ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Πέμπτη 18 Μαΐου 2017

"ΘΕΡΑΠΕΥΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΦΟΒΟ": ΤΑΙΝΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΒΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΛΟΥΚΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΣΥΜΦΕΡΟΥΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙ ΚΡΙΜΑΙΑΣ ΤΟΥ ΙΑΤΡΟΥ

ΓΕΡΩΝ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ: ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΗΣΗ ΜΕ ΦΙΔΙΑ, ΑΡΚΟΥΔΕΣ ΚΑΙ ΛΑΓΟΥΣ!

Θαυμαστή συγκατοίκηση μέ φίδια, ἀρκοῦδες καί λαγούς!
Ἐξαίσιες διηγήσεις ἀπό τήν ἀσκητική ζωή
τοῦ γέροντα Βασιλείου τοῦ Καυσοκαλυβίτη

ΜΕΡΟΣ Β'
Τοῦ Διονύση Μακρῆ

«Ἕνα φίδι, ἕνα φίδι. Πάτερ ἕνα τεράστιο φίδι χώθηκε μέσα στήν ἀποθήκη μέ τά ἐργαλεῖα» φώναξε τό νεαρό παλικάρι ἀπό τό Λουτράκι. Τό πρόσωπό του ἦταν κατακόκκινο ἀπό τό φόβο του. Ὁ γέροντας Βασίλειος ὁ Καυσοκαλυβίτης πετάχτηκε σάν ἀστραπή ἔξω ἀπό τό κελί του. Ὁ νεαρός ἔντρομος τοῦ εἶπε: «Συγνώμη γέροντα δέν τό πρόλαβα. Πῆρα τό φτυάρι νά τό χτυπήσω ἀλλά ἐκεῖνο θαρρῶ πῶς μπῆκε μέσα στήν ἀποθήκη σου. Ἦταν σχεδόν δύο μέτρα»!
-Τί ἔκανες βρέ ἀθεόφοβε; Ἐλπίζω νά μήν τό χτύπησες. Εἶναι ἡ  ὥρα νά φάει γι’ αὐτό ἐρχόταν, εἶπε ὁ π. Βασίλειος.
-Μά...  δέν ἤξερα, ψιθύρισε ὁ νεαρός ἔκπληκτος ἀπό τήν ἀντίδραση τοῦ γέροντα καί ταυτόχρονα ἔσκυψε τό κεφάλι.
- Καλά –καλά, μήν στεναχωριέσαι. Ἔλα νά τό ψάξουμε μαζί. Εἶναι πολύ φιλικό. Ἔλα βρέ εὐλογημένε νά σέ συστήσω στό φίλο μου.
-Δέν θέλω γέροντα, δέν θέλω. Ξέρεις ἀπό μικρό παιδί φοβᾶμαι πολύ τά φίδια.

Ὁ γέροντας δέν ἀπάντησε. Ἔσκυψε πῆρε ἕνα τενεκεδάκι κι ἄρχισε νά τό χτυπᾶ ρυθμικά πηγαίνοντας κοντά στήν ἀποθήκη. Γιά δέκα λεπτά ἔκανε τό ἴδιο χωρίς νά μιλᾶ. Στή συνέχεια πῆγε στό μικρό μπαξέ πού διατηροῦσε καί ἔκανε πάλι τό ἴδιο.
Καί ξαφνικά ἀπό ἕνα θάμνο πού βρισκόταν κοντά στήν ἀποθήκη ἄρχισε νά βγαίνει τό φίδι. Ἦταν καφέ καί ἄσπρο.
-Ἔλα εὐλογημένο κι ἀνησύχησα. Νόμιζα πώς τραυματίστηκες. Ἔλα νά σέ γνωρίζω στό Βαγγέλη. Εἶναι καλό παιδί, ἀλλά λίγο τό φόβισες. Ἔλα νά τοῦ δείξεις πόσο ἀγαπᾶς τήν Παναγία μας. Νά τοῦ μάθεις νά κάνει καί καμιά μετάνοια, μήπως δεῖ καμιά προκοπή στή ζωή του, εἶπε χαμογελώντας ὁ γέροντας, ὁ ὁποῖος κατά κοινή ὁμολογία αὐτῶν πού τόν γνώρισαν εἶχε πάντοτε πολύ χιοῦμορ... 

Τό φίδι ἀκολούθησε τόν γέροντα μέχρι τήν αὐλή τοῦ κελιοῦ. Ὁ Βαγγέλης εἶχε μαζευτεῖ στήν πόρτα, ἕτοιμος νά μπεῖ μέσα ἄν κάτι πήγαινε στραβά.  Ὅλα αὐτά πού ἔβλεπε τά θεωροῦσε ἐντελῶς ἀλλόκοτα. Πρώτη φορά ἔβλεπε ἕνα τεράστιο φίδι, νά ἀκολουθεῖ σάν ὑπάκουο σκυλάκι ἕναν παράξενο καλόγερο. Κι αὐτό ἀκριβῶς τοῦ ἐνίσχυε τό φόβο του.
-Φέρε βρέ εὐλογημένε λίγο γάλα. Κόψε καί μία φέτα ψωμί. Καί ἔλα νά σοῦ γνωρίσω ἕναν καλό φίλο, εἶπε χαμογελώντας  ὁ γέροντας.

Ὁ Βαγγέλης ἀμέσως ἀνταποκρίθηκε στήν ἐντολή του. Ἄλλωστε, θεωροῦσε πώς ἦταν καλύτερο νά εἶναι μέσα στό κελί ἀπό τό νά παραμείνει στήν αὐλή μαζί μέ τόν γέροντα καί τό τεράστιο φίδι. Βγαίνοντας ἔξω μέ τό γάλα καί τό ψωμί, βρέθηκε μπροστά σέ μία εἰκόνα πού δέν πρόκειται ποτέ νά λησμονήσει στή ζωή του. Τό φίδι ἦταν κουλουριασμένο στά πόδια  τοῦ γέροντα κι ἐκεῖνος στοργικά τό χάιδευε στό κεφάλι.

-Ἔλα, ἔλα Βαγγέλη νά δεῖς τί μετάνοιες κάνει στήν Παναγία μας. Νά πάρε καί τό κεσεδάκι καί βάλε λίγο γάλα. Τρίψε καί λίγο ψωμάκι καί ἀκούμπησέ το ἐκεῖ στήν ἄκρη.
-Γέροντα εἶσαι σίγουρος ὅτι δέν θά μέ πειράξει;
-Ὄχι εὐλογημένε γιατί νά σέ πειράξει. Πλασματάκι τοῦ Θεοῦ εἶναι κι αὐτό.
-Νά, γιατί πῆγα προηγουμένως νά τό σκοτώσω. Δέν ἤξερα ὅτι τό ἔχεις σάν κατοικίδιο;
- Μήν φοβᾶσαι. Νά ἔλα νά τό χαϊδέψεις γιά νά λυθεῖ ἐπί τόπου ἡ παρεξήγηση.
-Θά ἀστειεύεσαι γέροντα. Καί πού τό βλέπω τόσο κοντά τρομάζω, ὄχι καί νά τό χαϊδέψω.
-Καλά, καλά.

Τό φίδι ἀφοῦ ἔφαγε ἀπό τό τενεκεδάκι τό ψωμί καί ἤπιε τό γάλα στεκόταν καί κοιτοῦσε τό γέροντα σάν νά τοῦ μιλοῦσε, σάν νά τόν εὐχαριστοῦσε.
-Τήν Παναγιά μας νά εὐχαριστεῖς εὐλογημένο, τήν Παναγιά μας εἶπε ὁ γέροντας.
Καί τότε τό φίδι ἄρχισε ρυθμικά νά σηκώνει τό κεφάλι καί νά τό κατεβάζει, λές καί ἔκανε μετάνοιες. Ἔπειτα γύρισε καί ἔφυγε πρός τό μέρος τοῦ μικροῦ κήπου πού διατηροῦσε ὁ γέροντας Βασίλειος, κοντά στό κελί του.

