ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Σάββατο 5 Αυγούστου 2017

ΙΔΟΥ ΠΩΣ ΠΑΡΑΠΛΑΝΑ ΤΟΝ Π. ΣΑΒΒΑ ΑΧΙΛΛΕΩΣ Ο ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ!

Ο μεν Γέροντας μιλάει σωστά και πατερικά, ο δε Λιακόπουλος επαναλαμβάνει τις ανοησίες περί Ελοχίμ κλπ προσπαθώντας να εκμαιεύσει συμφωνία του πρώτου, χωρίς αποτέλεσμα όμως! Έτσι, πλανώνται όσοι ακούν τα - πράγματι ωφέλιμα - λόγια του π. Σάββα, αφού ανάμεσα σε αυτά υπάρχουν τα...παράσιτα Λιακόπουλου!


Δείτε το βίντεο και θα καταλάβετε τι εννοούμε:


Παρασκευή 4 Αυγούστου 2017

ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΣΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΜΑΣ;

Ως είναι γνωστόν οι ψυχές των ανθρώπων ζουν και μετά τον θάνατον. Οι μεν ψυχές των δικαίων προαπολαμβάνοντας την χαρά του Παραδείσου, οι δε των αδίκων προαπολαμβάνοντας τον πόνον της κολάσεως.

Έτσι ο  Θεός είναι δυνατόν, κάποτε  και δια τον λόγον που αυτός γνωρίζει, πάντοτε βέβαια προς σωτηρίαν μας, να επιτρέψη σε μια ψυχή να έλθη σε κάποιο συγγενή της και να του μεταφέρη κάποιο θεϊκό μήνυμα. Τέτοια μηνύματα του Θεού «κατ’ όναρ» έχουμε και στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη.
Όμως τα όνειρα θέλουν ιδιαίτερη και μεγάλη προσοχή. Γιατί με αυτά παραπλανάει πολλούς ο Σατανάς. Ο Πνευματικός μας μπορεί ίσως να μας βοηθήση στην ερμηνεία τους και να μας συμβουλεύση σχετικώς. Γενικά καλόν είναι να μη δίνουμε σημασία στα όνειρα, γιατί τα περισσότερα είναι αποτελέσματα αυτού που λέει ο λαός μας·  «Ο πεινασμένος στον ύπνο του βλέπει καρβέλια».

Πηγή: Μητρόπολη Ηλείας

ΜΕΓΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ: ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΔΙΑΒΟΛΙΚΟΥ ΟΡΑΜΑΤΟΣ

Η επιδρομή και φαντασία των φαύλων πνευμάτων είναι τεταραγμένη, με χτύπο και ήχο και κραυγή, σαν φασαρία ανάγωγων νεαρών και ληστών.

Απ’ αυτά γίνεται ευθύς δειλία της ψυχής, τάραχος και αταξία λογισμών, κατήφεια (κατσούφιασμα), μίσος προς τους άλλους ασκητές, αμέλεια και αδράνεια για τα πνευματικά, λύπη, ανάμνησης των οικείων (ανθρώπων ή πραγμάτων) και φόβος του θανάτου. Επακολουθεί επιθυμία των κακών, αμέλεια προς την αρετή και ακαταστασία του ήθους.
Όταν λοιπόν φοβηθείτε άμα δείτε κανένα όραμα, εάν μεν ο φόβος χαθεί ευθύς αμέσως και άντ’ αυτού γίνει χαρά ανεκλάλητη και ευθυμία, θάρρος και ανάκτησης δυνάμεως, αταραξία των λογισμών και τα αλλά που προείπα, καθώς και ανδρεία και αγάπη προς τον Θεό, τότε θαρρείτε και προσεύχεσθε. Γιατί η χαρά και η καλή κατάστασης αυτή της ψυχής, δείχνει του παρουσιαζομένου πνεύματος την αγιότητα. Έτσι ο Αβραάμ, μόλις είδε τον Κύριο ευφράνθη η καρδία του ΓΕΝ. ΙΗ, και ο Ιωάννης, όταν μίλησε η Θεοτόκος Μαρία, σκίρτησε από αγαλλίαση μέσα στην κοιλιά της μάνας του ΛΟΥΚΑ Α, 41, 44.
Εάν δε, όταν σας φανούν τίποτε οράματα, γίνει ταραχή και χτύπος εξωτερικός και φαντασία κοσμική, (αν παρουσιάζονται δηλαδή, ανθρώπινες απρεπείς πράξεις) και απειλή θανάτου και όσα είπα προηγουμένως, να γνωρίζετε ότι πρόκειται για επίθεση πονηρών πνευμάτων.

ΑΛΛΑ ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ ΤΩΝ ΠΟΝΗΡΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΩΝ

Και το εξής να έχετε για διακριτικό γνώρισμα: Όταν εξακολουθεί να φοβάται η ψυχή, πρόκειται για παρουσία των εχθρών. Διότι οι δαίμονες δεν αφαιρούν τη δειλία που συνοδεύει τέτοιες εμφανίσεις, όπως την αφήρεσε ο μέγας Αρχάγγελος Γαβριήλ από τη Μαρία και το Ζαχαρία και όπως ο άγγελος που φάνηκε στο μνημείο, στις γυναίκες. Αλλά σαν δουν τους ανθρώπους να φοβούνται, τότε μεγαλώνουν περισσότερο τις φοβερές φαντασίες, για να τους κατατρομάξουν ακόμα περισσότερο κι’ αφού μπουν στο κελί τους, να τους περιπαίξουν σαρκαστικά, λέγοντας:
-Πέστε να μας προσκυνήσετε.
Τους Έλληνες λοιπόν, έτσι τους απάτησαν κι’ έτσι έπλασαν αυτοί τους ψευδώνυμους Θεούς τους. Εμάς όμως δεν μας άφησε ο Κύριος να απατηθούμε από το διάβολο, γιατί, τον καιρό που του’ κανε κι’ αυτού τέτοιες Φαντασίες, τον επετίμησε και του είπε:
-Φύγε από μπροστά μου σατανά, διότι το λέει η Γραφή «Κύριον τον Θεόν σου να προσκύνησης και Αυτόν μονάχα να λατρέψεις» . ΜΑΤΘΑΙΟΣ Δ, 10
Όλο λοιπόν και περισσότερο ας καταφρονείται γι’ αυτά ο πανούργος από μας. Γιατί αυτό που είπε ο Κύριος, για χάρη μας το έκαμε, ώστε όταν ακούν οι δαίμονες κι’ από μας αυτά τα λόγια, ν’ ανατρέπονται από τη δύναμη του Κυρίου, που με τα ίδια αυτά λόγια τους επετίμησε.

