Πρωτοπρεσβύτερος
Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητὴς
Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
ΝΕΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Εἰσαγωγικὰ
Ἔχουν γραφῆ καὶ λεχθῆ
πολλὰ καὶ σημαντικὰ γιὰ τὴν λεγόμενη «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο» τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας, ποὺ συνῆλθε στὸ Κολυμπάρι τῆς Κρήτης ἀπὸ 19-26 Ἰουνίου τοῦ 2016.
Ἡ προετοιμασία της
διήρκεσε περισσότερα ἀπὸ πενήντα χρόνια, τὰ ἀποτελέσματα ὅμως καὶ οἱ ἀποφάσεις
της διέψευσαν τὶς προσδοκίες τοῦ χριστεπωνύμου πληρώματος καὶ ἐπιβεβαίωσαν τὶς
ἀνησυχίες ἐξεχόντων κληρικῶν καὶ θεολόγων, μεταξὺ τῶν ὁποίων οἱ Ἅγιοι Ἰουστῖνος
Πόποβιτς καὶ Παΐσιος Ἁγιορείτης, οἱ ὁσιακῆς βιοτῆς Γέροντες Δανιὴλ Κατουνακιώτης
καὶ Φιλόθεος Ζερβάκος, ὁ ὁμολογητὴς ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης καὶ ἄλλοι.
Οἱ ἀνησυχίες τους συνίσταντο εἰς τὸ ὅτι ἡ μεθοδολογία καὶ ἡ θεματολογία τῆς
«Συνόδου» δὲν ἀκολουθοῦσαν τὸν ὀρθόδοξο πατερικὸ δρόμο, τὸ δὲ κίνητρο τῶν
ὀργανωτῶν δὲν ἦταν ἡ ἐπίλυση ἐπειγόντων καὶ φλεγόντων ποιμαντικῶν καὶ
δογματικῶν προβλημάτων, ἀλλὰ ἡ ὑποστήριξη τῆς παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ
ἡ συνοδικὴ εἰσαγωγή του μέσα στὴν Ἐκκλησία. Προέβλεπαν ὅτι ἀπὸ «τοιαύτην
σύνοδον» δὲν μποροῦσε κανεὶς νὰ περιμένει τίποτε, παρὰ ἕνα καὶ μόνο· σχίσματα
καὶ αἱρέσεις καὶ διάφορες ἄλλες συμφορές, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος, ὁ
ὁποῖος ἀπευθυνόμενος παρακλητικὰ πρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας ζητοῦσε νὰ μὴ συμμετάσχουν στὴν προετοιμασία τῆς Συνόδου
οὔτε στὴν ἴδια τὴν Σύνοδο, «ἐὰν ἀτυχῶς συγκληθῇ»1.
Πρὸ τῆς συγκλήσεως
τῆς «Συνόδου» κατεβλήθησαν πολλὲς προσπάθειες καὶ διατυπώθηκαν προτάσεις ἐκ
μέρους τοπικῶν ἐκκλησιῶν, τοῦ Ἁγίου Ὄρους, μεμονωμένων ἱεραρχῶν, κληρικῶν,
μοναχῶν καὶ λαϊκῶν μὲ διπλῆ κατεύθυνση: νὰ βελτιωθοῦν καὶ διορθωθοῦν ὀρθοδόξως
τὰ ἑτοιμασθέντα προσυνοδικὰ κείμενα καὶ ὁ κανονισμὸς λειτουργίας τῆς «Συνόδου»,
καὶ ἐὰν αὐτὸ χρονικὰ δὲν ἦταν ἐφικτό, νὰ ἀναβληθεῖ ἡ σύγκληση τῆς «Συνόδου»,
μέχρις ὅτου ἐπιτευχθεῖ ἡ ἀπαραίτητη ὁμοφωνία, χωρὶς τὴν ὁποία κατὰ τὸν ὁμοφώνως
ψηφισθέντα Κανονισμὸ ἡ «Σύνοδος» δὲν μποροῦσε νὰ προχωρήσει, καὶ οἱ ἀποφάσεις
ποὺ θὰ ἐλάμβανε στὴν ἀντίθετη περίπτωση θὰ ἦσαν ἄκυρες καὶ μὴ δεσμευτικές.
Ἀτυχῶς μὲ συνοδικὸ
πραξικόπημα ἡ «Σύνοδος» συνεκλήθη, μὲ ἀπουσία τεσσάρων ἐκκλησιῶν, καὶ τὰ
κείμενα δὲν βελτιώθηκαν σὲ οὐσιώδη θέματα ποὺ εἶχαν σχέση μὲ τὴν ἐπιχειρούμενη
συνοδικὴ κατοχύρωση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, παρὰ μόνον σὲ ἐλάχιστα ἐπουσιώδη καὶ
δευτερεύοντα, μὲ συνέπεια νὰ ὑπάρξει ἀναταραχὴ μεταξὺ τῶν πιστῶν, ποὺ ἔφθασε
μέχρι τὴν διακοπὴ τῆς μνημόνευσης τοῦ ὀνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἀπὸ
Ἁγιορεῖτες μοναχούς, ἀλλὰ καὶ κάποιων ἐπισκόπων ποὺ ὑπέγραψαν ἤ ὑποστήριξαν τὶς
ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου» ἤ ποὺ δὲν καταδικάζουν τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
καὶ τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, ὅπως αὐτὸ συμβαίνει στὴν Ρουμανία, στὴν Ἑλλάδα,
στὴν Ρωσία, ἰδιαίτερα στὴν Μολδαβία.
Ἐμεῖς, ὡς κληρικὸς
τῆς ἑνιαίας καὶ ὄχι ὁμοσπονδιακῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ ὡς διδάσκαλος τῆς
Θεολογίας, ἐπράξαμε πᾶν τὸ δυνατὸν πρὸ τῆς «Συνόδου» καὶ μετὰ τήν «Σύνοδο»,
ὥστε νὰ ἀποφευχθοῦν αἱρετίζουσες παρεκκλίσεις ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῶν Ἁγίων Πατέρων.
Ἐφθάσαμε καὶ μέχρι τὴν διακοπὴ τῆς μνημόνευσης τοῦ ὀνόματος τοῦ οἰκείου
ἐπισκόπου Θεσσαλονίκης Ἀνθίμου, ὁ ὁποῖος στὴν σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τὸν Νοέμβριο τοῦ 2016 ἀποδέχθηκε καὶ ἐπήνεσε τὶς
ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης καὶ διένειμε στὶς ἐνορίες τὸ συνοδικὸ
φυλλάδιο «Πρὸς τὸν Λαό», ποὺ παραπλανοῦσε τοὺς πιστοὺς πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς
ἀποδοχῆς τῆς «Συνόδου». Τώρα βρισκόμαστε ὑπὸ δικαστικὴ ἐπισκοπικὴ δίωξη μὲ ἀνυπόστατες
καὶ ψευδεῖς κατηγορίες, μολονότι σύμφωνα μὲ τὸν 15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας
Συνόδου ἐπὶ Μ. Φωτίου (861), αὐτὸς ποὺ διακόπτει τὴν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος
τοῦ αἱρετίζοντος ἐπισκόπου ὄχι μόνον δὲν πρέπει νὰ τιμωρεῖται, ἀλλὰ πρέπει καὶ
νὰ τιμᾶται, διότι ἀποτειχίζεται (= χωρίζεται) ὄχι ἀπὸ ἀληθινὸ ἐπίσκοπο, ἀλλὰ
ἀπὸ ψευδεπίσκοπο, καὶ δὲν προκαλεῖ σχίσμα, ἀλλὰ διασώζει τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὰ
σχίσματα καὶ τὶς αἱρέσεις2. Στὰ πλαίσια λοιπὸν αὐτοῦ τοῦ ἀγῶνος ἐναντίον τῆς
«Συνόδου» τῆς Κρήτης μὲ σειρὰ ὁμιλιῶν καὶ εἰσηγήσεων σὲ ἡμερίδες, συνέδρια καὶ
ἄλλες ἐκδηλώσεις ἔχουμε κρίνει ἐπανειλημμένως τὶς ἀποφάσεις τῆς Κρήτης. Ὅλα
αὐτὰ μάλιστα ἔχουν ἀποτελέσει ὑλικὸ τριῶν βιβλίων μας μὲ τοὺς ἑξῆς τίτλους: 1.
Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος. Πρέπει νὰ ἐλπίζουμε ἤ νὰ ἀνησυχοῦμε; (Θεσσαλονίκη
2016) 2. Ἡ διακονία μου στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίου Ἀντωνίου Θεσσαλονίκης. Ἀπάντηση
στὸν μητροπολίτη Θεσσαλονίκης (Θεσσαλονίκη 2017) καὶ 3. Μετὰ τὴν «σύνοδο» τῆς
Κρήτης. Ἡ διακοπὴ μνημοσύνου καὶ ἡ δικαστική μου δίωξη, Θεσσαλονίκη 2017. Εἰς
αὐτὰ προστέθηκε ἐσχάτως καὶ τὸ μικρὸ βιβλίο Δὲν εἶναι σχίσμα ἡ Ἀποτείχιση.
Ὀφειλόμενες ἐξηγήσεις (Θεσσαλονίκη 2017).
Τὴν καλύτερη πάντως
καὶ πιὸ πολύπλευρη ἀποτίμηση τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης εὑρίσκει κανεὶς στὸ
ὀγκῶδες διπλὸ τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ «Θεοδρομία» τῆς «Ἑταιρείας Ὀρθοδόξων
Σπουδῶν» (Ἰούλιος-Δεκέμβριος 2016, σελ. 353-704), ὅπου παρουσιάζονται οἱ μετὰ
τὴν «σύνοδο» ἐκτιμήσεις τῶν τεσσάρων ἐκκλησιῶν ποὺ δὲν ἔλαβαν μέρος στὶς
ἐργασίες της (Ἀντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας), ἑπτὰ ἀρχιερέων
(Καλαβρύτων Ἀμβροσίου, Μαυροβουνίου Ἀμφιλοχίου, Μπάτσκας Εἰρηναίου, Ναυπάκτου
Ἱεροθέου, Πειραιῶς Σεραφείμ, Κυθήρων Σεραφείμ, Γόρτυνος Ἰερεμίου), δεκαοκτὼ
κείμενα λοιπῶν κληρικῶν καὶ μοναχῶν καὶ δέκα κείμενα λαϊκῶν. Τὸ γενικὸ πνεῦμα
ὅλων αὐτῶν τῶν ἀποτιμήσεων εὑρίσκεται στὸν τίτλο τοῦ ἐξωφύλλου τοῦ μνημειώδους
αὐτοῦ τεύχους, ὁ ὁποῖος κραυγάζει ὅτι ἡ Σύναξη τῆς Κρήτης δὲν εἶναι «Οὔτε Ἁγία,
οὔτε Μεγάλη, οὔτε Σύνοδος». Εἶναι κρίμα ποὺ τὰ σπουδαῖα αὐτὰ κείμενα, ὡς
ἑλληνόγλωσσα, δὲν μποροῦν νὰ ἀναγνωσθοῦν ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀρχιερεῖς τῆς
Οἰκουμενικῆς Ὀρθοδοξίας.
Στὸ ἀνὰ χεῖρας
κείμενο θὰ προσπαθήσουμε σύντομα νὰ δείξουμε ὅτι ἡ ἐν λόγῳ σύναξη τῆς Κρήτης
εἶναι ξένο καὶ ἀποβλητέο σῶμα, διότι δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὴν συνοδικὴ
παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, οὔτε ὡς πρὸς τὸν τρόπο συγκλήσεως καὶ
λειτουργίας της, οὔτε ὡς πρὸς τὶς ἀποφάσεις της. Διακόπτει τὴν συνοδικὴ
διαδοχή, ἡ ὁποία καθιστᾶ τὶς συνόδους μιὰ ἀδιάσπαστη ἁλυσίδα ὅμοιων κατὰ πάντα
κρίκων, ἐπειδὴ ἀκολουθεῖ ἡ μεταγενέστερη ὅλες τὶς προηγούμενες, «ἑπομένη τοῖς
Ἁγίοις Πατράσι» καί «μὴ μεταίρουσα ὅρια, ἃ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν». Εἶναι
τέτοια ἡ συνοχὴ καὶ ἡ συμφωνία τῶν συνόδων μεταξύ τους, ὥστε, ὅπως ὀρθῶς
ἐλέχθη, φαίνονται ὡς ἐπὶ μέρους συνεδρίες μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς συνόδου. Ἐφ᾽ ὅσον
τὸ αὐτὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐπιστατεῖ καὶ φωτίζει τοὺς συνοδικοὺς ἀρχιερεῖς εἰς ὅλες
τὶς ἐποχές3, εἶναι εὔλογο καὶ αὐτονόητο ὅτι οἱ ἀποφάσεις θὰ ἔχουν ἑνότητα καὶ
συμφωνία, δὲν θὰ συγκρούονται οὔτε θὰ ἀλληλοαναιροῦνται, διότι δὲν εἶναι
δυνατὸν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ εἶναι ἀντίθετο μὲ τὸν ἑαυτό του. Στὴν ἀντίθετη
περίπτωση ἄλλο πνεῦμα, ἀντίθεο, καθοδηγεῖ τὶς ἐργασίες καὶ τὶς ἀποφάσεις4.
