ΡΩΜΗΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ
ΕΛΛΗΝΟΚΥΠΡΙΟΙ
Περί
Οἰκουμενισμοῦ καί Ζηλωτισμοῦ - Παλαιοημερολογιτισμοῦ
(Ἀνάλυση
ὁρισμένων πτυχῶν τοῦ θέματος)
Σεπτέμβριος 2017
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι
περιμέναμε ἀπό τήν Ἱερά Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω (Ἔκτακτη Διπλή Ἱερά
Σύναξις τοῦ Ἁγίου Ὄρους, Καρυές 17/30 Ἰουνίου 2017) τῶν ἁγίων πανοσιολογιωτάτων
ἐκτάκτων καί τακτικῶν Ἀντιπροσώπων τοῦ Ἁγίου Ὄρους, νά μᾶς παρηγορήσουν
πνευματικά καί θεολογικά, προσφέροντάς μας ἕνα μήνυμα περί τῆς λεγομένης «Ἁγίας
καί Μεγάλης Συνόδου» ἐν Κρήτῃ (Ἰούνιος 2016), τό ὁποῖο νά συμφωνεῖ μέ τήν Ὀρθόδοξη
Παράδοση, Ζωή, Πολιτισμό, Θεολογία καί Πνευματικότητα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας,
Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὅπως βιώνεται καί ἐκφράζεται διαχρονικά
στό Ἅγιον Ὄρος.
Τό μήνυμα αὐτό τοῦ
Ἁγίου Ὄρους[1] μᾶς πίκρανε, ἀπογοήτευσε, δυσαρέστησε.
Διότι, δέν ἀναφέρθηκε συγκεκριμμένα, ἁπλά καί κατανοητά στίς ἀντικανονικές,
ἀντορθόδοξες ἀποφάσεις τῆς λεγομένης «Συνόδου» τῆς Κρήτης τοῦ 2016, ἀλλά
ἀναφέρθηκε γενικά καί ἀόριστα ἐν πολλοῖς στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί τήν
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Τό μήνυμα αὐτό προκάλεσε σύγχυση καί ἀνησυχία, παρά μᾶς
εἰρήνευσε μέ τόν Θεό, μέ τόν ἑαυτό μας καί τούς πλησίον μας.
Μέ τόν ἴδιο τρόπο πού
οἱ Λατινόφονες καί οἱ Οἰκουμενιστές μᾶς ἀντιμετώπιζαν τά τελευταῖα ἐκατόν
εἴκοσι (120) χρόνια, τώρα μᾶς ἀντιμετωπίζουν καί πολλοί Ἁγιορείτες. Ὡς Ρωμηοί
Ὀρθόδοξοι Ἑλληνοκύπριοι ἀποφασίσαμε, μετά ἀπό νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή καί
δάκρυα μνήμης θανάτου, μνήμης Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, μνήμης κολάσεως,
νά σχολιάσουμε θεολογικά περί «Οἰκουμενισμοῦ
καί Ζηλωτισμοῦ - Παλαιοημερολογιτισμοῦ», θέματα πού ὅλα τά μέλη τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπιθυμοῦν νά μάθουν γι’αὐτά.
Κυρίως ἀπευθυνόμαστε
στούς Ἁγιορεῖτες ἁγίους καθηγουμένους τῶν Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί πρός
τίς ἐν Χριστῷ συνοδεῖες τους, παρακαλώντας τους νά ὀρθοτομοῦν τόν λόγον τῆς ἐν
Χριστῷ ἀληθείας καί ἀγάπης, ὥστε νά παρηγορηθοῦμε πνευματικά, θεολογικά καί
ἀσκητικά ἀπό τόν ἐν Χριστῷ ἀγῶνα, πού κάνανε καί κάνουν μέχρι σήμερα.
Γράφουν στό μήνυμά
τους τῆς 30ης Ἰουνίου 2017 : «Ἄλλωστε καὶ οἱ τέσσαρες Πατριάρχαι τῆς Ἀνατολῆς διὰ τῆς ἱστορικῆς των
ἐγκυκλίου (1848) µᾶς καθησυχάζουν ὁµολογοῦντες ὅτι «παρ’ ὑµῖν οὔτε Πατριάρχαι,
οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησαν ποτὲ εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας
ἐστὶν αὐτὸ τὸ σῶµα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τὸ θρήσκευµα
αὐτοῦ αἰωνίως ἀµετάβλητον καὶ ὁµοειδὲς τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ. Δέν θέλομεν νὰ
προτείνωµεν ἐφησυχασµὸν ἀδιαφορίας, ἀλλὰ νὰ ὑπογραµµίσωµεν τὴν σηµασίαν τῆς
ἐγρηγόρσεως καὶ τῆς πίστεως».
Γι’αὐτό κι ἐμεῖς
κάνουμε ὑπακοή σέ σᾶς στό σημεῖο αὐτό καί προχωρᾶμε σύν Θεῷ στό κυρίως θέμα τοῦ
θεολογικοῦ μας αὐτοῦ κειμένου. Εἴμαστε ἁπλοί ἀνθρωποι «ἀγαπῶντες ἐν ἀληθείᾳ και ἀληθεύοντες ἐν
ἀγάπῃ»[2].
Α΄ ΜΕΡΟΣ
Σχέση
Πλατωνισμοῦ - Ὠριγενισμοῦ καί Οἰκουμενισμοῦ
Ἡ «ὑπεράρχιος» ἀρχή,
ἡ Ἁγία Τριάς εἶναι ἁπλή, ἀμέριστη, ἀπόλυτη, «ἐνοειδής», κατά τήν οὐσία, τριπλή
δέ κατά τίς Ὑποστάσεις ἤ τά Πρόσωπα. Ὁ Θεός Πατήρ εἶναι ἡ ἀρχή καί ἡ Πηγή τῆς
Θεότητος, τό πρῶτο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀγέννητος καί ἄναρχος. Ὁ Θεός
Λόγος, ὁ Υἱός τοῦ Πατρός, γεννητός, γεννημένος χωρίς μητέρα προαιωνίως,
προανάρχως ἀπό τόν Θεό Πατέρα, εἶναι συνάναρχος μαζί Του καί ἀριθμεῖται ὡς τό
δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἐκπορευτόν ἐκ τοῦ
Θεοῦ Πατρός προαιωνίως, προανάρχως, εἶναι συνάναρχο μέ τά ἄλλα δύο
Πρόσωπα, τόν Πατέρα καί τόν Υἱό, συμπροσκυνούμενο, συνδοξαζόμενο, ὁμόθρονο μέ
Αὐτά καί ἀποτελεῖ τό τρίτο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Καί τά τρία Πρόσωπα -
Ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ὁμοούσια.
Μέ τήν εὐδοκία τοῦ Θεοῦ
Πατρός ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ὁ Θεός Λόγος, ὅταν ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου,
προσέλαβε, ὕστερα ἀπό τήν ἐλεύθερη συγκατάθεση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Μαρίας,
πῆρε ἐπάνω Του τήν ἀνθρώπινη φύση ἐκ τῆς Θεοτόκου καί τήν ἕνωσε ἀσυγχύτως,
ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως, μέ τήν θεία (θεϊκή) φύση Του ἐν τῷ Προσώπῳ -
Ὑποστάσει Του. Ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου, πού προηγήθηκε τῶν παγκοσμίων,
κοσμοσωτηρίων, συμπαντικῶν αὐτῶν γεγονότων, βρῆκε τό προεπινοούμενο τέλος της,
τήν ρίζα τῆς ἐλευθερίας της, τή νίκη κατά τοῦ ἐγωϊσμοῦ, τῆς ἁμαρτίας, τῶν
παθῶν, τοῦ διαβόλου καί τοῦ θανάτου. Ἡ Οἰκονομία τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ
Λόγου, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεανθρώπου, τοῦ τελείου Θεοῦ καί
τελείου ἀνθρώπου, πού εἶναι δύο φύσεις τέλειες καί πρό τῆς ἑνώσεως καί μετά τήν
ἕνωσή τους ἐν τῷ Προσώπῳ τοῦ Θεοῦ Λόγου, συνεχίσθηκε μέ τό ἐπί γῆς κήρυγμα τῆς
μετανοίας, μέ τά θαύματα, μέ τήν ἐκπλήρωση τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου («τέλος γάρ νόμου, Χριστός»[3]),
μέ τό Πάθος, μέ τόν Σταυρό, μέ τήν Ταφή, μέ τήν τριήμερο Ἀνάσταση, μέ τήν
Ἀνάληψη, μέ τήν ἐκ δεξιῶν καθέδρα καί μέ τήν ἐν χρόνῳ ἀποστολή τοῦ Παναγίου
Πνεύματος, γιά νά φανερώσει τό Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.
Ἐχθροί τοῦ Θεοῦ στό
ἔργο αὐτό τῆς Οἰκονομίας τῆς σωτηρίας στάθηκαν οἱ δαίμονες, οἱ αἱρετικοί καί οἱ
εἰδωλολάτρες ἄνθρωποι. Καί στόν καιρό τῆς πρό τῆς ἐνσάρκου Οἰκονομίας τοῦ
Χριστοῦ, καί μετά, πολέμησαν αὐτοί μέ λύσσα πρωτοφανῆ, μέ ὑπερηφάνεια, μέ πάθος
ζοφῶδες, σκοτεινό, μέ κάθε εἴδους ἀθέμιτα μέσα, τό Πρόσωπο τοῦ Θεναθρώπου Ἰησοῦ
Χριστοῦ καί τήν Ἐκκλησία, πού εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία ἀντέδρασε
στόν πόλεμο αὐτό μέ πνεῦμα ὁμολογίας, αὐτοθυσίας καί αὐταπαρνήσεως, ἀλλά ὄχι
ἀρνήσεως τῆς οὐσίας Της καί τῆς κοινωνίας θεώσεως τῶν ἀνθρώπων Της. Δηλαδή,
ἀνέδειξε Πατριάρχες, Κριτές, Δικαίους, Προφῆτες, Ἀποστόλους, Μάρτυρες,
Ὁμολογητές, Ἐγκρατευτές, Νηστευτές, Διδασκάλους, Εὐαγγελιστές, Θεολόγους,
Πατέρες, Ἱεράρχες, κληρικούς, μοναχούς καί λαϊκούς, οἱ ὁποῖοι, ζῶντας ἔντονα τό
Μυστήριο τοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ, τά ἅγια Μυστήρια καί τίς ἁγίες ἀρετές, τό
Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, ἔθαψαν τό ἐγωϊστικό τους θέλημα, μέσα στό θέλημα τοῦ
Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Ἔκαναν δηλαδή τελεία
ὑπακοή στό ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἐλευθερωθοῦν ἀπό τά πάθη, τόν θάνατο,
τήν ἁμαρτία καί τόν διάβολο. Ἔτσι, ἀπέκτησαν κατά χάριν τήν ἄπειρη (ἀπεριόριστη),
ἀτελεύτητη (ἀτελείωτη) καί ἄναρχη κατ’οὐσίαν ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ (ὅσιος Μάξιμος
ὁ Ὁμολογητής καί ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ὁ Ἁγιορείτης), γεγονός ἀπαραίτητο γιά
τήν ἐνχρίστωση καί Λόγωσή τους (ὅσιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, νέος ὁμολογητής καί
νέος θεολόγος), τήν κατά χάριν θέωσή τους.
Γιατί ἄραγε ὁ Θεός
μας, ἡ Παναγία Τριάδα, θέλησε ἔτσι νά γίνει τό σχέδιο τῆς Οἰκονομίας τῆς
σωτηρίας μας; Γιά νά μᾶς χαρίσει τόν ἐνσαρκωμένο Θεό Λόγο. «Ἡ εἰσαγωγή τοῦ πρωτοτόκου εἰς τήν
οἰκουμένην»[4] ἀποτελεῖ τήν προαιώνια βουλή τοῦ
Θεοῦ, τό ὕψιστο μυστήριο «τό
ἀποκεκρυμένον ἀπό τῶν αἰώνων καί ἀπό τῶν γενεῶν»[5].
Ὁ Χριστός ἦταν «ἡ βουλή καί ἡ
θέλησις τοῦ Πατρός»[6]. Αὐτός ἦταν ὁ
προορισμός καί κατά συνέπειαν ἡ φυσιολογική πορεία καί κατάληξη τοῦ ἀνθρώπου.
«…Οὐκοῦν ἡ ἀπαρχῆς παραγωγή τοῦ ἀνθρώπου δι’αὐτόν (τόν Χριστόν)
κατ’εἰκόνα πλασθέντος τοῦ Θεοῦ, ἵνα δυνηθῆ ποτέ χωρῆσαι τό ἀρχέτυπον˙ καί ὁ ἐν
τῷ παραδείσῳ παρά Θεοῦ νόμος δι’αὐτόν (τόν Χριστόν)», γιά νά βοηθήσει δηλαδή τόν ἄνθρωπο νά ὁδηγηθεῖ στόν Χριστό,
γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς[7].
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι
πλασμένος «κατ’εἰκόνα καί
καθ’ὁμοίωσιν Θεοῦ». Ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου[8] εἶναι
ὁ χαρακτήρ τῆς Ὑποστάσεώς Του[9], ὁ Θεός Λόγος.
