαλοῦσε τοὺς πάντες μυστικά: «Εἰσάγεσθε πάλιν εἰς τὸν Παράδεισον». Μιὰ παλιὰ προφητεία ἔπαιρνε σάρκα καὶ ὀστᾶ. Έβλεπαν ὅτι «ἤγγικεν», ἦταν ὄντως κοντὰ ἡ ἐποχή, ὅπου «συμβοσκηθήσεται λύκος μετὰ ἀρνός, καὶ πάρδαλις συναναπαύσεται ἐρίφῳ, καὶ μοσχάριον καὶ ταῦρος καὶ λέων καὶ βοῦς καὶ ἄρκος ἅμα βοσκηθήσονται, καὶ παιδίον μικρὸν ἄξει αὐτούς».
Μιὰ μεγάλη συνοδία βάδιζε τώρα ἀντάμα. Ἔφτασαν μέχρι τὰ ὅρια τῆς χώρας ἐκείνης. Ἐκεῖ σταμάτησαν. Τὸ βρέφος ὕψωσε τὸ χέρι του, ἕνα μικρὸ χεράκι βρεφικό, μὰ ἱκανὸ νὰ κυβερνάει τὰ σύμπαντα. Τοὺς εὐλόγησε σταυροειδῶς. Τὸ μεγάλο λιοντάρι, ὁ πάνθηρας, ἡ ἄρκτος, τὰ θηρία, τὰ κτήνη, οἱ ἄνθρωποι, ἔσκυψαν καὶ πάλι ταπεινὰ μπρὸς στὸ ὀνάριο, ποὺ κουβαλοῦσε «παιδίον νέον, τὸν πρὸ αἰώνων Θεόν». Τὸ μικρὸ παιδὶ ἔφερε τὰ πάντα «εἰς ἑνότητα».
 Προσκύνησαν εὐλαβικὰ καὶ πῆραν τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Ἡ ἐδεμικὴ μαγεία τοὺς εἶχε μεταμορφώσει. Εἶχαν εἰσέλθει γιὰ λίγο στὸν ἄχρονο καὶ ἀδιάστατο χωροχρόνο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Εἶδαν τὴν ἀνατολὴ τῆς πολυπόθητης καινῆς κτίσης. Ὁ Ἄρχοντας τῆς εἰρήνης ἦταν πλέον ἀνάμεσά τους. Ἡ ἀγάπη, ἡ χαρὰ καὶ ἡ εἰρήνη εἶχαν θέση ξανὰ πάνω στὴ γῆ.
Ἐπιτέλους, γιὰ πρώτη φορὰ διαφαινόταν στὴν ἄκρη τοῦ τοῦνελ τὸ τέλος τοῦ πολέμου.

Χριστούγεννα 2016

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2016

ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΔΕΧΕΤΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΕΙΝΑΙ ΕΧΘΡΟΣ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΤΟΥ!

Μέγας Βασίλειος: Άνθρωπος που δεν δέχεται συμβουλή είναι εχθρός του εαυτού του. Ο ασυμβούλευτος άνθρωπος, είναι ακυβέρνητο πλοίο. Είναι ντροπή, τις βλαβερές τροφές να τις αποφεύγουμε και τα βιβλία, που τρέφουν την ψυχή μας, να μην τα διαλέγουμε.

ΔΟΞΑΖΕΤΕ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΜΑΣ!

Δοξάζετε τον Κύριό μας κάθε μέρα, πρωΐ και βράδυ, όχι γιατί τα πράγματα σας πάνε όπως θα θέλατε, αλλά για προβλήματα, που εσείς ξέρετε ότι δεν έχετε.

ΠΑΝΑΓΙΑ ΔΕΣΠΟΙΝΑ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΣΚΕΠΗΝ ΣΟΥ ΠΑΝΤΕΣ, ΟΙ ΔΟΥΛΟΙ ΣΟΥ ΤΡΕΧΟΜΕΝ!

ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΠΛΑΤΥΤΕΡΑ- ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ 

Παναγία Δέσποινα, υπό την σκέπην σου πάντες, οι δούλοι σου τρέχομεν, και παρακαλούμεν σε οι ανάξιοι. Πρόφθασον και λύτρωσαι ημάς, από πάσης περιστάσεως και από θάνατον, τον εξαφνικόν και πανώλεθρον. Οίδαμεν ότι δύνασαι πάντα όσα αν θέλεις και βούλεσαι. Δέσποινα του κόσμου, Ελπίς και Προστασία των πιστών, Χαριτωμένη, επάκουσον των παρακαλούντων σε. 

