ΕΙΣΒΟΛΗ ΝΕΟΡΘΟΔΟΞΩΝ
ΕΙΣ ΤΑΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΑΣ ΣΧΟΛΑΣ
-Αλλαγή
«φύλου» εις το Τμήμα Κοιν. Θεολογίας Αθηνών: Οι Καθηγηταί εζήτησαν να γίνη Τμ.
Θρησκειολογίας!
-Ο Σεβ.
Βρανιτσέβου κ. Ιγνάτιος Midic έδωσε την χαριστικήν βολήν εις την Ορθόδοξον
Δογματικήν. Το προπύργιον του Σεβ. Περγάμου, η Ακαδημία του Βόλου, εισχωρεί εις
το Τμ. Θεολογίας Αθηνών δια του εισηγητού των νέων συγκρητιστικών θρησκευτικών
κ. Σταύρου Γιαγκάζογλου.
Του κ.
Παύλου Τρακάδα
Η
πρόνοια του Θεού ποτέ δεν εγκατέλειψε τους ανθρώπους. Η έναρξις της πορείας του
Ορθοδόξου Τύπου την ιδίαν εποχήν που εθεμελιώθη ο Οικουμενισμός η
«Αθηναγορισμός», όπως ευφυώς προσφάτως ωνομάσθη από τον σεβαστόν πρωτ. π. Β.
Βολουδάκην, ασφαλώς και οφείλεται εις αυτήν. Την ιδίαν εκείνην δεκαετίαν ήρχισε
να αναφαίνεται και η λεγομένη «θεολογία του ’60» με εμβληματικάς προσωπικότητας
τον κ. Χρ. Γιανναράν και τον Σεβ. Περγάμου κ. Ι. Ζηζιούλαν. Δυστυχώς, ενώ ο
Οικουμενισμός μετά από διενέργειαν σφοδρού αγώνος εκάμφθη και συντηρείται λόγω
της πολιτικής υποκινήσεως αυτού, αι θεολογικαί παραγωγαί των κ. Γιανναρά –
Ζηζιούλα εύρον πρόσφορον έδαφος και εισεχώρησαν εις τας Θεολογικάς Σχολάς,
αρχικώς εις την Θεσσαλονίκην, όπου εδίδαξεν ο Σεβ. Περγάμου, και προσφάτως εις
Αθήνας δια της εκλογής του εγκωμιαστού αυτού κ. Στ. Γιαγκάζογλου. Η εισχώρησις
αυτή έχει υπερβή τας εν Ελλάδι Θεολογικάς Σχολάς καθώς ήδη μαθηταί των ανωτέρω
αναφερομένων κατέχουν θέσεις εις το εξωτερικόν και γαλουχούν και άλλους εις τα
αυτά παρεκκλίνοντα εκ της Ορθοδοξίας διδάγματα. Ο Επίσκοπος Βρανιτσέβου κ.
Ιγνάτιος Midic, Καθηγητής εις το Βελιγράδιον, θιασώτης του Σεβ. Περγάμου
εψήφισε τον κ. Στ. Γιαγκάζογλου και τοιουτοτρόπως εισήχθη η «Ζηζιούλειος
θεολογία» και εις τας Αθήνας. Δεν είναι τυχαίον ότι ελάχιστον διάστημα μετά την
εκλογήν του κ. Γιαγκάζογλου η Θεολογική Σχολή Αθηνών εβράβευσε και τον κ. Χρ.
Γιανναράν (06.11.2017) και το Τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας Αθηνών εζήτησε την
μετονομασίαν του εις Τμήμα Θρησκειολογίας (δια να ταιριάζη με τα Νέα
Θρησκευτικά του νέου καθηγητού της Δογματικής κ. Σταύρου Γιαγκάζογλου;). Προβλέπομεν
εντός ολίγων ετών η διδασκαλία των κακοδόξων θέσεων των δύο αυτών
προσωπικοτήτων εις τα φυτώρια των νεωτέρων θεολόγων θα οδηγήση εις νέον κύκλον
δογματικών αντιπαραθέσεων εις την Εκκλησίαν.
Ως
προδίδουν αι δραστηριότητές των εργάζονται πυρετωδώς δια την συστηματικήν
κατήχησιν των θεολόγων εις το έργον του Σεβ. Περγάμου. Το παρελθόν έτος
2016 ήρχισεν η έκδοσις των απάντων του εις τόμους και εκυκλοφορήθη από την
Ακαδημίαν του Βόλου ευμεγέθης αφιερωματικός τιμητικός τόμος δια τον κ. Ι.
