Η ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ
«Η ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ»
Αθανασίου Φωτόπουλου
Απόφοιτου της Πατριαρχικής
Ανώτατης
Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Κρήτης
Για έναν παλαιό αγιορείτη, έλεγαν πως όποιον κληρικό
και αν συναντούσε στο δρόμο του, ευθύς του έβαζε μετάνοια, δίχως να
εξετάσει τον βαθμό της ιεροσύνης ή την ηλικία του. Αρκετοί ήταν μάλιστα αυτοί,
που αναρωτιούνταν γιατί έκανε το ίδιο ακριβώς πράγμα όταν συναντούσε ακόμα και
κάποιο λαϊκό και έτσι πήραν το θάρρος να τον ρωτήσουν. Ο γέροντας απάντησε
λέγοντάς τους ότι και αυτοί (οι λαϊκοί δηλαδή) έχουν την Χάρη του Αγίου
Βαπτίσματος[1].
Είναι μεγάλη ευλογία αγαπητοί Χριστιανοί αλλά
ταυτόχρονα μεγαλύτερη ευθύνη, εμείς, οι Ορθόδοξοι να φέρουμε την σφραγίδα
του Θεανθρώπου Χριστού στα σώματά μας αλλά και στις ψυχές μας[2]. Η γλυκύτατή
μας Ορθοδοξία αποτελεί την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του
Συμβόλου της Πίστεως Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως[3]. Γνωρίζει μόνο ως αιρέσεις
και σχίσματα[4] και επ΄ουδενί λόγω ως Εκκλησίες[5], τα μέλη εκείνα που
«απεσπάσθησαν και εξεβλήθησαν από την μοναδικήν και αδιαίρετον Εκκλησίαν[6]».
Το Άγιο Βάπτισμα, αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο των
Ορθοδόξων Χριστιανών σύμφωνα με τις αποφάσεις των Οικουμενικών, Τοπικών Συνόδων
αλλά και των Θεοφόρων Πατέρων της Εκκλησίας. Είναι όπως αναφέραμε και παραπάνω
η σφραγίδα του Θεού στον άνθρωπο που πίστεψε στον λόγο Του και στην υπόσχεσή
Του για κατάργησητου θανάτου και κληρονομία της αιώνιας ζωής[7]. Είναι ένα
σημάδι πάνω μας, όχι φανερό όπως ήταν η Περιτομή για τον Παλαιό Ισραήλ, αλλά
ένα σημάδι «δυσδιάκριτο με γυμνό μάτι» καθώς φωτιζόμαστε και αγιαζόμαστε
μυστικώς μέσω του Αγίου Βαπτίσματος και των υπολοίπων Μυστηρίων της Εκκλησίας
μας.
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, «αυτός ο μέγας»[8],
διδάσκαλος του γένους και Πατέρας της Εκκλησίας μας, ο «νέος Χρυσόστομος»[9],δυστυχώς
αγνοείται στις μέρες μας από το σύνολο του πληρώματος της Εκκλησίας· από τους
πανεπιστημιακούς υβρίζεται και συκοφαντείται με τον πλέον άδικο τρόπο και στα
σχολεία δεν αναφέρεται ούτε κατά διάνοια το όνομά του όχι μόνο στο μάθημα των
Θρησκευτικών, αλλά και σε αυτό της Νεοελληνικής Ιστορίας. Δυστυχώς οι σημερινοί
λατινόφρονες Επίσκοποι και καθηγητές δεν έχουν μπει καν στον κόπο να μελετήσουν
τα έργα του σπουδαίου αυτού άνδρα και να καταλάβουν τι πρόσφερε στο υπόδουλο
γένος αλλά και στην Ορθοδοξία. Στο γνωστότερό του ίσως έργο, το «Πηδάλιον»
διαβάζουμε στην υποσημείωση του ΜΣΤ΄ (46ου) Αποστολικού Κανόνα
σχετικά με το βάπτισμα των αιρετικών και δη των Λατίνων ότι δεν υφίσταται,
ονομάζοντάς τους παμπάλαιους αιρετικούς[10]. Ο Άγιος, τους ονομάζει λαϊκούς
επειδή όπως λέει «εξεκόπησαν από την ορθόδοξον Εκκλησίαν»[11] και γιατί
δεν έχουν πλέον «την χάριν του αγίου Πνεύματος, δια της οποίας οι ορθόδοξοι
Ιερείς τελειόνουσι τα μυστήρια»[12].
Το αυτό τόνιζε και ο αείμνηστος Νικόλαος Σωτηρόπουλος,
ο άδικα και αντικανονικά αφορισμένος. Σε κάποιο από τα κηρύγματά του ελέγχοντας
τον παραλογισμό των «Ορθοδόξων Οικουμενιστών», με στεντόρεια τη φωνή έλεγε τα
κάτωθι για τον Πάπα : «είναι λαϊκός, όπως εγώ, όχι δεν είναι όπως εγώ, αυτός
είναι χειρότερος από εμένα. Εγώ είμαι λαϊκός, αλλά είμαι Χριστιανός, διότι
είμαι βαπτισμένος, αυτός δεν είναι καν Χριστιανός διότι δεν ισχύει Βάπτισμα
στον Παπισμό. Δεν έχει Μυστήρια ο Παπισμός, δεν είναι καν Χριστιανός…»[13].
Τα λόγια του αγωνιστή και αντιαιρετικού θεολόγου
Νικόλαου Σωτηρόπουλου μπορεί στα αυτιά αρκετών σήμερα να ακούγονται παράλογα,
διότι τόσα χρόνια όταν αναφερόμασταν στην Δύση, αποκαλούσαμε «Εκκλησίες» αυτές
των Προτεσταντών και Ρωμαιοκαθολικών[14] και γνωρίζαμε φυσικά πως είναι
και αυτοί Χριστιανοί όπως και εμείς. Αντίθετη άποψη όμως για τους αιρετικούς
έχουν τόσο οι Άγιοι Πατέρες όσο και οι Ορθόδοξες Σύνοδοι. Ο ουρανοφάντωρ
Βασίλειος[15] αλλά και ο αδερφός του Γρηγόριος Επίσκοπος Νύσσης[16] υποστηρίζουν,
ότι σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να ονομάζουμε «Χριστιανούς» τους
αιρετικούς. Αυτό ισχύει και σήμερα για τους Παπικούς και λοιπούς
σχισματοαιρετικούς της Δύσεως, σύμφωνα με τα όσα διαβάζουμε στις αποφάσεις της
Μεγάλης Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως (1722 – 1724)[17]εναντίον των
καινοτομιών και των αιρέσεων των Λατίνων.
Αυτά ως μια μικρή εισαγωγή πριν περάσουμε στο κυρίως
θέμα μας που είναι η αίρεση του Οικουμενισμού και πως την παρουσιάζει ο
καθηγητής Ανδρέας Θεοδώρου[18],στο βιβλίο του «Η ουσία της Ορθοδοξίας». Στην
εποχή μας, συντελείται ίσως η μεγαλύτερη προδοσία[19]στα θέματα πίστεως και
κανονικότητας. Οι ταγοί της Εκκλησίας θυσιάζουν τον Χριστό για το χρυσό, την
κοσμική εξουσία, φερόμενοι πολλές φορές ως διπλωμάτες, καταπατώντας έτσι το
Ευαγγέλιο, τους Πατέρες, την Παράδοση μας και πλήθος Ιερών Κανόνων,
χαρακτηρίζοντάς τους μάλιστα τείχη του αίσχους[20]. Ποιο είναι φυσικά το
καθήκον μας[21]; Να αντιδράσουμε και να αγωνιστούμε ο καθένας από το δικό του
μετερίζι εναντίον της παναιρέσεως του Οικουμενισμού[22]και των σημερινών
αιρεσιαρχών Πατριαρχών, Μητροπολιτών, Επισκόπων, καθηγητών πανεπιστημίου κ.α ,
φυλάσσοντας με αυτό τον τρόπο ο καθένας μας, σύμφωνα με τις δικές του δυνάμεις
τον θησαυρό της πίστεως μας ανόθευτο, έτσι ακριβώς όπως μας τον παρέδωσαν οι
Πατέρες μας.
Μέσα από το κείμενο αυτό θα προσπαθήσουμε, το
κατά δύναμιν, να ενημερώσουμε και να αφυπνίσουμε τους Έλληνες Ορθοδόξους, αλλά
και κάθε καλοπροαίρετο άνθρωπο γύρω από τα θέματα της πίστεως. Δεν θα πούμε
δικά μας πράγματα, άλλωστε δεν έχουμε ούτε την γνώση, πόσο μάλλον το βίωμα. Θα
εμπιστευτούμε όμως κρίσεις συγχρόνων ανθρώπων του πνεύματος, μοναχών, θεολόγων
και Ιεραρχών που εγγυάται τόσο η διδασκαλία τους, όσο και ο βίος τους για τα
λεγόμενα τους γύρω από το φλέγον αυτό ζήτημα. Προσδοκία μας είναι έστω και μια
ψυχή να φωτισθεί και να καταλάβει, ότι ο Οικουμενισμός ομοιάζει με άνθρωπο
ακρατή και υπόδουλο στα πάθη του, που ούτε όρια έχει, ούτε δισταγμούς και είναι
ικανός για τα πάντα.
