ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017

ΠΡΩΤΟΠΡ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ: ΝΕΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ "ΣΥΝΟΔΟΥ" ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
ΝΕΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Εἰσαγωγικὰ
Ἔχουν γραφῆ καὶ λεχθῆ πολλὰ καὶ σημαντικὰ γιὰ τὴν λεγόμενη «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ποὺ συνῆλθε στὸ Κολυμπάρι τῆς Κρήτης ἀπὸ 19-26 Ἰουνίου τοῦ 2016. 

Ἡ προετοιμασία της διήρκεσε περισσότερα ἀπὸ πενήντα χρόνια, τὰ ἀποτελέσματα ὅμως καὶ οἱ ἀποφάσεις της διέψευσαν τὶς προσδοκίες τοῦ χριστεπωνύμου πληρώματος καὶ ἐπιβεβαίωσαν τὶς ἀνησυχίες ἐξεχόντων κληρικῶν καὶ θεολόγων, μεταξὺ τῶν ὁποίων οἱ Ἅγιοι Ἰουστῖνος Πόποβιτς καὶ Παΐσιος Ἁγιορείτης, οἱ ὁσιακῆς βιοτῆς Γέροντες Δανιὴλ Κατουνακιώτης καὶ Φιλόθεος Ζερβάκος, ὁ ὁμολογητὴς ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης καὶ ἄλλοι. Οἱ ἀνησυχίες τους συνίσταντο εἰς τὸ ὅτι ἡ μεθοδολογία καὶ ἡ θεματολογία τῆς «Συνόδου» δὲν ἀκολουθοῦσαν τὸν ὀρθόδοξο πατερικὸ δρόμο, τὸ δὲ κίνητρο τῶν ὀργανωτῶν δὲν ἦταν ἡ ἐπίλυση ἐπειγόντων καὶ φλεγόντων ποιμαντικῶν καὶ δογματικῶν προβλημάτων, ἀλλὰ ἡ ὑποστήριξη τῆς παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ ἡ συνοδικὴ εἰσαγωγή του μέσα στὴν Ἐκκλησία. Προέβλεπαν ὅτι ἀπὸ «τοιαύτην σύνοδον» δὲν μποροῦσε κανεὶς νὰ περιμένει τίποτε, παρὰ ἕνα καὶ μόνο· σχίσματα καὶ αἱρέσεις καὶ διάφορες ἄλλες συμφορές, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος, ὁ ὁποῖος ἀπευθυνόμενος παρακλητικὰ πρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας ζητοῦσε νὰ μὴ συμμετάσχουν στὴν προετοιμασία τῆς Συνόδου οὔτε στὴν ἴδια τὴν Σύνοδο, «ἐὰν ἀτυχῶς συγκληθῇ»1.

Πρὸ τῆς συγκλήσεως τῆς «Συνόδου» κατεβλήθησαν πολλὲς προσπάθειες καὶ διατυπώθηκαν προτάσεις ἐκ μέρους τοπικῶν ἐκκλησιῶν, τοῦ Ἁγίου Ὄρους, μεμονωμένων ἱεραρχῶν, κληρικῶν, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν μὲ διπλῆ κατεύθυνση: νὰ βελτιωθοῦν καὶ διορθωθοῦν ὀρθοδόξως τὰ ἑτοιμασθέντα προσυνοδικὰ κείμενα καὶ ὁ κανονισμὸς λειτουργίας τῆς «Συνόδου», καὶ ἐὰν αὐτὸ χρονικὰ δὲν ἦταν ἐφικτό, νὰ ἀναβληθεῖ ἡ σύγκληση τῆς «Συνόδου», μέχρις ὅτου ἐπιτευχθεῖ ἡ ἀπαραίτητη ὁμοφωνία, χωρὶς τὴν ὁποία κατὰ τὸν ὁμοφώνως ψηφισθέντα Κανονισμὸ ἡ «Σύνοδος» δὲν μποροῦσε νὰ προχωρήσει, καὶ οἱ ἀποφάσεις ποὺ θὰ ἐλάμβανε στὴν ἀντίθετη περίπτωση θὰ ἦσαν ἄκυρες καὶ μὴ δεσμευτικές.
Ἀτυχῶς μὲ συνοδικὸ πραξικόπημα ἡ «Σύνοδος» συνεκλήθη, μὲ ἀπουσία τεσσάρων ἐκκλησιῶν, καὶ τὰ κείμενα δὲν βελτιώθηκαν σὲ οὐσιώδη θέματα ποὺ εἶχαν σχέση μὲ τὴν ἐπιχειρούμενη συνοδικὴ κατοχύρωση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, παρὰ μόνον σὲ ἐλάχιστα ἐπουσιώδη καὶ δευτερεύοντα, μὲ συνέπεια νὰ ὑπάρξει ἀναταραχὴ μεταξὺ τῶν πιστῶν, ποὺ ἔφθασε μέχρι τὴν διακοπὴ τῆς μνημόνευσης τοῦ ὀνόματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἀπὸ Ἁγιορεῖτες μοναχούς, ἀλλὰ καὶ κάποιων ἐπισκόπων ποὺ ὑπέγραψαν ἤ ὑποστήριξαν τὶς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου» ἤ ποὺ δὲν καταδικάζουν τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, ὅπως αὐτὸ συμβαίνει στὴν Ρουμανία, στὴν Ἑλλάδα, στὴν Ρωσία, ἰδιαίτερα στὴν Μολδαβία.
Ἐμεῖς, ὡς κληρικὸς τῆς ἑνιαίας καὶ ὄχι ὁμοσπονδιακῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ ὡς διδάσκαλος τῆς Θεολογίας, ἐπράξαμε πᾶν τὸ δυνατὸν πρὸ τῆς «Συνόδου» καὶ μετὰ τήν «Σύνοδο», ὥστε νὰ ἀποφευχθοῦν αἱρετίζουσες παρεκκλίσεις ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ἐφθάσαμε καὶ μέχρι τὴν διακοπὴ τῆς μνημόνευσης τοῦ ὀνόματος τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου Θεσσαλονίκης Ἀνθίμου, ὁ ὁποῖος στὴν σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τὸν Νοέμβριο τοῦ 2016 ἀποδέχθηκε καὶ ἐπήνεσε τὶς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης καὶ διένειμε στὶς ἐνορίες τὸ συνοδικὸ φυλλάδιο «Πρὸς τὸν Λαό», ποὺ παραπλανοῦσε τοὺς πιστοὺς πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς ἀποδοχῆς τῆς «Συνόδου». Τώρα βρισκόμαστε ὑπὸ δικαστικὴ ἐπισκοπικὴ δίωξη μὲ ἀνυπόστατες καὶ ψευδεῖς κατηγορίες, μολονότι σύμφωνα μὲ τὸν 15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἐπὶ Μ. Φωτίου (861), αὐτὸς ποὺ διακόπτει τὴν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ αἱρετίζοντος ἐπισκόπου ὄχι μόνον δὲν πρέπει νὰ τιμωρεῖται, ἀλλὰ πρέπει καὶ νὰ τιμᾶται, διότι ἀποτειχίζεται (= χωρίζεται) ὄχι ἀπὸ ἀληθινὸ ἐπίσκοπο, ἀλλὰ ἀπὸ ψευδεπίσκοπο, καὶ δὲν προκαλεῖ σχίσμα, ἀλλὰ διασώζει τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὰ σχίσματα καὶ τὶς αἱρέσεις2. Στὰ πλαίσια λοιπὸν αὐτοῦ τοῦ ἀγῶνος ἐναντίον τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης μὲ σειρὰ ὁμιλιῶν καὶ εἰσηγήσεων σὲ ἡμερίδες, συνέδρια καὶ ἄλλες ἐκδηλώσεις ἔχουμε κρίνει ἐπανειλημμένως τὶς ἀποφάσεις τῆς Κρήτης. Ὅλα αὐτὰ μάλιστα ἔχουν ἀποτελέσει ὑλικὸ τριῶν βιβλίων μας μὲ τοὺς ἑξῆς τίτλους: 1. Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος. Πρέπει νὰ ἐλπίζουμε ἤ νὰ ἀνησυχοῦμε; (Θεσσαλονίκη 2016) 2. Ἡ διακονία μου στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίου Ἀντωνίου Θεσσαλονίκης. Ἀπάντηση στὸν μητροπολίτη Θεσσαλονίκης (Θεσσαλονίκη 2017) καὶ 3. Μετὰ τὴν «σύνοδο» τῆς Κρήτης. Ἡ διακοπὴ μνημοσύνου καὶ ἡ δικαστική μου δίωξη, Θεσσαλονίκη 2017. Εἰς αὐτὰ προστέθηκε ἐσχάτως καὶ τὸ μικρὸ βιβλίο Δὲν εἶναι σχίσμα ἡ Ἀποτείχιση. Ὀφειλόμενες ἐξηγήσεις (Θεσσαλονίκη 2017).

Τὴν καλύτερη πάντως καὶ πιὸ πολύπλευρη ἀποτίμηση τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης εὑρίσκει κανεὶς στὸ ὀγκῶδες διπλὸ τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ «Θεοδρομία» τῆς «Ἑταιρείας Ὀρθοδόξων Σπουδῶν» (Ἰούλιος-Δεκέμβριος 2016, σελ. 353-704), ὅπου παρουσιάζονται οἱ μετὰ τὴν «σύνοδο» ἐκτιμήσεις τῶν τεσσάρων ἐκκλησιῶν ποὺ δὲν ἔλαβαν μέρος στὶς ἐργασίες της (Ἀντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας), ἑπτὰ ἀρχιερέων (Καλαβρύτων Ἀμβροσίου, Μαυροβουνίου Ἀμφιλοχίου, Μπάτσκας Εἰρηναίου, Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Πειραιῶς Σεραφείμ, Κυθήρων Σεραφείμ, Γόρτυνος Ἰερεμίου), δεκαοκτὼ κείμενα λοιπῶν κληρικῶν καὶ μοναχῶν καὶ δέκα κείμενα λαϊκῶν. Τὸ γενικὸ πνεῦμα ὅλων αὐτῶν τῶν ἀποτιμήσεων εὑρίσκεται στὸν τίτλο τοῦ ἐξωφύλλου τοῦ μνημειώδους αὐτοῦ τεύχους, ὁ ὁποῖος κραυγάζει ὅτι ἡ Σύναξη τῆς Κρήτης δὲν εἶναι «Οὔτε Ἁγία, οὔτε Μεγάλη, οὔτε Σύνοδος». Εἶναι κρίμα ποὺ τὰ σπουδαῖα αὐτὰ κείμενα, ὡς ἑλληνόγλωσσα, δὲν μποροῦν νὰ ἀναγνωσθοῦν ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀρχιερεῖς τῆς Οἰκουμενικῆς Ὀρθοδοξίας.
Στὸ ἀνὰ χεῖρας κείμενο θὰ προσπαθήσουμε σύντομα νὰ δείξουμε ὅτι ἡ ἐν λόγῳ σύναξη τῆς Κρήτης εἶναι ξένο καὶ ἀποβλητέο σῶμα, διότι δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὴν συνοδικὴ παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, οὔτε ὡς πρὸς τὸν τρόπο συγκλήσεως καὶ λειτουργίας της, οὔτε ὡς πρὸς τὶς ἀποφάσεις της. Διακόπτει τὴν συνοδικὴ διαδοχή, ἡ ὁποία καθιστᾶ τὶς συνόδους μιὰ ἀδιάσπαστη ἁλυσίδα ὅμοιων κατὰ πάντα κρίκων, ἐπειδὴ ἀκολουθεῖ ἡ μεταγενέστερη ὅλες τὶς προηγούμενες, «ἑπομένη τοῖς Ἁγίοις Πατράσι» καί «μὴ μεταίρουσα ὅρια, ἃ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν». Εἶναι τέτοια ἡ συνοχὴ καὶ ἡ συμφωνία τῶν συνόδων μεταξύ τους, ὥστε, ὅπως ὀρθῶς ἐλέχθη, φαίνονται ὡς ἐπὶ μέρους συνεδρίες μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς συνόδου. Ἐφ᾽ ὅσον τὸ αὐτὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐπιστατεῖ καὶ φωτίζει τοὺς συνοδικοὺς ἀρχιερεῖς εἰς ὅλες τὶς ἐποχές3, εἶναι εὔλογο καὶ αὐτονόητο ὅτι οἱ ἀποφάσεις θὰ ἔχουν ἑνότητα καὶ συμφωνία, δὲν θὰ συγκρούονται οὔτε θὰ ἀλληλοαναιροῦνται, διότι δὲν εἶναι δυνατὸν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ εἶναι ἀντίθετο μὲ τὸν ἑαυτό του. Στὴν ἀντίθετη περίπτωση ἄλλο πνεῦμα, ἀντίθεο, καθοδηγεῖ τὶς ἐργασίες καὶ τὶς ἀποφάσεις4.