από το βιβλίο: ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ , ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ. ΓΡΑΦΕΙΣ ΠΑΡΑ , ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ

Ο ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ

Τὰ ὄνειρα εἶναι ἀπατηλὰ

 – Γέροντα, μὲ ταλαιπωροῦν κάτι ἄσχημα ὄνειρα...
 – Ὅταν βλέπης ἄσχημο ὄνειρο, ποτὲ νὰ μὴν ἐξετάζης τί εἶδες, πῶς τὸ εἶδες, ἂν εἶσαι ἔνοχη, πόσο φταῖς. Ὁ πονηρός, ἐπειδὴ δὲν μπόρεσε νὰ σὲ πειράξη τὴν ἡμέρα, ἔρχεται τὴν νύχτα. Ἐπιτρέπει καμμιὰ φορὰ καὶ ὁ Θεὸς νὰ μᾶς πειράξη στὸν ὕπνο, γιὰ νὰ δοῦμε ὅτι δὲν πέθανε ἀκόμη ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος. Ἄλλες φορὲς πάλι ὁ ἐχθρὸς πλησιάζει τὸν ἄνθρωπο στὸν ὕπνο του καὶ τοῦ παρουσιάζει διάφορα ὄνειρα, γιὰ νὰ στενοχωρεθῆ, ὅταν ξυπνήση. Γι᾿ αὐτὸ νὰ μὴ δίνης καθόλου σημασία· νὰ κάνης τὸν σταυρό σου, νὰ σταυρώνης τὸ μαξιλάρι, νὰ βάζης καὶ τὸν σταυρὸ καὶ κανα–δυὸ εἰκόνες ἐπάνω στὸ μαξιλάρι καὶ νὰ λὲς τὴν εὐχὴ μέχρι νὰ σὲ πάρη ὁ ὕπνος. Ὅσο δίνεις σημασία, ἄλλο τόσο θὰ ἔρχεται ὁ ἐχθρὸς νὰ σὲ πειράζη. Αὐτὸ δὲν εἶναι κάτι ποὺ συμβαίνει μόνο στοὺς μεγάλους, ἀλλὰ καὶ στοὺς μικρούς. Καὶ στὰ μικρὰ παιδιὰ ἀκόμη, παρόλο ποὺ εἶναι ἀγγελούδια, ὁ ἐχθρὸς πηγαίνει καὶ τὰ φοβερίζει, ὅταν κοιμοῦνται καὶ τινάζονται μὲ ἀγωνία, τρέχουν φοβισμένα καὶ μὲ κλάματα στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μητέρας. Ἄλλοτε πάλι τὰ πλησιάζουν οἱ Ἄγγελοι καὶ γελοῦν μέσα στὸν ὕπνο τους ἀπὸ χαρὰ ἢ ξυπνᾶνε ἀπὸ τὴν μεγάλη τους χαρά. Ἑπομένως τὰ ὄνειρα ποὺ φέρνει ὁ πειρασμὸς εἶναι μιὰ ἐξωτερικὴ ἐπίδραση τοῦ ἐχθροῦ στὸν ἄνθρωπο τὴν ὥρα ποὺ κοιμᾶται.
 – Καὶ ὅταν, Γέροντα, νιώθης ἕνα πλάκωμα τὴν ὥρα ποὺ κοιμᾶσαι;
 – Μερικὲς φορὲς αὐτὸ ὀφείλεται σὲ μιὰ ἀγωνιώδη κατάσταση ποὺ ζῆ κανεὶς μέσα στὴν ἡμέρα ἢ σὲ διάφορους φόβους, σὲ διάφορες ὑποψίες κ.λπ. Φυσικὰ ὅλα αὐτὰ μπορεῖ νὰ τὰ χρησιμοποιήση τὸ ταγκαλάκι, νὰ κάνη κάποιον συνδυασμό, γιὰ νὰ ζαλίση τὸν ἄνθρωπο. Πολλὲς φορὲς εἶναι τόσο ἐλαφρὸς ὁ ὕπνος, ποὺ νομίζει κανεὶς ὅτι εἶναι ξυπνητὸς καὶ ὅτι προσεύχεται, γιὰ νὰ φύγη αὐτὸ τὸ πλάκωμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο τοῦ κρατιέται ἀκόμη καὶ ἡ ἀναπνοή.