Το κεφάλαιο που θα μας απασχολήσει και θα
προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε, από το βιβλίο του αείμνηστου καθηγητή της
θεολογικής σχολής των Αθηνών, Ανδρέα Θεοδώρου, έχει τίτλο «Η Ορθοδοξία σήμερα
στις οικουμενικές διεκκλησιαστικές προσεγγίσεις»[23]. Από την αρχή κιόλας του
συγκεκριμένου κεφαλαίου[24], ο συγγραφέας εντοπίζει την προβληματική και
επικίνδυνη πορεία που ακολουθεί η Ορθόδοξη Εκκλησία στο Παγκόσμιο Συμβούλιο
Εκκλησιών (Π.Σ.Ε)[25] τόσο στις σχέσεις της με τις προτεσταντικές
ομολογίες όσο και με τους Καθολικούς. Ο καθηγητής Θεοδώρου, υποστηρίζει, ότι
εγκυμονεί σοβαρός κίνδυνος η Ορθόδοξη Εκκλησία να απολέσει την ιδιαίτερη
φυσιογνωμία της, το παραδοσιακό εκκλησιαστικό ήθος της και εν τέλει την αλήθεια
που κατέχει στο πλήρωμά της.
Στη συνέχεια, ο συγγραφέας, κάνει μια μικρή
αναδρομή, στην ιστορία της «Οικουμενικής Κίνησης», παρατηρώντας ότι κατ’ εξοχήν
σκοπός της, ήταν «να φέρει τις χωρισμένες εκκλησίες τη μία κοντά στην άλλη»,
έτσι ώστε «να γνωρίσουν καλύτερα η μία την άλλη, να συνειδητοποιήσουν ποιο
είναι εκείνο που τις ενώνει και ποιο τις διαχωρίζει και να δουλέψουν έχοντας
σκοπό να φτάσουν κάποτε σε μια ενότητα πίστης και αγάπης»[26]. Εδώ θα
μπορούσαμε να κάνουμε κάποιο σχόλιο. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, η όντως καθολική
Εκκλησία, του Συμβόλου της Πίστεως, πάντοτε συνδιαλεγόταν με τους μη
ευρισκομένους σε κοινωνία πίστεως και μυστηρίων μετ’ αυτής ή σωστότερα
νουθετούσε τους κατά καιρούς αιρετικούς και σχισματικούς που βρίσκονταν «εκτός
των ορίων της», με σκοπό την μετάνοιά τους και την επιστροφή τους στην Αγία
Μάνδρα. Αυτό δεν σήμαινε σε καμία περίπτωση, ότι εξισωνόταν η αλήθεια με το
ψεύδος και την αίρεση. Ο καταστατικός όμως χάρτης του Π.Σ.Ε, ανατρέπει
αυτή την αρχή και εξισώνει την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, με
μία από τις εκατοντάδες προτεσταντικές παραφυάδες που βλασφημούν το αειπάρθενο
της Παναγίας, τις πρεσβείες των Αγίων, τις αγίες Εικόνες και γενικότερα την
ιερή μας Παράδοση. Σε κάθε περίπτωση, κορυφαίο πρότυπο στον διάλογο – νουθεσία
προς τους αιρετικούς, υπήρξε και υπάρχει ακόμα και στις μέρες μας, ο Ιερεμίας
Β΄ ο επικαλούμενος Τρανός και οι επιστολές του στους Λουθηρανούς
θεολόγους της Τυβίγγης[27].
Ο καθηγητής Συμβολικής και Ιστορίας Δογμάτων στο
Πανεπιστήμιο Αθηνών, έβλεπε θετικά τα πρώτα βήματα και τον τρόπο λειτουργίας
του Π.Σ.Ε (1948) υποστηρίζοντας, ότι ανέπτυξε «αξιόλογη δραστηριότητα»,
οργανώνοντας συνέδρια, μελέτες, διαλόγους, εκδίδοντας βιβλία, αποκτώντας ακόμη
και κοινωνική δράση, βοηθώντας έτσι με ποικίλους τρόπους τα μέλη του»[28]. Στην
πορεία όμως, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, άρχισαν να συσσωρεύονται «απειλητικά
σύννεφα στον ορίζοντα του Π.Σ.Ε»[29], με αποτέλεσμα η οικουμενική αυτή κίνηση
να παραμορφωθεί και να μεταλλαχθεί σε οικουμενιστική. Ο καθηγητής Θεοδώρου,
αλλά και πολλοί πνευματικοί άνθρωποι, τις προηγούμενες δεκαετίες, εντόπισαν,
μια «άκριτη βιασύνη»[30]στο να επιτευχθεί η λεγόμενη «Ένωση των Εκκλησιών»,
θέτοντας στο περιθώριο τα «δυσχερή προβλήματα»[31], που δεν είναι άλλα από τις
δογματικές αλλά και εκκλησιολογικές κακοδοξίες των Παπικών[32]. Στο σημείο αυτό
να κάνουμε μια ακόμη διευκρίνιση προς αποφυγή παρεξηγήσεων. Δεν είμαστε
εναντίον της «Ενώσεως των Εκκλησιών», άλλωστε σε κάθε Θεία Λειτουργία η
Εκκλησία μας για αυτή την ενότητα προσεύχεται, τόσο των κατά τόπους Ορθοδόξων
Εκκλησιών, όσο και των μελών που «νοσούντα» βρίσκονται εκτός της Αμπέλου του
Χριστού. Το πρόβλημα εντοπίζεται στον τρόπο κατά τον οποίο θα πρέπει να γίνει η
πολυπόθητη «Ένωση των Εκκλησιών». Οι Παπικοί αντιλαμβάνονται, αυτή την ένωση,
ως υποταγή στον Βικάριο της Ρώμης, διατηρώντας, τις φρικτές κακοδοξίες του περί
«πρωτείου» και «αλάθητου»[33]. Οι Ορθόδοξοι Οικουμενιστές ομιλούν περί της
αιρετικής συνύπαρξης. Να πιστεύει δηλαδή, ο καθένας αυτά που πιστεύει και όλα
καλά, τίποτα δεν τρέχει. Αναγνώριση μυστηρίων, χάριτος και σωστικής ιδιότητας
στις αιρέσεις του Παπισμού και Προτεσταντισμού, ακόμη και σε βλάσφημους και
εχθρούς της Εκκλησίας και του ιδίου του Χριστού, όπως είναι οι Ισμαηλίτες[34].
Χρησιμοποίηση του όρου«Εκκλησίες», για τους υποτιθέμενους Χριστιανούς της Δύσης
κ.α. Πολλές φορές υποστηρίζουν ότι για να επιτευχθεί η ένωση, θα πρέπει να
κάνουμε αρκετές υποχωρήσεις και να κλείσουμε τα μάτια σε αρκετά σημεία που μας
χωρίζουν με τους αιρετικούς[35]. Δεν γνωρίζω αν μια τέτοια ένωση, θα είναι προς
δόξα Θεού ή αντιθέτως θα σηκώσει την οργή του Κυρίου πάνω μας. Εκείνο που
γνωρίζω, είναι η ιστορική φράση που είχε πει, ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός
απευθυνόμενος στον Πατριάρχη Ιωσήφ όταν εκείνος προσπαθούσε να πείσει την
Ορθόδοξη αντιπροσωπεία να υπογράψει την ένωση για πολιτικούς λόγους,
παραβλέποντας τι όποιες δογματικές παρεκκλίσεις των Λατίνων. Ο υπερασπιστής και
σωτήρας[36] της Ορθοδοξίας αποκρίθηκε στον Πατριάρχη λέγοντάς του πως «δεν
χωρεί εις τα της πίστεως συγκατάβασις»[37].
Οι Ορθόδοξοι αντιλαμβανόμαστε την «Ένωση» ως
μετάνοια και επιστροφή των απολωλότων προβάτων στην μία Ποίμνη και στον ένα
Ποιμένα, αφού πρώτα απεκδυθούν τις πλάνες τους και ταπεινωθούν, και αυτό το
πράγμα να ξέρετε, δεν είναι ανάξιο λόγου γιατί η ορθή πίστη, συνδέεται με τη
σωτηρία της ψυχής μας σύμφωνα με την διδασκαλία της Εκκλησίας μας και του
Συμβόλου του Αγίου Αθανασίου του Μεγάλου[38].Και κάτι ακόμα πάνω στο θέμα αυτό.
Πριν περίπου ένα μήνα, είχα διαβάσει κάτι που με συγκλόνισε στα γραπτά του
Οσίου Εφραίμ του Σύρου, σε έναν λόγο του «Εις τον Τίμιον Σταυρόν και περί
μετανοίας, και περί της Δευτέρας Παρουσίας»[39]. Ο άγιος πατήρ, έκανε λόγο περί
της Κρίσεως ενός από εμάς ξεχωριστά, λέγοντας, ότι όταν παρουσιασθούμε στο
ουράνιο δικαστήριο, θα ερευνηθεί «η σφραγίς έκαστου Χριστιανού»[40] που
δεν είναι άλλη από την Πίστη μας, η οποία θα πρέπει να βρεθεί «αμίαντος»[41].