1. Ἀντισυνοδικὸς καὶ διαιρετικὸς ὁ τρόπος προετοιμασίας καὶ λειτουργίας

α) Ἡ μακροχρόνια προετοιμασία σκόπιμη, ὥστε νὰ προχωρήσει ὁ Οἰκουμενισμός
Γιὰ πρώτη φορὰ στὴν συνοδικὴ ἱστορία καὶ παράδοση ὑπῆρξε τόσο μεγάλη σὲ χρονικὴ διάρκεια προετοιμασία συνόδου καὶ τόσο πολλὲς προσυνοδικὲς Ἐπιτροπὲς καὶ Διασκέψεις, ὅπως καὶ τόσο μεγάλος κατάλογος θεμάτων, ποὺ περιελάμβανε ἀρχικὰ ὑπερεκατὸ θέματα, τὸ σύνολο σχεδὸν τῆς ἠθικῆς καὶ δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ καταλήξει σὲ δέκα θέματα προεργασίας ἀπὸ τὶς διάφορες Ἐπιτροπὲς καὶ τελικὰ στὰ ἕξη τῆς «Συνόδου». Ὅλες ὅμως οἱ σύνοδοι, οἰκουμενικὲς καὶ τοπικές, ἀμέσως μόλις προέκυπτε ἕνα σοβαρὸ ποιμαντικὸ θέμα, ἰδιαίτερα ἂν ἐπρόκειτο γιὰ αἵρεση, συνέρχονταν μὲ τὴν διαδικασία τοῦ ἐπείγοντος καὶ ἐντὸς ἡμερῶν, ἑβδομάδων ἤ τὸ πολὺ μηνῶν, ἠσχολοῦντο μὲ τὴν ἐπίλυσή του, χωρὶς συγκρότηση προπαρασκευαστικῶν καὶ προσυνοδικῶν Διασκέψεων καὶ μάλιστα τόσο μακροχρονίων. Ἡ συνοδικὴ ἀπαίτηση γιὰ ἄμεση λύση ἐπειγόντων καὶ φλεγόντων θεμάτων καταγράφεται στὸν ΛΖ´ Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὁ ὁποῖος ὁρίζει «δεύτερον τοῦ ἔτους σύνοδος γινέσθω τῶν ἐπισκόπων, καὶ ἀνακρινέτωσαν ἀλλήλως τὰ δόγματα τῆς εὐσεβείας καὶ τὰς ἐμπιπτούσας ἐκκλησιαστικὰς ἀντιλογίας διαλυέτωσαν». Οἱ Κανόνες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἔχουν οἰκουμενικὸ κῦρος, διότι ἐπικυρώθηκαν ἀπὸ τὸν Β´ Κανόνα τῆς ΣΤ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ἀπὸ τὸν Α´ τῆς Ζ´, καὶ ἐπιβάλλουν νὰ ἐπιλύονται τὰ ἀνακύπτοντα προβλήματα ἄμεσα ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους, χωρὶς παρεμβολὴ Ἐπιτροπῶν καὶ Διασκέψεων, χωρὶς ἐκπροσώπους.
Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ 20οῦ αἰῶνος, σχεδὸν ἀπὸ τὶς ἀρχές του, δύο φλέγοντα καὶ ἐπείγοντα θέματα ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπισθοῦν. Οἱ σχέσεις μας μὲ τόν «λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον», ὅπως οὐδέτερα καὶ εὐγενικὰ ὀνομάζουμε τώρα τὶς αἱρέσεις, τὶς ὁποῖες ἤδη τὸ 1920 τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ὀνόμασε ἐκκλησίες μὲ τὴν γνωστὴ συνοδικὴ ἐγκύκλιο τοῦ 1920 «Πρὸς τὰς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ». Τὸ δεύτερο θέμα, ποὺ προκάλεσε ὄχι ἁπλῶς «ἐκκλησιαστικὰς ἀντιλογίας», ἀλλὰ καὶ σχίσματα, ἐξακολουθεῖ δὲ μέχρι καὶ σήμερα νὰ τραυματίζει καὶ νὰ διασπᾶ τὴν λειτουργικὴ καὶ ἑορτολογικὴ ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων, εἶναι ἡ ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση ποὺ ἀποφασίσθηκε ἀντισυνοδικὰ χωρὶς πανορθόδοξη ἀπόφαση τὸ 1924 καὶ διήρεσε τοὺς Ὀρθοδόξους σὲ Παλαιοημερολογίτες καὶ Νεοημερολογίτες, ἀφοῦ πολλὲς αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος δὲν ἀκολούθησαν τὸ Νέο ἀλλὰ κρατοῦν τὸ Παλαιὸ Ἡμερολόγιο.
Ἡ ἀναστάτωση καὶ οἱ ἀντιλογίες ποὺ προεκλήθησαν, καὶ μάλιστα μὲ διακοπὲς μνημοσύνου τῶν οἰκείων ἀρχιερέων, δὲν θὰ εἶχαν καταλήξει σὲ σχίσματα, ἂν, ὅπως ἐπιτάσσουν οἱ κανόνες, συνερχόταν ἀμέσως Πανορθόδοξη Σύνοδος, τὴν ὁποίαν ὅλοι ὑπόσχονταν καὶ ἀνέμεναν γιὰ τὴν ἐπίλυση τοῦ Ἡμερολογιακοῦ. Ἡ κατάσταση ἐχειροτέρευσε, ὅταν ἀπὸ τὴν πατριαρχία τοῦ Ἀθηναγόρα (1948-1972) θέριεψε ὁ Οἰκουμενισμός, ποὺ ἐπιδιώκει τὴν ἕνωση τῶν χριστιανικῶν «ἐκκλησιῶν» καὶ ὁμολογιῶν, δηλαδὴ τῶν αἱρέσεων, ὄχι μὲ ἀποκήρυξη τῶν αἱρετικῶν τους διδασκαλιῶν καὶ ἐνσωμάτωση μὲ ἐπιστροφὴ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλὰ διατηρουμένων τῶν αἱρέσεων θέλουν οἱ Οἰκουμενιστὲς νὰ ἑνωθεῖ ἡ Ἐκκλησία μὲ αὐτές, ἐγκαταλείπουσα τὴν ἀποκλειστικότητα καὶ μοναδικότητά της, διότι δῆθεν καμμία ἐκκλησία δὲν διαθέτει τὸ πλήρωμα τῆς ἀληθείας, ἀλλὰ ὅλες ἔχουν μέρος αὐτῆς· καμμία δὲν εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ ὅλες ἀποτελοῦν κλαδιὰ τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὴν γνωστὴ προτεσταντική «Θεωρία τῶν κλάδων».
Ἡ τρομερὴ αὐτὴ ἐκκλησιολογικὴ αἵρεση, ἡ χειρότερη ὅλων τῶν προηγουμένων αἱρέσεων, ἡ ὄντως παναίρεση, ποὺ ἐκκλησιοποιεῖ τὶς αἱρέσεις προσφέρει δηλαδὴ ἐκκλησιαστικότητα στὶς αἱρέσεις, παλαιὲς καὶ νέες, σχετικοποιεῖ καὶ περιφρονεῖ τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, ἀγνοεῖ τὶς διαφορὲς καὶ τὰ χωρίζοντα καὶ προβάλλει μόνον τὰ ἑνοῦντα, ὥστε νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ συγκρητιστικὴ παγχριστιανικὴ καὶ στὴ συνέχεια πανθρησκειακὴ ἑνότητα τοῦ Ἀντιχρίστου, ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπισθεῖ ἀμέσως, μὲ πανορθόδοξη σύνοδο, ἐνῶ ζοῦσε ἀκόμη ὁ Ἀθηναγόρας, ὡς κατεπεῖγον καὶ φλέγον θέμα, ἐπειδὴ ἔθιγε «τὰ δόγματα τῆς εὐσεβείας» κατὰ τὴν ἱεροκανονικὴ παράδοση καὶ ὑπαγόρευση. Τότε ὅμως τὰ πράγματα ἦσαν δύσκολα γιὰ ὅσους προωθοῦσαν τὸν Οἰκουμενισμό, διότι οὔτε ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ ἄλλων χωρῶν οὔτε οἱ Θεολογικὲς Σχολὲς εἶχαν διαβρωθῆ ἀπὸ τὴν συγκρητιστικὴ αἵρεση.
Ἡ μακροχρόνια λοιπὸν μὲ Ἐπιτροπὲς καὶ Διασκέψεις προσυνοδικὴ διαδικασία μὲ πολλὰ μάλιστα θέματα, τὰ περισσότερα τῶν ὁποίων ἦσαν δευτερεύοντα καὶ λελυμένα μὲ συνοδικὲς ἀποφάσεις ἤ ἀπὸ τὴν ὁμόφωνη διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀπέβλεπε ἀφ᾽ ἑνὸς μὲν νὰ ἐκτραπεῖ τὸ ἐνδιαφέρον καὶ ἡ προσοχὴ ἀπὸ τὰ κύρια στὰ δευτερεύοντα, ἀφ᾽ ἑτέρου δὲ νὰ δοθεῖ περισσότερος χρόνος στὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὥστε νὰ διαβρώσει καὶ νὰ ἀλλοτριώσει τὶς ἱεραρχίες τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν καὶ νὰ παρασύρει μαζὶ καὶ τοὺς καθηγητὰς τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν, ὅπερ καὶ ἐγένετο.
Ἔτσι τὸ μὲν ἐπεῖγον καὶ φλέγον θέμα τοῦ Ἡμερολογίου, ἐνῶ παρέμεινε ἐγγεγραμμένο πρὸς συζήτηση καθ᾽ ὅλην τὴν διάρκεια τῶν προσυνοδικῶν Διασκέψεων, διεγράφη τὴν τελευταία στιγμή, μόνο καὶ μόνο γιατὶ οὔτε οἱ τοῦ Παλαιοῦ οὔτε οἱ τοῦ Νέου Ἡμερολογίου ἐκκλησίες ἦσαν διατεθειμένες νὰ ἀλλάξουν θέση· ἐὰν συνεζητεῖτο, θὰ ὁδηγοῦσε σὲ διενέξεις καὶ πιθανὸν σὲ διάλυση τῆς «Συνόδου». Αὐτὸ ὅμως ἔπρεπε νὰ ἀποφευχθεῖ, γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ ὁ κύριος καὶ μοναδικὸς στόχος τῆς «Συνόδου», ἡ συνοδικὴ ἐπικύρωση καὶ κατοχύρωση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὥστε νὰ μὴ τολμοῦν πλέον κάποιοι νὰ τὸν ὀνομάζουν αἵρεση καὶ παναίρεση, ὅσοι δὲ ἐξακολουθοῦν νὰ τὸ πράττουν νὰ κατηγοροῦνται ὡς ὑποκινοῦντες σχίσματα καὶ φατρίες, ὡς ἀνυπάκουοι καὶ ἀνυπότακτοι, ἀφοῦ οὔτε τὶς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου» δὲν ἀποδέχονται. Ἔτσι, ἐνῶ ἀπὸ τὸ ὑγιὲς πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ τὸ ἐξέφραζαν καὶ σύγχρονοι Ἅγιοι καὶ Ὅσιοι Γέροντες, ἀναμενόταν ἐπὶ δεκαετίες ἡ καταδίκη τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ μακροχρόνια διάρκεια τῆς προετοιμασίας προσέφερε στοὺς σχεδιαστὲς τὸν ἀπαραίτητο χρόνο γιὰ νὰ προετοιμάσουν καὶ ἐπιβάλουν συνοδικὰ τὴν ἐπικύρωση καὶ ἀποδοχή της.