ΔΙΑΣΩΣΟΝ ΑΠΟ ΚΙΝΔΥΝΟΥΣ ΤΟΥΣ ΔΟΥΛΟΥΣ ΣΟΥ ΘΕΟΤΟΚΕ!

Διάσωσον από κινδύνους τους δούλους σου Θεοτόκε!

ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ!

Παναγία μου προστάτευε όλο τον κόσμο!

ΟΤΑΝ ΒΡΙΣΚΕΣΑΙ ΣΕ ΑΔΙΕΞΟΔΟ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣΟΥ!

Όταν βρίσκεσαι σε αδιέξοδο προσευχήσου και όλα θα πάνε καλά.

ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΟ ΘΕΟ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΕΜΠΙΣΤΕΥΟΜΑΙ ΤΟΝ ΘΕΟ!

Πιστεύω στο Θεό σημαίνει: εμπιστεύομαι τον Θεό!

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2016

Η ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ

Ἡ   π ρ ο σ δ ο κ ί α   τ ῶ ν   ἐ θ ν ῶ ν
π.   Δ η μ η τ ρ ί ο υ   Μ π ό κ ο υ

Ὁ  πατριάρχης Ἰακὼβ συναισθανόμενος τὸ τέλος του κάλεσε κοντά του τοὺς δώδεκα γιούς του. «Συναχθῆτε γύρω μου, εἶπε, γιὰ νὰ σᾶς ἀναγγείλω τί πρόκειται νὰ σᾶς συμβεῖ μέχρι τὸ τέλος τοῦ κόσμου». Ἀφοῦ συγκεντρώθηκαν ὅλοι, ἄρχισε ἀπὸ τὸν μεγαλύτερο, τὸν Ρουβήν, νὰ τοὺς εὐλογεῖ καὶ νὰ προφητεύει μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ τὰ μέλλοντα.
Ἰδιαίτερη εὐλογία ἔδωσε στὸν τέταρτο γιό του, τὸν Ἰούδα: «Ἰούδα, θὰ σὲ ὑμνήσουν οἱ ἀδελφοί σου. Ἡ δύναμή σου θὰ εἶναι ἰσχυρὴ πάνω στοὺς ἐχθρούς σου. Οἱ ἀπόγονοι τοῦ πατέρα σου θὰ σὲ προσκυνήσουν. Εἶσαι σκύμνος λέοντα (νεαρὸ λιοντάρι), Ἰούδα. Ἀπὸ βλαστὸ φύτρωσες, γιέ μου. Ξάπλωσες καὶ κοιμήθηκες ὅπως κοιμᾶται ὁ λέοντας καὶ ὁ σκύμνος. Ποιὸς τολμάει νὰ τὸν πλησιάσει γιὰ νὰ τὸν ξυπνήσει; Δὲν θὰ λείψει ἄρχοντας ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα καὶ ἀρχηγὸς ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους του, ὥσπου νὰ ἔλθει ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο ἀπόκεινται (ὅλες) οἱ ἐξουσίες καὶ αὐτὸς θὰ εἶναι ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν» (Γεν. 449, 1-10).     
Μὲ τὰ λόγια του αὐτὰ ὁ Ἰακὼβ προφητεύει ὁλοκάθαρα τὴν προέλευση τοῦ Μεσσία ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα. Κλάδοι τοῦ γενεαλογικοῦ του δένδρου ἦταν οἱ κατὰ σάρκα πρόγονοι τοῦ Χριστοῦ, μὲ ἐξέχοντα τὸν ἐκλεκτὸ τοῦ Θεοῦ βασιλιὰ Δαυΐδ. Ἔτσι λοιπὸν «ἄρχων καὶ ἡγούμενος» δὲν ἔλειψαν ποτὲ ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα, μέχρις ὅτου ἦλθε ὁ Χριστός, γιὰ τὸν ὁποῖο μιλοῦσαν ὅλες οἱ προφητεῖες καὶ ὁ ὁποῖος ἦταν ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ προσδοκία ὅλων τῶν ἐθνῶν.