Ζηζιούλαν. Εις τον τόμον αυτόν δημοσιεύεται και άρθρον του Σεβ. Βρανιτσέβου.
Ο Σεβ.
Ιγνάτιος επιχειρεί εις το άρθρον του να εξετάση την σχέσιν Θ. Ευχαριστίας και
Βασιλείας του Θεού επιλέγων τον Άγιον Μάξιμον τον Ομολογητήν και τον Σεβ.
Περγάμου. Το εγχείρημά του αυτό ευθύς εξ αρχής μας εμβάλλει εις υποψίας, όταν
γράφη «εκείνο που διακρίνει την θεολογία του Μητροπολίτου Ιωάννου από αυτήν του
Αγίου Μαξίμου… είναι η σαφέστερη ερμηνεία της εικόνας και της σχέσεως της Θείας
Ευχαριστίας με την αλήθεια, τουτέστιν με την μέλλουσα Βασιλεία του Θεού»! Πως
είναι δυνατόν να ισχυρίζεται ότι ο Σεβ. Περγάμου παρέχει σαφεστέραν ερμηνείαν
από τον Άγιον Μάξιμον; Προκαλούμεν τους αναγνώστας να μελετήσουν τον
φιλοσοφικώτερον ίσως Πατέρα της Εκκλησίας, ώστε να αντιληφθούν ότι ενώπιόν του
τα γραπτά του Σεβ. Περγάμου είναι απλώς φληναφήματα. Πρόκειται περί ασυγκρίτου
διαφοράς. Πέραν όμως από την διαφοράν «επιπέδου», η ερμηνεία τόσων λεπτών
ζητημάτων προϋποθέτει κατάστασιν χάριτος, αγιότητος, την οποίαν μόνον ο
Ομολογητής της Εκκλησίας μας διαθέτει. Μήπως επιχειρείται η εμμέσως αναγωγή του
κ. Ι. Ζηζιούλα εις Πατέρα της Εκκλησίας; Δια τούτο χρησιμοποιεί και συνεχώς
την προσφώνησιν «ο άγιος Περγάμου»;
Ο Σεβ.
Βρανιτσέβου χρησιμοποιεί συνεχώς, επηρεασμένος από τον Σεβ. Περγάμου, αντί του
όρου «υπόστασις» την λέξιν «πρόσωπον», λέξιν όμως που δεν χρησιμοποιεί με αυτόν
τον τρόπον ο Άγιος Μάξιμος εις τα «Σχόλια εις την Εκκλησιαστικήν Ιεραρχίαν»,
καθόλου δε εις την «Μυσταγωγίαν» του, έργα τα οποία απασχολούν το άρθρον του κ.
Ιγνατίου. Δεν πρόκειται απλώς όμως δια χρήσιν μιας λέξεως, αλλά δια υιοθέτησιν
όλης της θεολογίας-κακοδοξίας του Σεβ. Περγάμου. Γράφει:
«Το
πρόσωπον όμως, κατά τον άγιον Περγάμου, εδράζεται σε σχέση ελευθερίας και
αγάπης με άλλο πρόσωπο, δηλαδή ο άνθρωπος είναι πρόσωπον σε σχέση με τον Θεό ως
πρόσωπο. Διότι, μόνον η σχέση με ένα αιώνιο πρόσωπο, δηλαδή με τον Θεό, δίνει
την αληθινή ύπαρξη στο ανθρώπινο πρόσωπο. Ο Χριστός είναι αιώνιο πρόσωπο,
επειδή βρίσκεται αιωνίως σε σχέση με τον Θεό Πατέρα. Και είναι ταυτοχρόνως
τέλειος άνθρωπος χάριν της ιδίας σχέσεως με τον Θεό Πατέρα, στην οποία εισήλθε
και η ανθρώπινη φύση μετά την σάρκωση».
Η
θεμελίωσις του προσώπου ως «σχέσις» είναι εσφαλμένη, καθώς η ελευθερία και η
αγάπη πηγάζει από την φύσιν που έδωσε ο Θεός εις τον άνθρωπον. Το κάθε πρόσωπον
έχει οντότητα και δεν ετεροπροσδιορίζεται από την σχέσιν του με κάποιον άλλον.
Επίσης δεν δύναται να θεμελιώνεται σχέσις του ανθρώπου «με τον Θεό ως πρόσωπο».