Σε αυτό όμως που θα πρέπει να δώσουμε μεγάλη προσοχή είναι στο ότι ο Κύριος θα
μας ζητήσει να τον ομολογήσουμε, μπροστά στους αγίους μάρτυρες, στους
στρατιώτες του Χριστού, που έχυσαν το αίμα τους και θυσιάστηκαν για τις εντολές
του Ευαγγελίου. Αν ισχύουν τα λεγόμενα του Αγίου Εφραίμ, κατά την κρίση καθενός
από εμάς, θα βρίσκονται χοροί αγίων μαρτύρων, από του πρωτομάρτυρα Στέφανου,
μέχρι των αφανών και άγνωστων μαρτύρων της εποχής του Αντίχριστου. Κάπου εκεί
λοιπόν θα βρίσκονται και οι άγιοι Μάρτυρες, που βρήκαν βίαιο και απάνθρωπο
θάνατο, από τους Λατίνους και λατινόφρονες, στο Άγιον Όρος, στην Κύπρο, στα
Βαλκάνια από τους Ουνίτες. Όλοι αυτοί οι σημερινοί λατινόφρονες και
οικουμενιστές άραγε πόση παρησσία θα έχουν μόλις θα τους αντικρύσουν ξέροντας
ότι κάθε μέρα πρόδιδαν και ξεπουλούσαν την αγία Ορθοδοξία και πόρρω απείχαν από
την γραμμή των Αγίων Πατέρων; Δεν ξέρω, αυτάσκέφτομαι και πραγματικά φρίττω! Ο
Θεός να μας δίνει φώτιση και μετάνοια αγαπητοί Χριστιανοί.
Στην συνέχεια του κεφαλαίου, ο συγγραφέας,
υπαινίσσεται τις δηλώσεις του Μασόνου[42] Οικουμενικού Πατριάρχου
Αθηναγόρα[43], φωτογραφίζοντας με τον τρόπο αυτό ορισμένους «μεγαλόσχημους
εκκλησιαστικούς ταγούς»[44], οι οποίοι,
υποστήριζαν ότι οι δογματικές διαφορές μας με τους Καθολικούς, δεν είναι και
τόσο σημαντικές, ότι αυτά είναι ζητήματα που θα τα λύσουν οι θεολόγοι ενώ
αυτούς δεν τους εμποδίζει τίποτα από το να είναι αγκαλιασμένοι και αγαπημένοι
με τον Πάπα και να «προχωρήσουν σε μιά εκ των κάτω λαϊκή ένωση»[45].
Είναι πολλοί φιλοοικουμενιστές, έτσι μόνο μπορώ να
τους χαρακτηρίσω, που συνεχώς λένε ότι όσα ακούμε, επί καθημερινής βάσεως από
χείλη Ιεραρχών δεν θα πρέπει να τα παίρνουμε στα σοβαρά, κάποιοι από αυτούς
λένε μπορεί να μην έχουν σωστή αντίληψη για κάποια πράγματα ή από απροσεξία
τους ακόμα να είπαν κάτι που δεν το πίστευαν ή δεν το εννοούσαν έτσι. Ο
καθηγητής Θεοδώρου υποστηρίζει πως όλα αυτά δεν αποτελούν «λόγια του αέρα»[46],
αλλά είναι «συγκεκριμένοι σχεδιασμοί, που δεν πρόλαβαν ακόμα να
πραγματοποιηθούν»[47]. Την πρώτη φορά που διάβασα την συγκεκριμένη φράση, αυτό
που μου ήρθε αμέσως στο νου, ήταν τα λόγια του γέροντα Χαράλαμπου Βασιλόπουλου,
ιδρυτή του Ορθοδόξου Τύπου, μια πνευματικής φυσιογνωμίας των Αθηνών, των
δεκαετιών του 60, 70 και 80. Όταν εντόπισα την λέξη «σχέδιο», θυμήθηκα κάτι
αρκετά ενδιαφέρον και σημαντικό που είχε συμπεριλάβει ο γέροντας αυτός, στο
βιβλίο του «ο Οικουμενισμός χωρίς μάσκα»[48], αποκαλύπτοντας με ντοκουμέντα ότι
πίσω από την «ένωση των εκκλησιών» βρίσκεται η μασονία που για όσους γνωρίσουν
πρόκειται περί μιας αντίχριστου και παγανιστικής θρησκείας. Θεός των Μασόνων
δεν είναι άλλος από τον Μ.Α.Τ.Σ στον οποίο και προσεύχονται, που όπως έχει
αποδειχτεί[49], δεν είναι άλλος από τον εωσφόρο[50].
Ο καθηγητής Θεοδώρου ομιλεί με πολύ σκληρή
γλώσσα, τόσο για τον Οικουμενισμό, όσο και για τους υποστηρικτές του, με
εκφράσεις που αν ζούσε σήμερα θα τον καθιστούσαν ένοχο αφορισμού. Αυτή όμως
είναι η διαφορά των γνησίων τέκνων του Χριστού από των νόθων. Όπως έλεγε και ο
Άγιος Μελέτιος ο Γαλησιώτης: «ο την αλήθειαν σιγών κρύπτει Χριστόν εν τάφω».
Είναι μεγάλη αρετή να λες την αλήθεια και ακόμα μεγαλύτερη όταν μέσα από την
ομολογία σου, υπερασπίζεσαι την πίστη των Πατέρων σου. Ο αείμνηστος καθηγητής
ονομάζει Οικουμενισμό «την τάση εκείνη στην οποία παρατηρούνται χαλάρωση περί
την πίστη, σύγκραση ετερόκλιτων στοιχείων δογματικών και λατρευτικών και
προσπάθεια να παραμεριστούν τα εμπόδια και ν΄ ανοίξει ο δρόμος προς την ένωση
των Εκκλησιών»[51]. Πώς χαρακτηρίζει την προσπάθεια αυτή ο παλαιός καθηγητής
του Πανεπιστημίου Αθηνών Ανδρέας Θεοδώρου; Θεωρεί πως είναι μια «απροσμέτρητη
ανοησία»[52]και «παράκρουση εκκλησιολογική»[53], ενώ για τους υποστηρικτές της
λέει πως «πρέπει να έχουν χάσει τα μυαλά τους»[54] γιατί τα πράγματα τα
οποία λένε είναι «εξωφρενικά»[55].
Στο σημείο αυτό, θα απαριθμήσουμε τα βασικότερα
χαρακτηριστικά του οικουμενισμού έτσι όπως καταγράφονται από τον ίδιο τον
συγγραφέα στο βιβλίο του. Να πούμε πως επιλέγουμε και σταχυολογούμε τα
σημαντικότερα από τα λεγόμενά του για λόγους οικονομίας. Ο καθηγητής Θεοδώρου,
διαφωνεί με εκείνους που υποστηρίζουν, ότι ο οικουμενισμός είναι απλά αίρεση ή
παναίρεση. Τονίζει πως είναι κάτι ακόμα χειρότερο! Μια τάση όπως αναφέρει
«πολυσυλλεκτική, μια χοάνη στην οποία μπορούν να φιλοξενηθούν και ν’ αναχωνευθούν
ποικίλα ετερόκλιτα στοιχεία δογματικά, λατρευτικά, θρησκειακά»[56].
Χρησιμοποιεί σχεδόν την ίδια φράση, με αυτή του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου
«μίξη αλλόκοτη», για να περιγράψει αυτή την φορά, όχι την συνύπαρξη
θρησκευτικής και πολιτικής εξουσίας στο πρόσωπο του αιρεσιάρχη Πάπα Ρώμης[57],
αλλά για να τονίσει πως η αίρεση του αιώνα μας θα καταντήσει την Ορθοδοξία
«καρνάβαλο εκκλησιολογικό»[58]. Επισημαίνει τον κίνδυνο, ότι η οικουμενιστική
αυτή περιπέτεια της Ορθοδόξου Εκκλησίας, μπορεί να βλάψει το ορθόδοξο δόγμα που
για την διαφύλαξή του, οι πρόγονοί μας δεν δείλιασαν να χύσουν και αυτό το αίμα
τους. Ο Οικουμενισμός δεν πιστεύει σε δόγματα. Τις αιώνιες αλήθειες που
φανέρωσε ο Χριστός στον κόσμο, η αίρεση αυτή τις «ελαχιστοποιεί» και τις
«υποβαθμίζει» σύμφωνα με τον καθηγητή Θεοδώρου[59]. Σημαντικά αλλά και
εποικοδομητικά είναι τα όσα λέει ο καθηγητής Δογματικής σχετικά με το ορθόδοξο
δόγμα. Αξίζει να μεταφέρουμε τα λόγια του ως έχουν: «Στα δόγματα ομιλεί ο ίδιος
ο Θεός. Συνεπώς αυτά είναι αλήθειες αιωνίου κύρους, ακατάλυτες και αδιάφθορες,
δεσμευτικές για την πίστη της Εκκλησίας και απόλυτα αναγκαίες για τη σωτηρία….