Καμμιὰ φορὰ μάλιστα ὁ διάβολος μπορεῖ νὰ πάρη τὴν μορφὴ ἑνὸς ἀνθρώπου ἢ ἑνὸς Ἁγίου καὶ νὰ παρουσιασθῆ στὸν ὕπνο κάποιου. Κάποτε παρουσιάσθηκε σὲ ἕναν ἄρρωστο στὸν ὕπνο του μὲ τὴν μορφὴ τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου καὶ τοῦ εἶπε: «Εἶμαι ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος. Ἦρθα νὰ σοῦ πῶ ὅτι θὰ πεθάνης. Τ᾿ ἀκοῦς; Θὰ πεθάνης». Τρόμαξε ὁ ἄνθρωπος. Ποτὲ ἕνας Ἅγιος δὲν μιλάει ἔτσι σὲ ἕναν ἄρρωστο. Καὶ ἂν τυχὸν εἶναι νὰ πεθάνη ὁ ἄρρωστος καὶ παρουσιασθῆ ἕνας Ἅγιος νὰ τὸν πληροφορήση γιὰ τὸν θάνατό του, θὰ τοῦ τὸ πῆ μὲ καλὸν τρόπο: «Ἐπειδὴ εἶδε ὁ Θεὸς ποὺ ταλαιπωρεῖσαι, γι᾿ αὐτὸ θὰ σὲ πάρη ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο. Κοίταξε νὰ ἑτοιμασθῆς». Δὲν θὰ τοῦ πῆ: «Τ᾿ ἀκοῦς; Θὰ πεθάνης»!
 – Καὶ ὅταν, Γέροντα, φωνάζη κανεὶς στὸν ὕπνο του;
 – Καλύτερα, ξυπνάει... Πολλὰ ὄνειρα εἶναι τῆς ἀγωνίας. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχη ἀγωνία ἢ εἶναι κουρασμένος, παλεύουν αὐτὰ μέσα του καὶ τὰ βλέπει σὲ ὄνειρο. Ἐγὼ πολλὲς φορές, ὅταν τὴν ἡμέρα ἀντιμετωπίζω διάφορα προβλήματα τῶν ἀνθρώπων, ἀδικίες ποὺ συμβαίνουν κ.λπ., ὕστερα στὸν ὕπνο μου μαλώνω μὲ τὸν ἄλλον: «βρὲ ἀθεόφοβε, φωνάζω, ἀναίσθητος εἶσαι!» καὶ μὲ τὶς φωνὲς ποὺ βάζω ξυπνάω.
 – Γέροντα, ἀπὸ τὰ ὄνειρα μπορεῖ κανεὶς νὰ προβλέψη κάτι ποὺ θὰ τοῦ συμβῆ;
 – Ὄχι, μὴ δίνετε σημασία στὰ ὄνειρα. Εἴτε εὐχάριστα εἶναι τὰ ὄνειρα εἴτε δυσάρεστα, δὲν πρέπει νὰ τὰ πιστεύη κανείς, γιατὶ ὑπάρχει κίνδυνος πλάνης. Τὰ ἐνενῆντα πέντε τοῖς ἑκατὸ ἀπὸ τὰ ὄνειρα εἶναι ἀπατηλά. Γι᾿ αὐτὸ οἱ Ἅγιοι Πατέρες λένε νὰ μὴν τὰ δίνουμε σημασία. Πολὺ λίγα ὄνειρα εἶναι ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ αὐτά, γιὰ νὰ τὰ ἑρμηνεύση κανείς, πρέπει νὰ ἔχη καθαρότητα καὶ ἄλλες προϋποθέσεις, ὅπως ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Δανιήλ, ποὺ εἶχαν χάρισμα ἀπὸ τὸν Θεό. «Θὰ σοῦ πῶ, εἶπε ὁ Δανιὴλ στὸν Ναβουχοδονόσορα, καὶ τί ὄνειρο εἶδες καὶ τί σημαίνει». Ἀλλὰ σὲ τί κατάσταση εἶχε φθάσει! Ἦταν μέσα στὰ λιοντάρια καὶ τὰ λιοντάρια, παρόλο ποὺ ἦταν νηστικά, δὲν τὸν πείραζαν. Τοῦ πῆγε ὁ Ἀββακοὺμ φαγητό, κι ἐκεῖνος εἶπε: «Μὲ θυμήθηκε ὁ Θεός;». Ἂν δὲν θυμόταν ὁ Θεὸς τὸν Προφήτη Δανιήλ, ποιόν θὰ θυμόταν;
 – Γέροντα, μερικοὶ ἄνθρωποι δὲν βλέπουν ὄνειρα.
 – Καλύτερα ποὺ δὲν βλέπουν! Δὲν ξοδεύουν οὔτε εἰσιτήρια, οὔτε βενζίνη! Στὰ ὄνειρα σὲ ἕνα λεπτὸ βλέπεις κάτι ποὺ στὴν πραγματικότητα θὰ διαρκοῦσε ὧρες, μέρες, γιατὶ καταργεῖται ὁ χρόνος. Νά, ἀπὸ αὐτὸ μπορεῖ νὰ καταλάβη κανεὶς τὸ ψαλμικό: «Χίλια ἔτη ἐν ὀφθαλμοῖς σου, Κύριε, ὡς ἡ ἡμέρα ἡ ἐχθές, ἥτις διῆλθε».

