1.
Με τη χάρη και τη θεία δωρεά του Πνεύματος ο καθένας από μας κερδίζει τη
σωτηρία· με πίστη πάλι και αγάπη και με αγώνα της αυτεξούσιας προαιρέσεως
μπορεί να φτάσει στο τέλειο μέτρο της αρετής. Και τούτο, για να κληρονομήσει
την αιώνια ζωή όχι μόνο με τη χάρη, αλλά και με τη δικαιοσύνη.
Και
μήτε να αξιώνεται την τέλεια αρετή με μόνη τη θεία δύναμη και χάρη, χωρίς να
συνεισφέρει και τους δικούς του κόπους, μήτε πάλι με μόνη τη δική του προθυμία
και δύναμη να φτάνει το τέλειο μέτρο της ελευθερίας και της καθαρότητας χωρίς
να βοηθήσει από ψηλά το χέρι του Θεού. Όπως λέει και ο Ψαλμωδός, αν ο Κύριος
δεν οικοδομήσει το σπίτι, ή δε φυλάξει την πόλη, μάταια αγρυπνούν οι φύλακες
και μάταια κοπιάζουν οι οικοδόμοι (Ψαλμ. 126, 1).
2.
Ερώτηση: Ποιο είναι το θέλημα του Θεού, στο οποίο προτρέπει και καλεί ο
Απόστολος (Ρωμ. 12,2) τον καθένα να φτάσει;
Απόκριση:
Η τέλεια κάθαρση από την αμαρτία, η ελευθερία από τα πάθη της ατιμίας και η
απόκτηση της κορυφαίας αρετής. Αυτό είναι ο καθαρισμός και αγιασμός της καρδιάς
που γίνεται με τη μέθεξη του τέλειου και θεϊκού Πνεύματος, με εσωτερική
αίσθηση.
Γιατί
λέει ο Κύριος: «Μακάριοι όσοι έχουν καθαρή καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν το Θεό» (Ματθ.
5, 8), και: «Να γίνεστε και σεις τέλειοι, όπως είναι τέλειος και ο ουράνιος
Πατέρας σας» (Ματθ. 5, 48). Και ο Δαβίδ λέει: «Είθε να γίνει η καρδιά μου
άμεμπτη στην τήρηση των εντολών Σου, για να μην ντροπιασθώ» (Ψαλμ. 118, 80),
και πάλι: «Τότε μόνο δεν θα ντροπιασθώ, όταν εκπληρώνω όλες τις εντολές Σου» (Ψαλμ.
118, 6).
Επίσης
σ' εκείνον που ερωτά: «Ποιος είναι άξιος να ανεβεί στο όρος του Κυρίου και να
σταθεί στον άγιο τόπο Του;» αποκρίνεται: «Αυτός που έχει αθώα χέρια και καθαρή
καρδιά» (Ψαλμ. 23, 3-4). με τα λόγια αυτά υποδηλώνει την τέλεια αναίρεση της
αμαρτίας που επιτελείται με την πράξη και με τη διάνοια.
3.
Το Άγιο Πνεύμα, γνωρίζοντας ότι τα αφανή και κρυφά πάθη δύσκολα φεύγουν και
είναι σαν ριζωμένα βαθιά στην ψυχή, μας δείχνει μέσω του Δαβίδ, με τι τρόπο να
επιχειρούμε την κάθαρσή τους. Λέει αυτός δηλαδή: «Καθάρισέ με από τα κρυμμένα πάθη
μου» (Ψαλμ. 18, 3). Έτσι φανερώνει ότι θα το πετύχομε αυτό με πολλή δέηση και
πίστη και με ολοκληρωτική στροφή προς το Θεό, μαζί με τη συνεργεία του
Πνεύματος. Παράλληλα, με το να αντιστεκόμαστε και εμείς στα πάθη και να
φυλάγομε με κάθε τρόπο την καρδιά μας(Παροιμ. 4, 23).