-Βαγγέλη ἡ ἀντίδρασή σου μοῦ θύμισε ἕναν φίλο μου δικαστικό ἀπό τή Θεσσαλονίκη πού τρία χρόνια πρίν μέ εἶχε ἐπισκεφθεῖ. Κι ἐκεῖνος σάν καί σένα φοβόταν πολύ τά φίδια. Ἔμεινε δύο μέρες φιλοξενούμενός μου καί θέλησε νά μέ βοηθήσει στίς ἐργασίες μου. Τά χέρια του ὅμως ἦταν βελούδινα. Τοῦ εἶπα νά πάει στίς ντοματιές καί νά ξεριζώσει τά ἀγριόχορτα πού εἶχαν φυτρώσει δίπλα στίς ρίζες. «Τράβα –τοῦ εἶπα- ἀλλά νά προσέχεις. Μή δεῖς κανένα φίδι καί τρομάξεις καί μοῦ χαλάσεις τίς ντοματιές». Ἐκεῖνος χαμογέλασε πιστεύοντας πώς ἀστειεύομαι. Δέν πέρασαν δύο λεπτά καί τόν ἀκούω νά οὐρλιάζει στήν κυριολεξία. Ἔτυχε νά περνᾶ ἀπό ἐκεῖ τό φίδι πού εἶδες καί ἐσύ. Μέ τό πού τό εἶδε ὁ εὐλογημένος ἄρχισε νά τρέχει καί νά χοροπηδᾶ σάν τρελός. Μοῦ πάτησε δύο ντοματιές. Εὐτυχῶς δέν ἔκανε πολύ μεγάλη ζημιά. «Νόμιζα γέροντα ὅτι ἀστειεύεσαι ἀλλά ἀπό ὅτι διαπιστώθηκε δέν ἦταν καθόλου ἀστεῖο»! Τόν καθησύχασα  καί τοῦ εἶπα πώς τό φίδι εἶναι ὑπάκουο καί ζεῖ στήν αὐλή σάν κατοικίδιο. Μετά λίγες ὧρες τοῦ πρότεινα νά μοῦ φέρει ἕνα σκαλιστήρι ἀπό τήν ἀποθήκη ἀλλά ἐκεῖνος ἀρνήθηκε νά πάει, μή τυχόν καί τό συναντήσει πάλι.
-Βλέπεις γέροντα κοτζάμ δικαστικός φοβήθηκε, δέν θά φοβόμουν τοῦ λόγου μου! Φοβήθηκε καί τρόμαξε αὐτός πού δέν διστάζει νά κλείσει ἐγκληματίες στή φυλακή καί περιμένατε νά μήν φοβηθῶ ἐγώ.

Ἀπό τότε ὁ Βαγγέλης συμπεριλάμβανε σέ κάθε προσκύνημα στό Ἅγιο Ὄρος καί τά Καυσοκαλύβια. Ἔμενε πάντα στό κελί τοῦ πατέρα Βασιλείου. Ἐκεῖ ἀναπαυόταν, ἀφοῦ ὁ γέροντας τοῦ μάθαινε πράγματα πού τόν βοηθοῦσαν νά χαράξει μία καλή πορεία στή ζωή του. Ἦταν Μάρτιος, ἀρχές Ἀνοίξεως, ὅταν ἐπισκέφθηκε γιά δεύτερη φορά τόν γέροντα. Ἡ περίοδος τοῦ χειμώνα ἄλλωστε δέν ἐνδείκνυται γιά προσκυνηματικές ἐπισκέψεις στήν ἔρημο τῶν Καυσοκαλυβίων, ἀφοῦ ἐπικρατεῖ σχεδόν μονίμως θαλασσοταραχή πού δέν ἐπιτρέπει σέ σκάφος νά ἔχει πρόσβαση στό φυσικό λιμανάκι. Καί κατά τή δεύτερη ἐπίσκεψη του ἔγινε ἀδιάψευστος μάρτυρας  μίας ἁρμονικῆς σχέσης, πού εἶχε δημιουργηθεῖ ἀνάμεσα σέ ἕνα κότσυφα καί τόν γέροντα.  Ὁ κότσυφας ἐρχόταν καί τίς δύο ἡμέρες πού ἔμεινα στό κελί μόλις ξημέρωνε ἀλλά καί λίγο πρίν σουρουπώσει. Ἐρχόταν λίγα λεπτά ἀφότου ὁλοκληρωνόταν ὁ κανόνας τοῦ γέροντα. Μέ τό ράμφος του χτυποῦσε τό παράθυρο. Ὁ γέροντας τότε τοῦ ἄνοιγε καί τοῦ ἔδινε νά φάει λίγα ψίχουλα ψωμί. Τά ἔτρωγε μέσα ἀπό τήν παλάμη του καί ἔφευγε. Μάλιστα τή δεύτερη ἡμέρα ὁ κότσυφας χτυποῦσε στό δικό μου παράθυρο. Ἔτρεξα καί φώναξα τόν γέροντα, ὁ ὁποῖος μοῦ εἶπε «ἄχ τό καημένο τό πουλί. Θά χτυποῦσε σέ μένα ἀλλά βλέπεις εἶμαι περήφανος στά αὐτιά (δηλαδή δέν ἄκουγε καλά) καί δέν τό ἄκουσα. Ἄντε βρέ Βαγγελάκι ἄνοιξέ του καί δώστου λίγα ψιχουλάκια νά φάει». Ὁ κότσυφας ἔφαγε ἀπό τό χέρι μου, χωρίς νά φοβηθεῖ ἐνῶ τήν ὅλη σκηνή παρακολουθοῦσε τό ἄγρυπνο μάτι τοῦ παππούλη. «Βαγγέλη βρίσκεσαι σέ καλό δρόμο. Κάνει καλή δουλειά ὁ πνευματικός σου. Ὁ κότσυφας δέν φοβήθηκε» μοῦ εἶπε χαριτολογώντας. Ὡστόσο ἤξερα ὅτι τό ὑποτιθέμενο κατόρθωμά μου ἔγινε χάρη στίς προσευχές τοῦ γέροντα.  Ἡ θερμή προσευχή τοῦ γέροντα  εἶχε μετατρέψει τό κελί του καί τό περιβάλλον γύρω ἀπ’ αὐτό σέ ἀληθινό παράδεισο.
Ἀνάλογα περιστατικά ἔχουν νά διηγηθοῦν κι ἄλλα πνευματικά παιδιά τοῦ γέροντα. Περιστατικά πού σχετίζονταν μέ τήν παραμονή του στό Χαρίσσειο Γηροκομεῖο τῆς Θεσσαλονίκης ἀλλά καί τή μακράν διαμονή του στήν Ἱερά Μονή τῆς Παναγίας στήν Κλεισούρα.

Ὁ γέροντας εἶχε ἀναπτύξει ἰσχυρούς πνευματικούς δεσμούς μέ τόν μακαριστό Μητροπολίτη Σισανίου καί Σιατίστης Ἀντώνιο. Συναντιόντουσαν πολύ συχνά καί γιά ὧρες ὁλάκερες συνομιλοῦσαν. Τό ἐπίκεντρο τῆς συζήτησης τους ἀποτελοῦσε πάντα ὁ Σωτήρας Χριστός. Ὁ ἅγιος Μητροπολίτης Ἀντώνιος εἶχε ἐκμυστηρευτεῖ στά πνευματικά του παιδιά ὅτι ὁ καλός Θεός εἶχε δώσει τό διορατικό χάρισμα στόν πατέρα Βασίλειο ἀπό τήν ἐποχή πού ἀσκήτευε γιά πολύ καιρό σέ μία σπηλιά στό Ἅγιο Ὄρος. Τούς ἔλεγε ἀκόμη ὅτι ὁ γέροντας Βασίλειος, ὅπως ἀκριβῶς καί ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης μιλοῦσε μέ τά ἄγρια ζῶα. Καί τούς διηγήθηκε πώς ὁ ἴδιος εἶχε γίνει μάρτυρας τῆς στενῆς σχέσης πού εἶχε ἀναπτύξει μέ μία ἀρκούδα πού ζοῦσε στό κοντινό δάσος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Κλεισούρας.

