– Γέροντα, μὲ ταλαιπωροῦν κάτι ἄσχημα
ὄνειρα...
– Ὅταν βλέπης ἄσχημο ὄνειρο, ποτὲ νὰ μὴν
ἐξετάζης τί εἶδες, πῶς τὸ εἶδες, ἂν εἶσαι ἔνοχη, πόσο φταῖς. Ὁ πονηρός, ἐπειδὴ
δὲν μπόρεσε νὰ σὲ πειράξη τὴν ἡμέρα, ἔρχεται τὴν νύχτα. Ἐπιτρέπει καμμιὰ φορὰ
καὶ ὁ Θεὸς νὰ μᾶς πειράξη στὸν ὕπνο, γιὰ νὰ δοῦμε ὅτι δὲν πέθανε ἀκόμη ὁ
παλαιὸς ἄνθρωπος. Ἄλλες φορὲς πάλι ὁ ἐχθρὸς πλησιάζει τὸν ἄνθρωπο στὸν ὕπνο του
καὶ τοῦ παρουσιάζει διάφορα ὄνειρα, γιὰ νὰ στενοχωρεθῆ, ὅταν ξυπνήση. Γι᾿ αὐτὸ
νὰ μὴ δίνης καθόλου σημασία· νὰ κάνης τὸν σταυρό σου, νὰ σταυρώνης τὸ μαξιλάρι,
νὰ βάζης καὶ τὸν σταυρὸ καὶ κανα–δυὸ εἰκόνες ἐπάνω στὸ μαξιλάρι καὶ νὰ λὲς τὴν
εὐχὴ μέχρι νὰ σὲ πάρη ὁ ὕπνος. Ὅσο δίνεις σημασία, ἄλλο τόσο θὰ ἔρχεται ὁ
ἐχθρὸς νὰ σὲ πειράζη. Αὐτὸ δὲν εἶναι κάτι ποὺ συμβαίνει μόνο στοὺς μεγάλους,
ἀλλὰ καὶ στοὺς μικρούς. Καὶ στὰ μικρὰ παιδιὰ ἀκόμη, παρόλο ποὺ εἶναι
ἀγγελούδια, ὁ ἐχθρὸς πηγαίνει καὶ τὰ φοβερίζει, ὅταν κοιμοῦνται καὶ τινάζονται
μὲ ἀγωνία, τρέχουν φοβισμένα καὶ μὲ κλάματα στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μητέρας. Ἄλλοτε
πάλι τὰ πλησιάζουν οἱ Ἄγγελοι καὶ γελοῦν μέσα στὸν ὕπνο τους ἀπὸ χαρὰ ἢ ξυπνᾶνε
ἀπὸ τὴν μεγάλη τους χαρά. Ἑπομένως τὰ ὄνειρα ποὺ φέρνει ὁ πειρασμὸς εἶναι μιὰ
ἐξωτερικὴ ἐπίδραση τοῦ ἐχθροῦ στὸν ἄνθρωπο τὴν ὥρα ποὺ κοιμᾶται.
– Καὶ ὅταν, Γέροντα, νιώθης ἕνα πλάκωμα τὴν
ὥρα ποὺ κοιμᾶσαι;
– Μερικὲς φορὲς αὐτὸ ὀφείλεται σὲ μιὰ ἀγωνιώδη
κατάσταση ποὺ ζῆ κανεὶς μέσα στὴν ἡμέρα ἢ σὲ διάφορους φόβους, σὲ διάφορες
ὑποψίες κ.λπ. Φυσικὰ ὅλα αὐτὰ μπορεῖ νὰ τὰ χρησιμοποιήση τὸ ταγκαλάκι, νὰ κάνη
κάποιον συνδυασμό, γιὰ νὰ ζαλίση τὸν ἄνθρωπο. Πολλὲς φορὲς εἶναι τόσο ἐλαφρὸς ὁ
ὕπνος, ποὺ νομίζει κανεὶς ὅτι εἶναι ξυπνητὸς καὶ ὅτι προσεύχεται, γιὰ νὰ φύγη
αὐτὸ τὸ πλάκωμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο τοῦ κρατιέται ἀκόμη καὶ ἡ ἀναπνοή.