Ἐμεῖς, λοιπόν, ἄν θέλουμε νά πορευθοῦμε ἀπό τό «κατ’εἰκόνα» πρός τό «καθ’ὁμοίωσιν», πρέπει δυναμικά νά ἐνεργοποιήσουμε τό «κατ’εἰκόνα», ἑνούμενο μέ τήν Εἰκόνα
τοῦ Θεοῦ, τόν ἐνσαρκωμένο Θεό Λόγο («ἄχρις
οὗ μορφωθῆ ὁ Χριστός ἐν ὑμῖν»[10], ἕως ὅτου ὁ Χριστός
μορφωθεῖ μέσα σας), ὥστε νά λέμε μέ τόν Ἀπόστολο Παῦλο : «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δέ ἐν ἐμοί Χριστός»[11],
δέν ζῶ πλέον ἐγῶ, ἀλλά ζεῖ μέσα μου ὁ Χριστός. Ὁ Χριστός, ἐπίσης, εἶναι ἡ
ἀληθινή μας ἐλευθερία, ὁδός, ἀλήθεια καί ζωή («γνώσεσθε τήν ἀλήθειαν καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς»[12],
νά γνωρίσετε τήν ἀλήθεια καί ἡ ἀλήθεια θά σᾶς ἐλευθερώσει. «Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς˙ ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός καί ἡ
ἀλήθεια καί ἡ ζωή»[13], λέγει σ’αὐτόν ὁ
Ἰησοῦς : ἐγώ εἶμαι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή).
Ἡ ἕνωση μέ τόν Χριστό
καί ἡ ἀπόκτηση τῆς ἀληθινῆς μας ἐλευθερίας εἶναι δυνατή μόνο μέσα στήν Μία,
Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, δηλαδή στήν Ὀρθοδοξία.
«Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω
ὑμᾶς»[14], ἐλᾶτε σ’ἐμένα ὅλοι ἐσεῖς, πού εἶσθε κουρασμένοι καί φορτωμένοι καί
ἐγώ θά σᾶς δώσω ἀνάπαυση, λέγει στόν κάθε ἄνθρωπο ὁ Χριστός. Ἔξω ἀπό τόν Χριστό
καί τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀληθινά πρόσωπα δέν ὑπάρχουν. Ἔξω ἀπό τόν Χριστό καί
τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπάρχουν μόνο ἀπομονωμένες μονάδες, ἄτομα καί μᾶζες
ἀμεταμόρφωτες, χωρίς τίς ἄκτιστες ἐνέργειες τῆς Παναγίας Τριάδος.
Στό Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ
Λόγου, πού ἐνηνθρώπησε, συνάγονται εἰς ἕν τά διεσκορπισμένα τέκνα τοῦ Θεοῦ[15]. «Καί γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν»[16],
καί θά γίνει ἕνα ποίμνιο, ἕνας ποιμένας (βοσκός), ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί τό Σῶμα
Του, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πού δέν δέχεται προσθήκη ἤ ἀφαίρεση στήν ἀλήθεια καί
στήν ἀγάπη της. Εἶναι τελεία, πλήρης. Ὅμως, αὐξάνεται διά τῆς ἐνσωματώσεως,
μετοχῆς σ’αὐτήν νέων μελῶν, μέ τό ἅγιον Βάπτισμα καί τά ἄλλα ἅγια Μυστήρια.
Μαζί δέ νέα καί παλαιά μέλη πορεύονται πρός τά ἔσχατα, τήν Βασιλεία τῶν
Οὐρανῶν, πού βιώνεται ἀπό τώρα. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ὑπερφυσική καί
ἀνθρώπινη, θεανθρώπινη, αἰώνια, ὑπερχρονική, συνάμα ἱστορική καί ἐσχατολογική
πραγματικότητα, πέρα ἀπό κάθε ἔννοια καί λόγο, βιουμένη κυρίως στήν θεία
Εὐχαριστία καί στά ἄλλα ἅγια Μυστήρια.«Ἡ
Ἐκκλησία διά τῶν Μυστηρίων σημαίνεται», σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Νικόλαο
Καβάσιλα, ἡ Ἐκκλησία φανερώνεται, ἀποκαλύπτεται, σημαδεύεται μέ τά ἅγια Μυστήρια
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἡ
αἰώνιος μόνη κεφαλή τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας[17], ὁ μόνος πρῶτος, ὁ
μόνος ἀλάθητος, ὁ μόνος Ἀρχηγός τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας[18],
εἶναι «χθές καί σήμερον ὁ αὐτός
καί εἰς τούς αἰῶνας»[19], ὁ
ἴδιος καί χθές καί σήμερα καί αἰώνια[20].
Κατά τήν προσευχή του
ὁ Χριστός, λίγο πρίν τό Πάθος καί τόν Σταυρό, λέγει : «Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτούς ἐν τῷ ὀνόματί
σου, ὧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἕν, καθώς ἡμεῖς»[21],
Πατέρα ἅγιε, φύλαξέ τους (τούς ὀρθοδόξους χριστιανούς) μέ τήν δύναμη τοῦ
ὀνόματός σου, πού μοῦ ἔδωσες, γιά νά εἶναι ἕνα (ἑνωμένοι ὅλοι αὐτοί μ’ἐμᾶς, τήν
Ἁγία Τριάδα), ὅπως εἴμαστε ἐμεῖς. Καί πιό κάτω παρακαλεῖ τόν Θεό Πατέρα : «Ἁγίασον αὐτούς ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου˙ ὁ λόγος ὁ
σός ἀλήθειά ἐστί. Καθώς ἐμέ ἀπέστειλας εἰς τόν κόσμον, κἀγώ ἀπέστειλα αὐτούς
εἰς τόν κόσμον˙ καί ὑπέρ αὐτῶν ἐγώ ἁγιάζω ἐμαυτόν, ἵνα καί αὐτοί ὦσιν
ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ. Οὐ περί τούτων δέ ἐρωτῶ μόνον, ἀλλά καί τῶν πιστευόντων
διά τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ, ἵνα πάντες ἕν ὦσιν, καθώς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοί, κἀγώ
ἐν σοί, ἵνα καί αὐτοί ἐν ἡμῖν ἕν ὦσιν, ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ ὅτι σύ με
ἀπέστειλας»[22]. Ἁγίασέ τους (τούς ὀρθόδοξους
χριστιανούς, Ἀποστόλους, λοιπούς μαθητές κλπ) διά τῆς ἀληθείας σου˙ ὁ λόγος ὁ
δικός σου εἶναι ἀλήθεια. Ὅπως ἐσύ μέ ἔστειλες στόν κόσμο καί ἐγώ τούς ἔστειλα
στόν κόσμο καί χάριν αὐτῶν ἐγώ ἁγιάζω τόν ἑαυτό μου, γιά νά εἶναι καί αὐτοί
ἁγιασμένοι διά τῆς ἀληθείας. Δέν παρακαλῶ μόνο γι’αὐτούς, ἀλλά καί γιά
ἐκείνους, πού θά πιστέψουν διά τοῦ λόγου τους σ’ἐμένα, γιά νά εἶναι ὅλοι ἕνα,
καθώς ἐσύ, Πατέρα, εἶσαι μέσα μου καί ἐγώ μέσα σου εἶμαι, ἄς εἶναι καί αὐτοί
μέσα μας, γιά νά πιστέψει ὁ κόσμος ὅτι μέ ἔστειλες.
Βλέπουμε ἐδῶ ὅτι ἡ
ἑνότητα τῶν πιστῶν χριστιανῶν καί αὐτῶν, πού θά πιστέψουν στόν Χριστό ἀργότερα,
βασίζεται στόν ἁγιασμό διά τῆς ἀληθείας. Ἡ δέ ἀλήθεια εἶναι ὁ Χριστός :«Ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή»[23],
Ἐγώ εἶμαι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή.
Καί λίγο πιό πάνω
συμπληρώνει τή νέα διδασκαλία, πού ἔφερε στόν κόσμο ὁ Χριστός ὁ ἴδιος, δηλαδή
νά ἀληθεύουμε ἐν ἀγάπῃ[24] καί νά ἀγαποῦμε ἐν ἀληθείᾳ, μέ τά
ἑξῆς, πού εἶπε στούς Μαθητές Του κατά τό Μυστικό Δεῖπνο : «Ἐντολήν καινήν δίδωμι ὑμῖν, ἵνα ἀγαπᾶτε
ἀλλήλους, καθώς ἠγάπησα ὑμᾶς, ἵνα καί ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους. Ἐν τούτῳ
γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοί μαθηταί ἐστέ, ἐάν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις»[25].
Ἐντολή νέα σᾶς δίνω, νά ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθώς ἐγώ σᾶς ἀγάπησα, ἔτσι, μέ τόν
ἴδιο τρόπο καί ἐσεῖς ὁ ἕνας τόν ἄλλο νά ἀγαπᾶτε. Ἀπό αὐτό θά ξέρουν ὅλοι ὅτι
εἶσθε Μαθητές μου, ἐάν δηλαδή ἔχετε ἀγάπη μεταξύ σας.
Ἡ ἀλήθεια χωρίς ἀγάπη
σκοτώνει. Ἡ ἀγάπη χωρίς ἀλήθεια εἶναι συναισθηματική παραπλάνηση. Ἀγάπη χωρίς
Ἀλήθεια καί Ἀλήθεια χωρίς Ἀγάπη δέν ὑπάρχουν. Ἀλήθεια καί Ἀγάπη μαζί, εἶναι ὁ
Θεός, πού δέν κομματιάζεται[26]. Μόνο ἄν ἀληθεύουμε
ἐν ἀγάπῃ καί ἀγαποῦμε ἐν ἀληθείᾳ, εἴμαστε σωστοί χριστιανοί, ὀρθόδοξοι δηλαδή.
Πάνω σ’αὐτές τίς θεολογικές καί ἐκκλησιολογικές βάσεις πρέπει νά στηριχθεῖ καί
ἡ κίνηση γιά τήν ἀληθῆ ἕνωση τῶν αἱρετικῶν καί πεπλανημένων μέ τήν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία. Ἄν δέν δεχθοῦμε, πρῶτοι ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, καί μετά ὅλοι οἱ
αἱρετικοί καί πεπλανημένοι ὅτι α) μόνο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τό Σῶμα τοῦ ζῶντος
Χριστοῦ, εἶναι ἡ μόνη, Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, β) μόνο ἡ
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀληθεύει ἐν ἀγάπῃ καί ἀγαπᾶ ἐν ἀληθείᾳ, καί γ) μόνο ἡ
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει τήν ἀδιάκοπη, ὀρθή πίστη, λατρεία, διοίκηση, θεολογία,
πνευματικότητα καί ὀρθή ζωή τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων, τῶν
Μαρτύρων, τῶν Πατέρων, τῶν ἁγίων Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τότε θά
πλανηθοῦμε καί θά πλανήσουμε, θά χαθοῦμε καί θά προκαλέσουμε ἀπώλεια ψυχῶν, θά
κολασθοῦμε καί θά κολάσουμε ἄλλους.
Ἄραγε αὐτά δεν
γίνονται σήμερα; Δηλαδή, πλανώμαστε, «ἀγαπῶντας» χωρίς ἀλήθεια, ὅπως συμβαίνει
μέ τήν παναίρεση τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ συγκρητιστικοῦ
Οἰκουμενισμοῦ, καί «ἀληθεύουμε» χωρίς ἀγάπη, ὅπως συμβαίνει μέ τόν σχισματικό
Παλαιοημερολογιτισμό - Ζηλωτισμό.
Ὡς Ὀρθόδοξοι
πιστεύουμε ὅτι τόσο ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ (κίνηση γιά τήν ψευδῆ ἕνωση
τῶν αἱρετικῶν καί πεπλανημένων μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία), ὅσο καί ὁ σχισματικός
Παλαιοημερολογιτισμός - Ζηλωτισμός εἶναι σοβαροί καί πολύ ἀπειλητικοί πειρασμοί
γιά τήν ἑνότητα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Καί ὁ Οἰκουμενισμός καί ὁ
Παλαιοημερολογιτισμός - Ζηλωτισμός δέν ἐκφράζουν τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί
κατ’ἐπέκταση τήν ὀρθόδοξη θεολογία[27].
Ὅπως δέ ἔχουν
ἐμφανισθεῖ ἀπό τίς ἀρχές τοῦ εἰκοστοῦ (20οῦ) αἰῶνος, ἀποτελοῦν ἀναίρεση
τῆς ἀληθείας καί σχίσματα, πού μποροῦμε μέ βεβαιότητα νά ποῦμε ὅτι ὁ μέν
Οἰκουμενισμός μᾶς ὁδηγεῖ πρός μία ψευδῆ ἕνωση τῶν αἱρετικῶν καί πεπλανημένων μέ
τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, συσκευασμένη καί τηλεκατευθυνόμενη ἀπό σκοτεινές
δυνάμεις, ὁ δέ Παλαιοημερολογιτισμός - Ζηλωτισμός πρός μία πολυδιάσπαση
παραταξιακοῦ χαρακτῆρος. Θά ὁδηγηθοῦμε, ἄν δέν προσέξουμε καί δέν
προσευχηθοῦμε, στή δημιουργία νέων σχισμάτων, σκανδάλων καί τελικά νέων
αἱρέσεων.
Καί οἱ δύο
προαναφερθέντες πειρασμοί φαίνονται ἀντίθετοι, δηλαδή ὁ Παλαιοημερολογιτισμός -
Ζηλωτισμός καί ὁ Οἰκουμενισμός, ἀλλά στήν οὐσία εἶναι ἰδεολογίες, ἀνθρώπινα
κατασκευάσματα, πού δέν ἔχουν σκοπό νά ἑνώσουν ὅλον τόν κόσμο ἐν ἀγάπῃ καί
ἀληθείᾳ, ἀλλά ἁπλῶς ὑποκρίνονται ὅτι ἐκφράζουν τήν Μία καί Καθολική Ἀλήθεια τῆς
Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Θά δοῦμε πιό κάτω ὅτι ὁ μέν Οἰκουμενισμός ἑδράζεται στήν
ἰδεολογία καί φιλοσοφία τοῦ Πλατωνισμοῦ - Ὠριγενισμοῦ, ὁ δέ
Παλαιοημερολογιτισμός - Ζηλωτισμός στήν ἰδεολογία καί αἵρεση τοῦ
Προτεσταντισμοῦ.