1. Ἀντισυνοδικὸς καὶ διαιρετικὸς ὁ τρόπος
προετοιμασίας καὶ λειτουργίας
α) Ἡ μακροχρόνια προετοιμασία σκόπιμη, ὥστε νὰ προχωρήσει ὁ
Οἰκουμενισμός
Γιὰ πρώτη φορὰ στὴν
συνοδικὴ ἱστορία καὶ παράδοση ὑπῆρξε τόσο μεγάλη σὲ χρονικὴ διάρκεια
προετοιμασία συνόδου καὶ τόσο πολλὲς προσυνοδικὲς Ἐπιτροπὲς καὶ Διασκέψεις,
ὅπως καὶ τόσο μεγάλος κατάλογος θεμάτων, ποὺ περιελάμβανε ἀρχικὰ ὑπερεκατὸ θέματα,
τὸ σύνολο σχεδὸν τῆς ἠθικῆς καὶ δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ
καταλήξει σὲ δέκα θέματα προεργασίας ἀπὸ τὶς διάφορες Ἐπιτροπὲς καὶ τελικὰ στὰ
ἕξη τῆς «Συνόδου». Ὅλες ὅμως οἱ σύνοδοι, οἰκουμενικὲς καὶ τοπικές, ἀμέσως μόλις
προέκυπτε ἕνα σοβαρὸ ποιμαντικὸ θέμα, ἰδιαίτερα ἂν ἐπρόκειτο γιὰ αἵρεση,
συνέρχονταν μὲ τὴν διαδικασία τοῦ ἐπείγοντος καὶ ἐντὸς ἡμερῶν, ἑβδομάδων ἤ τὸ
πολὺ μηνῶν, ἠσχολοῦντο μὲ τὴν ἐπίλυσή του, χωρὶς συγκρότηση προπαρασκευαστικῶν
καὶ προσυνοδικῶν Διασκέψεων καὶ μάλιστα τόσο μακροχρονίων. Ἡ συνοδικὴ ἀπαίτηση
γιὰ ἄμεση λύση ἐπειγόντων καὶ φλεγόντων θεμάτων καταγράφεται στὸν ΛΖ´ Κανόνα
τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὁ ὁποῖος ὁρίζει «δεύτερον τοῦ ἔτους σύνοδος γινέσθω τῶν
ἐπισκόπων, καὶ ἀνακρινέτωσαν ἀλλήλως τὰ δόγματα τῆς εὐσεβείας καὶ τὰς
ἐμπιπτούσας ἐκκλησιαστικὰς ἀντιλογίας διαλυέτωσαν». Οἱ Κανόνες τῶν Ἁγίων
Ἀποστόλων ἔχουν οἰκουμενικὸ κῦρος, διότι ἐπικυρώθηκαν ἀπὸ τὸν Β´ Κανόνα τῆς ΣΤ´
Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ἀπὸ τὸν Α´ τῆς Ζ´, καὶ ἐπιβάλλουν νὰ ἐπιλύονται τὰ
ἀνακύπτοντα προβλήματα ἄμεσα ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους, χωρὶς παρεμβολὴ Ἐπιτροπῶν καὶ
Διασκέψεων, χωρὶς ἐκπροσώπους.
Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ
20οῦ αἰῶνος, σχεδὸν ἀπὸ τὶς ἀρχές του, δύο φλέγοντα καὶ ἐπείγοντα θέματα ἔπρεπε
νὰ ἀντιμετωπισθοῦν. Οἱ σχέσεις μας μὲ τόν «λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον», ὅπως
οὐδέτερα καὶ εὐγενικὰ ὀνομάζουμε τώρα τὶς αἱρέσεις, τὶς ὁποῖες ἤδη τὸ 1920 τὸ
Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ὀνόμασε ἐκκλησίες μὲ τὴν γνωστὴ συνοδικὴ ἐγκύκλιο τοῦ
1920 «Πρὸς τὰς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ». Τὸ δεύτερο θέμα, ποὺ προκάλεσε
ὄχι ἁπλῶς «ἐκκλησιαστικὰς ἀντιλογίας», ἀλλὰ καὶ σχίσματα, ἐξακολουθεῖ δὲ μέχρι
καὶ σήμερα νὰ τραυματίζει καὶ νὰ διασπᾶ τὴν λειτουργικὴ καὶ ἑορτολογικὴ ἑνότητα
τῶν Ὀρθοδόξων, εἶναι ἡ ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση ποὺ ἀποφασίσθηκε ἀντισυνοδικὰ
χωρὶς πανορθόδοξη ἀπόφαση τὸ 1924 καὶ διήρεσε τοὺς Ὀρθοδόξους σὲ
Παλαιοημερολογίτες καὶ Νεοημερολογίτες, ἀφοῦ πολλὲς αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες καὶ
τὸ Ἅγιον Ὄρος δὲν ἀκολούθησαν τὸ Νέο ἀλλὰ κρατοῦν τὸ Παλαιὸ Ἡμερολόγιο.
Ἡ ἀναστάτωση καὶ οἱ
ἀντιλογίες ποὺ προεκλήθησαν, καὶ μάλιστα μὲ διακοπὲς μνημοσύνου τῶν οἰκείων
ἀρχιερέων, δὲν θὰ εἶχαν καταλήξει σὲ σχίσματα, ἂν, ὅπως ἐπιτάσσουν οἱ κανόνες,
συνερχόταν ἀμέσως Πανορθόδοξη Σύνοδος, τὴν ὁποίαν ὅλοι ὑπόσχονταν καὶ ἀνέμεναν
γιὰ τὴν ἐπίλυση τοῦ Ἡμερολογιακοῦ. Ἡ κατάσταση ἐχειροτέρευσε, ὅταν ἀπὸ τὴν
πατριαρχία τοῦ Ἀθηναγόρα (1948-1972) θέριεψε ὁ Οἰκουμενισμός, ποὺ ἐπιδιώκει τὴν
ἕνωση τῶν χριστιανικῶν «ἐκκλησιῶν» καὶ ὁμολογιῶν, δηλαδὴ τῶν αἱρέσεων, ὄχι μὲ
ἀποκήρυξη τῶν αἱρετικῶν τους διδασκαλιῶν καὶ ἐνσωμάτωση μὲ ἐπιστροφὴ στὴν
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλὰ διατηρουμένων τῶν αἱρέσεων θέλουν οἱ Οἰκουμενιστὲς νὰ
ἑνωθεῖ ἡ Ἐκκλησία μὲ αὐτές, ἐγκαταλείπουσα τὴν ἀποκλειστικότητα καὶ
μοναδικότητά της, διότι δῆθεν καμμία ἐκκλησία δὲν διαθέτει τὸ πλήρωμα τῆς
ἀληθείας, ἀλλὰ ὅλες ἔχουν μέρος αὐτῆς· καμμία δὲν εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ Μία,
Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ ὅλες ἀποτελοῦν κλαδιὰ τῆς
Ἐκκλησίας, κατὰ τὴν γνωστὴ προτεσταντική «Θεωρία τῶν κλάδων».
Ἡ τρομερὴ αὐτὴ
ἐκκλησιολογικὴ αἵρεση, ἡ χειρότερη ὅλων τῶν προηγουμένων αἱρέσεων, ἡ ὄντως
παναίρεση, ποὺ ἐκκλησιοποιεῖ τὶς αἱρέσεις προσφέρει δηλαδὴ ἐκκλησιαστικότητα
στὶς αἱρέσεις, παλαιὲς καὶ νέες, σχετικοποιεῖ καὶ περιφρονεῖ τὰ δόγματα τῆς
Ἐκκλησίας, ἀγνοεῖ τὶς διαφορὲς καὶ τὰ χωρίζοντα καὶ προβάλλει μόνον τὰ ἑνοῦντα,
ὥστε νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ συγκρητιστικὴ παγχριστιανικὴ καὶ στὴ συνέχεια
πανθρησκειακὴ ἑνότητα τοῦ Ἀντιχρίστου, ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπισθεῖ ἀμέσως, μὲ
πανορθόδοξη σύνοδο, ἐνῶ ζοῦσε ἀκόμη ὁ Ἀθηναγόρας, ὡς κατεπεῖγον καὶ φλέγον
θέμα, ἐπειδὴ ἔθιγε «τὰ δόγματα τῆς εὐσεβείας» κατὰ τὴν ἱεροκανονικὴ παράδοση
καὶ ὑπαγόρευση. Τότε ὅμως τὰ πράγματα ἦσαν δύσκολα γιὰ ὅσους προωθοῦσαν τὸν
Οἰκουμενισμό, διότι οὔτε ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ ἄλλων χωρῶν
οὔτε οἱ Θεολογικὲς Σχολὲς εἶχαν διαβρωθῆ ἀπὸ τὴν συγκρητιστικὴ αἵρεση.
Ἡ μακροχρόνια λοιπὸν
μὲ Ἐπιτροπὲς καὶ Διασκέψεις προσυνοδικὴ διαδικασία μὲ πολλὰ μάλιστα θέματα, τὰ
περισσότερα τῶν ὁποίων ἦσαν δευτερεύοντα καὶ λελυμένα μὲ συνοδικὲς ἀποφάσεις ἤ
ἀπὸ τὴν ὁμόφωνη διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀπέβλεπε ἀφ᾽ ἑνὸς μὲν νὰ ἐκτραπεῖ
τὸ ἐνδιαφέρον καὶ ἡ προσοχὴ ἀπὸ τὰ κύρια στὰ δευτερεύοντα, ἀφ᾽ ἑτέρου δὲ νὰ
δοθεῖ περισσότερος χρόνος στὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὥστε νὰ διαβρώσει
καὶ νὰ ἀλλοτριώσει τὶς ἱεραρχίες τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν καὶ νὰ παρασύρει μαζὶ
καὶ τοὺς καθηγητὰς τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν, ὅπερ καὶ ἐγένετο.
Ἔτσι τὸ μὲν ἐπεῖγον
καὶ φλέγον θέμα τοῦ Ἡμερολογίου, ἐνῶ παρέμεινε ἐγγεγραμμένο πρὸς συζήτηση καθ᾽
ὅλην τὴν διάρκεια τῶν προσυνοδικῶν Διασκέψεων, διεγράφη τὴν τελευταία στιγμή,
μόνο καὶ μόνο γιατὶ οὔτε οἱ τοῦ Παλαιοῦ οὔτε οἱ τοῦ Νέου Ἡμερολογίου ἐκκλησίες
ἦσαν διατεθειμένες νὰ ἀλλάξουν θέση· ἐὰν συνεζητεῖτο, θὰ ὁδηγοῦσε σὲ διενέξεις
καὶ πιθανὸν σὲ διάλυση τῆς «Συνόδου». Αὐτὸ ὅμως ἔπρεπε νὰ ἀποφευχθεῖ, γιὰ νὰ
ἐπιτευχθεῖ ὁ κύριος καὶ μοναδικὸς στόχος τῆς «Συνόδου», ἡ συνοδικὴ ἐπικύρωση
καὶ κατοχύρωση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὥστε νὰ μὴ τολμοῦν πλέον κάποιοι νὰ τὸν
ὀνομάζουν αἵρεση καὶ παναίρεση, ὅσοι δὲ ἐξακολουθοῦν νὰ τὸ πράττουν νὰ
κατηγοροῦνται ὡς ὑποκινοῦντες σχίσματα καὶ φατρίες, ὡς ἀνυπάκουοι καὶ
ἀνυπότακτοι, ἀφοῦ οὔτε τὶς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου» δὲν ἀποδέχονται. Ἔτσι, ἐνῶ
ἀπὸ τὸ ὑγιὲς πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ τὸ ἐξέφραζαν καὶ σύγχρονοι Ἅγιοι καὶ
Ὅσιοι Γέροντες, ἀναμενόταν ἐπὶ δεκαετίες ἡ καταδίκη τῆς παναιρέσεως τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ, ἡ μακροχρόνια διάρκεια τῆς προετοιμασίας προσέφερε στοὺς σχεδιαστὲς
τὸν ἀπαραίτητο χρόνο γιὰ νὰ προετοιμάσουν καὶ ἐπιβάλουν συνοδικὰ τὴν ἐπικύρωση
καὶ ἀποδοχή της.
β) Προσβολὴ τῆς ἰσότητας τῶν ἐπισκόπων καὶ καταρράκωση τῆς
συνοδικότητας
Ἄκρως ἀντισυνοδικός,
ἀντορθόδοξος, ὑποτιμητικὸς καὶ προκλητικός, μὲ τὴν ἴδια στόχευση, ἦταν καὶ ὁ
τρόπος συμμετοχῆς τῶν ἐπισκόπων. Σὲ μία γενικὴ καὶ πανορθόδοξη σύνοδο, ἡ ὁποία
μάλιστα εἶχε σχεδιασθῆ καὶ εἶχε θεωρηθῆ ὡς οἰκουμενικὴ καὶ αἰφνιδίως ἄλλαξε χαρακτήρα,
γιὰ λόγους ποὺ ἔχουμε ἀναπτύξει σὲ ἄλλες μελέτες5, ἔπρεπε νὰ συμμετάσχουν μὲ
πλήρη δικαιώματα λόγου καὶ ψήφου ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι τῆς ἀνὰ τὴν Οἰκουμένη
Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἂν στοὺς παλαιοὺς χρόνους προσεκαλοῦντο ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι,
καὶ μὲ τόσες συγκοινωνιακὲς δυσκολίες καὶ ἐπίπονα ταξίδια ἔπαιρναν μέρος
περισσότεροι τῶν ἑξακοσίων (600) ἐπισκόπων, εἶναι παντελῶς ἀδικαιολόγητη καὶ
σκόπιμη ἡ παρουσία ἀπὸ κάθε ἐκκλησία μικροῦ ἀριθμοῦ ἐπισκόπων καὶ ὄχι τοῦ
συνόλου αὐτῶν. Ἀπὸ τοὺς ὀκτακοσίους περίπου ἐπισκόπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
ἔλαβαν μέρος μόνον οἱ ἑκατὸν ἑξήντα, δηλαδὴ τὸ ἕνα πέμπτο, ἑπομένως
ἐκπροσωπήθηκε στὴ «Σύνοδο» μόνο ἐλάχιστο μέρος τῶν πιστῶν, διότι ὁ κάθε
ἐπίσκοπος ἐκπροσωπεῖ τοὺς πιστοὺς τῆς ἐπαρχίας του καὶ αὐτὸς γνωρίζει τὶς
ποιμαντικὲς ἀνάγκες καὶ τὰ προβλήματα τοῦ τόπου, τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ μεταφέρει
στὴν σύνοδο σχετικὰ μὲ τὰ συζητούμενα θέματα. Ἂν μάλιστα ληφθεῖ ὑπ᾽ ὄψιν ὅτι
στὴν «Σύνοδο» δὲν ἔλαβαν μέρος τέσσερις ἐκκλησίες μὲ σύνολο πιστῶν ποὺ
ὑπερβαίνει τὸ 70% τῶν Ὀρθοδόξων, τότε ἡ δι᾽ ἀντιπροσωπιῶν συμμετοχὴ κατεβαίνει
καὶ κάτω τοῦ ἑνὸς πέμπτου τοῦ συνόλου τῶν Ὀρθοδόξων, ἐκμηδενίζοντας τὸν δῆθεν
πανορθόδοξο χαρακτήρα τῆς «Συνόδου». Σημειωτέον ὅτι στὴν σύγχρονη Β´ Βατικάνεια
Σύνοδο τοῦ Παπισμοῦ (1963-1965) ἔλαβαν μέρος 2.500 ἐπίσκοποι. Τόσο πτωχὴ θέλουν
τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ἀνεπίσκοπη ὅσοι ἐσχεδίασαν τὴν ἐπιλεκτικὴ παρουσία
μικροῦ ἀριθμοῦ ἐπισκόπων;
Γνωρίζουμε πῶς ἔγινε
στὴν Ἑλλάδα ἡ ἐπιλογὴ τῶν ἐπισκόπων, πόσοι τρόποι ἐπιλογῆς προτάθηκαν, ποιοί
ἀπορρίφθηκαν καὶ ποιός τρόπος ἐπιλογῆς τελικὰ ἐπελέγη, ποὺ ἐξασφάλιζε τὴν κατὰ
πλειοψηφία μετάβαση στὴν «Σύνοδο» οἰκουμενιστῶν, φιλοοικουμενιστῶν ἤ ἀδιαφόρων
καὶ χειραγωγήσιμων ἐπισκόπων, γιὰ νὰ ἐξασφαλισθεῖ ἡ ὑποστήριξη τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ. Εἶναι βέβαιο πώς, ἂν παρίσταντο ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι, θὰ ἀκούγονταν
πολλὲς ὀρθόδοξες φωνές, ὅπως ἀκούσθηκαν στὴ σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας
τῆς Ἑλλάδος τὸ Μάϊο τοῦ 2016, πρὸ τῆς «Συνόδου», ποὺ καὶ αὐτὲς τὶς ἀχρήστευσαν
στὴ συνέχεια. Ὁ μικρὸς ἀριθμὸς ἐπισκόπων ἐξυπηρέτησε καὶ ἄλλον στόχο
ἐκκλησιαστικῆς πολιτικῆς, τὴν διατήρηση τοῦ Status Quo στὴν πρωτοκαθεδρία καὶ
ἱεράρχηση τῶν θρόνων, ὥστε νὰ ἀποκρυβεῖ ἡ δύναμη ποὺ ἔχει κάθε ἐκκλησία,
ἀντίστοιχη μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν πιστῶν καὶ κατ᾽ ἀναλογίαν τῶν ἐπισκόπων.