Δεν είναι μέγεθος ανθρώπινο διαπραγματεύσιμο (το δόγμα της Εκκλησίας), κάτι που
μπορούμε να κόψουμε και να ράψουμε στα μέτρα μας»[60].
Στοιχεία δογματικά, υπάρχουν και σε αρκετούς Κανόνες
της Εκκλησίας μας, που και αυτοί με την σειρά τους διεκδικούν το αλάθητο
επομένως και το αιώνιο κύρος, όσον αφορά θέματα δογματικά και ηθικά όχι όμως
διοικήσεως και ευταξίας[61]. Ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά του
Οικουμενισμού, επίκαιρο και νωπό στην μνήμη μας[62] αποτελεί σύμφωνα με
τον συγγραφέα, η τάση «αμνήστευσης των αιρέσεων»[63]. Το φαινόμενο αυτό κατά
τον καθηγητή Θεοδώρου είναι «βασική προτεσταντική αρχή»[64] η οποία
απορρίπτει αυθεντίες όπως τα δόγματα της πίστης μας. Ο Οικουμενισμός
αντιμετωπίζει την αίρεση «ως μια άλλη όψη της αλήθειας»[65], κάτι δηλαδή
απολύτως φυσιολογικό. Όλα αυτά όμως έρχονται σε αντίθεση τόσο με το Ευαγγέλιο
όσο και με την Παράδοση της Εκκλησίας μας η οποία «αλλότριους οίδεν»[66]τους
αιρετικούς αναθεματίζοντάς τους[67]. Σε κάθε περίπτωση, όλη αυτή η κατάσταση με
τα συλλείτουργα, τις συμπροσευχές, την χορήγηση Θείας Κοινωνίας στους
αιρετικούς, είναι απαράδεκτη καιη μόνη που βλάπτεται, είναι η Μία Αγία Καθολική
και Αποστολική Εκκλησία, διότι οι εκκλησιαστικές δομές των Προτεσταντών και
λοιπών αιρετικών, είναι τέτοιες που όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο καθηγητής
Θεοδώρου «τους επιτρέπουν να ζήσουν με όλους και με όλα…. παράδοση
εκκλησιαστική δεν έχουν, αυθεντία δεν γνωρίζουν, οι δογματικές τους αλήθειες
είναι ρευστές και χαλαρές και στερούνται από τα γνωρίσματα της αυθεντικής
καθολικότητας»[68].
Δεν μπορούμε να προσπεράσουμε έτσι, μη κάνοντας κάποιο
σχόλιο σχετικά με όσα έλαβαν χώρα στο Κολυμβάρι Χανίων όπου και
πραγματοποιήθηκε η λεγόμενη «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος», η οποία στην κυριολεξία
αμνήστευσε τις αιρέσεις και τις ονόμασε Εκκλησίες στο 6ο άρθρο του
κειμένου της«Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν
κόσμον». Αυτό που θα πρέπει να παρατηρήσουμε είναι ότι δεν υπάρχει μια ενιαία
γραμμή στην Ιεραρχία της Εκκλησίας σχετικά με τους ετεροδόξους. Είναι αδερφοί
εν Χριστώ[69] και κοινωνούμε μαζί τους στο Μυστήριο της Σωτηρίας, ή είναι
καταδικασμένοι αιρετικοί[70] που ουδεμία εκκλησιαστική κοινωνία δεν θα
πρέπει να έχουμε μαζί τους σύμφωνα με το Κανονικό δίκαιο της Εκκλησίας μας;
Τους ονομάσαμε «Εκκλησίες», είναι όντως Εκκλησίες, έχουν χάρη τα μυστήρια που
τελούν; υπάρχει σωτηρία στον Προτεσταντισμό και τον Καθολικισμό; Αυτά είναι
ερωτήματα που αν και έχουν απαντηθεί στο παρελθόν δυστυχώς δεν συζητήθηκαν στο
συνέδριο της Κρήτης. Αν έχουν αποστολική διαδοχή οι Παπικοί και τα Μυστήρια που
ενεργούν τελειοποιούνται μέσω του Παρακλήτου, παρά τις δογματικές διαφορές που
τους καθιστούν αυτόματα αιρετικούς, τότε, ποια θα πρέπει να είναι η στάση μας
απέναντι στους αδερφούς μας του πατρώου εορτολογίου; Εκείνοι έχουν μυστήρια;
Υπάρχει θεία χάρις; Δεν ξέρω πάντως με παραξενεύει πως από την μία το στόμα των
ταγών μας στάζει μέλι για τον Πάπα και από την άλλη στάζει φαρμάκι και δηλητήριο
για τους αδερφούς μας Παλαιοημερολογίτες που πρώτοι εκείνοι, χάρη στο
ερευνητικό τους πνεύμα«ξεσκέπασαν» τον Οικουμενισμό και μας προειδοποίησαν
σχετικά με την προδοσία που ενεργείται στις μέρες μας ανοίγοντάς μας τα μάτια.
Θεωρώ πως η Εκκλησία και γενικότερα ο κόσμος σήμερα, βιώνει την μεγαλύτερη
αίρεση που υπήρξε ποτέ, αυτή του «αγαπισμού». Με πρόφαση δηλαδή την αγάπη,
αφήνουμε τα «νοσούντα» μέλη στην πλάνη και την αίρεση λέγοντάς τους μην
ανησυχείτε και εκεί σώζεστε! Αγάπη όμως χωρίς αλήθεια είναι σχήμα αγάπης, στην
πραγματικότητα όμως είναι απάτη σύμφωνα με τον αείμνηστο Επίσκοπο Φλωρίνης
Αυγουστίνο Καντιώτη[71]. Όταν αγαπάς κάποιον, του λες την αλήθεια ως έχει,
γιατί σε ενδιαφέρει περισσότερο ο άνθρωπος αυτός να βγει από το σκοτάδι και να
απελευθερωθεί από τα ποικίλα δεσμά του σημερινού κόσμου, παρά να μείνει
αλυσοδεμένος και δέσμιος του παρόντος αιώνος του απατεώνος, και ας τον λυπήσεις
πρόσκαιρα, ελέγχοντάς τον όμως για το δικό του καλό.
Ο Ανδρέας Θεοδώρου, σημειώνει το εξής σημαντικό, σχετικά
με τους καθηγητές των θεολογικών σχολών που συμμετείχαν στο Π.Σ.Ε τα παλαιότερα
χρόνια. Διαπιστώνει ότι είχανε ορθόδοξη αυτοσυνειδησία, καθότι στο τέλος των
συνεδρίων και των εργασιών και πιο συγκεκριμένα στα κείμενα που εκδίδονταν υπό
του οργανισμού, «καταχώριζαν γραπτά την ιδιαίτερη πίστη τους, ότι η Ορθόδοξη
Εκκλησία είναι η μόνη αληθινή Εκκλησία, την οποία ίδρυσε ο Χριστός πάνω στην
γη»[72] θέλοντας με αυτό τον τρόπο να διαφυλάξουν την ορθόδοξη πίστη
αλλάκαι να έχουν αναπαυμένη την συνείδησή τους. Αυτή η ωραία συνήθεια όμως δεν
κράτησε για πολύ[73] και αυτό ήταν λογικό να δημιουργήσει αρκετά
ερωτηματικά αλλά και ανησυχία με αποτέλεσμα να θεωρηθεί ύποπτη η «παρασιώπηση
αυτή της ομολογίας»[74]. Το γεγονός αυτό, δεν μπορεί να είναι τυχαίο, αλλά
σχετίζεται με την λεγόμενη «θεωρία των κλάδων»[75], η οποία αποτελεί την «ψυχή
της εκκλησιολογίας του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών»[76]. Η
προτεσταντική «θεωρία των κλάδων» που δυστυχώς σήμερα έχουν ασπασθεί και πολλοί
ορθόδοξοι καθηγητές πανεπιστημίου αλλά και Επίσκοποι καταργεί το θ΄ άρθρο του
Συμβόλου της Πίστεως : «Εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν…».
Οι υποστηρικτές της θεωρίας αυτής πιστεύουν πως ούτε οι Προτεστάντες, ούτε οι
Παπικοί, ούτε οι Ορθόδοξοι, δεν κατέχουν το πλήρωμα της αληθείας, χαρακτηρίζοντάς
τους «ελλειμματικές Εκκλησίες», καθότι η Εκκλησία του Χριστού έχει διασπαστεί,
μοιάζοντας έτσι με ένα δέντρο με πολλά κλαδιά. Η αληθινή Εκκλησία, πρόκειται να
επανιδρυθεί[77], μόνο σε μια πιθανή μελλοντική ένωση των επιμέρους Εκκλησιών
αλλά και θρησκειών[78].Ένας συνειδητός Ορθόδοξος πιστός δεν μπορεί να κάνει
αποδεχτή την θεωρία αυτή «εκτός κι αν έχει χάσει τα μυαλά του»[79] όπως
χαρακτηριστικά αναφέρει ο καθηγητής δογματικής Θεοδώρου.