4.
Και ο μακάριος Μωυσής, θέλοντας με παραδείγματα να δείξει ότι η ψυχή δεν πρέπει
να ακολουθεί δυο γνώμες, δηλαδή το καλό και το κακό, αλλά μόνο το καλό, ούτε να
καλλιεργεί δύο είδη καρπών, δηλαδή ωφέλιμους και βλαβερούς, αλλά μόνο
ωφέλιμους, λέει: «Στο αλώνι σου, δε θα ζέψεις μαζί ζώα διαφορετικού γένους,
λ.χ. βόδι με γαϊδούρι, αλλά αφού ζέψεις ζώα του ίδιου γένους, να αλωνίσεις τα
σπαρτά σου», —δηλαδή στο αλώνι της καρδιάς μας να μην αλωνίζουν μαζί αρετή και
κακία, αλλά μόνον η αρετή. «Δεν θα υφάνεις λινό μαζί με μάλλινο ύφασμα, ούτε
μαλλί με λινό.
Δε
θα καλλιεργήσεις στο χωράφι σου δύο είδη καρπών μαζί. Δε θα διασταυρώσεις ζώα
διαφορετικού γένους, αλλά θα ενώσεις ζώα ίδιου γένους (Δευτ. 22, 9-11)». Με όλα
αυτά υπαινίσσεται με μυστικό τρόπο ότι δεν πρέπει να καλλιεργούνται μέσα μας,
όπως είπαμε, κακία και αρετή, αλλά να γεννιούνται αποκλειστικά οι γόνοι της
αρετής· ούτε να μετέχει η ψυχή σε δύο πνεύματα, στο πνεύμα του Θεού και στο
πνεύμα του κόσμου, αλλά μόνο στο πνεύμα του Θεού, και να καρποφορεί μόνο τους
καρπούς του Πνεύματος (Γαλ. 5, 22). Γι' αυτό λέει ο Ψαλμωδός: «Συμμορφωνόμουν
σ' όλες τις εντολές Σου και μίσησα κάθε τι που οδηγεί στην αδικία» (Ψαλμ. 118,
128).
5.
Η ψυχή που επιθυμεί να διατηρήσει την παρθενικότητά της και να ενωθεί με το
Θεό, δεν πρέπει να μένει αγνή μόνο από τα φανερά αμαρτήματα, όπως είναι η
πορνεία, ο φόνος, η κλοπή, η γαστριμαργία, η κατάκριση, το ψεύδος, η
φιλαργυρία, η πλεονεξία και τα όμοια, αλλά πολύ περισσότερο από τα αφανή, όπως
προείπαμε. Δηλαδή από επιθυμία, κενοδοξία, ανθρωπαρέσκεια, υποκρισία, φιλαρχία,
δολιότητα, κακοήθεια, μίσος, απιστία, φθόνο, φιλαυτία, υπερηφάνεια και τα
όμοια. Κατά την Γραφή, τα εσωτερικά αυτά αμαρτήματα είναι ίσα με τα εξωτερικά.
Γιατί
λέει: «Ο Κύριος διασκόρπισε τα κόκκαλα των ανθρωπαρέσκων» (Ψαλμ. 52, 6), και:
«Ο Κύριος αποστρέφεται τον αιμοχαρή και δόλιο άνθρωπο» (Ψαλμ. 5, 7), δείχνοντας
με αυτό ότι την δολιότητα ο Κύριος την αποστρέφεται ίσα με τον φόνο. Επίσης
λέει για «ανθρώπους που μιλούν ειρηνικά στους άλλους, μέσα τους όμως σχεδιάζουν
κακά» (Ψαλμ. 27, 3), και πάλι: «Μέσα στην καρδιά σας συλλογίζεστε πώς να
διαπράξετε ανομίες στη ζωή» (Ψαλμ. 57, 3), και: «Αλοίμονό σας, όταν όλοι οι
άνθρωποι σάς επαινούν» (Λουκ. 6, 26), όταν δηλαδή επιδιώκετε να ακούτε καλά για
τον εαυτό σας από τους ανθρώπους και κρέμεστε από τη γνώμη και τους επαίνους
τους· επειδή, πώς είναι δυνατό να διαφύγετε την προσοχή των ανθρώπων για πάντα
όταν κάνετε το καλό;
Άλλωστε
και ο ίδιος ο Κύριος λέει: «Να λάμψει το φως σας μπροστά στους ανθρώπους» (Ματθ.
