ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.
Κυριακή 4 Ιουνίου 2017
Σάββατο 3 Ιουνίου 2017
Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
«Πριν
από πολλά χρόνια», διηγείται ο γέροντας Τρύφωνας του Βάσον (Η. Π. Α.), «πήρα
ένα μονοπάτι που προχωρούσε βαθιά σ’ ένα δάσος του Όρεγκον, όταν είδα ξαφνικά
μπροστά μου ένα νεαρό καθισμένο πάνω σ’ ένα κούτσουρο. Η αφετηρία του μονοπατιού απείχε κάπου
τέσσερα μίλια από το σημείο και μου φάνηκε παράξενο που βρήκα αυτόν τον
άνθρωπο, μόνο, τόσο βαθιά μες στο δάσος. Ήταν τόσο βυθισμένος στις σκέψεις του,
που αισθάνθηκα την ανάγκη να του ζητήσω να με συγχωρήσει που τον ξάφνιασα. Κάτι
είπα για την ομορφιά της θείας δημιουργίας και τον ρώτησα αν ήθελε να
μοιραστούμε το κολατσιό και τον καφέ μου. Κάθισα στο κούτσουρο δίπλα του,
άνοιξα το σακίδιό μου και του έδωσα το μισό από το φαγητό μου.
Μετά από
λίγο στράφηκε προς το μέρος μου, μου έδειξε ένα περίστροφο και μου είπε ότι
είχε έρθει στο απομακρυσμένο αυτό σημείο για να αυτοκτονήσει. Μάλιστα όταν εμφανίστηκα με τη μακριά γενειάδα μου, τα μακριά μαλλιά και το μαύρο
ράσο μου, νόμιζε ότι ήμουν ένας άγγελος σταλμένος από τον Θεό· προσευχόταν,
λέει, να τον συγχωρήσει ο Θεός γι’ αυτό που ετοιμαζόταν να κάνει.
Τον
διαβεβαίωσα ότι είχα σάρκα και οστά και ότι δεν ήμουν άγγελος. Πρόσθεσα όμως ότι με έστελνε ο Θεός με
ένα μήνυμα γι’ αυτόν. Το μήνυμα έλεγε ότι ήταν πολύ αγαπητός στον Θεό και ότι η
περίοδος αυτή της απελπισίας γρήγορα θα περνούσε.
Μου
έδωσε το περίστροφό του, το οποίο έβαλα στο σακίδιό μου, και κουβεντιάσαμε
πολλή ώρα για τη ζωή του».
(Γέροντας
Τρύφωνας του Βάσον, Μικρά Εωθινά, εκδ. Ἐν πλῷ, σ. 10-11).
Φαίνεται
ὅτι ὁ γερο-Τρύφωνας ἔκανε λαμπρὲς σπουδὲς στὴ ζωή του. Πέρασε ἐπιτυχῶς πολλὲς ἐξετάσεις, ἀφοῦ
ἔφτασε νὰ εἶναι ἄριστος ταχυδρόμος τοῦ Θεοῦ, ἄξιος νὰ μεταφέρει τὰ σωστικά Του
μηνύματα στοὺς ἀνθρώπους.
Αὐτὲς κι
ἂν εἶναι ἐξετάσεις. Ὄχι σὰν αὐτὲς
ποὺ δίνεις τώρα, ἁπλῶς γιὰ τὴν ἀπόκτηση κάποιων γνώσεων. Καλὲς καὶ χρήσιμες οἱ
γνώσεις. Ἐργαλεῖα πρόσφορα γιὰ διερεύνηση. Γιὰ περαιτέρω διεύρυνση τοῦ
γνωσιακοῦ σου ὁρίζοντα. Γιὰ ἐπίλυση τῶν παντοειδῶν προβλημάτων τῆς ζωῆς. Γιὰ
ὅλο καὶ μεγαλύτερη τιθάσσευση τῶν φυσικῶν δυνάμεων τοῦ σύμπαντος. Γιὰ ἀπόκτηση δύναμης,
παντοκρατορίας.