Ἡ ὑποτίμηση ὅμως καὶ
ἡ προσβολὴ τῆς ἰσότητος τῶν ἐπισκόπων, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἀποκλεισμὸ τῶν
περισσοτέρων ἀπὸ αὐτοὺς προσέλαβε ἄλλες, πολὺ χειρότερες, διαστάσεις, ποὺ
προσδίδουν στὰ τελεσθέντα καὶ πραχθέντα αἱρετικὲς ἀποκλίσεις ἐκκλησιολογικοῦ
περιεχομένου μὲ τὴν γιὰ πρώτη φορὰ στὴν συνοδικὴ ἱστορία ἀπόδοση ἁρμοδιοτήτων
πρωτείου στοὺς προκαθημένους τῶν Ὀρθοδόξων αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖοι
ὅπως ἐλέχθη ὀρθὰ ἀπὸ ἐπίσκοπο ποὺ συμμετεῖχε στὶς προσυνοδικὲς καὶ στὶς
συνοδικὲς ἐργασίες, ἐνήργησαν «ὡς συλλογικός τις πάπας»6. Συγκεκριμένα
ἐφευρέθηκε καὶ ἐνεργοποιήθηκε λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν «Σύνοδο» ὁ ἀμάρτυρος καὶ
ἄγνωστος θεσμὸς τῆς «Συνάξεως τῶν Προκαθημένων», τῶν πατριαρχῶν δηλαδὴ καὶ
ἀρχιεπισκόπων, οἱ ὁποῖοι συνήρχοντο καὶ ἀποφάσιζαν χωρὶς τὶς συνόδους τῶν
ἐκκλησιῶν τους. Καὶ θὰ μποροῦσε βέβαια νὰ δεχθεῖ κανεὶς ὅτι ἡ ἐπὶ τὸ αὐτὸ
συνάντηση καὶ ἀνταλλαγὴ γνωμῶν τῶν πρωθιεραρχῶν ἦταν ἄτυπη καὶ εἶχε
συμβουλευτικὸ χαρακτήρα, στὴν «Σύνοδο» ὅμως προσέλαβε θεσμικὸ χαρακτήρα καὶ
ἐτορπίλλισε κυριολεκτικὰ τὴν συνοδικότητα, βασικὸ γνώρισμα τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησιολογίας, διότι τὸ δικαίωμα ψήφου ἀφαιρέθηκε ἀπὸ τοὺς παρισταμένους
ἐπισκόπους, καὶ περιορίσθηκε μόνο στοὺς δεκατέσσερις προκαθημένους, ἐκ τῶν
ὁποίων παρόντες ἦσαν οἱ δέκα, ἀφοῦ τέσσερις αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες ἀπουσίαζαν.
Δὲν ἔφτανε τὸ ὅτι ἀπὸ τοὺς ὀκτακόσιους ἐπισκόπους ἔλαβαν μέρος μόνον οἱ ἑκατὸν
ἑξήντα, τώρα καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἐψήφισαν μόνον οἱ δέκα, δηλαδὴ τὸ ἕνα ὀγδοηκοστὸ
(1/80) τοῦ συνόλου τῶν ἐπισκόπων ποὺ ἔπρεπε νὰ ψηφίσουν τὰ ἑτοιμασθέντα
ἱεροκρυφίως κείμενα. Καὶ λέγεται αὐτὸ σύνοδος ἐπισκόπων καὶ μάλιστα
πανορθόδοξη; Ἔπαυσε πλέον νὰ ἰσχύει ἡ διαχρονικὴ συνοδικὴ ἀρχὴ «ἕνας ἐπίσκοπος
= μία ψῆφος» καὶ ἴσχυσε ἡ ἀρχὴ «μία αὐτοκέφαλη ἐκκλησία = μία ψῆφος», μὲ
ἀπόδοση οὐσιαστικοῦ πρωτείου ἐξουσίας στοὺς δεκατέσσερις προκαθημένους. Ἔτσι,
ἀντὶ γιὰ ἕνα πάπα ἡ «Σύνοδος» μᾶς ἐχάρισε δεκατέσσερις πάπες, ὅσοι καὶ οἱ
προκαθήμενοι, παρουσίασε δὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὄχι ὡς ἕνα ἑνιαῖο σῶμα, στὸ
ὁποῖο ἰσοτίμως καὶ ἀδιακρίτως μετέχουν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι, ἀσχέτως πρὸς τὸ
ἔθνος, τὸν τόπο, τὴν γλώσσα καὶ ἄλλα ἀνθρώπινα γνωρίσματα, ἀλλὰ ὡς μία
ὁμοσπονδία διαφορετικῶν ἐκκλησιῶν ἡ κάθε μία ἀπὸ τὶς ὁποῖες δικαιοῦται μία
ψῆφο. Αὐτὸ ποὺ παραδόθηκε καὶ διδάχθηκε μέχρι τώρα γιὰ τὴν ἰσότητα τῶν
ἐπισκόπων καταστρατηγήθηκε βάναυσα στήν «Σύνοδο», ὡς μία προετοιμασία γιὰ τὴν
ἀποδοχὴ τοῦ παπικοῦ πρωτείου, ἐφ᾽ ὅσον πλέον δὲν ἰσχύει τὸ πρωτεῖο τιμῆς καὶ
ἁπλῆς πρωτοκαθεδρίας, τό «πρῶτος μεταξὺ ἴσων» (primus inter pares), ἀλλὰ τὸ
πρωτεῖο ἐξουσίας, τό «πρῶτος ἄνευ ἴσων» (primus sine paribus), ποὺ
ὑποστηρίζεται καὶ ἀπὸ «φωστῆρες» τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως.
Δικαιολογημένα γι᾽
αὐτὸ ἀντέδρασαν πολλοὶ ἐπίσκοποι γιὰ τὴν προσβολὴ αὐτὴ τῆς ἰσότητος τῶν
ἐπισκόπων. Μνημονεύσαμε ἤδη τὸν ἐπίσκοπο τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας Μπάτσκας
Εἰρηναῖο (Μπούλοβιτς), ὁ ὁποῖος ἐκτιμᾶ ὅτι ἡ διαδικασία αὐτὴ τῆς ἐπιλογῆς
μικροῦ ἀριθμοῦ ἐπισκόπων καὶ ὁ περιορισμὸς τοῦ δικαιώματος ψήφου μόνον στοὺς
προκαθημένους ἀλλάσσει καὶ ἀλλοιώνει τὸν χαρακτήρα τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης,
τὴν ὑποβιβάζει ἀπὸ ἀληθινὴ πανορθόδοξη σύνοδο «εἰς σύναξιν Προκαθημένων ἐχόντων
ἁπλῶς διευρυμένας συνοδείας»7. Στὸ ἴδιο μῆκος κύματος καὶ ὁ μητροπολίτης
Πειραιῶς Σεραφεὶμ δηλώνει ὅτι διαφωνεῖ μὲ τὴν συνοδικὴ διαδικασία «ποὺ
προσβάλλει τὸ Ἐπισκοπικὸν Ὑπούργημα καὶ μεταβάλλει τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο
σὲ οὐσιαστικὰ διευρυμένη Σύνοδο Προκαθημένων ποὺ προδήλως παραβιάζει τὸν 34ο
Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, διότι εἶναι κανονικῶς ἀπαράδεκτον νὰ ἀκυρώνεται ἡ
ψῆφος κάθε ἐπισκόπου καὶ ἡ ἐλευθέρα ἔκφρασις τῆς γνώμης του καὶ νὰ
ὁμογενοποιεῖται ἀντικανονικῶς ἡ ψῆφος τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας»8. Τὴν ἴδια
διαμαρτυρία ἐξέφρασαν πρὸ τῆς «Συνόδου» καὶ ἄλλοι ἀρχιερεῖς, μεταξὺ τῶν ὁποίων
οἱ Λεμεσοῦ Ἀθανάσιος καὶ Κυθήρων Σεραφείμ9. Κάποιοι μάλιστα ἀρνήθηκαν νὰ πάρουν
μέρος στήν «Σύνοδο», διότι χωρὶς δικαίωμα ψήφου θὰ ἦσαν ἁπλῶς διακοσμητικὰ
στοιχεῖα σὲ ρόλο γλάστρας, ὅπως χαρακτηριστικὰ εἶπε ὁ μητροπολίτης Φλωρίνης
Θεόκλητος. Τελικῶς τὸ ἑνιαῖο καὶ μὲ ἴσα δικαιώματα σῶμα τῶν ἐπισκόπων
διαιρέθηκε σὲ τέσσερις ἄνισες κατηγορίες: α) Ὁ Οἰκουμενικὸς πατριάρχης, ὡς
πρῶτος τῶν πρώτων, μὲ διολίσθηση ἀπὸ τὸ πρωτεῖο τιμῆς στὸ πρωτεῖο ἐξουσίας β)
Οἱ Προκαθήμενοι τῶν λοιπῶν αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν μὲ δικαίωμα ψήφου στὴν
«Σύνοδο», ὅπως καὶ ὁ Οἰκουμενικός, καὶ μὲ τὴν ἴδια διολίσθηση τοῦ πρωτείου γ)
οἱ ἐπίσκοποι ποὺ συμμετεῖχαν στήν «Σύνοδο» χωρὶς ψῆφο καὶ δ) οἱ ἐπίσκοποι ποὺ
δὲν ἔλαβαν μέρος, γιατὶ ἀποκλείσθηκαν10.