Μόνο κατὰ τὸν καιρὸ «τῆς ἐπὶ γῆς παρουσίας» του, ὅταν ἦλθε πλέον νὰ γεννηθεῖ ὡς «Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης, πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» ὁ Χριστὸς (Ἡσ. 9,6), ἔλειψαν ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους οἱ ἄρχοντες καὶ βασίλευσε τότε ὁ Ἡρώδης, Ἰδουμαῖος τὴν καταγωγὴ καὶ ὄχι Ἰουδαῖος, ἀπὸ τὴν Ἀσκάλωνα τῆς Παλαιστίνης.
Στὴν ἐκπλήρωση τῆς προφητείας τοῦ Ἰακὼβ ἀναφέρεται τὸ α΄ τροπάριο τῆς δ΄ ᾡδῆς τοῦ α΄ κανόνα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ («Ὃν πάλαι προεῖπεν Ἰακὼβ ἐθνῶν ἀπεκδοχήν, Χριστέ, φυλῆς Ἰούδα ἐξανέτειλας…»): Ἐξανέτειλες, Χριστέ, ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα, σὺ γιὰ τὸν ὁποῖο προφήτευσε τὸν παλαιὸ καιρὸ ὁ Ἰακώβ, ὅτι πρόκειται νὰ γίνεις ἡ «ἀπεκδοχή», ἡ ἐλπίδα δηλαδὴ καὶ προσδοκία ὅλων τῶν εἰδωλολατρικῶν ἐθνῶν.
Ὁ Ἰούδας ἀξιώθηκε, μετὰ τὸν πατέρα του Ἰακώβ, νὰ γίνει ἡ ρίζα ἀπ’ τὴν ὁποία ἀνέτειλε σὰν ἄνθος ὁ Χριστός. Δὲν ἔλαβαν ὅλοι οἱ γιοὶ τοῦ Ἰακὼβ τὴν ἴδια εὐλογία. Δὲν εἶχαν ἐπιδείξει ὅλοι ἀνεπίληπτη συμπεριφορά. Μερικοὶ (Ρουβήν, Συμεών, Λευῒ) εἶχαν περιπέσει σὲ βαριὰ ἁμαρτήματα. Ὁ Δὰν παρομοιάζεται μὲ φίδι πού, κρυμμένο στὸ δρόμο, παραμονεύει τὸν διερχόμενο καβαλλάρη.
Ὁ καθένας λοιπὸν λαμβάνει κατὰ τὴν ἀξία του. Ὁ Ἰακώβ, ὁ Ἰούδας, ὁ Δαυῒδ καὶ ἄλλοι ἀξιώθηκαν νὰ γίνουν λαμπεροὶ κρίκοι στὴν ἁλυσίδα τῶν προπατόρων τοῦ Χριστοῦ. Πάνω ἀπ’ ὅλους βέβαια στέκει ἡ πανάχραντη μητέρα του, ἡ Παναγία, ποὺ μὲ τὴν ἀξία της ξεπέρασε κάθε ἄλλο δημιούργημα.

Καὶ ὅμως ὁ Χριστὸς δὲν ἀδικεῖ κανένα. Μᾶς κάλεσε νὰ γίνουμε ὅλοι κατὰ σάρκα συγγενεῖς του: πραγματικὰ ἀδέλφια καὶ μητέρα του. Ἂν ἐφαρμόσουμε τὸ θέλημά του (Ματθ. 12, 50). Τί μᾶς ἐμποδίζει λοιπὸν ν’ ἀρχίσουμε κι ἐμεῖς τὴ μυστικὴ κυοφορία τοῦ Χριστοῦ, νὰ τὸν ἀφήσουμε νὰ (δια)μορφωθεῖ (Γαλ. 4, 19), νὰ γεννηθεῖ, νὰ ζεῖ γιὰ πάντα μέσα μας;

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΛΑΡΙΣΗΣ ΙΓΝΑΤΙΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΩΙΝΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΣΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ

Απόσπασμα συνέντευξης Μητροπολίτου Λαρίσης Ιγνατίου στο onlarissa.gr

Μιλήσατε για την ανάγκη διαπαιδαγώγησης και θέλω να συζητήσουμε για την παρέμβαση που κάνατε για το θέμα της προσευχής, όταν ο πρώην υπουργός Παιδείας είχε αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο κατάργησής της στα σχολεία. Θέλω όμως να θέσω συνολικά το ζήτημα της παιδείας και τη σχέση που πρέπει αυτή να έχει με την Εκκλησία…

Για την προσευχή κατ’ αρχήν, εμείς ξέρουμε ότι ο άνθρωπος είναι δισύνθετος, δηλαδή αποτελείται από ψυχή και από σώμα. Την τροφή του σώματος εξυπακούεται προσπαθούμε να την παρέχουμε στα παιδιά μας και δόξα Τω Θεώ, την παρέχουμε. Την τροφή όμως της ψυχής, δεν μπορούμε να την αποστερήσουμε. Και δεν πρέπει να τη διδάξει μόνο το σπίτι, γιατί μπορεί σήμερα μία οικογένεια να πάσχει και να μην μπορεί να την παράξει. Να λείπει μία γιαγιά, να είναι πολύ απασχολημένοι οι γονείς, να μην είναι άνθρωποι της προσευχής, να είναι διαιρεμένο το ζευγάρι.

