ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Σάββατο 1 Απριλίου 2017

ΟΣΙΑ ΜΑΡΙΑ Η ΑΙΓΥΠΤΙΑ


Οσία Μαρία η Αιγυπτία

Τον βίο της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας συνέγραψε ο Άγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ιεροσολύμων, ο οποίος συνέγραψε διάφορα ασκητικά και υμνογραφικά κείμενα που διαποτίζονται από το πνεύμα της Ορθοδόξου θεολογίας και της ασκητικής παραδόσεως.

Η Οσία Μαρία γεννήθηκε στην Αίγυπτο και έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527 - 565 μ.Χ.). Από τα δώδεκα χρόνια της πέρασε στην Αίγυπτο μια ζωή ασωτίας, αφού από την μικρή αυτή ηλικία διέφθειρε την παρθενία της και είχε ασυγκράτητο και αχόρταγο το πάθος της σαρκικής μείξεως. Ζώντας αυτήν την ζωή δεν εισέπραττε χρήματα, αλλά απλώς ικανοποιούσε το πάθος της. Η ίδια ξαγορεύθηκε στον Αββά Ζωσιμά ότι διετέλεσε: «δημόσιον προκείμενη τῆς ἀσωτίας ὑπέκκαυμα, οὐ δόσεως τινός, μὰ τὴν ἀλήθειαν, ἕνεκεν», κάνοντας δηλαδή το έργο της δωρεάν, «ἐκτελοῦσα τὸ ἐν ἐμοὶ καταθύμιον». Και όπως του απεκάλυψε, είχε ακόρεστη επιθυμία και ακατάσχετο έρωτα να κυλιέται στο βόρβορο που ήταν η ζωή της και σκεπτόταν έτσι ντροπιάζοντας την ανθρώπινη φύση.

Λόγω της άσωτης ζωής και της σαρκικής επιθυμίας που είχε, κάποια φορά ακολούθησε τους προσκυνητές που πήγαιναν στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσουν τον Τίμιο Σταυρό. Και αυτό το έκανε, όχι για να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό, αλλά για να έχει πολλούς εραστές που θα ήταν έτοιμοι να ικανοποιήσουν το πάθος της. Περιγράφει δε και η ίδια ρεαλιστικά και τον τρόπο που επιβιβάστηκε στο πλοιάριο. Και, όπως η ίδια αποκάλυψε, κατά την διάρκεια του ταξιδιού της δεν υπήρχε είδος ασέλγειας από όσα λέγονται και δεν λέγονται, του οποίου δεν έγινε διδάσκαλος σε εκείνους τους ταλαίπωρους ταξιδιώτες. Και η ίδια εξέφρασε την απορία της για το πώς η θάλασσα υπέφερε τις ασωτίες της και γιατί η γη δεν άνοιξε το στόμα της και δεν την κατέβασε στον άδη, επειδή είχε παγιδεύσει τόσες ψυχές. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού αυτού δεν αρκέστηκε στο ότι διέφθειρε τους νέους, αλλά διέφθειρε και πολλούς άλλους από τους κατοίκους της πόλεως και τους ξένους επισκέπτες. Και στα Ιεροσόλυμα που πήγε κατά την εορτή του Τιμίου Σταυρού, περιφερόταν στους δρόμους «ψυχᾶς νέων ἀγρεύουσα».

Αισθάνθηκε όμως, βαθιά μετάνοια από ένα θαυματουργικό γεγονός. Ενώ εισερχόταν στο ναό για να προσκυνήσει το Ξύλο του Τιμίου Σταυρού, κάποια δύναμη την εμπόδισε να προχωρήσει. Στην συνέχεια στάθηκε μπροστά σε μία εικόνα της Παναγίας, έδειξε μεγάλη μετάνοια και ζήτησε την καθοδήγηση και βοήθεια της Παναγίας. Με την βοήθεια της Θεοτόκου εισήλθε ανεμπόδιστα αυτή την φορά στον ιερό ναό και προσκύνησε τον Τίμιο Σταυρό. Στην συνέχεια, αφού ευχαρίστησε την Παναγία, άκουσε φωνή που την προέτρεπε να πορευθεί στην έρημο, πέραν του Ιορδάνου. Αμέσως ζήτησε την συνδρομή και την προστασία της Θεοτόκου και ήρε τον δρόμο της προς την έρημο, αφού προηγουμένως πέρασε από την ιερά μονή του Βαπτιστού στον Ιορδάνη ποταμό και κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. Στην έρημο έζησε σαράντα επτά χρόνια, χωρίς ποτέ να συναντήσει άνθρωπο.

Κατά τα πρώτα δεκαεπτά χρόνια στην έρημο, πάλεψε πολύ σκληρά για να νικήσει τους λογισμούς και τις επιθυμίες της, ουσιαστικά για να νικήσει τον διάβολο που την πολεμούσε με τις αναμνήσεις της προηγούμενης ζωής.

Η Οσία ζούσε δεκαεπτά χρόνια στην έρημο «θηρσὶν ἀνημέροις ταὶς ἀλόγοις ἐπιθυμίαις πυκτεύουσα». Είχε πολλές επιθυμίες φαγητών, ποτών και «πορνικῶν ᾀσμάτων» και πολλούς λογισμούς που την ωθούσαν προς την πορνεία. Όμως, όταν ερχόταν κάποιος λογισμός μέσα της, έπεφτε στην γη, την έβρεχε με δάκρυα και δεν σηκωνόταν από τη γη «ἕως ὅτου τὸ φῶς ἐκεῖνο τὸ γλυκὺ περιέλαμψεν καὶ τοὺς λογισμοὺς τοὺς ἐνοχλοῦντας μοὶ ἐδίωξεν». Συνεχώς προσευχόταν στην Παναγία, την οποία είχε εγγυήτρια της ζωής της μετανοίας που έκανε. Το ιμάτιό της σχίσθηκε και καταστράφηκε και έκτοτε παρέμεινε γυμνή. Καιγόταν από τον καύσωνα και έτρεμε από τον παγετό και «ὡς πολλάκις μὲ χαμαὶ πεσοῦσαν ἄπνουν μείναι σχεδὸν καὶ ἀκίνητον».