Ὁ Πλατωνισμός -
Ὠριγενισμός πιστεύει ὅτι οἱ ἰδέες ἤ τά ἔλλογα ὄντα εἶναι αἰώνιες καί κάποτε
ζοῦσαν, βρίσκονταν ἐν τῷ συναιωνίῳ Θεῷ (ΣΤΑΣΙΣ). Ὅμως, θέλησαν κάποτε νά φύγουν
ἀπό τήν αἰώνια ἀκινησία τοῦ Θεοῦ, ἐπαναστατῶντας ἐναντίον τοῦ Θεοῦ (ΚΙΝΗΣΙΣ).
Τότε ὁ Θεός, γιά νά τιμωρήσει τίς ἰδέες, δημιούργησε ἀναγκαστικά, ὄχι ἐλεύθερα
καί ἀγαπητικά, τόν φύσει κακό αἰσθητό κόσμο καί τίς ἔκλεισε μέσα σ’αὐτόν
(ΓΕΝΕΣΙΣ). Ὅμως, οἱ ἰδέες ἤ τά ἔλλογα ὄντα, ἐπειδή ἔχασαν τήν πρωταρχική τους
ἑνότητα καί τήν Καθολική Ἀλήθεια, αἰσθάνθηκαν τό λάθος τους καί πόθησαν νά
βρεθοῦν πάλι ἐν τῷ Θεῷ. Ὅλος ὁ ἀγώνας, λοιπόν, πού κάνουν οἱ ἰδέες ἤ τά ἔλλογα
ὄντα, ἔχει σκοπό νά ἐπανέλθουν οἱ ἰδέες στήν πρωταρχική τους ἑνότητα ἐν τῷ Θεῷ
καί στήν Καθολική Ἀλήθεια, ἀπορρίπτοντας τόν φύσει κακό αἰσθητό κόσμο. Βλέπουμε
ὅτι τό Πλατωνικό - Ὠριγενικό σχῆμα δημιουργίας τοῦ κόσμου εἶναι : «ΣΤΑΣΙΣ -
ΚΙΝΗΣΙΣ - ΓΕΝΕΣΙΣ»[28].
Ὁ Οἰκουμενισμός
πιστεύει στήν «θεωρία τῶν κλάδων», ὅτι δηλαδή ἡ μία, ἀρχαία καί ἀδιαίρετος
Ἐκκλησία τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων εἶναι ἕνας κορμός δένδρου ζωντανοῦ μέ
πολλούς κλάδους. Οἱ κλάδοι εἶναι οἱ ἐπί μέρους διάφορες αἱρέσεις, στούς ὁποίους
συμπεριλαμβάνεται καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πού ἱστορικά διεμόρφωσαν
διαφορετικές παραδόσεις, θεολογίες, λατρεῖες καί διοικήσεις. Ὄμως, παραμένει
γιά ὅλους τούς κλάδους κοινός ὁ κορμός καί ὁ χυμός τῆς πρωταρχικῆς ἑνότητος καί
τῆς Μιᾶς, Καθολικῆς Ἀληθείας τους. Ἱστορικά κατενεμήθηκε σέ κάθε κλάδο ἀπό ἕνα
μέρος τῆς Καθολικῆς αὐτῆς Ἀληθείας. Οἱ κλάδοι ἔζησαν χωρισμένοι ἱστορικά,
ἄλλοτε μέν ἀλληλοσυγκρουόμενοι, ἄλλοτε δέ προσπαθῶντας νά ἑνωθοῦν εἰρηνικά ἤ νά
ἐπιβληθοῦν ὁ ἕνας πάνω στόν ἄλλο. Καμμία ἀπό τίς προσπάθειες ἐπανενώσεως τῶν
κλάδων δέν πέτυχε στό παρελθόν. Ὁ Οἰκουμενισμός, πού ἐμφανίσθηκε ὡς κίνηση γιά
τήν ψευδῆ ἕνωση τῶν αἱρετικῶν καί πεπλανημένων μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στίς
ἀρχές τοῦ εἰκοστοῦ (20οῦ) αἰῶνος μ.Χ., ἔχει σκοπό νά βοηθήσει τούς
ἐπί μέρους πιστούς νά ἀνακαλύψουν τήν χαμένη πρωταρχική ἑνότητα καί Μία,
Καθολική Ἀλήθεια, πού ὑπάρχει στό βάθος τους, πού εἶναι ὁ κορμός τοῦ ἐνός
δένδρου τῆς Μιᾶς, ἀρχαίας καί ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας τῶν πρώτων χριστιανικῶν
αἰώνων. Αὐτό θά γίνει διά τῆς ἀμοιβαίας κατανοήσεως, καλῆς θελήσεως, ἀγάπης καί
ἀποδοχῆς ἐκ μέρους ὅλων τῶν διαφορετικῶν παραδόσεων, θεολογιῶν, λατρειῶν καί
διοικήσεων μέ ἕνα κοινό ἐλάχιστο (minimum) σύμφωνο πίστεως καί συνεργασίας
ἐπί κοινωνικοῦ, παγκοσμίου, πρακτικοῦ καί ἠθικοῦ ἐπιπέδου, γιά νά ἐπικρατήσει
παντοῦ τό εὐαγγελικό μήνυμα «ἵνα
πάντες ἕν ὦσιν»[29], γιά νά γίνουν ὅλοι ἕνα (μία ἑνότητα).
Ἡ κατ’οὐσίαν, κατά
πνεῦμα, κατά βάθος ἑρμηνεία καί τό βαθύτερο νόημα τῆς «θεωρίας τῶν κλάδων», πού
ὁ Οἰκουμενισμός πιστεύει εἶναι ἡ ἑξῆς : Ὅτι δηλαδή ὅλοι οἱ κλάδοι ἀποτελοῦσαν,
τόν καιρό τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων, τήν Μία, ἀρχαία καί ἀδιαίρετη Ἐκκλησία
τοῦ Θεοῦ. Ἦταν μέσα στόν αἰώνιο ἀκίνητο Θεό καί εἶχαν ἔτσι τήν Μία, Καθολική
Ἀλήθεια καί τήν πρωταρχική ἑνότητά τους (ΣΤΑΣΙΣ). Ὅμως, κάποτε θέλησαν νά
φύγουν ἀπό τήν αἰώνια ἀκινησία τοῦ Θεοῦ καί ἐπαναστάτησαν ἐναντίον Του
(ΚΙΝΗΣΙΣ). Αὐτό συνέβη, διότι «ἐψύγη
ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν»[30] καί ὁ διάβολος
βρῆκε εὐκαιρία νά διασπάσει τήν Μία, ἀρχαία καί ἀδιαίρετη Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι, ἀναγκάστηκε ὁ Θεός νά παραχωρήσει τήν «ἔξοδο» ἀπ’Αὐτόν, δηλαδή καί οἱ
αἱρετικοί - πεπλανημένοι καί οἱ Ὀρθόδοξοι ἔφυγαν ἀπό τόν αἰώνιο, ἀκίνητο Θεό.
Δημιουργήθηκαν τότε ἀναγκαστικά καί κατά ἐγκατάλειψη Θεοῦ, διάφοροι κλάδοι μέ
τά σχίσματα μεταξύ Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί Ἀντιχαλκηδονίων - Μονοφυσιτῶν,
Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί Παπισμοῦ, καί στή συνέχεια μεταξύ τῶν αἱρέσεων τοῦ
Παπισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ (ΓΕΝΕΣΙΣ).
Κατακερματίστηκε τόσο
ἡ Καθολική Ἀλήθεια, ὅσο καί ἡ πρωταρχική ἑνότητα τῶν πιστῶν καί κάθε κλάδος
πῆρε μέρος τῆς Ἀληθείας αὐτῆς. Ἔγιναν στό παρελθόν πολλές προσπάθειες, γιά νά
ἐπανενωθοῦν οἱ διάφοροι κλάδοι, ἀλλά, λόγῳ ἀπουσίας ἀμοιβαίας κατανοήσεως,
καλῆς θελήσεως καί ἀγάπης, δέν ἐπετεύχθη ἡ ἑπανένωση.
Στίς ἀρχές τοῦ
εἰκοστοῦ (20οῦ) αἰῶνος μ.Χ. ἐμφανίσθηκε ὁ Οἰκουμενισμός ὡς κίνηση
γιά τήν ψευδῆ ἕνωση τῶν πιστῶν καί τῶν κλάδων, μέ βάση θεολογική καί
ἐκκλησιολογική τήν «θεωρία τῶν κλάδων», μέ τό ἑξῆς σκεπτικό : Γιά νά ἐπανέλθουν
στήν πρωταρχική τους ἑνότητα καί Μία, Καθολική Ἀλήθεια οἱ πιστοί τῶν διαφόρων
κλάδων, πού κατέχουν ὁ καθένας μέρος τῆς Μιᾶς, Καθολικῆς Ἀληθείας, πρέπει νά
ἑνωθοῦν ὅλοι μαζί σέ μία Ἐκκλησία, πού θά εἶναι ἡ συνέχεια τῆς Μιᾶς, ἀρχαίας
καί ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων, ἀποκτώντας ἔτσι ὅλη
τήν Καθολική Ἀλήθεια καί τήν πρωταρχική ἑνότητα ὅλοι μαζί.
Τά σχίσματα ἀνήκουν
στό παρελθόν, ἐνῶ ἡ ἕνωση τῶν διαφόρων κλάδων ἀνήκει στό παρόν καί στό μέλλον.
Σήμερα ὑπάρχει ἀμοιβαία κατανόηση καί ἀποδοχή ἐκ μέρους ὅλων τῶν διαφορετικῶν
παραδόσεων τῶν κλάδων σέ ἕνα ἐλάχιστο (minimum) σύμφωνο κοινῆς ἀμοιβαίας
ἐμπιστοσύνης καί πίστεως. Ὑπάρχει καλή θέληση καί ἀγάπη μεταξύ ὅλων τῶν κλάδων.
Γιατί νά εἴμαστε χωρισμένοι;
Κατ’οὐσίαν, ὁ
Οἰκουμενισμός υἱοθετεῖ τόν Πλατωνικό - Ὠριγενικό σχεδιασμό : «ΣΤΑΣΙΣ – ΚΙΝΗΣΙΣ
- ΓΕΝΕΣΙΣ».
Ὑπάρχουν κι ἄλλες
θεωρίες καί «θεολογίες» μέσα στούς κόλπους τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἀπορρίπτουμε ἀπό
αὐτές, ἐκεῖνες πού δέν ἑδράζονται στήν θεολογία καί ἐκκλησιολογία τῶν ἁγίων
Πατέρων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἡ μή ἀναφορά τους ἐδῶ, χάριν συντομίας, δέν
σημαίνει ὅτι τίς ἀγνοοῦμε. Ἁπλῶς ἀναφερόμαστε στήν δεσπόζουσα καί κυριώτερη ἀπό
αὐτές θεωρία.
Πίσω ἀπό ὅλες τίς
αἱρέσεις ἐναντίον τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ κρύβονται
ἀρχαιοελληνικές, φιλοσοφικές δοξασίες - δόγματα, μεταμφιεσμένες μέ
χριστιανικούς ὅρους καί σχήματα ρητορικά, γιά νά πλανέψουν, ἄν εἶναι δυνατόν,
ὅλους τούς χριστιανούς, ἀκόμη καί τούς ἐκλεκτούς ἐξ αὐτῶν, καί νά τούς ὁδηγήσουν
στήν ἀπώλεια τῆς κολάσεως. Τόσο ἡ κατά γράμμα «θεωρία τῶν κλάδων», ὅσο καί ἡ
κατ’οὐσίαν, πού ἀναπτύξαμε παραπάνω, φανερώνει ὅτι εἶναι ἰδεολογία, φιλοσοφία,
ἀνθρώπινη ἐπινόηση, χωρίς ἴχνος φωτισμοῦ τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ καί δέν ἔχει
καμμία ἀπολύτως σχέση μέ τήν Ὀρθόδοξη θεολογία καί ἐκκλησιολογία.
Τόσο ὁ Πλατωνισμός -
Ὠριγενισμός, ὅσο καί ὁ Οἰκουμενισμός ἔχουν κοινά σημεῖα : 1) Τό αἱρετικό σχῆμα
«ΣΤΑΣΙΣ - ΚΙΝΗΣΙΣ - ΓΕΝΕΣΙΣ», 2) Τήν Μία, Καθολική Ἀλήθεια, καί 3) Τήν
πρωταρχική ἑνότητα τῶν ἰδεῶν ἤ ἐλλόγων ὄντων ἐν τῷ συναιωνίῳ μέ αὐτές Θεῷ
(Πλατωνισμός), τήν πρωταρχική ἑνότητα τῶν κλάδων (Οἰκουμενισμός), πού δέν
ἑδράζονται στό ἅγιο Πρόσωπο τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ Λόγου, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ,
διά τοῦ Ὁποίου ὁ Θεός Πατήρ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι δημιούργησε ἐκ τοῦ μή ὄντος ὅλο
τόν κόσμο, αἰσθητό καί νοερό, κινούμενος ἀπό ἀγάπη καί μόνο, ἐλεύθερα καί ὄχι
ἀναγκαστικά. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέχεται τό ἀντίθετο, ἀντίστροφο σχῆμα, δηλαδή
: «ΓΕΝΕΣΙΣ - ΚΙΝΗΣΙΣ - ΣΤΑΣΙΣ». Ἡ «στάσις» νοεῖται ἀεικίνητος ἐν τῷ Τριαδικῷ
Θεῷ μέσα στήν μόνη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τήν Ὀρθοδοξία[31].
Ὁ κόσμος πλάσθηκε ἀπό
τόν Τριαδικό Θεό. «Ὁ Πατήρ, διά
τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ποιεῖ τά πάντα», κινούμενος ἀπό
ἀγάπη, ὄχι ἀπό ἀνάγκη, ἐλεύθερα καί ἐρωτικά κινούμενος. Ἐξίσταται ἀπό τόν ἑαυτό
Του, θέλοντας νά καταστήσει κοινωνούς τῆς εἰρήνης, τῆς ἑνότητος, τοῦ θείου
ἔρωτος - ἀγάπης τά δεκτικά ἔρωτος - ἀγάπης κτίσματα - δημιουργήματα, πού
κινοῦνται ἀγαπητικά - ἐρωτικά πρός τόν ἐραστή Θεό καί ἑνώνονται μαζί Του. Ἡ
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέχεται τό ὀρθόδοξο σχῆμα δημιουργίας τοῦ κόσμου : «ΓΕΝΕΣΙΣ -
ΚΙΝΗΣΙΣ - ΣΤΑΣΙΣ»[32].