«Κάποτε διανυκτέρευσα στό μοναστήρι. Δέν ὑπῆρχε ἄλλος προσκυνητής. Ὅταν τελείωσε ἡ Ἀκολουθία τοῦ Ἀποδείπνου ἀκούστηκαν οἱ φωνές τῆς ἀρκούδας. «Συγνώμη Σεβασμιώτατε, ξέχασα νά ταΐσω τό ζωντανό καί τό καημένο φωνάζει» εἶπε καί ἔτρεξε πρός τήν κουζίνα τῆς Μονῆς.
Πίστευα πώς λέγοντας ζωντανό θά ἐννοοῦσε καμιά κατσικούλα. Ἐκεῖνος ἔτρεξε στήν πόρτα τῆς Μονῆς, τήν ἄνοιξε καί τότε ἔκπληκτος εἶδα νά μπαίνει στό μοναστήρι μία ἀρκούδα.
-Ἔχουμε τό δεσπότη σήμερα. Δέν θά μπορέσεις νά μείνεις στό μοναστήρι, τῆς εἶπε ὁ γέροντας ἐνῶ ταυτόχρονα ἅπλωσε τό χέρι του καί τῆς ἔδινε νά φάει τά ἀποφάγια πού εἶχε κρατήσει ἀπό τό μεσημέρι μέσα σέ ένα πλαστικό κουβαδάκι. Καί πρόσθεσε:
-Ἔλα αὔριο τό πρωί πάλι. Ἄντε τώρα πήγαινε στήν εὐχή τοῦ Χριστοῦ. 
-Ἄστ’ τήν ἀρκουδίτσα νά μείνει στό μοναστήρι εὐλογημένε. Ἐμένα δέν μέ ἐνοχλεῖ.
-Ὄχι Σεβασμιώτατε, τά χαράματα θά ἔρθουν προσκυνητές ἀπό τή Θεσσαλονίκη γιά νά λειτουργηθοῦν καί θά ἀνέβει καί ὁ παπά Δημήτρης, πού ἔμαθε γιά τήν παρουσία σου στό μοναστήρι. Μπορεῖ νά συναντήσουν τήν ἀρκούδα καί νά φοβηθοῦν. Ἄντε ἀρκουδίτσα μου στό καλό.

Ἐκείνη λές καί κατάλαβε τί ἀκριβῶς τῆς εἶπε ὁ γέροντας. Γύρισε πρός τήν ἐξωτερική πόρτα καί μέ ἕνα γρύλλισμα, σάν κι αὐτό πού κάνουν ἀπό ἱκανοποίηση τά σκυλιά ἔφυγε.  Στό μοναστήρι ἐκτός ἀπό τή φιλία πού εἶχε ἀναπτύξει μέ τήν ἀρκούδα τόν συντρόφευε κι ἕνας λαγός, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐξοικειωθεῖ ἀκόμη καί μέ τούς προσκυνητές. Ὁ γέροντας Βασίλειος ὁ Καυσοκαλυβίτης πάντοτε εἶχε ἕνα καρότο διαθέσιμο γιά νά τοῦ δώσει. Μία πνευματική κόρη του ἀπό τήν Καστοριά ἀποθανάτισε σέ φωτογραφία τόν γέροντα νά ταΐζει στόν καναπέ τό λαγό.

Κατά τήν παραμονή του στό Χαρίσσειο Γηροκομεῖο στή Θεσσαλονίκη ὁ γέροντας εἶχε ἀντίστοιχη φιλία μέ ἕνα περιστέρι, τό ὁποῖο ὅταν δέν ὑπῆρχαν ἐπισκέψεις στό δωμάτιο, ἔμπαινε ἀπό τό παράθυρο καί τοῦ κρατοῦσε συντροφιά.
-Φύγε τώρα, ἔρχονται κάποιοι νά μέ δοῦν τοῦ ἔλεγε ὁ γέροντας κι ἐκεῖνο ἀμέσως πετοῦσε ἔξω ἀπό τό δωμάτιο. Ἡ μαρτυρία αὐτή διασώθηκε ἀπό μία κυρία, ἡ ὁποία ἐπισκέφθηκε τόν γέροντα μέ τούς δύο γιούς της.  Ἦταν στήν πόρτα, ὅταν ἄκουσε τήν ἀνωτέρω στιχομυθία. Ἄνοιξε τήν πόρτα καί ὄχι μόνο εἶδε τό περιστέρι νά κάθεται ἤρεμα στόν ὦμο τοῦ γέροντα ἀλλά ἔγινε αὐτήκοος μάρτυς πού τοῦ ἔλεγε νά πετάξει ἔξω ἀπό τό δωμάτιο. Κι ἐκεῖνο ἀμέσως ἐξῆλθε.  

Συντάκτης: ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΚΡΗΣ, Θεολόγος, Δημοσιογράφος 
Πηγή: ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2017

Τετάρτη 17 Μαΐου 2017

Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΤΟΥ ΔΕΣΠΟΤΗ

ΜΕΡΟΣ Α'
ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΗ ΜΑΚΡΗ

Χωμένος στό εργαστήρι του, τό μικρό ξυλουργείο πού διατηρούσε σέ ειδικά διαμορφωμένο χώρο δίπλα στό ασκητικό του κελί στήν έρημο των Καυσοκαλυβίων τού Αγίου Όρους και άφοσιωμένος στό εργόχειρό του, την κατασκευή μικρών ξύλινων σταυρών, ό γέροντας ασκητής αδυνατούσε νά ακούσει τό νεαρό διάκο του δεσπότη, ό όποιος έστεκε στήν αυλόπορτα του κελιού των Είσοδίων τής Θεοτόκου.

Ευλογείτε, γέροντα. Γέροντα εύλογείτε, φώναζε καί ξαναφώναζε άλλά άπόκριση δεν έπαιρνε. Πήρε τότε την άπόφαση καί άνοιξε την αυλόπορτα μπαίνοντας μέσα. Πήγε κατευθείαν στό χώρο άπό όπου άκουγόταν ό θόρυβος. Είδε τόν γέροντα σκυμμένο νά σκαλίζει μέ επιμέλεια καί άφοσίωση ένα ξύλο ένώ ταυτόχρονα έλεγε συντονισμένα τήν προσευχή «Κύριε ήμών Ιησού Χριστέ, Υιέ τού Θεού έλέησόν με». Είχε γυρισμένη τήν πλάτη καί δέν είδε πού μπήκε ό νεαρός διάκονος.
Ωστόσο, χωρίς νά γυρίσει νά τόν δει είπε: «Καλώς τον-καλώς τον!» -Γέροντα ευλογείτε!
-Ό Κύριος Ιησούς Χριστός νά σέ ευλογεί καί νά σέ ενδυναμώνει στό δρόμο της σωτηρίας.
- Μέ έστειλε ό δεσπότης νά σου πώ, πώς σέ λίγο αναχωρεί. Θά ήθελε νά σέ χαιρετίσει.
-Δέν έρχομαι, δέν έρχομαι! Πες στό Σεβασμιώτατο ότι θά τόν έπισκεφθώ αύριο στό κελί του. Άλλωστε ή Παναγία μας με πληροφόρησε ότι θά τόν κρατήσει έναν ολάκερο μήνα στό Περιβόλι Της.
-Γέροντα δέν καταλάβατε. Ό δεσπότης έχει έτοιμασθεί γιά νά άναχωρήσει. Θά βγει έξω.
-Πήγαινε Διάκο καί πές του πώς θά τον δώ αύριο.

Ό νεαρός διάκονος έκανε μία βαθειά ύπόκλιση στόν γέροντα καί γύρισε στό κελί πού διατηρούσε ό δεσπότης στά Καυσοκαλύβια, προκειμένου αύτός άλλά και τά καλογέρια του νά άναπνέουν αγιορείτικο άέρα και θυμίαμα καί νά λαμβάνουν τίς ξεχωριστές καί μοναδικές πνευματικές δωρεές καί ευλογίες πού ή Αγία Θεοτόκος προσφέρει στους «κηπουρούς» τού περιβολιού Της!
-Σεβασμιώτατε, ό γέροντας είπε πώς θά σάς δει αύριο. Αρνήθηκε νά έρθει λέγοντας ότι ή Παναγία θά σάς κρατήσει άκόμη ένα μήνα στά Καυσοκαλύβια.
-Τού είπες βρέ εύλογημένε πώς φεύγω.
- Ναί σεβασμιώτατε, τό είπα πολλές φορές άλλά φαίνεται πώς δέν τό κατάλαβε.
-Δέσποτα μήν τόν παρεξηγείς τόν παπά- Βασίλειο. Έχει πολλές παραξενιές, είπε ένας άλλος μοναχός.
-Καλά-καλά. Τό μουλάρι είναι έτοιμο;
-Ναί, ελάτε νά σάς βοηθήσουμε νά ανεβείτε γιατί έχουμε άρκετό δρόμο μπροστά μας. Τό πλοίο δέν θά έρθει στά Καυσοκαλύβια λόγω καιρού καί πρέπει νά πάμε άπό τό μονοπάτι μέχρι τή Σκήτη τής Αγίας Αννας. Εκεί θά προσεγγίσει τό ταχύπλοο, πού θά μάς μεταφέρει στήν Ούρανούπολη.