Ύστερα από σκληρό αγώνα, με τη Χάρη του Θεού και την συνεχή προστασία της Παναγίας, ελευθερώθηκε από τους λογισμούς και τις επιθυμίες, οπότε μεταμορφώθηκε το λογιστικό και παθητικό μέρος της ψυχής της, καθώς επίσης εθεώθηκε και το σώμα της.

Λόγω της μεγάλης πνευματικής της καταστάσεως στην οποία έφθασε η Οσία Μαρία, έλαβε από τον Θεό το διορατικό χάρισμα.

Ήταν γυμνή αλλά το σώμα της υπερέβη τις ανάγκες της φύσεως. Λέγει η ίδια: «Γυνὴ γὰρ εἰμί, καὶ γυμνή, καθάπερ ὁρᾷς, καὶ τὴν αἰσχύνην τοῦ σώματός μου ἀπερικάλυπτον ἔχουσα». Το σώμα τρεφόταν με τη Χάρη του Θεού: «Τρέφομαι γὰρ καὶ σκέπτομαι τῷ ρήματι τοῦ Θεοῦ διακρατοῦντος τὰ σύμπαντα». Στη περίπτωσή της, όπως και σε άλλες περιπτώσεις Αγίων, παρατηρούμε ότι αναστέλλονται οι ενέργειες του σώματος. Αυτή η αναστολή των σωματικών ενεργειών οφειλόταν στο ότι η ψυχή της δεχόταν την ενέργεια του Τριαδικού Θεού και αυτή η θεία ενέργεια διαπορθμευόταν και στο σώμα της: «Ἀρκεὶν εἰποῦσα τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος, ὥστε συντηρεὶν τὴν οὐσίαν τῆς ψυχῆς ἀμίαντον».

Εκείνη την περίοδο ασκήτευε σε ένα μοναστήρι ο Ιερομόναχος Αββάς Ζωσιμάς (τιμάται 4 Απριλίου), που ήταν κεκοσμημένος με αγιότητα βίου. Έβλεπε θεία οράματα, καθώς του είχε δοθεί το χάρισμα των θείων ελλάμψεων, λόγω του ότι ζούσε μέχρι τα πενήντα τρία του χρόνια με μεγάλη άσκηση και ήταν φημισμένος στην περιοχή του. Τότε, όμως, εισήλθε μέσα του ένας λογισμός κάποιας πνευματικής υπεροψίας, για το αν δηλαδή υπήρχε άλλος μοναχός που θα μπορούσε να τον ωφελήσει ή να του διδάξει κάποιο καινούργιο είδος ασκήσεως. Ο Θεός, για να τον διδάξει και να τον διορθώσει, του αποκάλυψε ότι κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να φθάσει στην τελειότητα. Και στην συνέχεια του υπέδειξε να πορευθεί σε ένα μοναστήρι που βρισκόταν κοντά στον Ιορδάνη ποταμό.

Ο Αββάς Ζωσιμάς υπάκουσε στην φωνή του Θεού και πήγε στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, που του υποδείχθηκε. Εκεί συνάντησε τον ηγούμενο και τους μοναχούς, και διέκρινε ότι ακτινοβολούσαν τη Χάρη και την αγάπη του Θεού, ζώντας έντονη μοναχική ζωή με ακτημοσύνη, με μεγάλη άσκηση και αδιάλειπτη προσευχή.

Στο μοναστήρι αυτό υπήρχε ένας κανόνας. Σύμφωνα με αυτόν, την Κυριακή της Τυρινής προ της ενάρξεως της Μεγάλης Σαρακοστής, αφού οι μοναχοί κοινωνούσαν των Αχράντων Μυστηρίων, προσεύχονταν και ασπάζονταν μεταξύ τους, και έπειτα ελάμβαναν ο καθένας τους μερικές τροφές και έφευγαν στην έρημο πέραν του Ιορδάνου, για να αγωνισθούν κατά την περίοδο της Τεσσαρακοστής τον αγώνα της ασκήσεως. Επέστρεφαν δε στο μοναστήρι την Κυριακή των Βαΐων, για να εορτάσουν τα Πάθη, τον Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού. Είχαν ως κανόνα να μην συναντά κανείς τον άλλο αδελφό στην έρημο και να μην τον ερωτά, όταν επέστρεφαν, για το είδος της ασκήσεως που έκανε την περίοδο αυτή.

Αυτόν τον κανόνα εφάρμοσε και ο Αββάς Ζωσιμάς. Αφού έλαβε ελάχιστες τροφές, βγήκε από το μοναστήρι και πορεύθηκε στην έρημο, έχοντας την επιθυμία να εισέλθει όσο μπορούσε πιο βαθειά σε αυτή, με την ελπίδα μήπως συναντήσει κάποιον ασκητή που θα τον βοηθούσε να φθάσει σε αυτό που ποθούσε. Πορευόταν προσευχόμενος και τρώγοντας ελάχιστα. Κοιμόταν δε όπου ευρισκόταν.