Ὁ κόσμος, νοερός καί
αἰσθητός, ὡς δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, εἶναι πολύ καλός, ἄριστος, «λίαν καλός», κατά τήν φύση. Κινεῖται
δέ φυσικῶς πρός τόν Θεό καί τέλος μένει, στέκεται ἐν κινήσει μέσα στόν ἄπειρο
(ἀπεριόριστο), ἀτελεύτητο (ἀτελείωτο), ἀΐδιο (πού δέν ἔχει ἀρχή οὔτε καί τέλος)
καί ἄναρχο Θεό, πού μεταμορφώνεται (ὁ κόσμος) «ἀπό δόξα σέ ἄλλη, πιό πλατειά καί ἀτελείωτη δόξα»[33] καί
λαμβάνοντας «χάριν ἀντί χάριτος»[34] (πού
παίρνει ἀπό τόν Θεό εὐλογία καί χάρη συνέχεια, πιό πλατειά καί ἀτελείωτη χάρη).
Μόνο οἱ διάβολοι καί οἱ ἀμετανόητοι ἄνθρωποι ἐλευθέρως δέν κινοῦνται πρός τόν
Θεό καί δέν μένουν, δέν στἐκονται ἐν Αὐτῷ (τῷ Θεῷ).
Ὁ κτιστός κόσμος δέν
μετέχει, δέν κοινωνεῖ μέ τήν ἄκτιστη οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μετέχει, κοινωνεῖ μέ
τίς ἄκτιστες, θεῖες, οὐσιώδεις ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Διότι, ἄν μετεῖχε, ἄν
κοινωνοῦσε μέ τήν ἄκτιστη οὐσία τοῦ Θεοῦ, θά γινόταν κατ’οὐσίαν Θεός. Ἆρα, θά
φθάναμε τότε στήν πολυθεΐα τῆς εἰδωλολατρικῆς ἀρχαιότητος, ἀφοῦ τά διάφορα
κτίσματα, ὁ κόσμος θά γίνονταν ὄλα κατ’οὐσίαν θεοί. Ὁ κόσμος μετέχει, κοινωνεῖ
μέ τίς ἄκτιστες, οὐσιώδεις ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καί ἔτσι ἁγιάζεται, σώζεται,
ἀσφαλίζεται καί ἑνώνεται μέ τήν ἄπειρη (ἀπερινόητη, ἀπεριόριστη) ἐλευθερία τοῦ
Θεοῦ. «Οὗ δέ τό Πνεῦμα Κυρίου,
ἐκεῖ ἐλευθερία»[35], ὅπου εἶναι τό Πνεῦμα τοῦ Κυρίου, ἐκεῖ
ὑπάρχει ἐλευθερία. Τό Πνεῦμα τοῦ Κυρίου ἀναπαύεται μόνο στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ἆρα, μόνο μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπάρχει ἀληθινή ἐλευθερία.
Ἄν, ὅμως, δεχθοῦμε
ὅτι οἱ ἄκτιστες, οὐσιώδεις ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστές καί δημιουργημένες,
τότε ὁ κόσμος, ἡ Δημιουργία δέν μπορεῖ νά ἑνωθεῖ μέ τόν ἄκτιστο, ἀδημιούργητο
Θεό, οὔτε μπορεῖ νά θεωθεῖ, οὔτε νά ἁγιασθεῖ, οὔτε νά μεταμορφωθεῖ, οὔτε μπορεῖ
νά ξεπεράσει τόν θάνατο, τήν ἁμαρτία, τά πάθη, τήν φθορά, οὔτε νά νικήσει τόν
διαβολο. Ἄν οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστές, ἄς γίνουν πρῶτα αὐτές
ἄκτιστες, θεϊκές καί οὐσιώδεις καί μετά ἄς ἔλθουν νά θεώσουν τόν κόσμο, πού
μένει, ἄν οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστές, ἐγκαταλελειμμένος στήν τύχη του,
ξένος καί ἀπερριμμένος στό σύμπαν, χωρίς ἐλευθερία, χωρίς ἑνότητα, χωρίς
σωτηρία καί χωρίς εἰρήνη. «Χάσμα
ἀδιάβατον» θά ὑπῆρχε μεταξύ Θεοῦ καί κόσμου. Ὅμως, οἱ ἐνέργειες τοῦ
Θεοῦ εἶναι ἄκτιστες, θεϊκές καί οὐσιώδεις.«Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν». Μποροῦμε νά ζήσουμε μέ χαρά,
εἰρήνη, ἀγάπη, ἑνότητα, σωζόμενοι μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διά τῶν ἀκτίστων,
θείων, οὐσιωδῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ[36].
Ὁ Παπισμός πιστεύει
ὅτι οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστές. Ἐπιμένει στό αἱρετικό αὐτό δόγμα ἀπό
τόν καιρό τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τόν δέκατο τέταρτο (14ο)
αἰῶνα μ.Χ. μέχρι σήμερα. Οἱ ἐν Κων/λει Σύνοδοι τῆς Ὀρθοδοξίας τά ἔτη 1341, 1347
καί 1351, πού ἀποτελοῦν τήν Ἐνάτη (Θ΄) Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδο, ἐδογμάτισαν
ὀρθοδόξως τήν πάντοτε καί παντοῦ πιστευομένη ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ἡ οὐσία
τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη καί θεία. Εἶναι ἑπομένως ἀκοινώνητη, ἀμέθεκτη καί
ἀπρόσιτη στόν κτιστό, δημιουργημένο κόσμο. Κοινωνητές, μεθεκτές καί προσιτές
στόν κτιστό κόσμο εἶναι οἱ ἄκτιστες, θεῖες καί οὐσιώδεις ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Ἡ
θεοπρεπής διάκριση (καί ὄχι διαχωρισμός, ὄχι διαμελισμός) ἐν τῷ Θεῷ οὐσίας καί
ἐνεργείας δέν εἰσάγει διθεΐα στόν Θεό, στήν Μονάδα ἐν Τριάδι.
Ὁ θεός τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ καί τοῦ Πλατωνισμοῦ - Ὠριγενισμοῦ εἶναι θεός τῆς ἰδεολογίας, θεός
τῆς φιλοσοφίας, ἀπρόσωπος, οὐσιαστικά γεμᾶτος μέ μῖσος καί ἀλαζονεία, ὄχι μέ
ἀγάπη καί ἀλήθεια. Εἶναι θεός τοῦ ὀρθολογισμοῦ, τῆς σχετικοκρατίας καί τοῦ
ἀνθρωποκεντρισμοῦ. Οὐσιαστικά, ὁ θεός τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τοῦ Πλατωνισμοῦ -
Ὠριγενισμοῦ εἶναι ὁ πεπτωκώς, ἐμπαθής, ἁμαρτωλός, ἀμεταμόρφωτος ἄνθρωπος, ὁ
παντοδύναμος τάχα, ὁ αὐτονομημένος, αὐτοδικαιωμένος, αὐτοερωτευμένος,
αὐτοειδωλοποιημένος, ἀλάθητος, τάχα ἄνθρωπος, πού πιστεύει στήν λογική του καί
στίς σκέψεις, στήν φιλοσοφία, ἐπιστήμη, τέχνη, παιδεία, πολιτική, ψυχολογία,
ἰδεολογική καί ὑλιστική ἀντιμετώπιση τοῦ κόσμου. Δηλαδή, σχετικοποιεῖ τό
Ἀπόλυτο, τόν Τριαδικό Θεό, τόν Ὄντως Ὄντα, καί ἀπολυτοποιεῖ τό σχετικό, δηλαδή
τόν ἑαυτό του καί ὅλα τά περί αὐτόν καί ἐν αὐτῷ, τόν κόσμο καί τόν διάβολο.
Ἔχει ὡς δόγμα τό ρητό«πάντων χρημάτων
μέτρον ἄνθρωπος», ἐνῶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πιστεύει ὅτι «πάντων χρημάτων μέτρον ὁ Θεάνθρωπος»,
ὁ Ἰησοῦς Χριστός.
Ὁ Οἰκουμενισμός καί ὁ
Πλατωνισμός - Ὠριγενισμός εἶναι ἀνθρωποκεντρικός, ἐνῶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι
θεανθρωποκεντρική[37].
Ὁ Οἰκουμενισμός καί ὁ
Πλατωνισμός - Ὠριγενισμός ἀρνοῦνται ὅτι :
α) μόνο μέσα στήν
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπάρχει ἡ πλήρης, τελεία καί μόνο Μία, Καθολική Ἀλήθεια, ὁ
ὅλος Χριστός, ἡ Αὐτοαλήθεια[38],
β) μόνο ἡ
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει τήν ἀδιάκοπη, συνεχῆ, κανονική διαδοχή ἐπισκόπων, τήν
συνέχεια τῆς ὀρθῆς πίστεως καί ζωῆς. Ἀρνοῦνται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ
μόνη συνέχεια τῆς Μιᾶς, ἀρχαίας καί ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας τῶν πρώτων
χριστιανικῶν αἰώνων,
γ) οἱ κατά τά ἄλλα
συμπαθεῖς αἱρετικοί Μονοφυσῖτες - Ἀντιχαλκηδόνιοι, Παπικοί - Λατῖνοι,
Προτεστάντες καί Ἀγγλικανοί, Πεντηκοστιανοί, ἔφυγαν ἐλεύθερα, χωρίς καταπίεση,
ἀπεκόπησαν ἀπό τό Ἅγιο Σῶμα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἐξ αἰτίας τῆς κακῆς,
αἱρετικῆς γνώμης, πίστεως καί προαιρέσεώς τους. Οἱ αἱρετικοί δέν κατέχουν ὁ καθένας
καί ἡ κάθε αἵρεση μέρος τῆς κατ’αὐτούς «κατακερματισμένης» Μιᾶς, Καθολικῆς
Ἀληθείας καί Ἀγάπης, ἀλλά πιστεύουν μέν στόν Χριστό, ὄχι ὅμως ὀρθόδοξα.
Ἀναιροῦν καί ἀπορρίπτουν τήν Μία, Καθολική Ἀλήθεια καί Ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί τό
Σῶμα Του, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἄν θέλουν νά ἀποκτήσουν τήν Ἀλήθεια καί τήν
Ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί τήν πρωταρχική ἑνότητα ἐν τῷ Θεανθρωπίνῳ Χριστῷ οἱ
αἱρετικοί, ἄς μετανοήσουν καί ἄς ἐπιστρέψουν στήν μόνη καί Μία, Ἀληθινή
Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τήν Ὀρθοδοξία. Δέν σώζει τούς αἰρετικούς ἡ ἀθροιστική
ποσοτική συνένωση καί ἡ κοινωνική ἐπίπεδη συνύπαρξη, ἡ κοσμική εἰρήνη. «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τήν ἐμήν
δίδωμι ὑμῖν˙ οὐ καθώς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγώ δίδωμι ὑμῖν»[39],
εἰρήνη σᾶς ἀφήνω, τήν δική μου εἰρήνη σᾶς δίνω˙ δέν σᾶς δίνω ἐγώ εἰρήνη, ὅπως
δίνει ὁ κόσμος, λέγει ὁ Εἰρήναρχος Ἰησοῦς Χριστός. Καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ
Θεολόγος θεοπνεύστως λέγει :«Κρείσσων
γάρ ἐπαινετός πόλεμος, εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ», ἐπαινοῦμε,
δεχόμαστε καλύτερα πόλεμο, παρά εἰρήνη, πού μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Θεό[40].
Βέβαια, ἐδῶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὅταν λέγει ὅτι προτιμᾶ τόν πόλεμο, δέν
ἐννοεῖ οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί νά παίρνουν τά ὅπλα καί νά σκοτώνουν καί νά
βασανίζουν καί νά βρίζουν τούς μή ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι δέν θέλουν νά πεισθοῦν
ὅτι μόνο ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει τήν Ἀλήθεια, τήν Εἰρήνη, τήν Ἀγάπη, τήν Ἑνότητα.
Ἐννοεῖ ὅτι πρέπει νά μήν κάνουμε παραχωρήσεις καί ὑποχωρήσεις σέ θέματα
ὀρθοδόξου πίστεως, ζωῆς, λατρείας καί ὀρθοδόξου διοικήσεως, ὅταν οἱ αἱρετικοί,
οἱ εἰδωλολάτρες καί οἱ ἄθεοι μᾶς πιέζουν νά κάνουμε. Πρέπει νά ἀντιστεκόμαστε.
Καί ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης λέγει σέ μιά ἐπιστολή του τό ἑξῆς : «Τό κύριο ἔργο τοῦ ὀρθοδόξου χριστιανοῦ καί
μοναχοῦ εἶναι νά μήν ἀνέχεται νά καινοτομεῖται ἡ ὀρθόδοξη πίστη καί τό ἅγιο
Εὐαγγέλιο, ἡ Ἁγία Γραφή, τά κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων καί οἱ θεόπνευστες
ἀποφάσεις τῶν ἁγίων Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων».
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία,
ἀληθεύουσα ἐν ἀγάπῃ καί ἀγαπῶντας ἐν ἀληθείᾳ, προσεύχεται ὡς ἑξῆς : Τριαδικέ
Θεέ μας, «τούς πεπλανημένους
ἐπανάγαγε καί σύναψον τῇ Ἁγίᾳ σου καί Καθολική (Ὀρθόδοξη) καί Ἀποστολικῇ
Ἐκκλησίᾳ»[41]. Δηλαδή, Τριαδικέ Θεέ μας, τούς ἀμετανοήτους,
τούς σχισματικούς καί τούς αἱρετικούς ξαναφέρε τους μέσα στήν ποίμνη σου, στήν
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἔξω ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σωτηρία, ἑνότητα, ἀλήθεια,
ἀγάπη καί θέωση δέν ὑπάρχουν.