Μὰ
ὑπάρχουν κι ἄλλες γνώσεις ποὺ πρέπει νὰ ἀποκτήσεις. Διαφορετικές, πολὺ ἀνώτερες ἀπὸ τὶς
προηγούμενες. Ποὺ εἰσάγουν σὲ ἕναν ἄλλο τρόπο ζωῆς. Ὅπου δὲν κυριαρχεῖ ἡ ἀγάπη
τῆς δύναμης, ἀλλὰ ἡ δύναμη τῆς ἀγάπης. Μιᾶς ἀγάπης ἀφτιασίδωτης. Χωρὶς
παζαρέματα μὲ φτηνοσυμφέροντα καὶ ταπεινοὺς (ἐγωκεντρικούς) ὅρους. Ποὺ τὸ χέρι
της ἁπλώνεται μόνο γιὰ νὰ δίνει κι ὄχι γιὰ νὰ παίρνει. Μιᾶς ἀγάπης ποὺ δίνεται
παράλογα, χωρὶς νὰ περιμένει τίποτε, καμμιὰν ἀπολαβή. Κι ὅσο πιὸ παράλογο τὸ
δόσιμό της, τόσο πιὸ βαθὺ τὸ νόημά της, ἄπιαστο τὸ μυστήριό της.
Μὰ γιὰ
νὰ φτάσεις σὲ τέτοια ἀγάπη, πρέπει νὰ δίνεις ἐξετάσεις καθημερινά. Στὸ νὰ μαθαίνεις νὰ ζεῖς λιγάκι καὶ
γιὰ τὸν ἄλλον. Καὶ σιγά-σιγά, πιὸ πολὺ γιὰ τὸν ἄλλον καὶ λιγότερο γιὰ τὸν ἑαυτό
σου. Δύσκολες, σκληρὲς ἐξετάσεις αὐτές. Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ κατεβάζεις ἀπ’ τὴν
πρωτοκαθεδρία τὸ θεοποιημένο εἴδωλό σου καὶ νὰ βάζεις ἐκεῖ αὐτὸν τὸν ἄγνωστο,
τὸν κάθε ἄλλον.
Ὅμως…
Αὐτὸ
εἶναι ἀκριβῶς ποὺ ἀνεβάζει τὴ ζωή σου στὸ ἀπώτερο νόημά της. Σὲ ἀναδεικνύει
ὑπέροχο πνευματικὸ ἀγωνιστῆ. Κοινωνὸ μιᾶς «ἄλλης βιοτῆς». Σὲ εἰσάγει στὸν
μαγευτικὸ χῶρο μυστηρίου ὑπερφυοῦς: Τῆς γνήσιας ἀγάπης. Τότε εἶναι ποὺ σὲ
διαλέγει ὁ ἴδιος ὁ Θεός, νὰ γίνεις ταχυδρόμος καὶ μαντατοφόρος του. Γιὰ νὰ
μπορεῖς, ἄγγελος ἑωθινὸς φωτεινὸς κι ἐσύ, «πλήρης ὢν τῆς ἀγάπης», νὰ φέρνεις τὸ
λυτρωτικὸ μήνυμα τῆς δικῆς Του ἀγάπης στὸν κάθε ἀπελπισμένο τῆς ζωῆς. Σὰν τὸν
ἁγιασμένο γέροντα Τρύφωνα.
Οἱ
δύσκολες αὐτὲς ἐξετάσεις καὶ ὄχι τόσο οἱ τωρινές σου, οἱ μικρές, θὰ στεφανώνουν
τὴ ζωή σου μὲ μιὰν ἄφθαστη, διαρκῆ,
ΚΑΛΗ
ΕΠΙΤΥΧΙΑ!
π.
Δημήτριος Μπόκος
Μάιος
2017
Ἀντιύλη
Ἱ. Ναὸς
Ἁγ. Βασιλείου, 481 00 Πρέβεζα
Τηλ. 26820 25861/23075/6980 898 504
Τηλ. 26820 25861/23075/6980 898 504
Ο ΖΗΤΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ
Από το βιβλίο τού
αγίου Ιωάννου Μαξίμοβιτς διαβάζουμε το διάλογο ενός ζητιάνου με ένα διάσημο
θεολόγο.
Ο θεολόγος επί οκτώ έτη ακατάπαυστα παρακαλούσε το Θεό να τού φανερώσει
κάποιον άνθρωπο, πού θα μπορούσε να τού δείξει τον πιο σίγουρο δρόμο για τη
Βασιλεία των Ουρανών.