Ο Δεσπότης, αφού άσπάστηκε με εύλάβεια τίς ιερές εικόνες καί τά καλογέρια πού θά έμεναν στό κελί άνέβηκε στά ζωντανό. Ακολούθησαν πίσω του δύο ιερομόναχοι καί ό διάκος καθώς καί δύο λαϊκοί, πνευματικά παιδιά τού φιλομόναχου επισκόπου, ένας έκ τών οποίων ήταν γιατρός.
Δέν είχε περάσει ούτε μισή -ώρα άπό τήν άναχώρηση του, όταν οι μοναχοί πού είχαν μείνει πίσω στό κελί, είδαν τή συνοδεία τού επισκόπου καί τόν ίδιο νά επιστρέφουν.
-Σεβασμιώτατε τί πάθατε, γιατί γυρίσατε πίσω;
-Δέν βλέπεις βρέ εύλογημένε τό πόδι μου; Κάτι τρόμαξε τό μουλάρι καί μέ έριξε κάτω. Εύτυχώς πού δέν έσπασα τό πόδι μου, όπως λέει ό Κώστας (σ.σ. ό γιατρός)
-Είναι πάντως πολύ δυνατό τό χτύπημα. Φοβάμαι σεβασμιώτατε, μήν τυχόν καί τό έχετε ραγίσει. Γϊ αυτό καλό θά ήταν νά τό κρατήσετε σέ άκινησία 20-30 ήμέρες, μίας καί άδυνατούμε νά βγάλουμε άκτίνες γιά νά δούμε τό μέγεθος τής ζημιάς. Τό θετικό είναι, όπως ήδη σάς είπα, ότι μπορείτε καί κουνάτε τό πόδι σας καί τό πατάτε. 'Η Παναγιά σάς φύλαξε δεσπότη μου καί δέν χτυπήσατε σέ καμιά πέτρα πέφτοντας..
- Ναί Κώστα είδες τίς πέτρες πού ήταν μόλις ένα μέτρο πιό κάτω άπ’έκεϊ πού μέ έριξε τό μουλάρι. Ο Χριστός καί ή Παναγιά μέ φύλαξαν.
Καταπονημένος ό Επίσκοπος ξάπλωσε νά ξεκουραστεί, αφού οί πόνοι άπό τό χτύπημα ήταν πλέον πιό έντονοι.

Ή είδηση τού άτυχου συμβάντος κυκλοφόρησε άστραπιαία σέ όλη τή σκήτη τών Καυσοκαλυβίων. Όλοι τό έμαθαν έκτός άπό τόν παράξενο -απόμακρο μοναχό τόν π. Βασίλειο. Πολλοί μοναχοί έτρεξαν γιά νά ευχηθούν περαστικά στόν τραυματισμένο Επίσκοπο άλλά δέν μπόρεσαν νά τόν δούν προσωπικά, αφού ό Κώστας ό γιατρός, τού συνέστησε ξεκούραση.

Τήν επόμενη ήμέρα τό πρωί ό δεσπότης πονούσε λιγότερο. Μέ δυσκολία ώστόσο, παρακολούθησε τό μοναχικό κανόνα, μεσονυκτικό καί όρθρο καί κοινώνησε τών άχράντων μυστηρίων. Ήταν περίπου 11 τό πρωί, όταν τό κατώφλι τού επισκοπικού κελιού στά Καυσοκαλύβια περνούσε ό παπά-Βασίλειος.
Μόλις τόν είδε ό διάκος νά στέκεται αγέρωχα στήν πόρτα θυμήθηκε τά προορατικά λόγια του, ότι ό δεσπότης θά έμενε άλλον έναν μήνα στά Καυσοκαλύβια κατά τήν πληροφόρηση πού είχε άπό τήν Παναγία μας.
-Ευλογείτε σεβασμιώτατε, ευλογείτε!
-'Ο Κύριος πάτερ μου, ό Κύριος. Κάτσε τού λόγου σου νά πιούμε ένα καφεδάκι.
-Γιατί είναι μπαταρισμένο σεβασμιώτατε τό πόδι σας; Τί πάθατε; Ρώτησε μέ διαγραφόμενη έκπληξη καί άπορία στό πρόσωπό του ό παράξενος ψηλός στό άνάστημα μοναχός.
Τότε ο δεσπότης θυμήθηκε τά λόγια πού είπε ό πάπα-Βασίλης στό Διάκο του.
-Έχω ένα παράπονο Βασίλειε νά σου εκφράσω. Καλά είπες στό Διάκο μου ότι ή Παναγία σέ πληροφόρησε πώς θά μείνω άκόμη ένα μήνα καί άρνήθηκες χθές νά έρθεις νά μέ κατευοδώσεις. Δέν μπορούσες μωρέ εύλογημένε νά μέ ενημερώσεις νά μήν φύγω καί πάθω τό άτύχημα; είπε χαριτολογώντας ό Επίσκοπος.
- Μά τί συνέβη; Γιά ποιό άτύχημα μιλάτε σεβασμιώτατε;
-Δέν έμαθες πώς μέ γκρέμισε τό μουλάρι καθώς πηγαίναμε άπό τό μονοπάτι γιά τή Σκήτη τής Αγίας Αννας;
-Όχι, όχι! Ευλογείτε σεβασμιώτατε δέν τό έμαθα. Χτυπήσατε πολύ;
-Χτύπησα, όσο χρειάζεται νά μείνω, όπως είπες στό Διάκο ένα άκόμη μήνα, ένώ τρέχουν πολλά θέματα στή Μητρόπολή μου.
-Έτσι ήθελε ή Παναγιά Σεβασμιώτατε...
Φαίνεται πώς σάς χρειάζεται στό περιβόλι Της.

'Ο δεσπότης γνώριζε ότι ό παπά-Βασίλειος ό Καυσοκαλυβίτης έφερε ώς δώρο τής Παναγίας τό προορατικό χάρισμα. Έτσι άπό διάκριση άπέφυγε νά τόν ρωτήσει γιά τό πώς γνώριζε ότι ή παραμονή του έκτος των δύο εβδομάδων πού ήδη είχαν συμπληρωθεί θά έπιμηκυνόταν γιά άλλες τριάντα ήμερες!

Σ’ αντίθεση με τόν Επίσκοπο ό νεαρός Διάκος κινούμενος κυρίως άπό περιέργεια καί έκ τής άπουσίας πνευματικής πείρας άπευθύνθηκε στόν γέροντα Βασίλειο.
-Γέροντα γνωρίζατε ότι θά πάθαινε ατύχημα ό δεσπότης καί μού τό άποκρύψατε;
-“Οχι, εύλογημένε. Έάν είχα τέτοια πληροφορία θά τήν άπέκρυπτα. Χριστιανοί είμαστε...
-Τότε γιατί δεν άνταποκριθήκατε στήν πρόσκληση τού σεβασμιωτάτου καί μου είπατε πώς θά τόν δείτε σήμερα;
-Διάκο γίνεσαι αυθάδης καί άσεβής άπέναντι στόν γέροντα! Είπε τότε ό δεσπότης, προσπαθώντας νά δώσει τέλος στήν αύθάδεια τού νεαρού διακόνου του.
-Άστο σεβασμιώτατε, τό παιδί. Έχει καλή διάθεση καί άπό αγάπη με ρωτάει.
'Ο διάκονος άπό ντροπή λόγω τής δημόσιας έπίπληξης τού δεσπότη είχε κοκκινίσει σάν τό παντζάρι καί είχε σκύψει τό κεφάλι, ώς ένδειξη άναγνώρισης τού λάθους του, τό όποιο προκλήθηκε άπό τήν πνευματική απειρία καί τήν άπουσία άνάλογων βιωμάτων.
'Ο παπά -Βασίλης μέ μία μόνο δρασκελιά έφθασε τότε δίπλα του καί τόν άγκάλιασε. Εκείνος αύθόρμητα γονάτισε πιάνοντας μέ τά χέρια του τά πόδια τού παράξενου γέροντα.
-Σεβασμιώτατε, μιάς καί θά μείνετε δεν μου στέλνεις τό διάκο αύριο νά μέ βοηθήσει νά μεταφέρουμε λίγες πέτρες; Φαίνεται γεροδεμένο παιδί.
-Μέ τήν ευχή μου Βασίλειε, πάρτον μαζί σου νά σέ βοηθήσει.