Είχε περπατήσει μία πορεία είκοσι ημερών όταν, κάποια στιγμή που κάθισε να ξεκουραστεί και έψελνε, είδε στο βάθος μια σκιά που έμοιαζε με ανθρώπινο σώμα. Στην αρχή θεώρησε ότι ήταν δαιμονικό φάντασμα, αλλά έπειτα διαπίστωσε ότι ήταν άνθρωπος. Αυτό το ον που έβλεπε ήταν γυμνό, είχε μαύρο σώμα - το σώμα αυτό προερχόταν από τις ηλιακές ακτίνες - και είχε στο κεφάλι του λίγες άσπρες τρίχες, που δεν έφθαναν πιο κάτω από τον λαιμό. Ο Αββάς Ζωσιμάς έβλεπε την Οσία Μαρία, την ώρα που προσευχόταν. Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία ασκούσε την αδιάλειπτη προσευχή και μάλιστα ο Αββάς Ζωσιμάς την είδε όταν εκείνη ύψωσε τα μάτια της στον ουρανό και άπλωσε τα χέρια της και «ἤρξατο εὔχεσθαι ὑποψιθυρίσουσα, φωνὴ δὲ αὐτῆς οὐκ ἠκούετο ἔναρθρος». Και σε κάποια στιγμή, ενώ εκείνος καθόταν σύντρομος, «ὁρᾷ αὐτὴν ὑψωθείσαν ὡς ἕνα πῆχυν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τῷ ἀέρι κρεμαμένην καὶ οὕτω προσεύχεσθαι».

Ο Αββάς Ζωσιμάς προσπάθησε να πλησιάσει, για να διαπιστώσει τι ήταν αυτό που έβλεπε, αλλά το ανθρώπινο εκείνο ον απομακρυνόταν. Έτρεχε ο Αββάς Ζωσιμάς, έτρεχε και εκείνο. Και ο Αββάς κραύγαζε με δάκρυα προς αυτό ώστε να σταματήσει, για να λάβει την ευλογία του. Εκείνο όμως δεν ανταποκρινόταν. Μόλις έφθασε ο Αββάς σε κάποιο χείμαρρο και απόκαμε, εκείνο το ανθρώπινο ον αφού τον αποκάλεσε με το μικρό του όνομα, πράγμα που προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στον Αββά, του είπε ότι δεν μπορεί να γυρίσει και να τον δει κατά πρόσωπο, γιατί είναι γυναίκα γυμνή και έχει ακάλυπτα τα μέλη του σώματός της. Τον παρακάλεσε, αν θέλει, να της δώσει την ευχή του και να της ρίξει ένα κουρέλι από τα ρούχα του, για να καλύψει το γυμνό σώμα της. Ο Αββάς έκανε ότι του είπε και τότε εκείνη στράφηκε προς αυτόν. Ο Αββάς αμέσως γονάτισε για να λάβει την ευχή της, ενώ το ίδιο έκανε και εκείνη. Και παρέμειναν και οι δύο γονατιστοί «ἕκαστος ἐξαιτῶν εὐλογῆσαι τὸν ἕτερον».

Επειδή ο Αββάς αναρωτιόταν μήπως έβλεπε μπροστά του κάποιο άυλο πνεύμα, εκείνη διακρίνοντας τους λογισμούς του, του είπε ότι είναι αμαρτωλή, που έχει περιτειχισθεί από το άγιο Βάπτισμα και είναι χώμα και στάχτη και όχι άυλο πνεύμα.

Η Οσία Μαρία κατά την συνάντηση αυτή, αφού αποκάλυψε όλη την ζωή της, ζήτησε από τον Αββά Ζωσιμά να έλθει κατά την Μεγάλη Πέμπτη της επόμενης χρονιάς, σε έναν ορισμένο τόπο στην όχθη του Ιορδάνη ποταμού, κοντά σε μια κατοικημένη περιοχή, για να την κοινωνήσει, ύστερα από πολλά χρόνια μεγάλης μετάνοιας που μεταμόρφωσε την ύπαρξή της. «Καὶ νῦν ἐκείνου ἐφίεμαι ἀκατασχέτω τῷ ἔρωτι», του είπε, δηλαδή είχε ακατάσχετο έρωτα να κοινωνήσει του Σώματος και του Αίματος του Χριστού.

Ο Αββάς Ζωσιμάς επέστρεψε στο μοναστήρι χωρίς να πει σε κανένα τι ακριβώς συνάντησε, σύμφωνα άλλωστε και με τον κανόνα που υπήρχε σε εκείνη την ιερά μονή. Όμως, συνεχώς παρακαλούσε τον Θεό να τον αξιώσει να δει και πάλι «τὸ ποθούμενον πρόσωπον» την επόμενη χρονιά και μάλιστα ήταν στεναχωρημένος γιατί δεν περνούσε ο χρόνος, καθώς ήθελε όλος αυτός ο χρόνος να ήταν μία ημέρα.

Το επόμενο έτος ο Αββάς Ζωσιμάς από κάποια αρρώστια δεν μπόρεσε να βγει από το μοναστήρι στην έρημο, όπως έκαναν οι άλλοι πατέρες στην αρχή της Σαρακοστής και έτσι παρέμεινε στο μοναστήρι. Και την Κυριακή των Βαΐων, όταν είχαν επιστρέψει οι άλλοι πατέρες της Μονής, εκείνος ετοιμάσθηκε να πορευθεί στον τόπο που του είχε υποδείξει η Οσία, για να την κοινωνήσει.

Την Μεγάλη Πέμπτη πήρε μαζί του σε ένα μικρό ποτήρι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, πήρε μερικά σύκα και χουρμάδες και λίγη βρεγμένη φακή και βγήκε από το μοναστήρι για να συναντήσει την Οσία Μαρία. Επειδή όμως εκείνη αργοπορούσε να έλθει στον καθορισμένο τόπο, ο Αββάς προσευχόταν στον Θεό με δάκρυα να μην του στερήσει λόγω των αμαρτιών του την ευκαιρία να τη δει εκ νέου.