Κάποια μέρα πού
έφθασε στο αποκορύφωμα τής προσευχής άκουσε μια φωνή «Πήγαινε και στην έξοδο
τής Εκκλησίας θα βρεις τον άνθρωπο πού ζητάς». Πηγαίνει βιαστικά στην Εκκλησία,
όπου βρίσκει ένα γέρο ζητιάνο με κουρελιασμένα ρούχα και πληγωμένα γόνατα και
τον χαιρετά:
– «Καλό
και ευτυχισμένο πρωινό, γέροντα».
– «Ποτέ
δεν είχα κακό και δυστυχισμένο πρωινό».
(ο άλλος εν αμηχανία διορθώνει)
– «Είθε να σού στείλει ο Θεός κάθε αγαθό»!
– «Ουδέποτε μου εστάλη κάτι μη αγαθό»!
(ο θεολόγος παραξενεύεται και τού
λέει)
– «Τι
συμβαίνει με σένα, γέροντα; Εγώ σού εύχομαι κάθε ευτυχία».
– «Μα
ποτέ δεν είμαι δυστυχής. Ζω σύμφωνα με το θέλημα τού Θεού. Για το ζυγό πού μου
έδωσε ο Θεός ποτέ δεν δυσανασχέτησα και είμαι πάντοτε ευχαριστημένος».
– «Από
πού ήλθες εσύ, γέροντα, εδώ»;
– «Από
τον Θεό».
– «Και
πού Τον βρήκες»;
«Εκεί πού Τον άφησα στην αγαθή θέληση».
– «Ποιος
είσαι, γέροντα, και σε ποια τάξη ανήκεις»;
– «Όποιος
κι αν είμαι, είμαι ικανοποιημένος με την κατάστασή μου, γιατί βασιλεύς είναι
αυτός πού κυβερνά και διευθύνει τον εαυτό του».
Ο θεολόγος αποδέχθηκε
τελικά πώς ο δρόμος τού ζητιάνου ήταν ο μόνος σίγουρος για τον Ουρανό, δηλαδή η
τελεία παράδοση στο θέλημα τού Θεού».
Ο ΖΗΤΙΑΝΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ!
Ήρθαν νέα στο χωριό
ότι θα έρθει ο επίσκοπος. Αποφάσισαν να τον υποδεχτούν με δόξα και τιμή. Όταν επιτέλους έφτασε η αναμενόμενη μέρα,
πήγε ο διάκονος στο σταθμό να τον παραλάβει. Οι επιβάτες που κατέβηκαν από το
τρένο δεν ήταν πολλοί. Από το πρώτο βαγόνι κατέβηκε ένας γέροντας με πολύ απλά
ρούχα. Στάθηκε λίγο στην πλατφόρμα και περίμενε αλλά δεν πλησίασε κανένας…
Έτσι ρώτησε έναν
περαστικό πως να πάει στο χωριό. Είχε περπατήσει κανένα μισάωρο όταν άκουσε
κάποιο θόρυβο…γύρισε πίσω και είδε μια άμαξα με άλογα που τα οδηγούσε ένας
νέος. -Επιτέλους βοήθεια, θα με πάρει, σκέφτηκε ο γέρος και του κούνησε το χέρι
για να τον πάρει…
-Τι θέλεις γέρο; Τον
ρωτάει ο νέος.
-Πάρε με στο χωριό σε
παρακαλώ. Τού ζήτησε ο γέρος.
– Δεν είναι μακριά,
να περπατήσεις. Απάντησε ο νέος.
-Ευχαριστώ!
Μουρμούρισε ο γέρος και συνέχισε τον δρόμο. Γύρισε ο διάκονος στην εκκλησία και
είπε ότι δεν ήρθε ο επίσκοπος.
– Μάλλον του έτυχε
κάτι…είπαν.