β) Προσβολὴ τῆς ἰσότητας τῶν ἐπισκόπων καὶ καταρράκωση τῆς συνοδικότητας
Ἄκρως ἀντισυνοδικός, ἀντορθόδοξος, ὑποτιμητικὸς καὶ προκλητικός, μὲ τὴν ἴδια στόχευση, ἦταν καὶ ὁ τρόπος συμμετοχῆς τῶν ἐπισκόπων. Σὲ μία γενικὴ καὶ πανορθόδοξη σύνοδο, ἡ ὁποία μάλιστα εἶχε σχεδιασθῆ καὶ εἶχε θεωρηθῆ ὡς οἰκουμενικὴ καὶ αἰφνιδίως ἄλλαξε χαρακτήρα, γιὰ λόγους ποὺ ἔχουμε ἀναπτύξει σὲ ἄλλες μελέτες5, ἔπρεπε νὰ συμμετάσχουν μὲ πλήρη δικαιώματα λόγου καὶ ψήφου ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι τῆς ἀνὰ τὴν Οἰκουμένη Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἂν στοὺς παλαιοὺς χρόνους προσεκαλοῦντο ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι, καὶ μὲ τόσες συγκοινωνιακὲς δυσκολίες καὶ ἐπίπονα ταξίδια ἔπαιρναν μέρος περισσότεροι τῶν ἑξακοσίων (600) ἐπισκόπων, εἶναι παντελῶς ἀδικαιολόγητη καὶ σκόπιμη ἡ παρουσία ἀπὸ κάθε ἐκκλησία μικροῦ ἀριθμοῦ ἐπισκόπων καὶ ὄχι τοῦ συνόλου αὐτῶν. Ἀπὸ τοὺς ὀκτακοσίους περίπου ἐπισκόπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔλαβαν μέρος μόνον οἱ ἑκατὸν ἑξήντα, δηλαδὴ τὸ ἕνα πέμπτο, ἑπομένως ἐκπροσωπήθηκε στὴ «Σύνοδο» μόνο ἐλάχιστο μέρος τῶν πιστῶν, διότι ὁ κάθε ἐπίσκοπος ἐκπροσωπεῖ τοὺς πιστοὺς τῆς ἐπαρχίας του καὶ αὐτὸς γνωρίζει τὶς ποιμαντικὲς ἀνάγκες καὶ τὰ προβλήματα τοῦ τόπου, τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ μεταφέρει στὴν σύνοδο σχετικὰ μὲ τὰ συζητούμενα θέματα. Ἂν μάλιστα ληφθεῖ ὑπ᾽ ὄψιν ὅτι στὴν «Σύνοδο» δὲν ἔλαβαν μέρος τέσσερις ἐκκλησίες μὲ σύνολο πιστῶν ποὺ ὑπερβαίνει τὸ 70% τῶν Ὀρθοδόξων, τότε ἡ δι᾽ ἀντιπροσωπιῶν συμμετοχὴ κατεβαίνει καὶ κάτω τοῦ ἑνὸς πέμπτου τοῦ συνόλου τῶν Ὀρθοδόξων, ἐκμηδενίζοντας τὸν δῆθεν πανορθόδοξο χαρακτήρα τῆς «Συνόδου». Σημειωτέον ὅτι στὴν σύγχρονη Β´ Βατικάνεια Σύνοδο τοῦ Παπισμοῦ (1963-1965) ἔλαβαν μέρος 2.500 ἐπίσκοποι. Τόσο πτωχὴ θέλουν τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ἀνεπίσκοπη ὅσοι ἐσχεδίασαν τὴν ἐπιλεκτικὴ παρουσία μικροῦ ἀριθμοῦ ἐπισκόπων;
Γνωρίζουμε πῶς ἔγινε στὴν Ἑλλάδα ἡ ἐπιλογὴ τῶν ἐπισκόπων, πόσοι τρόποι ἐπιλογῆς προτάθηκαν, ποιοί ἀπορρίφθηκαν καὶ ποιός τρόπος ἐπιλογῆς τελικὰ ἐπελέγη, ποὺ ἐξασφάλιζε τὴν κατὰ πλειοψηφία μετάβαση στὴν «Σύνοδο» οἰκουμενιστῶν, φιλοοικουμενιστῶν ἤ ἀδιαφόρων καὶ χειραγωγήσιμων ἐπισκόπων, γιὰ νὰ ἐξασφαλισθεῖ ἡ ὑποστήριξη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Εἶναι βέβαιο πώς, ἂν παρίσταντο ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι, θὰ ἀκούγονταν πολλὲς ὀρθόδοξες φωνές, ὅπως ἀκούσθηκαν στὴ σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τὸ Μάϊο τοῦ 2016, πρὸ τῆς «Συνόδου», ποὺ καὶ αὐτὲς τὶς ἀχρήστευσαν στὴ συνέχεια. Ὁ μικρὸς ἀριθμὸς ἐπισκόπων ἐξυπηρέτησε καὶ ἄλλον στόχο ἐκκλησιαστικῆς πολιτικῆς, τὴν διατήρηση τοῦ Status Quo στὴν πρωτοκαθεδρία καὶ ἱεράρχηση τῶν θρόνων, ὥστε νὰ ἀποκρυβεῖ ἡ δύναμη ποὺ ἔχει κάθε ἐκκλησία, ἀντίστοιχη μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν πιστῶν καὶ κατ᾽ ἀναλογίαν τῶν ἐπισκόπων.
Ἡ ὑποτίμηση ὅμως καὶ ἡ προσβολὴ τῆς ἰσότητος τῶν ἐπισκόπων, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἀποκλεισμὸ τῶν περισσοτέρων ἀπὸ αὐτοὺς προσέλαβε ἄλλες, πολὺ χειρότερες, διαστάσεις, ποὺ προσδίδουν στὰ τελεσθέντα καὶ πραχθέντα αἱρετικὲς ἀποκλίσεις ἐκκλησιολογικοῦ περιεχομένου μὲ τὴν γιὰ πρώτη φορὰ στὴν συνοδικὴ ἱστορία ἀπόδοση ἁρμοδιοτήτων πρωτείου στοὺς προκαθημένους τῶν Ὀρθοδόξων αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖοι ὅπως ἐλέχθη ὀρθὰ ἀπὸ ἐπίσκοπο ποὺ συμμετεῖχε στὶς προσυνοδικὲς καὶ στὶς συνοδικὲς ἐργασίες, ἐνήργησαν «ὡς συλλογικός τις πάπας»6. Συγκεκριμένα ἐφευρέθηκε καὶ ἐνεργοποιήθηκε λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν «Σύνοδο» ὁ ἀμάρτυρος καὶ ἄγνωστος θεσμὸς τῆς «Συνάξεως τῶν Προκαθημένων», τῶν πατριαρχῶν δηλαδὴ καὶ ἀρχιεπισκόπων, οἱ ὁποῖοι συνήρχοντο καὶ ἀποφάσιζαν χωρὶς τὶς συνόδους τῶν ἐκκλησιῶν τους. Καὶ θὰ μποροῦσε βέβαια νὰ δεχθεῖ κανεὶς ὅτι ἡ ἐπὶ τὸ αὐτὸ συνάντηση καὶ ἀνταλλαγὴ γνωμῶν τῶν πρωθιεραρχῶν ἦταν ἄτυπη καὶ εἶχε συμβουλευτικὸ χαρακτήρα, στὴν «Σύνοδο» ὅμως προσέλαβε θεσμικὸ χαρακτήρα καὶ ἐτορπίλλισε κυριολεκτικὰ τὴν συνοδικότητα, βασικὸ γνώρισμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας, διότι τὸ δικαίωμα ψήφου ἀφαιρέθηκε ἀπὸ τοὺς παρισταμένους ἐπισκόπους, καὶ περιορίσθηκε μόνο στοὺς δεκατέσσερις προκαθημένους, ἐκ τῶν ὁποίων παρόντες ἦσαν οἱ δέκα, ἀφοῦ τέσσερις αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες ἀπουσίαζαν. Δὲν ἔφτανε τὸ ὅτι ἀπὸ τοὺς ὀκτακόσιους ἐπισκόπους ἔλαβαν μέρος μόνον οἱ ἑκατὸν ἑξήντα, τώρα καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἐψήφισαν μόνον οἱ δέκα, δηλαδὴ τὸ ἕνα ὀγδοηκοστὸ (1/80) τοῦ συνόλου τῶν ἐπισκόπων ποὺ ἔπρεπε νὰ ψηφίσουν τὰ ἑτοιμασθέντα ἱεροκρυφίως κείμενα. Καὶ λέγεται αὐτὸ σύνοδος ἐπισκόπων καὶ μάλιστα πανορθόδοξη; Ἔπαυσε πλέον νὰ ἰσχύει ἡ διαχρονικὴ συνοδικὴ ἀρχὴ «ἕνας ἐπίσκοπος = μία ψῆφος» καὶ ἴσχυσε ἡ ἀρχὴ «μία αὐτοκέφαλη ἐκκλησία = μία ψῆφος», μὲ ἀπόδοση οὐσιαστικοῦ πρωτείου ἐξουσίας στοὺς δεκατέσσερις προκαθημένους. Ἔτσι, ἀντὶ γιὰ ἕνα πάπα ἡ «Σύνοδος» μᾶς ἐχάρισε δεκατέσσερις πάπες, ὅσοι καὶ οἱ προκαθήμενοι, παρουσίασε δὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὄχι ὡς ἕνα ἑνιαῖο σῶμα, στὸ ὁποῖο ἰσοτίμως καὶ ἀδιακρίτως μετέχουν ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι, ἀσχέτως πρὸς τὸ ἔθνος, τὸν τόπο, τὴν γλώσσα καὶ ἄλλα ἀνθρώπινα γνωρίσματα, ἀλλὰ ὡς μία ὁμοσπονδία διαφορετικῶν ἐκκλησιῶν ἡ κάθε μία ἀπὸ τὶς ὁποῖες δικαιοῦται μία ψῆφο. Αὐτὸ ποὺ παραδόθηκε καὶ διδάχθηκε μέχρι τώρα γιὰ τὴν ἰσότητα τῶν ἐπισκόπων καταστρατηγήθηκε βάναυσα στήν «Σύνοδο», ὡς μία προετοιμασία γιὰ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ παπικοῦ πρωτείου, ἐφ᾽ ὅσον πλέον δὲν ἰσχύει τὸ πρωτεῖο τιμῆς καὶ ἁπλῆς πρωτοκαθεδρίας, τό «πρῶτος μεταξὺ ἴσων» (primus inter pares), ἀλλὰ τὸ πρωτεῖο ἐξουσίας, τό «πρῶτος ἄνευ ἴσων» (primus sine paribus), ποὺ ὑποστηρίζεται καὶ ἀπὸ «φωστῆρες» τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως.
Δικαιολογημένα γι᾽ αὐτὸ ἀντέδρασαν πολλοὶ ἐπίσκοποι γιὰ τὴν προσβολὴ αὐτὴ τῆς ἰσότητος τῶν ἐπισκόπων. Μνημονεύσαμε ἤδη τὸν ἐπίσκοπο τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας Μπάτσκας Εἰρηναῖο (Μπούλοβιτς), ὁ ὁποῖος ἐκτιμᾶ ὅτι ἡ διαδικασία αὐτὴ τῆς ἐπιλογῆς μικροῦ ἀριθμοῦ ἐπισκόπων καὶ ὁ περιορισμὸς τοῦ δικαιώματος ψήφου μόνον στοὺς προκαθημένους ἀλλάσσει καὶ ἀλλοιώνει τὸν χαρακτήρα τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης, τὴν ὑποβιβάζει ἀπὸ ἀληθινὴ πανορθόδοξη σύνοδο «εἰς σύναξιν Προκαθημένων ἐχόντων ἁπλῶς διευρυμένας συνοδείας»7. Στὸ ἴδιο μῆκος κύματος καὶ ὁ μητροπολίτης Πειραιῶς Σεραφεὶμ δηλώνει ὅτι διαφωνεῖ μὲ τὴν συνοδικὴ διαδικασία «ποὺ προσβάλλει τὸ Ἐπισκοπικὸν Ὑπούργημα καὶ μεταβάλλει τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο σὲ οὐσιαστικὰ διευρυμένη Σύνοδο Προκαθημένων ποὺ προδήλως παραβιάζει τὸν 34ο Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, διότι εἶναι κανονικῶς ἀπαράδεκτον νὰ ἀκυρώνεται ἡ ψῆφος κάθε ἐπισκόπου καὶ ἡ ἐλευθέρα ἔκφρασις τῆς γνώμης του καὶ νὰ ὁμογενοποιεῖται ἀντικανονικῶς ἡ ψῆφος τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας»8. Τὴν ἴδια διαμαρτυρία ἐξέφρασαν πρὸ τῆς «Συνόδου» καὶ ἄλλοι ἀρχιερεῖς, μεταξὺ τῶν ὁποίων οἱ Λεμεσοῦ Ἀθανάσιος καὶ Κυθήρων Σεραφείμ9. Κάποιοι μάλιστα ἀρνήθηκαν νὰ πάρουν μέρος στήν «Σύνοδο», διότι χωρὶς δικαίωμα ψήφου θὰ ἦσαν ἁπλῶς διακοσμητικὰ στοιχεῖα σὲ ρόλο γλάστρας, ὅπως χαρακτηριστικὰ εἶπε ὁ μητροπολίτης Φλωρίνης Θεόκλητος. Τελικῶς τὸ ἑνιαῖο καὶ μὲ ἴσα δικαιώματα σῶμα τῶν ἐπισκόπων διαιρέθηκε σὲ τέσσερις ἄνισες κατηγορίες: α) Ὁ Οἰκουμενικὸς πατριάρχης, ὡς πρῶτος τῶν πρώτων, μὲ διολίσθηση ἀπὸ τὸ πρωτεῖο τιμῆς στὸ πρωτεῖο ἐξουσίας β) Οἱ Προκαθήμενοι τῶν λοιπῶν αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν μὲ δικαίωμα ψήφου στὴν «Σύνοδο», ὅπως καὶ ὁ Οἰκουμενικός, καὶ μὲ τὴν ἴδια διολίσθηση τοῦ πρωτείου γ) οἱ ἐπίσκοποι ποὺ συμμετεῖχαν στήν «Σύνοδο» χωρὶς ψῆφο καὶ δ) οἱ ἐπίσκοποι ποὺ δὲν ἔλαβαν μέρος, γιατὶ ἀποκλείσθηκαν10.
Ἡ ἄνευ ψήφου παρουσία τῶν ἐπισκόπων στὴν «Σύνοδο» ἐδημιούργησε καὶ ἄλλες ἀντισυνοδικὲς ἐκτροπὲς καὶ παραλογισμούς, διότι, μολονότι δὲν εἶχαν δικαίωμα ψήφου γιὰ τὰ ἐγκρινόμενα κείμενα, ἐκαλοῦντο νὰ τὰ ὑπογράψουν στὴ συνέχεια, ἐφ᾽ ὅσον τὰ ἐψήφισε ὁ προκαθήμενος τῆς τοπικῆς τους ἐκκλησίας. Παρατηρήθηκε γι᾽ αὐτὸ τὸ φαινόμενο κάποιοι ἐπίσκοποι νὰ ἀρνηθοῦν νὰ ὑπογράψουν κείμενα μὲ τὰ ὁποῖα δὲν συμφωνοῦσαν, ὅπως τὸ περιβόητο κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον», ἔστω καὶ ἂν ἡ ἐκκλησία τους τὰ εἶχε δεχθῆ μὲ τὴν ψῆφο τοῦ προκαθημένου της, ὅπως οἱ τέσσερις ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου (Λεμεσοῦ Ἀθανάσιος, Μόρφου Νεόφυτος, Ἀμαθοῦντος Νικόλαος, Λήδρας Ἐπιφάνιος), ὁ μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ δεκαεπτὰ (17) ἐπίσκοποι τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν 25μελὴ ἀντιπροσωπία τους. Ἡ μικρὴ αὐτὴ καὶ ἀξιέπαινη ἀντίδραση δὲν ἔφερε τὸ παραμικρὸ θετικὸ ἀποτέλεσμα· ἀντίθετα προκάλεσε ὀδυνηρὲς καὶ τραγελαφικὲς συμπεριφορές, διότι γιὰ μὲν τοὺς Κυπρίους ὑπέγραψε «ἀντ᾽ αὐτῶν», δικτατορικῷ τῷ τρόπῳ, χωρὶς ἐξουσιοδότηση, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος, ὁ Ναυπάκτου ὑπέστη προπηλακισμοὺς καὶ ὑβριστικὴ συμπεριφορὰ ἀπὸ Ἑλλαδίτες συνεπισκόπους του, ὅπως ὁ ἴδιος ἐδήλωσε, οἱ δὲ Σέρβοι ποὺ κατὰ πλειοψηφίαν ἀπέρριψαν τὸ κείμενο βρέθηκαν ἀνίσχυροι πρὸ τῆς μιᾶς ψήφου τοῦ προκαθημένου τους· ἡ ψῆφος καὶ ἡ γνώμη τοῦ ἑνὸς ὑπερίσχυσε τῆς γνώμης τῶν περισσοτέρων. Εἰς μάτην ὁ μητροπολίτης Μαυροβουνίου Ἀμφιλόχιος καὶ ὁ ἐπίσκοπος Μπάτσκας Εἰρηναῖος ἐζήτησαν ἀπὸ τὸν οἰκουμενικὸ πατριάρχη Βαρθολομαῖο, τὸν καὶ πρόεδρο τῆς «Συνόδου», πρὸ τοῦ συνοδικοῦ ἀδιεξόδου ὡς πρὸς τὸ περιλάλητο κείμενο νὰ ἀναβληθεῖ ἡ ἔγκριση καὶ ἡ ὑπογραφή του11. Αὐτὸ ὅμως καθιέρωνε καὶ ἐπεκύρωνε τὸν Οἰκουμενισμὸ μὲ συνοδικὴ σφραγίδα, καὶ ὅλη ἡ διαδικασία, ὅλες οἱ μεθοδεύσεις εἰς αὐτὸ ἀπέβλεπαν. Δὲν ἔπρεπε νὰ χαθεῖ αὐτὴ ἡ εὐκαιρία. Ἡ συνοδικότητα καταρρακώθηκε καὶ μαζί της τραυματίσθηκε βαθιὰ ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Δὲν ἦταν μήπως καλοστημένη μεθόδευση ἡ πρόβλεψη τοῦ Κανονισμοῦ λειτουργίας τῆς «Συνόδου», σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία οἱ προτάσεις βελτιώσεως καὶ διορθώσεως τῶν κειμένων ποὺ θὰ ὑπέβαλαν οἱ ἐκκλησίες, συνοδικὰ μάλιστα ἀποφασισμένες, γιὰ νὰ γίνουν δεκτές, ἔπρεπε νὰ συμφωνοῦν ὅλοι; Καὶ μία μόνον διαφωνία ἂν προεβάλλετο, ἀπορριπτόταν ἡ βελτίωση. Εἶχαν δυστυχῶς τὴν αὐταπάτη πολλοὶ ὅτι τὰ προσυνοδικὰ κείμενα, ποὺ εἶχαν ἑτοιμασθῆ μὲ οἰκουμενιστικὴ κατεύθυνση, στὴν «Σύνοδο» θὰ μποροῦσαν νὰ διορθωθοῦν, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἔλαβαν μέρος. Ἀπογοητεύθηκαν ὅμως καὶ διαψεύσθηκαν οἰκτρά, διότι ὅλες οἱ διορθώσεις ποὺ ὑπέβαλαν ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἄλλες Ἐκκλησίες πρὸς τὴν κατεύθυνση νὰ μὴν ἐνισχυθεῖ καὶ ἐπικυρωθεῖ ὁ Οἰκουμενισμός, ἀπορρίφθηκαν ἀμέσως. Κάποιος ἀπὸ τὴν οἰκουμενιστικὴ παρέα ἀνελάμβανε νὰ διαφωνήσει, καὶ ἔτσι ἡ πρόταση ἀπορριπτόταν, γιατὶ δὲν συμφωνοῦσαν ὅλοι, γιατὶ διαφωνοῦσε ἕνας. Καὶ τὸ ἐρώτημα ποὺ χρειάζεται ἀπάντηση εἶναι: Ποῦ ἐνεργοῦσε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, στὴν βελτιωτικὴ πρόταση, ποὺ εἶχε πίσω της συνοδικὴ ἀπόφανση, καὶ μάλιστα ὁμόφωνη, ὅπως στὶς προτάσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἤ στὴν αἱρετίζουσα διαφωνία τοῦ ἑνὸς καὶ στὴν ἀδιαμαρτύρητη ἀποδοχή της; Γιὰ τὴν ἐπίφαση πάντως ἀντικειμενικότητας κάποιες προτάσεις σὲ δευτερεύοντα ἀκίνδυνα θέματα ἔγιναν δεκτές, ὅσες δὲν ἔπλητταν τὸν κύριο στόχο τῆς «Συνόδου» τὴν εἰσαγωγὴ τῆς παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέσα στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ ἴδιος ὁ Κανονισμὸς λειτουργίας τῆς «Συνόδου» εἶναι ἀντιαποστολική, ἀντισυνοδικὴ καὶ ἀντιπατερικὴ πράξη. Δὲν ἔχει προηγούμενο στὴν συνοδικὴ ἱστορία ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου τῶν Ἱεροσολύμων καὶ εἰς ὅλες τὶς μετέπειτα συνόδους, οἰκουμενικὲς καὶ τοπικές. Μπορεῖ κάποιος ἐρευνητὴς νὰ μᾶς ὑποδείξει παρόμοιο Κανονισμό, στὸν ὁποῖο στηρίχθηκε ὁ Κανονισμὸς τοῦ Κολυμπαρίου; Πάντως, ὅπου ὁ Κανονισμὸς δὲν εἶχε προβλέψει κάποια προβλήματα ἤ δὲν εὐνοοῦσε κάποιες καταστάσεις, δὲν ἐδίσταζαν οἱ ἰθύνοντες νὰ παραβοῦν τὸν Κανονισμὸ ποὺ οἱ ἴδιοι συνέταξαν. Κραυγαλέο παράδειγμα ἡ προβλεπόμενη ἀπὸ τὸν Κανονισμὸ ἀρχὴ τῆς ὁμοφωνίας, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία «ἅπασαι αἱ ἀποφάσεις, κατὰ τὴν Σύνοδον καὶ κατὰ τὸ προπαρασκευαστικὸν αὐτῆς στάδιον, λαμβάνονται καθ᾽ ὁμοφωνίαν». Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας εἶχε ζητήσει ἀναβολὴ τῆς «Συνόδου», μέχρις ὅτου ἐπιτευχθεῖ ὁμοφωνία σὲ θέματα ποὺ ἔθετε. Δὲν ἐψήφισε μάλιστα οὔτε τὸν Κανονισμὸ τῆς «Συνόδου». Προστέθηκαν δὲ στὴ συνέχεια καὶ οἱ ἐκκλησίες Ρωσίας, Βουλγαρίας καὶ Γεωργίας. Καὶ διερωτᾶται εὔλογα τὸ Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας: «Πῶς ἐπιτυγχάνεται ἡ ὁμοφωνία στὴν Κρήτη μὲ τὴν ἀπουσία τεσσάρων Ὀρθοδόξων αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν»;12