Στο ερώτημα αν θα πρέπει να αποχωρήσει η
Ορθόδοξη Εκκλησία από το Π.Σ.Ε, βάση της προβληματικής εξέλιξης της
οικουμενικής κίνησης αλλά και του ξεπεσμού των ορθοδόξων αντιπροσώπων, ο
καθηγητής της θεολογικής σχολής δεν αποκλείει το ενδεχόμενο, σε περίπτωση
βέβαια που τα πράγματα φτάσουν στο απροχώρητο[80]. Παρόλα αυτά όμως,
υπογραμμίζει την σημαντικότητα της παρουσίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον
οργανισμό αυτό, σημειώνοντας μάλιστα πως εμείς οι Ορθόδοξοι αποτελούμε την
«σπονδυλική στήλη»[81] του συμβουλίου και αν αποχωρήσουμε το συμβούλιο
αυτό θα μείνει «ασπόνδυλο»[82]. Ο Ανδρέας Θεοδώρου από ότι φαίνεται, πίστευε αν
μου επιτρέπετε, στον λεγόμενο «υγιή Οικουμενισμό»[83], στην ευκαιρία δηλαδή των
Ορθοδόξων να ομολογήσουν την αλήθεια, μπροστά στους αιρετικούς της Δύσης,
προσπαθώντας να τους πείσουν να αφήσουν την πλάνη τους και να επιστρέψουν στην
αληθινή Εκκλησία. Στην προσπάθεια αυτή είχαν συμβάλει και αρκετοί γνωστοί κατά
το παρελθόν και επιφανείς θεολόγοι όπως ο π. Γεώργιος Φλορόφσκυ, ο π. Ιωάννης
Ρωμανίδης και ο πολυγραφότατος Παναγιώτης Τρεμπέλας.
Ο συγγραφέας τονίζει πως για να παραμείνει η
Ορθόδοξη Εκκλησία στο Π.Σ.Ε θα πρέπει να υπάρξουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις[84].
Οι σημαντικότερες από αυτές είναι: α) να επιλέγονται με προσοχή οι εκπρόσωποι
στο συμβούλιο αυτό, να είναι θεολόγοι με σύνεση και «ορθόδοξη ευαισθησία»,
ειδικά καταρτισμένοι στα ζητήματα αυτά, β) να είναι πάρα πολύ προσεκτικοί ώστε
να μην σκανδαλίζουν το ποίμνιο με τις «επιπόλαιες και άστοχες ενέργειές τους»
και γ) να ομολογούν με παρρησία την αλήθεια και να μην «συσχηματίζονται» από
δειλία και ανθρωπαρέσκεια με πρόσωπα και καταστάσεις. Ταπεινή μας άποψη είναι,
ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία θα πρέπει να αποχωρήσει από τον εβραιοκίνητο αυτό
οργανισμό και να βρει μια άλλη φόρμουλα διαλόγου με τις υπόλοιπες χριστιανικές
ομολογίες. Πίσω από το Π.Σ.Ε κρύβονται οργανώσεις αντίχριστες όπως ο Σιωνισμός,
η Μασονία και πλήθος άλλων σκοτεινών δυνάμεων που σκοπό τους έχουν να
εγκαθιδρύσουν την λεγόμενη πανθρησκεία (MRA) και περισσότερο από οτιδήποτε
άλλο να πολεμήσουν τον Χριστιανισμό και την Ορθοδοξία.
Στη συνέχεια του κεφαλαίου, ο καθηγητής Θεοδώρου
επισημαίνει κάτι που οι περισσότεροι από τους σημερινούς Οικουμενιστές είτε το
έχουν λησμονήσει, είτε δουλεύουν για τον σκοπό αυτό, αν κρίνουμε από τις
δηλώσεις τους αλλά και από τα πεπραγμένα τους. Ο συγγραφέας, μας υπενθυμίζει
ότι σκοπός του Παπισμού μετά την εποχή του λεγόμενου «σχίσματος» του 1054 μ.Χ,
ήταν και παραμένει η υποταγή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, γιατί όπως αναφέρει
χαρακτηριστικά οι Λατίνοι πάσχουν από«σύμπλεγμα εκκλησιολογικής ανωτερότητας, οιήσεως
και κυριαρχικής μανίας»[85]. Μια κληρονομιά που έχει τις ρίζες της στο αρχαίο
ρωμαϊκό κράτος, στον χώρο του οποίου αναπτύχθηκε και έδρασε η Δυτική
Χριστιανική Εκκλησία[86]. Και συνεχίζει λέγοντας πως το πνεύμα αυτό της
υποταγής, είναι ριζωμένο βαθιά στα κύτταρά της, ποτέ δεν το απέβαλε ούτε
πρόκειται να το αποβάλει[87] επιζητώντας να κυριαρχεί και οι άλλοι να
υποτάσσονται. Όπως με την Ουνία στο παρελθόν, έτσι και σήμερα οι Παπικοί
ενδύονται ένα άλλο προσωπείο, οικουμενιστικό αυτή τη φορά[88] παριστάνοντας
την αδερφή Εκκλησία που «κόπτεται»[89] για την ενότητα του Χριστιανικού
αλλά και του υπόλοιπου κόσμου[90], που στην πραγματικότητα όμως ζητεί να τον
υποτάξει κάτω από την κοσμική εξουσία του Πάπα και στη συνέχεια να στρώσει το
κόκκινο χαλί υποδεχόμενος τον προφητευμένο αντίχριστο σαν τον σωτήρα της
ανθρωπότητας. Άλλωστε δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι όλες οι αιρέσεις, αποτελούν
προδρόμους του αντίχριστου. Ο Παπισμός δεν μπορεί να αποτελεί εξαίρεση[91] και
το δυστύχημα είναι πως συμπαρασέρνει μαζί του στην απώλεια δισεκατομμύρια
ανθρώπων.
Οι φιλενωτικές προσπάθειες που γίνονται από τις
αρχές του 20ου αιώνα με αποκορύφωμά την πατριαρχία των Αθηναγόρα,
Δημητρίου και Βαρθολομαίου, σύμφωνα με τα γραφόμενα του καθηγητή, δεν μπορούν
να ευοδωθούν, διότι τόσο οι Ορθόδοξοι όσο και οι Παπικοί έχουν την
«εκκλησιολογική αυτοπεποίθηση»[92] ότι αποτελούν την Μία, Αγία, Καθολική
και Αποστολική Εκκλησία του Συμβόλου της Πίστεως μένοντας αμετακίνητοι σε αυτή
τους τη θέση. Η σκέψη που κάνει ο καθηγητής Θεοδώρου, είναι πως μόνο με
αμοιβαίες υποχωρήσεις και συμβιβασμούς μπορεί να πραγματοποιηθεί η πολυπόθητη
«Ένωση των Εκκλησιών», τονίζοντας όμως ότι κάτι τέτοιο για τους Ορθοδόξους δεν
μπορεί παρά να είναι αδιανόητο και απαράδεκτο και να επιφέρει τον
«εκκλησιολογικό μας θάνατο»[93]. Στο παρελθόν[94], αλλά και στις μέρες μας,
παρατηρείται το φαινόμενο των εκπτώσεων στα θέματα της πίστεως. Δυστυχώς όμως,
οι υποχωρήσεις και οι εκπτώσεις, αυτές, δεν γίνονται ορισμένες φορές τον χρόνο,
όπως αυτές τις μέρες καλή ώρα, αλλά καθ΄ όλη τη διάρκεια του ενιαυτού
προδίδεται η ορθόδοξη πίστη υπό ανθρώπων πονηρών και χριστεμπόρων.
Ο καθηγητής Θεοδώρου αλλά και κάθε εχέφρων
άνθρωπος, μπορεί να καταλάβει ότι το πρόβλημα, η νόσος, που κρατάει χωρισμένες
τις Εκκλησίες είναι οι δογματικές τους διαφορές. Όσο αυτές θα υφίστανται, η
εκκλησιαστική ένωση είναι «πράγμα ανέφικτο και όσοι υποστηρίζουν ότι μπορεί να
υπάρξει ένωση και συγχρόνως να συντηρούνται οι δογματικές διαφορές, δεν ξέρουν
τι λένε»[95].Ο Ανδρέας Θεοδώρου ακόμη, υποστηρίζει πως θα πρέπει επιτέλους να
συζητηθούν οι διαφορές μας με τους Παπικούς και όχι μόνο τα πράγματα στα οποία
συμφωνούμε, φέρνοντας μάλιστα ένα πολύ ωραίο παράδειγμα. Το να επικεντρωνόμαστε
επισημαίνει, μόνο στα κοινά σημεία και σε αυτά που αποδεδειγμένα συμφωνούμε
είναι παράλογο, γιατί μοιάζει με έναν γιατρό που δεν εξετάζει τον ασθενή στα
άρρωστα και πάσχοντα μέλη αλλά στα υγιή![96]Ποιος ο σκοπός όμως σύμφωνα με τον
συγγραφέα που οι μεγαλόσχημοι ταγοί αποφεύγουν να κάνουν διάλογο γύρω από τα
θέματα πίστεως; Η δημιουργία μιας «τεχνητής ευφορίας», η οποία θα λέει ότι αφού
συμφωνούμε στην διδασκαλία περί μυστηρίων, γιατί να μην προχωρήσουμε και
επίσημα πλέον στο κοινό Ποτήριο; Ο καθηγητής Θεοδώρου καταλήγει για όλα αυτά:
«ο στρουθοκαμηλισμός σε όλη τη βλακώδη μεγαλοπρέπειά του».