-Το βραδάκι επιτέλους
έφτασε ο γέρος στο χωριό. Είδε ένα πηγάδι με σκέπη και έκατσε να ξεκουραστεί
κάτω από την σκεπή του πηγαδιού όπου και αποκοιμήθηκε. Το πρωί τον ξύπνησαν
γυναίκες που ήρθαν να πάρουν νερό. Τις ρώτησε λοιπόν που μένουν οι χριστιανοί…
– Εδώ όλοι είναι
χριστιανοί. Ήταν απάντηση. Πάει ο γέροντας στο χωριό να ζητήσει ελεημοσύνη,
κάποιος του έδωσε πατάτες, κάποιος ξερό ψωμί. Αυτός όμως πάνω σε κάθε
ελεημοσύνη έγραφε το όνομά αυτού που του το έδινε και το φύλαγε. Το βράδυ ο
γέρο-ζητιάνος την πέρασε σε μια γωνιά τού ναού.
Όταν τελείωσε η
λειτουργία ο ιερέας ευχαρίστησε τον θεό για όλα. Τον ευχαρίστησε και ο
γέρο-ζητιάνος.
-Φεύγοντας ο κόσμος
του έλεγε «Ο Θεός να σε Ελεήσει». Ο ναός έκλεισε και ο γέρος πήγε πάλι στο
πηγάδι για να κοιμηθεί. Αυτό συνεχίστηκε για δύο μέρες. Την τρίτη μέρα όταν
μαζεύτηκε πάλι ο κόσμος στην εκκλησία, πριν ξεκινήσει η λειτουργία βγήκε ο
γέρο-ζητιάνος μπροστά και έβγαλε τα φαγητά που είχε μαζέψει αυτές τις μέρες.
Όταν το είδε αυτό ο διάκονος πήγε να βάλει τάξη… Ο γέρο-ζητιάνος όμως με πολύ
ισχυρή και δυνατή φωνή είπε:
– Σήμερα εγώ θα
λειτουργήσω! Είμαι ο Επίσκοπος που περιμένατε…
Έπεσε μία απόκοσμη
σιωπή…
Ο επίσκοπος συνέχισε…
σήμερα θα συζητήσουμε το θέμα, «Μοιράσου το ψωμί σου με τους φτωχούς».
Σήκωσε το ξεραμένο
ψωμάκι, είπε το όνομα αυτού που του το έδωσε και ρώτησε:
– Μπορεί ο άνθρωπος
να ζήσει με αυτό; Δείτε το αδέλφια! Ο άνθρωπος πού του το έδωσε ήταν πλούσιος
και κοκκίνισε από την ντροπή του…και έτσι συνέχισε μέχρι να βγάλει και το
τελευταίο φαγητό το οποίο ήταν πολύ καλό και του το είχαν προσφέρει δυο
οικογένειες πολυτέκνων.
Ήταν η πρώτη φορά πού
οι πλούσιοι ήθελαν να είναι στην θέση των φτωχών…μερικοί προσπάθησαν να δικαιολογηθούν:
τα 'χα ότι είναι η ανθρώπινη φύση… Οι πράξεις των τελευταίων όμως τους
συγκίνησε όλους τόσο πολύ που δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τα δάκρυα τούς.
– Δεν πειράζει, είπε
ο επίσκοπος συγκινημένος, ξεχνώντας τα όλα. -Χαίρομαι που ο Θεός σας ξύπνησε
στο τέλος. О ηγούμενος απευθύνθηκε στον Επίσκοπο. -Μα που κοιμόσασταν τις
νύχτες; -Στον αδελφό μου, αποκρίθηκε ο ηγούμενος
– Και ποιος είναι
αυτός?
-Το πηγάδι, πού με
φιλοξένησε κάτω από την σκεπή του…και έγινε ο αδελφός Μου.
Τον ερχομό του
επισκόπου δεν τον ξέχασαν πότε στο χωριό. Ξεχνιούνται τέτοια πράγματα;
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΜΟΡΦΟΥ Κ. ΝΕΟΦΥΤΟΣ: Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΑΣ ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΕ ΟΛΟΥΣ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΓΙΝΕΙ ΤΩΡΑ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Ο Σεβασμιώτατος
Μητροπολίτης Μόρφου Κύπρου κ. Νεόφυτος περιγράφει την εμπειρία που είχε με τον
Μακαριστό Γέροντα Ευμένιο τον Σαριδάκη όταν ταξίδεψαν μαζί στην Ρωσία και στην
Ουκρανία. Όταν έφτασαν στο Κίεβο ο Μακαριστός Γέροντας είπε στον Πανιερώτατο,
ότι είχε ξαναέρθει μαζί με τον Άγιο Πορφύριο, τον Άγιο Παΐσιο και τον γέροντα
Ιάκωβο τον Τσαλίκη, για να κάνουν προσευχή, όπως τους είχε πει η Παναγία.