Προσοχὴ στὰ ὁράματα

 – Γέροντα, ὅταν οἱ ἄνθρωποι μᾶς διηγοῦνται ὁράματα ἢ λένε ὅτι εἶδαν ἕναν Ἅγιο κ.λπ., τί νὰ λέμε;
 – Καλύτερα νὰ τοὺς λέτε νὰ εἶναι ἐπιφυλακτικοί. Αὐτὸ εἶναι πιὸ σίγουρο, γιατὶ δὲν μποροῦν ὅλοι νὰ διακρίνουν ἂν ἕνα ὅραμα εἶναι ἀπὸ τὸν Θεὸ ἢ ἀπὸ τὸν διάβολο. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ εἶναι ἕνα ὅραμα, πρέπει νὰ μὴν τὸ δέχεται ἐξαρχῆς ὁ ἄνθρωπος. Ὁ Θεὸς ἴσα–ἴσα συγκινεῖται, κατὰ κάποιον τρόπο, ὅταν βλέπη τὸ πλάσμα Του νὰ μὴν τὸ δέχεται, γιατὶ αὐτὸ δείχνει ὅτι ἔχει ταπείνωση. Ἂν πράγματι ἦταν Ἅγιος αὐτὸς ποὺ παρουσιάσθηκε, ὁ Θεὸς ξέρει μετὰ μὲ ἄλλον τρόπο νὰ πληροφορήση τὴν ψυχὴ καὶ νὰ τὴν ὁδηγήση σ᾿ αὐτὸ ποὺ θέλει. Χρειάζεται προσοχή, γιατὶ μπορεῖ νὰ ἔρθη τὸ ταγκαλάκι, νὰ πατήση τὸ κουμπὶ καὶ νὰ ἀρχίση ἡ τηλεόραση...
Ἦταν μιὰ ψυχὴ ποὺ δὲν εἶχε βοηθηθῆ ἀπὸ ἀνθρώπους, καὶ γι᾿ αὐτὸ δικαιοῦτο τὴν θεία βοήθεια. Ὁ Θεὸς τῆς παρουσίασε κάτι, γιὰ νὰ βοηθηθῆ. Ὕστερα ὅμως ὁ διάβολος τῆς ἔβαλε λογισμούς: «Φαίνεται, γιὰ νὰ σὲ ἀξιώση ὁ Θεὸς νὰ δῆς αὐτὸ τὸ ὅραμα – ποιός ξέρει; – σὲ προορίζει γιὰ κάτι ἀνώτερο». Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ πίστεψε κάτι τέτοιο, ὁ διάβολος ἄρχισε νὰ κάνη τὴν δουλειά του καὶ τὴν ἔκανε κουμάντο! Ἀλλὰ τελικὰ ὁ Θεὸς πάλι τὴν λυπήθηκε. Εἶδε ἕνα ὅραμα καὶ ἄκουσε μιὰ φωνὴ νὰ τῆς λέη: «Νὰ γράψης ὅλα τὰ ὁράματα ποὺ εἶδες στὸν πατέρα Παΐσιο». Ἔτσι μοῦ ἔγραψε ἕνα γράμμα μὲ ὅλα τὰ ὁράματα ποὺ εἶδε. Ὁ πειρασμὸς τὴν εἶχε ἁλωνίσει. Πραγματικὰ ὁράματα, ἀλλὰ ὅλα ἦταν τοῦ πειρασμοῦ. Ἀπὸ ὅλα τὰ ὁράματα ποὺ μοῦ ἀνέφερε, μόνον τὸ πρῶτο καὶ τὸ τελευταῖο ἦταν ἀπὸ τὸν Θεό. Τὸ τελευταῖο τὸ ἐπέτρεψε ὁ Θεός, γιὰ νὰ τὴν φέρη σὲ λογαριασμό, νὰ τὴν βοηθήση νὰ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὴν πλάνη. Τελικὰ ἡ καημένη ἄκουσε τί τῆς εἶπα καὶ ξέμπλεξε.


ΛΟΓΟΙ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ Γ'
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΣΕΛ. 215-219 

ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ: “ΚΟΙΤΑΞΤΕ ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ ΤΙ ΣΗΜΕΙΟ ΜΑΣ ΕΚΑΝΕ Ο ΘΕΟΣ”

Μέσα από τα βάθη της ψυχής του τελούσε ο Άγιος τη Θεία Λειτουργία. Πενήντα ολόκληρα χρόνια δεν πέρασε ούτε μία μέρα χωρίς να λειτουργήσει
Κατά τις πολύωρες λειτουργίες δεν ήταν λίγα τα θαύματα που συνέβαιναν.

Ο Άγιος Νικόλαος τα θεωρούσε εντελώς φυσιολογικά, όπως εντελώς φυσιολογική ήταν η αστείρευτη αγάπη του προς τον Θεό. Οι ακολουθίας του Παππού, όπως τον φώναζαν τον Άγιο τα πνευματικά του παιδιά, ήταν μοναδικές και ανεπανάληπτες. Είχαν τη μεγαλοπρέπεια του Βυζαντίου αλλά και τη σφραγίδα της αγιοπατερικής παράδοσης. Πλήθος κόσμου συγκεντρώνονταν στους ναούς που λειτουργούσε ο ταπεινός ιερέας. Άνθρωποι κάθε ηλικίας, άνδρες και γυναίκες, Αθηναίοι και επαρχιώτες, επιστήμονες και απλοί εργάτες. Ακόμα και παιδιά, αρκετά παιδιά με τις μητέρες τους, έμεναν στο ναό ώρες πολλές μέχρι να τελειώσει η ακολουθία. Τα μικρά παιδιά τον αγαπούσαν πολύ τον παππούλη, αλλά και ο Άγιος αγαπούσε τα αθώα παιδιά.