Στις επόμενες σελίδες του 4ου κεφαλαίου του
βιβλίου του «Ουσία της Ορθοδοξίας», ο συγγραφέας, παραθέτει τις δογματικές
διαφορές ή καλύτερα τις αιρέσεις των Παπικών[97]που αποτελούν ανυπέρβλητο
εμπόδιο για να επιτευχθεί η πολυπόθητη «Ένωση των Εκκλησιών». Με τις υπάρχουσες
συνθήκες, με τις κακοδοξίες δηλαδή των Λατίνων να παραμένουν, κάθε
απόπειρα ένωσης προσκρούει σε τοίχο και μόνο αρνητικά αποτελέσματα μπορεί να
φέρει. Ο καθηγητής Θεοδώρου όμως είναι πάρα πολύ επιφυλακτικός, ακριβώς γιατί ο
Οικουμενισμός είναι μια αίρεση που δεν μας έχει δείξει ακόμα ολόκληρό το
πρόσωπό της αλλά και τα πανούργα σχέδιά της. Χαρακτηρίζει τον καταληψία και
αιρετικό Πάπα της Ρώμης «έμπειρο διπλωμάτη και ύπουλο συζητητή»[98]που είναι
διατεθειμένος να παραβλέψει τις δυσκολίες και τα εμπόδια, παρά την πεποίθησή
του πως η μόνη αληθινή Εκκλησία είναι αυτή των Παπικών, έχοντας ως μόνο στόχο,
την «επέκταση του πρωτείου του»[99]. Γι΄ αυτό άλλωστε εργαζόταν και η Ουνία, το
«παρδαλό, εκτρωματικό και αντιφατικό κατασκεύασμα της πονηρίας των Παπικών»[100] που
σκοπό είχε και έχει σύμφωνα με τον Ανδρέα Θεοδώρου να δεχτούμε το υποτιθέμενο
«πρωτείο εξουσίας» του Επισκόπου Ρώμης και να υπαχθούμε εκκλησιαστικά στην
δικαιοδοσία του[101] κρατώντας τα δόγματα και τις παραδόσεις μας.
Στο σημείο αυτό, για μια ακόμη φορά, ο καθηγητής
Ανδρέας Θεοδώρου αγανακτεί με την κατάντια των ορθοδόξων Οικουμενιστών που όπως
λέει «μεθυσμένοι από το κρασί του Οικουμενισμού»[102] τρέχουν να
αγκαλιάσουν και να ασπασθούν τον Πάπα. Στις αστοχίες τους ως προς τα θέματα της
πίστεως, συκταταλέγεται η υπογραφή «κατάπτυστων κειμένων»[103] όπως αυτό
του Balamand[104]αλλά και η άρνηση και αποθάρρυνση των ετεροδόξων
στο αίτημά τους να γίνουν Ορθόδοξοι και να βαπτιστούν[105]. Το μόνο θετικό αλλά
και παρήγορο σύμφωνα με τον αείμνηστο καθηγητή της θεολογικής σχολής των
Αθηνών, είναι ότι η Εκκλησία αποτελείται τόσο από τον κλήρο, όσο και από τον
λαό που όντως πολυπληθέστερος αποτελεί τον «θεματοφύλακα της πίστης και των
εκκλησιαστικών παραδόσεων»[106] τον οποίο και μόνο φοβούνται οι
Οικουμενιστές καθότι είναι σε θέση να «κονιορτοποιήσει τα οικουμενιστικά
κατασκευάσματα»[107]. Μεγάλη προσοχή θα πρέπει να δώσουμε όλοι στα τελευταία
αυτά λόγια του καθηγητή Θεοδώρου, με τα οποία επιλέγει να κλείσει το κεφάλαιο
αυτό, του πραγματικά σημαντικού έργου του. Το ποίμνιο του Χριστού αποτελείται
από λογικά πρόβατα και όχι από άβουλα πλάσματα που ότι και αν τους πουν θα
πρέπει να κλείνουν δουλικά το κεφάλι και να υπακούουν. Μην ξεχνάμε πως και στο
παρελθόν υπήρξαν ασεβείς και αιρετικοί Μοναχοί, Ιερείς, Επίσκοποι ακόμα και
Πατριάρχες. Απλοί λαϊκοί όμως, ήταν εκείνοι που αποδοκίμασαν τις αιρετικές
διδασκαλίες τους, όπως την εποχή της Ψευδοσυνόδου της Φεράρας και Φλωρεντίας[108]διαφυλάσσοντας
ανόθευτο τον θησαυρό της πίστεως παίζοντας καθοριστικό ρόλο[109]στα θέματα
αυτά. Σε αυτούς τους έξυπνους που μας κατηγορούν από αμάθεια και μας υβρίζουν
λέγοντάς μας γιατί ανακατευόμαστε στα θέματα αυτά, έχουμε να τους απαντήσουμε
πως τα θέματα της πίστεώς μας είναι απείρως σημαντικότερα από τα βιοτικά και θα
πρέπει να ενδιαφέρουν τους πάντες σύμφωνα με την διακήρυξη[110] του
πανόσιου[111], αγίου Θεόδωρου Ηγούμενου της Ιεράς Μονής Στουδίου στην
Κωνσταντινούπολη.
Το Ορθόδοξο ποίμνιο, σύμφωνα με την απάντηση των Πατριαρχών
Ανατολής του 1848 μ.Χ, στον Πάπα Πίο τον Θ΄ αποτελεί «το σώμα της Εκκλησίας και
τον υπερασπιστή της θρησκείας»[112]. Η διαπίστωση αυτή αναβιβάζει τον κάθε
πιστό, δίνοντάς του αξία στον δημοκρατικό θεσμό της Εκκλησίας καθιστώντας τον
αυτόματα φύλακα των πατρώων παραδόσεων και υπεύθυνο έστω και αν όλοι οι άλλοι έχουν
πλανηθεί, εκείνος να κρατήσει άσβεστη την φλόγα της πίστεως παλεύοντας για την
Ορθοδοξία. Γνωστή είναι και η ρήση του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτη, ο οποίος
λέει ότι την Εκκλησία του Χριστού σε περίοδο αίρεσης μπορούν να αποτελούν και
τρία ακόμη άτομα, τα οποία όμως είναι προσκολλημένα στην αλήθεια[113].Δυστυχώς
όμως σήμερα, αγαπητοί αναγνώστες των ταπεινών αυτών σκέψεων ο Ορθόδοξος λαός
δεν ενδιαφέρεται για την Πίστη των Πατέρων του και για την ιερή παρακαταθήκη
όπου μας άφησαν. Το πρόβλημα αφορά τόσο τον κάθε πιστό ως πρόσωπο όσο και τους
κληρικούς οι οποίοι ενώ θα έπρεπε να εμπνέουν το ποίμνιο το σκανδαλίζουν με
χίλιους τρόπους. Οι σκέψεις πολλές αλλά δεν είναι του παρόντος.
Κλείνοντας την δημοσίευσή μας αυτή, αξίζει να
σημειωθεί πως το βιβλίο αυτό του καθηγητή Θεοδώρου δίδεται ως εγχειρίδιο, στις
κατατακτήριες εξετάσεις του τμήματος Θεολογίας του Ε.Κ.Π.Α και αυτό μπορεί να
μεταφραστεί με δύο τρόπους. Ο πρώτος ότι και σήμερα μπορεί να υπάρχουν
ελάχιστοι αλλά παραδοσιακοί θεολόγοι που από φόβο τις περισσότερες φορές δεν
καταφέρονται εναντίον του Οικουμενισμού, δίνουν όμως στους νεαρούς φοιτητές
τροφή για σκέψη και προβληματισμό ή γίνεται τόσο βιαστική και επιπόλαια επιλογή
εγχειριδίων και βοηθημάτων και έτσι δεν εντόπισαν τις κατά κάποιο τρόπο
«αιρετικές απόψεις» του αντιοικουμενιστή θεολόγου Ανδρέα Θεοδώρου.