Μετά την θερμή προσευχή την είδε από την άλλη πλευρά του Ιορδάνη ποταμού, να κάνει το σημείο του Σταυρού, να πατά πάνω στο νερό του ποταμού «περιπατοῦσαν ἐπὶ τῶν ὑδάτων ἐπάνω καὶ πρὸς ἐκεῖνον βαδίζουσαν». Στην συνέχεια η Οσία τον παρακάλεσε να πει το Σύμβολο της Πίστεως και το «Πάτερ ἠμῶν». Ακολούθως ασπάσθηκε τον Αββά Ζωσιμά και κοινώνησε των ζωοποιών Μυστηρίων. Έπειτα ύψωσε τα χέρια της στον ουρανό, αναστέναξε με δάκρυα και είπε: «Νῦν ἀπολύεις τὴν δούλη σου, ὢ Δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου».

Στην συνέχεια, αφού τον παρακάλεσε να έλθει και το επόμενο έτος στο χείμαρρο που την είχε συναντήσει την πρώτη φορά, ζήτησε την προσευχή του. Ο Αββάς άγγιξε τα πόδια της Οσίας, ζήτησε και αυτός την προσευχή της και την άφησε να φύγει «στένων καὶ ὀδυρόμενος», διότι τολμούσε «κρατῆσαι τὴν ἀκράτητον». Εκείνη έφυγε κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ήλθε, πατώντας δηλαδή πάνω στα νερά του Ιορδάνη ποταμού.

Το επόμενο έτος, σύμφωνα και με την παράκληση της Οσίας, ο Αββάς βιαζόταν να φθάσει «πρὸς ἐκεῖνο τὸ παράδοξο θέαμα». Αφού βάδισε πολλές ημέρες και έφθασε στον τόπο εκείνο, έψαχνε «ὡς θηρευτὴς ἐμπειρότατος» να δει «τὸ γλυκύτατο θήραμα», την Οσία του Θεού. Όμως δεν την έβλεπε πουθενά. Τότε άρχισε να προσεύχεται στον Θεό κατανυκτικά: «Δεῖξον μοί, Δέσποτα, τὸν θησαυρόν σου τὸν ἄσυλον, ὃν ἐν τῆδε τὴ ἐρήμω κατέκρυψας, δεῖξον μοί, δέομαι, τὸν ἐν σώματι ἄγγελον, οὐ οὐκ ἔστιν ὁ κόσμος ἀπάξιος». Για τον Αββά Ζωσιμά η Οσία Μαρία ήταν άθικτος θησαυρός, άγγελος μέσα σε σώμα, που ο κόσμος δεν ήταν άξιος να τον έχει. Και προσευχόμενος με τα λόγια αυτά είδε «κεκειμένην τὴν Ὁσίαν νεκράν, καὶ τᾶς χεῖρας οὕτως ὥσπερ ἔδει τυπώσασαν καὶ πρὸς ἀνατολᾶς ὄρασαν κειμένην τὸ σχήματι». Βρήκε δε και δική της γραφή που έλεγε: «Θάψον, ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ἐν τούτῳ τὸ τόπω τῆς ταπεινῆς Μαρίας τὸ λείψανον, ἀποδὸς τὸν χοῦν τῷ χοΐ, ὑπὲρ ἐμοῦ διὰ παντὸς πρὸς τὸν Κύριον προσευχόμενος, τελειωθείσης, μηνὶ Φαρμουθὶ (κατ’ Αἰγυπτίους, ὅπως ἐστὶ κατὰ Ρωμαίους Ἀπρίλιος), ἐν αὐτῇ δὲ τὴ νυκτὶ τοῦ πάθους τοῦ σωτηρίου, μετὰ τὴν τοῦ θείου καὶ μυστικοῦ δείπνου μετάληψιν». Την βρήκε δηλαδή νεκρή, κείμενη στην γη, με τα χέρια σταυρωμένα και βλέποντας προς την ανατολή. Συγχρόνως βρήκε και γραφή που τον παρακαλούσε να την ενταφιάσει.

Η Οσία κοιμήθηκε την ίδια ημέρα που κοινώνησε, αφού είχε διασχίσει σε μία ώρα απόσταση την οποία διήνυσε το επόμενο έτος ο Αββάς Ζωσιμάς σε είκοσι ημέρες. Γράφει ο Άγιος Σωφρόνιος: «καὶ ἥνπερ ὤδευσεν ὁδὸν Ζωσιμᾶς διὰ εἴκοσι ἡμερῶν κοπιῶν, εἰς μίαν ὥραν Μαρίαν διέδραμεν καὶ εὐθὺς πρὸς τὸν Θεὸν ἐξεδήμησεν». Το σώμα της είχε αποκτήσει άλλες ιδιότητες, είχε μεταμορφωθεί.