Τήν έπόμενη ήμερα ό διάκος στεκόταν πρωί-πρωί έξω άπό τήν πόρτα τού πατρός Βασιλείου στό κελί τών Είσοδίων τής Θεοτόκου στά Καυσοκαλύβια.
'Ο γέροντας του έγνεψε νά περάσει μέσα καί τόν οδήγησε στήν Εκκλησία γιά νά προσκυνήσει.
Μέσα στό κελί ύπήρχε τάξη.
“Ολα ήταν τακτοποιημένα.
'Ο γέροντας τού πρότεινε νά καθίσει σέ ένα μικρό σκαμνάκι μέχρι νά έτοιμάσει ένα κέρασμα.
-Από πού είσαι διάκο;
- Άπό τήν Αθήνα γέροντα. Στήν Αθήνα γεννήθηκα καί μεγάλωσα. Οι γονείς μου όμως κατάγονται άπό τήν Κρήτη ό πατέρας μου καί άπό τή Νάξο ή μητέρα μου άλλά ζουν μόνιμα στόν Πειραιά.
- Γέροντα-συνέχισε ό διάκος-συγνώμη γιά τή χθεσινή άπρέπειά μου.

-Συγχωρεμένος νά είσαι. Γιά νά μην σου μείνει καμιά απορία καί γιά νά διώξεις τούς λογισμούς του πονηρού πού σέ ταλανίζουν άπό χθές εμφυτεύοντας διάχυτα τό φόβο θά σού πώ έξομολογητικά τό πώς μέ πληροφόρησε ή Παναγιά μας. Λίγο πρίν έρθεις καθώς εργαζόμουν στό ξυλουργείο άκουσα τόν δεσπότη νά σέ προστάζει νά έρθεις νά μέ προσκαλέσεις.
 Κίνησα τότε νά μεταβώ στό κελάκι μου νά σουλουπωθώ λίγο άφήνοντας τό έργόχειρό μου. Τότε όμως άκουσα τή γλυκιά φωνή τής Παναγιάς μας πού μέ πληροφορούσε πώς ό δεσπότης θά έμενε άλλες τριάντα ήμέρες. Σύνδεσα τήν πληροφορία μέ τή συνέχιση του εργόχειρου καί τήν προσευχή κι άποφάσισα νά έπισκεφθώ σήμερα τόν δεσπότη.
-Δηλαδή δέν είχες πληροφορία γιά τό άτύχημα;

-Όχι βρέ εύλογημένε. Τί λές άν είχα τέτοια πληροφορία δέν θά ενημέρωνα τό σεβασμιώτατο; Τί σόι χριστιανός θά λεγόμουν τότε;
Ό διάκος χαμογέλασε. Άλλά καί πάλι δέν ικανοποιήθηκε πλήρως.
-Έχεις πολλά νά μάθεις άκόμη, διάκο. Ένα όμως νά ξέρεις στήν ιερατική πορεία σου. 'Ο Θεός δέν ανακαλύπτεται άλλά άποκαλύπτεται στόν άνθρωπο μόνο διά της ταπεινώσεως. Χωρίς ταπείνωση κανένας δέν προσεγγίζει τό Θεό. Ταπείνωση, ταπείνωση, ταπείνωση! Αυτή είναι ή συνταγή πού ανοίγει διάπλατα τήν πόρτα του ουρανού. Ταπείνωση, ταπείνωση, ταπείνωση! 

Χωρίς αυτή ό άνθρωπος είναι μηδενικό ένώ όταν πορεύεται μαζί της γίνεται μικρός θεός κατά τή σοφή ρήση του προφητάνακτος Δαυίδ. Άντε τώρα έλα νά μέ βοηθήσεις νά μεταφέρουμε αυτές τίς πέτρες.
Διάκε, είπε ό παπά Βασίλης

«Νά σκέπτεσαι τό θάνατο επτά φορές τήν ώρα
Υπήρχαν κι άλλοι στή ζωή πού δέν ύπάρχουν τώρα.
Σέ κάθε βήμα πρόσεχε
του Σατανά τό βρόχι
Μήν άδικήσεις ορφανούς,
γυναίκες, χήρες όχι.
Πιστά τούς νόμους φύλαγε
χωρίς καμιά προσθήκη
Τάς έντολάς του Μωυσή,
τή Νέα Διαθήκη.
Τής μέρας τ’ αμαρτήματα καί πρίν ό ήλιος δύσει 

μέ κάθε τρόπο του Θεού νά τάχεις όλα σβήσει».

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

https://proskynitis.blogspot.gr

Τρίτη 16 Μαΐου 2017

Ο ΠΡΩΤΑΘΛΗΤΗΣ ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΚΟΔΗΜΟΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΕΙΤΑΙ: ΓΥΡΙΣΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΧΑΡΗ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΗΦΩΝΑ!

Από τη Βίβιαν Μπενέκου

Σε μια συγκλονιστική εξομολόγηση, που κάνει για πρώτη φορά δημοσίως, ο πρώην πρωταθλητής και ολυμπιονίκης στο άλμα εις μήκος αποκαλύπτει τον φύλακα-άγιο που «σημάδεψε» τη ζωή του! Ακόμη και η επί 21 χρόνια σύζυγός του Λιάνα Μακρίδου θα μάθει μέσω της «Espresso» το περιστατικό, που έκρυβε βαθιά στην ψυχή του ο πρώην υφυπουργός Αθλητισμού.
Πριν από δύο χρόνια συνέβη κάτι που λίγο έλειψε να κοστίσει τη ζωή σας. Θα μας μιλήσετε για αυτό;
Ήταν Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου του 2015, πριν από τις εθνικές εκλογές. Να πω εδώ, γιατί έχει σημασία, ότι είχαν προηγηθεί εκλογές με σταυρό, κι αυτές ήταν με λίστα. Εγώ ήμουν πρώτος. Άρα δεν είχα λόγο να έχω άγχος. Παρ’ όλα αυτά, αγχώθηκα πολύ για το πανελλαδικό ποσοστό της Νέας Δημοκρατίας, κι όχι για το αν θα εκλεγώ. Βεβαίως, κάπνιζα πάρα πολύ. Έκανα τέσσερα πακέτα την ημέρα, μπορεί και πέντε. Εκείνη την Παρασκευή θα ερχόταν από τις Σέρρες ο Κώστας Καραμανλής του Αχιλλέα, ο νεότερος, για να μιλήσει και να παρουσιάσει τα ψηφοδέλτια. Το μεσημέρι, πριν από την κεντρική ομιλία, πήγαμε για φαγητό. Στο τραπέζι αισθάνθηκα δυσφορία. Ζήτησα συγγνώμη από τους συνδαιτυμόνες κι έφυγα. Μπήκα στο αυτοκίνητο και είχα μια τρομερή εφίδρωση, παρόλο που δεν έκανε ζέστη.