2. Τὰ κύρια καὶ τὰ δευτερεύοντα θέματα τῆς «Συνόδου»

Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ παρουσιάσει καὶ πολλὲς ἄλλες θλιβερὲς πτυχὲς ὡς πρὸς τὴν διαδικασία προετοιμασίας καὶ λειτουργίας τῆς «Συνόδου» τῆς Κρήτης, ἂν μάλιστα κάνει τὸν κόπο νὰ ἐρευνήσει τὴν σχετικὴ βιβλιογραφία. Ἐμεῖς θὰ ἀρκεσθοῦμε εἰς αὐτά, γιατὶ δείχνουν ὁλοφάνερα ὅτι δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὶς προηγούμενες ὀρθόδοξες συνόδους, διακόπτει τὴν διαδοχὴ τῶν συνόδων, δὲν ἀκολουθεῖ  τὸ «ἑπόμενοι τοῖς θείοις Πατράσι», εἶναι ξένο καὶ ἀπόβλητο σῶμα. Εἶναι ἄλλου εἴδους σύνοδος, «διαφορετικὸ εἶδος συνόδου», ὅπως μὲ εἰλικρίνεια καὶ καύχηση παραδέχθηκε μέσα στὴν «Σύνοδο» ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας Ἀναστάσιος. Ὄντως, δὲν εἶναι ὀρθόδοξη σύνοδος, ἀλλὰ οἰκουμενιστική, σύνοδος ὄχι τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Πολὺ χειρότερη εἶναι ἡ κατάσταση, ἂν ἀποβλέψει κανεὶς ὄχι εἰς τὸ σῶμα τῆς «Συνόδου», ὅπως κάναμε μέχρι τώρα μὲ τὰ ἐξωτερικά της γνωρίσματα, ἀλλὰ εἰς τὸ πνεῦμα τῆς «Συνόδου», εἰς τὰ κείμενα δηλαδὴ ποὺ ἔκρινε καὶ εἰς τὸ ποιμαντικὸ καὶ ἐκκλησιολογικό τους περιεχόμενο, ἰδιαίτερα στὸ ἕνα ἐξ αὐτῶν ποὺ ἀκυρώνει καὶ ἀχρηστεύει καὶ τὰ ὑπόλοιπα.

α) Τὰ περισσότερα θέματα ἦσαν λελυμένα
Ὅπως ἤδη ἔχομε γράψει ἡ προετοιμασία τῆς «Συνόδου» ξεκίνησε μὲ τὴν ἐγγραφὴ στὸν Κατάλογο μεγάλου ἀριθμοῦ θεμάτων ποὺ ἐθύμιζε πανεπιστημιακὰ ἐγχειρίδια Δογματικῆς, Ἠθικῆς, Κανονικοῦ Δικαίου, Λειτουργικῆς καὶ ἄλλων ἀκαδημαϊκῶν μαθημάτων. Χρειάσθηκαν χρόνια γιὰ νὰ κατανοηθεῖ ἡ λανθασμένη ἐπιλογὴ καὶ ἡ ἀντισυνοδικὴ μεθοδολογία, καὶ νὰ περιορισθοῦν εἰς δέκα τὰ ὑπὸ ἐξέτασιν θέματα μὲ ἀπόφαση τῆς Α´ Προσυνοδικῆς Πανορθόδοξης Διάσκεψης (Γενεύη 1976). Αὐτὰ ἦσαν τὰ ἑξῆς: α) Ὀρθόδοξη Διασπορά· β) Τὸ Αὐτοκέφαλο καὶ ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ· γ)Τὸ Αὐτόνομο καὶ ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ· δ) Δίπτυχα· ε) Τὸ ζήτημα τοῦ κοινοῦ ἡμερολογίου καὶ τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα· στ) Κωλύματα γάμου· ζ) Ἀναπροσαρμογὴ τῶν περὶ νηστείας ἐκκλησιαστικῶν διατάξεων· η) Σχέσεις Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον· θ) Ὀρθοδοξία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνησις· ι) Συμβολὴ τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στὴν ἐπικράτηση τῶν χριστιανικῶν ἰδεωδῶν τῆς εἰρήνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης μεταξὺ τῶν λαῶν καὶ ἄρσιν τῶν φυλετικῶν διακρίσεων.
Τελικῶς ἀπὸ τὰ δέκα θέματα ἀφαιρέθηκαν προσυνοδικὰ καὶ ἐξέπεσαν ἀπὸ τὸν Κατάλογο τὰ δύο θέματα γιὰ τὸ Αὐτοκέφαλο καὶ τὰ Δίπτυχα μὲ ἀπόφαση τῆς Ε´ Προσυνοδικῆς Διάσκεψης (Γενεύη, Ὀκτώβριος 2015), ἐπειδὴ δὲν ἐπιτυγχανόταν ὁμοφωνία, τὸ δὲ σπουδαῖο καὶ σημαντικὸ θέμα «Ὀρθοδοξία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνησις» συγχωνεύθηκε μὲ τὸ θέμα «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον» στὴν ἴδια Διάσκεψη. Ἀπέμειναν ἔτσι ἑπτὰ θέματα καὶ τελικῶς ἕξι, διότι στὴν «Σύναξη Προκαθημένων» στὴν Γενεύη τὸν Ἰανουάριο τοῦ 2016 ἀφαιρέθηκε καὶ τὸ ἐπίσης σημαντικὸ καὶ φλέγον θέμα τοῦ Ἡμερολογίου καὶ τοῦ Πασχαλίου, ποὺ καὶ μόνο του θὰ δικαιολογοῦσε τὴν σύγκληση Πανορθοδόξου Συνόδου. Εἶχαν οἱ προκαθήμενοι γιὰ τὴν ἀφαίρεση τοῦ Ἡμερολογιακοῦ συνοδικὴ ἐξουσιοδότηση ἤ ἐνήργησαν βάσει τοῦ πρωτείου τους (ipso jure); Ἀπέμειναν ἔτσι γιὰ τὴν «Σύνοδο» ἕξι θέματα, τὰ ἑξῆς: α) Ἡ σπουδαιότης τῆς νηστείας καὶ ἡ τήρησις αὐτῆς σήμερον· β) Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον· γ) Τὸ Αὐτόνομον καὶ ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ· δ) Ἡ Ὀρθόδοξος Διασπορά· ε) Τὸ Μυστήριον τοῦ Γάμου καὶ τὰ κωλύματα αὐτοῦ καὶ στ) Ἡ ἀποστολὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τὸν σύγχρονον κόσμον.
Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν τῆς «Συνόδου» τὰ πέντε ἀπὸ τὰ ἕξι θέματα συζητήθηκαν χωρὶς ἰδιαίτερα προβλήματα καὶ ἀντιρρήσεις ἀπὸ τὸ ἀπόγευμα τῆς Δευτέρας (20 Ἰουνίου) μέχρι τὸ μεσημέρι τῆς Πέμπτης (23 Ἰουνίου). Τελευταῖο ἀφέθηκε τὸ σημαντικώτερο θέμα «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον», στὸ ὁποῖο εἶχε ἐνσωματωθεῖ καὶ μεγάλο μέρος τοῦ προσυνοδικοῦ κειμένου ἀπὸ τὸ διαγραφὲν θέμα «Ὀρθοδοξία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνησις», δηλαδὴ ἡ στάση μας ἀπέναντι στὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.  Εἶναι ἡ καρδιά, τὸ κέντρο τῆς «Συνόδου», ἡ αἰτία τῆς συγκλήσεώς της, ὁ λόγος τῆς ὑπάρξεώς της. Αὐτὸ φάνηκε καὶ ἀπὸ τὶς ἐντάσεις καὶ ἐνστάσεις ποὺ παρουσιάσθηκαν κατὰ τὴν συζήτησή του, ποὺ κράτησε ἀπὸ τὸ ἀπόγευμα τῆς Πέμπτης, ὁλόκληρη τὴν Παρασκευὴ καὶ τὸ Σάββατο (25 Ἰουνίου), χωρὶς νὰ ὁλοκληρωθεῖ καὶ χωρὶς νὰ ὑπογραφεῖ ἀπὸ πολλούς, ἀπὸ τὸ ὑποβληθὲν αἴτημα γιὰ ἀναβολὴ τῆς ἐγκρίσεώς του, ἀπὸ τὶς πιέσεις καὶ τοὺς προπηλακισμοὺς εἰς βάρος ἐπισκόπων, μελῶν, ἐπειδὴ δὲν ἐδέχοντο βασικὲς θέσεις του, ἀπὸ τὸν μεγάλο ἀριθμὸ ἐπισκόπων ποὺ ἀρνήθηαν νὰ τὸ ὑπογράψουν, γιατὶ ἐπικύρωνε τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀπὸ τὸ ὅτι καὶ προσυνοδικὰ τὸ κείμενο αὐτὸ ἦταν ἡ αἰτία τῶν ἀντιδράσεων τοῦ ὑγιοῦς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ὁ βασικὸς λόγος τῆς ἀπουσίας τῶν τεσσάρων ἐκκλησιῶν, ὅπως καὶ τῆς διακοπῆς μνημοσύνου ὅσων ἐπισκόπων ὑπέγραψαν ἤ δέχθηκαν τὶς ἀποφάσεις τῆς «Συνόδου», ἡ ὁποία ἐξ αἰτίας τῆς ἐγκρίσεως τοῦ αἱρετικοῦ αὐτοῦ κειμένου δικαιολογημένα πλέον καλεῖται ψευδοσύνοδος, παρόμοια πρὸς τὴν ψευδοσύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439). Καὶ μόνο τὸ γεγονὸς ὅτι μία ἀντιπροσωπία αὐτοκέφαλης ἐκκλησίας, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, κατὰ πλειοψηφίαν, δεκαεπτὰ (17) ἀπὸ τοὺς εἰκοσιπέντε (25), δὲν ὑπέγραψε τὸ κείμενο, τὸ καθιστᾶ ἄκυρο καὶ ἀπορριπτέο καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸ ὅλη τή «Σύνοδο», γιατὶ αὐτὸ ἦταν ἡ καρδιά, τὸ κέντρο καὶ ἡ αἰτία της. Ὅπως γράφει ὁ Σέρβος ἐπίσκοπος Μπάτσκας Εἰρηναῖος, τὸ κείμενο αὐτό, ἐκτὸς τῆς πλειονότητος τῶν Σέρβων ἐπισκόπων, δὲν τὸ ὑπέγραψαν καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἐπίσκοποι. «Τοῦτο κατὰ συνέπειαν εἶναι ἄκυρον, ἐφ᾽ ὅσον, συνῳδὰ τῇ ἀπὸ τοῦ 1961 ἰσχυούσῃ ἀρχῇ τῆς ὁμοφωνίας καὶ εἷς ἀρχιερεὺς νὰ μὴ ὑπογράψῃ (ἐνῶ ἀπαιτεῖται ἡ ὑπογραφή του!), τὸ ἔγγραφον εἶναι ἀνυπόστατον»13.
Δὲν μειώνουμε τὴν σπουδαιότητα τῶν ἄλλων θεμάτων, ἡ ἔγκριση τῶν ὁποίων συνοδεύεται βέβαια ἀπὸ σημαντικὰ λάθη καὶ ἀντικανονικὲς ρυθμίσεις, δὲν περικλείει ὅμως σωτηριολογικοὺς κινδύνους, ὅπως τὸ θέμα τῶν σχέσεων τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὶς αἱρέσεις, ἡ ἀποδοχὴ νέας αἱρετικῆς ἐκκλησιολογίας, ἡ εἰσαγωγὴ τῆς ἐπικίνδυνης παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέσα στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, τῶν λύκων μέσα στὴν αὐλὴ τῶν προβάτων. Καὶ εἰς τὸ πολὺ καλὸ κείμενο γιὰ τὴν σπουδαιότητα τῆς νηστείας θὰ μποροῦσε νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ διεύρυνση τῶν λόγων ποὺ ἀσκεῖται ἡ οἰκονομία, γιὰ νὰ μὴ παραβαίνονται οἱ Ἱεροὶ Κανόνες, νὰ μὴ ἀθετοῦνται «οἱ τὰ πάντα καλῶς διαταξάμενοι Ἅγιοι Πατέρες», καὶ μειώνεται ὁ ζῆλος γιὰ τὰ μεγάλα κατορθώματα τῆς νηστείας ποὺ ἐπιτέλεσαν μεγάλοι νηστευτὲς Ἅγιοι. Σὲ ἐποχὴ ὑπερκατανάλωσης ὑλικῶν ἀγαθῶν καὶ προγραμμάτων ὑγιεινῆς διατροφῆς γιὰ τοὺς ὑπέρβαρους, ἡ αὐστηρότης τῆς νηστείας πρέπει νὰ ἐνισχυθεῖ καὶ ὄχι νὰ μειωθῆ.
Σοβαρότερες εἶναι οἱ παρεκκλίσεις στὸ θέμα τοῦ Μυστηρίου τοῦ Γάμου καὶ τῶν κωλυμάτων αὐτοῦ καὶ εἶναι ἀπόλυτα δικαιολογημένη ἡ Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας γιὰ τὴν ἰσχυρή της ἀντίδραση. Ἄσκηση οἰκονομίας, ὥστε νὰ ἐπιτρέπονται οἱ μεικτοὶ γάμοι μὲ ἑτεροδόξους αἱρετικούς, δὲν δικαιολογεῖται, διότι ὑπάρχει Κανών (νόμος) ὁ 72ος τῆς Πενθέκτης (Στ´) Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος ἀπαγορεύει αὐστηρὰ τὴν τέλεση μεικτοῦ γάμου· σὲ περίπτωση ποὺ θὰ τελεσθεῖ πρέπει νὰ διαλύεται, οἱ δὲ παραβάτες νὰ ἀφορίζονται: «Μὴ ἐξέστω ὀρθόδοξον ἄνδρα αἱρετικῇ συνάπτεσθαι γυναικί, μήτε μὴν αἱρετικῷ ἀνδρὶ γυναῖκα ὀρθόδοξον συζεύγνυσθαι, ἀλλ᾽ εἰ καὶ φανείη τι τοιοῦτον ὑπό τινος τῶν ἁπάντων γινόμενον, ἄκυρον τὸν γάμον ἡγεῖσθαι, καὶ τὸ ἄθεσμον διαλύεσθαι συνοικέσιον· οὐ γὰρ χρὴ τὰ ἄμικτα μιγνύναι, οὐδὲ τῷ προβάτῳ τὸν λύκον συμπλέκεσθαι, καὶ τῇ τοῦ Χριστοῦ μερίδι τὸν τῶν ἁμαρτωλῶν κλῆρον. Εἰ δὲ παραβῇ τις τὰ παρ᾽ ἡμῶν ὁρισθέντα, ἀφοριζέσθω». Δὲν ἀφήνει ὁ Ἱερὸς Κανὼν κανένα περιθώριο ἀσκήσεως οἰκονομίας, διότι, ἐκτὸς τοῦ ὅτι ἡ οἰκονομία ἔχει πάντοτε προσωρινὸ χαρακτήρα, καὶ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει στὸν γάμο, ὑπάρχουν σοβαρὰ θέματα, θέματα πίστεως, καὶ ἡ αἵρεση εἶναι θέμα πίστεως, ὅπου δὲν μπορεῖ νὰ γίνει οἰκονομία καὶ συγκατάβαση· «οὐ χωρεῖ συγκατάβασις εἰς τὰ τῆς πίστεως», οὔτε ὅπως σοφὰ καὶ θεοφώτιστα λέγει ὁ Κανὼν νὰ ἀναμειγνύουμε τὰ ἄμικτα, τὴν ἀλήθεια μὲ τὴν πλάνη, τὴν Ὀρθοδοξία μὲ τὴν αἵρεση, νὰ ἑνώνουμε τοὺς λύκους μὲ τὰ πρόβατα. Ἦταν μάλιστα πολὺ καλὴ εὐκαιρία κατὰ τὴν συζήτηση τοῦ θέματος τοῦ γάμου νὰ ὑπάρξει ρητὴ καὶ ἔντονη καταδίκη τοῦ Σοδομισμοῦ, τῆς Ὁμοφυλοφιλίας, ἡ ὁποία ὡς θύελλα ἐνισχυόμενη ἀπὸ ἀντίχριστες δυνάμεις, ἀνατρέπει τὴν ἀνθρώπινη ὀντολογία, τῆς ὁποίας βασικὸ γνώρισμα εἶναι ἡ διάκριση εἰς ἄρσεν καὶ θῆλυ, προσβάλλει τὴν φύση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸ ἔργο τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ καὶ ἀρνεῖται τὴν διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου ἐναντίον τοῦ φρικτοῦ αὐτοῦ ἁμαρτήματος. Οἱ ὑποτονικὲς ἀντιδράσεις ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπέναντι στὶς παρελάσεις ὑπερηφανείας τῶν Ὁμοφυλοφίλων (Gay Pride), στὴν ψήφιση ἀπὸ τὴ Βουλὴ τοῦ «Συμφώνου Συμβίωσης» τῶν Ὁμοφυλοφίλων καὶ ἐσχάτως τοῦ Νόμου γιὰ τὴν ἀλλαγὴ φύλου ἀπὸ τὴν ἡλικία τῶν 15 ἐτῶν, δείχνουν ὅτι ἡ ἠθικὴ κατάπτωση καὶ παρακμὴ συμπαρασύρουν καὶ πολλοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ἡγέτες, οἱ ὁποῖοι ἔχουν χάσει πλέον τὰ ὀρθὰ κριτήρια, ὥστε νὰ διακρίνουν τοὺς ἠθικοὺς καὶ πνευματικοὺς κινδύνους καὶ νὰ προστατεύουν τὰ ποίμνια ποὺ τοὺς ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός· αὐτὴ ὅμως εἶναι ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη καὶ ὄχι ὁ ὑποκριτικὸς ἀγαπισμὸς τοῦ δαιμονοκίνητου Οἰκουμενισμοῦ, ποὺ δικαιολογεῖ ἀκόμη καὶ τὸν γάμο τῶν Ὁμοφυλοφίλων καὶ τοὺς εἰσάγει ὡς ἱερεῖς καὶ ἱέρειες μέσα στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων. Δόγμα καὶ ἦθος πάντοτε συμβαδίζουν.
Ἡ τέλεση μεικτῶν γάμων κατ᾽ οἰκονομίαν ποὺ ἐθεσμοθέτησε ἡ ψευδοσύνοδος ἀκυρώνει καὶ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες ποὺ ἀπαγορεύουν τὶς συμπροσευχές, τὸ μεγάλο αὐτὸ σκάνδαλο στὴν σύγχρονη ἐκκλησιαστικὴ πραγματικότητα, ποὺ τείνει νὰ γίνει συρμὸς καὶ μόδα, ἐφ᾽ ὅσον ἡ ἀκολουθία τοῦ μυστηρίου γίνεται καὶ στοὺς δύο ναούς, τῶν Ὀρθοδόξων καὶ τῶν αἱρετικῶν, παρισταμένων τῶν συγγενῶν καὶ φίλων ἀμφοτέρων τῶν νεονύμφων. Οὐσιαστικῶς πρόκειται καὶ γιὰ ἔμμεση ἔγκριση τῶν συμπροσευχῶν. Εἶναι ὅμως δυνατὸν οἱ Ἱεροὶ Κανόνες νὰ ἀλληλοαναιροῦνται καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ ἀντιτίθεται στὸν ἑαυτό του;

β) Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης ἐνομιμοποίησε τὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ εἰσήγαγε τὶς αἱρέσεις μέσα στὴν Ἐκκλησία
Ἡ αὐστηρὴ καὶ ἀπόλυτη ἀπαγόρευση ἀπὸ τὸν 72ο Κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῶν μεικτῶν γάμων, τῶν γάμων δηλαδὴ μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ αἱρετικῶν, ἐπειδὴ ἀναμειγνύονται τὰ ἄμικτα καὶ ἑνώνονται οἱ λύκοι μὲ τὰ πρόβατα, ἰσχύει μὲ ἀπόλυτη συνέπεια γενικῶς καὶ γιὰ τὶς σχέσεις Ὀρθοδόξων καὶ αἱρετικῶν, μὲ τὶς ὁποῖες ἀσχολεῖται τὸ περιβόητο καὶ διαβόητο κείμενο τῆς «Συνόδου» «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον», δηλαδὴ πρὸς τὸν κόσμο τῶν αἱρέσεων καὶ τῆς πλάνης. Στὴν προσπάθεια τῶν ὑπευθύνων ἡγετῶν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ νὰ τελέσουν τὸν ἄθεσμο μεικτὸ γάμο μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῶν ποικίλων αἱρέσεων, παλαιῶν καὶ νέων, νὰ ἐπιτύχουν τὴν κακῶς λεγόμενη «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν», καὶ ἐπειδὴ γνωρίζουν ὅτι αὐτὸς ὁ γάμος ἀπαγορεύεται ρητῶς καὶ κατηγορηματικῶς ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, τὴν Πατερικὴ καὶ Συνοδικὴ Παράδοση, ποὺ καταδικάζουν διαχρονικὰ μέχρι σήμερα καὶ ἀναθεματίζουν τὴν αἵρεση, στὴν προσπάθειά τους λοιπὸν αὐτὴ ἐπὶ δεκαετίες τώρα προσπαθοῦν νὰ μᾶς πείσουν ὅτι οἱ αἱρετικοὶ δὲν εἶναι αἱρετικοί, οἱ αἱρέσεις δὲν εἶναι αἱρέσεις, ἀλλὰ εἶναι ἐκκλησίες, ἑπομένως εἶναι θεμιτὲς οἱ σχέσεις μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἑτεροδόξων αἱρετικῶν. Εἶναι χαριτωμένο καὶ σχετικὸ αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ σύγχρονός μας Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης γιὰ τὸ ἄνοιγμα καὶ τὶς σχέσεις τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρα πρὸς τὴν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ: «Ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας, ὅπως φαίνεται, ἀγάπησε μίαν ἄλλην γυναῖκα μοντέρνα, ποὺ λέγεται Παπικὴ Ἐκκλησία, διότι ἡ Ὀρθόδοξη Μητέρα μας, δὲν τοῦ κάνει καμμίαν ἐντύπωσιν, ἐπειδὴ εἶναι πολὺ σεμνή»14.
Αὐτὲς λοιπὸν τὶς μοιχικὲς σχέσεις μεταξὺ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ποικίλων αἱρέσεων, παλαιῶν καὶ νέων, νομιμοποίησε καὶ ἐθεσμοθέτησε ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Κρήτης, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ μεγάλο σκάνδαλο, πρωτοφανὴ ἐκτροπὴ καὶ παρέκκλιση ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, καταστροφὴ καὶ ἀθέτηση τῆς στάσεως ὅλων τῶν συνόδων καὶ τῶν Ἁγίων ἀπέναντι τῶν αἱρέσεων, ὅπως αὐτὴ διαζωγραφεῖται στὰ συνοδικὰ καὶ πατερικὰ κείμενα καὶ ἐξαίρεται πανηγυρικὰ καὶ λειτουργικὰ τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἔπρεπε ἤδη νὰ εἶχαν ξεσηκωθῆ ὅλοι, νὰ ξυπνήσουν ἀπὸ τὸν ἐφησυχασμὸ καὶ τὴν ἀδιαφορία, νὰ ἀποκηρύξουν καὶ νὰ καταδικάσουν τὴν ψευδοσύνοδο, ποὺ εἰσήγαγε τὸν Οἰκουμενισμὸ μέσα στὸν αὔλειο χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μὲ μία βλάσφημη ἀθέτηση τῶν Ἀποστολικῶν καὶ Πατερικῶν Παραδόσεων, ποὺ συνιστᾶ βλασφημία κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὀνόμασε τὶς αἱρέσεις ἐκκλησίες.
Ὅλο τὸ ὑγιὲς ὀρθόδοξο πλήρωμα, σκανδαλισμένο ἀπὸ τὴν ὑπόθαλψη καὶ ἐνίσχυση τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διαχριστιανικοῦ καὶ διαθρησκειακοῦ, καθ᾽ ὅλην τὴν διάρκεια τοῦ 20οῦ αἰώνα, ἔτρεφε τὴν φρούδα ἐλπίδα ὅτι τελικῶς σὲ μία πανορθόδοξη σύνοδο θὰ καταδικαζόταν ἡ μεγάλη αὐτὴ αἵρεση καὶ θὰ ἐπαναλαμβανόταν καὶ ἡ καταδίκη ὅλων τῶν ἄλλων αἱρέσεων ποὺ εἶχαν καταδικάσει οἱ προηγούμενες σύνοδοι, οἰκουμενικὲς καὶ τοπικές, μὲ τὴν στερεότυπη συνοδικὴ ἔκφραση «δεχόμαστε ὅσα οἱ Πατέρες ἐδέχθησαν καὶ καταδικάζουμε ὅσα ἐκεῖνοι κατεδίκασαν»15. Ἀντιλήφθηκαν ἆραγε οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους ὅτι στὴν Κρήτη ἔγινε συνοδικὸ πραξικόπημα, ὅτι ἀποκοπήκαμε ἀπὸ τὴν Ἀποστολική, Πατερικὴ καὶ Συνοδικὴ Παράδοση;
Γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας σὲ συνοδικὰ κείμενα μεγάλης πανορθόδοξης συνόδου ἀπουσιάζει ἡ λέξη αἵρεση. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό· δὲν περιορίζεται δηλαδὴ τὸ ἐν λόγῳ ἀπαράδεκτο καὶ ἐπικίνδυνο κείμενο νὰ ἀποκρύπτει τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τὶς ἄλλες αἱρέσεις, ὅπως πράττει στὸν τίτλο τοῦ κειμένου, ὅπου τὶς ὀνομάζει ἁπλὰ καὶ οὐδέτερα «λοιπὸ χριστιανικὸ κόσμο». Ἀλλὰ μὲ δαιμονικὴ μαεστρία μεταμορφώνει τὸ σκοτάδι σὲ φῶς, ὀνομάζει τὶς αἱρέσεις ἐκκλησίες. Ἡ μόνη θεολογικὴ δογματικὴ μάχη ποὺ δόθηκε στὴν Κρήτη ἦταν ἀκριβῶς ἡ παράγραφος ἕξη (6) τοῦ ἐν λόγῳ κειμένου, ὅπου στὸ προσυνοδικὸ κείμενο οἱ αἱρέσεις ὀνομάζονταν ἐκκλησίες. Καὶ ἡ μάχη αὐτὴ δυστυχῶς χάθηκε μὲ τὴν ἄτακτη καὶ προδοτικὴ ὑποχώρηση τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Ἱερωνύμου καὶ ὅλης τῆς ἀντιπροσωπίας τῶν 24 ἀρχιερέων, πλὴν τοῦ μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου καὶ τῶν ἄλλων ἐπισκόπων τῆς Σερβικῆς καὶ τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας, ποὺ δὲν ὑπέγραψαν τὸ προδοτικὸ αἱρετικὸ κείμενο.
Συγκεκριμένα στὸ προσυνοδικὸ καὶ ὑπὸ ψήφιση κείμενο, στὴν παράγραφο ἕξι (6) ἀναγραφόταν: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ἱστορικὴν ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν μὴ εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾽ αὐτῆς». Ἐπ᾽ αὐτοῦ ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ χρήση τοῦ ὅρου ἐκκλησίες γιὰ τὶς αἱρέσεις, ἐπρότεινε ὁμοφώνως, στὴν σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τὸν Μάϊο τοῦ 2016, πρὸ τῆς ψευδοσυνόδου, καὶ μὲ τὴν ἐπισήμανση νὰ μὴν ὑπάρξει ἐπ᾽ αὐτοῦ ὑποχώρηση, τὴν διατύπωση: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει τὴν ἱστορικὴν ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικῶν ὁμολογιῶν καὶ κοινοτήτων μὴ εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾽ αὐτῆς». Ἀντικαταστάθηκε τό «ἀναγνωρίζει», ποὺ σημαίνει ἀποδοχή, μὲ τό «γνωρίζει», ποὺ σημαίνει ἁπλὴ πληροφόρηση καὶ γνώση, καὶ τό «ἐκκλησίες», ποὺ σημαίνει ἐκκλησιοποίηση τῶν αἱρέσεων, μὲ τὸ οὐδέτερο καὶ ἀκίνδυνο «κοινοτήτων». Ἀκολούθησε πραγματικὸς σεισμὸς καὶ λυσσώδης ἀντίδραση τῶν ὑποστηρικτῶν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διότι ἡ ἀλλαγὴ δύο μόνον λέξεων κατεδάφιζε καὶ κατεκρήμνιζε τὸ οἰκοδόμημα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλὰ καὶ ὅλη τήν «Σύνοδο», τῆς ὁποίας κύριος στόχος ἦταν ἡ ἐκκλησιαστικοποίηση τῶν αἱρέσεων καὶ ἡ συνοδικὴ ἀναγνώριση τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Φαντασθῆτε τὶ θὰ γινόταν ἂν ἀντὶ τῶν οὐδετέρων καὶ διπλωματικῶν ἐκφράσεων «Χριστιανικῶν ὁμολογιῶν καὶ κοινοτήτων», ἐχρησιμοποιεῖτο ἡ κυριολεκτικὴ ἀποστολικὴ καὶ πατερικὴ φράση «χριστιανικῶν αἱρέσεων καὶ παρασυναγωγῶν» καὶ ἡ γενικὴ διατύπωση ἔπαιρνε τὴν ἀκόλουθη μορφή: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει τὴν ἱστορικὴν ὕπαρξιν χριστιανικῶν αἱρέσεων καὶ παρασυναγωγῶν, τὰς ὁποίας ἀπορρίπτει καὶ καταδικάζει».
Οὔτε μὲ τὶς οὐδέτερες καὶ διπλωματικὲς ἐκφράσεις ἱκανοποιοῦνται οἱ Οἰκουμενιστές· θέλουν ἐκπεφρασμένη καὶ σαφῆ ἀναγνώριση τῶν αἱρέσεων. Οἱ ἔντονες πιέσεις ποὺ ἀσκήθηκαν στὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο καὶ στὰ μέλη τῆς ἑλλαδικῆς ἀντιπροσωπίας ὁδήγησαν στὴν ἀθέτηση τῆς ὁμόφωνης συνοδικῆς ἀπόφασης καὶ στὴν προσβολὴ τῆς συνοδικότητας· ἔγινε δεκτὴ μία ἀνόητη καὶ ἀντιφατικὴ διατύπωση, ἡ ὁποία πάντως ἱκανοποιεῖ τοὺς Οἰκουμενιστάς, καὶ προφανῶς ἀπὸ αὐτοὺς προῆλθε, διότι παραμένει ὁ ὅρος ἐκκλησίες γιὰ τὶς αἱρέσεις, καὶ ἐπιτυγχάνεται ἔτσι ὁ βασικὸς στόχος τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ἐκκλησιοποίηση τῶν αἱρέσεων καὶ ἡ ἀθέτηση τῆς ἀποκλειστικότητας καὶ μοναδικότητας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ νέα διατύπωση ποὺ ἀποτελεῖ πλέον συνοδικὴ ἀπόφαση ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τὴν ἱστορικὴν ὀνομασίαν τῶν μὴ εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾽ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν». Τό «γνωρίζει» ἔγινε «ἀποδέχεται», καὶ ἐπανερχόμαστε στό «ἀναγνωρίζει», τό «ἱστορικὴ ὕπαρξη» ἔγινε «ἱστορικὴ ὀνομασία», παραμένει τό «Ἐκκλησιῶν» καὶ προστίθεται τό «ἑτεροδόξων».
Οἱ «εὐφυεῖς» ἐπινοηταὶ αὐτῆς τῆς διατύπωσης προσπαθοῦν νὰ κοροϊδέψουν καὶ τοὺς Ὀρθοδόξους καὶ τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ μόνον τοὺς ἑαυτούς των κοροϊδεύουν, διότι εἶναι ἐμφανὴς ἡ ἀνοησία καὶ ἡ ἀντιφατικότητα, ποὺ δὲν ἱκανοποιεῖ οὔτε τοὺς Ὀρθοδόξους οὔτε τοὺς αἱρετικούς. Ἀντικαθιστώντας τό «ἱστορικὴ ὕπαρξη» μὲ τό «ἱστορικὴ ὀνομασία», νομίζουν ἐσφαλμένα ὅτι δὲν ἀποδέχονται τὴν ὕπαρξη ἀλλὰ μόνο τὴν ὀνομασία τῶν ἑτεροδόξων ἐκκλησιῶν. Ὑπάρχει ὅμως ὀνομασία χωρὶς ὕπαρξη; Ὀνομάζουμε πράγματα ποὺ ὑπάρχουν. Μόνον στὴν αἵρεση τοῦ Nominalismus ὑπάρχουν ὀνόματα χωρὶς πράγματα. Τὸ «ἑτερόδοξες Ἐκκλησίες» σημαίνει αἱρετικὲς ἐκκλησίες· αὐτὸ ὅμως εἶναι πλήρως ἀντιφατικὸ καὶ παράλογο. Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὴν αἵρεση· «δυοῖν θάτερον», τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο· ἢ θὰ εἶναι ἐκκλησίες ἢ θὰ εἶναι αἱρέσεις· ἢ τράγος ἢ ἔλαφος, ὄχι τραγέλαφος. Οὔτε οἱ Ὀρθόδοξοι εἶναι ἱκανοποιημένοι μὲ τὸ αἱρετικὲς ἐκκλησίες, οὔτε οἱ αἱρετικοὶ ποὺ θεωροῦν τοὺς ἑαυτούς των ἁπλῶς ἐκκλησίες, ὄχι ἑτερόδοξες καὶ αἱρετικές.
Ἡ ἀπόδοση βέβαια ἐκκλησιαστικότητας στὶς αἱρέσεις δὲν προκύπτει μόνον ἀπὸ τὴν χρήση τοῦ ὅρου «ἐκκλησίες» γιὰ τὶς αἱρέσεις στὴν παράγραφο ἕξι (6) τοῦ κειμένου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ πολλὲς ἄλλες παραγράφους καὶ θέσεις. Ἐπισημαίνουμε μόνον τὶς δύο κατὰ τὴ γνώμη μας πιὸ σημαντικές. Ἡ πρώτη ἀφορᾶ στοὺς διμερεῖς θεολογικοὺς διαλόγους, στοὺς ὁποίους ἀναφέρονται οἱ παράγραφοι 9-15. Οἱ Διάλογοι ἐπαινοῦνται, διότι δίδεται δῆθεν «ἡ ὁμόφωνος μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας πρὸς δόξαν Θεοῦ». Ἀποκρύπτεται ἡ ἀρνητικὴ ἀξιολόγηση τῶν διαλόγων ποὺ ὑπῆρχε στὸ σχετικὸ προσυνοδικὸ κείμενο, ποὺ γι᾽ αὐτὸ διεγράφη, καὶ ἐμμέσως ἀναγνωρίζονται τὰ αἱρετίζοντα κείμενα πολλῶν διαλόγων, ὅπως αὐτὰ τοῦ Διαλόγου μὲ τοὺς Ἀντιχαλκηδονίους Μονοφυσίτες, τοὺς ὁποίους ἀναγνωρίζουμε ὡς ἐκκλησίες καὶ τοὺς ἀποκαλοῦμε μάλιστα καὶ Ὀρθοδόξους, ὡς καὶ τὸ ἐπαίσχυντο κείμενο τοῦ Balamand (1993), στὸν Διάλογο μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, στὸ ὁποῖο ὄχι μόνο ἀθωώνεται ἡ Οὐνία, ἀλλὰ γιὰ πρώτη φορὰ σὲ ἐπίσημο κείμενο Ὀρθόδοξοι ἀρχιερεῖς καὶ θεολόγοι ἀναγνωρίζουν τὸν Παπισμὸ ὡς ἀδελφὴ ἐκκλησία, πολὺ πρὶν ἀπὸ τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, μὲ ἔγκυρη Ἱερωσύνη, Χάρη στὰ μυστήρια, ἀποστολικὴ διαδοχή, καὶ ἀμοιβαία μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους εὐθύνη γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὁμόφωνος μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας πρὸς δόξαν Θεοῦ;
Χειρότερα εἶναι τὰ λεγόμενα καὶ ἀποφασισθέντα σχετικὰ μὲ τὴν ἀνάγκη συμμετοχῆς μας στὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», ὅπου καὶ μόνο ἡ συμμετοχή μας καὶ ἡ ἀποδοχὴ τῆς ὀνομασίας «Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» σημαίνει ὅτι ἀναγνωρίζουμε ἐκκλησιαστικότητα στὴν πανσπερμία καὶ στὸ πλῆθος τῶν προτεσταντικῶν αἱρέσεων. Ἐξευτελίσαμε τὴν Νύμφη τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία, τὴν μόνη Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, καὶ τὴν ὑποβιβάσαμε σὲ μικρὸ κομμάτι, ἀσήμαντο μέρος ἑκατοντάδων «ἐκκλησιῶν», τὴν ἐξισώσαμε μὲ παντοειδεῖς φρικτὲς αἱρέσεις, καὶ αὐτὸ γιὰ πρώτη φορὰ συνοδικῶς. (Βλ. Παράγρ. 16-21 τοῦ συνοδικοῦ κειμένου). Συνυπογράψαμε μάλιστα κοινὰ κείμενα, τὰ ὁποῖα, ἐπαινεῖ τὸ συνοδικὸ κείμενο. Ἀναφέρεται μάλιστα ὀνομαστικὰ στὴν «Δήλωση τοῦ Τορόντο» (βλ. παράγραφο 19) ποὺ συνυπογράψαμε τὸ 1950, ὅπου, μολονότι γίνονται καὶ κάποιες ὀρθὲς ἐκκλησιολογικὲς διευκρινίσεις, λέγεται μεταξὺ ἄλλων πλανῶν ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν περιορίζεται ἐντὸς τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ ἐκτὸς αὐτῆς, καὶ εἶναι πιὸ περιεκτικό, πιὸ σωστό, νὰ ἀνήκει κανεὶς στὴν εὐρύτερη Ἐκκλησία παρὰ στὴν δική του ἐκκλησία: «Οἱ Ἐκκλησίες - μέλη ἀναγνωρίζουν ὅτι τὸ νὰ ἀποτελεῖ κάποιος μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι πιὸ περιεκτικὸ ἀπὸ τὸ νὰ ἀποτελεῖ μέλος τῆς δικῆς του Ἐκκλησίας» (Κεφ. 4, 3). Στὸ κείμενο τῆς Γενικῆς Συνέλευσης τοῦ ΠΣΕ στὸ Πόρτο Ἀλέγκρε τῆς Βραζιλίας (2006) δεχθήκαμε συνυπογράψαντες ὅτι «Κάθε Ἐκκλησία εἶναι ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ ὄχι ὁλόκληρη. Κάθε Ἐκκλησία ἐκπληρώνει τὴν Καθολικότητά της, ὅταν εὑρίσκεται σὲ κοινωνία μὲ τὶς ἄλλες Ἐκκλησίες...Ὁ ἕνας χωρὶς τὸν ἄλλον εἴμαστε πτωχευμένοι» (παράγρ. 6-7). Στὸ δὲ κείμενο τῆς τελευταίας Γενικῆς Συνέλευσης στὸ Πουσὰν τῆς Ν. Κορέας (2013) δηλώσαμε τὴ μετάνοιά μας, γιατὶ δῆθεν οἱ Ἅγιοι Πατέρες ποὺ μᾶς ἔσωσαν ἀπὸ τὶς αἱρέσεις, προκάλεσαν διαιρέσεις συνυπογράφοντας ὅτι «μετανοοῦμε γιὰ τὶς διαιρέσεις μεταξὺ τῶν ἐκκλησιῶν μας καὶ ἐντὸς αὐτῶν», καὶ πολλὰ ἄλλα πλανεμένα καὶ αἱρετικά. Ἀρκοῦν ὅμως αὐτὰ γιὰ νὰ κατοχυρώσουν τὴν θέση ὅτι τὸ ἐπίμαχο συνοδικὸ κείμενο, ἐπαινώντας ἀπαράδεκτα κείμενα τῶν διμερῶν θεολογικῶν διαλόγων καὶ τὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» μὲ τὰ συνυπογραφέντα κείμενα, ἀποδέχεται τὴν ἐκκλησιαστικότητα τῶν αἱρέσεων καὶ καθιστᾶ ἔτσι ὅλη τήν «Σύνοδο» αἱρετική16.