Στην συνέχεια ο Αββάς Ζωσιμάς, αφού έκλαψε πολύ και είπε ψαλμούς κατάλληλους για την περίσταση, «ἐποίησεν εὐχὴν ἐπιτάφιον». Και μετά με μεγάλη κατάνυξη, «βρέχων τὸ σῶμα τοὶς δακρύσι» επιμελήθηκε τα της ταφής. Επειδή, όμως, η γη ήταν σκληρή και ο ίδιος ήταν προχωρημένης ηλικίας, γι' αυτό δεν μπορούσε να την σκάψει και βρισκόταν σε απορία. Τότε «ὁρᾷ λέοντα μέγαν τῷ λειψάνῳ τῆς Ὁσίας παρεστώτα καὶ τὰ ἴχνη αὐτῆς ἀναλείχοντα», δηλαδή είδε ένα λιοντάρι να στέκεται δίπλα στο λείψανο της Οσίας και να γλείφει τα ίχνη της. Ο Αββάς τρόμαξε, αλλά το ίδιο το λιοντάρι «οὐχὶ τοῦτον τοὶς κινήμασι μόνον ἀσπαζόμενον, ἀλλὰ καὶ προθέσει», δηλαδή το ίδιο το λιοντάρι καλόπιανε τον Αββά και τον παρακινούσε και με τις κινήσεις του και με τις προθέσεις του, να προχωρήσει στον ενταφιασμό της. Λαμβάνοντας ο Αββάς θάρρος από το ήμερο του λιονταριού, το παρακάλεσε να σκάψει αυτό το ίδιο τον λάκκο, για να ενταφιασθεί το ιερό λείψανο της Οσίας Μαρίας, επειδή εκείνος αδυνατούσε. Το λιοντάρι υπάκουσε. «Εὐθὺς δὲ ἅμα τῷ σώματι θαπτόμενο», δηλαδή με τα μπροστινά του πόδια άσκαψε το λάκκο, όσο έπρεπε, για να ενταφιασθεί το σκήνωμα της Οσίας Μαρίας.

Ο ενταφιασμός της Οσίας έγινε προσευχομένου του Αββά Ζωσιμά και του λιονταριού «παρεστῶτος». Μετά τον ενταφιασμό έφυγαν και οι δύο, «ὁ μὲν λέων ἐπὶ τὰ ἔνδον τῆς ἐρήμου ὡς πρόβατον ὑπεχώρησε. Ζωσιμᾶς δὲ ὑπέστρεψεν, εὐλογῶν καὶ αἰνῶν τὸν Θεὸν ἠμῶν».

Και ο Άγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ιεροσολύμων, καταλήγει ότι έγραψε αυτό το βίο «κατὰ δύναμιν» και «τῆς ἀληθείας μηδὲν προτιμῆσαι θέλων».

Ο βίος της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, δείχνει πως μία πόρνη μπορεί να γίνει κατά Χάριν θεός, πως ο άνθρωπος μπορεί να γίνει άγγελος εν σώματι και πως η κατά Χριστόν ελπίδα μπορεί να αντικαταστήσει την υπό του διαβόλου προερχόμενη απόγνωση. Στο πρόσωπο της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας βλέπουμε τον άνθρωπο που αναζητά την ηδονή και κυνηγά τους ανθρώπους για την ικανοποίησή τους, αλλά όμως με τη Χάρη του Θεού μπορεί να εξαγιασθεί τόσο πολύ, ώστε να φθάσει στο σημείο να την κυνηγούν οι Άγιοι για να λάβουν την ευλογία της και να ασπασθούν το τετιμημένο της σώμα, καθώς επίσης να τη σέβονται και τα άγρια ζώα.

Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία με την μετάνοιά της, την βαθιά της ταπείνωση, την υπέρβαση εν Χάριτι του θνητού και παθητού σώματός της, αφ' ενός μεν προσφέρει μια παρηγοριά σε όλους τους ανθρώπους, αφ' ετέρου δε ταπεινώνει εκείνους που υπερηφανεύονται για τα ασκητικά τους κατορθώματα. Δεν ημέρωσε μόνο τα άγρια θηρία που υπήρχαν μέσα της, δηλαδή τα άλογα πάθη, αλλά υπερέβη όλα τα όρια της ανθρώπινη φύσεως και ημέρωσε ακόμη και τα άγρια θηρία της κτίσεως.

Αυτός είναι ο σκοπός και ο πλούτος της ενανθρωπίσεως του Χριστού, που φυλάσσεται μέσα στην Εκκλησία. Με την αποκαλυπτική θεολογία και την εν Χριστώ ζωή ο άνθρωπος μπορεί να μεταμορφωθεί ολοκληρωτικά.

Η Εκκλησία τιμά την μνήμη της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας την 1 Απριλίου και την Ε' Κυριακή των Νηστειών.

Παρασκευή 31 Μαρτίου 2017

ΤΗ ΥΠΕΡΜΑΧΩ ΣΤΡΑΤΗΓΩ ΤΑ ΝΙΚΗΤΗΡΙΑ!

Τῇ ὑπερμάχῷ στρατηγῷ τὰ νικητήρια, ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια, ἀναγράφω σοι ἡ πόλις σου, Θεοτόκε· ἀλλ' ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον, ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον, ἵνα κράζω σοί· Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε. 

ΘΕΕ ΜΟΥ ΒΟΗΘΗΣΕ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ!

Θεέ μου βοήθησε όλο τον κόσμο!

ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ- ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ ΣΩΣΟΝ ΗΜΑΣ!

Ακάθιστος ύμνος- Υπεραγία Θεοτόκε Σώσον ημάς! 

ΤΗ ΥΠΕΡΜΑΧΩ ΣΤΡΑΤΗΓΩ ΤΑ ΝΙΚΗΤΗΡΙΑ!

Τῇ ὑπερμάχῷ στρατηγῷ τὰ νικητήρια, ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια, ἀναγράφω σοι ἡ πόλις σου, Θεοτόκε· ἀλλ' ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον, ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον, ἵνα κράζω σοί· Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε. 

ΧΡΙΣΤΕ ΜΟΥ ΔΩΣΕ ΓΑΛΗΝΗ ΣΤΙΣ ΨΥΧΕΣ ΜΑΣ!

Χριστέ μου δώσε γαλήνη στις ψυχές μας!

Πέμπτη 30 Μαρτίου 2017

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΕΛΕΗΜΩΝ: Η ΤΕΛΕΙΑ ΜΟΡΦΗ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗΣ

Ένα περιστατικό από το βίο του αγίου Ιωάννη του Ελεήμονος, του Πατριάρχη της έμπρακτης αγάπης, ο οποίος έκανε τη φιλανθρωπία κύριο μέλημα της ζωής του, μας διδάσκει την τέλεια μορφή της ελεημοσύνης.