5, 16), αλλά προσθέτει: «Να επιδιώκετε να πράττετε το αγαθό για τη δόξα του
Θεού και όχι για δική σας δόξα, ούτε να σας κινεί έρωτας για ανθρώπινους
επαίνους». Γιατί ο Κύριος φανέρωσε ότι οι τέτοιοι άνθρωποι είναι άπιστοι,
λέγοντας: «Πώς μπορείτε να έχετε πίστη, αφού αποζητάτε τον έπαινο ο ένας του
άλλου και δε ζητάτε τη δόξα από τον μόνο Θεό;»(Ιω. 5, 44).
Πρόσεξε
και τον Απόστολο, πώς απαιτεί ακρίβεια ακόμη και μέχρι το φαγητό και το ποτό.
Δίνει εντολή, όλες οι πράξεις μας να αποβλέπουν στη δόξα του Θεού, λέγοντας:
«Είτε τρώτε, είτε πίνετε, είτε κάνετε ο,τιδήποτε, όλα να τα κάνετε για τη δόξα
του Θεού» (Α΄ Κορ. 10, 31). Και ο Θεολόγος Ιωάννης κατατάσσει το μίσος μαζί με
το φόνο, λέγοντας: «Αυτός που μισεί τον αδελφό του είναι ανθρωποκτόνος» (Α΄ Ιω.
3, 15).
6.
«Η αγάπη όλα τα δέχεται, όλα τα υπομένει· η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει» (Α΄ Κορ.
13, 7-8), λέει ο Απόστολος. Με το "ουδέποτε εκπίπτει" εννοεί το εξής:
Εκείνοι που έλαβαν τα χαρίσματα του Πνεύματος που ανέφερε (Α΄ Κορ. 12, 28),
αλλά δεν αξιώθηκαν ακόμη την τέλεια ελευθερία από τα πάθη μέσω της πλήρους και
ενεργούς αγάπης, δεν έφτασαν ακόμη στην ασφάλεια, αλλά η αρετή τους βρίσκεται
ακόμη σε κίνδυνο και αγώνα και φόβο λόγω της επιβουλής των πονηρών
πνευμάτων(Εφ. 6, 12). Η τέλεια αγάπη όμως δεν υπόκειται ούτε σε πτώση, ούτε σε
πάθος, αλλά, όπως υπέδειξε ο Απόστολος, είναι τέτοια ώστε οι γλώσσες των
Αγγέλων, η προφητεία, όλη η γνώση και τα χαρίσματα των ιαμάτων είναι μηδέν όταν
παραβληθούν με εκείνη (Α΄ Κορ. 12, 28· 13, 1-2).
7.
Ο λόγος που ο Κύριος παρουσίασε την τελειότητα ως σκοπό (Ματθ. 5, 48), είναι
για να βλέπει ο καθένας πόσο φτωχός είναι από ένα τόσο μεγάλο πλούτο και να
τρέχει με ζέση και ορμή προς αυτό το τέρμα και να διανύει έτσι τον πνευματικό
δρόμο μέχρις ότου το φτάσει, όπως λέει ο Απόστολος: «Έτσι να τρέχετε, για να
κερδίσετε το βραβείο» (Α΄ Κορ. 9, 24).
8.