Χαρακτηριστικά τους είχε πει η Παναγία: «Κάντε προσευχή για να μη γίνει τώρα ο
μεγάλος ο πόλεμος, να δώσουμε χρόνο μετανοίας στους ανθρώπους».
Μήνυμα από την Κυρία
Θεοτόκο το οποίο δεν έχει χρόνο, εποχή, τόπο, καιρούς και συγκεκριμένους
παραλήπτες. Είναι πάντοτε επίκαιρο και απευθύνεται σε όλο τον κόσμο. Στη
σημερινή εποχή της παγκόσμιας ανησυχίας και τον «ακουσμάτων» των πολέμων όπως
έχει ήδη αναφέρει ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, το μήνυμα της Υπεραγίας
Θεοτόκου είναι: «Κάντε πονεμένη προσευχή για να δοθεί χρόνος μετανοίας».
Το παρόν ηχητικό είναι
απόσπασμα από ομιλία του Σεβασμιωτάτου για τον Άγιο Άνθιμο της Χίου πνευματικό
πατέρα του Οσίου Νικηφόρου του Λεπρού και τον Γέροντα Ευμένιο τον Λεπρό
πνευματικό τέκνο του Οσίου Νικηφόρου.
Παρασκευή 2 Ιουνίου 2017
Πέμπτη 1 Ιουνίου 2017
ΛΕΥΚΑΔΑ: Η ΠΑΝΟΥΚΛΑ ΤΟΥ 1743 ΠΟΥ ΑΦΑΝΙΣΕ ΤΟ 1/3 ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΟΥ ΝΗΣΙΟΥ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΒΗΣΣΑΡΙΩΝ
Στις αρχές του 1740,
επιδημία πανώλης μάστιζε τη δυτική ηπειρωτική Ελλάδα. Την άνοιξη του 1743 ένα
πλοίο από το Μεσολόγγι μετέφερε στα αμπάρια του μαζί με τα εμπορεύματα και τον
θανατηφόρο βάκιλο της νόσου στο λιμάνι της Μεσσήνης (Μεσίνα) στη Σικελία.
Αν και η Ιταλική
χερσόνησος είχε δοκιμασθεί από επιδημία πανώλης το 1720 και οι μνήμες ήταν
ακόμη νωπές, τα μέτρα ασφαλείας στο ιταλικό λιμάνι φαίνεται πως δεν ήταν
επαρκή, με αποτέλεσμα να μολυνθεί, πολύ γρήγορα, ένα μεγάλο μέρος της πόλης και
να βρει το θάνατο ένα εξίσου μεγάλο μέρος του πληθυσμού της.
Αμέσως μετά την
εκδήλωση του λοιμού, τα πλοία που ήταν αγκυροβολημένα στη Μεσσήνη αναχώρησαν
προς διάφορες κατευθύνσεις. Ένα από αυτά έφθασε στη Λευκάδα (Σάντα Μάουρα
εκείνα τα χρόνια), που βρισκόταν υπό ενετική κατοχή.
H πανώλη ενέσκηψε στη
Λευκάδα τον Μάιο (21 ή 27) του 1743 και διαγνώστηκε, τον Ιούνιο.
Αμέσως μετά την
προσόρμισή του εκδηλώθηκαν και τα πρώτα θανατηφόρα κρούσματα στο νησί. Τον
επόμενο μήνα οι νεκροί είχαν φθάσει τους 780. Οι αρχές του νησιού αιφνιδιάστηκαν
και άργησαν να αντιδράσουν.
Ο ιστορικός Σπυρ.
Βλαντής γράφει:
«Τά συμπτώματα ήσαν
φοβερά. Τό πρόσωπον, άποβάλλον τήν φυσικήν αυτού χροιάν, άπεκτα έντός όλίγου
τήν τού πτωματος. Η ϊρις τών όφθαλμών διεστέλλετο, τα χείλη συνενοϋντο, ή γλώσα
έξηραίνετο. Ταύτα συνωδεύοντο υπό δίψης, ρίγους, παραληρήματος καί μανίας, παρά
τά τοσαύτα δέ δεινά τό σώμα, έκλειπούσης πάσης τού όργανισμού άντιδράσεως.