Ἐμεῖς, ὡς Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία, ὡς Σῶμα Χριστοῦ, ἀπερρίψαμε καί καταδικάσαμε ὡς αἵρεση τόν Πλατωνισμό
- Ὠριγενισμό στίς Ε΄ (5η) καί ΣΤ΄ (6η) Ἁγίες καί
Οἰκουμενικές Συνόδους τό 553 μ.Χ. καί 680-681 μ.Χ. ἀντιστοίχως, πού
συγκροτήθηκαν στήν Κω/λη.
«… ΙΑ΄. Εἴ τις μή ἀναθεματίζει Ἄρειον, Εὐνόμιον, Μακεδόνιον,
Ἀπολλινάριον, Νεστόριον, Εὐτυχέα καί Ὠριγένην, μετά τῶν ἀσεβῶν αὐτῶν
συγγραμμάτων καί τούς ἄλλους πάντας αἱρετικούς, τούς κατακριθέντας καί
ἀναθεματισθέντας ὑπό τῆς Ἁγίας, Καθολικῆς (ὀρθοδόξου) καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας
καί τῶν προειρημένων αἱρετικῶν φρονήσαντας ἤ φρονοῦντας καί μέχρι τέλους τῇ
οἰκείᾳ ἀσεβείᾳ ἐμμείναντας˙ ὁ τοιοῦτος ἀνάθεμα ἔστω»[42].
«… Ὅθεν ἡ καθ’ἡμᾶς Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος τήν ἀπό τινων καί ᾧδε
χρόνων τῆς δυσσεβείας πλάνην πόρρωθεν ἀπελάσασα καί τῇ τῶν ἁγίων καί ἐγκρίτων
πατέρων ἀπλανῶς εὐθείᾳ τρίβῳ κατακολουθήσασα, ταῖς ἁγίαις καί οἰκουμενικαῖς
πέντε Συνόδους ἐν ἅπασιν εὐσεβῶς συνεφώνησε… πρός τούτοις καί τῇ τελευταίᾳ
τούτων πέμπτῃ ἁγίᾳ Συνόδῳ, τῇ ἐνταῦθα συναθροισθείσῃ κατά Θεοδώρου τοῦ
Μοψουεστίας, Ὠριγένους, Διδύμου καί Εὐαγρίου… ἀκαινοτόμητα μέν πᾶσι τά τῆς
εὐσεβείας ἀνανεωσαμένη θεσπίσματα, τά βέβηλα δέ τῆς δυσσεβείας ἐκδιώξασα
δόγματα… καί ἡ καθ’ἡμᾶς Ἁγία καί Οἰκουμενική θεοπνεύστως ἐπεσφράγισε Σύνοδος»[43].
Ἑπομένως,
ἀπορρίπτουμε καί καταδικάζουμε ὡς αἵρεση καί τόν Οἰκουμενισμό, πού εἶναι σάρκα
ἀπό τήν σάρκα (σάρξ ἐκ τῆς σαρκός) τοῦ Πλατωνισμοῦ - Ὠριγενισμοῦ.
Ὁ ὅσιος, νέος
ὁμολογητής καί θεολόγος, Σέρβος ὀρθόδοξος ἀρχιμανδρίτης πατήρ Ἰουστῖνος
Πόποβιτς χαρακτήρισε τόν Οἰκουμενισμό ὡς παναίρεση[44].
Ὁ μακαριστός πατήρ
Δημήτριος Στανιλοάε, ὀρθόδοξος Ρουμᾶνος θεολόγος καί νέος ὁμολογητής τῆς
Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἔγραψε περίπου τά ἑξῆς : «Ἄν θέλουμε ἕνα ὀρθόδοξο Οἰκουμενισμό, σύμφωνο μέ τήν ἁγία Παράδοση καί
τούς ἁγίους Πατέρες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πρέπει αὐτός νά ἔχει τρεῖς
θεολογικές καί ἐκκλησιολογικές προϋποθέσεις : α) ἑνότητα μέσα στήν Ὀρθόδοξη
πίστη, β) ἑνότητα μέσα στήν Ὀρθόδοξη λατρεία, καί γ) ἑνότητα μέσα στήν Ὀρθόδοξη
διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας»[45].
Ὁ δέ μακαριστός πατήρ
Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ὀρθόδοξος Ρῶσσος θεολόγος καί νέος ὁμολογητής τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας, ἔγραψε ἀκριβῶς τά ἑξῆς σημαντικά θεολογικά - ἐκκλησιολογικά λόγια : «Σάν μέλος καί ἱερεύς τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας πιστεύω ὅτι ἡ Ἐκκλησία, μέσα στήν ὁποία βαπτίσθηκα καί ἀνατράφηκα,
εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία, ἡ μόνη ἀληθινή Ἐκκλησία… Ἡ ἕνωση τῶν
χριστιανῶν γιά μένα σημαίνει ἀκριβῶς τήν παγκόσμια ἐπιστροφή στήν Ὀρθοδοξία.
Δέν ἔχω καμμία ἀπολύτως ὁμολογιακή πεποίθηση. Ἡ πεποίθησή μου ἀνήκει
ἀποκλειστικά στήν Una Sancta (Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία)»[46].
Β΄ ΜΕΡΟΣ
Ὁ
Παλαιοημερολογιτισμός - Ζηλωτισμός καί ὁ Προτεσταντισμός
Ἐρχόμαστε τώρα στίς
σχέσεις τοῦ Παλαιοημερολογιτισμοῦ - Ζηλωτισμοῦ πρός τόν Προτεσταντισμό.
Ὁ αἱρετικός
Προτεσταντισμός ἐπαναστάτησε ἐναντίον τῶν καινοτομιῶν, παραποιήσεων καί
ἐγκοσμιοκρατίας τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ, ἰδίως κατά τοῦ πρωτείου καί τοῦ
ἀλαθήτου τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης, ἀπορρίπτοντας μαζί μέ τίς αἱρέσεις αὐτές καί ὅλη
τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας τῆς καθ’ἡμᾶς Ἀνατολῆς. Ἔτσι, κάθε
Προτεστάντης ἀνακηρύχθηκε πρῶτος καί ἀλάθητος Πάπας. Ἀποτέλεσμα αὐτοῦ ἦταν καί
εἶναι ὁ κατακερματισμός τοῦ Προτεσταντισμοῦ σέ χίλιες-δυό παραφυάδες καί
αἱρετικές ὁμάδες. Ποιός ἆραγε ἔχει ἀπό ὅλους αὐτούς τήν μόνη καί Μία, Καθολική
Ἀλήθεια; Κανείς ἀπό αὐτούς. Μόνο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει τήν Μία, Ἁγία,
Καθολική καί Ἀποστολική Παράδοση, Ζωή, Πολιτισμό, Θεολογία, Πνευματικότητα,
Ἀλήθεια καί Ἀγάπη. «Μεμέρισται ὁ
Χριστός»[47]; Μήπως ἔχει μοιρασθεῖ, κομματιαστεῖ,
κατακερματιστεῖ ὁ Χριστός;
Τόν τελευταῖο αἰώνα
ἄρχισε νά λαμβάνει συγκεκριμένη μορφή στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας μία
νεωτεριστική τάση, στοιχεῖα τῆς ὁποίας παρατηροῦνταν καί παλαιότερα, καί μία
ἔντονη προσπάθεια προσεγγίσεως διαφόρων αἱρετικῶν. Μία ἀπό τίς πολλές
παραφωνίες, πού σημειώθηκαν, ἦταν καί ἡ διόρθωση τοῦ ἡμερολογίου (1923-1924), ἡ
ὁποία ἀποτέλεσε καί τήν ἀφορμή τῆς ἀποσχίσεως τῶν Ζηλωτῶν ἀπό τήν Ἐκκλησία. Θά
ἦταν βεβαίως εὐχῆς ἔργον νά εἶχε μείνει ἀναλλοίωτο τό ἡμερολόγιο καί ὅλοι οἱ
Ὀρθόδοξοι νά ἑορτάζουμε ἑνωμένοι.
Στό σημεῖο αὐτό
ὀφείλουμε νά τονίσουμε ὅτι ἡ ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου, πού ἐπιβλήθηκε ἀπό τόν
αἱρεσιάρχη πάπα Ρώμης Γρηγόριο, γιά νά διασπασθοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι, ἦταν ἕνα ἀπό
τά πρῶτα βήματα ἐφαρμογῆς τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί ὅτι τό σωστό
ἡμερολόγιο εἶναι τό παλαιό. Παρ'όλ'αὐτά ἡ ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου δέν εἶναι θέμα
πίστεως καί δόγματος, ὅπως κακῶς θεωροῦν οἱ Ζηλωτές, ἀλλά ἁπλῶς εἶναι θέμα
χρόνου. Τόν Θεό δέν τόν ἐνδιαφέρει ὁ χρόνος, ἄν ἑορτάζουμε δεκατρεῖς ἡμέρες
μπροστά ἤ πίσω, γιατί Αὐτός εἶναι ὑπεράνω χρόνου, ὑπέρχρονος. Σέ μία εὐχή τῆς
Ἐκκλησίας λέμε : «Ὁ ἐν παντί
καιρῶ καί πάσῃ ὥρα προσκυνούμενος καί δοξαζόμενος Χριστός ὁ Θεός…».
Γι'αὐτό καί ὁ θεῖος Χρυσόστομος στόν λόγο του «εἰς τούς τά πρῶτα Πάσχα νηστεύοντας» λέγει˙ «Χρόνων ἀκρίβειαν καί ἡμερῶν παρατήρησιν δέν
ἠξεύρει ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία. Ἐπειδή ὅσαις φοραῖς τρώγει τόν ζωοποιόν ἄρτον
τοῦτον καί τό ποτήριον τοῦτο πίνει, καταγγέλλει τόν θάνατον τοῦ Κυρίου καί
Πάσχα ἐπιτελεῖ»[48].
Ἑπομένως, τό σχίσμα
τῶν Ζηλωτῶν δέν εἶναι θέμα ἡμερολογίου, ἀλλά εἶναι θέμα ἐκκλησιαστικῆς
κοινωνίας. Καί ὅταν λέμε ἐκκλησιαστική κοινωνία ἐννοοῦμε τήν ἑνότητα στήν
πίστη, στή λατρεία, στή διοίκηση καί στό κοινό ποτήριο. Μέ τούς Ζηλωτές ἡ
Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν ἔχει ἐκκλησιαστική κοινωνία, δηλαδή ἑνότητα διοικήσεως
καί κοινοῦ ποτηρίου.
Οἱ Ζηλωτές κατηγοροῦν
τούς νεοημερολογίτες, ἐπειδή ἀκολουθοῦν τό νέο γρηγοριανό ἡμερολόγιο, τό ὁποῖο
ἔφτιαξε ὁ αἱρετικός πάπας Ρώμης Γρηγόριος. Ὅμως, καί το παλαιό ἰουλιανό
ἡμερολόγιο δέν τό ἔφτιαξε κάποιος ὀρθόδοξος, ἀλλά ἕνας εἰδωλολάτρης, ὁ
Ἰουλιανός.
Ἄρα, ὁ
Παλαιοημερολογιτισμός - Ζηλωτισμός ἐμφανίστηκε ὡς κίνημα, ἔπειτα ἀπό τήν
βεβιασμένη, ἀψυχολόγητη καί ἀθεολογητη-ἀδιάκριτη ἐφαρμογή τοῦ νέου ἡμερολογίου
στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί στά Πατριαρχεία
Ἀντιοχείας, Ἀλεξανδρείας, Ρουμανίας καί στήν Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Κύπρου ἀπό
τό 1924 μ.Χ. καί μετέπειτα σταδιακά. Δημιουργήθηκε σχῖσμα, πού προκλήθηκε ἀπό
τήν ἀντίδραση ὁρισμένων ὀρθοδόξων χριστιανῶν στό κίνημα τοῦ παναιρετικοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Σήμερα ὑπάρχουν δώδεκα-δεκατρεῖς περίπου παλαιοημερολογιτικές παρατάξεις,
ἀλληλοαφορισμένες καί ἀλληλοαναθεματισμένες συνοδικῶς μεταξύ τους. Ποιά ἀπό
αὐτές κατέχει τήν μόνη, Μία, Καθολική Ἀλήθεια; Καμμία ἀπό αὐτές.
Ἐπιπροσθέτως,
ἐπισημαίνουμε ὅτι : α) ὅσοι ἀκολουθοῦν τόν Ζηλωτικό Παλαιοημερολογιτισμό ἔχουν
ἀποστεῖ τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας καί ἔχουν ἐκπέσει στόν χῶρο τοῦ περιπαίγματος
τοῦ ἀλάστορος ἐχθροῦ, β) ἐκτός τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας δέν ὑφίσταται καί δέν
λειτουργεῖ ἡ Ζωοποιός Χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος, γ) δέν εἶναι δυνατόν ἡ Θεία
Χάρις καί ὁ Τρισυπόστατος Θεός τῆς ἀληθείας, τῆς ἁρμονίας καί τῆς ἑνότητος νά
ἀναπαύεται μέ τήν πολυδιάσπαση καί τόν πολυκερματισμό τῶν παρατάξεων τῶν
«Γ.Ο.Χ.», οἱ ὁποῖες δέν ἔχουν καμμία κοινωνία μεταξύ τους, ἐνῶ κύριο
χαρακτηριστικό τους εἶναι ἡ σχάση, δ) ὅσοι ἀπό τούς Ζηλωτές Παλαιοημερολογίτες
ὑποστηρίζουν πώς ἔχουν τήν Ἱερωσύνη ἀπό τή Ρωσική Διασπορά, φαίνεται ὅτι
ἀγνοοῦν τίς προβλέψεις τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ε) ὑπάρχουν πολλά στοιχεῖα, ἀπό τά
ὁποία προκύπτει ὅτι καθηρημένοι κληρικοί τῆς Ἐκκλησίας, ἐξ αἰτίας ἠθικῶν καί
ἄλλων παραπτωμάτων, κατέφυγαν στίς παρατάξεις τοῦ Ζηλωτικοῦ
Παλαιοημερολογιτισμοῦ, ὅπου ἐκεῖ «χειροτονήθηκαν» καί προήχθησαν σέ ἀνώτατα
ἐκκλησιαστικά ἀξιώματα, καί στ) οἱ ἐκτός Ἐκκλησίας τελοῦντες Ζηλωτές
Παλαιοημερολογίτες βρίσκονται σέ πλάνη, γι'αὐτό εἶναι ἀναγκαία ἡ ἀνάνηψη, ἡ
μετάνοια καί ἡ ἐπιστροφή τους στούς κόλπους τῆς σωστικῆς κιβωτοῦ, τῆς Μιᾶς,
Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας[49].