Ἡ ἄνευ ψήφου παρουσία
τῶν ἐπισκόπων στὴν «Σύνοδο» ἐδημιούργησε καὶ ἄλλες ἀντισυνοδικὲς ἐκτροπὲς καὶ
παραλογισμούς, διότι, μολονότι δὲν εἶχαν δικαίωμα ψήφου γιὰ τὰ ἐγκρινόμενα
κείμενα, ἐκαλοῦντο νὰ τὰ ὑπογράψουν στὴ συνέχεια, ἐφ᾽ ὅσον τὰ ἐψήφισε ὁ προκαθήμενος
τῆς τοπικῆς τους ἐκκλησίας. Παρατηρήθηκε γι᾽ αὐτὸ τὸ φαινόμενο κάποιοι
ἐπίσκοποι νὰ ἀρνηθοῦν νὰ ὑπογράψουν κείμενα μὲ τὰ ὁποῖα δὲν συμφωνοῦσαν, ὅπως
τὸ περιβόητο κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν
χριστιανικὸν κόσμον», ἔστω καὶ ἂν ἡ ἐκκλησία τους τὰ εἶχε δεχθῆ μὲ τὴν ψῆφο τοῦ
προκαθημένου της, ὅπως οἱ τέσσερις ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου (Λεμεσοῦ
Ἀθανάσιος, Μόρφου Νεόφυτος, Ἀμαθοῦντος Νικόλαος, Λήδρας Ἐπιφάνιος), ὁ
μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ δεκαεπτὰ (17)
ἐπίσκοποι τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν 25μελὴ ἀντιπροσωπία τους. Ἡ μικρὴ αὐτὴ
καὶ ἀξιέπαινη ἀντίδραση δὲν ἔφερε τὸ παραμικρὸ θετικὸ ἀποτέλεσμα· ἀντίθετα
προκάλεσε ὀδυνηρὲς καὶ τραγελαφικὲς συμπεριφορές, διότι γιὰ μὲν τοὺς Κυπρίους
ὑπέγραψε «ἀντ᾽ αὐτῶν», δικτατορικῷ τῷ τρόπῳ, χωρὶς ἐξουσιοδότηση, ὁ
ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος, ὁ Ναυπάκτου ὑπέστη προπηλακισμοὺς καὶ
ὑβριστικὴ συμπεριφορὰ ἀπὸ Ἑλλαδίτες συνεπισκόπους του, ὅπως ὁ ἴδιος ἐδήλωσε, οἱ
δὲ Σέρβοι ποὺ κατὰ πλειοψηφίαν ἀπέρριψαν τὸ κείμενο βρέθηκαν ἀνίσχυροι πρὸ τῆς
μιᾶς ψήφου τοῦ προκαθημένου τους· ἡ ψῆφος καὶ ἡ γνώμη τοῦ ἑνὸς ὑπερίσχυσε τῆς
γνώμης τῶν περισσοτέρων. Εἰς μάτην ὁ μητροπολίτης Μαυροβουνίου Ἀμφιλόχιος καὶ ὁ
ἐπίσκοπος Μπάτσκας Εἰρηναῖος ἐζήτησαν ἀπὸ τὸν οἰκουμενικὸ πατριάρχη
Βαρθολομαῖο, τὸν καὶ πρόεδρο τῆς «Συνόδου», πρὸ τοῦ συνοδικοῦ ἀδιεξόδου ὡς πρὸς
τὸ περιλάλητο κείμενο νὰ ἀναβληθεῖ ἡ ἔγκριση καὶ ἡ ὑπογραφή του11. Αὐτὸ ὅμως
καθιέρωνε καὶ ἐπεκύρωνε τὸν Οἰκουμενισμὸ μὲ συνοδικὴ σφραγίδα, καὶ ὅλη ἡ
διαδικασία, ὅλες οἱ μεθοδεύσεις εἰς αὐτὸ ἀπέβλεπαν. Δὲν ἔπρεπε νὰ χαθεῖ αὐτὴ ἡ
εὐκαιρία. Ἡ συνοδικότητα καταρρακώθηκε καὶ μαζί της τραυματίσθηκε βαθιὰ ἡ
ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Δὲν ἦταν μήπως
καλοστημένη μεθόδευση ἡ πρόβλεψη τοῦ Κανονισμοῦ λειτουργίας τῆς «Συνόδου»,
σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία οἱ προτάσεις βελτιώσεως καὶ διορθώσεως τῶν κειμένων ποὺ θὰ
ὑπέβαλαν οἱ ἐκκλησίες, συνοδικὰ μάλιστα ἀποφασισμένες, γιὰ νὰ γίνουν δεκτές,
ἔπρεπε νὰ συμφωνοῦν ὅλοι; Καὶ μία μόνον διαφωνία ἂν προεβάλλετο, ἀπορριπτόταν ἡ
βελτίωση. Εἶχαν δυστυχῶς τὴν αὐταπάτη πολλοὶ ὅτι τὰ προσυνοδικὰ κείμενα, ποὺ
εἶχαν ἑτοιμασθῆ μὲ οἰκουμενιστικὴ κατεύθυνση, στὴν «Σύνοδο» θὰ μποροῦσαν νὰ
διορθωθοῦν, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἔλαβαν μέρος. Ἀπογοητεύθηκαν ὅμως καὶ διαψεύσθηκαν
οἰκτρά, διότι ὅλες οἱ διορθώσεις ποὺ ὑπέβαλαν ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, τὸ Ἅγιον
Ὄρος καὶ ἄλλες Ἐκκλησίες πρὸς τὴν κατεύθυνση νὰ μὴν ἐνισχυθεῖ καὶ ἐπικυρωθεῖ ὁ
Οἰκουμενισμός, ἀπορρίφθηκαν ἀμέσως. Κάποιος ἀπὸ τὴν οἰκουμενιστικὴ παρέα
ἀνελάμβανε νὰ διαφωνήσει, καὶ ἔτσι ἡ πρόταση ἀπορριπτόταν, γιατὶ δὲν συμφωνοῦσαν
ὅλοι, γιατὶ διαφωνοῦσε ἕνας. Καὶ τὸ ἐρώτημα ποὺ χρειάζεται ἀπάντηση εἶναι: Ποῦ
ἐνεργοῦσε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, στὴν βελτιωτικὴ πρόταση, ποὺ εἶχε πίσω της συνοδικὴ
ἀπόφανση, καὶ μάλιστα ὁμόφωνη, ὅπως στὶς προτάσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἤ
στὴν αἱρετίζουσα διαφωνία τοῦ ἑνὸς καὶ στὴν ἀδιαμαρτύρητη ἀποδοχή της; Γιὰ τὴν
ἐπίφαση πάντως ἀντικειμενικότητας κάποιες προτάσεις σὲ δευτερεύοντα ἀκίνδυνα
θέματα ἔγιναν δεκτές, ὅσες δὲν ἔπλητταν τὸν κύριο στόχο τῆς «Συνόδου» τὴν
εἰσαγωγὴ τῆς παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέσα στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ ἴδιος ὁ Κανονισμὸς
λειτουργίας τῆς «Συνόδου» εἶναι ἀντιαποστολική, ἀντισυνοδικὴ καὶ ἀντιπατερικὴ
πράξη. Δὲν ἔχει προηγούμενο στὴν συνοδικὴ ἱστορία ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Ἀποστολικῆς
Συνόδου τῶν Ἱεροσολύμων καὶ εἰς ὅλες τὶς μετέπειτα συνόδους, οἰκουμενικὲς καὶ
τοπικές. Μπορεῖ κάποιος ἐρευνητὴς νὰ μᾶς ὑποδείξει παρόμοιο Κανονισμό, στὸν
ὁποῖο στηρίχθηκε ὁ Κανονισμὸς τοῦ Κολυμπαρίου; Πάντως, ὅπου ὁ Κανονισμὸς δὲν
εἶχε προβλέψει κάποια προβλήματα ἤ δὲν εὐνοοῦσε κάποιες καταστάσεις, δὲν ἐδίσταζαν
οἱ ἰθύνοντες νὰ παραβοῦν τὸν Κανονισμὸ ποὺ οἱ ἴδιοι συνέταξαν. Κραυγαλέο
παράδειγμα ἡ προβλεπόμενη ἀπὸ τὸν Κανονισμὸ ἀρχὴ τῆς ὁμοφωνίας, σύμφωνα μὲ τὴν
ὁποία «ἅπασαι αἱ ἀποφάσεις, κατὰ τὴν Σύνοδον καὶ κατὰ τὸ προπαρασκευαστικὸν
αὐτῆς στάδιον, λαμβάνονται καθ᾽ ὁμοφωνίαν». Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας εἶχε
ζητήσει ἀναβολὴ τῆς «Συνόδου», μέχρις ὅτου ἐπιτευχθεῖ ὁμοφωνία σὲ θέματα ποὺ
ἔθετε. Δὲν ἐψήφισε μάλιστα οὔτε τὸν Κανονισμὸ τῆς «Συνόδου». Προστέθηκαν δὲ στὴ
συνέχεια καὶ οἱ ἐκκλησίες Ρωσίας, Βουλγαρίας καὶ Γεωργίας. Καὶ διερωτᾶται
εὔλογα τὸ Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας: «Πῶς ἐπιτυγχάνεται ἡ ὁμοφωνία στὴν Κρήτη μὲ
τὴν ἀπουσία τεσσάρων Ὀρθοδόξων αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν»;12
2. Τὰ κύρια καὶ τὰ δευτερεύοντα θέματα τῆς «Συνόδου»
Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ
παρουσιάσει καὶ πολλὲς ἄλλες θλιβερὲς πτυχὲς ὡς πρὸς τὴν διαδικασία
προετοιμασίας καὶ λειτουργίας τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης, ἂν μάλιστα κάνει τὸν
κόπο νὰ ἐρευνήσει τὴν σχετικὴ βιβλιογραφία. Ἐμεῖς θὰ ἀρκεσθοῦμε εἰς αὐτά, γιατὶ
δείχνουν ὁλοφάνερα ὅτι δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὶς προηγούμενες ὀρθόδοξες
συνόδους, διακόπτει τὴν διαδοχὴ τῶν συνόδων, δὲν ἀκολουθεῖ τὸ «ἑπόμενοι
τοῖς θείοις Πατράσι», εἶναι ξένο καὶ ἀπόβλητο σῶμα. Εἶναι ἄλλου εἴδους σύνοδος,
«διαφορετικὸ εἶδος συνόδου», ὅπως μὲ εἰλικρίνεια καὶ καύχηση παραδέχθηκε μέσα
στὴν «Σύνοδο» ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας Ἀναστάσιος. Ὄντως, δὲν εἶναι ὀρθόδοξη
σύνοδος, ἀλλὰ οἰκουμενιστική, σύνοδος ὄχι τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ τῆς παναιρέσεως
τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Πολὺ χειρότερη εἶναι ἡ κατάσταση, ἂν ἀποβλέψει κανεὶς ὄχι
εἰς τὸ σῶμα τῆς «Συνόδου», ὅπως κάναμε μέχρι τώρα μὲ τὰ ἐξωτερικά της
γνωρίσματα, ἀλλὰ εἰς τὸ πνεῦμα τῆς «Συνόδου», εἰς τὰ κείμενα δηλαδὴ ποὺ ἔκρινε
καὶ εἰς τὸ ποιμαντικὸ καὶ ἐκκλησιολογικό τους περιεχόμενο, ἰδιαίτερα στὸ ἕνα ἐξ
αὐτῶν ποὺ ἀκυρώνει καὶ ἀχρηστεύει καὶ τὰ ὑπόλοιπα.
α) Τὰ περισσότερα θέματα ἦσαν λελυμένα
Ὅπως ἤδη ἔχομε γράψει
ἡ προετοιμασία τῆς «Συνόδου» ξεκίνησε μὲ τὴν ἐγγραφὴ στὸν Κατάλογο μεγάλου
ἀριθμοῦ θεμάτων ποὺ ἐθύμιζε πανεπιστημιακὰ ἐγχειρίδια Δογματικῆς, Ἠθικῆς, Κανονικοῦ
Δικαίου, Λειτουργικῆς καὶ ἄλλων ἀκαδημαϊκῶν μαθημάτων. Χρειάσθηκαν χρόνια γιὰ
νὰ κατανοηθεῖ ἡ λανθασμένη ἐπιλογὴ καὶ ἡ ἀντισυνοδικὴ μεθοδολογία, καὶ νὰ
περιορισθοῦν εἰς δέκα τὰ ὑπὸ ἐξέτασιν θέματα μὲ ἀπόφαση τῆς Α´ Προσυνοδικῆς
Πανορθόδοξης Διάσκεψης (Γενεύη 1976). Αὐτὰ ἦσαν τὰ ἑξῆς: α) Ὀρθόδοξη Διασπορά·
β) Τὸ Αὐτοκέφαλο καὶ ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ· γ)Τὸ Αὐτόνομο καὶ ὁ τρόπος
ἀνακηρύξεως αὐτοῦ· δ) Δίπτυχα· ε) Τὸ ζήτημα τοῦ κοινοῦ ἡμερολογίου καὶ τοῦ
κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα· στ) Κωλύματα γάμου· ζ) Ἀναπροσαρμογὴ τῶν περὶ
νηστείας ἐκκλησιαστικῶν διατάξεων· η) Σχέσεις Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πρὸς τὸν
λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον· θ) Ὀρθοδοξία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνησις· ι) Συμβολὴ
τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στὴν ἐπικράτηση τῶν χριστιανικῶν ἰδεωδῶν
τῆς εἰρήνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης μεταξὺ τῶν λαῶν καὶ
ἄρσιν τῶν φυλετικῶν διακρίσεων.
Τελικῶς ἀπὸ τὰ δέκα
θέματα ἀφαιρέθηκαν προσυνοδικὰ καὶ ἐξέπεσαν ἀπὸ τὸν Κατάλογο τὰ δύο θέματα γιὰ
τὸ Αὐτοκέφαλο καὶ τὰ Δίπτυχα μὲ ἀπόφαση τῆς Ε´ Προσυνοδικῆς Διάσκεψης (Γενεύη,
Ὀκτώβριος 2015), ἐπειδὴ δὲν ἐπιτυγχανόταν ὁμοφωνία, τὸ δὲ σπουδαῖο καὶ
σημαντικὸ θέμα «Ὀρθοδοξία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνησις» συγχωνεύθηκε μὲ τὸ θέμα
«Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον» στὴν ἴδια
Διάσκεψη. Ἀπέμειναν ἔτσι ἑπτὰ θέματα καὶ τελικῶς ἕξι, διότι στὴν «Σύναξη
Προκαθημένων» στὴν Γενεύη τὸν Ἰανουάριο τοῦ 2016 ἀφαιρέθηκε καὶ τὸ ἐπίσης
σημαντικὸ καὶ φλέγον θέμα τοῦ Ἡμερολογίου καὶ τοῦ Πασχαλίου, ποὺ καὶ μόνο του
θὰ δικαιολογοῦσε τὴν σύγκληση Πανορθοδόξου Συνόδου. Εἶχαν οἱ προκαθήμενοι γιὰ
τὴν ἀφαίρεση τοῦ Ἡμερολογιακοῦ συνοδικὴ ἐξουσιοδότηση ἤ ἐνήργησαν βάσει τοῦ
πρωτείου τους (ipso jure); Ἀπέμειναν ἔτσι γιὰ τὴν «Σύνοδο» ἕξι θέματα, τὰ ἑξῆς:
α) Ἡ σπουδαιότης τῆς νηστείας καὶ ἡ τήρησις αὐτῆς σήμερον· β) Σχέσεις τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον· γ) Τὸ Αὐτόνομον καὶ ὁ
τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ· δ) Ἡ Ὀρθόδοξος Διασπορά· ε) Τὸ Μυστήριον τοῦ Γάμου
καὶ τὰ κωλύματα αὐτοῦ καὶ στ) Ἡ ἀποστολὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τὸν σύγχρονον
κόσμον.
Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν
ἐργασιῶν τῆς «Συνόδου» τὰ πέντε ἀπὸ τὰ ἕξι θέματα συζητήθηκαν χωρὶς ἰδιαίτερα
προβλήματα καὶ ἀντιρρήσεις ἀπὸ τὸ ἀπόγευμα τῆς Δευτέρας (20 Ἰουνίου) μέχρι τὸ
μεσημέρι τῆς Πέμπτης (23 Ἰουνίου). Τελευταῖο ἀφέθηκε τὸ σημαντικώτερο θέμα
«Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον», στὸ
ὁποῖο εἶχε ἐνσωματωθεῖ καὶ μεγάλο μέρος τοῦ προσυνοδικοῦ κειμένου ἀπὸ τὸ
διαγραφὲν θέμα «Ὀρθοδοξία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνησις», δηλαδὴ ἡ στάση μας ἀπέναντι
στὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Εἶναι ἡ καρδιά, τὸ κέντρο τῆς
«Συνόδου», ἡ αἰτία τῆς συγκλήσεώς της, ὁ λόγος τῆς ὑπάρξεώς της. Αὐτὸ φάνηκε
καὶ ἀπὸ τὶς ἐντάσεις καὶ ἐνστάσεις ποὺ παρουσιάσθηκαν κατὰ τὴν συζήτησή του,
ποὺ κράτησε ἀπὸ τὸ ἀπόγευμα τῆς Πέμπτης, ὁλόκληρη τὴν Παρασκευὴ καὶ τὸ Σάββατο
(25 Ἰουνίου), χωρὶς νὰ ὁλοκληρωθεῖ καὶ χωρὶς νὰ ὑπογραφεῖ ἀπὸ πολλούς, ἀπὸ τὸ
ὑποβληθὲν αἴτημα γιὰ ἀναβολὴ τῆς ἐγκρίσεώς του, ἀπὸ τὶς πιέσεις καὶ τοὺς
προπηλακισμοὺς εἰς βάρος ἐπισκόπων, μελῶν, ἐπειδὴ δὲν ἐδέχοντο βασικὲς θέσεις
του, ἀπὸ τὸν μεγάλο ἀριθμὸ ἐπισκόπων ποὺ ἀρνήθηαν νὰ τὸ ὑπογράψουν, γιατὶ
ἐπικύρωνε τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀπὸ τὸ ὅτι καὶ προσυνοδικὰ τὸ
κείμενο αὐτὸ ἦταν ἡ αἰτία τῶν ἀντιδράσεων τοῦ ὑγιοῦς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας,
ἀλλὰ καὶ ὁ βασικὸς λόγος τῆς ἀπουσίας τῶν τεσσάρων ἐκκλησιῶν, ὅπως καὶ τῆς
διακοπῆς μνημοσύνου ὅσων ἐπισκόπων ὑπέγραψαν ἤ δέχθηκαν τὶς ἀποφάσεις τῆς
«Συνόδου», ἡ ὁποία ἐξ αἰτίας τῆς ἐγκρίσεως τοῦ αἱρετικοῦ αὐτοῦ κειμένου
δικαιολογημένα πλέον καλεῖται ψευδοσύνοδος, παρόμοια πρὸς τὴν ψευδοσύνοδο
Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439). Καὶ μόνο τὸ γεγονὸς ὅτι μία ἀντιπροσωπία
αὐτοκέφαλης ἐκκλησίας, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, κατὰ πλειοψηφίαν, δεκαεπτὰ
(17) ἀπὸ τοὺς εἰκοσιπέντε (25), δὲν ὑπέγραψε τὸ κείμενο, τὸ καθιστᾶ ἄκυρο καὶ
ἀπορριπτέο καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸ ὅλη τή «Σύνοδο», γιατὶ αὐτὸ ἦταν ἡ καρδιά, τὸ
κέντρο καὶ ἡ αἰτία της. Ὅπως γράφει ὁ Σέρβος ἐπίσκοπος Μπάτσκας Εἰρηναῖος, τὸ
κείμενο αὐτό, ἐκτὸς τῆς πλειονότητος τῶν Σέρβων ἐπισκόπων, δὲν τὸ ὑπέγραψαν καὶ
πολλοὶ ἄλλοι ἐπίσκοποι. «Τοῦτο κατὰ συνέπειαν εἶναι ἄκυρον, ἐφ᾽ ὅσον, συνῳδὰ τῇ
ἀπὸ τοῦ 1961 ἰσχυούσῃ ἀρχῇ τῆς ὁμοφωνίας καὶ εἷς ἀρχιερεὺς νὰ μὴ ὑπογράψῃ (ἐνῶ
ἀπαιτεῖται ἡ ὑπογραφή του!), τὸ ἔγγραφον εἶναι ἀνυπόστατον»13.
Δὲν μειώνουμε τὴν
σπουδαιότητα τῶν ἄλλων θεμάτων, ἡ ἔγκριση τῶν ὁποίων συνοδεύεται βέβαια ἀπὸ
σημαντικὰ λάθη καὶ ἀντικανονικὲς ρυθμίσεις, δὲν περικλείει ὅμως σωτηριολογικοὺς
κινδύνους, ὅπως τὸ θέμα τῶν σχέσεων τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὶς αἱρέσεις, ἡ ἀποδοχὴ
νέας αἱρετικῆς ἐκκλησιολογίας, ἡ εἰσαγωγὴ τῆς ἐπικίνδυνης παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
μέσα στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, τῶν λύκων μέσα στὴν αὐλὴ τῶν προβάτων. Καὶ εἰς τὸ
πολὺ καλὸ κείμενο γιὰ τὴν σπουδαιότητα τῆς νηστείας θὰ μποροῦσε νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ
διεύρυνση τῶν λόγων ποὺ ἀσκεῖται ἡ οἰκονομία, γιὰ νὰ μὴ παραβαίνονται οἱ Ἱεροὶ
Κανόνες, νὰ μὴ ἀθετοῦνται «οἱ τὰ πάντα καλῶς διαταξάμενοι Ἅγιοι Πατέρες», καὶ
μειώνεται ὁ ζῆλος γιὰ τὰ μεγάλα κατορθώματα τῆς νηστείας ποὺ ἐπιτέλεσαν μεγάλοι
νηστευτὲς Ἅγιοι. Σὲ ἐποχὴ ὑπερκατανάλωσης ὑλικῶν ἀγαθῶν καὶ προγραμμάτων
ὑγιεινῆς διατροφῆς γιὰ τοὺς ὑπέρβαρους, ἡ αὐστηρότης τῆς νηστείας πρέπει νὰ
ἐνισχυθεῖ καὶ ὄχι νὰ μειωθῆ.
Σοβαρότερες εἶναι οἱ
παρεκκλίσεις στὸ θέμα τοῦ Μυστηρίου τοῦ Γάμου καὶ τῶν κωλυμάτων αὐτοῦ καὶ εἶναι
ἀπόλυτα δικαιολογημένη ἡ Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας γιὰ τὴν ἰσχυρή της ἀντίδραση.
Ἄσκηση οἰκονομίας, ὥστε νὰ ἐπιτρέπονται οἱ μεικτοὶ γάμοι μὲ ἑτεροδόξους
αἱρετικούς, δὲν δικαιολογεῖται, διότι ὑπάρχει Κανών (νόμος) ὁ 72ος τῆς
Πενθέκτης (Στ´) Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος ἀπαγορεύει αὐστηρὰ τὴν τέλεση
μεικτοῦ γάμου· σὲ περίπτωση ποὺ θὰ τελεσθεῖ πρέπει νὰ διαλύεται, οἱ δὲ
παραβάτες νὰ ἀφορίζονται: «Μὴ ἐξέστω ὀρθόδοξον ἄνδρα αἱρετικῇ συνάπτεσθαι
γυναικί, μήτε μὴν αἱρετικῷ ἀνδρὶ γυναῖκα ὀρθόδοξον συζεύγνυσθαι, ἀλλ᾽ εἰ καὶ
φανείη τι τοιοῦτον ὑπό τινος τῶν ἁπάντων γινόμενον, ἄκυρον τὸν γάμον ἡγεῖσθαι,
καὶ τὸ ἄθεσμον διαλύεσθαι συνοικέσιον· οὐ γὰρ χρὴ τὰ ἄμικτα μιγνύναι, οὐδὲ τῷ
προβάτῳ τὸν λύκον συμπλέκεσθαι, καὶ τῇ τοῦ Χριστοῦ μερίδι τὸν τῶν ἁμαρτωλῶν
κλῆρον. Εἰ δὲ παραβῇ τις τὰ παρ᾽ ἡμῶν ὁρισθέντα, ἀφοριζέσθω». Δὲν ἀφήνει ὁ
Ἱερὸς Κανὼν κανένα περιθώριο ἀσκήσεως οἰκονομίας, διότι, ἐκτὸς τοῦ ὅτι ἡ
οἰκονομία ἔχει πάντοτε προσωρινὸ χαρακτήρα, καὶ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει στὸν
γάμο, ὑπάρχουν σοβαρὰ θέματα, θέματα πίστεως, καὶ ἡ αἵρεση εἶναι θέμα πίστεως,
ὅπου δὲν μπορεῖ νὰ γίνει οἰκονομία καὶ συγκατάβαση· «οὐ χωρεῖ συγκατάβασις εἰς
τὰ τῆς πίστεως», οὔτε ὅπως σοφὰ καὶ θεοφώτιστα λέγει ὁ Κανὼν νὰ ἀναμειγνύουμε
τὰ ἄμικτα, τὴν ἀλήθεια μὲ τὴν πλάνη, τὴν Ὀρθοδοξία μὲ τὴν αἵρεση, νὰ ἑνώνουμε
τοὺς λύκους μὲ τὰ πρόβατα. Ἦταν μάλιστα πολὺ καλὴ εὐκαιρία κατὰ τὴν συζήτηση
τοῦ θέματος τοῦ γάμου νὰ ὑπάρξει ρητὴ καὶ ἔντονη καταδίκη τοῦ Σοδομισμοῦ, τῆς
Ὁμοφυλοφιλίας, ἡ ὁποία ὡς θύελλα ἐνισχυόμενη ἀπὸ ἀντίχριστες δυνάμεις,
ἀνατρέπει τὴν ἀνθρώπινη ὀντολογία, τῆς ὁποίας βασικὸ γνώρισμα εἶναι ἡ διάκριση
εἰς ἄρσεν καὶ θῆλυ, προσβάλλει τὴν φύση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸ ἔργο τοῦ Δημιουργοῦ
Θεοῦ καὶ ἀρνεῖται τὴν διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου ἐναντίον τοῦ φρικτοῦ αὐτοῦ
ἁμαρτήματος. Οἱ ὑποτονικὲς ἀντιδράσεις ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
ἀπέναντι στὶς παρελάσεις ὑπερηφανείας τῶν Ὁμοφυλοφίλων (Gay Pride), στὴν ψήφιση
ἀπὸ τὴ Βουλὴ τοῦ «Συμφώνου Συμβίωσης» τῶν Ὁμοφυλοφίλων καὶ ἐσχάτως τοῦ Νόμου
γιὰ τὴν ἀλλαγὴ φύλου ἀπὸ τὴν ἡλικία τῶν 15 ἐτῶν, δείχνουν ὅτι ἡ ἠθικὴ κατάπτωση
καὶ παρακμὴ συμπαρασύρουν καὶ πολλοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ἡγέτες, οἱ ὁποῖοι ἔχουν
χάσει πλέον τὰ ὀρθὰ κριτήρια, ὥστε νὰ διακρίνουν τοὺς ἠθικοὺς καὶ πνευματικοὺς
κινδύνους καὶ νὰ προστατεύουν τὰ ποίμνια ποὺ τοὺς ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός· αὐτὴ
ὅμως εἶναι ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη καὶ ὄχι ὁ ὑποκριτικὸς ἀγαπισμὸς τοῦ δαιμονοκίνητου
Οἰκουμενισμοῦ, ποὺ δικαιολογεῖ ἀκόμη καὶ τὸν γάμο τῶν Ὁμοφυλοφίλων καὶ τοὺς
εἰσάγει ὡς ἱερεῖς καὶ ἱέρειες μέσα στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων. Δόγμα καὶ ἦθος πάντοτε
συμβαδίζουν.
Ἡ τέλεση μεικτῶν
γάμων κατ᾽ οἰκονομίαν ποὺ ἐθεσμοθέτησε ἡ ψευδοσύνοδος ἀκυρώνει καὶ τοὺς Ἱεροὺς
Κανόνες ποὺ ἀπαγορεύουν τὶς συμπροσευχές, τὸ μεγάλο αὐτὸ σκάνδαλο στὴν σύγχρονη
ἐκκλησιαστικὴ πραγματικότητα, ποὺ τείνει νὰ γίνει συρμὸς καὶ μόδα, ἐφ᾽ ὅσον ἡ
ἀκολουθία τοῦ μυστηρίου γίνεται καὶ στοὺς δύο ναούς, τῶν Ὀρθοδόξων καὶ τῶν
αἱρετικῶν, παρισταμένων τῶν συγγενῶν καὶ φίλων ἀμφοτέρων τῶν νεονύμφων.
Οὐσιαστικῶς πρόκειται καὶ γιὰ ἔμμεση ἔγκριση τῶν συμπροσευχῶν. Εἶναι ὅμως
δυνατὸν οἱ Ἱεροὶ Κανόνες νὰ ἀλληλοαναιροῦνται καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ ἀντιτίθεται
στὸν ἑαυτό του;
β) Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης ἐνομιμοποίησε τὸν Οἰκουμενισμὸ
καὶ εἰσήγαγε τὶς αἱρέσεις μέσα στὴν Ἐκκλησία
Ἡ αὐστηρὴ καὶ ἀπόλυτη
ἀπαγόρευση ἀπὸ τὸν 72ο Κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῶν μεικτῶν
γάμων, τῶν γάμων δηλαδὴ μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ αἱρετικῶν, ἐπειδὴ ἀναμειγνύονται
τὰ ἄμικτα καὶ ἑνώνονται οἱ λύκοι μὲ τὰ πρόβατα, ἰσχύει μὲ ἀπόλυτη συνέπεια
γενικῶς καὶ γιὰ τὶς σχέσεις Ὀρθοδόξων καὶ αἱρετικῶν, μὲ τὶς ὁποῖες ἀσχολεῖται
τὸ περιβόητο καὶ διαβόητο κείμενο τῆς «Συνόδου» «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον», δηλαδὴ πρὸς τὸν κόσμο τῶν
αἱρέσεων καὶ τῆς πλάνης. Στὴν προσπάθεια τῶν ὑπευθύνων ἡγετῶν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
νὰ τελέσουν τὸν ἄθεσμο μεικτὸ γάμο μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῶν
ποικίλων αἱρέσεων, παλαιῶν καὶ νέων, νὰ ἐπιτύχουν τὴν κακῶς λεγόμενη «ἕνωση τῶν
ἐκκλησιῶν», καὶ ἐπειδὴ γνωρίζουν ὅτι αὐτὸς ὁ γάμος ἀπαγορεύεται ρητῶς καὶ
κατηγορηματικῶς ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, τὴν Πατερικὴ καὶ Συνοδικὴ Παράδοση, ποὺ
καταδικάζουν διαχρονικὰ μέχρι σήμερα καὶ ἀναθεματίζουν τὴν αἵρεση, στὴν
προσπάθειά τους λοιπὸν αὐτὴ ἐπὶ δεκαετίες τώρα προσπαθοῦν νὰ μᾶς πείσουν ὅτι οἱ
αἱρετικοὶ δὲν εἶναι αἱρετικοί, οἱ αἱρέσεις δὲν εἶναι αἱρέσεις, ἀλλὰ εἶναι
ἐκκλησίες, ἑπομένως εἶναι θεμιτὲς οἱ σχέσεις μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ
τῶν ἑτεροδόξων αἱρετικῶν. Εἶναι χαριτωμένο καὶ σχετικὸ αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ
σύγχρονός μας Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης γιὰ τὸ ἄνοιγμα καὶ τὶς σχέσεις τοῦ
πατριάρχου Ἀθηναγόρα πρὸς τὴν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ: «Ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας,
ὅπως φαίνεται, ἀγάπησε μίαν ἄλλην γυναῖκα μοντέρνα, ποὺ λέγεται Παπικὴ
Ἐκκλησία, διότι ἡ Ὀρθόδοξη Μητέρα μας, δὲν τοῦ κάνει καμμίαν ἐντύπωσιν, ἐπειδὴ
εἶναι πολὺ σεμνή»14.