3. Τί δέον γενέσθαι

Ἐνώπιον αὐτῆς τῆς σκληρῆς πραγματικότητος, τῆς συνοδικῆς δηλαδὴ ἀναγνωρίσεως τῶν αἱρέσεων ὡς ἐκκλησιῶν καὶ εἰδικώτερα τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ στάση τῶν κληρικῶν, τῶν μοναχῶν καὶ τῶν λαϊκῶν εἶναι προκαθορισμένη ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν Πατερικὴ Παράδοση: Ἐπιβάλλεται διακοπὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἀπὸ ὅσους ἐπισκόπους, ὑπέγραψαν τὰ αἱρετικὰ κείμενα ἢ δέχονται τὶς ἀποφάσεις τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης. Τὰ πράγματα μάλιστα θὰ χειροτερεύσουν τὴν κατάσταση, ὅταν θὰ δημοσιευθοῦν τὰ «Πρακτικά» τῆς ψευδοσυνόδου, τὰ ὁποῖα ἁπλῶς θὰ ἐπιβεβαιώσουν πιὸ φανερὰ τὸ ὑπόβαθρο, τὰ θεμέλια τῶν ἀποφασισθέντων, ποὺ εἶναι τὸ αἱρετικὸ οἰκουμενιστικὸ φρόνημα τῶν περισσοτέρων ἐπισκόπων. Ὁ μητροπολίτης Πειραιῶς Σεραφείμ, μᾶς προϊδεάζει γι᾽ αὐτὸ τὸ μεῖζον θέμα ἀποκαλύπτοντας ὅτι ὁ μητροπολίτης Ναυπάκτου σὲ ἱερατικὴ σύναξη τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς στὶς 10-11-2016 εἶπε ὅτι τὸ πιὸ ἀποκαρδιωτικό «καὶ οὐσιῶδες ζήτημα εἶναι οἱ πεποιθήσεις ἀδελφῶν Ἀρχιερέων τῶν ᾽Ορθοδόξων Ἐκκλησιῶν ὅτι ἡ ἀληθὴς πίστις δὲν ἀποτελεῖ ἀπόλυτη προϋπόθεση γιὰ τὴν μετοχὴ στὴν ἄκτιστη Χάρη τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, ὅτι ἡ ἑτεροδοξία κέκτηται ἀληθὲς βάπτισμα, μυστηριακὴ δομή, ἀποστολικὴ διαδοχὴ καὶ ἱερωσύνη καὶ ἑπομένως καὶ ἡ αἵρεση εἶναι καὶ αὐτὴ “ὁδὸς πρὸς σωτηρίαν”. Οἱ θέσεις ὅμως αὐτὲς ἀνατρέπουν πλήρως τὴν θεολογίαν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν Ἁγίων καὶ Θεοφόρων Πατέρων 2000 χρόνων καὶ ἀποτελοῦν καθαρὴ ὑποβολὴ τοῦ δαιμονικοῦ περιπαίγματος πρὸς ἀνατροπὴ τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Ἑπομένως οἱ συγκεκριμένοι ἐμφοροῦνται ἀπὸ τὴν αἵρεση τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ ἀποτελοῦν ἀπόλυτο κίνδυνο γιὰ τὸ Ἐκκλησιαστικὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ τραγικὸ ἄλλοθι γιὰ τὴν ἐμμονὴ τῶν κακοδόξων στὴν αἵρεσή τους. Αὐτὰ βέβαια θὰ ἀποδειχθοῦν ἀπὸ τὴν δημοσίευση τῶν πρακτικῶν τῆς Συνόδου, καὶ τότε θὰ τεθῆ τὸ τεράστιο θέμα. Μποροῦμε νὰ ἔχουμε κοινωνία μὲ ἐμφορούμενους ἀπὸ τέτοιες κακοδοξίες μὴ διακινδυνεύοντες τὴν σωτηρία τοῦ ποιμνίου μας καὶ τηροῦντες τοὺς ὅρκους τῆς Ἀρχιερωσύνης μας;»17.
Συμφωνοῦμε καθ᾽ ὅλα μὲ τὶς διαπιστώσεις ἀμφοτέρων τῶν καλῶν μας ἀρχιερέων, τῶν ὀρθοτομούντων τὸν λόγον τῆς ἀληθείας. Διαφωνοῦμε μόνον μὲ τὴν πίστωση χρόνου ποὺ φαίνεται νὰ ζητοῦν καὶ νὰ κερδίζουν μὲ τὴν ἀναμονὴ τῆς δημοσίευσης τῶν Πρακτικῶν, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ βραδύνει πολὺ ἢ καὶ νὰ μὴ γίνει ποτέ. Οἱ κακοδοξίες ἐπικυρώθηκαν ἀπὸ τὴν ψευδοσύνοδο, ἡ ἐκκλησιαστικότητα τῶν αἱρέσεων ἀναγνωρίσθηκε, ὅπως ἤδη ἔχει γράψει ὁ μητροπολίτης Ναυπάκτου18 καὶ ἔχει διακηρύξει καὶ προφορικὰ στὴν ἐν λόγῳ ἱερατικὴ σύναξη τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς (10-11-2016), ἀπαντώντας σὲ ἐρώτημα ποὺ τοῦ ὑπέβαλε ὁ ἴδιος ὁ μητροπολίτης Σεραφείμ. Ἂν ἡ ἀναγνώριση τῶν αἱρέσεων ὡς ἐκκλησιῶν δὲν εἶναι κόκκινη γραμμή, τότε διακινδυνεύουν οἱ ἐπίσκοποι τὴν σωτηρία τοῦ ποιμνίου τους καὶ δὲν τηροῦν τοὺς ὅρκους τῆς Ἀρχιερωσύνης.
Οὔτε ἐπίσης ἀποτελεῖ πατερικὴ στάση καὶ λύση νὰ ψάχνουμε νὰ βροῦμε θετικὰ στοιχεῖα στὰ συνοδικὰ κείμενα καὶ νὰ προτείνουμε νὰ θεωρηθεῖ ἁπλῶς ὡς προσυνοδικὴ φάση γιὰ μία ἄλλη Ὀρθόδοξη Σύνοδο, διότι ἐκτὸς τοῦ ὅτι αὐτὸ δὲν πρόκειται νὰ τὸ δεχθοῦν ποτὲ οἱ ὑπέρμαχοι τῆς «Συνόδου» ποὺ τὴν θεωροῦν ὡς μεγάλο ἱστορικὸ γεγονός, ὁλοκληρωμένο καὶ τετελεσμένο, καὶ ἑπομένως «εἰς ἀέρα δέρομεν», αὐτὸ δὲν ἔγινε ποτὲ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, μία αἱρετικὴ σύνοδος νὰ θεωρηθεῖ ὡς προσυνοδικὴ φάση μιᾶς ὀρθόδοξης συνόδου. Στὶς ὀρθόδοξες συνόδους ὅλα πρέπει νὰ εἶναι ὀρθόδοξα καὶ καθαρά, ὄχι ἀναμεμιγμένα, ἀμφίσημα καὶ ἀντιφατικά. Ἀκόμη καὶ μικρὴ πλάνη καὶ ἑτεροδοξία καθιστᾶ τὸ σύνολο, τὸ πᾶν, αἱρετικὸ καὶ ἀπόβλητο, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καὶ μετ᾽ αὐτοῦ ὅλοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες19. Ὁ Ὠριγένης εἶπε καὶ πολλὰ ὀρθόδοξα καὶ καλά, ὅπως καὶ ἄλλοι αἱρετικοί, καταδικάσθηκαν ὅμως ὡς αἱρετικοί.
Ἡ μόνη ἁγιοπατερικὴ καὶ ὀρθόδοξη λύση εἶναι νὰ ἀπορριφθεῖ καὶ νὰ καταδικασθεῖ ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης ἀπὸ μία ἄλλη Ὀρθόδοξη Σύνοδο. Καὶ αὐτὸ θὰ γίνει, ὅταν οἱ τέσσερις αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες ποὺ δὲν ἔλαβαν μέρος στὴν ψευδοσύνοδο διακόψουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ ὅσους ἔλαβαν μέρος ἤ τὴν στηρίζουν, καὶ συνέλθουν σὲ νέα Σύνοδο, καλώντας καὶ ἐπισκόπους ἄλλων ἐκκλησιῶν μὲ ὀρθόδοξο φρόνημα, ἀλλὰ καὶ τὸ πλῆθος τῶν Ὀρθοδόξων κληρικῶν, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν, γιὰ νὰ ἀποκατασταθεῖ καὶ πάλι ἡ Ὀρθοδοξία, ὅπως ἔγινε μὲ τὴν αἵρεση τῆς Εἰκονομαχίας, γιατὶ ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι εἰκονομαχικός, ἀλλὰ καὶ πολὺ χειρότερος τῆς Εἰκονομαχίας, ὡς συγκρητιστικὴ παναίρεση.
Δὲν πρόκειται γιὰ ἀληθινὴ ὀρθόδοξη σύνοδο, ἀλλὰ γιὰ αἱρετικὴ ψευδοσύνοδο. Ἁπλὴ συνάθροιση καὶ σύναξη ἐπισκόπων, καὶ μάλιστα μὲ τὸν ἀντισυνοδικὸ τρόπο ποὺ προετοιμάσθηκε καὶ ἐλειτούργησε, δὲν συνιστᾶ σύνοδο, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης, ὅταν δὲν φυλάσονται καὶ δὲν τηροῦνται οἱ Ἱεροὶ Κανόνες20. Ἐγκεκριμένες συνόδους θεωροῦν οἱ Κανόνες καὶ ἡ εὐσεβὴς Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὸν Ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, αὐτὲς ποὺ τηροῦν τὴν ὀρθότητα τῶν δογμάτων21. Στὶς ψευδοσυνόδους δὲν εἶναι παροῦσα ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εὑρίσκεται ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια, κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ22.