Μας ενδιαφέρει όμως τα παιδιά μας να μάθουν την προσευχή, διότι αυτή είναι μία χαρά πνευματική, όταν τρέφεται η ψυχή, την οποία κανείς δεν μπορεί να την αποτιμήσει, κανείς δεν μπορεί να καταλάβει το μέγεθος της αξίας της. Ο άνθρωπος όταν δεν προσεύχεται είναι σα να έχει κόψει τα φτερά του. Γι’ αυτό υπεραμυνόμαστε της προσευχής στα σχολεία.

Να σας πω όμως την αλήθεια και για το μάθημα των θρησκευτικών λυπούμαστε πάρα πολύ. Το έχουν καταντήσει να είναι ο φτωχός συγγενής ανάμεσα στα άλλα μαθήματα. Θέλουν προπάντων να το αποχρωματίσουν, να το απαξιώσουν και φαίνεται ολοκάθαρα ότι θα το επιτύχουν. Διότι βάλουν συστηματικά εναντίον μας, απαξιώνουν κάθε φορά τις θέσεις μας. Εμείς πάντως έχοντας τον άμβωνα, δε θα πάψουμε να υπεραμυνόμαστε του μαθήματος των θρησκευτικών. Τα ελληνόπουλα, τα παιδιά των ορθοδόξων πρέπει να μάθουνε την πίστη τους πάση θυσία και να ολοκληρώσουν έτσι το βάπτισμα τους και την κατήχηση που λάβανε. Διότι συμπληρώνεται το βάπτισμα και η κατήχισις όταν μάθουνε την πίστη τους. Να αποκτήσουνε μάλιστα και την αληθή θεογνωσία.

Μετείχα και σε πολλές από τις επιτροπές, επειδή ήμουν συνοδικός την προηγούμενη χρονιά. Ενώ φαινόταν ότι είχαν διάθεση να μας ακούσουν κι εμείς αναλισκόμασταν στο να γράφουμε κείμενα, να τους τα διαβάζουμε και να τους λέμε και μας ακούγαν τάχα ευχαρίστως, όμως βλέπουμε ότι αυτοί προχωρούν στο έργο τους, να διαλύσουν και να καταλύσουν αυτό τον άγιο θεσμό. Μακάρι όμως να είναι τέτοιες οι αντιστάσεις του Ελληνικού λαού, να σταθεί στο πλάι μας, ώστε να μπορέσουμε να το νικήσουμε αυτό.

Γιατί πρέπει πάση θυσία να προασπίσουμε την πίστη των παιδιών μας. Τα παιδιά μας βγαίνουν έξω σήμερα και θα συμφύρονται με παιδιά άλλων θρησκειών, άλλων δογμάτων, στην Ευρώπη και σε άλλα περιβάλλοντα. Να ξέρουνε την πίστη τους, γιατί η δική μας πίστη καθηλώνει, η δική μας πίστη είναι η αληθής ομολογία. Και δεν το πιστεύουμε αυτό χιμαιρικά, το πιστεύουμε εις βάθος και θέλουμε αυτό να το μεταδώσουμε στα παιδιά μας, ώστε να έχουν την πνευματική θωράκιση που χρειάζεται όταν θα βρεθούν απέναντι σε έναν μουσουλμάνο ή και ακόμη σε έναν αλλόδοξο χριστιανό ο οποίος έχει θολό το τοπίο της πίστεώς του.

Θεωρείτε ότι πορευόμαστε σε έναν διαχωρισμό κράτους – Εκκλησίας με μεθόδευση από τη πλευρά του κράτους;

Το μεθοδεύουν και το επαγγέλλονται, αλλά αυτό δεν φαίνεται να γίνεται στο άμεσο μέλλον, γιατί κανείς δεν το θέλει και δεν το θέλει και ο Ελληνικός λαός. Εμείς δεν υπεραμυνόμεθα των δικαιωμάτων που μας δίνει αυτή η σχέση, δηλαδή του προβαδίσματος σε διάφορα περιβάλλοντα του Επισκόπου ή του Ιερέως και λοιπά. Προπάντων, υπεραμυνόμεθα του γεγονότος ότι δε θέλουμε να βάλουμε στο περιθώριο την Εκκλησία. Αυτή που είναι η ψυχή του έθνους, που είναι ο ιστός. Ο Κολοκοτρώνης όταν μίλησε στην Πλάκα, στο γυμνάσιο, είπε «όταν πήραμε τα όπλα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και μετά υπέρ πατρίδος». Αυτή την πίστη καλούμαστε να υπερασπιστούμε.