Άνοιξα το ερκοντίσιον, και μέχρι να πάω στο σπίτι είχα γίνει παπί, στην κυριολεξία. Καταλάβαινα ότι κάτι δεν πάει καλά. Έκανα ένα μπάνιο, μου πήραν την πίεση, και ήταν κανονική! Όμως ακόμη κι όταν βγήκα από το μπάνιο, ένιωθα έντονα την εφίδρωση. Πίστευα ότι είναι λόγω της υπερέντασης, και είπα να πάω στο νοσοκομείο, να κάνω κάποιες εξετάσεις. Με το που μπήκα μέσα στον προθάλαμο, στα Επείγοντα, έτυχε να βρεθεί μπροστά μου ο καρδιολόγος. Μόλις με αντίκρισε, μου είπε ότι έχω πάθει έμφραγμα, και καλά θα κάνω να ξαπλώσω κάτω, γιατί δεν ξέρει σε ποια φάση είναι και πώς θα εξελιχθεί. Με κατάλαβε αμέσως από τη διαστολή των ματιών. Εμένα ούτε καν μου πέρασε από το μυαλό αυτό! Δεν πονούσα, δεν είχα μούδιασμα, δεν αισθάνθηκα ούτε τσίμπημα στην πλάτη.

Μέχρι πριν μπω στο ασθενοφόρο, τους έλεγα: «Τι είναι αυτά που λέτε, το απόγευμα έχω ομιλία, δώστε μου ένα υπογλώσσιο, πρέπει να φύγω». Άκουγα τους γιατρούς που έλεγαν ότι πρέπει να μεταφερθώ στο «Παπανικολάου» της Θεσσαλονίκης και ότι είναι κάτι σοβαρό. Η νοσοκόμα μού έκανε μια αντιθρομβωτική, μετά άλλη μια, αλλά εγώ εκεί. «Θα τα πούμε το βράδυ στην ομιλία» τους έλεγα την ώρα που έμπαινα στο ασθενοφόρο, γιατί νόμιζα ότι θα πάω Θεσσαλονίκη, και θα μου πουν «φύγε»! Με το που μπήκα στο ασθενοφόρο, «χάθηκα». Έπαθα ανακοπή.

Δηλαδή, από τη μια στιγμή στην άλλη βρεθήκατε μεταξύ ζωής και θανάτου;
Ναι, σε μια στιγμή. Στο στάδιο αυτό της ανακοπής, και δεν θέλω να το πάρει κάποιος περίεργα αυτό που θα πω, έγινε κάτι συγκλονιστικό. Να πω εδώ ότι εγώ είμαι πολύ θρήσκος. Από την πρώτη στιγμή, λοιπόν, που έπαθα ανακοπή, υπήρχε κάτι που με έσπρωχνε πίσω. Ένα χέρι με έδιωχνε από εκεί όπου ήμουν. Οι γιατροί μου είπαν αργότερα ότι προσπαθούσα να τραβήξω τα σωληνάκια για να αναπνεύσω.

Νιώσατε να υπάρχει κάποιος που σας έσπρωχνε;

Είδα τον άγιο Νήφωνα! Θα μου πεις, όλα είναι στο μυαλό, γιατί πραγματικά δεν είχες πεθάνει, και είναι αυτό που αισθάνεται ο άνθρωπος μεταξύ του ενός και του άλλου επιπέδου, είναι η συνείδησή του. Αλλά δεν ήταν αυτό.
Πριν από χρόνια μια παρέα από φίλους είχαμε δώσει τον λόγο μας σε έναν γέροντα στο Άγιο Όρος, στον παπα-Γιάννη, να φτιάξουμε ένα εκκλησάκι του αγίου Νήφωνα στην Κατερίνη. Το φτιάξαμε, και είναι ένα παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής στον Πέλεκα. Εγώ, λοιπόν, είδα τον άγιο Νήφωνα πίσω μου.

Είναι πράγματι συγκλονιστικό. Είναι ακριβώς όπως σας το λέω! Όταν ξύπνησα από την Εντατική, πονούσε το χέρι μου στο σημείο ακριβώς που με σπρώχνανε. Είχα μια μελανιά τεράστια και δεν ήταν από τους γιατρούς, γιατί τις μαλάξεις οι γιατροί τις κάνουν στο στήθος, και όχι πίσω στον ώμο! Όταν, μάλιστα, τους ρώτησα, μου είπαν ότι μπορεί να είχα χτυπήσει μέσα στο ασθενοφόρο. Εκεί, όμως, ήμουν δεμένος για να μην πέσω. Δεν χτύπησα εκεί. Αυτό που εγώ ξέρω είναι ότι ένιωσα αυτό το σκούντημα, κι όταν γύρισα και κοίταξα, ήταν ο άγιος Νήφωνας.

Μετά, λοιπόν, που συνήλθα στην Εντατική, και ήρθαν οι φίλοι μου, μου είπαν ότι «από τη στιγμή που το έπαθες, ανοίξαμε το εκκλησάκι και μαζευτήκαμε όλη η παρέα και προσευχόμασταν, μέχρι που μας είπαν οι γιατροί ότι συνήλθες και διέφυγες τον κίνδυνο». Αυτή την ιστορία την ακούτε εσείς πρώτη φορά. Δεν την έχω πει πουθενά. Δεν την ξέρει ούτε η γυναίκα μου. Δεν της την είπα ποτέ. Τώρα θα το διαβάσει και θα σοκαριστεί.

Ο άγιος σας είπε κάτι εκείνη την ώρα; 

«Δεν είσαι εσύ για εδώ». Αυτό μου είπε ο άγιος Νήφωνας. Ήταν ακριβώς όπως στις εικόνες του. Ένας πραγματικός γέροντας ασκητής. Η μορφή του είναι χαρακτηριστική και δεν είναι άγιος που τον ξέρουν πολλοί. Δεν αποτυπώνεται εύκολα η εικόνα του.

Μπορεί αυτό να ήταν παιχνίδι του μυαλού; 

Όχι, δεν ήταν. Ήταν ολοζώντανο. Το είδα, το πιστεύετε ή όχι. Είδα ότι υπάρχει κάτι μετά τον θάνατο. Ήταν ένας άντρας, όρθιος, με τα ράσα που με έσπρωχνε. Ήταν το χέρι του πάνω στο μπράτσο μου που με χτυπούσε με δύναμη.

ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ- ΕΝΑΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΓΙΟΣ (ΜΕΡΟΣ 2ο)

ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ- ΕΝΑΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΓΙΟΣ (ΜΕΡΟΣ 1ο)

ΔΕΝ ΗΡΘΑ ΣΤΗ ΓΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΡΙΣΤΟΥΣ, ΑΛΛΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΜΑΡΤΩΛΟΥΣ!


Δευτέρα 15 Μαΐου 2017

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΤΟ ΘΕΟ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΟΤΑΝ ΜΑΣ ΔΙΝΕΙ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΜΑΣ ΔΙΝΕΙ!

Η προσευχή είναι μεγάλο αγαθό, αν γίνε­ται και με λογισμό αγαθό· αν ευχαριστούμε το Θεό όχι μόνο όταν μας δίνει, αλλά και όταν δεν μας δίνει ό,τι Του ζητάμε, αφού και τα δύο τα κάνει για την ωφέλειά μας.

Έτσι, και όταν δεν παίρνουμε, ουσιαστικά παίρνουμε με το να μην πά­ρουμε ό,τι δεν μας συμφέρει. Υπάρχουν, βλέπετε, περιπτώσεις που η μη ικανοποίηση του αιτήματός μας είναι πιο ωφέλιμη. Και τότε ό,τι θεωρούμε σαν απο­τυχία είναι επιτυχία.

Ας μη στεναχωριόμαστε, λοιπόν, όταν ο Θεός αργεί να εισακούσει την προσευχή μας. Ας μη χά­νουμε την υπομονή μας. Μήπως και πριν ζητήσουμε κάτι, δεν μπορεί να μας το δώσει ο Πανάγαθος; Μπο­ρεί, φυσικά, αλλά περιμένει από μας κάποιαν αφορμή, ώστε να μας βοηθήσει δίκαια.

Γι’ αυτό ας Του δίνου­με την αφορμή με την προσευχή και ας περιμένουμε με πίστη, με ελπίδα, με εμπιστοσύνη στην πανσοφία και στη φιλανθρωπία Του. Μας έδωσε ό,τι ζητήσαμε; Ας Τον ευχαριστούμε. Δεν μας έδωσε; Και πάλι ας Τον ευχαριστούμε, γιατί δεν γνωρίζουμε, όπως γνωρίζει Εκείνος, τι είναι καλό για μας.