Αὐτὲς λοιπὸν τὶς
μοιχικὲς σχέσεις μεταξὺ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ποικίλων αἱρέσεων, παλαιῶν καὶ
νέων, νομιμοποίησε καὶ ἐθεσμοθέτησε ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ
μεγάλο σκάνδαλο, πρωτοφανὴ ἐκτροπὴ καὶ παρέκκλιση ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῶν Ἁγίων
Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, καταστροφὴ καὶ ἀθέτηση τῆς στάσεως ὅλων τῶν
συνόδων καὶ τῶν Ἁγίων ἀπέναντι τῶν αἱρέσεων, ὅπως αὐτὴ διαζωγραφεῖται στὰ
συνοδικὰ καὶ πατερικὰ κείμενα καὶ ἐξαίρεται πανηγυρικὰ καὶ λειτουργικὰ τὴν
Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἔπρεπε ἤδη νὰ εἶχαν ξεσηκωθῆ ὅλοι, νὰ ξυπνήσουν ἀπὸ τὸν
ἐφησυχασμὸ καὶ τὴν ἀδιαφορία, νὰ ἀποκηρύξουν καὶ νὰ καταδικάσουν τὴν
ψευδοσύνοδο, ποὺ εἰσήγαγε τὸν Οἰκουμενισμὸ μέσα στὸν αὔλειο χῶρο τῆς Ἐκκλησίας,
καὶ μὲ μία βλάσφημη ἀθέτηση τῶν Ἀποστολικῶν καὶ Πατερικῶν Παραδόσεων, ποὺ
συνιστᾶ βλασφημία κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὀνόμασε τὶς αἱρέσεις ἐκκλησίες.
Ὅλο τὸ ὑγιὲς ὀρθόδοξο
πλήρωμα, σκανδαλισμένο ἀπὸ τὴν ὑπόθαλψη καὶ ἐνίσχυση τῆς παναιρέσεως τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ, διαχριστιανικοῦ καὶ διαθρησκειακοῦ, καθ᾽ ὅλην τὴν διάρκεια τοῦ
20οῦ αἰώνα, ἔτρεφε τὴν φρούδα ἐλπίδα ὅτι τελικῶς σὲ μία πανορθόδοξη σύνοδο θὰ
καταδικαζόταν ἡ μεγάλη αὐτὴ αἵρεση καὶ θὰ ἐπαναλαμβανόταν καὶ ἡ καταδίκη ὅλων
τῶν ἄλλων αἱρέσεων ποὺ εἶχαν καταδικάσει οἱ προηγούμενες σύνοδοι, οἰκουμενικὲς
καὶ τοπικές, μὲ τὴν στερεότυπη συνοδικὴ ἔκφραση «δεχόμαστε ὅσα οἱ Πατέρες
ἐδέχθησαν καὶ καταδικάζουμε ὅσα ἐκεῖνοι κατεδίκασαν»15. Ἀντιλήφθηκαν ἆραγε οἱ
περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους ὅτι στὴν Κρήτη ἔγινε συνοδικὸ πραξικόπημα, ὅτι
ἀποκοπήκαμε ἀπὸ τὴν Ἀποστολική, Πατερικὴ καὶ Συνοδικὴ Παράδοση;
Γιὰ πρώτη φορὰ στὴν
ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας σὲ συνοδικὰ κείμενα μεγάλης πανορθόδοξης συνόδου
ἀπουσιάζει ἡ λέξη αἵρεση. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό· δὲν περιορίζεται δηλαδὴ τὸ ἐν λόγῳ
ἀπαράδεκτο καὶ ἐπικίνδυνο κείμενο νὰ ἀποκρύπτει τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
καὶ τὶς ἄλλες αἱρέσεις, ὅπως πράττει στὸν τίτλο τοῦ κειμένου, ὅπου τὶς ὀνομάζει
ἁπλὰ καὶ οὐδέτερα «λοιπὸ χριστιανικὸ κόσμο». Ἀλλὰ μὲ δαιμονικὴ μαεστρία
μεταμορφώνει τὸ σκοτάδι σὲ φῶς, ὀνομάζει τὶς αἱρέσεις ἐκκλησίες. Ἡ μόνη
θεολογικὴ δογματικὴ μάχη ποὺ δόθηκε στὴν Κρήτη ἦταν ἀκριβῶς ἡ παράγραφος ἕξη
(6) τοῦ ἐν λόγῳ κειμένου, ὅπου στὸ προσυνοδικὸ κείμενο οἱ αἱρέσεις ὀνομάζονταν
ἐκκλησίες. Καὶ ἡ μάχη αὐτὴ δυστυχῶς χάθηκε μὲ τὴν ἄτακτη καὶ προδοτικὴ
ὑποχώρηση τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Ἱερωνύμου καὶ ὅλης τῆς
ἀντιπροσωπίας τῶν 24 ἀρχιερέων, πλὴν τοῦ μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου καὶ
τῶν ἄλλων ἐπισκόπων τῆς Σερβικῆς καὶ τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας, ποὺ δὲν ὑπέγραψαν
τὸ προδοτικὸ αἱρετικὸ κείμενο.
Συγκεκριμένα στὸ
προσυνοδικὸ καὶ ὑπὸ ψήφιση κείμενο, στὴν παράγραφο ἕξι (6) ἀναγραφόταν: «Ἡ
Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ἱστορικὴν ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικῶν
Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν μὴ εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾽ αὐτῆς». Ἐπ᾽ αὐτοῦ ἡ
Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ χρήση τοῦ ὅρου
ἐκκλησίες γιὰ τὶς αἱρέσεις, ἐπρότεινε ὁμοφώνως, στὴν σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τὸν
Μάϊο τοῦ 2016, πρὸ τῆς ψευδοσυνόδου, καὶ μὲ τὴν ἐπισήμανση νὰ μὴν ὑπάρξει ἐπ᾽ αὐτοῦ
ὑποχώρηση, τὴν διατύπωση: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει τὴν ἱστορικὴν ὕπαρξιν
ἄλλων χριστιανικῶν ὁμολογιῶν καὶ κοινοτήτων μὴ εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾽
αὐτῆς». Ἀντικαταστάθηκε τό «ἀναγνωρίζει», ποὺ σημαίνει ἀποδοχή, μὲ τό
«γνωρίζει», ποὺ σημαίνει ἁπλὴ πληροφόρηση καὶ γνώση, καὶ τό «ἐκκλησίες», ποὺ
σημαίνει ἐκκλησιοποίηση τῶν αἱρέσεων, μὲ τὸ οὐδέτερο καὶ ἀκίνδυνο «κοινοτήτων».
Ἀκολούθησε πραγματικὸς σεισμὸς καὶ λυσσώδης ἀντίδραση τῶν ὑποστηρικτῶν τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ, διότι ἡ ἀλλαγὴ δύο μόνον λέξεων κατεδάφιζε καὶ κατεκρήμνιζε τὸ
οἰκοδόμημα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλὰ καὶ ὅλη τήν «Σύνοδο», τῆς ὁποίας κύριος
στόχος ἦταν ἡ ἐκκλησιαστικοποίηση τῶν αἱρέσεων καὶ ἡ συνοδικὴ ἀναγνώριση τῆς
παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Φαντασθῆτε τὶ θὰ γινόταν ἂν ἀντὶ τῶν οὐδετέρων
καὶ διπλωματικῶν ἐκφράσεων «Χριστιανικῶν ὁμολογιῶν καὶ κοινοτήτων»,
ἐχρησιμοποιεῖτο ἡ κυριολεκτικὴ ἀποστολικὴ καὶ πατερικὴ φράση «χριστιανικῶν
αἱρέσεων καὶ παρασυναγωγῶν» καὶ ἡ γενικὴ διατύπωση ἔπαιρνε τὴν ἀκόλουθη μορφή:
«Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει τὴν ἱστορικὴν ὕπαρξιν χριστιανικῶν αἱρέσεων καὶ
παρασυναγωγῶν, τὰς ὁποίας ἀπορρίπτει καὶ καταδικάζει».
Οὔτε μὲ τὶς οὐδέτερες
καὶ διπλωματικὲς ἐκφράσεις ἱκανοποιοῦνται οἱ Οἰκουμενιστές· θέλουν ἐκπεφρασμένη
καὶ σαφῆ ἀναγνώριση τῶν αἱρέσεων. Οἱ ἔντονες πιέσεις ποὺ ἀσκήθηκαν στὸν
ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο καὶ στὰ μέλη τῆς ἑλλαδικῆς ἀντιπροσωπίας ὁδήγησαν στὴν
ἀθέτηση τῆς ὁμόφωνης συνοδικῆς ἀπόφασης καὶ στὴν προσβολὴ τῆς συνοδικότητας·
ἔγινε δεκτὴ μία ἀνόητη καὶ ἀντιφατικὴ διατύπωση, ἡ ὁποία πάντως ἱκανοποιεῖ τοὺς
Οἰκουμενιστάς, καὶ προφανῶς ἀπὸ αὐτοὺς προῆλθε, διότι παραμένει ὁ ὅρος
ἐκκλησίες γιὰ τὶς αἱρέσεις, καὶ ἐπιτυγχάνεται ἔτσι ὁ βασικὸς στόχος τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ἐκκλησιοποίηση τῶν αἱρέσεων καὶ ἡ ἀθέτηση τῆς
ἀποκλειστικότητας καὶ μοναδικότητας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς τῆς Μιᾶς, Ἁγίας,
Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ νέα διατύπωση ποὺ ἀποτελεῖ πλέον
συνοδικὴ ἀπόφαση ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τὴν ἱστορικὴν
ὀνομασίαν τῶν μὴ εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾽ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν
Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν». Τό «γνωρίζει» ἔγινε «ἀποδέχεται», καὶ ἐπανερχόμαστε
στό «ἀναγνωρίζει», τό «ἱστορικὴ ὕπαρξη» ἔγινε «ἱστορικὴ ὀνομασία», παραμένει τό
«Ἐκκλησιῶν» καὶ προστίθεται τό «ἑτεροδόξων».
Οἱ «εὐφυεῖς»
ἐπινοηταὶ αὐτῆς τῆς διατύπωσης προσπαθοῦν νὰ κοροϊδέψουν καὶ τοὺς Ὀρθοδόξους
καὶ τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ μόνον τοὺς ἑαυτούς των κοροϊδεύουν, διότι εἶναι
ἐμφανὴς ἡ ἀνοησία καὶ ἡ ἀντιφατικότητα, ποὺ δὲν ἱκανοποιεῖ οὔτε τοὺς Ὀρθοδόξους
οὔτε τοὺς αἱρετικούς. Ἀντικαθιστώντας τό «ἱστορικὴ ὕπαρξη» μὲ τό «ἱστορικὴ
ὀνομασία», νομίζουν ἐσφαλμένα ὅτι δὲν ἀποδέχονται τὴν ὕπαρξη ἀλλὰ μόνο τὴν
ὀνομασία τῶν ἑτεροδόξων ἐκκλησιῶν. Ὑπάρχει ὅμως ὀνομασία χωρὶς ὕπαρξη;
Ὀνομάζουμε πράγματα ποὺ ὑπάρχουν. Μόνον στὴν αἵρεση τοῦ Nominalismus ὑπάρχουν
ὀνόματα χωρὶς πράγματα. Τὸ «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες» σημαίνει αἱρετικὲς ἐκκλησίες·
αὐτὸ ὅμως εἶναι πλήρως ἀντιφατικὸ καὶ παράλογο. Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχει καμμία
σχέση μὲ τὴν αἵρεση· «δυοῖν θάτερον», τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο· ἢ θὰ εἶναι ἐκκλησίες ἢ
θὰ εἶναι αἱρέσεις· ἢ τράγος ἢ ἔλαφος, ὄχι τραγέλαφος. Οὔτε οἱ Ὀρθόδοξοι εἶναι
ἱκανοποιημένοι μὲ τὸ αἱρετικὲς ἐκκλησίες, οὔτε οἱ αἱρετικοὶ ποὺ θεωροῦν τοὺς
ἑαυτούς των ἁπλῶς ἐκκλησίες, ὄχι ἑτερόδοξες καὶ αἱρετικές.
Ἡ ἀπόδοση βέβαια
ἐκκλησιαστικότητας στὶς αἱρέσεις δὲν προκύπτει μόνον ἀπὸ τὴν χρήση τοῦ ὅρου
«ἐκκλησίες» γιὰ τὶς αἱρέσεις στὴν παράγραφο ἕξι (6) τοῦ κειμένου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ
πολλὲς ἄλλες παραγράφους καὶ θέσεις. Ἐπισημαίνουμε μόνον τὶς δύο κατὰ τὴ γνώμη
μας πιὸ σημαντικές. Ἡ πρώτη ἀφορᾶ στοὺς διμερεῖς θεολογικοὺς διαλόγους, στοὺς
ὁποίους ἀναφέρονται οἱ παράγραφοι 9-15. Οἱ Διάλογοι ἐπαινοῦνται, διότι δίδεται
δῆθεν «ἡ ὁμόφωνος μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας πρὸς δόξαν Θεοῦ». Ἀποκρύπτεται ἡ
ἀρνητικὴ ἀξιολόγηση τῶν διαλόγων ποὺ ὑπῆρχε στὸ σχετικὸ προσυνοδικὸ κείμενο,
ποὺ γι᾽ αὐτὸ διεγράφη, καὶ ἐμμέσως ἀναγνωρίζονται τὰ αἱρετίζοντα κείμενα πολλῶν
διαλόγων, ὅπως αὐτὰ τοῦ Διαλόγου μὲ τοὺς Ἀντιχαλκηδονίους Μονοφυσίτες, τοὺς
ὁποίους ἀναγνωρίζουμε ὡς ἐκκλησίες καὶ τοὺς ἀποκαλοῦμε μάλιστα καὶ Ὀρθοδόξους,
ὡς καὶ τὸ ἐπαίσχυντο κείμενο τοῦ Balamand (1993), στὸν Διάλογο μὲ τοὺς
Ρωμαιοκαθολικούς, στὸ ὁποῖο ὄχι μόνο ἀθωώνεται ἡ Οὐνία, ἀλλὰ γιὰ πρώτη φορὰ σὲ
ἐπίσημο κείμενο Ὀρθόδοξοι ἀρχιερεῖς καὶ θεολόγοι ἀναγνωρίζουν τὸν Παπισμὸ ὡς
ἀδελφὴ ἐκκλησία, πολὺ πρὶν ἀπὸ τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, μὲ ἔγκυρη Ἱερωσύνη,
Χάρη στὰ μυστήρια, ἀποστολικὴ διαδοχή, καὶ ἀμοιβαία μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους εὐθύνη
γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὁμόφωνος μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας πρὸς
δόξαν Θεοῦ;
Χειρότερα εἶναι τὰ
λεγόμενα καὶ ἀποφασισθέντα σχετικὰ μὲ τὴν ἀνάγκη συμμετοχῆς μας στὸ λεγόμενο
«Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», ὅπου καὶ μόνο ἡ συμμετοχή μας καὶ ἡ ἀποδοχὴ
τῆς ὀνομασίας «Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» σημαίνει ὅτι ἀναγνωρίζουμε
ἐκκλησιαστικότητα στὴν πανσπερμία καὶ στὸ πλῆθος τῶν προτεσταντικῶν αἱρέσεων.