……………………….
1. Αγιου Ιουστινου Ποποβιτσ, «Ἔκθεσις ἐπὶ τοῦ θέματος τῆς “Πανορθοδόξου Συνόδου”ὑποβληθεῖσα πρὸς τὴν Ἱερὰν Σύνοδος τῆς ἐν Σερβίᾳ Ἐκκλησίας τὸ 1971», Θεοδρομία 18 (2016) 17-18: «Καὶ εἰς τὸ τέλος, τί δύναται νὰ περιμένῃ κανεὶς ἀπὸ μίαν τοιαύτην Σύνοδον; Ἕν, καὶ μόνον ἕν: σχίσματα καὶ αἱρέσεις καὶ διαφόρους ἄλλας συμφοράς. Αὐτὴ εἶναι ἡ βαθεῖα μου αἴσθησις καὶ πλήρης ὀδύνης ἐπίγνωσις. Δι᾽ αὐτό, παρακαλῶ καὶ ἱκετεύω τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας νὰ ἀπόσχῃ ἀπὸ τὴν συμμετοχὴν εἰς τὴν προετοιμασίαν τῆς Συνόδου καὶ ἀπὸ τὴν συμμετοχὴν εἰς τὴν ἰδίαν τὴν Σύνοδον, ἐὰν ἀτυχῶς συγκληθῇ. Νὰ μὴ φορτώσωμεν τουλάχιστον καὶ αὐτὴν ἀκόμη τὴν φοβερὰν ἁμαρτίαν ἐπάνω εἰς τὴν Ἁγιοσαββιτικήν μας Ἐκκλησίαν καὶ εἰς τὸν ἀθῶον λαόν μας».
2. Κανὼν ΙΕ´ Πρωτοδευτέρας Συνόδου (861): «Οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς Ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γὰρ Ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδι­δασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι».
3. Κανὼν Α´, Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Ἀσπασίως τοὺς θείους Κανόνας ἐνστερνιζόμεθα, καὶ ὁλόκληρον τὴν αὐτῶν διαταγὴν καὶ ἀσάλευτον κρατύνομεν, τῶν ἐκτεθέντων ὑπὸ τῶν σαλπίγγων τοῦ Πνεύματος πανευφήμων Ἀποστόλων, τῶν τε ἓξ Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καὶ τῶν τοπικῶς συναθροισθεισῶν ἐπὶ ἐκδόσει τοιούτων διαταγμάτων, καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν· ἐξ ἑνὸς γὰρ ἅπαντες καὶ τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντες ὥρισαν τὰ συμφέροντα· καὶ οὓς μὲν τῷ ἀναθέματι παραπέμπουσι, καὶ ἡμεῖς ἀναθεματίζομεν, οὓς δὲ τῇ καθαιρέσει, καὶ ἡμεῖς καθαιροῦμεν, οὓς δὲ τῷ ἀφορισμῷ, καὶ ἡμεῖς ἀφορίζομεν, οὓς δὲ ἐπιτιμίῳ παραδιδόασι, καὶ ἡμεῖς ὡσαύτως ὑποβάλλομεν».
4. Βλ. Πρωτοπρεσβύτερος Αναστασιος Γκοτσοπουλος, «Ὁ Οἰκουμενισμός, τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα καὶ ἡ σύνοδος τῆς Κρήτης», Θεοδρομία 18 (2016) 555-556.
5. Πρωτοπρεσβύτερος Θεοδωροσ Ζησησ, «Μεταλλαγμένη καὶ ἀλλοιωμένη ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος», Θεοδρομία 17 (2015) 3-9. Του Αυτου, «Ποιός καὶ γιατί ἄλλαξε τὸ χαρακτήρα τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου;», Θεοδρομία 17 (2015) 602-628. Τὰ ἴδια ἄρθρα καὶ εἰς τὸ βιβλίο μας Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος. Πρέπει νὰ ἐλπίζουμε ἤ νὰ ἀνησυχοῦμε; Θεσσαλονίκη 2016, σελ. 49-94.
6. Επισκοποσ Μπατσκασ Ειρηναιοσ (Μπούλοβιτς), «Διατί δὲν ὑπέγραψα τὸ κείμενο τῆς ἐν Κρήτῃ Συνόδου περὶ τῶν σχέσεων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον», Θεοδρομία 18 (2016) 394.
7. Αὐτόθι, 394.
8. Μητροπολιτησ Πειραιωσ Σεραφειμ, «Λόγοι παραιτήσεως ἀπὸ τὴ συμμετοχὴ στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο», Θεοδρομία 18 (2016) 440.
9. Μητροπολιτησ Λεμεσου Αθανασιοσ, «Πρὸς τὴν Ἁγίαν καὶ Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου», Θεοδρομία 18 (2016) 124. Μητροπολιτησ Κυθηρων Σεραφειμ, «Ἐπιστολὴ πρὸς τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», Θεοδρομία 18 (2016) 169-170.
10. Βλ. Αρχιμανδριτη Σαραντη Σαραντου, «Ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Μακαριώτατον Ἀρχιεπίσκοπον κ. Ἱερώνυμον γιὰ τήν “Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο”», Θεοδρομία 18 (2016) 521. Ἡ Γερόντισσα Ιουστινα, Ἡγουμένη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Paltin (Ρουμανία) σὲ ἕνα ἐξαιρετικὸ ὁμολογιακὸ κείμενο ἐπιστολῆς μὲ τίτλο «Καταργεῖται μόνη της ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης», ποὺ στέλνει πρὸς τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἰασίου καὶ Μητροπολίτη Μολδαβίας Θεοφάνη γράφει τὰ ἑξῆς γιὰ τὴν παραβίαση τῆς ἰσότητος τῶν ἐπισκόπων, Θεοδρομία 18 (2016) 618: «Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης παραβίασε τὸν λόγο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος κανόνισε γιὰ τὴν αἰωνιότητα τὴν ἰσότητα τῶν ἐπισκόπων (Ματθ. 20, 25-28. Μκ. 9, 33-35) ἐμποδίζοντας μὲ τὴν ἁγία του φωνὴ νὰ γίνει ἕνας ἀπ᾽ αὐτοὺς μεγαλύτερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ἡ διαίρεση τῶν ἐπισκόπων σὲ τρεῖς κατηγορίες, -δηλαδὴ τῶν ἐπισκόπων χωρὶς τὸ δικαίωμα νὰ συμμετάσχουν στὴν Σύνοδο, ἐκείνων μὲ δικαίωμα νὰ συμμετάσχουν στὴ Σύνοδο καὶ νὰ μιλήσουν ἀλλὰ χωρὶς ἀποφασιστικὴ ψῆφο, καὶ μερικῶν μὲ πλήρη δικαιώματα, ἀκόμα καὶ μὲ δικαίωμα τοῦ βέτο- εἶναι πέρα ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἀνθρώπινη ἐπιχειρηματολογία, ἐναντίον τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ. Ἐξολοθρεύθηκε ἡ ἐλπίδα μας ὅτι ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης θὰ διορθώσει τὸ σφάλμα, μὲ τὸ ὁποῖο ξεκίνησε τὴν πορεία της, ἐφόσον αὐτὴ ἡ φοβερὴ ἐκτροπὴ οὔτε κἂν συζητήθηκε».
11. Βλ. Μητροπολιτησ Παφου Γεωργιοσ, «Σύγκληση καὶ ἐργασία τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ορθοδόξου Ἐκκλησίας», Ἀπόστολος Βαρνάβας, Μάϊος - Ἰούνιος 2016, σελ. 288: «Παρὰ τὴν θετικὴ στάση τοῦ Πατριάρχη Σερβίας ὁ Μητροπολίτης Μαυροβουνίου Ἀμφιλόχιος καὶ ὁ Ἐπίσκοπος Μπάτσκας Εἰρηναῖος πρότειναν ἀναβολὴ τοῦ θέματος καὶ νὰ μείνει ἡ Σύνοδος ἀνοικτή. “Ἐγκρίθηκαν τὰ ἄλλα πέντε θέματα”, εἶπαν, “ἂς μείνει αὐτὸ σὲ μιὰ ἄλλη χρονικὴ στιγμή, ὅπως καὶ ἡ Β´ Βατικάνεια Σύνοδος ἔγινε τμηματικὰ σὲ διάφορες περιόδους». Ὁ Παναγιώτατος (πατριάρχης Βαρθολομαῖος) ἦταν κατηγορηματικός: “Ἡ Σύνοδος τελειώνει τὴν Κυριακὴ μὲ τὸ Συλλείτουργο”».
12. Πατριαρχειο Αντιοχειασ, «Ἀνακοινωθὲν γιὰ τὸ θέμα τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου», Θεοδρομία 18 (2016) 367.
13. Επισκοπου Μπατσκασ Ειρηναιου, Ἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 394.
14. Ἀπὸ ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλε ὁ Ἅγιος Παΐσιος στὸν ἀείμνηστο Γέροντα π. Χαράλαμπο Βασιλόπουλο γιὰ δημοσίευση στόν «Ὀρθόδοξο Τύπο» μὲ ἡμερομηνία 23 Ἰανουαρίου 1968. Ὁλόκληρο τὸ κείμενο τῆς ἐπιστολῆς, βλ. εἰς Θεοδρομία 12 (2010) 420-423. Σχετικὸ εἶναι καὶ ἰδικό μας ἄρθρο μὲ τίτλο «Ἡ “Σύνοδος” τῆς Κρήτης νόθος καρπὸς ἐξωσυζυγικῶν σχέσεων», Θεοδρομία 18 (2016) 533-541.
15. Βλ. ὑποσημ. 3 παρούσης ἐργασίας ὅπου παρατίθεται σχετικὸ τμῆμα τοῦ Α´ Κανόνος τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
16. Βλ. περισσότερα εἰς Πρωτοπρεσβύτερος Αναστασιος Γκοτσοπουλος, «Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης καὶ τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», Θεοδρομία 18 (2016) 557-565 καὶ Μοναχος Σεραφειμ, «Γιατί εἶναι αἱρετικὴ ἡ Σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου (συνοπτικῶς)» Στῦλος Ὀρθοδοξίας, 14 Ὀκτωβρίου 2017, καὶ aktines.blogspot.gr.
17. Μητροπολιτησ Πειραιως Σεραφειμ, «Ὑπόμνημα ἐπὶ τῆς ἐκτάκτου συγκλήσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας (23-24.11.2016)», Θεοδρομία 18 (2016) 460-461.
18. Μητροπολιτης Ναυπακτου Ιεροθεοσ, «Οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιὰ τὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο καὶ ἡ κατάληξή τους», Θεοδρομία 18 (2016) 421-425.
19. Αγιου Ιωαννου Χρυσοστομου, Ὑπόμνημα εἰς τὴν Πρὸς Γαλάτας Ὁμιλία Α´, 6, PG 61, 622: «Μικρὸν παραποιηθέν, τὸ ὅλον λυμαίνεται... Καθάπερ γὰρ ἐν τοῖς βασιλικοῖς νομίσμασιν ὁ μικρὸν τοῦ χαρακτῆρος περικόψας ὅλον τὸ νόμισμα κίβδηλον εἰργάσατο, οὕτω καὶ ἐπὶ τῆς ὑγιοῦς πίστεως καὶ τὸ βραχύτατον ἀνατρέψας, τῷ παντὶ λυμαίνεται, ἐπὶ τὰ χείρονα προϊὼν ἀπὸ τῆς ἀρχῆς».
20. Ἐπιστολὴ 24, Θεοκτίστῳ Μαγίστρῳ, G. Fatouros (Ed.), Theodori Studitae Epistulae, τόμ. 1, σελ. 66. «Σύνοδος τοίνυν, δέσποτα, οὐ τὸ ἁπλῶς συνάγεσθαι ἱεράρχας τε καὶ ἱερεῖς, κἂν πολλοὶ ὦσιν (κρείσσων γάρ, φησίν, εἷς ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου ἢ μύριοι παραβαίνοντες), ἀλλὰ τὸ ἐν ὀνόματι Κυρίου, ἐν τῇ ἐρεύνῃ καὶ φυλακῇ τῶν κανόνων».
21. Περὶ τῶν πραχθέντων ἐν τῇ πρώτῃ ἐξορίᾳ, 12, PG 90, 148: «Ἐκείνας οἶδεν ἁγίας καὶ ἐγκρίτους συνόδους ὁ εὐσεβὴς τῆς Ἐκκλησίας κανών, ἃς ὀρθότης δογμάτων ἔκρινεν».