Το να απαρνηθεί κανείς τον εαυτό του (Ματθ. 16, 24) σημαίνει το εξής: Να είναι
κανείς παραδομένος τελείως στην αδελφότητα και να μην ακολουθεί διόλου δικό του
θέλημα, μήτε να έχει τίποτε δικό του, παρά μόνο το ένδυμα, για να είναι από όλα
ελεύθερος και να εκτελεί με χαρά ό,τι τον διατάζουν.
Τους
αδελφούς όλους και μάλιστα τους ανωτέρους και εκείνους που έχουν αναλάβει τα
βάρη της μονής, να τους θεωρεί κυρίους και δεσπότες του για το Χριστό,
υπακούοντας σ' Αυτόν που είπε: «Όποιος από σας θέλει να είναι Πρώτος και μέγας,
ας είναι τελευταίος απ' όλους και υπηρέτης σε όλους και δούλος όλων» (Μαρκ. 9,
35).
Να
μην επιδιώκει από τους αδελφούς ούτε δόξα, ούτε τιμή, ούτε έπαινο, ακόμη κι
εκείνον τον έπαινο που συνοδεύει την καλή διακονία και διαγωγή. Γιατί λέει ο
Απόστολος: «Να διακονείτε με κάθε καλή διάθεση, όχι για τα μάτια και για να
είστε αρεστοί στους ανθρώπους» (Εφ. 6, 6-7). Και να θεωρεί πάντοτε τον εαυτό
του χρεώστη της διακονίας προς τους αδελφούς με αγάπη και απλότητα.
9.
Οι προϊστάμενοι της αδελφότητας, επειδή έχουν αναλάβει μεγάλο έργο, πρέπει να
αγωνίζονται προς τις αντίθετες πανουργίες της κακίας με την ταπεινοφροσύνη, για
να μην πέσουν στο πάθος της υπερηφάνειας και, ασκώντας δυναστική εξουσία στους
υποταγμένους αδελφούς, προξενήσουν στον εαυτό τους ζημία αντί μέγιστο κέρδος.
Αλλά
σαν εύσπλαχνοι πατέρες και σαν να έχουν παραδώσει για το Θεό τους εαυτούς των
στην αδελφότητα σωματικά και πνευματικά, να φροντίζουν γι' αυτούς και να τους
επιμελούνται σαν παιδιά του Θεού.
Στα
φανερά βέβαια δεν πρέπει να αμελούν τα καθήκοντα του προϊσταμένου, δηλαδή να
διατάζουν, ή να συμβουλέψουν τους πιο ώριμους, ή να επιπλήξουν, ή να ελέγξουν
όπου χρειάζεται, ή να παρηγορήσουν όπου πρέπει, για να μην επέλθει σύγχυση στα
μοναστήρια με την πρόφαση της ταπεινώσεως ή της πραότητας, καθώς θα καταργείται
η πρέπουσα διάκριση σε προϊσταμένους και σε υποτακτικούς.
Βαθιά
όμως στην καρδιά τους να πιστεύουν ότι είναι ανάξιοι δούλοι όλων των αδελφών
και, σαν καλοί παιδαγωγοί που τους έχουν εμπιστευθεί τα παιδιά του κυρίου τους,
να φροντίζουν με κάθε καλή διάθεση και φόβο Θεού να καταρτίζουν καθένα αδελφό
σε κάθε καλό έργο, γνωρίζοντας ότι γι' αυτόν τον κόπο τους ο Θεός τους έχει
ετοιμάσει μεγάλο και αναφαίρετο μισθό.
10.
Αυτοί που έχουν αναλάβει την παιδαγωγία παιδιών που τυχαίνει να είναι κάποτε
και δικοί τους κύριοι, για χάρη της αγωγής και της ευταξίας δεν παραμελούν και
να τα χτυπούν, αλλά με αγάπη. Έτσι πρέπει και οι προεστώτες όχι από θυμό και
υψηλοφροσύνη, ούτε για εκδίκηση, να τιμωρούν τους αδελφούς εκείνους που έχουν
ανάγκη παιδεύσεως, αλλά με σπλάχνα οικτιρμών, και με σκοπό πνευματικής ωφέλειας
να προξενούν τη διόρθωσή τους.