Ἐξευτελίσαμε τὴν Νύμφη τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία, τὴν μόνη Μία, Ἁγία, Καθολικὴ
καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, καὶ τὴν ὑποβιβάσαμε σὲ μικρὸ κομμάτι, ἀσήμαντο μέρος
ἑκατοντάδων «ἐκκλησιῶν», τὴν ἐξισώσαμε μὲ παντοειδεῖς φρικτὲς αἱρέσεις, καὶ
αὐτὸ γιὰ πρώτη φορὰ συνοδικῶς. (Βλ. Παράγρ. 16-21 τοῦ συνοδικοῦ κειμένου).
Συνυπογράψαμε μάλιστα κοινὰ κείμενα, τὰ ὁποῖα, ἐπαινεῖ τὸ συνοδικὸ κείμενο.
Ἀναφέρεται μάλιστα ὀνομαστικὰ στὴν «Δήλωση τοῦ Τορόντο» (βλ. παράγραφο 19) ποὺ
συνυπογράψαμε τὸ 1950, ὅπου, μολονότι γίνονται καὶ κάποιες ὀρθὲς ἐκκλησιολογικὲς
διευκρινίσεις, λέγεται μεταξὺ ἄλλων πλανῶν ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν περιορίζεται
ἐντὸς τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ ἐκτὸς αὐτῆς, καὶ εἶναι πιὸ περιεκτικό,
πιὸ σωστό, νὰ ἀνήκει κανεὶς στὴν εὐρύτερη Ἐκκλησία παρὰ στὴν δική του ἐκκλησία:
«Οἱ Ἐκκλησίες - μέλη ἀναγνωρίζουν ὅτι τὸ νὰ ἀποτελεῖ κάποιος μέλος τῆς
Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι πιὸ περιεκτικὸ ἀπὸ τὸ νὰ ἀποτελεῖ μέλος τῆς δικῆς
του Ἐκκλησίας» (Κεφ. 4, 3). Στὸ κείμενο τῆς Γενικῆς Συνέλευσης τοῦ ΠΣΕ στὸ
Πόρτο Ἀλέγκρε τῆς Βραζιλίας (2006) δεχθήκαμε συνυπογράψαντες ὅτι «Κάθε Ἐκκλησία
εἶναι ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ ὄχι ὁλόκληρη. Κάθε Ἐκκλησία ἐκπληρώνει τὴν
Καθολικότητά της, ὅταν εὑρίσκεται σὲ κοινωνία μὲ τὶς ἄλλες Ἐκκλησίες...Ὁ ἕνας
χωρὶς τὸν ἄλλον εἴμαστε πτωχευμένοι» (παράγρ. 6-7). Στὸ δὲ κείμενο τῆς τελευταίας
Γενικῆς Συνέλευσης στὸ Πουσὰν τῆς Ν. Κορέας (2013) δηλώσαμε τὴ μετάνοιά μας,
γιατὶ δῆθεν οἱ Ἅγιοι Πατέρες ποὺ μᾶς ἔσωσαν ἀπὸ τὶς αἱρέσεις, προκάλεσαν
διαιρέσεις συνυπογράφοντας ὅτι «μετανοοῦμε γιὰ τὶς διαιρέσεις μεταξὺ τῶν
ἐκκλησιῶν μας καὶ ἐντὸς αὐτῶν», καὶ πολλὰ ἄλλα πλανεμένα καὶ αἱρετικά. Ἀρκοῦν
ὅμως αὐτὰ γιὰ νὰ κατοχυρώσουν τὴν θέση ὅτι τὸ ἐπίμαχο συνοδικὸ κείμενο,
ἐπαινώντας ἀπαράδεκτα κείμενα τῶν διμερῶν θεολογικῶν διαλόγων καὶ τὸ λεγόμενο
«Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» μὲ τὰ συνυπογραφέντα κείμενα, ἀποδέχεται τὴν
ἐκκλησιαστικότητα τῶν αἱρέσεων καὶ καθιστᾶ ἔτσι ὅλη τήν «Σύνοδο» αἱρετική16.
3. Τί δέον γενέσθαι
Ἐνώπιον αὐτῆς τῆς
σκληρῆς πραγματικότητος, τῆς συνοδικῆς δηλαδὴ ἀναγνωρίσεως τῶν αἱρέσεων ὡς
ἐκκλησιῶν καὶ εἰδικώτερα τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ στάση τῶν
κληρικῶν, τῶν μοναχῶν καὶ τῶν λαϊκῶν εἶναι προκαθορισμένη ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ
καὶ τὴν Πατερικὴ Παράδοση: Ἐπιβάλλεται διακοπὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἀπὸ
ὅσους ἐπισκόπους, ὑπέγραψαν τὰ αἱρετικὰ κείμενα ἢ δέχονται τὶς ἀποφάσεις τῆς
ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης. Τὰ πράγματα μάλιστα θὰ χειροτερεύσουν τὴν κατάσταση,
ὅταν θὰ δημοσιευθοῦν τὰ «Πρακτικά» τῆς ψευδοσυνόδου, τὰ ὁποῖα ἁπλῶς θὰ
ἐπιβεβαιώσουν πιὸ φανερὰ τὸ ὑπόβαθρο, τὰ θεμέλια τῶν ἀποφασισθέντων, ποὺ εἶναι
τὸ αἱρετικὸ οἰκουμενιστικὸ φρόνημα τῶν περισσοτέρων ἐπισκόπων. Ὁ μητροπολίτης
Πειραιῶς Σεραφείμ, μᾶς προϊδεάζει γι᾽ αὐτὸ τὸ μεῖζον θέμα ἀποκαλύπτοντας ὅτι ὁ
μητροπολίτης Ναυπάκτου σὲ ἱερατικὴ σύναξη τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς στὶς
10-11-2016 εἶπε ὅτι τὸ πιὸ ἀποκαρδιωτικό «καὶ οὐσιῶδες ζήτημα εἶναι οἱ
πεποιθήσεις ἀδελφῶν Ἀρχιερέων τῶν ᾽Ορθοδόξων Ἐκκλησιῶν ὅτι ἡ ἀληθὴς πίστις δὲν
ἀποτελεῖ ἀπόλυτη προϋπόθεση γιὰ τὴν μετοχὴ στὴν ἄκτιστη Χάρη τοῦ ἐν Τριάδι
Θεοῦ, ὅτι ἡ ἑτεροδοξία κέκτηται ἀληθὲς βάπτισμα, μυστηριακὴ δομή, ἀποστολικὴ
διαδοχὴ καὶ ἱερωσύνη καὶ ἑπομένως καὶ ἡ αἵρεση εἶναι καὶ αὐτὴ “ὁδὸς πρὸς
σωτηρίαν”. Οἱ θέσεις ὅμως αὐτὲς ἀνατρέπουν πλήρως τὴν θεολογίαν τῶν
Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν Ἁγίων καὶ Θεοφόρων Πατέρων 2000 χρόνων καὶ
ἀποτελοῦν καθαρὴ ὑποβολὴ τοῦ δαιμονικοῦ περιπαίγματος πρὸς ἀνατροπὴ τῆς
σωτηρίας τοῦ κόσμου. Ἑπομένως οἱ συγκεκριμένοι ἐμφοροῦνται ἀπὸ τὴν αἵρεση τοῦ
συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ ἀποτελοῦν ἀπόλυτο κίνδυνο γιὰ τὸ Ἐκκλησιαστικὸ
σῶμα, ἀλλὰ καὶ τραγικὸ ἄλλοθι γιὰ τὴν ἐμμονὴ τῶν κακοδόξων στὴν αἵρεσή τους.
Αὐτὰ βέβαια θὰ ἀποδειχθοῦν ἀπὸ τὴν δημοσίευση τῶν πρακτικῶν τῆς Συνόδου, καὶ
τότε θὰ τεθῆ τὸ τεράστιο θέμα. Μποροῦμε νὰ ἔχουμε κοινωνία μὲ ἐμφορούμενους ἀπὸ
τέτοιες κακοδοξίες μὴ διακινδυνεύοντες τὴν σωτηρία τοῦ ποιμνίου μας καὶ
τηροῦντες τοὺς ὅρκους τῆς Ἀρχιερωσύνης μας;»17.
Συμφωνοῦμε καθ᾽ ὅλα
μὲ τὶς διαπιστώσεις ἀμφοτέρων τῶν καλῶν μας ἀρχιερέων, τῶν ὀρθοτομούντων τὸν
λόγον τῆς ἀληθείας. Διαφωνοῦμε μόνον μὲ τὴν πίστωση χρόνου ποὺ φαίνεται νὰ
ζητοῦν καὶ νὰ κερδίζουν μὲ τὴν ἀναμονὴ τῆς δημοσίευσης τῶν Πρακτικῶν, ἡ ὁποία
μπορεῖ νὰ βραδύνει πολὺ ἢ καὶ νὰ μὴ γίνει ποτέ. Οἱ κακοδοξίες ἐπικυρώθηκαν ἀπὸ
τὴν ψευδοσύνοδο, ἡ ἐκκλησιαστικότητα τῶν αἱρέσεων ἀναγνωρίσθηκε, ὅπως ἤδη ἔχει
γράψει ὁ μητροπολίτης Ναυπάκτου18 καὶ ἔχει διακηρύξει καὶ προφορικὰ στὴν ἐν
λόγῳ ἱερατικὴ σύναξη τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς (10-11-2016), ἀπαντώντας σὲ
ἐρώτημα ποὺ τοῦ ὑπέβαλε ὁ ἴδιος ὁ μητροπολίτης Σεραφείμ. Ἂν ἡ ἀναγνώριση τῶν
αἱρέσεων ὡς ἐκκλησιῶν δὲν εἶναι κόκκινη γραμμή, τότε διακινδυνεύουν οἱ
ἐπίσκοποι τὴν σωτηρία τοῦ ποιμνίου τους καὶ δὲν τηροῦν τοὺς ὅρκους τῆς
Ἀρχιερωσύνης.
Οὔτε ἐπίσης ἀποτελεῖ
πατερικὴ στάση καὶ λύση νὰ ψάχνουμε νὰ βροῦμε θετικὰ στοιχεῖα στὰ συνοδικὰ
κείμενα καὶ νὰ προτείνουμε νὰ θεωρηθεῖ ἁπλῶς ὡς προσυνοδικὴ φάση γιὰ μία ἄλλη
Ὀρθόδοξη Σύνοδο, διότι ἐκτὸς τοῦ ὅτι αὐτὸ δὲν πρόκειται νὰ τὸ δεχθοῦν ποτὲ οἱ
ὑπέρμαχοι τῆς «Συνόδου» ποὺ τὴν θεωροῦν ὡς μεγάλο ἱστορικὸ γεγονός, ὁλοκληρωμένο
καὶ τετελεσμένο, καὶ ἑπομένως «εἰς ἀέρα δέρομεν», αὐτὸ δὲν ἔγινε ποτὲ στὴν
ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, μία αἱρετικὴ σύνοδος νὰ θεωρηθεῖ ὡς προσυνοδικὴ φάση
μιᾶς ὀρθόδοξης συνόδου. Στὶς ὀρθόδοξες συνόδους ὅλα πρέπει νὰ εἶναι ὀρθόδοξα
καὶ καθαρά, ὄχι ἀναμεμιγμένα, ἀμφίσημα καὶ ἀντιφατικά. Ἀκόμη καὶ μικρὴ πλάνη
καὶ ἑτεροδοξία καθιστᾶ τὸ σύνολο, τὸ πᾶν, αἱρετικὸ καὶ ἀπόβλητο, ὅπως λέγει ὁ
Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καὶ μετ᾽ αὐτοῦ ὅλοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες19. Ὁ Ὠριγένης
εἶπε καὶ πολλὰ ὀρθόδοξα καὶ καλά, ὅπως καὶ ἄλλοι αἱρετικοί, καταδικάσθηκαν ὅμως
ὡς αἱρετικοί.
Ἡ μόνη ἁγιοπατερικὴ
καὶ ὀρθόδοξη λύση εἶναι νὰ ἀπορριφθεῖ καὶ νὰ καταδικασθεῖ ἡ «Σύνοδος» τῆς
Κρήτης ἀπὸ μία ἄλλη Ὀρθόδοξη Σύνοδο. Καὶ αὐτὸ θὰ γίνει, ὅταν οἱ τέσσερις
αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες ποὺ δὲν ἔλαβαν μέρος στὴν ψευδοσύνοδο διακόψουν τὴν
ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ ὅσους ἔλαβαν μέρος ἤ τὴν στηρίζουν, καὶ συνέλθουν σὲ
νέα Σύνοδο, καλώντας καὶ ἐπισκόπους ἄλλων ἐκκλησιῶν μὲ ὀρθόδοξο φρόνημα, ἀλλὰ
καὶ τὸ πλῆθος τῶν Ὀρθοδόξων κληρικῶν, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν, γιὰ νὰ ἀποκατασταθεῖ
καὶ πάλι ἡ Ὀρθοδοξία, ὅπως ἔγινε μὲ τὴν αἵρεση τῆς Εἰκονομαχίας, γιατὶ ὁ
Οἰκουμενισμὸς εἶναι εἰκονομαχικός, ἀλλὰ καὶ πολὺ χειρότερος τῆς Εἰκονομαχίας,
ὡς συγκρητιστικὴ παναίρεση.