Γιά ὅλ’ἀὐτά θεωροῦμε
ὅτι, ὅποιος προσχωρεῖ στό σχίσμα τῶν Ζηλωτῶν, γιά νά πολεμήσει τόν
συγκρητιστικό Οἰκουμενισμό, διαπράττει σοβαρό σφάλμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, τοῦ
ἑαυτοῦ του καί ἰδίως τῶν ὑγιῶς ἀγωνιζομένων κατά τοῦ συγκρητιστικοῦ
Οἰκουμενισμοῦ, πού ἔχουν ἀνάγκη ἐνισχύσεως. Μήν ξεχνᾶμε ἄλλωστε ὅτι, σύμφωνα μέ
τόν μακαριστό γέροντα ἀρχιμανδρίτη πατέρα Ἐπιφάνιο Θεοδωρόπουλο, Οἰκουμενισμός
καί Ζηλωτισμός εἶναι τά δύο ἄκρα. Ἡ Ὀρθοδοξία βρίσκεται εἰς τό μέσον, πορεύεται
τήν μέση καί βασιλική ὁδό, χωρίς νά ἀσπάζεται τίς ὑπερβολές καί τα ἄκρα.
Τά κοινά σημεῖα τοῦ
Προτεσταντισμοῦ καί τοῦ Παλαιοημερολογιτισμοῦ - Ζηλωτισμοῦ εἶναι :
α) Καί τά δύο αὐτά
κινήματα-σχίσματα-αἱρέσεις γεννήθηκαν ἀπό μία στεῖρα, ἀδιάκριτη, ἐμπαθῆ
ἀντίδραση, τυφλωμένη ἀπό μῖσος, ἐναντίον ὁρισμένων ἐκτροπῶν, θεολογικῶν καί
ἐκκλησιολογικῶν. Ἴσως, ἄν ὁ Παπισμός καί ὁ Οἰκουμενισμός δέν ἐμφανίζονταν, δέν
θά ὑπῆρχαν ὁ Προτεσταντισμός καί ὁ Ζηλωτισμός. «Οὐαί δι’οὗ τό σκάνδαλον ἔρχεται»[50].
β) Καί τά δύο αὐτά
κινήματα-σχίσματα-αἱρέσεις δίνουν τό δικαίωμα στούς ὀπαδούς τους νά εἶναι πρῶτοι
καί ἀλάθητοι Πάπες καί μέ τό παραμικρό νά ἀναθεματίζουν καί ἀφορίζουν τούς
πάντες καί τά πάντα.
γ) Καί τά δύο αὐτά
κινήματα-σχίσματα-αἱρέσεις βλασφημοῦν κατ’ούσίαν τό Πανάγιον Πνεῦμα, τό Ὁποῖο
ἀναπαύεται μόνο στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Λέγει ὁ Χριστός : «Διά τοῦτο σᾶς λέγω, κάθε ἁμαρτία καί
βλασφημία θά συγχωρηθεῖ στούς ἀνθρώπους, ἡ βλασφημία, ὅμως, κατά τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος δέν θά συγχωρηθεῖ στούς ἀνθρώπους. Ὅποιος πεῖ λόγο ἐναντίον τοῦ Υἱοῦ
τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, θά συγχωρηθεῖ˙ ἀλλά, ὅποιος μιλήσει ἐναντίον
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δέν θά συγχωρηθεῖ οὔτε σέ τοῦτον τόν αἰῶνα, οὔτε στόν
μέλλοντα»[51].
Ἐλπίζουμε ὅτι ἡ
ἐπισήμανση τῶν πιό πάνω ἀναφερομένων κινδύνων καί πειρασμῶν θά προκαλέσει κατά
Θεόν ἀνησυχία τόσο στούς Ἀρχιερεῖς, Ἱερεῖς, Διακόνους καί Μοναχούς, ὅσο καί
στόν εὑρύτερο χῶρο τῶν λαϊκῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν, καί θά θέσει ἐρωτηματικά
καί προβλήματα, πού θεολογικῶς καί ἐκκλησιολογικῶς χρειάζονται λύση ἐπείγουσα
καί ριζική, διότι τά γεγονότα προχωροῦν πρός μία ψευδῆ ἕνωση τῶν αἱρετικῶν καί
πεπλανημένων μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπό τή μία καί ἀπό τήν ἄλλη πρός μία
παραταξιοποίηση παλαιοημερολογιτική - ζηλωτική, χωρίς ὀρθόδοξες προϋποθέσεις. Ἡ
σωτηρία τῶν ψυχῶν μας κινδυνεύει, διακυβεύεται.
«Μετανοεῖτε˙ ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν»[52]. Μετανοεῖτε, ἀλλάξτε ριζικά τρόπο ζωῆς, σκέψεως καί πολιτισμοῦ, διότι
πλησίασε ἡ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Ἀγρυπνεῖτε, λοιπόν,
προσευχόμενοι πάντοτε, γιά νά καταξιωθεῖτε νά ἀποφύγετε ὅλα αὐτά, πού μέλλουν,
πρόκειται νά γίνουν, καί νά σταθεῖτε ἐμπρός στόν Υἱό τοῦ ἀνθρώπου, τόν Χριστό[53],
ἀκατάκριτοι, καθαροί, ἄσπιλοι καί ἀμόλυντοι ἀπό αἱρέσεις, σχίσματα, πάθη,
φιλαυτία, ἁμαρτίες καί κοσμικό φρόνημα.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Πρέπει, τέλος, νά
διευκρινήσουμε ὅτι, ἄν ἕνας ὀρθόδοξος χριστιανός ἤ μία ὁμάδα - κοινότητα
ὀρθοδόξων χριστιανῶν δέν ἔχει τίς ἀκόλουθες θεολογικές καί ἐκκλησιολογικές
προϋποθέσεις, δέν μπορεῖ, δέν τοῦ ἐπιτρέπεται νά λέγει ὅτι ἀκολουθεῖ τήν γραμμή
καί τό πνεῦμα τῶν ἁγίων Προφητῶν, Δικαίων, Ἀποστόλων, Μαρτύρων καί Πατέρων τῆς
Ὀρθοδοξίας, εἴτε Οἰκουμενιστές, εἴτε Παλαιοημερολογῖτες - Ζηλωτές λέγονται.
Οὔτε θά ἐπιτρέψει ὁ πιστός κλῆρος καί λαός τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ
νά ἐπιβληθεῖ ἡ μία ἤ ἡ ἄλλη ὁμάδα - κοινότητα στήν ὅλη Ἐκκλησία, ἀφοῦ, σύμφωνα
μέ τήν Ἐγκύκλιο τῶν τεσσάρων Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τοῦ 1848 μ.Χ.[54],
ὁ φύλακας τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως εἶναι ὁ πιστός λαός τοῦ Θεοῦ.
Ἕνας ὀρθόδοξος
χριστιανός ἤ μία ὁμάδα - κοινότητα ὀρθοδόξων χριστιανῶν πρέπει :
α) Νά δέχεται, νά
πιστεύει καί νά ζεῖ συνειδητά τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας τῆς καθ’ἡμᾶς
Ἀνατολῆς, ὡς τήν μόνη, τελεία καί πλήρη Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική
Ἀλήθεια καί Ἀγάπη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
β) Νά ἔχει μετάνοια,
κάθαρση, φωτισμό καί ἔλλαμψη τοῦ θείου φωτός (θέωση), πρακτική φιλοσοφία,
φυσική θεωρία καί μυστική θεολογία (ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής), σύμφωνα μέ τό
μέτρο τῶν πνευματικῶν του δυνάμεων, καί νά μήν αὐτοδικαιώνεται, οὔτε νά ἔχει «ζῆλον οὐ κατ’ἐπίγνωσιν»[55],
ζῆλο Θεοῦ, ἀλλά ὄχι μέ ἐπίγνωση.
γ) Νά ἔχει «τήν μείζονα πασῶν τῶν ἀρετῶν διάκρισιν»,
γιά νά διακρίνει, ἄν τά πνεύματα εἶναι ἐκ Θεοῦ ἤ ἐκ τοῦ διαβόλου[56].
Ἄν δέν ἔχει διάκριση, νά κάνει τελεία ὑπακοή σέ ἅγιο, διακριτικό πνευματικό
πατέρα, πού νά ἀνήκει στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Πνευματική διάκριση
σημαίνει ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἀλάνθαστη αἴσθηση τοῦ ὄντως ἀγαθοῦ καί
ἱκανότητα στό νά φωτίζει τά σκοτεινά σημεῖα τῶν ἄλλων ἀνθρώπων[57].
δ) Νά πιστεύει ὅτι
τόσο ὁ Οἰκουμενισμός, ὅσο καί ὁ Παλαιοημερολογιτισμός - Ζηλωτισμός, εἶναι
ἰδεολογίες, ἀνθρώπινα κατασκευάσματα, πού δέν ἐκφράζουν τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία[58],
ἡ ὁποία εἶναι ἡ μόνη ἀληθεύουσα ἐν ἀγάπῃ καί ἀγαπῶσα ἐν ἀληθείᾳ Ἐκκλησία.
ε) Νά εἶναι ἀντίθετος
καί νά καταδικάζει τήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης τοῦ Ἰουνίου 2016.
στ) Νά φροντίζει, διά
τῆς προσευχῆς καί ὑπόλοιπης μυστικῆς, μυστηριακῆς, πνευματικῆς ζωῆς καί τῆς
ἱεραποστολικῆς δράσεως, νά εἰρηνοποιεῖ καί νά ἑνώνει τούς ἀγωνιζομένους πιστούς
ὀρθοδόξους χριστιανούς στήν Μία Ἐκκλησία, στήν Ὀρθοδοξία.
ζ) Νά βασίζει τήν
ποιμαντική διακονία καί ὀρθόδοξη κατήχηση στούς Ἱερούς Κανόνες τῶν Ἁγίων
Ἀποστόλων, Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων καί μέ πνευματική διάκριση νά τούς
ἐφαρμόζει πρός σωτηρίαν ψυχῶν καί σωμάτων.
η) Νά μήν
συμβιβάζεται σέ θέματα πίστεως καί νά ἀγωνίζεται κατά τῶν αἱρέσεων μέ
φιλάνθρωπη αὐστηρότητα. Νά εὐαγγελίζεται τόν λόγο τοῦ Θεοῦ στούς αἱρετικούς,
εἰδωλολάτρες καί ἀθέους καί νά ἀγωνίζεται νά τούς φέρει σέ ἐπίγνωση καί
μετάνοια. Καί τέλος νά τούς κάνει ζωντανά μέλη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἄν τό
θέλουν, ἐλεύθερα καί ἀγαπητικά, σεβόμενος τήν ἐλευθερία τους.
Μόνο ἄν ἔχουν οἱ
ὀρθόδοξοι χριστιανοί αὐτές τίς προϋποθέσεις, μποροῦν νά καυχῶνται ὅτι
ἀκολουθοῦν ὅλους τούς Ἁγίους, ἰδίως τούς : Μεγάλο Ἀθανάσιο Ἀλεξανδρείας, Ὅσιο
Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, Ὅσιο Θεόδωρο Στουδίτη, Ὅσιο Ἰωάννη Δαμασκηνό, Μεγάλο
Φώτιο, Μεγάλο Βασίλειο, ἅγιο Γρηγόριο Θεολόγο, ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο, ἅγιο
Γρηγόριο Παλαμᾶ, Ὅσιο Νικόδημο Ἁγιορείτη, ἅγιο Μᾶρκο Ἐφέσου τόν Εὐγενικό, Ὅσιο
Ἰουστῖνο Πόποβιτς καί Ὅσιο Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη.
Οἱ Ὀρθόδοξοι κληρικοί
δύνανται νά διακόπτουν τήν μνημόνευση μόνο τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου τους καί τήν
κοινωνία μέ αἰρετικούς, οἰκουμενιστές Ἱεράρχες καί «Συνόδους», ὅταν αὐτοί «μεταίρουν ὅρια αἰώνια, ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες
ἡμῶν» καί κηρύττουν παρρησίᾳ, δημοσίᾳ καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ
ἐπ’Ἐκκλησίαις κάποια αἵρεση, πού εἶναι κατεγνωσμένη ἀπό ἅγιες Συνόδους ἤ ἀπό
Πατέρες, σύμφωνα μέ τόν 15ο Ἱερό Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας (ΑΒ΄)
Συνόδου, ἐπί Μεγάλου Φωτίου[59].
Σύμφωνα μέ τόν ἴδιο
Κανόνα, ὁ ἱερεύς, πού διακόπτει τήν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ οἰκείου
Ἀρχιερέως γιά λόγους πίστεως, δέν θά πρέπει νά κατηγορηθεῖ ὡς σχισματικός καί
ὑπαίτιος σχίσματος στήν Ἐκκλησία, οὔτε ὅτι εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας. Ἀντιθέτως,
εἶναι ἄξιος ἐπαίνου, διότι γλίτωσε τήν Ἐκκλησία ἀπό τό σχίσμα, πού προκαλοῦν οἱ
ψευδεπίσκοποι καί ψευδοδιδάσκαλοι μέ τήν ἔργῳ καί λόγῳ κήρυξη τῆς αἱρέσεως.