11.
Ο καθένας που θέλει να χαραχθούν επάνω του αυτά τα καλά ήθη, πρέπει πριν από
κάθε άλλο και παντού να επιδιώκει το φόβο του Θεού και την ιερή αγάπη, η οποία
είναι η πρώτη και μεγαλύτερη εντολή (Ματθ. 22, 37-38).
Και
να την ζητεί από τον Κύριο ακατάπαυστα να την κάνει περιεχόμενο της καρδιάς
του, και έτσι με τη συνεχή και αδιάκοπη μνήμη του Θεού, προκόβοντας μέρα τη
μέρα με τη χάρη, να προσθέτει σ' αυτήν και να την αυξάνει.
Γιατί
με το ζήλο και το σθένος, την φροντίδα και τον αγώνα, γινόμαστε ικανοί να
αποκτήσομε την αγάπη του Θεού, η οποία διαμορφώνεται μέσα μας με τη χάρη και τη
δωρεά του Χριστού. Από αυτήν κατορθώνομε εύκολα και τη δεύτερη εντολή, δηλαδή
την αγάπη προς τον πλησίον (Ματθ. 22-39).
Γιατί
τα πρώτα πρέπει να μπαίνουν μπροστά και να τα φροντίζομε περισσότερο από τα
άλλα, και κατόπιν τα δεύτερα ακολουθούν τα πρώτα. Αν τώρα κανείς παραμελήσει
την πρώτη και μεγάλη εντολή, δηλαδή την αγάπη προς το Θεό, —η οποία
συγκροτείται από την εσωτερική μας διάθεση, την αγαθή συνείδηση και τα ορθά
περί Θεού φρονήματα, συνάμα δε και από τη θεία βοήθεια—, και από τη δεύτερη
θέλει μόνο στην εξωτερική επιμέλεια της διακονίας να αφοσιωθεί, είναι αδύνατο
να την ασκήσει σωστά και καθαρά.
Γιατί
όταν η κακία βρει το νου έρημο από τη μνήμη και την αγάπη και την αναζήτηση του
Θεού, ή κάνει να φαίνονται δύσκολα και κοπιαστικά τα θεία προστάγματα,
συδαυλίζοντας στην ψυχή γογγυσμούς και λύπες και κατηγορίες εναντίον της
διακονίας των αδελφών, ή τον εξαπατά με την ιδέα ότι είναι τάχα ενάρετος και
τον φουσκώνει και τον παραπείθει να θεωρεί τον εαυτό του άξιο τιμής και σπουδαίο
και τέλειο τηρητή των εντολών.
12.
Όταν ο άνθρωπος νομίσει ότι επιμελείται άριστα τις εντολές, τότε είναι φανερό
ότι αμαρτάνει και παραβαίνει την εντολή, γιατί έκρινε ο ίδιος τον εαυτό του και
δεν περίμενε Εκείνον που κρίνει αληθινά. Όταν το Πνεύμα του Θεού δίνει κοινή
μαρτυρία με το δικό μας πνεύμα, σύμφωνα με το ρητό του Παύλου (Ρωμ. 8, 16),
τότε είμαστε αληθινά άξιοι του Χριστού και τέκνα Θεού· όχι όμως όταν από τη
δική μας ιδέα δικαιώσομε τον εαυτό μας.
Γιατί,
όπως λέει ο Απόστολος, δεν είναι δόκιμος εκείνος που αυτοσυσταίνεται, αλλά
εκείνος που τον συσταίνει ο Κύριος (Β΄ Κορ. 10, 18). Όταν ο άνθρωπος είναι
γυμνός από τη μνήμη και το φόβο του Θεού, τότε είναι αναπόφευκτο να έχει έρωτα
για τη δόξα και να κυνηγά τον έπαινο εκείνων τους οποίους υπηρετεί. Αυτός όμως
ελέγχεται ως άπιστος από τον Κύριο, όπως προείπαμε. «Πώς μπορείτε, λέει, να
πιστεύετε σεις που δέχεστε δόξα ο ένας από τον άλλον και δε ζητάτε τη δόξα από
τον μόνο Θεό;» (Ιω. 5, 44).