Δὲν πρόκειται γιὰ
ἀληθινὴ ὀρθόδοξη σύνοδο, ἀλλὰ γιὰ αἱρετικὴ ψευδοσύνοδο. Ἁπλὴ συνάθροιση καὶ
σύναξη ἐπισκόπων, καὶ μάλιστα μὲ τὸν ἀντισυνοδικὸ τρόπο ποὺ προετοιμάσθηκε καὶ
ἐλειτούργησε, δὲν συνιστᾶ σύνοδο, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης, ὅταν
δὲν φυλάσονται καὶ δὲν τηροῦνται οἱ Ἱεροὶ Κανόνες20. Ἐγκεκριμένες συνόδους
θεωροῦν οἱ Κανόνες καὶ ἡ εὐσεβὴς Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὸν Ἅγιο Μάξιμο
τὸν Ὁμολογητή, αὐτὲς ποὺ τηροῦν τὴν ὀρθότητα τῶν δογμάτων21. Στὶς ψευδοσυνόδους
δὲν εἶναι παροῦσα ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εὑρίσκεται ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια,
κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ22.
……………………….
1. Αγιου Ιουστινου Ποποβιτσ, «Ἔκθεσις ἐπὶ τοῦ θέματος τῆς “Πανορθοδόξου Συνόδου”ὑποβληθεῖσα πρὸς τὴν Ἱερὰν Σύνοδος τῆς ἐν Σερβίᾳ Ἐκκλησίας τὸ 1971», Θεοδρομία 18 (2016) 17-18: «Καὶ εἰς τὸ τέλος, τί δύναται νὰ περιμένῃ κανεὶς ἀπὸ μίαν τοιαύτην Σύνοδον; Ἕν, καὶ μόνον ἕν: σχίσματα καὶ αἱρέσεις καὶ διαφόρους ἄλλας συμφοράς.
Αὐτὴ εἶναι ἡ βαθεῖα μου αἴσθησις καὶ πλήρης ὀδύνης ἐπίγνωσις. Δι᾽ αὐτό,
παρακαλῶ καὶ ἱκετεύω τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας νὰ ἀπόσχῃ ἀπὸ τὴν
συμμετοχὴν εἰς τὴν προετοιμασίαν τῆς Συνόδου καὶ ἀπὸ τὴν συμμετοχὴν εἰς τὴν
ἰδίαν τὴν Σύνοδον, ἐὰν ἀτυχῶς συγκληθῇ. Νὰ μὴ φορτώσωμεν τουλάχιστον καὶ αὐτὴν
ἀκόμη τὴν φοβερὰν ἁμαρτίαν ἐπάνω εἰς τὴν Ἁγιοσαββιτικήν μας Ἐκκλησίαν καὶ εἰς
τὸν ἀθῶον λαόν μας».
2. Κανὼν ΙΕ´ Πρωτοδευτέρας
Συνόδου (861): «Οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται πρὸ
συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας
ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς Ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ
γὰρ Ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ
σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν
Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι».
3. Κανὼν Α´, Ζ´
Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Ἀσπασίως τοὺς θείους Κανόνας ἐνστερνιζόμεθα, καὶ ὁλόκληρον
τὴν αὐτῶν διαταγὴν καὶ ἀσάλευτον κρατύνομεν, τῶν ἐκτεθέντων ὑπὸ τῶν σαλπίγγων
τοῦ Πνεύματος πανευφήμων Ἀποστόλων, τῶν τε ἓξ Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καὶ
τῶν τοπικῶς συναθροισθεισῶν ἐπὶ ἐκδόσει τοιούτων διαταγμάτων, καὶ τῶν Ἁγίων
Πατέρων ἡμῶν· ἐξ ἑνὸς γὰρ ἅπαντες καὶ τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντες ὥρισαν τὰ
συμφέροντα· καὶ οὓς μὲν τῷ ἀναθέματι παραπέμπουσι, καὶ ἡμεῖς ἀναθεματίζομεν,
οὓς δὲ τῇ καθαιρέσει, καὶ ἡμεῖς καθαιροῦμεν, οὓς δὲ τῷ ἀφορισμῷ, καὶ ἡμεῖς
ἀφορίζομεν, οὓς δὲ ἐπιτιμίῳ παραδιδόασι, καὶ ἡμεῖς ὡσαύτως ὑποβάλλομεν».
4. Βλ.
Πρωτοπρεσβύτερος Αναστασιος Γκοτσοπουλος, «Ὁ Οἰκουμενισμός, τὰ ἀκάθαρτα
πνεύματα καὶ ἡ σύνοδος τῆς Κρήτης», Θεοδρομία 18 (2016) 555-556.
5. Πρωτοπρεσβύτερος
Θεοδωροσ Ζησησ, «Μεταλλαγμένη καὶ ἀλλοιωμένη ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος»,
Θεοδρομία 17 (2015) 3-9. Του Αυτου, «Ποιός καὶ γιατί ἄλλαξε τὸ χαρακτήρα τῆς
Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου;», Θεοδρομία 17 (2015) 602-628. Τὰ ἴδια ἄρθρα καὶ εἰς
τὸ βιβλίο μας Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος. Πρέπει νὰ ἐλπίζουμε ἤ νὰ ἀνησυχοῦμε;
Θεσσαλονίκη 2016, σελ. 49-94.
6. Επισκοποσ Μπατσκασ
Ειρηναιοσ (Μπούλοβιτς), «Διατί δὲν ὑπέγραψα τὸ κείμενο τῆς ἐν Κρήτῃ Συνόδου
περὶ τῶν σχέσεων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον»,
Θεοδρομία 18 (2016) 394.
7. Αὐτόθι, 394.
8. Μητροπολιτησ Πειραιωσ
Σεραφειμ, «Λόγοι παραιτήσεως ἀπὸ τὴ συμμετοχὴ στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο»,
Θεοδρομία 18 (2016) 440.
9. Μητροπολιτησ
Λεμεσου Αθανασιοσ, «Πρὸς τὴν Ἁγίαν καὶ Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας
τῆς Κύπρου», Θεοδρομία 18 (2016) 124. Μητροπολιτησ Κυθηρων Σεραφειμ, «Ἐπιστολὴ
πρὸς τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», Θεοδρομία 18 (2016) 169-170.
10. Βλ. Αρχιμανδριτη
Σαραντη Σαραντου, «Ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Μακαριώτατον Ἀρχιεπίσκοπον κ. Ἱερώνυμον
γιὰ τήν “Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο”», Θεοδρομία 18 (2016) 521. Ἡ Γερόντισσα
Ιουστινα, Ἡγουμένη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Paltin (Ρουμανία) σὲ ἕνα ἐξαιρετικὸ
ὁμολογιακὸ κείμενο ἐπιστολῆς μὲ τίτλο «Καταργεῖται μόνη της ἡ Σύνοδος τῆς
Κρήτης», ποὺ στέλνει πρὸς τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἰασίου καὶ Μητροπολίτη Μολδαβίας
Θεοφάνη γράφει τὰ ἑξῆς γιὰ τὴν παραβίαση τῆς ἰσότητος τῶν ἐπισκόπων, Θεοδρομία
18 (2016) 618: «Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης παραβίασε τὸν λόγο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ
Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος κανόνισε γιὰ τὴν αἰωνιότητα τὴν ἰσότητα τῶν ἐπισκόπων (Ματθ.
20, 25-28. Μκ. 9, 33-35) ἐμποδίζοντας μὲ τὴν ἁγία του φωνὴ νὰ γίνει ἕνας ἀπ᾽
αὐτοὺς μεγαλύτερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ἡ διαίρεση τῶν ἐπισκόπων σὲ τρεῖς
κατηγορίες, -δηλαδὴ τῶν ἐπισκόπων χωρὶς τὸ δικαίωμα νὰ συμμετάσχουν στὴν
Σύνοδο, ἐκείνων μὲ δικαίωμα νὰ συμμετάσχουν στὴ Σύνοδο καὶ νὰ μιλήσουν ἀλλὰ
χωρὶς ἀποφασιστικὴ ψῆφο, καὶ μερικῶν μὲ πλήρη δικαιώματα, ἀκόμα καὶ μὲ δικαίωμα
τοῦ βέτο- εἶναι πέρα ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἀνθρώπινη ἐπιχειρηματολογία, ἐναντίον τῆς
ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ. Ἐξολοθρεύθηκε ἡ ἐλπίδα μας ὅτι ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης θὰ
διορθώσει τὸ σφάλμα, μὲ τὸ ὁποῖο ξεκίνησε τὴν πορεία της, ἐφόσον αὐτὴ ἡ φοβερὴ
ἐκτροπὴ οὔτε κἂν συζητήθηκε».
11. Βλ. Μητροπολιτησ
Παφου Γεωργιοσ, «Σύγκληση καὶ ἐργασία τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς
Ορθοδόξου Ἐκκλησίας», Ἀπόστολος Βαρνάβας, Μάϊος - Ἰούνιος 2016, σελ. 288: «Παρὰ
τὴν θετικὴ στάση τοῦ Πατριάρχη Σερβίας ὁ Μητροπολίτης Μαυροβουνίου Ἀμφιλόχιος
καὶ ὁ Ἐπίσκοπος Μπάτσκας Εἰρηναῖος πρότειναν ἀναβολὴ τοῦ θέματος καὶ νὰ μείνει
ἡ Σύνοδος ἀνοικτή. “Ἐγκρίθηκαν τὰ ἄλλα πέντε θέματα”, εἶπαν, “ἂς μείνει αὐτὸ σὲ
μιὰ ἄλλη χρονικὴ στιγμή, ὅπως καὶ ἡ Β´ Βατικάνεια Σύνοδος ἔγινε τμηματικὰ σὲ
διάφορες περιόδους». Ὁ Παναγιώτατος (πατριάρχης Βαρθολομαῖος) ἦταν
κατηγορηματικός: “Ἡ Σύνοδος τελειώνει τὴν Κυριακὴ μὲ τὸ Συλλείτουργο”».
12. Πατριαρχειο
Αντιοχειασ, «Ἀνακοινωθὲν γιὰ τὸ θέμα τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου», Θεοδρομία
18 (2016) 367.
13. Επισκοπου
Μπατσκασ Ειρηναιου, Ἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 394.
14. Ἀπὸ ἐπιστολὴ ποὺ
ἔστειλε ὁ Ἅγιος Παΐσιος στὸν ἀείμνηστο Γέροντα π. Χαράλαμπο Βασιλόπουλο γιὰ
δημοσίευση στόν «Ὀρθόδοξο Τύπο» μὲ ἡμερομηνία 23 Ἰανουαρίου 1968. Ὁλόκληρο τὸ
κείμενο τῆς ἐπιστολῆς, βλ. εἰς Θεοδρομία 12 (2010) 420-423. Σχετικὸ εἶναι καὶ
ἰδικό μας ἄρθρο μὲ τίτλο «Ἡ “Σύνοδος” τῆς Κρήτης νόθος καρπὸς ἐξωσυζυγικῶν
σχέσεων», Θεοδρομία 18 (2016) 533-541.
15. Βλ. ὑποσημ. 3
παρούσης ἐργασίας ὅπου παρατίθεται σχετικὸ τμῆμα τοῦ Α´ Κανόνος τῆς Ζ´
Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
16. Βλ. περισσότερα
εἰς Πρωτοπρεσβύτερος Αναστασιος Γκοτσοπουλος, «Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης καὶ τὸ
Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», Θεοδρομία 18 (2016) 557-565 καὶ Μοναχος
Σεραφειμ, «Γιατί εἶναι αἱρετικὴ ἡ Σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου (συνοπτικῶς)» Στῦλος
Ὀρθοδοξίας, 14 Ὀκτωβρίου 2017, καὶ aktines.blogspot.gr.
17. Μητροπολιτησ
Πειραιως Σεραφειμ, «Ὑπόμνημα ἐπὶ τῆς ἐκτάκτου συγκλήσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς
Ἱεραρχίας (23-24.11.2016)», Θεοδρομία 18 (2016) 460-461.
18. Μητροπολιτης
Ναυπακτου Ιεροθεοσ, «Οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιὰ
τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο καὶ ἡ κατάληξή τους», Θεοδρομία 18 (2016) 421-425.
19. Αγιου Ιωαννου
Χρυσοστομου, Ὑπόμνημα εἰς τὴν Πρὸς Γαλάτας Ὁμιλία Α´, 6, PG 61, 622: «Μικρὸν
παραποιηθέν, τὸ ὅλον λυμαίνεται... Καθάπερ γὰρ ἐν τοῖς βασιλικοῖς νομίσμασιν ὁ
μικρὸν τοῦ χαρακτῆρος περικόψας ὅλον τὸ νόμισμα κίβδηλον εἰργάσατο, οὕτω καὶ
ἐπὶ τῆς ὑγιοῦς πίστεως καὶ τὸ βραχύτατον ἀνατρέψας, τῷ παντὶ λυμαίνεται, ἐπὶ τὰ
χείρονα προϊὼν ἀπὸ τῆς ἀρχῆς».
20. Ἐπιστολὴ 24,
Θεοκτίστῳ Μαγίστρῳ, G. Fatouros (Ed.), Theodori Studitae Epistulae, τόμ. 1,
σελ. 66. «Σύνοδος τοίνυν, δέσποτα, οὐ τὸ ἁπλῶς συνάγεσθαι ἱεράρχας τε καὶ
ἱερεῖς, κἂν πολλοὶ ὦσιν (κρείσσων γάρ, φησίν, εἷς ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου ἢ
μύριοι παραβαίνοντες), ἀλλὰ τὸ ἐν ὀνόματι Κυρίου, ἐν τῇ ἐρεύνῃ καὶ φυλακῇ τῶν
κανόνων».
21. Περὶ τῶν
πραχθέντων ἐν τῇ πρώτῃ ἐξορίᾳ, 12, PG 90, 148: «Ἐκείνας οἶδεν ἁγίας καὶ
ἐγκρίτους συνόδους ὁ εὐσεβὴς τῆς Ἐκκλησίας κανών, ἃς ὀρθότης δογμάτων ἔκρινεν».
22. Ἀναίρεσις
Γράμματος Ἰγνατίου Ἀντιοχείας 3, ΕΠΕ 3, 608: «Καὶ γὰρ οἱ τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας
τῆς ἀληθείας εἰσὶ καὶ οἱ μὴ τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδὲ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας
εἰσί, καὶ τοσοῦτον μᾶλλον, ὅσον ἂν σφῶν καταψεύδαντο, ποιμένας καὶ ἀρχιποιμένας
ἱεροὺς ἑαυτοὺς καλοῦντες καὶ ὑπ᾽ ἀλλήλων καλούμενοι· μηδὲ γὰρ προσώποις τὸν
Χριστιανισμόν, ἀλλ᾽ ἀληθείᾳ καὶ ἀκριβείᾳ πίστεως χαρακτηρίζεσθαι μεμυήμεθα».