Κάποιος ξένος, που είχε αντιληφθεί την πολλή καλοσύνη του αγίου Ιωάννου, σκέφτηκε να δοκιμάσει εκείνον που ήταν ανώτερος από κάθε δοκιμασία. Ντύθηκε λοιπόν με κουρέλια και πλησίασε τον άγιο την ώρα που πήγαινε στο νοσοκομείο, γιατί συνήθιζε να επισκέπτεται τους αρρώστους δύο και τρεις φορές την εβδομάδα.
– Ελέησέ με, δέσποτα, τον αιχμάλωτο! του είπε θρηνητικά.
Ο άγιος πρόσταξε τον ταμία του να του δώσει έξι νομίσματα.
Μόλις τα πήρε ο ξένος, έτρεξε, άλλαξε ρούχα και παρουσιάστηκε σε άλλο σημείο του δρόμου, ξαναζητώντας ελεημοσύνη. Ο άγιος είπε πάλι να του δώσουν. Ο ταμίας όμως, που τον αναγνώρισε, έσκυψε στο αυτί του Ιωάννου και του έκανε γνωστό πως ο ζητιάνος εκείνος ήταν ο ίδιος που λίγο πριν είχε πάρει τα έξι νομίσματα. Μα ο άγιος δεν επηρεάστηκε από αυτό και είπε να τον ελεήσει για δεύτερη φορά.
Όταν ο ξένος παρουσιάστηκε υποκριτικά και τρίτη φορά για να πάρει ελεημοσύνη, ο ταμίας σκούντησε τον πατριάρχη, για να του δείξει πως είναι ο ίδιος. Τότε εκείνος είπε κι έκανε κάτι, που έμεινε ιστορικό.

– Δώσ’ του δώδεκα νομίσματα, πρόσταξε, μην τυχόν είναι ο ίδιος ο Κύριός μου και με δοκιμάζει.

ΟΤΑΝ ΟΙ ΨΥΧΕΣ ΔΕΝ ΒΡΙΣΚΟΥΝ ΑΝΑΠΑΥΣΗ

ΤΟ ΣΥΜΒΑΝ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗ
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΥΣΗ ΤΟΥ ΒΑΣΑΝΙΖΕΤΑΙ ΠΟΛΥ

Το φθινόπωρο επέστρεψα για λίγο στη Μόσχα και τηλεφώνησα σε μια καλή μου φίλη.
- Συγχώρεσέ με αλλά δεν μπορώ να μιλήσω, μου απάντησε η φίλη μου, χτες κήδευσα τον πατέρα μου.
- Τότε θα έρθω στο σπίτι σου αύριο.
 - Σε ικετεύω, μην έλθεις. Δεν θα σου ανοίξω την πόρτα.

Αυτό συνεχίστηκε για δύο μήνες. Εγώ της τηλεφωνούσα κι εκείνη έκλεινε το τηλέφωνο, απαγορεύοντας μου να πάω στο σπίτι της. Ήταν φανερό πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Σίγουρα ο πόνος είναι πόνος, αλλά δύο μήνες είναι ένα αρκετά μεγάλο διάστημα για να πενθήσεις, αν λάβεις υπ’ όψη σου πως ο θάνατος του πατέρα της δεν ήταν απρόσμενος. 
Πέθανε σε βαθιά γεράματα, μετά από μερικά χρόνια παραλυσίας. Δυστυχώς οι προσπάθειες της φίλης μου να τον φέρει κοντά στον Θεό δεν καρποφόρησαν. Τον καιρό εκείνο ήταν καθηγητής στην έδρα του επιστημονικού αθεϊσμού και ήταν ένας άθεος παλαιάς κοπής. Την πίστη στην άλλη ζωή την ονόμαζε «ιστορίες για φοβιτσιάρηδες» και απαγορεύοντας στην κόρη του να τον κηδέψει στην εκκλησία, όρισε με διαθήκη το σώμα του να καεί και τη στάχτη να την πετάξουν στα λουλούδια για λίπασμα.

 Η φίλη μου δεν έκανε γόνιμη τη γη μ’ έναν τόσο ιερόσυλο τρόπο, αλλά έθαψε την τεφροδόχο στον τάφο των ορθόδοξων γονιών του, οι οποίοι είχαν βαπτίσει το γιο τους από μικρό και τον έπαιρναν από το χεράκι στην εκκλησία. Μετά την καύση άρχισαν τα παράξενα. Η φίλη μου σταμάτησε να πηγαίνει στη δουλειά της και κλειδώθηκε στο σπίτι, μην επιτρέποντας σε κανέναν να περάσει το κατώφλι της. Όταν οι συνάδελφοί της ανήσυχοι πήγαν να την επισκεφθούν, αυτή αρνήθηκε να τους ανοίξει την πόρτα, ενώ την ίδια στιγμή στο διαμέρισμα κάποιος βογγούσε δυνατά και τρομακτικά.

