ΤΟ
ΚΑΜΙΝΙ ΤΩΝ ΠΑΘΩΝ
π. Δημητρίου Μπόκου
Μπορεῖ ὁ Χριστὸς νὰ ἀποστέλλει τοὺς
πιστούς του «ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων» (Ματθ. 10, 16), ἀλλὰ ταυτόχρονα
ὑπόσχεται, ὅτι «θὰ τοὺς σκεπάσει μὲ τὴ δεξιά του, καὶ μὲ τὸν βραχίονά
του θὰ τοὺς ὑπερασπισθεῖ. Ὅλα τὰ στοιχεῖα τῆς φύσης θὰ τὰ μεταβάλει
σὲ ὅπλα γιὰ ἄμυνα ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν τους» (Σοφ. Σολ. 5, 16-17). Ἡ γῆ,
τὸ νερό, ἡ φωτιά, ἡ κτίση ὁλόκληρη, μπορεῖ νὰ ἀλλάξουν ἀκόμα καὶ τὴ
φύση τους, ὅταν τὸ κρίνει ὁ Θεός, γιὰ νὰ προστατεύσουν τοὺς πιστούς του.
Στὴν
ἁγία μεγαλομάρτυρα Παρασκευὴ ἐπαληθεύονται πλήρως οἱ ὑποσχέσεις
τοῦ Χριστοῦ. Ἐπιστρατεύτηκε ἐναντίον της ἀπὸ τοὺς διῶκτες της ἡ φωτιά.
Μὰ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ προστάτευσε τὴν ἁγία, μεταστρέφοντας τὴ φύση
τῆς φωτιᾶς καὶ κάνοντάς την ταυτόχρονα ὅπλο κατὰ τῶν ἐχθρῶν της.
Σ’ ἕναν
πυρακτωμένο χάλκινο λέβητα, γεμάτον μὲ καυτὸ λάδι καὶ πίσσα, ρίχτηκε
μὲ βασιλικὴ διαταγὴ ἡ ἁγία, ἀλλὰ παρέμεινε ἀβλαβὴς ἐν μέσῳ τοῦ
πυρός, γιατὶ τὴ δρόσιζε ἡ θεϊκὴ δροσιὰ τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ. Ὁ βασιλιὰς
θεώρησε πὼς δὲν εἶχαν βάλει ἀρκετὴ φωτιὰ καὶ ζήτησε ἀπ’ τὴν ἁγία νὰ
τὸν ραντίσει μὲ τὸ περιεχόμενο τοῦ λέβητα. Ἐκείνη γέμισε τὰ χέρια
της μὲ λάδι καὶ πίσσα καὶ τὰ ἔριξε στὸ πρόσωπό του. Ἔκαιγαν τόσο πολύ,
ποὺ ὁ βασιλιὰς ἀμέσως τυφλώθηκε. Μὲ τὴν προσευχή της ἡ ἁγία τοῦ ξανάδωσε
τὸ φῶς του, ἀνοίγοντας ταυτόχρονα καὶ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του στὸ φῶς τῆς
πίστεως.
Τὸ πυρακτωμένο καζάνι δὲν ἔβλαψε
τὴν ἁγία Παρασκευή, γιατί, ντυμένη μὲ τὴν πανοπλία τοῦ Θεοῦ (πρβλ. Ἐφεσ.
6, 10-17), εἶχε ξεφύγει ἀπὸ ἕνα ἄλλο καμίνι, στὸ ὁποῖο καίγεται ὁ
κόσμος ὁλόκληρος.
Ποιὸ
εἶναι τὸ καμίνι αὐτό;
Γράφει
ὁ ὅσιος Νίκων Μπελιάεφ (ἑορτάζει 25 Ἰουνίου): «Εἶπε ὁ γέροντας: Κάποτε
εἶδα τὸ ἑξῆς ὄνειρο: Περπατοῦσα στὸ δάσος. Καὶ νά σου μπροστά μου ἕνας
κορμὸς δένδρου. Ἥσυχα καὶ ἤρεμα κάθισα ἐπάνω του. Ξαφνικὰ αἰσθάνθηκα
τὸν κορμὸ νὰ κινεῖται. Πηδάω ἐπάνω. Καὶ βλέπω ἕνα τεράστιο φίδι. Τὸ
ἔβαλα στὰ πόδια. Ἀφοῦ βγῆκα ἀπὸ τὸ δάσος γυρίζω πίσω καὶ βλέπω τὸ δάσος
στὶς φλόγες. Καὶ στὴ μέση τῆς φωτιᾶς κουλουριασμένο τὸ φίδι. Δόξα τῷ
Θεῷ, ἀναφώνησα, ποὺ κατάφερα καὶ ἔφυγα. Τί μὲ περίμενε, ἂν ἔμενα
στὸ δάσος!
Γιὰ ἀρκετὸ
καιρὸ δὲν μποροῦσα νὰ καταλάβω τί νὰ σήμαινε τὸ ὄνειρο. Μέχρι ποὺ κάποια
μέρα μοῦ τὸ ἐξήγησε ἕνας μεγαλόσχημος: Δάσος εἶναι ὁ κόσμος. Οἱ ἄνθρωποι
ποὺ ζοῦν στὸν κόσμο ἁμαρτάνουν, χωρὶς νὰ ἔχουν καμμιὰ συναίσθηση τῆς ἁμαρτίας.
Στὸν κόσμο ὑπάρχουν ὅλες οἱ κακίες: Ἀλαζονεία, πορνεία, κολακεία,
κλοπή. Καὶ ἐγὼ κάποτε ἔτσι ζοῦσα, χωρὶς ποτὲ νὰ σκέφτομαι κάτι τὸ διαφορετικό.
Ξαφνικὰ συνειδητοποίησα, πώς, ἂν συνέχιζα νὰ ζῶ ὅπως ζοῦσα μέχρι
τότε, θὰ χανόμουν. Μιὰ γιὰ πάντα... Μόλις λοιπὸν εἶδα τὸ θηρίο νὰ κινεῖται,
τὸ κατάλαβα, ὅτι ἦταν πλέον ἐπικίνδυνο νὰ μείνω καθισμένος ἐπάνω
του. Ἔτσι ἐγκατέλειψα τὸν κόσμο καί, ὅταν τὸν κοίταζα ἀπὸ τὸ μοναστήρι,
εἶδα πὼς ὅλος ὁ κόσμος καιγόταν μέσα στὰ πάθη του’’ (Ὁσίου Νίκωνος
Μπελιάεφ, Ρήματα ζωῆς, ἐκδ. Ἱ. Μονῆς Προφ. Ἠλιοὺ Πρεβέζης, σ. 14-15).
Ὅποιος λοιπὸν πολεμάει τὰ πάθη
του, βγαίνει ἀπὸ τὸ καμίνι, ὅπου κατακαίεται ὁ κόσμος, ὅπως ὁ Λὼτ ποὺ
ξέφυγε ἀπὸ τὸν ἐμπρησμὸ τῶν Σοδόμων. Αὐτὸς ἔχει πλέον τὴ δύναμη νὰ
μετατρέπει ἀκόμα καὶ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσης, κάνοντάς τα συμμάχους
του, ὅπως ἡ ἁγία Παρασκευὴ καὶ τόσοι ἅγιοι.
Μᾶς ἐμποδίζει
κάτι νὰ τοὺς μιμηθοῦμε;
π. Δημητρίου Μπόκου
Ἀ ν τ ι ύ λ η