Ὁ ιε΄ Ἱερός Κανών τῆς
ΑΒ΄ Συνόδου ἐπί ἁγίου Φωτίου τοῦ Μεγάλου Πατριάρχου Κων/λεως (861 μ.Χ.) διορίζει
ἐπακριβῶς ὅτι : «Τά ὁρισθέντα
περί πρεσβυτέρων καί Ἐπισκόπων καί Μητροπολιτῶν πολλῷ μᾶλλον ἐπί Πατριαρχῶν
ἁρμόζει. Ὥστε εἴ τις Πρεσβύτερος ἤ Ἐπίσκοπος, ἤ Μητροπολίτης τολμήσοι ἀποστῆναι
τῆς πρός τόν οἰκεῖον Πατριάρχην κοινωνίας, καί μή ἀναφέροι τό ὄνομα αὐτοῦ κατά
τό ὡρισμένον καί τεταγμένον, ἐν τῆ θείᾳ Μυσταγωγίᾳ, ἀλλά πρό ἐμφανείας
συνοδικῆς καί τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως σχίσμα ποιήσοι· τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία
Σύνοδος πάσης ἱερατείας παντελῶς ἀλλότριον εἶναι εἴ μόνον ἐλεγχθείη τοῦτο παρανομήσας.
Καί ταῦτα μέν ἐσφράγισταί τε καί ὥρισται περί τῶν προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν
οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων, καί σχίσμα ποιούντων καί τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας
διασπώντων. Οἱ γάρ δι’ αἵρεσίν τινα παρά τῶν ἁγίων Συνόδων, ἤ Πατέρων,
κατεγνωσμένην, τῆς πρός τόν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτούς διαστέλλοντες, ἐκείνου
δηλονότι τήν αἵρεσιν δημοσίᾳ κηρύττοντος, καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας
διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται πρό
συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς τῆς προς τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας
ἀποτειχίζοντες, ἀλλά καί τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ
γάρ Ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καί οὐ
σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν
ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι».
Ὁ ἅγιος
Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἑρμηνεύοντας τόν παραπάνω Ἱερό Κανόνα, ἀναφέρει :«Ἑκεῖνα ὁποῦ οἱ ἀνωτέρω Κανόνες (ιγ’ καί
ιδ’) ἐδιώρισαν περί Ἐπισκόπων καί Μητροπολιτῶν, τά αὐτά διορίζει, καί πολλῶ
μᾶλλον, ὁ παρών Κανών, περί Πατριαρχῶν, λέγων ὅτι, ὅστις Πρεσβύτερος ἤ
Ἐπίσκοπος ἤ Μητροπολίτης ἤθελε χωρισθῆ ἀπό τήν συγκοινωνίαν τοῦ Πατριάρχου
αὐτοῦ, καί δέν μνημονεύη τό ὄνομα αὐτοῦ κατά τό σύνηθες (ὁ Μητροπολίτης δηλ.
μόνος˙ ὁ γάρ Πρεσβύτερος τοῦ Ἐπισκόπου του τό ὄνομα μνημονεύει, ὁ δέ Ἐπίσκοπος
τοῦ Μητροπολίτου του) πρό τοῦ νά φανερώσουν τά κατά τοῦ Πατριάρχου αὐτῶν εἰς
τήν Σύνοδον καί παρά τῆς Συνόδου αὐτός νά κατακριθῆ˙ οὖτοι, λέγω, πάντες νά
καθαίρωνται παντελῶς, οἱ μέν Ἐπίσκοποι καί Μητροπολῖται, πάσης Ἀρχιερατικῆς ἐνεργείας,
οἱ δέ Πρεσβύτεροι, πάσης Ἱερατικῆς. Πλήν ταῦτα μέν νά γίνωνται, ἐάν δι’
ἐγκλήματα τινά, πορνείαν θετέον, ἱεροσυλίαν καί ἄλλα, χωρίζονται οἱ Πρεσβύτεροι
ἀπό τούς Ἐπισκόπους των, οἱ Ἐπίσκοποι ἀπό τούς Μητροπολίτας των, καί οἱ
Μητροπολίτες ἀπό τούς Πατριάρχας των». Μέ ὑποσημείωσι στό σημεῖο αὐτό ἀναφέρει
ὁ ἅγιος : «Ἀγκαλά καί ὁ λα΄ Ἀποστολικός ἀνεύθυνον κρίνει καί τόν χωριζόμενον,
ἐάν γνωρίζει αὐτόν καί ἄδικον». Ἐάν δέ οἱ ρηθέντες πρόεδροι ἦναι αἱρετικοί
καί τήν αἵρεσιν αὐτῶν κηρύττουσι παρρησία… (Μέ ὑποσημείωσι στό σημεῖο αὐτό
ἀναφέρει ὁ ἅγιος : «Ἀπό τόν λόγον τοῦτον τοῦ Κανόνος φαίνεται ὅτι δέν πρέπει
τινάς νά χωρίζηται, κατά τόν Βαλσαμῶνα, ἀπό τόν Ἐπίσκοπόν του, ἐάν αὐτός ἔχη
μέν καμμίαν αἵρεσιν, τήν φυλάττει, ὅμως, εἰς τό κρυπτόν καί δέν τήν κηρύττει˙
τυχόν γάρ αὐτός πάλιν ἀφ’ἑαυτοῦ μετά ταῦτα νά διορθωθῆ») …καί διά τοῦτο
χωρίζονται οἱ εἰς αὐτούς ὑποκείμενοι, καί πρό τοῦ νά γένη ἀκόμη συνοδική κρίσις
περί τῆς αἱρέσεως ταύτης, οἱ χωριζόμενοι αὐτοί, ὄχι μόνον διά τόν χωρισμόν δέν
καταδικάζονται, ἀλλά καί τιμῆς τῆς πρεπούσης, ὡς ὀρθόδοξοι, εἶναι ἄξιοι,
ἐπειδή, ὄχι σχίσμα ἐπροξένησαν εἰς τήν Ἐκκλησίαν μέ τόν χωρισμόν αὐτόν, ἀλλά
μᾶλλον ἠλευθέρωσαν τήν Ἐκκλησίαν ἀπό τό σχίσμα καί τήν αἵρεσιν τῶν
ψευδεπισκόπων αὐτῶν».
Τὸ οὐσιαστικὸ «ἀποτείχισις» παράγεται ἀπὸ τὸ
ρῆμα «ἀποτειχίζω», τὸ
ὁποῖο, σύμφωνα μὲ τὰ Λεξικὰ καί τό Μέγα Λεξικὸ τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γλώσσας
τῶν Liddell - Scott, σημαίνει«ὀχυρώνω, ἀποκλείω
διὰ τείχους, ἐγείρω μεσότοιχον». Ἑπομένως, καὶ ἡ λέξη «ἀποτείχισις»σημαίνει «ἀποκλεισμὸς διὰ τείχους, ὀχύρωσις». Τὸ
δὲ τεῖχος, ποὺ ὑψώνει κανεὶς, γιὰ νὰ ἀμυνθεῖ, καλεῖται ἀποτείχισμα. Ἀποτείχισις
δέν σημαίνει τὸ νὰ βγεῖ κάποιος ἐκτός τοῦ τείχους, ἐν προκειμένω τῆς Ἐκκλησίας,
ὅπως ἐσφαλμένα πιστεύουν οἱ περισσότεροι. Ὁ ἀποτειχισθείς ἱερεύς, μοναχὸς ἢ
λαϊκός, ἕνεκα τῆς φανερῆς αἱρέσεως τοῦ ἐπισκόπου του, φτιάχνει ἕνα τεῖχος ἐντός
τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ τὸν χωρίζει ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ ἐπίσκοπο, μέχρι νὰ ἔρθει
Ὀρθόδοξη Σύνοδος, νὰ καθαιρέσει τὸν αἱρετικὸ ἐπίσκοπο, ἐὰν δὲν μετανοήσει.
Εἶναι σαφὲς ὅτι ἡ
χρήση τῆς λέξεως «ἀποτείχιση» προϋποθέτει ὅτι ὑπάρχει κάποιος κίνδυνος, κάποιος
ἐχθρός, γιὰ τὴν προφύλαξη ἀπὸ τὸν ὁποῖο ὑψώνει κανεὶς ἕνα τεῖχος. Στὴν
ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα ἡ ἔννοια αὐτὴ τῆς ἀποτειχίσεως φραστικὰ εἰσάγεται ἀπὸ τὸν
15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἐπὶ Μ. Φωτίου (861), ὅπου
εἶναι σαφέστατο καὶ ἡλίου φαεινότερο ποιός εἶναι ὁ κίνδυνος, ποὺ ἐπιβάλλει τὴν
ἀποτείχιση. Αὐτὸς εἶναι ἡ αἵρεση καὶ οἱ αἱρετικοὶ ἐπίσκοποι.
Στὴν περίπτωση,
λοιπόν, αὐτή μποροῦμε, ἔχουμε τήν δυνατότητα, ἀλλά δέν εἴμαστε ὑποχρεωμένοι ἀπό
τόν Ἱερό Κανόνα, ἀκόμη καί «πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως» νὰ ἀποτειχισθοῦμε, νὰ
ὑψώσουμε τεῖχος ἄμυνας, νὰ ἀποκλείσουμε τὴν αἵρεση, νὰ ὀχυρωθοῦμε. Δέν ὑπάρχει,
λοιπὸν, καμμία ἀμφιβολία ὅτι ἡ ἀποτείχιση εἶναι ἀποτείχιση ἀπὸ τὴν αἵρεση καὶ
ὄχι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀπὸ τοὺς ψευδεπισκόπους καὶ ὄχι ἀπὸ τοὺς ἀληθινοὺς
ἐπισκόπους. Ἡ διακοπὴ μνημοσύνου δέν βγάζει ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε ὁδηγεῖ σὲ
σχίσμα.
Ἡ διακοπή τῆς
μνημονεύσεως τῶν ὀνομάτων τῶν Οἰκουμενιστῶν Ἀρχιερέων πρέπει νά ὑλοποιηθεῖ σύμφωνα
μέ τήν ὀρθοδόξως ἑρμηνευόμενη Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὀρθῶς ἑρμηνευόμενη
πράξη τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τόν ὀρθῶς ἑρμηνευόμενο 15ο Κανόνα
τῆς ΑΒ΄.
Πρέπει, τέλος, νά
γίνει ἀπολύτως ἡ ἀπαραίτητη διάκριση μεταξύ τῆς ὀρθῆς ἱεροκανονικῶς καί
ἁγιοπατερικῶς διακοπῆς μνημοσύνου ὑπό τίς προϋποθέσεις, πού ἀναφέραμε
προηγουμένως, καί τῆς ἑσφαλμένης ζηλωτικῆς ἀποτειχίσεως, χωρίς νά προστρέχουν
οἱ ἀπαραίτητες ἱεροκανονικές προϋποθέσεις, πού ἐφαρμόζουν ἀρκετές ὁμάδες
κληρικῶν. Ἡ τελευταῖα, δυστυχῶς, δέν μπορεῖ νά γίνει ἀποδεκτή, ἀπομειώνει καί
ζημιώνει τόν ἀγῶνα ὑπέρ τῆς ἱεροκανονικῆς ἀποτειχίσεως, καί καταλήγει σέ
σχισματικές καταστάσεις, μέ ἀποτέλεσμα νά χλευάζεται ἡ ἀποτείχιση καί ὅσοι
ὀρθῶς καί κανονικῶς τήν ἐφαρμόζουν.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1) ΑΡΧΙΜ.
ΤΙΜΟΘΕΟΣ ΚΙΛΙΦΗΣ, Τά τέσσερα
Εὐαγγέλια καί Πράξεις Ἀποστόλων (κείμενο-μετάφραση-σχόλια), τ. Α΄,
ἔκδ. 4η, Ἀθήνα, Ἰανουάριος 1999.
2) Τοῦ
ἰδίου, Οἱ Ἐπιστολές Παύλου, ἑπτά
Καθολικές καί ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου (κείμενο-μετάφραση-σχόλια),
τ. Β΄, ἔκδ. 2η, Ἀθήνα, Ἰανουάριος 2000.
3) ΟΣΙΟΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Ἔκδοσις
ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως (κείμενο-μετάφραση Μερετάκη), ἔκδ.
Γρηγόριος Παλαμᾶς, βιβλιοπωλεῖο «Τό Βυζάντιο», Θεσ/κη 1976.
4) ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
ΝΕΛΛΑΣ, Ζῶον θεούμενον,
ἔκδ. Ἐποπτεία, Ἀθήνα 1979.
5) ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΒΑΝΑΤΟΥ (ΕΠΕΙΤΑ ΕΡΖΕΓΟΒΙΝΗΣ) ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΓΙΕΒΤΙΤΣ, Φῶς Ἱλαρόν, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1991.
6) ΑΡΧΙΜ.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ-ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ, Προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου
Ἁγίου Ὄρους, Ὀρθοδοξία καί
Οὑμανισμός - Ὀρθοδοξία καί Παπισμός, Ἅγιον Ὄρος 19952.
7) ΑΡΧΙΜ.
ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ, Οἰκουμενισμός καί Ζηλωτισμός, Τά δύο ἄκρα, ἔκδ. Ἱερόν
Ἡσυχαστήριον Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζῆνος, ἔκδ. Γ΄, Τροιζῆνα 2008.
8) ΟΣΙΟΣ
ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Μυσταγωγία,
εἰσαγωγή-σχόλια π. Δημήτριος Στανιλοάε, ἔκδ. Ἀποστολική Διακονία Ἐκκλησίας τῆς
Ἑλλάδος, Ἀθήνα 19892.