Ο Θεός έχει τρία πρόσωπα-υποστάσεις όχι μία, δια τούτο και η έκφρασις «αιώνιο
πρόσωπο, δηλαδή με τον Θεό» μας επιστρέφει εις τον μοναρχιανισμόν. Η
παρεκκλίνουσα τοποθέτησις συνεχίζεται αφ’ ενός με την θεμελίωσιν της
αιωνιότητος του Υιού λόγω της αιωνιότητος του Πατρός και αφ’ ετέρου με την
συσχέτισιν της τελειότητος της θεωθείσης ανθρωπίνης φύσεως με τον Πατέρα. Η
αιωνιότης είναι ιδίωμα της φύσεως της Θεότητος και δεν προέρχεται από την
σχέσιν με τον Πατέρα. Αν ο Πατήρ εκοινοποίει αιωνιότητα εις τον Υιόν, τότε η
αιωνιότης θα ανήκεν εις το υποστατικόν ιδίωμα του Πατρός και θα ήτο
ακοινώνητος. Εφ’ όσον όμως γνωρίζομεν ότι και ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα είναι
«αιώνιοι», τι είδους διαφορά θα υπήρχε μεταξύ των τριών αιωνιοτήτων;
Επιπροσθέτως πρέπει να αναρωτηθώμεν πως η σχέσις με τον Πατέρα εγγυάται την
τελειότητα της ανθρωπίνης φύσεως; Δηλαδή ο Πατήρ γεννά παραλλήλως προς τον Υιόν
και την ανθρωπίνην φύσιν, η οποία «εισήλθε» εις την σχέσιν αυτήν; Δεν ήτο
αρκετή η πρόσληψις αυτής εκ του Υιού; Το κείμενον συνεχίζει:
«Σχετικά
με την Θεία Λειτουργία, ο Χριστός είναι παρών σ’ αυτήν λόγω της σχέσεως που
υπάρχει ανάμεσα στον λειτουργό –και δι’ αυτού όλου του συνηγμένου Σώματος- και
στον Θεό Πατέρα. Με άλλα λόγια, ο Χριστός ως πρόσωπο είναι παρών στην
Λειτουργία διότι, όπως δείχνουν όλες οι λειτουργικές ευχές και τελετές, η
Λειτουργία αναφέρεται, σχετίζεται με τον Θεό Πατέρα».
Είναι
αδιανόητον ότι ο λειτουργός συνάπτει συγκεκριμένη σχέσιν από μόνος του με την
υπόστασιν του Πατρός. Η κοινωνία Θεού και ανθρώπου αφορά την όλην Αγίαν Τριάδα
και όχι μίαν υπόστασιν. Η παρανόησις εδράζεται εις την άποψιν ότι ολόκληρος η
Θ. Λειτουργία αναφέρεται εις τον Θεόν Πατέρα. Ωστόσον η Θ. Λειτουργία
αναφέρεται εις όλην την Αγίαν Τριάδα, απλώς κατά σημεία δίδεται έμφασις άλλοτε
εις τον Πατέρα, άλλοτε εις τον Υιόν και άλλοτε εις το Άγιον Πνευμα. Ακόμη και
εις την ευχήν του καθαγιασμού που απευθύνεται προς τον Πατέρα δεν υπονοείται
απουσία των άλλων δύο προσώπων. Ας παραθέσωμεν όμως τα λόγια ενός
Λειτουργιολόγου:
«Ο
ιερέας και μαζί του η κοινότητα μπορούν να εκφρασθούν με το «παρακαλούμεν»,
αλλά ταυτόχρονα να ειπούν ότι «προσφέρομέν σοι συμπροσευχόμενον μεθ’ ημών και
αυτόν τον Ενανθρωπήσαντα Υιόν Σου». Αυτή η διάκριση καθιστά δυνατό στον ιερέα
να εκφέρει στο δεύτερο μέρος της επικλήσεως τα καθαγιαστικά λόγια: «και
ποίησον…». Αυτή η άμεση συμμετοχή και παρουσία του Χριστού στον καθαγιασμό των
δώρων ερμηνεύει και το γεγονός ότι στην αρχαία εκκλησία κατά την ευχαριστιακή
επίκληση εκαλείτο ο ίδιος ο Λόγος για τον καθαγιασμό των Δώρων (Ευχολόγιο
Σεραπίωνος, Επισκόπου Θμουέως)… ο Χριστός ζητεί από τον Πατέρα, μαζί με τον
ιερέα και τη δεομένη προς το Χριστό λειτουργική κοινότητα, τη μεταβολή δια του
Πνεύματος του άρτου και του οίνου σε σώμα και αίμα Του… Δεχόμενος το αίτημα της
κοινότητας, Αυτός απευθύνει αίτηση προς τον Πατέρα…» (Πρωτοπρ. Κ. Καραϊσαρίδη,
Η Συμβολή του π. Δ. Στανιλοάε στη μελέτη των λειτουργικών θεμάτων, Αθήνα 1997,
σελ. 209-210).