 Οι συνάδελφοί της μου τηλεφώνησαν για να με ψέξουν: «Εσύ δεν μπορείς να επισκεφθείς τη φίλη σου και να μάθεις τι συμβαίνει; Φαίνεται σαν να ζει έναν εφιάλτη!» Εγώ επιθυμούσα πολύ να επισκεφθώ την φίλη μου, αλλά πώς να το κάνω αφού μου ειδοποίησε πως δεν πρόκειται να μου ανοίξει την πόρτα; Το σκάφτηκα, το ξανασκέφτηκα και μου ήλθε μια ιδέα. 
Μια μέρα η φίλη μου είχε δανειστεί ένα βιβλίο από μένα, ενώ αργότερα μου είχε ζητήσει πολλές φορές συγνώμη που όλο ξεχνούσε να μου το επιστρέφει. Εγώ δεν είχα ανάγκη το βιβλίο. Αλλά της τηλεφώνησα και της είπα με ψυχρότητα:

- Να μου επιστρέφεις το βιβλίο αμέσως! Το χρειάζομαι για μία εργασία.
- Αλλά εγώ, εγώ... ψέλλισε η φίλη μου, εγώ προς το παρόν δεν μπορώ να βγω από το σπίτι μου.
- Μη βγεις! Θα έλθω εγώ σε σένα, θα καθίσω στο παγκάκι μπροστά στην πολυκατοικία και εσύ θα βγεις να μου το δώσεις.

Περίμενα στο παγκάκι σαρανταπέντε λεπτά και βλέποντας ότι η φίλη μου δεν έρχεται, χτύπησα την πόρτα της. Ως απάντηση στο κουδούνισμα της πόρτας ακούστηκε ένα ουρλιαχτό και η κραυγή της φίλης μου: «Μην κλαις άλλο, πατερούλη!».
 Στο διαμέρισμα, με μία συνεχώς αυξανόμενη ένταση ακούγονταν μπουμπουνητά, ουρλιαχτά, κλάματα με λυγμούς και ξάφνου η κόρη και η μητέρα φώναξαν μαζί τρομοκρατημένες. Εκεί κάτι συνέβαινε και από φόβο άρχισα να χτυπώ με μανία την πόρτα με χέρια και πόδια, αναφωνώντας άπρεπα πράγματα.
- Σταμάτα με τα υστερικά σου, Νίνα, μου απάντησε πίσω από την πόρτα. Κατέβα και βγαίνω κι εγώ αμέσως!
Πράγματι, σε λίγο κατέβηκε. Σε τι κατάσταση όμως; Σε πιο καλή κατάσταση έδειχνε ένα πτώμα στο φέρετρο.
- Πες μου, τι συνέβη; την ρώτησα.
- Ο πατέρας είναι ζωντανός και μετά την καύση του ζει μαζί μας, είπε σιγανά. Ο πατέρας βασανίζεται πολύ, αλλά άλλαξε τόσο πολύ μετά το θάνατό του που δεν αφήνει εμένα και την μητέρα να βγούμε από το σπίτι, ούτε για να πάρουμε φαγητό.
- Και τι τρώτε;
- Στην αρχή βράσαμε μερικά δημητριακά, έπειτα τα δημητριακά τελείωσαν.
Είχα μαζί μου ένα ζεστό ψωμί που αγόρασα πηγαίνοντας για το σπίτι της. «Μυρίζει ψωμί!» ζωντάνεψε η φίλη μου. Με τον λαίμαργο τρόπο που άρπαξε το ψωμί κατάλαβα πως υπέφερε από την πείνα. Ξαφνικά άρχισε να κλαίει πάνω από το ψωμί με πικρά δάκρυα:
- Εσύ ξέρεις τον πατέρα - ένας άνθρωπος ευγενής. Τώρα κάνει πράγματα που ντρέπομαι να τα πω, ενώ εγώ και η μητέρα φτάσαμε να μαλώνουμε.
- Έκανες μνημόσυνο στον πατέρα σου;
- Το ήθελα. Ήρθα στην εκκλησία και ρώτησα μια γριούλα: «Μπορώ να κάνω μνημόσυνο στον πατέρα μου. αφού είχε βαπτιστεί όταν ήταν μικρός και πίστευε τότε στο Θεό, χάνοντας αργότερα την πίστη του;» Η γριά μου φώναξε: «Είναι αμαρτία να κηδέψεις στην εκκλησία έναν άθεο! 0 δρόμος τους οδηγεί σε μία μόνο κατεύθυνση. Στην κόλαση!»
- Βρήκες κι εσύ άνθρωπο να ρωτήσεις! φώναξα. Δεν μπορούσες να ρωτήσεις τον ιερέα;
- Στον ιερέα έπρεπε να πω την αλήθεια. Μπορείς άραγε να διηγηθείς πράγματα ντροπιαστικά για τον πατέρα σου;

Έτσι είναι η φίλη μου. Πραγματικά δεν μπορεί να μιλήσει άσχημα για κάποιον, πόσο μάλλον για τον αγαπημένο πατέρα της. Τότε κατάλαβα τον λόγο που την έκανε να κρύβεται απ’ όλο τον κόσμο: Της ήταν πιο εύκολο να υποφέρει την πείνα και να υπομένει φριχτά πράγματα παρά να κατακρίνει και να «κακολογεί» το φάντασμα του πατέρα της.

  Μετά τη συζήτηση με την φίλη μου, μου επέτρεψε να πάω στο μοναστήρι Ντανιλόφσκι και να διηγηθώ την περίπτωση στον πνευματικό του μοναστηριού αρχιμανδρίτη Δανιήλ Βορονίν, ο οποίος την περίοδο εκείνη ήταν ιερομόναχος ακόμη. Ο π. Δανιήλ προσευχήθηκε για πολλή ώρα σιωπηλά, έπειτα μου είπε με αποφασιστικό τόνο: «Πρέπει να τον κηδέψουμε αμέσως!» Την επόμενη ημέρα, στον ναό των Αγίων Πάντων έγινε η Νεκρώσιμη ακολουθία για τον μακαρίτη και το φάντασμα εξαφανίστηκε από το διαμέρισμα.