Συχνά πήγαιναν από νωρίς στην εκκλησία για να προλάβουν να είναι πρώτα στο ιερό και έτσι να ντυθούν τη στολή τους για να βοηθήσουν τον Άγιο στη Θεία Λειτουργία. Ακολουθούσαν τις οδηγίες του και συμμετείχαν και αυτά με τον τρόπο τους στο δοξολογικό ύμνο προς το Θεό. Δεν τα στενοχωρούσε η πολύωρη ακολουθία. Αντίθετα, τους άρεσε αφού κοντά στον Άγιο ένιωθαν απερίγραπτη γαλήνη και σιγουριά. Αρκετές φορές τα παιδιά είχαν δει ένα παράδοξο θέαμα. Κατά την ώρα της Θείας Λειτουργίας έβλεπαν τον Άγιο να στέκεται ψηλότερα από τη γη και τα πόδια του να μην αγγίζουν στο έδαφος. Πολλά παιδιά τρόμαζαν και έτρεχαν με φόβο να το ανακοινώσουν στους γονείς τους που, μολονότι δεν έβλεπαν αυτό το θαυμαστό γεγονός, δάκρυζαν και ευχαριστούσαν τον Θεό που τους αξίωνε να βρίσκονται κοντά στον ευλογημένο ιερέα. Στη συνέχεια καθησύχαζαν τα παιδιά και με ακόμα μεγαλύτερη πίστη συμμετείχαν στην ακολουθία. Κάποια μέρα που ο Άγιος βρισκόταν σ’ ένα από τα αγαπημένα του ξωκκλήσια για να λειτουργήσει, παρατήρησε πως δεν υπήρχε κανένα πρόσφορο. Δεν ταράχτηκε. Προτίμησε να περιμένει με τη βεβαιότητα ότι σύντομα κάποιο πρόσφορο θα βρισκόταν. Άλλωστε τόσα χρόνια, όσες φορές είχε συμβεί να μην έχει πρόσφορο, πάντα την κατάλληλη στιγμή, κάποιος θα έφερνε, ή αν έπρεπε κάποιος από το εκκλησίασμα πήγαινε σε κοντινό φούρνο και αγόραζε ένα. Εκείνη τη μέρα όμως τα πράγματα δυσκόλευαν…

Η ώρα περνούσε και κανένας δεν έφερνε πρόσφορο. Έψαξε καλά στα ράφια του ιερού μήπως και υπήρχε κάποιο από προηγούμενη φορά, μα δε βρήκε τίποτα. Τότε έκανε νόημα σε δύο πνευματικά του παιδιά να πλησιάσουν στο ιερό και τους ζήτησε να πάνε γρήγορα στο φούρνο και να ζητήσουν πρόσφορο κι αν δεν έβρισκαν να ζητούσαν από κάποιες ενορίτισσες που πάντα φρόντιζαν και είχαν. Έφυγαν τρέχοντας από το εκκλησάκι οι δύο, μα μάταιος ο κόπος τους. Λίγη ώρα αργότερα γύρισαν με άδεια χέρια πίσω και ανακοίνωσαν στον Άγιο πως, παρά την προσπάθεια τους, κανένας δε βρέθηκε να τους εξυπηρετήσει. Ο Άγιος ευχαρίστησε τα πνευματικά του παιδιά για τον κόπο τους και έμεινε μόνος του στο ιερό. Στενοχωρήθηκε πολύ και τα ασκητικά του μάτια γέμισαν δάκρυα. Η ώρα είχε περάσει. Ο Όρθρος έφτανε στο τέλος και ο ευλογημένος ιερέας δεν θα μπορούσε να προχωρήσει στη Θεία Λειτουργία.

Τόσα χρόνια, καθημερινά λειτουργούσε, μα εκείνη τη μέρα με θλίψη θα έπρεπε να διακόψει αυτή την ευλογημένη σειρά. Με ασταμάτητα δάκρυα κοιτούσε την εικόνα του Εσταυρωμένου και με δυνατή προσευχή παρακαλούσε τον Κύριο να μη του στερήσει τη Θεία Λειτουργία. Ξαφνικά βλέπει πάνω στην Αγία Τράπεζα ένα μικρό πρόσφορο που άχνιζε. Ήταν ολόφρεσκο και τοποθετημένο στη μέση. Μόλις το είδε ο Άγιος έκανε το σταυρό του και ύψωσε τη δακρυσμένη ματιά του προς τον ουρανό ευχαριστώντας το Θεό. Το θαύμα είχε γίνει. Κάποιος άγγελος σταλμένος από το Χριστό είχε τοποθετήσει το μικρό πρόσφορο στην Αγία Τράπεζα. Ο Άγιος σκέφτηκε πως ένα τέτοιο θαυμαστό γεγονός δεν έπρεπε να μείνει κρυφό. Κρατώντας λοιπόν το θεόσταλτο δώρο βγήκε μπροστά στην Ωραία Πύλη του Ιερού και διακόπτοντας τους ψάλτες έδειξε το πρόσφορο προς το εκκλησίασμα και είπε συγκινημένος: “Κοιτάξτε παιδιά μου τι σημείο μας έκανε ο Θεός”. Ο κόσμος σάστισε. Χωρίς πολλά λόγια ο Άγιος εξήγησε τι είχε προηγηθεί και αμέσως προχώρησε πάλι μέσα στο ιερό και σαν να είχε συμβεί κάτι απλό και συνηθισμένο συνέχισε την ακολουθία.

Στο μεταξύ, βαθιά συγκίνηση κατέλαβε τους παρευρισκόμενους όταν συνειδητοποίησαν πως ένα μεγάλο θαύμα – σημείο, όπως τους είπε ο Παππούς – είχε συμβεί εκείνη την ώρα. Όλων τα μάτια βούρκωσαν και στράφηκαν με ευγνωμοσύνη προς την εικόνα του Χριστού που τη φώτιζε αμυδρά ένα μικρό καντήλι. Ευχαριστούσαν τον Κύριο για το μεγάλο θαύμα. Τον ευχαριστούσαν όμως και για την ευλογημένη παρουσία του Παππού κοντά τους. Μέχρι την απόλυση της Θείας Λειτουργίας όλοι ήταν συγκλονισμένοι και με δυσκολία συγκρατούσαν τα δάκρυα τους. Μόνο ο Άγιος Νικόλαος ο Πλανάς έμοιαζε να μην έχει συναίσθηση του θαύματος που είχε γίνει. Άλλωστε για τον ίδιο τα θαύματα ήταν μέρος του καθημερινού του προγράμματος και η ταπεινή του ψυχή ποτέ δεν υπερηφανεύτηκε για τα θεία σημεία. Ήταν για τον Άγιο τα θαύματα φυσιολογικά, όπως φυσιολογική ήταν και η αστείρευτη πίστη και αγάπη του στο Θεό.