Ο Σεβ.
Βρανιτσέβου επεκτείνει την κακοδοξίαν:
«Χάριν
της διακρίσεως του προσώπου από την φύση και του ότι το πρόσωπον δεν εξαρτάται
από την φύση, διάκριση στην οποίαν επιμένει ο άγιος Περγάμου, ο Χριστός είναι
παρών στην Θεία Ευχαριστία ως πρόσωπο, αν και όχι κατά την ίδια την φύσι Του.
Αυτό δεν σημαίνει ότι το πρόσωπο είναι απάτη η φαντασία, επειδή δεν υπάρχει
κατά την ίδια (του) την φύση. Ο Χριστός είναι παρών στην Ευχαριστία ως
πρόσωπον, «δανειζόμενος» ετέραν φύσιν, αποκαλύπτεται δε, δια του Σώματος Αυτού
το οποίον απαρτίζεται από όλα τα μέλη της Θείας Ευχαριστίας, εμπεριέχοντας και
την φύσιν: άρτον, οίνον και τα λοιπά. Το να καθιστά κάτι τέτοιο δυνατόν, το να
μπορεί δηλαδή να είναι το πρόσωπον παρόν, δανειζόμενο ετέραν φύσιν, αυτό το
καθιστά δυνατό η ενσάρκωσις του Θεού Λόγου, ο Οποίος ως πρόσωπον δανείζεται
την φθαρτήν ημών φύσιν και έτσι αποκαλύπτεται στην ιστορία».
Αυτή η
έννοια της απελευθερώσεως του προσώπου από την εξάρτησιν της φύσεως είναι το
θεμελιώδες αμάρτημα του Σεβ. Περγάμου, κατά τον οποίον η φύσις ταυτίζεται
εσφαλμένως με την αναγκαιότητα και το πρόσωπον με την ελευθερίαν, ενώ εις την
πραγματικότητα η ελευθερία πηγάζει εκ της θεοδωρήτου εξ αγάπης εις τον άνθρωπον
φύσεως. Πως όμως διανοείται ότι είναι δυνατόν να υπάρχη πρόσωπον-υπόστασις άνευ
της φύσεώς του; Προκειμένου να λύση το πρόβλημα ο κ. Ι. Ζηζιούλας προτείνει ότι
η σάρκωσις επιτρέπει εις τον Υιόν να «δανείζεται» φύσεις! Ο ένας Σεβασμιώτατος
υιοθετεί τας απόψεις του άλλου Σεβασμιωτάτου. Αυτή όμως η άποψις υποβιβάζει το
μοναδικόν και άπαξ τελεσθέν γεγονός της σαρκώσεως, που αφεώρα αποκλειστικώς εις
την ανθρωπίνην φύσιν, καθιστά την παρουσίαν του Κυρίου εις την Θ. Λειτουργίαν
Α-φύσικην, υποκαθιστά την εν ατόμω θεωθείσαν ανθρωπίνην φύσιν του Κυρίου με τη
συλλογικότητα των παρόντων ανθρώπων κατά την Θ. Λειτουργίαν και ανατρέπει τον χαρακτήρα
της μεταβολής των Τιμίων Δώρων. Ο Κύριος ημών Ι. Χριστός είναι παρών όχι ως
«τρόπος», αλλά ως θεωμένη ανθρωπίνη φύσις, την οποίαν μεταλαμβάνομεν. Η
αν-Ούσιος παρουσία του Κυρίου επεκτείνεται εις ολόκληρον την θριαμβεύουσαν
Εκκλησίαν:
«Στην
Θεία Λειτουργία υπάρχουν ως πρόσωπα ο Χριστός, η Παναγία, οι Απόστολοι, οι
Άγιοι και λοιποί, αν και όχι ακόμη με την φύση τους. Υπάρχουν, όπως γράφει ο
Μητροπολίτης Περγάμου, δανειζόμενοι την εισέτι φθαρτή φύση. Γι’ αυτό, η
Λειτουργία είναι εικόνα της μέλλουσας Βασιλείας, η οποία είναι η αλήθεια…».