13.
Με μεγάλο αγώνα και κόπο του νου, με σεμνές έννοιες και με συνεχή φροντίδα όλων
των καλών κατορθώνεται η αγάπη προς το Θεό, όπως προείπαμε. Και αυτό γιατί ο
εχθρός εμποδίζει το νου και δεν τον αφήνει να προσηλώνεται στον θείο έρωτα με
τη μνήμη των καλών, αλλά του ερεθίζει την αίσθηση προς τις γήινες επιθυμίες.
Γιατί
ο θάνατος του εχθρού και η αγχόνη του, μπορούμε να πούμε, είναι όταν ο νους
χωρίς περισπασμό ενδιατρίβει στην αγάπη και στη μνήμη του Θεού. Από αυτό μπορεί
να γεννηθεί και η ειλικρινής αγάπη του πλησίον· επίσης και η αληθινή απλότητα,
η πραότητα, η ταπείνωση, η ακεραιότητα, η αγαθότητα και η προσευχή, και γενικά
όλο το πανέμορφο στεφάνι των αρετών, από τη μία και μόνη και πρώτη εντολή, την
αγάπη προς το Θεό (Ματθ. 22, 38), αντλεί την τελειότητα.
Έχομε
λοιπόν ανάγκη από μεγάλο αγώνα και πόνο κρυφό και εσωτερικό, από έρευνα των
λογισμών και γύμναση των εξασθενημένων αισθητηρίων της ψυχής για να διακρίνουν
το καλό και το κακό(Εβρ. 5, 14), και από ενδυνάμωση και αναζωπύρωση των
καταπονημένων μελών της ψυχής με την επιμελή ύψωση του νου προς το Θεό. Γιατί όταν
ο νους μας συνεχώς προσκολλάται με τέτοιο τρόπο στο Θεό, θα γίνει ένα πνεύμα με
τον Κύριο, σύμφωνα με το ρητό του Παύλου (Α΄ Κορ. 6, 17).
14.
Εκείνοι που αγαπούν την αρετή πρέπει νύχτα και μέρα να έχουν ακατάπαυστα αυτόν
τον κρυφό αγώνα και τον πόνο και τη μελέτη κατά την εργασία οποιασδήποτε
εντολής, δηλαδή όταν προσεύχονται, όταν διακονούν, όταν τρώνε, όταν πίνουν, ή
όταν κάνουν ο,τιδήποτε, ώστε όποιο αγαθό πραγματοποιηθεί, να γίνει για τη δόξα
του Θεού (Α΄ Κορ. 10, 31) και όχι για δική μας δόξα.
Έτσι
θα είναι ευχερής και εύκολη για μας όλη η επιμέλεια των εντολών, καθώς θα την
ευκολύνει και θα ελαφρύνει τον κόπο της η αγάπη του Θεού. Γιατί όλος ο αγώνας
και η φροντίδα του εχθρού συγκεντρώνεται, όπως προείπαμε, στο να αποτραβήξει το
νου από τη μνήμη του Θεού και το φόβο και την αγάπη Του, και εξαπατώντας τον με
γήινα δολώματα να τον στρέψει από το όντως αγαθό στα νομιζόμενα αγαθά.
15.
Ο πατριάρχης Αβραάμ, όταν συνάντησε τον ιερέα του Θεού Μελχισεδέκ, του έδωσε
δώρο από τα καλύτερα των υπαρχόντων του και έτσι δέχθηκε την ευλογία του(Γεν.