Προσευχόμαστε να συμβαίνει το πρώτο έχοντας την ελπίδα πως τα λόγια του
συγγραφέα θα αγγίξουν ψυχές θεολογούντων αλλά και απλών πιστών που πιθανώς θα
πέσει στα χέρια τους το ενλόγω βιβλίο. Όσο για την παρούσα δημοσίευση, αφού
πρώτα επικαλεσθούμε τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό και την Μητέρα Αυτού αλλά και
τις πρεσβείες πάντων των Αγίων και ιδιαιτέρως του Αγίου Νικοδήμου του
Αγιορείτη, προσδοκούμε να αφυπνίσει κάθε καλοπροαίρετο άνθρωπο, αλλά
περισσότερο προσευχόμαστε τα λόγια αυτά να διαβαστούν από εκείνους τους
αδερφούς μας που είναι απληροφόρητοι γύρω από τα θέματα της Πίστης μας. Ο
Τριαδικός Θεός αδερφοί μου, να μας δίδει Μετάνοια και δύναμη. Καλό Τριώδιο και
καλή Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή.
[1] Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Αγιορείται
Πατέρες και Αγιορείτικα, Εκδόσεις Ιερού Ησυχαστηρίου Ευαγγελιστής Ιωάννης ο
Θεολόγος Σουρωτή Θεσσαλονίκης σελ. 77.
[2]Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας,
τόμος Α΄, Εκδόσεις Συναξαριστής, Αθήνα 2011, σελ. 176.
[3] Ανδρέας Θεοδώρου, Η ουσία της
Ορθοδοξίας, Εκδόσεις Παρουσία, Αθήνα 1998, σελ. 8.
[5] Ο γέροντας Θεόκλητος Διονυσιάτης σε άρθρο του
στην εφημερίδα του Ορθοδόξου Τύπου (αρ. φ.97, 10 – 2 – 1969) υποστηρίζει ότι
κακώς και καταχρηστικώς ονομάζουμε τους Παπικούς αλλά και τους υπόλοιπους
ετεροδόξους «Εκκλησίες». Στην πραγματικότητα αποτελούν:«αιρετικά αθροίσματα
μικρά ή μεγάλα, σώματα νοσούνταποικίλως και άλλα εντελώς νεκρά». Βλ. και
Αγιορείτες Πατέρες, Άγιον όρος διαχρονική μαρτυρία στους αγώνες υπέρ
της Πίστεως, Άγιον Όρος 2014, σελ. 37.
[6]Ιουστίνου Πόποβιτς, «Δογματική της Ορθοδόξου
Εκκλησίας (Γαλλική μετάφραση) Τόμος 4ος, σελ. 181, Lausanne 1995 –
Αναδημοσιεύτηκε στον «Ορθόδοξο Τύπο» στις 29/6/2007.
[7] Κατά Ιωάννην Γ΄, 5.
[8] Έτσι χαρακτηρίζει στον τίτλο του ομώνυμου
βιβλίου του, ο Παναγιώτης Σωτήρχος τον Όσιο Νικόδημο.
[9]Ο Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος (Ο
Ουρανοδρόμος Οδοιπόρος 1884 – 1980), Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη
1980, σελ. 350 – 351, υποσημείωση.
[10] Αγαπίου ιερομονάχου και Νικοδήμου μοναχού, Πηδάλιον,
Εκδόσεις Αστήρ – Παπαδημητρίου, Αθήνα 2003, σελ. 55.
[11]Αγαπίου ιερομονάχου και Νικοδήμου μοναχού, Πηδάλιον,
Εκδόσεις Αστήρ – Παπαδημητρίου, Αθήνα 2003, σελ. 55.
[12]Στο ίδιο.
[14] Καθολική μπορεί να είναι μόνο η Μία, Αγία
και Αποστολική των Ορθοδόξων Εκκλησία και όχι αυτή των Λατίνων που είναι
αιρετική και σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει να αποκαλείται Εκκλησία.Παρόλα
αυτά οι Ρωμαιοπαπικοί, μετά το λεγόμενο «σχίσμα των Εκκλησιών» σφετερίστηκαν
την τρίτη ιδιότητα της Αγίας Εκκλησίας όπως αυτή εκτίθεται στο θ΄ άρθρο του
Συμβόλου της Πίστεως. Βλ και Ανδρέα Θεοδώρου,ό.π., σελ. 137.
[15]Ε.Π.Ε 3,65.
[16]P.G
45, 1320.
[17]Mansi
37, 209.
[19] Δικαιολογημένα θα αναρωτηθείτε πως είναι
δυνατόν, οι Επίσκοποι της Εκκλησίας του Χριστού να μην αγωνίζονται για την
σωτηρία του ποιμνίου και την πνευματική οικοδομή του. Η απάντηση που θα δώσουμε
στηρίζεται στο Ιερό Ευαγγέλιο και δεν είναι κάτι καινούριο. Είναι γνωστό σε
όλους μας, ότι ανάμεσα στους 12 στενούς μαθητές του Χριστού, βρέθηκε και ένας
προδότης, φιλοχρήματος και άπληστος, ο δόλιος Ιούδας που η λαϊκή ευσέβεια τόσα
πράγματα έχει γράψει και έχει πει για αυτόν. Σε κάθε περίπτωση υπάρχουν
ενάρετοι και ορθόδοξοι υπηρέτες του Υψίστου, αλλά και αφανείς αγωνιστές, που
μέσα στην δίνη του διαχριστιανικού αλλά και διαθρησκειακού οικουμενισμού εύκολα
μπορεί κανείς να τους εντοπίσει. Η επικίνδυνη όμως πλειοψηφία των Οικουμενιστών
δεν οδηγεί τον ορθόδοξο λαό κοντά στον Χριστό αλλά μακριά από την Αλήθεια και
την Ζωή.
[20]Περιοδικό Επίσκεψις, ἀρ. 423, 15/7/1989, σ, 6-7.
[21]http://www.vimaorthodoxias.gr/peri-zois/%CE%B1%CE%B8%CE%B5%CE%90%CE%B1-%CE%B7-%CF%83%CE%B9%CF%89%CF%80%CE%AE-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CF%80%CE%AF%CF%83%CF%84%CE%B7/
[22] Αρχ. Ιουστίνου Πόποβιτς, Η Ορθόδοξος
Εκκλησία και ο Οικουμενισμός, Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1974,
σελ. 224.
[23] Ανδρέα Θεοδώρου,ό.π., σελ. 319 και εξής.
[24]Στο ίδιο.
[25] Μάλλον ορθότερα «Παγκόσμιο Συμβούλιο
Αιρέσεων», σύμφωνα με τον καθηγητή Κανονικού Δικαίου και Ποιμαντικής αείμνηστο
Κωνσταντίνο Μουρατίδη.
[26] Ανδρέα Θεοδώρου, ό.π., σελ. 321.
[27] Βλ. Ιωάννου Καρμίρη, Τα Δογματικά και
Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμος Α΄, Αθήνα 1960, σελ.
437 και συνέχεια στον Β΄ τόμο.
[28] Ποιός ήταν ο λόγος που η Ορθόδοξη Εκκλησία
έγινε μέλος του Π.Σ.Ε σύμφωνα με τον Σεβασμιότατο μητροπολίτη Πειραιώς κ.
Σεραφείμ; Hφτώχεια
στην οποία βρισκόταν η Ελλάδα, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το Π.Σ.Ε, σύμφωνα
με τον Μητροπολίτη Πειραιώς, χορηγούσε κονδύλια στις Μητροπόλεις αλλά και στους
φοιτητές για να πραγματοποιήσουν τις σπουδές τους στο εξωτερικό. Από ότι καταλαβαίνουμε
τα κίνητρα ήταν κυρίως και απ΄ αρχής οικονομικά με ότι αυτό συνεπάγεται.https://www.youtube.com/watch?v=1Ul1xinxbXw&index=6&list=PLhEXqBkFjSSmRpoHXiJKT9rk62bIMu8bA 1:03:00
και εξής.
[29] Ανδρέα Θεοδώρου, ό.π., σελ. 323.
[30]Στο ίδιο, σελ. 324.
[31]Στο ίδιο.
[32] Για το θέμα αυτό βλ. Γρηγορίου Μπαγκαβού, Οι
αιρετικές διδασκαλίες του παπισμού, Εκδόσεις Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 2004.
[33] Αυτό καταλαβαίνει όποιος μελετήσει τα
κείμενα της Β΄ Βατικανής Συνόδου που έχει εκδώσει το γραφείο Καλού Τύπου
(Ουνίτες).
[34] Έτσι αποκαλεί ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός
τους Μωαμεθανούς, στο έργο του «Περί αιρέσεων». Βλ. Ε.Π.Ε 2, 307.
[35] Βλ. Πατριαρχική και Συνοδική Εγκύκλιο του
1902 επί Πατριαρχίας Ιωακείμ του Γ΄.