Ας έχουμε ακόμα υπόψη μας, πως ο Θεός συχνά δεν αρνείται, αλλά μόνο αναβάλλει την ικανοποίηση κάποιου αιτήματός μας. Και γιατί αναβάλλει; Επειδή, χρησιμοποιώντας ως μέσο τη δική μας επιμονή στο αίτημα, θέλει να μας ελκύσει και να μας κρατήσει κο­ντά Του. Κι ένας φιλόστοργος πατέρας, άλλωστε, όταν του ζητάει κάτι το παιδί του, πολλές φορές αρνείται να του το δώσει, όχι γιατί δεν θέλει, αλλά γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο το παιδί μένει κοντά του.

Με δυο λόγια, η αποτελεσματικότητα της προσευ­χής μας εξαρτάται:

-πρώτον, από το αν είμαστε άξιοι να λάβουμε ό,τι ζητάμε·
δεύτερον, από το αν προσευ­χόμαστε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού·
τρίτον, από το αν προσευχόμαστε αδιάλειπτα·
τέταρτον, από το αν για όλα καταφεύγουμε στο Θεό·
πέμπτον, από το αν ζητάμε εκείνα που είναι ωφέλιμα σ’ εμάς.

Και δίκαιοι ακόμα να παρακαλέσουν τον Κύριο, δεν θα εισακουστούν, αν δεν πρέπει. Ποιός ήταν δι­καιότερος από τον Παύλο; Και όμως, επειδή ζήτησε κάτι που δεν θα τον ωφελούσε, δεν εισακούστηκε. «Τρεις φορές παρακάλεσα γι’ αυτό τον Κύριο», γρά­φει ο ίδιος, «και η απάντησή Του ήταν: “Σου αρκεί η χάρη μου”» (Β’ Κορ. 12:8-9). Αλλά και ο Μωυσής δεν ήταν δίκαιος; Ε, ούτε κι εκείνος εισακούστηκε. «Φτά­νει πια!», του είπε ο Θεός (Δευτ. 3:26), όταν ζητούσε να μπει στη γη της επαγγελίας.

Πέρα απ’ αυτά, όμως, υπάρχει και κάτι άλλο που αχρηστεύει την προσευχή μας, και αυτό είναι η αμετανοησία. Προσευχόμαστε, ενώ επιμένουμε στην αμαρτία. Ετσι έκαναν οι Ιουδαίοι, γι’ αυτό ο Θεός είπε στον προφήτη Ιερεμία: «Μην προσεύχεσαι για το λαό αυτό! Δεν βλέπεις τι κάνουν;» (Ιερ. 7:16-17). Δεν απομακρύνθηκαν, λέει, από την ασέβεια. Κι εσύ με παρακαλάς γι’ αυτούς; Δεν σ’ ακούω!

Όταν, πάλι, ζητάμε κάτι κακό εναντίον των εχθρών μας, όχι μόνο δεν το πραγματοποιεί ο Θεός, αλλά και παροργίζεται. Γιατί η προσευχή είναι φάρμακο. Κι αν δεν γνωρίζουμε πως πρέπει να χρησιμο­ποιήσουμε ένα φάρμακο, δεν θα ωφεληθούμε ποτέ από τη δύναμή του.

Πόσο μεγάλο καλό είναι η συνεχής προσευχή, το μαθαίνουμε από τη Χαναναία εκείνη του Ευαγγελίου, που δεν σταματούσε να κραυγάζει: «Ελέησέ με, Κύ­ριε!» (Ματθ. 15:22). Κι έτσι, αυτό που αρνήθηκε ο Χριστός στους αποστόλους, τους μαθητές Του, το πέ­τυχε εκείνη με την υπομονή της. Ο Θεός, βλέπετε, προτιμά για τα δικά μας ζητήματα να Τον παρακαλάμε εμείς οι ίδιοι, που είμαστε και υπεύθυνοι, παρά να Τον παρακαλούν άλλοι για λογαριασμό μας.

Όταν έχουμε την ανάγκη ανθρώπων, χρειάζεται και χρήματα να δαπανήσουμε και δουλόπρεπα να κο­λακέψουμε και πολύ να τρέξουμε. Γιατί οι άρχοντες του κόσμου τούτου όχι μόνο δεν μας δίνουν εύκολα ό,τι τους ζητάμε, αλλά συνήθως ούτε καν να μας μι­λήσουν δεν καταδέχονται.

Πρέπει πρώτα να πλησιά­σουμε τους ανθρώπους που είναι κοντά τους -υπηρέ­τες, γραμματείς, υπαλλήλους κ.ά- και να τους καλο­πιάσουμε, να τους εκλιπαρήσουμε, να τους προσφέ­ρουμε δώρα. Έτσι θα εξασφαλίσουμε τη μεσολάβησή τους στους αρμόδιους αξιωματούχους, για το διακα­νονισμό της όποιας υποθέσεώς μας.

Ο Θεός, απεναντίας, δεν θέλει μεσολαβητές. Δεν χρειάζεται να Τον παρακαλούν άλλοι για μας. Προτιμά να Τον παρακαλάμε εμείς οι ίδιοι. Μας χρωστάει χάρη, μάλιστα, όταν του ζητάμε ό,τι έχουμε ανάγκη. Μόνο Αυτός χρωστάει χάρη όταν Του ζητάμε, μόνο Αυτός δίνει εκείνα που δεν Του δανείσαμε. Κι αν δει ότι επιμένουμε στην προσευχή με πίστη και καρτερία, πληρώνει δίχως να απαιτεί ανταλλάγματα. Αν, όμως, δει ότι προσευχόμαστε με νωθρότητα, αναβάλλει την πληρωμή· όχι γιατί μας περιφρονεί ή μας αποστρέφε­ται, αλλά γιατί, όπως είπα, με την αναβολή αυτή μας κρατάει κοντά Του.

Από το Βιβλίο «Θέματα ζωής» – Κείμενα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσόστομου 

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ Π. ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ ΜΕ ΕΝΑΝ ΦΟΙΤΗΤΗ ΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ!

Διάλογος του π. Επιφανίου Θεοδωρόπουλου
με έναν φοιτητή της Ιατρικής!
Επιμέλεια Σοφία Ντρέκου


Φοιτητής: Εσείς οι Χριστιανοί αδιαφορείτε λίγο-πολύ για τα προβλήματα αυτής της ζωής. Συνέχεια μιλάτε για την αιώνια βασιλεία. Αιώνια βασιλεία εδώ, αιώνια βασιλεία εκεί, ενώ ο κόσμος έχει τόσα προβλήματα.

Ο γέροντας τον κοίταξε με το διαπεραστικό του βλέμμα και είπε:


Γέροντας: Παιδί μου, για να μη μιλάμε αφηρημένα, για πες μου ένα πρόβλημα αυτής της ζωής, για το οποίο δεν έχει δώσει απάντηση η Εκκλησία του Χριστού;

Φοιτητής: Ναι να σας πω. Η φτώχεια. Εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο πεινούν, είναι γυμνοί κι εσείς τους μιλάτε για τη αιώνια βασιλεία. Λες και μπορεί κανείς να χορτάσει ή να ντυθεί με την αιώνια βασιλεία.

Γέροντας: Καλό μου παιδί, και σ' αυτό έχει απαντήσει η Εκκλησία. Αν οι άνθρωποι τηρούσαν τις εντολές της «ο έχων δύο χιτώνας μεταδότω τω μη έχοντι» (Λουκ. 3, 11) και «εάν μη περισσεύση η δικαιοσύνη υμών πλείον των γραμματέων και φαρισαίων, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών» (Ματθ. 5, 20), δεν θα μιλούσαμε αυτή τη στιγμή για φτώχεια! Φαντάσου ότι η δικαιοσύνη των Ιουδαίων έδινε στους φτωχούς το 1/10 από τα εισοδήματα τους. Αν λοιπόν οι άνθρωποι, τηρούσαν τις εντολές της Εκκλησίας και έδιναν περισσότερα από το 1/10 δεν θα υπήρχε ούτε φτώχεια, ούτε πείνα ούτε γύμνια στον κόσμο.

Φοιτητής: Πάτερ, κοιτάξτε. Αυτά είναι ευχόλογα. Τα έχουν πει κι' άλλοι.