14, 19). Με αυτό, το πνεύμα μας ανυψώνει σε υψηλότερη θεωρία. Πρέπει δηλαδή τα
άκρα και τα καλύτερα λιπαρά μέρη του όλου ψυχοσωματικού μας συνθέματος, τα
οποία είναι ο νους, η συνείδηση, η αγαπητική δύναμη της ψυχής, να τα προσφέρομε
πρώτα απ' όλα σαν ιερό ολοκαύτωμα.
Έπειτα,
τους πρώτους και καλύτερους από τους ορθούς λογισμούς μας να τους αφιερώνομε
στη μνήμη του Θεού και να τους απασχολούμε αδιάκοπα στην αγάπη Του και στον
μυστικό και υπέρλογο έρωτά Του.
Και
έτσι μπορούμε να προκόβομε μέρα τη μέρα και να προοδεύομε στην αρετή, με τη
βοήθεια της θείας χάρης, οπότε και το φορτίο της δικαιοσύνης των εντολών θα μας
φανεί ελαφρό (Ματθ. 11, 30) και θα τις εκτελούμε καθαρά και άμεμπτα,
βοηθούμενοι από τον ίδιο τον Κύριο με την πίστη μας προς Αυτόν.
16.
Σχετικά με την εξωτερική άσκηση και ποιά αγαθή εργασία είναι μεγαλύτερη και
πρώτη, πρέπει να γνωρίζετε τούτο, αγαπητοί· ότι οι αρετές είναι δεμένες μεταξύ
τους και ακολουθούν η μία την άλλη, σαν κάποια ιερή αλυσίδα, πιασμένες η μία
από την άλλη.
Η
προσευχή, για παράδειγμα, από την αγάπη, η αγάπη από τη χαρά, η χαρά από την
πραότητα, η πραότητα από την ταπεινοφροσύνη, η ταπεινοφροσύνη από την διακονία,
η διακονία από την ελπίδα, η ελπίδα από την πίστη, η πίστη από την υπακοή, η
υπακοή από την απλότητα.
Επίσης
και τα αντίθετα είναι δεμένα το ένα με το άλλο. Το μίσος με το θυμό, ο θυμός με
την υπερηφάνεια, αυτή με την κενοδοξία· τούτη με την απιστία, η απιστία με τη
σκληροκαρδία, αυτή με την αμέλεια, η αμέλεια με την χαύνωση, με την ολιγωρία
τούτη, αυτή πάλι με την ακηδία, όπως επίσης κι αυτή με την ανυπομονησία, ενώ
τούτη με τη φιληδονία. Έτσι και οι υπόλοιπες κακίες, η μία ακολουθεί την άλλη.
17.
Ό,τι καλό κάνει ο άνθρωπος, ο πονηρός θέλει να το σπιλώνει και να το
καταμολύνει με την επιμιξία των δικών του σπερμάτων, δηλαδή της κενοδοξίας ή
της οιήσεως ή του γογγυσμού ή κάποιου άλλου παρομοίου, ώστε να μη γίνεται το
καλό για το Θεό μονάχα ή με προθυμία.
Αναφέρεται
στη Γραφή ότι ο Άβελ πρόσφερε στο Θεό θυσία από τα λιπαρά μέρη και από τα
πρωτότοκα πρόβατα. Επίσης κι ο Κάιν πρόσφερε δώρα από τους καρπούς της γης,
αλλ' όχι από τα πρώτα.
Γι'
αυτό ο Θεός δέχτηκε τις θυσίες του Άβελ, αλλά τα δώρα του Κάιν δεν τα
δέχτηκε(Γέν. 4, 3-5). Απ' αυτό μαθαίνομε ότι ένα καλό, μπορεί να μην το κάνομε
καλά· να το κάνομε δηλαδή ή με αμέλεια, ή καταφρονητικά, ή για κάτι άλλο και
όχι για το Θεό. Και γι' αυτό συμβαίνει να μη γίνεται ευπρόσδεκτο από το Θεό.
(Πηγή:
Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της
Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 248-254)