Από το βιβλίο «Το πρώτο μου συναξάρι», εκδόσεις Ιεράς Μονής Χρυσοπηγής, 1997

ΜΙΑ ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΔΙΗΓΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Κάποιος αββάς που ασκήτευε και είχε παρρησία στο Θεό, τον παρακαλούσε με δάκρυα να του φανερώσει τον τρόπο που ο Θεός κρίνει και αποφασίζει σε κάποιες περιπτώσεις και που οι άνθρωποι δεν τον κατανοούν, αλλά νομίζουν ότι πρόκειται για παράξενα πράγματα. Ο Θεός όμως για πολύ καιρό δεν ήθελε να του φανερώσει τίποτα, επειδή ο άνθρωπος ποτέ δεν μπορεί να γνωρίσει και να καταλάβει τα μυστήρια του Θεού. Ο ασκητής πάλι δεν έπαυε νύχτα και μέρα να κάνει τη σχετική δέηση. Μια μέρα λοιπόν ο Θεός, θέλοντας να τον πληροφορήσει, έβαλε στην καρδιά του τον λογισμό να πάει να δει ένα γέροντα ασκητή, που βρισκόταν σε άλλο τόπο, όπου για να φτάσει κανείς έπρεπε να περπατήσει πολλές μέρες.

Σαν άρχισε την πορεία ο ασκητής, έστειλε ο Θεός στον δρόμο του έναν άγγελο με μορφή νέου καλογήρου, που τον χαιρέτησε με το «ευλόγησον πάτερ». Ο γέρων ασκητής αποκρίθηκε: «ο Θεός να σε συγχωρέσει, τέκνον μου». Τότε ο άγγελος ρώτησε τον γέροντα: «που πηγαίνεις, αββά;» και ο γέρων απάντησε: «πηγαίνω στον τάδε ασκητή να τον δω». Κι ο άγγελος είπε: «κι εγώ εκεί πηγαίνω και ας προχωρήσουμε μαζί».

Αφού περπάτησαν οι δυό τους την πρώτη μέρα, έφθασαν το βράδυ σ΄ένα χωριό και κατέλυσαν στο σπίτι ενός ευλαβούς και φιλόξενου ανθρώπου, που τους φιλοξένησε. Μάλιστα έφερε στην τράπεζα έναν ασημένιο δίσκο. Την ώρα που επρόκειτο να αναχωρήσουν, πήρε ο άγγελος τον δίσκο κρυφά, τον πέταξε στον αέρα και ο δίσκος χάθηκε. Ο γέρων σαν το είδε αυτό λυπήθηκε, όμως δεν είπε τίποτα.

Την δεύτερη μέρα έφθασαν σε ένα άλλο χωριό, όπου τους περιποιήθηκε φιλόξενα ένας ευλαβής χριστιανός. Αυτός είχε ένα μονάκριβο γιό και τον έφερε να τον ευλογήσουν και να του δώσουν την ευχή τους. Ο άγγελος όμως την ώρα που επρόκειτο να φύγει μαζί με τον ασκητή, έπιασε το παιδί από το λαιμό και το έπνιξε. Μπροστά σ΄αυτό το θέαμα ο γέρων δοκίμασε μεγάλη έκπληξη και τρόμαξε, αλλά και πάλι δεν μίλησε.

Αφού περπάτησαν και την Τρίτη μέρα, έφθασαν σ΄ένα άλλο μέρος, αλλά επειδή δεν βρήκαν κανένα να τους υποδεχθεί κάθισαν σε μια αυλή που είχε έναν τοίχο έτοιμο να πέσει. Ο άγγελος σηκώθηκε, ανασκουμπώθηκε, τον γκρέμισε και τον ξαναέκτισε αμέσως από τα θεμέλια.

Αντικρύζοντας κι αυτό το τελευταίο ο γέροντας δεν μπόρεσε πλέον να σιωπήσει, αλλά άρχισε να του λέει: σε εξορκίζω στο όνομα του Θεού του Υψίστου να μου πεις την αλήθεια. Τι είναι αυτά που έκανες; Άγγελος είσαι ή δαίμονας; Αυτά που έκανες δεν είναι έργα ανθρώπου. Κι όταν ο άγγελος ρώτησε «τι έκανα;», ο γέροντας είπε: «χθες και προχθές που μας δέχθηκαν εκείνοι οι φιλόχριστοι άνθρωποι και μας φιλοξένησαν, εσύ του μεν ενός πήρες τον ασημένιο δίσκο και τον πέταξες στον αέρα και εξαφανίσθηκε, του Δε άλλου έπνιξες τον γιο. Και εδώ που ήρθαμε δεν μας πρόσφεραν καμμιά περιποίηση ή φιλοξενία, καταπιάστηκες με το κτίσιμο και τους ευεργετείς».

Τότε του αποκρίθηκε ο άγγελος: «άκουσε αββά, κι εγώ θα σου φανερώσω την αλήθεια των πραγμάτων. Ο πρώτος που μας δέχθηκε είναι άνθρωπος θεοφιλής και δίκαιος και διοικεί τα υπάρχοντά του κατά τις εντολές του Θεού. Εκείνος όμως ο ασημένιος δίσκος προέρχονταν από άδικη κληρονομιά και για να μην χάσει κοντά σ΄αυτόν και τον μισθό από τα καλά του έργα, με πρόσταξε ο Θεός να τον εξαφανίσω, ώστε να είναι η φιλοξενία του καθαρή και απαλλαγμένη από ανομία. Ο άλλος πάλι που μας φιλοξένησε, είναι ευλαβής και ενάρετος άνθρωπος και αν ζούσε ο γιος του, επρόκειτο να γίνει όργανο του σατανά και να διαπράξει πολλά κακά που θα έκαναν να λησμονηθούν τα καλά έργα του πατέρα του. Γι΄αυτό όρισε ο Θεός να πεθάνει κι εκείνος έτσι μικρός, για να σωθεί και η δική του ψυχή και του πατέρα του».