 Από τότε πέρασαν δεκαπέντε χρόνια, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχω καταλάβει τι συνέβη τότε, παρότι ρώτησα μερικούς πνευματικούς πατέρες. Στις ερωτήσεις μου οι απαντήσεις ήταν τέτοιου είδους:
 Τι γνωρίζουμε εμείς για το τέλος του ανθρώπου, όταν συμβαίνει στα λεπτά που προηγούνται του θανάτου ένας άθεος να πιστέψει στον Θεό και να χύσει δάκρυα μετάνοιας; Μπορούμε εμείς άραγε να καταλάβουμε εκείνη την κόλαση των βασάνων των τελωνίων όταν η ψυχή στενάζει και φωνάζει; Γι’ αυτό «χτυπάει» καμιά φορά η ψυχή που βασανίζεται στον κόσμο των ζωντανών, ικετεύοντας για βοήθεια, νεκρώσιμη ακολουθία και μνημόσυνο.

Η ΨΥΧΗ ΜΙΑΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΒΡΙΣΚΕ ΑΝΑΠΑΥΣΗ

Λίγο καιρό αργότερα που βρισκόμουν στο Κοζέλσκ μου διηγήθηκαν μια παρόμοια ιστορία για μια γριά-κομμουνίστρια, η οποία στην εφηβεία της εκκλησιαζόταν τακτικά, για να απαρνηθεί αργότερα τον Θεό δημόσια. Αυτή λοιπόν εμφανιζόταν στους οικείους της κι έκανε τόση φασαρία στο σπίτι, που όλοι έκλαιγαν ασταμάτητα. 
Τότε τρεις ψυχές από αυτό το σπίτι έφυγαν για το μοναστήρι με σκοπό να προσεύχονται για την αγαπημένη τους γιαγιά.

Με αυτές τις δύο διηγήσεις μου φανερώθηκε πως η εντολή της αγάπης του πλησίον αντανακλάται όχι μόνο στους ζωντανούς αλλά και στους κεκοιμημένους. Είναι κι αυτοί άνθρωποι και είναι κι αυτοί ζωντανοί. Μόνο που εμείς ξέρουμε λίγα γι’ αυτούς. Συνεπώς τώρα άρχισα να βοηθώ με ευχαρίστηση τον ιερέα στις κηδείες. Μια μέρα που ήμουν στο χωριό, προσφέθηκα να διαβάσω κοντά στο φέρετρο ενός κεκοιμημένου το Ψαλτήρι δίχως να καταλάβω πως οι ντόπιοι θα με κατατάξουν στην λίστα των «αναγνωστριών», χωρίς να με ρωτήσουν.

Από το βιβλίο της Νίνας Πάβλοβα ''Η ημέρα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ ''Εκδ.Πορφύρα"

ΖΩΟΔΟΧΟΣ ΠΗΓΗ


Τετάρτη 29 Μαρτίου 2017

ΑΥΤΑ ΑΛΛΑΖΟΥΝ ΣΤΗ ΝΗΣΤΕΙΑ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΤΗΣ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ

Όπως ορίζει το τυπικό της Εκκλησίας μας στις πέντε νηστίσιμες ημέρες της εβδομάδας, από Δευτέρα έως Παρασκευή, δεν εφαρμόζεται το καθιερωμένο τυπικό που επιτάσσει ότι το πρωί πρέπει να τελείται η ακολουθία του Μεσονυκτικού και του Όρθρου με ή χωρίς Θεία Λειτουργία και το απόγευμα ή ακολουθία του Εσπερινού.

Αιτία των αλλαγών είναι οι νέες ακολουθίες που προστίθενται στην περίοδο αυτή: Η Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων, που συνήθως τελείται Τετάρτη και Παρασκευή, οι Χαιρετισμοί και το Μέγα Απόδειπνο. Έτσι παρουσιάζονται οι ακόλουθες περιπτώσεις:

α. Το πρωί της Δευτέρας, Τρίτης και Πέμπτης τελούνται:
1) Μεσονυκτικό και Όρθρος,
2) Οι Ώρες (Α', Γ', ΣΤ' και Θ'),
3) Ο Εσπερινός του απογεύματος (στον οποίο, φυσικά, τιμάται ο Άγιος της επόμενης ημέρας).
β. Το πρωί της Τετάρτης και Παρασκευής τελούνται όλα τ' ανωτέρω και στον Εσπερινό επισυνάπτεται και η Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία.

γ. Εάν η Προηγιασμένη πρόκειται να τελεσθεί το απόγευμα, τότε η πρωινή ακολουθία αρχίζει κανονικά, σταματά όμως στην ΣΤ' Ώρα και γίνεται απόλυση.

δ. Η Προηγιασμένη το απόγευμα αρχίζει με την Θ' Ώρα, (κατά τη διάρκεια της οποίας ο Λειτουργός «παίρνει καιρό», με διαφορετικό τυπικό και ενδύεται πλήρη στολή) και μετά την απόλυση (της Θ' Ώρας), συνεχίζει με το «Ευλογημένη η Βασιλεία...» οπότε αρχίζει ο Εσπερινός με την Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία.

ε. Το απόγευμα των τεσσάρων πρώτων ημερών (Δεύτερα έως Πέμπτη), στη θέση του Εσπερινού τελείται το Μέγα Απόδειπνο.
στ. Εάν το απόγευμα της Τετάρτης τελεσθεί η Προηγιασμένη, το Μέγα Απόδειπνο τελείται συνήθως μετά τη Θεία Λειτουργία (των Προηγιασμένων Δώρων).

ζ. Το εσπέρας της Παρασκευής των πέντε πρώτων εβδομάδων, τελείται στους Ναούς ακόμη μία νέα Ακολουθία: η προσφιλής στο λαό μας ακολουθία, των Χαιρετισμών της Παναγίας στο μέσο του Μικρού Αποδείπνου, κάθε φορά με μία «Στάση», και την πέμπτη εβδομάδα όλες οι Στάσεις μαζί - ολόκληρος ο Ακάθιστος Ύμνος.