κατέκειτο ώς πτώμα. Οιδήματα είς τούς βουβώνας, ή υπό τάς μασχάλας. Τήν κοιλίαν
καί τό στήθος έκάλυπτον άνθρακες, σημείον άλάνθαστον σωτηρίας, άν ζωηροί καί
όδυνηροί, θανάτου δέ, άν ώχροί καί άνώδυνοι. Ούδεμία διάκρισις ήλικίας, φύλου,
κοινωνικής τάξεως. Γενικός ό κίνδυνος καί ό τρόμος. ‘Εν τρισίν, ή πέντε ήμέραις
οί προσβαλλόμενοι άπέθνησκον, εύτυχεϊς δέ όσοι έν όλίγαις ώραις άπηλλάσσοντο
τών δεινών των».
Η πανώλη εισβάλλοντας
στην Αμαξική βρήκε τις Αρχές όχι μόνο απροετοίμαστες αλλά δίχως καμιά ενημέρωση
και ανυποψίαστες για το επικείμενο κακό έτσι, δεν υπήρξε ο χρόνος για τη λήψη
προληπτικών μέτρων και η μόνη δυνατότητα που απέμενε ήταν η προσπάθεια με κάθε
τρόπο περιορισμού και καταστολής του μιάσματος.
Οι βενετικές Αρχές ως
πρώτο διοικητικό μέτρο που έλαβαν για την αντιμετώπιση της επιδημίας ήταν η
σύσταση ειδικής Υγειονομικής Επιτροπής (Collegetto) επιφορτισμένης με την
εφαρμογή των μέτρων για την αναχαίτιση της νόσου.
Σε επιστολή του προς
τον Δόγη της Βενετίας, ο ενετός αξιωματούχος στο νησί Αντόνιο Μόρο υπογράμμιζε,
μεταξύ των άλλων, πως ο καθαρός αέρας της περιοχής, που είχε επιλεγεί για τη
μεταφορά των ασθενών, σε συνδυασμό με τη σωστή διατροφή, συνέβαλαν καθοριστικά
στη σύντομη ανάρρωση των πανωλόβλητων. Όταν άρχισαν να λαμβάνονται τα κατάλληλα
μέτρα (λοιμοκαθαρτήριο, υγειονομική ταφή νεκρών κ.ά.), το κακό άρχισε σταδιακά
να υποχωρεί από το φθινόπωρο του 1743.
Τελικά, όλα
εξελίχθηκαν σχετικά ομαλά και το νησί κηρύχθηκε ελεύθερο από κάθε υποψία
πανώλης στις 10 Ιουνίου του 1744. Στο πέρασμά της από το νησί και μέσα σε
μισό περίπου χρόνο η πανώλη άφησε πίσω της 1.028 θύματα, δηλαδή το 1/3 περίπου
του αστικού πληθυσμού (3.457 κάτοικοι), σύμφωνα με τον απολογισμό που συνέταξε
ο Προβλεπτής της Λευκάδας τον Μάρτιο του 1744.
Κατά τη διάρκεια του
λοιμού, η τοπική εκκλησία δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια. Τον Αύγουστο του 1743, ο ιερομόναχος Ματθαίος
μετέφερε στη Λευκάδα την κάρα του
Αγίου Βησσαρίωνος, Αρχιεπισκόπου Λαρίσης, που βρισκόταν στη μονή Δουσίκου,
κοντά στα Τρίκαλα.
Οι επιζήσαντες
Λευκαδίτες αναγνώρισαν ότι σώθηκαν από τη φοβερή ασθένεια χάρη στη βοήθεια του
Αγίου και προς τιμήν του ανήγειραν ναό στο χώρο, όπου είχε στηθεί προηγουμένως
το λοιμοκαθαρτήριο. Η περιοχή εκείνη μέχρι σήμερα ονομάζεται Αγία Κάρα.
Η «ανάμνησις του θαύματος απαλλαγής της νήσου Λευκάδος εκ
της πανώλου νόσου κατά το έτος 1743″, τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία κάθε
χρόνο την 1η Ιουνίου.
επιμέλεια Κασσιανή
Τσώνη, medlabnews.gr
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)