Καμμιὰ φορὰ μάλιστα ὁ διάβολος
μπορεῖ νὰ πάρη τὴν μορφὴ ἑνὸς ἀνθρώπου ἢ ἑνὸς Ἁγίου καὶ νὰ παρουσιασθῆ στὸν
ὕπνο κάποιου. Κάποτε παρουσιάσθηκε σὲ ἕναν ἄρρωστο στὸν ὕπνο του μὲ τὴν μορφὴ
τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου καὶ τοῦ εἶπε: «Εἶμαι ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος. Ἦρθα νὰ σοῦ πῶ ὅτι θὰ
πεθάνης. Τ᾿ ἀκοῦς; Θὰ πεθάνης». Τρόμαξε ὁ ἄνθρωπος. Ποτὲ ἕνας Ἅγιος δὲν μιλάει
ἔτσι σὲ ἕναν ἄρρωστο. Καὶ ἂν τυχὸν εἶναι νὰ πεθάνη ὁ ἄρρωστος καὶ παρουσιασθῆ
ἕνας Ἅγιος νὰ τὸν πληροφορήση γιὰ τὸν θάνατό του, θὰ τοῦ τὸ πῆ μὲ καλὸν τρόπο:
«Ἐπειδὴ εἶδε ὁ Θεὸς ποὺ ταλαιπωρεῖσαι, γι᾿ αὐτὸ θὰ σὲ πάρη ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο.
Κοίταξε νὰ ἑτοιμασθῆς». Δὲν θὰ τοῦ πῆ: «Τ᾿ ἀκοῦς; Θὰ πεθάνης»!
– Καὶ ὅταν, Γέροντα, φωνάζη κανεὶς στὸν ὕπνο
του;
– Καλύτερα, ξυπνάει... Πολλὰ ὄνειρα εἶναι τῆς
ἀγωνίας. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχη ἀγωνία ἢ εἶναι κουρασμένος, παλεύουν αὐτὰ μέσα του
καὶ τὰ βλέπει σὲ ὄνειρο. Ἐγὼ πολλὲς φορές, ὅταν τὴν ἡμέρα ἀντιμετωπίζω διάφορα
προβλήματα τῶν ἀνθρώπων, ἀδικίες ποὺ συμβαίνουν κ.λπ., ὕστερα στὸν ὕπνο μου
μαλώνω μὲ τὸν ἄλλον: «βρὲ ἀθεόφοβε, φωνάζω, ἀναίσθητος εἶσαι!» καὶ μὲ τὶς φωνὲς
ποὺ βάζω ξυπνάω.
– Γέροντα, ἀπὸ τὰ ὄνειρα μπορεῖ κανεὶς νὰ
προβλέψη κάτι ποὺ θὰ τοῦ συμβῆ;
– Ὄχι, μὴ δίνετε σημασία στὰ ὄνειρα. Εἴτε
εὐχάριστα εἶναι τὰ ὄνειρα εἴτε δυσάρεστα, δὲν πρέπει νὰ τὰ πιστεύη κανείς,
γιατὶ ὑπάρχει κίνδυνος πλάνης. Τὰ ἐνενῆντα πέντε τοῖς ἑκατὸ ἀπὸ τὰ ὄνειρα εἶναι
ἀπατηλά. Γι᾿ αὐτὸ οἱ Ἅγιοι Πατέρες λένε νὰ μὴν τὰ δίνουμε σημασία. Πολὺ λίγα
ὄνειρα εἶναι ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ αὐτά, γιὰ νὰ τὰ ἑρμηνεύση κανείς, πρέπει νὰ
ἔχη καθαρότητα καὶ ἄλλες προϋποθέσεις, ὅπως ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Δανιήλ, ποὺ εἶχαν χάρισμα ἀπὸ τὸν Θεό. «Θὰ σοῦ πῶ, εἶπε ὁ Δανιὴλ στὸν
Ναβουχοδονόσορα, καὶ τί ὄνειρο εἶδες καὶ τί σημαίνει».
Ἀλλὰ σὲ τί κατάσταση εἶχε φθάσει! Ἦταν μέσα στὰ λιοντάρια καὶ τὰ λιοντάρια,
παρόλο ποὺ ἦταν νηστικά, δὲν τὸν πείραζαν.
Τοῦ πῆγε ὁ Ἀββακοὺμ φαγητό, κι ἐκεῖνος εἶπε: «Μὲ θυμήθηκε ὁ Θεός;».
Ἂν δὲν θυμόταν ὁ Θεὸς τὸν Προφήτη Δανιήλ, ποιόν θὰ θυμόταν;
– Γέροντα, μερικοὶ ἄνθρωποι δὲν βλέπουν
ὄνειρα.