Γέροντας: Το ξέρω παιδί μου, ότι τα έχουν πει κι' άλλοι. Αλλά υπάρχει μία διαφορά. Μίλησαν για δικαιοσύνη, για αγάπη, για ελευθερία, απευθυνόμενοι στην απρόσωπη μάζα που λέγεται ανθρωπότητα. Ενώ ο Χριστός μίλησε γι' αυτά απευθυνόμενος στα πρόσωπα. Στον Βασίλη, στον Κώστα, στον Δημήτρη, στην Μαρία. Γι'αυτό, ενώ τα διάφορα κοινωνικά συστήματα δεν κατάφεραν να πείσουν κανέναν, ο Χριστός έπεισε χιλιάδες ανθρώπους να μοιράσουν τις περιουσίες τους στους φτωχούς, να εφαρμόσουν κοινωνική δικαιοσύνη, να συμπαρασταθούν στον ανθρώπινο πόνο, να θυσιάσουν και τη ζωή τους για την αγάπη των άλλων. Κατάφερε και τελώνες και πόρνες και ληστές και φονιάδες να τους αλλάξει τελείως και να τους κάνει αγίους. Και μια και αναφέρεσαι στα προβλήματα της ζωής, να σε ρωτήσω και γω κάτι: Ο θάνατος είναι ή δεν είναι πρόβλημα αυτής της ζωής;

Φοιτητής: - Δεν ξέρω.

Γέροντας: Ε, πως δεν ξέρεις; Ο θάνατος είναι πρόβλημα της ζωής και μάλιστα από τα οξύτερα. Τι έχεις να πεις εσύ ή κάποιος άλλος στη χαροκαμένη μάνα που κατεβάζει στον τάφο το παιδί της; Τι έχεις να πεις εσύ στο παιδί που κατευοδώνει στην τελευταία του κατοικία τον πατέρα του;

Φοιτητής: Εσείς τι έχετε να πείτε; 

Γέροντας: Όχι εγώ. Η Εκκλησία. Η Εκκλησία παιδί μου, γεμίζει την ψυχή αυτών με την ελπίδα ότι ο χωρισμός αυτός είναι τελείως προσωρινός. Μετά από λίγο καιρό θα ξανασυναντηθούν. Γι'αυτό και τους φέρνει στα χείλη το: «Καλό ταξίδι παιδί μου», «Καλή αντάμωση πατέρα'». Το έχεις λίγο αυτό;

Φοιτητής: Πάτερ, εγώ σας μιλάω για την ζωή, εσείς με πάτε στον θάνατο.

Γέροντας: Παιδί μου, αν έχεις απάντηση σ'αυτό, απάντησε μου.

Σε ρώτησα αν ο θάνατος είναι πρόβλημα της ζωής αυτής. Δεν μου απάντησες. Και επειδή δεν έχεις απάντηση, προσπαθείς να ξεφύγεις. Ας επανέλθουμε σ'εκείνα που απασχολούν εσένα ως «προβλήματα αυτής της ζωής».

Δε μου λες παιδί μου, ακόμα κι αν απαριθμήσεις όλα τα προβλήματα αυτής της ζωής ένα προς ένα, πως μπορείς να τα εξηγήσεις χωρίς, την μετά θάνατο, προοπτική; Τις αδικίες, τις συκοφαντίες, το φθόνο, τη φτώχεια, τις αρρώστιες... Τι νόημα έχει να τα υπομένει κανείς όλα αυτά και στο τέλος να φθάνει να καλύπτει δύο μέτρα γης και να φθάνει στην ανυπαρξία; Τι νόημα έχει; Κανονικά θα'πρεπε, λογικά σκεπτόμενος να αυτοκτονήσει!

Ενώ με τον Χριστό όλα αυτά αποκτούν ένα νόημα.

Όλα! Και ο πόνος και τα δάκρυα και οι αρρώστιες και ο θάνατος. Όλα αποτελούν προετοιμασία για το ταξίδι προς την αιωνιότητα.

Φοιτητής: Πάτερ, συνέχεια στα μνήματα με φέρνετε.

Γέροντας: Δε σε φέρνω στα μνήματα. Σου μίλησα για τη ζωή. Ή δεν είναι αυτά προβλήματα που αφορούν όλους τους ανθρώπους; Να σε ρωτήσω και κάτι άλλο αφού θέλεις να «σου μιλήσω για την ζωή». Το αν θα γίνεις εσύ αύριο καρδιολόγος, μικροβιολόγος ή χειρούργος, το αν θα νυμφευθείς ή όχι, το αν θα πετύχεις στο γάμο σου ή όχι, αυτό είναι ένα ενδεχόμενο. Μπορεί να συμβεί, μπορεί όχι.

Εκείνο όμως που είναι απόλυτα σίγουρο είναι ότι κι εγώ και εσύ κάποια μέρα θα πεθάνουμε. Ο θάνατος είναι το πιο σίγουρο γεγονός της ζωής μας. Δεν μπορείς να μένεις αδιάφορος στο πιο σίγουρο γεγονός της ζωής σου. Δεν μπορείς....

Φοιτητής: Πάτερ, δεν μ'ενδιαφέρει!

Γέροντας: Δεν μπορείς να λές ότι δεν σ'ενδιαφέρει.

Φοιτητής: Τι σχέση έχει τώρα αυτό με τη ζωή;

Γέροντας: Πως δεν έχει σχέση με την ζωή; Απάντησε μου στο ερώτημα: Ανάμεσα σε μένα και σένα είναι το μνήμα σου. Κοίταξε το και πες μου: Αρχίζεις ή τελειώνεις;

Φοιτητής: Μα, πάτερ. Τι σχέση έχει αυτό μ'εκείνο που συζητάμε;

Γέροντας: Πως δεν έχει σχέση; Από την απάντηση που θα δώσεις σ'αυτό το ερώτημα, θα εξαρτηθεί η ζωή σου. Αν πεις ότι στο μνήμα σου θα αρχίσεις, θα πρέπει να προετοιμαστείς γι'αυτό το ταξίδι. Αν πεις ότι τελειώνεις, τότε δεν μπορείς να βρεις νόημα στην ζωή σου.

Φοιτητής: Ε, πάτερ, πως δεν έχει νόημα; Εγώ τη γλεντάω τη ζωή μου.

Γέροντας: Καημένο παιδί! Έχεις την εντύπωση ότι όλη σου η ζωή θα είναι μία διαρκής χαρά και ευφροσύνη; Έχεις την εντύπωση ότι υπάρχουν άνθρωποι σ'αυτό τον κόσμο που πέρασαν όλη τη ζωή τους γλεντώντας; Αν ξέρεις τέτοιους ανθρώπους, φέρε μου έναν να τον γνωρίσω κι' εγώ. Εγώ δεν ξέρω κανέναν! Και σε διαβεβαιώ ότι στα τριάντα χρόνια της ιερατικής μου διακονίας, πέρασαν εκατοντάδες άνθρωποι από το εξομολογητήριο μου, άλλα δεν γνώρισα ούτε έναν που να μην κουβαλούσε κάποιο σταυρό. Όλοι κουβαλούσαν τον σταυρό τους. Άλλος μικρότερο, άλλος μεγαλύτερο. Άλλος βαρύτερο, άλλος ελαφρύτερο. Δεν ήταν όμως κανένας που να μην είχε τον σταυρό του. Πως λοιπόν εσύ πιστεύεις ότι θα περάσεις όλη σου τη ζωή με γλέντια και ευτυχία;

Φοιτητής: Πάτερ, έχετε τα επιχειρήματα σας, αλλά εμένα δεν με απασχολεί το θέμα.

Γέροντας: Όταν παιδί μου σ' απασχολήσει, έλα να σε βοηθήσω όσο μπορώ.

Και πραγματικά κάποτε ήλθε η στιγμή που τον απασχόλησε...


Πληκτρολόγηση κειμένου: Κυριάκος. Δ. (Kyriakos Blues)

ΣΥΝΕΧΙΣΕ ΝΑ ΠΡΟΧΩΡΑΣ, Ο ΘΕΟΣ ΘΑ ΣΕ ΑΝΑΣΤΗΣΕΙ!