Τότε ο γέροντας είπε: «όλα αυτά τα έκανες καλά, τι έχεις όμως να πεις για την τελευταία περίπτωση;» και ο άγγελος απάντησε: « μάθε, πάτερ, και γι΄αυτό, ότι ο νοικοκύρης αυτής της αυλής είναι κακός και άδικος και θέλει να βλάψει πολλούς, αλλά δεν το μπορεί εξαιτίας της φτώχιας του. Ο παππούς του όταν έκτιζε αυτόν τον τοίχο, έκρυψε μέσα σ΄αυτόν χρήματα πολλά, κι αν τον είχα αφήσει να πέσει, ο κακότροπος αυτός ιδιοκτήτης, θέλοντας να τον κτίσει, θα εύρισκε μέσα στα κατεδαφισμένα υλικά αυτά τα χρήματα και θα τα χρησιμοποιούσε για να κάνει το κακό που ήθελε. Γι αυτό με πρόσταξε ο Θεός να στερεώσω τον τοίχο, για να μη βρει τα χρήματα ο κακός αυτός άνθρωπος, που επρόκειτο να τα χρησιμοποιήσει στις κακές του επιθυμίες και να βλάψει τους ανθρώπους. Και ξέρει ο Θεός πότε θα τον φανερώσει, σε άνθρωπο που πρέπει και θα τον χρησιμοποιήσει σε καλά έργα.

Είδες, λοιπόν πως κρίνει ο Θεός σε κάποιες περιπτώσεις, όπως ζητούσες να μάθεις. Γι αυτό πήγαινε στο κελί σου και μη σε μέλει για τα πράγματα του κόσμου, πως και γιατί γίνονται. Διότι τα κρίματα του Θεού είναι απροσμέτρητη άβυσσος, όπως είπε ο προφήτης, και οι ενέργειές Του ανεξιχνίαστες και ακατανόητες και δεν μπορεί ο άνθρωπος να γνωρίζει τα πάντα με ακρίβεια. Πίστευε λοιπόν, πάτερ, ότι ο Θεός είναι δίκαιος και δεν κάνει καμμία αδικία. Όσα επιτρέπει να γίνονται, όλα δικαίως γίνονται.

Όταν άκουσε αυτά από τον άγγελο ο ασκητής, δόξασε τον Θεό και, αφού αποσύρθηκε στο κελλί του, στο εξής δεν εξέταζε τίποτα.
Από το περιοδικό Θεοδρομία

Πέμπτη 3 Αυγούστου 2017

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΧΡΟΝΟ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ!

Ένας πατέρας γυρίζει αργά ένα βράδυ στο σπίτι του από την δουλειά του – κουρασμένος και εκνευρισμένος – και βρίσκει το εξάχρονο αγοράκι του να τον περιμένει άγρυπνο στο σαλόνι.
Μόλις τον βλέπει, τρέχει κοντά του, τον αγκαλιάζει και ακολουθεί ο εξής διάλογος:

-Μπαμπά, σε περίμενα. Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;
-Ναι, βεβαίως αγόρι μου.

-Πόσα πληρώνεσαι για μια ώρα δουλειάς εκεί, στο γραφείο σου;

-Αυτό δεν είναι δική σου δουλειά, απαντά εκνευρισμένος ο πατέρας.

-Σε παρακαλώ μπαμπάκα μου, θέλω να ξέρω, πες μου.

-Ε, αφού θέλεις να ξέρεις, να… παίρνω τριάντα ευρώ την ώρα.

-Ωχ! … Μπορείς σε παρακαλώ να μου δανείσεις 19 ευρώ;

-Άκουσε να σου πω. Αν ο μόνος λόγος που με περίμενες και με ρώτησες ήταν για να μου ζητήσεις χρήματα για ν’ αγοράσεις, σίγουρα, κάποιο χαζό καινούριο παιχνίδι, να πας κατευθείαν στο δωμάτιό σου και στο κρεβάτι σου. Δεν σκοτώνομαι εγώ στην δουλειά για τέτοιες απαιτήσεις.

Το παιδάκι μαζεύτηκε, τον φίλησε βιαστικά και πήγε ήσυχα στο δωμάτιό του, κλείνοντας πίσω του την πόρτα. Ο πατέρας, ξανασκέφτηκε την ερώτηση του παιδιού, νευρίασε και πάλι, κι αναρωτήθηκε: «Πως τόλμησε να με ρωτήσει πόσα παίρνω, μόνο και μόνο για να μου ζητήσει χρήματα;».

Μετά από αρκετή ώρα, λίγο πιο ξεκούραστος πια, ο πατέρας ηρέμησε κι άκουσε τις σωστές σκέψεις της γυναίκας του. Σκέφτηκε ότι δεν έκανε καλά προηγουμένως και, ίσως ο μικρός να χρειαζόταν ν’ αγοράσει κάτι χρήσιμο με τα 19 ευρώ. Ίσως κάτι για το σχολείο…

Πήγε λοιπόν, στην πόρτα του δωματίου του, την άνοιξε προσεκτικά και ρώτησε:

-Κοιμάσαι παιδί μου;
-Όχι μπαμπά.