– Καλύτερα ποὺ δὲν βλέπουν! Δὲν ξοδεύουν οὔτε
εἰσιτήρια, οὔτε βενζίνη! Στὰ ὄνειρα σὲ ἕνα λεπτὸ βλέπεις κάτι ποὺ στὴν
πραγματικότητα θὰ διαρκοῦσε ὧρες, μέρες, γιατὶ καταργεῖται ὁ χρόνος. Νά, ἀπὸ
αὐτὸ μπορεῖ νὰ καταλάβη κανεὶς τὸ ψαλμικό: «Χίλια
ἔτη ἐν ὀφθαλμοῖς σου, Κύριε, ὡς ἡ ἡμέρα ἡ ἐχθές, ἥτις διῆλθε».
– Γέροντα, ὅταν οἱ ἄνθρωποι μᾶς διηγοῦνται
ὁράματα ἢ λένε ὅτι εἶδαν ἕναν Ἅγιο κ.λπ., τί νὰ λέμε;
– Καλύτερα νὰ τοὺς λέτε νὰ εἶναι
ἐπιφυλακτικοί. Αὐτὸ εἶναι πιὸ σίγουρο, γιατὶ δὲν μποροῦν ὅλοι νὰ διακρίνουν ἂν
ἕνα ὅραμα εἶναι ἀπὸ τὸν Θεὸ ἢ ἀπὸ τὸν διάβολο. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ εἶναι
ἕνα ὅραμα, πρέπει νὰ μὴν τὸ δέχεται ἐξαρχῆς ὁ ἄνθρωπος. Ὁ Θεὸς ἴσα–ἴσα
συγκινεῖται, κατὰ κάποιον τρόπο, ὅταν βλέπη τὸ πλάσμα Του νὰ μὴν τὸ δέχεται,
γιατὶ αὐτὸ δείχνει ὅτι ἔχει ταπείνωση. Ἂν πράγματι ἦταν Ἅγιος αὐτὸς ποὺ
παρουσιάσθηκε, ὁ Θεὸς ξέρει μετὰ μὲ ἄλλον τρόπο νὰ πληροφορήση τὴν ψυχὴ καὶ νὰ
τὴν ὁδηγήση σ᾿ αὐτὸ ποὺ θέλει. Χρειάζεται προσοχή, γιατὶ μπορεῖ νὰ ἔρθη τὸ
ταγκαλάκι, νὰ πατήση τὸ κουμπὶ καὶ νὰ ἀρχίση ἡ τηλεόραση...
Ἦταν μιὰ ψυχὴ ποὺ δὲν εἶχε βοηθηθῆ
ἀπὸ ἀνθρώπους, καὶ γι᾿ αὐτὸ δικαιοῦτο τὴν θεία βοήθεια. Ὁ Θεὸς τῆς παρουσίασε
κάτι, γιὰ νὰ βοηθηθῆ. Ὕστερα ὅμως ὁ διάβολος τῆς ἔβαλε λογισμούς: «Φαίνεται,
γιὰ νὰ σὲ ἀξιώση ὁ Θεὸς νὰ δῆς αὐτὸ τὸ ὅραμα – ποιός ξέρει; – σὲ προορίζει γιὰ
κάτι ἀνώτερο». Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ πίστεψε κάτι τέτοιο, ὁ διάβολος ἄρχισε νὰ
κάνη τὴν δουλειά του καὶ τὴν ἔκανε κουμάντο! Ἀλλὰ τελικὰ ὁ Θεὸς πάλι τὴν
λυπήθηκε. Εἶδε ἕνα ὅραμα καὶ ἄκουσε μιὰ φωνὴ νὰ τῆς λέη: «Νὰ γράψης ὅλα τὰ
ὁράματα ποὺ εἶδες στὸν πατέρα Παΐσιο». Ἔτσι μοῦ ἔγραψε ἕνα γράμμα μὲ ὅλα τὰ
ὁράματα ποὺ εἶδε. Ὁ πειρασμὸς τὴν εἶχε ἁλωνίσει. Πραγματικὰ ὁράματα, ἀλλὰ ὅλα
ἦταν τοῦ πειρασμοῦ. Ἀπὸ ὅλα τὰ ὁράματα ποὺ μοῦ ἀνέφερε, μόνον τὸ πρῶτο καὶ τὸ
τελευταῖο ἦταν ἀπὸ τὸν Θεό. Τὸ τελευταῖο τὸ ἐπέτρεψε ὁ Θεός, γιὰ νὰ τὴν φέρη σὲ
λογαριασμό, νὰ τὴν βοηθήση νὰ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὴν πλάνη. Τελικὰ ἡ καημένη ἄκουσε
τί τῆς εἶπα καὶ ξέμπλεξε.
ΛΟΓΟΙ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ Γ'
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΣΕΛ. 215-219