[36] Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, αποδείχτηκε
πραγματικός σωτήρας της Ορθοδοξίας χωρίς υπερβολή. Σύμφωνα με τους Λατίνους
ιστορικούς, αυτός υπήρξε η αιτία που δεν προχώρησε η ένωση – υποταγή της
Ορθοδόξου Εκκλησίας στους πονηρούς και δόλιους αιρετικούς της Ρώμης (Σπυρίδωνος
Μπιλάλη, Ορθοδοξία και Παπισμός Β΄, Εκδόσεις Ορθοδόξου Τύπου, Αθήνα 2014, σελ
85). Πολλές φορές οι Ορθόδοξοι Οικουμενιστές προβάλλουν το εξής επιχείρημα στην
αντίδραση του πιστού λαού εναντίον της αιρέσεως του αιώνα μας, λέγοντάς μας
ειρωνικά ότι στην Εκκλησία σώζεσαι και δεν είσαι εσύ που θα σώσεις την
Εκκλησία. Ο Άγιος Μάρκος Εφέσου, με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο ανασκευάζει το
επιχείρημά τους αυτό. Ήταν ο μόνος μεταξύ της Ορθοδόξου αντιπροσωπείας που από
την αρχή μέχρι το τέλος παρέμεινε καθ’ όλα Ορθόδοξος παρά τα γυμνάσια των
Παπικών αλλά και την ανανδρία των δικών μας Επισκόπων. Αν δεν βρισκόταν ο Άγιος
Μάρκος, εμείς σήμερα θα ήμασταν Φράγκοι, Λατίνοι, Αιρετικοί, καταδικασμένοι
στην αιώνια κόλαση. Ενώ ο Θεός θα μπορούσε να στείλει έναν άγγελο ή να
επιτρέψει να γίνουν μια αλληλουχία από γεγονότα που θα έδειχναν την βουλή του
να μην πραγματοποιηθεί τελικά αυτή η ένωση, άφησε «τις τύχες» της πίστεως σε
έναν και μόνο άνθρωπο, όπως άλλωστε έκανε και στο παρελθόν τις περιόδους των
αιρέσεων. Γι΄ αυτό το λόγο, τόσο ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στον
Συναξαριστή του (σελ. 103 Εκδόσεις Ορθοδόξου Κυψέλης), όσο και ο μοναχός
Κάλλιστος Ζωγράφος (Εις έναντι μυρίων, σελ. 2) καταδεικνύουν την πολύτιμη δράση
του Αγίου αυτού Επισκόπου, αναγνωρίζοντάς τους αγώνες του για την Ορθοδοξία, η
οποία σύμφωνα με τον μοναχό Κάλλιστο «παγηδευθείσα και προδοθείσα χάριτι Κυρίου
εσώθηδι΄ αυτού».
[37] Δημητρίου Παναγόπουλου, Εις έναντι
μυρίων, Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και οι αγώνες του, Αθήνα, σελ. 70.
[38] « Όστις βούλεται σωθήναι, προ πάντων χρηαυτώ
την καθολικήνκρατήσαιπίστιν, ην ει μη τις σώαν και άμωμοντηρήσειεν, άνευ
δισταγμού, εις τον αιώνα απόλειται» Βλ. P.G 28, 1581.
[39]Μαργαρίται, Εκδόσεις Ρηγόπουλος, σελ. 230.
[40]Στο ίδιο.
[41]Στο ίδιο.
[43] Βλ. Εφημερίδα Καθολική αρ. 1371, 8/1/64 και
Ιακώβου μοναχού, Φιλήματα Ιούδα, Ε΄ Έκδοση, σελ. 28.
[44]Ανδρέα Θεοδώρου,ό.π., σελ. 324.
[45]Στο ίδιο.
[46]Στο ίδιο.
[47]Στο ίδιο.
[48]Αρχ. Χαράλαμπου Βασιλόπουλου, Ο
Οικουμενισμός χωρίς μάσκα, Εκδόσεις Ορθοδόξου τύπου, Αθήνα 1988, σελ. 70 -
71.
[50] Βλ. LeoTaxil, Τα μυστήρια των Μασόνων,
σελ. 374 – 375.
[51] Ανδρέα Θεοδώρου,ό.π., σελ. 324.
[52]Στο ίδιο.
[53]Στο ίδιο.
[54]Στο ίδιο.
[55]Στο ίδιο.
[56]Στο ίδιο, σελ. 325.
[57]Αγαπίου ιερομονάχου και Νικοδήμου μοναχού,ό.π.,
σελ. 109.
[58] Ανδρέα Θεοδώρου, ό. π., σελ. 325.
[59]Στο ίδιο.
[60]Στο ίδιο.
[61]Χρήστου Ανδρούτσου, Δογματική της
Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, Εκδόσεις Αστήρ – Παπαδημητρίου, Αθήνα 2005,
σελ. 291.
[63] Ανδρέα Θεοδώρου,ό.π., σελ. 326.
[64]Στο ίδιο.
[65]Στο ίδιο.
[66] Β.Ε.Π.Ε.Σ 31, 311.
[67]Κυριακή της Ορθοδοξίας, Εκδόσεις Αρμός
2006, σελ. 122.
[68] Ανδρέα Θεοδώρου,ό.π., σελ. 327.
[69] Έτσι προσφωνεί ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος τον
Πάπα Ρώμης.
[70]Βλ. Διαχρονικές και Συνοδικές Καταδίκες του
Παπισμού υπό Πανορθόδοξων Συνόδων και αποφάσεων στο βιβλίο Αγιοπατερική
Συλλογή Κειμένων, σελ. 23 και εξής.
[71] Επισκόπου Αυγουστίνου Καντιώτου, Η
Ορθοδοξία έναντι του Οικουμενισμού, Εκδόσεις Σταυρός, Αθήνα 1990, σελ. 234.
[72] Ανδρέα Θεοδώρου,ό.π., σελ. 327.
[74] Ανδρέα Θεοδώρου,ό.π., σελ. 328.
[76] Ανδρέα Θεοδώρου,ό.π., σελ. 328.
[77] Βλ. Μελετίου Ιερομονάχου, Άνδρες λαλούντες
διεστραμμένα και η Μεγάλη Σύνοδος της Κρήτης, Λάρισα 2016, σελ. 14.
[78] Βλ. Ανάθεμα κατά της αιρέσεως του
Οικουμενισμού, Ορθόδοξος Μαρτυρία, Άγιον όρος – Αθήναι 1985, σελ.
81.
[79]Ανδρέα Θεοδώρου,ό.π., σελ. 329.
[80] Αν ζούσε βέβαια σήμερα ο καθηγητής τι άραγε
θα έλεγε; Να υπενθυμίσουμε πως τα περισσότερα από τα λεγόμενά του, ανήκουν στην
πρώτη έκδοση του βιβλίου του, το 1961.
[81] Ανδρέα Θεοδώρου,ό.π., σελ. 330.
[82] Ανδρέα Θεοδώρου,ό.π., σελ. 330.
[84] Ανδρέα Θεοδώρου, ό.π., σελ. 330 – 331.
[85] Ανδρέα Θεοδώρου,ό.π., σελ. 331.
[86] Βλ. Στυλιανού Παπαδόπουλου, Πατρολογία Β΄,
Εκδόσεις Γρηγόρη, σελ 379 – 381.
[87]http://kaiomenivatos.blogspot.gr/2015/01/1_19.html
[88] Ανδρέα Θεοδώρου,ό.π., σελ. 332.
[89]Στο ίδιο.
[91] Χαραλάμπους Βασιλόπουλου, Ο Αντίχριστος,
Εκδόσεις Ορθοδόξου Τύπου, Αθήνα 2001, σελ. 64 – 66 .
[92] Ανδρέα Θεοδώρου,ό.π., σελ. 332.
[93]Στο ίδιο, σελ. 333.
[94] Βλ. Εφημερίδα Ακρόπολις 29/6/63
και μοναχού Ιακώβου, Φιλήματα Ιούδα, σελ. 27.
[95]Ανδρέα Θεοδώρου, ό.π., σελ. 333.
[96]Στο ίδιο.
[97]Στο ίδιο, σελ. 334 – 340.
[98]Στο ίδιο, σελ. 340.
[99]Στο ίδιο.
[100]Στο ίδιο, σελ. 341.
[101] Βλ. δήλωση Πάπα Βενέδικτου ΙΣΤ΄ στην Έφεσο
το 2006, σύμφωνα με τον οποία καλύτερος τρόπος για να επιτευχθεί η ενότητα στην
Εκκλησία είναι η Ουνία. Ορθόδοξος Τύπος 8/12/2006.
[102] Ανδρέα Θεοδώρου, ό.π., σελ. 341.
[103]Στο ίδιο.
[106] Ανδρέα Θεοδώρου, ό.π., σελ. 342.
[107]Στο ίδιο.
[108] Σπυρίδωνος Μπιλάλη, Ορθοδοξία και Παπισμός
Β΄, Εκδόσεις Ορθοδόξου Τύπου, Αθήνα 2014, σελ. 74 – 78.
[110]P.G 99, 1321.
[111] Κυριακή της Ορθοδοξίας, Εκδόσεις Αρμός
2006, σελ. 36.
[112] Ιωάννου Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά
μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Τόμος Β΄, Αθήνα 1953, σελ. 920.
[113] Ιερομονάχου Ευθυμίου Τρικαμηνά, Όσιος
Θεόδωρος ο Στουδίτης, Εκδόσεις Ορθοδοξία, Λάρισα 2000, σελ. 284.