-Σκέφτηκα ότι, ίσως, ήμουνα λίγο άδικος μαζί σου νωρίτερα. Αλλά να, ήταν μια δύσκολη μέρα στο γραφείο κι έβγαλα σ’ εσένα όλη μου την κούραση. Έλα να φιλιώσουμε. Και να, πάρε τα 19 ευρώ που μου ζήτησες. Όμως, δεν μου είπες τι θα τα κάνεις.

Ο μικρός χωρίς να απαντήσει, τον αγκάλιασε και τον φίλησε γεμάτος χαρά, έβαλε το χέρι του κάτω από το μαξιλάρι του κι έβγαλε ένα τσαλακωμένο χαρτονόμισμα μαζί με κάτι κέρματα. Σιωπηλός άρχισε να τα μετράει.

Ο πατέρας, βλέποντας ότι ο μικρός έχει ήδη κάποια χρήματα από το χαρτζηλίκι του, αισθάνθηκε να νευριάζει και πάλι, και τον ρώτησε αυστηρά:

-Αφού έχεις χρήματα, γιατί θέλεις και άλλα; Πες μου, τι θα τα κάνεις;

-Να. Είχα μόνο 11 ευρώ. Ενώ τώρα, μπαμπάκα μου, έχω 30 και μπορώ να σου πληρώσω μιας ώρας δουλειά, για να έρθεις αύριο πιο νωρίς στο σπίτι. Θέλω τόσο πολύ να κάτσουμε όλοι μαζί στο τραπέζι…

Ο πατέρας συγκλονίστηκε και, βουρκωμένος, αγκάλιασε το παιδί του, ψιθυρίζοντας ένα καταλυτικό «συγγνώμη».

Πηγή: «5η εντολή – «Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου…» – Μερόπης Ν. Σπυρόπουλου

Η ΑΝΩΜΑΛΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΤΑΞΗΣ ΣΕ ΟΛΟ ΤΗΣ ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ – ΜΕΓΑΛΩΝΟΝΤΑΣ ΕΜΒΡΥΟ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΑΛΟΝΙ ΜΕ ΕΝΑ ΜΗΧΑΝΙΚΟ ΣΑΚΟ!

Μια καταπληκτική εφεύρεση που αντικαθιστά τη μητέρα και τον πατέρα προβάλλεται από το παιδιατρικό νοσοκομείο Children’s Hospital of Philadelphia.
Αντί για την κλασική εγκυμοσύνη η σύγχρονη τεχνολογική ανωμαλία από το παιδιατρικό νοσοκομείο τη Φιλαδέλφειας μας προσφέρει τώρα ένα μηχανικό σάκο που αντικαθιστά την κοιλία της μητέρας. Ο σάκος ονομάζεται “biobag” και είναι γεμάτος με αμνιακό υγρό.
Ο σάκος αυτός τοποθετείται στο σαλόνι του σπιτιού και μόλις το θηλυκό ωάριο γονιμοποιηθεί από το αρσενικό σπέρμα τοποθετείται μέσα στο σάκο αυτό και μετά οι «ευτυχισμένοι» γονείς περιμένουν να μεγαλώσει το έμβρυο και να γεννηθεί το βρέφος.

Τώρα τι βρέφος θα είναι αυτό μόνο ένας Θεός το ξέρει.
Το άκρων άωτον της σύγχρονης ανωμαλίας.

AΠΑΝΤΗΣΗ ΜΑΘΗΤΗ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΣΕ ΕΡΩΤΗΜΑ ΚΑΘΗΓΗΤΗ: ΤΙ ΘΑ ΕΛΕΓΕΣ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΕΑΝ ΤΟΝ ΕΒΛΕΠΕΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΟΥ;

Καθηγητής σε Γυμνάσιο της Θεσπρωτίας, ρώτησε μαθητές του: «Τι θα λέγατε στο Χριστό, αν τον βλέπατε μπροστά σας». Οι απαντήσεις… που δόθηκαν ήταν πάμπολλες, ποικίλες, τε­λείως ξεχωριστές από παιδί σε παιδί, ανάλογα με τον χαρακτήρα, τον ψυ­χισμό του, τις επιθυμίες του, τα προβλήματα που συναντά στο περιβάλλον που ζει κ.ο.κ.
Μία από αυτές, είναι συγκλονιστική: «Αρχικά τον βλέπω καθημερινά το Χριστό, γιατί τον έχω στην καρδιά μου. Είναι μέσα μου και τον νιώθω. Θα του έλεγα, αυτά, που του λέω στην προσευχή μου: Τον ευχαριστώ για ό,τι μου χαρίζει και για το ότι οι γονείς μου είναι καλά. Τον ευχαριστώ, που δεν με αφήνει να περπατάω μόνος μου, αλλά με ακολουθεί, όπου και αν πάω. Με ακολουθεί, για να με προστατεύει. Τον ευχαριστώ, που τον έχω μαζί μου και μου φέρνει τη χαρά του, Τον ευχαριστώ, που με αγαπάει. Του ζητώ να μου συγχωρέσει τα λάθη. Και στο τέ­λος τον ρωτώ: Γιατί μου τα δίνεις όλα αυτά, Θεέ μου; Τα αξίζω;…».

Πηγή: ΠΑΤΗΡ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΜΤ / FACEBOOK

http://www.tilestwra.com

ΠΡΩΤΟΠΡ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ: Η ΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ


"Σκοπὸς τους  είναι η αποσύνδεση της Ορθοδοξίας
από το Ελληνικὸ Έθνος"
Ομιλία του Πατρός Γεωργίου Μεταλληνού
στον Ιερό Ναό του Αγίου Αντίπα για την επικείμενη αλλαγή
του Συντάγματος την Πέμπτη 8 Ιουνίου 2017