Δια να
καταλήξη εις το εξής:
«Η σχέση
εικόνας και αλήθειας είναι οντολογική. Χωρίς την Λειτουργία δεν υπάρχει
Βασιλεία. Ωστόσο, η σχέση της εικόνας με την αλήθεια, δηλαδή της Λειτουργίας με
την Βασιλεία, θεμελιώνεται όχι στην φύση ούτε στο νόημά της, αλλά στον τρόπο
υπάρξεως της φύσεως, στο πρόσωπον του Χριστού. Χάρη στην διάκριση του προσώπου
από την φύση το πρόσωπον μπορεί να είναι παρόν, παρ’ όλο που είναι κατά φύσιν
απόν. Η Λειτουργία είναι Βασιλεία του Θεού, αλλά μόνον εν όψει της αναστάσεως
των νεκρών και της καταργήσεως του θανάτου για όλη την Δημιουργία».
Δυστυχώς
έχει τεθή εις το περιθώριον όλη η θεολογία περί της σχέσεως της εικόνος προς το
πρωτότυπον και έχει υποκατασταθή από μίαν ιδιάζουσαν θεολογίαν του προσώπου, η
οποία αυξάνει το χάσμα μεταξύ Λειτουργίας και Βασιλείας. Ίσως σκεφθή κανείς ότι
υπονοείται η υπόστασις του Λόγου, η οποία αποτυπώνεται ως προς την ανθρωπότητα.
Όμως η πράξις αυτή ερείδεται πρωτίστως εις την αντίδοσιν των ιδιωμάτων των δύο
φύσεων, δηλ. εις μίαν ενεργητικήν διακοινωνίαν αυτών, η οποία είναι απούσα
καθώς απομονώνει ο Σεβασμιώτατος το πρόσωπον- υπόστασιν από τας φύσεις, ως αυτό
να ενεργή ανεξαρτήτως της αντιδόσεως, μόνον και μόνον επειδή αυτή ανήκει εις
την φύσιν. Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής λέγει χαρακτηριστικά ότι:
«Η δε
του Θεού Βασιλεία των προσόντων τω Θεώ φυσικώς αγαθών κατά χάριν έστι
μετάδοσις» (PG 90, 1168C)
[«Όταν ο Θεός μας χαρίσει κατά χάρη το κάθε τι που ανήκει στην φύση Του, αυτή
είναι η Βασιλεία του Θεού» Μτφ. Γ. Καραλή, Η «μωρία» του Θεού και η «σοφία» του
ανθρώπου, Αθήνα 2017, σ. 115]
Η
εφαρμογή αυτού εις την σχέσιν εικόνος και αληθείας δια την Θ. Λειτουργίαν,
υπομιμνήσκει εις όλους ότι αυτή δεν είναι αναπαράστασις σκιών η απλή
προτύπωσις, αλλά φανέρωσις και μετοχή της Βασιλείας. Ο Καθ. Γ. Μαντζαρίδης
γράφει ευστόχως:
«Με την
έναρξη της θείας Λειτουργίας ευλογείται η Βασιλεία του Τριαδικού Θεού «νυν και
αεί και εις τους αιώνας των αιώνων». Το «νυν» της Βασιλείας του Θεού
προσφέρεται μέσα στην Εκκλησία. Και το «αεί» της Εκκλησίας υπάρχει στην
Βασιλεία του Θεού… Έτσι η Εκκλησία ζει μέσα στην ιστορία τα έσχατα, ενώ ταυτόχρονα
τα υποδηλώνει διαρκώς με την λατρευτική ζωή στην διαχρονική της πορεία»
(Αλήθεια και ζωή. Από το δογμα στο ήθος, Αθήναι 2012, σ. 219).
Απ’ όλα
τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι αρκετοί εκ των Επισκόπων, καθώς δεν είναι μόνον
οι Σεβ. Περγάμου και Βρανιτσέβου, αλλά και όσοι δεν ελέγχουν τους συνεπισκόπους
των δια τα δογματικά των λάθη, έχουν λησμονήσει την δογματικήν
ακρίβειαν των Πατέρων, των οποίων αντί να επιθυμούν να είναι διάδοχοι ορέγονται
να τους υπερβούν με θεολογικοφανή νοησιαρχικά σχήματα. Το πρόβλημα όμως είναι
ότι πλέον αυτά δεν αποτελούν προσωπικάς των απόψεις, αλλά επίσημον διδασκαλίαν
εις τας Θεολογικάς Σχολάς, από τας οποίας θα εξέλθουν οι αυριανοί
Πανεπιστημιακοί Καθηγηταί, πρεσβύτεροι, Επίσκοποι, Αρχιεπίσκοποι και Πατριάρχαι!