9) Τοῦ
ἰδίου, Φιλοσοφικά καί θεολογικά
ἐρωτήματα, εἰσαγωγή-σχόλια π. Δημήτριος Στανιλοάε, ἔκδ. Ἀποστολική
Διακονία Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 19902.
10) ΟΣΙΟΙ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ ΚΑΙ ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΝΟΤΑΡΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ,Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν Πατέρων,
ἀπόδοση στή Νέα Ἑλληνική γλῶσσα : Γαλίτης, ἔκδ. Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, τ.
Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄ καί Ε΄, Θεσ/κη.
11) ΟΣΙΟΣ
ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Ἄνθρωπος καί
Θεάνθρωπος, ἐκδ. Ἀστήρ, Ἀθῆναι 19875.
12) Τοῦ
ἰδίου, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί ὁ
Οἰκουμενισμός, ἔκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1974.
13) ΑΓΙΟΣ
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Θεία Λειτουργία.
14) ΑΓΙΟΣ
ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ, Αἱ
Οἰκουμενικαί Σύνοδοι τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἔκδ. Β. Ρηγόπουλος,
Θεσ/κη 1972.
15) π.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΣΤΑΝΙΛΟΑΕ, Γιά ἕνα
Ὀρθόδοξο Οἰκουμενισμό, ἔκδ. Ἄθως (Ἀθανασίου Σταμούλη), Πειραιεύς 1976.
16) π.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, Θέματα
Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἔκδ. Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθήνα 19892.
17) ΟΣΙΟΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΣΙΝΑÏΤΗΣ, Ἡ Κλίμακα,
κείμενο-μετάφραση-σχόλια Ἱερά Μονή Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 1978.
18) ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ.
ΠΕΤΡΟΣ ΧΙΡΣ, Ἡ Ἐκκλησιολογική
ἀναθεώρηση τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου. Μία ὀρθόδοξη διερεύνηση τοῦ Βαπτίσματος
καί τῆς Ἐκκλησίας κατά τό Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ, ἐκδ. Uncut Mountain Press, Πετροκέρασα Θεσ/κης 2014.
19) Συλλογικός
Τόμος «Καιρός συνεσταλμένος τό λοιπόν. Ἡ μέλλουσα Πανορθόδοξη Σύνοδος.
Ζητήματα, Διλλήματα, Προοπτικές», ἐπιμέλεια Po De Mey, Μ. Σταύρου, ἐκδ. Ἐν Πλῷ, μετάφραση Καίτη Χιωτέλλη, Ζωή Πλιάκου,
Βασίλης Ἀργυριάδης, Ἀθήνα, Ὀκτώβριος 2015.
20) Συλλογικός
Τόμος «Τόμος Ἀγάπης», Βατικανό – Φανάρι (Κων/λη - Ρώμη), Ἀλληλογραφία ταῶν ἐτῶν
1958-1970, Ρώμη – Κων/λη 1971.
21) ΑΡΧΙΜ.
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ὁ
Οἰκουμενισμός χωρίς μάσκα, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Τύπος, Ἀθῆναι 19885.
22) ΑΡΧΙΜ.
ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΜΠΙΛΑΛΗΣ, Ὀρθοδοξία καί
Παπισμός. Κριτική τοῦ Παπισμοῦ, τ. Α΄, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Τύπος, Ἀθήνα
20143.
23) Τοῦ
ἰδίου, Ὀρθοδοξία καί Παπισμός. Ἡ
ἕνωσις τῶν Ἐκκλησιῶν, τ. Β΄, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Τύπος, Ἀθήνα 20142.
24) Τοῦ
ἰδίου, Ἡ αἵρεσις τοῦ FILIOQUE. Ἱστορική καί κριτική θεώρησις τοῦ FILIOQUE, τ. Α΄, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Τύπος, Ἀθήνα 1972.
25) ΑΝΔΡΕΑΣ
Ν. ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Δρος Θεολογίας, Ὁ
Θεολογικός διάλογος μεταξύ Ὀρθοδόξων και Ἀντιχαλκηδονίων, τ. Α΄, ἐκδ.
Κέντρο Μελετῶν Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου, Λευκωσία Κύπρου 2000.
26) Τμῆμα
Ποιμαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ. καί Ἑταιρεία
Ὀρθοδόξων Σπουδῶν, Οἰκουμενισμός.
Γένεση, Προσδοκίες, Διαψεύσεις, Πρακτικά Διορθοδόξου Ἐπιστημονικοῦ
Συνεδρίου, 20-24 Σεπτεμβρίου 2004, τ. Α΄, Β΄, ἐκδ. Θεοδρομία, Θεσ/κη 2008.
27) «Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος». Μεγάλη
προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες, Οἱ εἰσηγήσεις καί τά πορίσματα τῆς
Θεολογικῆς καί Ἐπιστημονικῆς Ἡμερίδας τῆς 23ης Μαρτίου 2016, τ.
Α΄, Β΄, ἐκδ. Ἀγαθός Λόγος, Ἀθήνα 2016.
28) ΑΡΧΙΜ.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ, Ἑρμηνευτική
προσέγγιση στόν 15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου,
ἐκδ. Ἱερά Μονή Ἁγίας Ἀναστασίας Ρωμαίας, Ρέθυμνο Κρήτης 2015.
29) ΑΡΧΙΜ.
ΠΛΑΚΙΔΑΣ DESEILLE, Ἀνατολική καί Δυτική
Χριστιανοσύνη, μετάφραση Σωτήρης Γουνελᾶς, ἐκδ. Ἁρμός - Γέφυρες, Ἀθήνα
2004.
30) Περί Οἰκουμενισμοῦ, Φυλλάδιο
διαφωτιστικό τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου Ὠρωποῦ Ἀττικῆς 2013.
31) ΑΡΧΙΜ.
ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ,
ἱεροκήρυξ
Ἱ. Μητροπόλεως Πατρῶν, Δρ Θεολογίας, Γίνεσθε ἕτοιμοι. Κείμενα Ὀρθοδόξου ὁμολογίας ἐν ὄψει τῆς Συνόδου τοῦ
2016, ἔκδ. Γ΄, Πάτρα 2016.
32) Περιοδικό
Θεοδρομία, Τριμηνιαία ἔκδοση ὀρθοδόξου διδαχῆς, ἔτος ΙΗ΄, τεύχη 1, 2
(Ἰανουάριος-Ἰούνιος 2016), Θέμα : «Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κρήτης 2016».
33) Περιοδικό
Θεοδρομία, Τριμηνιαία ἔκδοση ὀρθοδόξου διδαχῆς, ἔτος ΙΗ΄, τεύχη 3, 4
(Ἰούλιος-Δεκέμβριος 2016), Θέμα : «Οὔτε Ἁγία, οὔτε Μεγάλη, οὔτε Σύνοδος» τῆς
Κρήτης 2016.
[1] Μήνυμα τοῦ Ἁγίου Ὄρους περί
τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης ἐν Κρήτῃ Συνόδου, 30-6-2017,
http://www.amen.gr/article/minyma-tou-agiou-orous-peri-tis-agias-kai-megalis-en-kriti-synodou
[2] Β΄ Ἰω. 1 καί Γ΄ Ἰω. 1.
[3] Ρωμ. 10, 4.
[4] Ἑβρ. 1, 6.
[5] Κολ. 1, 26.
[6] ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, PG 96, 580B.
[7] ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ
ΠΑΛΑΜΑΣ, Ὁμιλία ζ΄ εἰς τά Φῶτα,
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΕΛΛΑΣ, Ζῶον θεούμενον,
ἐκδ. Ἐποπτεία, Ἀθήνα 1979, σσ. 36-37.
[8] Β΄ Κορ. 4, 4 καί Κολ. 1, 15-18.
[9] Ἑβρ. 1, 3.
[10] Γαλ. 4, 19.
[11] Γαλ. 2, 20.
[12] Ἰω. 8, 32.
[13] Ἰω. 14, 6.
[14] Ματθ. 11, 28.
[15] Ἰω. 11, 52.
[16] Ἰω. 10, 16.
[17] Ἐφ. 5, 23.
[18] Πράξ. 5, 30-31.
[19] Ἑβρ. 13, 8.
[20] Σχ. βλ.
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΓΙΕΒΤΙΤΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΒΑΝΑΤΟΥ, Φῶς Ἱλαρόν, κεφ.
Ὁ
ἐσχατολογικός χαρακτήρας τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1991, σσ. 187-214.
[21] Ἰω. 17, 11.
[22] Ἰω. 17, 17-21.
[23] Ἰω. 14, 6.
[24] Ἐφ. 4, 15.
[25] Ἰω. 13, 34-35.
[26] Ἰω. 14, 6, Α΄ Ἰω. 4, 8,16, Α΄ Κορ.
1, 13.
[27] ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΚΑΨΑΝΗΣ, προηγούμενος Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ὀρθοδοξία καί
Οὐμανισμός - Ὀρθοδοξία καί Παπισμός, ἐκδ. Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον
Ὄρος 19952,
σ.
84. ΑΡΧΙΜ. ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ, Οἰκουμενισμός
καί Ζηλωτισμός, Τά δύο ἄκρα, ἐκδ. Ἱερόν Ἠσυχαστήριον Κεχαριτωμένης
Θεοτόκου Τροιζήνος, Ἀθῆναι 1997.
[28] ΡΕ 91, 1069Α.
ΟΣΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Μυσταγωγία,
Εἰσαγωγή πατρός Δημητρίου Στανιλοάε, ἔκδ. Ἀποστολική Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Ἑλλάδος, Ἀθήνα 19892, σσ. 28 κ.ἑ., Τοῦ ίδίου, Φιλοσοφικά καί θεολογικά ἐρωτήματα,
ἔκδ. Ἀποστολική Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 19902, σσ.
21-24.
[29] Ἰω. 17, 21.
[30] Ματθ. 24, 12.
[31] ΟΣΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ
ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Περί διαφόρων ἀποριῶν
τῶν ἁγίων Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου καί Γρηγορίου Θεολόγου, Εἰσαγωγή -
σχόλια π. Δημήτριος Στανιλοάε, ἔκδ. Ἀποστολική Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Ἑλλάδος, ὑπό τόν τίτλο «Φιλοσοφικά καί θεολογικά ἐρωτήματα», Ἀθήνα 19902, PG 91, 1032 – 1417.
[32] Τοῦ ἰδίου, Ζ΄ (7η) ἑκατοντάδα διαφόρων
κεφαλαίων, ἀριθμός 84-86, ἐν Φιλοκαλία,
τ.
Β΄, ἔκδ. Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, Θεσ/κη 1985, σσ. 247-248.
[33] Β΄ Κορ. 3, 18.
[34] Ἰω. 1, 16.
[35] Β΄ Κορ. 3, 17.
[36] Σχ. βλ. ΟΣΙΟΣ
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Φιλοκαλία,
τ. Δ΄, ἔκδ. Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας, Θεσ/κη 1987, σσ. 352-358, ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ
ΠΑΛΑΜΑΣ, Ἁγιορειτικός Τόμος ὑπέρ
τῶν ἱερῶς ἠσυχαζόντων, κ. ἄ.
[37] ΟΣΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ
ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος,
ἔκδ. Ἀστέρος, Ἀθῆναι 1987 καίὈρθόδοξος
Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός, ἔκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1974.
[38] Ἰω. 14, 6.
[39] Ἰω. 14, 27.
[40] ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ,
προηγούμενος Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ὀρθοδοξία καί Οὐμανισμός - Ὀρθοδοξία καί Παπισμός,
ἐκδ. Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 19952,
σ.
108.
[41] ΜΕΓΑΣ
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Θεία Λειτουργία,
εὐχή ἱερέως μυστική κατά τό «Ἐξαιρέτως
τῆς Παναγίας…».
[42] ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ
ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ, Αἱ
Οἰκουμενικαί Σύνοδοι τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἀπόσπασμα ἐκ τοῦ ὅρου
τῆς το δεύτερον (β΄) ἐν Κων/λει Ε΄ (5ης) Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τῷ
552 μ.Χ. συγκροτηθείσης, ἔκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 1972, σ. 156.
[43] Ἐνθ’ ἀνωτ., ἀπόσπασμα ἐκ τοῦ Ὅρου
τῆς Πίστεως τῆς ΣΤ΄ (6ης) ἁγίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐν Κων/λει τῷ
680-681 μ.Χ. συγκροτηθείσης.
[44] ΟΣΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ
ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί
Οἰκουμενισμός, ἔκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1974.
[45] π. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
ΣΤΑΝΙΛΟΑΕ, Γιά ἕνα ὀρθόδοξο
Οἰκουμενισμό, ἔκδ. Ἄθως (Ἀθανασίου Σταμούλη), Πειραιεύς 1976.
[46] π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, Θέματα Ὀρθοδόξου
Θεολογίας, ἔκδ. Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθήνα 19892, σ. 219.
[47] Α΄ Κορ. 1, 13.
[48] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Λόγος εἰς τούς τά
πρῶτα Πάσχα νηστεύοντας, PG 47-64.
[49] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ.
ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Ὀρθόδοξος Τύπος (12-6-2009) 1, 5.
[50] Ματθ. 18, 7.
[51] Ματθ. 12, 31-32.
[52] Ματθ. 3, 2 καί 4, 17
[53] Λουκ. 21, 36
[54] ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς
Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. ΙΙ, Akademische Druck - u.
Verlagsanstalt Graz-Austria 19682,
σσ. 982-1005.
[55] Ρωμ. 10, 2
[56] Σχ. βλ. Α΄ Κορ.
8-10 καί Ἑβρ. 4, 14.
[57] ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ, Λόγος περί
πνευματικῆς διακρίσεως.
[58] ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΚΑΨΑΝΗΣ, Προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, Ὀρθοδοξία καί Οὑμανισμός - Ὀρθοδοξία καί
Παπισμός, σ. 84.
[59] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἐκδ.
Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 2003, σ. 358.
http://aktines.blogspot.gr
http://aktines.blogspot.gr