22. Ἀναίρεσις Γράμματος Ἰγνατίου Ἀντιοχείας 3, ΕΠΕ 3, 608: «Καὶ γὰρ οἱ τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσὶ καὶ οἱ μὴ τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδὲ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί, καὶ τοσοῦτον μᾶλλον, ὅσον ἂν σφῶν καταψεύδαντο, ποιμένας καὶ ἀρχιποιμένας ἱεροὺς ἑαυτοὺς καλοῦντες καὶ ὑπ᾽ ἀλλήλων καλούμενοι· μηδὲ γὰρ προσώποις τὸν Χριστιανισμόν, ἀλλ᾽ ἀληθείᾳ καὶ ἀκριβείᾳ πίστεως χαρακτηρίζεσθαι μεμυήμεθα».

ΑΠΟ ΤΟ ΜΙΣΟΣ ΣΤΗΝ ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ

Γράφει ο Johann Christoph Arnold
Όταν η διάσημη δολοφόνος Κάρλα Φαίη Τάκερ εκτελέστηκε στις 3 Φεβρουαρίου του 1998, στο Χάντσβιλλ του Τέξας, μία μικρή ομάδα διαδηλωτών ενάντια στη θανατική ποινή έκαναν μία ολονυχτία με αναμμένα κεριά. Αλλά πολλές περισσότερες εκατοντάδες ήταν εκεί έξω από τη φυλακή, για να χαρούν για τον θάνατό της.

Ένα πανό που κρατούσε κάποιος τα έλεγε όλα: «Μακάρι ο Παράδεισος να σε λυπηθεί, γιατί είναι τόσο σίγουρο όσο και η κόλαση, ότι εμείς δεν θα σε λυπηθούμε!» Μέσα στη φυλακή ωστόσο, ένας άνδρας ονόματι Ρον Κάρλσον, προσευχόταν για την Κάρλα και όχι στην αίθουσα των μαρτύρων όπου βρίσκονταν οι οικογένειες των θυμάτων της Κάρλα, όπου λογικά θα έπρεπε να είναι, αλλά στο χώρο που η φυλακή παρείχε για την οικογένεια της δολοφόνου.

Έχουν περάσει δύο χρόνια από τότε που γνώρισα τον Ρον και άκουσα το αξιοθαύμαστο ταξίδι του από το μίσος στη συμφιλίωση, αλλά αυτά που μου είπε είναι κολλημένα στο μυαλό μου λες και ήταν χτες:

«Λίγο μετά που είχα γυρίσει σπίτι μετά από μία μέρα κοπιαστικής δουλειάς (ήταν 13 Ιουλίου του 1983) χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο πατέρας μου. Είπε: Ρόν, πρέπει να έρθεις αμέσως στο μαγαζί. Έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι η αδελφή σου δολοφονήθηκε. Έπεσα στο πάτωμα. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Δεν μπορούσα να το πιστέψω ακόμα κι όταν είδα στην τηλεόραση το σώμα της αδελφής μου, να το μεταφέρουν έξω από ένα διαμέρισμα. Η Ντέμπορα ήταν αδελφή μου και με είχε μεγαλώσει.

Οι γονείς μου είχαν χωρίσει όταν ήμουν πολύ μικρός, έξη χρονών. Δεν είχα αδελφούς μόνο μία μεγαλύτερη αδελφή και γι' αυτό η Ντέμπορα ήταν κάτι το πολύ ιδιαίτερο για μένα. Πολύ ιδιαίτερο. H Ντέμπορα φρόντιζε πάντα να έχω ρούχα, και να υπάρχει φαγητό στο τραπέζι. Με βοηθούσε στα μαθήματά μου και με χτυπούσε στα χέρια αν έκανα κάτι λάθος. Είχε γίνει η μητέρα μου. Τώρα ήταν νεκρή, με δεκάδες μώλωπες από γροθιές σ' όλο της το σώμα και την πληγή από σφαίρα στην καρδιά της.
Η Ντέμπορα δεν ήταν άνθρωπος που είχε εχθρούς. Απλά βρέθηκε στο λάθος μέρος, την λάθος ώρα. Οι δολοφόνοι είχαν έρθει να κλέψουν ανταλλακτικά μοτοσικλετών από το σπίτι που αυτή έμενε και όταν ανακάλυψαν τον Τζέρρυ Ντην, τον άνθρωπο με τον οποίο ήταν μαζί, τον χτύπησαν μέχρι θανάτου. Βρίσκονταν κάτω από μεγάλη επήρεια ναρκωτικών. Μετά ανακάλυψαν την Ντέμπορα κι έτσι έπρεπε να την σκοτώσουν κι αυτήν...

«To Xιούστον ήταν ανάστατο. Οι εφημερίδες περιέγραφαν με πηχυαίους τίτλους το έγκλημα και η πόλη ζούσε σε φόβο.
Μερικές βδομάδες αργότερα οι δολοφόνοι - δύο ναρκομανείς, η Κάρλα Τάκερ και ο Ντάνιελ Γκάρετ - παραδόθηκαν από συγγενείς. Στη συνέχεια δικάστηκαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο. Ο Ντάνιελ αργότερα πέθανε στη φυλακή. Ωστόσο ο Ρον δεν αισθανόταν ανακούφιση: «Χάρηκα που συνελήφθηκαν φυσικά, αλλά ήθελα να τους σκοτώσω εγώ ο ίδιος. Είχα γεμίσει με απόλυτο μίσος και ήθελα να ισοφαρίσω. Ήθελα να χτυπήσω την καρδιά της Κάρλα όπως εκείνη είχε κάνει στην αδελφή μου».

Ο Ρον λέει ότι από πριν το θάνατο της αδελφής του, είχε πρόβλημα με το ποτό και τα ναρκωτικά, αλλά μετά χειροτέρεψε πολύ. Ένα χρόνο αργότερα και ο πατέρας τους πυροβολήθηκε από ληστές. «Συχνά μεθούσα και βυθιζόμουν στα ναρκωτικά όπως LSD και μαριχουάνα και ό,τι άλλο έβρισκα. Επίσης συνεχώς τσακωνόμουν με τη γυναίκα μου. Ήθελα να σκοτώσω τον εαυτό μου... Τότε ένα βράδυ, αισθανόμουν ότι δεν άντεχα άλλο και σκεφτόμουν ότι έπρεπε να κάνω κάτι για το μίσος και την οργή που με πλημμύριζαν. Είχαν γίνει τόσο άσχημα μέσα μου, που ήθελα συνεχώς να κάνω κακό σε αντικείμενα και ανθρώπους. Βάδιζα στο ίδιο μονοπάτι με τους δολοφόνους της αδελφής μου και του πατέρα μου.
Εκείνο το βράδυ όμως, αποφάσισα να ανοίξω τη Βίβλο και άρχισα να διαβάζω. Ήταν αλήθεια παράξενο. Ήμουν κάτω από επήρεια ναρκωτικών και διάβαζα τον Λόγο του Θεού! Αλλά όταν έφτασα εκεί που σταύρωσαν τον Ιησού, έκλεισα απότομα το βιβλίο.

Για κάποιο λόγο με χτύπησε στην καρδιά, όπως ποτέ πριν: "Θεέ μου", σκέφτηκα, "σκότωσαν ακόμα και τον Ιησού!". Τότε έπεσα στα γόνατά μου και δεν το είχα κάνει ποτέ πριν αυτό - και ζήτησα από τον Θεό να έρθει στη ζωή μου και να με αλλάξει όπως Εκείνος ήθελε να είμαι και να είναι Κύριος της ζωής μου. Αυτό ήταν βασικά που συνέβη εκείνο το βράδυ. Αργότερα διάβασα περισσότερο τη Βίβλο και μία γραμμή από το Πάτερ Ημών - εκείνη η γραμμή που λέει "συγχώρησέ μας, όπως και εμείς συγχωρούμε" - πήδηξε έξω από το κείμενο προς εμένα. Το νόημα φαινόταν καθαρό: "Δεν θα συγχωρηθείς, αν δεν συγχωρήσεις."
Θυμάμαι ότι επιχειρηματολογούσα με τον εαυτό μου : "Δεν μπορώ ΕΓΩ να το κάνω αυτό, ποτέ δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο". Και ο Θεός φαινόταν να μου απαντάει αμέσως, "Καλά Ρον, ΕΣΥ δεν μπορείς. Αλλά μαζί μ' Εμένα, μπορείς".

Δεν πέρασε πολύς καιρός και μία μέρα μιλούσα με ένα φίλο στο τηλέφωνο και με ρώτησε αν ήξερα ότι η Κάρλα ήταν σε μία φυλακή στην πόλη μας. "Θα πρέπει να πας εκεί και να της πεις τις σκέψεις σου", μου είπε. Αυτός ο φίλος δεν ήξερε την πνευματική μου πορεία και δεν του είπα τίποτα. Αλλά αποφάσισα να πάω να δω την Κάρλα. Όταν πήγα εκεί και την αντίκρισα, της είπα ότι είμαι ο αδελφός της Ντέμπορα.
Δεν είπα τίποτα άλλο στην αρχή. Με κοίταξε παράξενα και είπε, "Ποιος είπες ότι είσαι;" Επανέλαβα, αλλά ακόμα με κοιτούσε αποσβολωμένη, σαν να μην πίστευε αυτό που άκουγε. Μετά ξέσπασε σε κλάμα. Είπα, "Κάρλα, ο, τι και να βγει απ' αυτό, θέλω να ξέρεις ότι εγώ σε συγχωρώ και δεν έχω τίποτα εναντίον σου." Εκείνη τη στιγμή όλο το μίσος και η οργή έφυγε. Ήταν, σαν ένα μεγάλο βάρος να σηκώθηκε από τους ώμους μου".

Ο Ρον λέει ότι μίλησε πολύ ώρα με την Κάρλα και στη διάρκεια της συνομιλίας του ανακάλυψε ότι κι εκείνη επίσης, πρόσφατα είχε πιστέψει στον Θεό και ότι η πίστη, της είχε αλλάξει τη στάση της για τη ζωή. Ήταν τότε που ο Ρον αποφάσισε ότι έπρεπε να ξαναπάει και να μάθει περισσότερα γι' αυτήν: «Στην αρχή απλά ήθελα να πάω και να την συγχωρήσω και να φύγω, αλλά μετά από εκείνη την πρώτη επίσκεψη χρειαζόμουν να πάω ξανά. Ήθελα να ανακαλύψω αν ήταν ειλικρινής για τη χριστιανική πορεία την οποία ισχυριζόταν ότι είχε. Επίσης ήθελα να μάθω γιατί οι άνθρωποι σκοτώνουν, γιατί δολοφονούν ο ένας τον άλλο. Ποτέ δεν το έμαθα αυτό, αλλά έμαθα ότι η Κάρλα ήταν ειλικρινής. Επίσης ανακάλυψα, μέσα από αυτήν, ότι οι άνθρωποι μπορούν να αλλάξουν πραγματικά και ότι ο Θεός είναι ζωντανός.

Η μητέρα της Κάρλα ήταν πόρνη και ναρκομανής και εισήγαγε την κόρη της από πολύ νεαρή ηλικία σε όλα αυτά. Η Κάρλα είχε αρχίσει να κάνει ενέσεις ηρωίνης από δέκα ετών. Στη φυλακή ήταν που άλλαξε η ζωή της 180 μοίρες - μέσω μίας διακονίας που ασχολούνταν με γυναίκες και έδινε Βίβλους και μιλούσε για το νόημα της ζωής με τον Θεό>>.

Ο Ρον επισκεπτόταν κάθε δύο μήνες την Κάρλα, όσο αυτή ανάμενε την εκτέλεσή της, για τα επόμενα δύο χρόνια και επίσης αλληλογραφούσε μαζί της. Σύντομα είχαν γίνει στενοί φίλοι. Θυμάται: <<Οι άνθρωποι γύρω μου δεν μπορούσαν να το πιστέψουν. Έλεγαν πως είναι ολοφάνερο ότι κάτι πάει στραβά με εμένα - ότι θα έπρεπε να μισώ τον άνθρωπο που σκότωσε την αδελφή μου, όχι να την πλησιάζω. Ένας συγγενής μου είπε ότι ντρόπιαζα τη μνήμη της αδελφής μου με τον τρόπο που ενεργούσα και ότι πιθανώς "τα κόκαλά της να έτριζαν στο τάφο της". Ένας άλλος έκανε μία δημόσια δήλωση τη μέρα της εκτέλεσης της Κάρλα για το πόσο χαρούμενος ήταν, που σε λίγο θα ήταν νεκρή." Η ίδια η Κάρλα είχε μείνει έκπληκτη από τη στάση του Ρον απέναντί της.

Μιλώντας σε μία τηλεοπτική συνέντευξη λίγο πριν την εκτέλεσή της, είχε πει: «Είναι απίστευτο, φανταστικό! Η συγχώρεση είναι ένα πράγμα. Αλλά το να πάει κάποιος πέρα από αυτό και να με πλησιάσει - να με αγαπήσει ενεργά;» Της ήταν πολύ πιο εύκολα να κατανοήσει την οργή χιλιάδων ανθρώπων που ήθελαν το θάνατό της: «Μπορώ να κατανοήσω την οργή τους. Ποιος δεν θα μπορούσε; Είναι μία έκφραση του πόνου και της πληγής τους. Το ξέρω ότι οι άνθρωποι δεν πιστεύουν ότι αξίζω συγχώρεση. Αλλά ποιος την αξίζει; Μου έχει δοθεί μία νέα ζωή και η ελπίδα - η υπόσχεση - ότι ο θάνατος δεν είναι η τελική πραγματικότητα».

 Η Κάρλα προχώρησε στον θάνατό της γενναία, χαμογελώντας καθώς έκανε την τελευταία της δήλωση: «Λυπάμαι πολύ γι' αυτό που έκανα ..., ελπίζω ο Θεός να σας δώσει ειρήνη μέσα από τον θάνατο μου". Όσο για τον Ρον, επιμένει ότι δεν χρειαζόταν η εκτέλεσή της: "Δεν ωφέλησε σε τίποτα ... Σίγουρα μου λείπει η αδελφή μου. Αλλά μου λείπει επίσης και η Κάρλα ...».

ΕΝΑΣ ΘΕΟΣΤΑΛΤΟΣ ΑΓΙΟΣ ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΩΝ

Του Κώστα Παππά – Από την εφημερίδα Ορθόδοξη Αλήθεια
 που κυκλοφορεί στα περίπτερα

Η Σπιναλόγκα είναι ένα μικρό νησί κοντά στην Ελούντα στην ανατολική Κρήτη.

Είναι γνωστή ως «το νησί των ζωντανών νεκρών», αφού εκεί απομονώνονταν οι λεπροί από την Κρήτη και την υπόλοιπη Ελλάδα έως το 1957.

Ακόμη και η αναφορά στο όνομά της αποτελούσε ταμπού για πολλά χρόνια, καθώς είχε ταυτιστεί με τον πόνο και τη δυστυχία των χανσενικών που ζούσαν εκεί.

Αυτή η δραματική πτυχή της ιστορίας του νησιού ξεκινά το 1903, όταν ιδρύθηκε το Λεπροκομείο στη Σπιναλόγκα για την απομόνωση όσων έπασχαν από τη νόσο του Χάνσεν από τον υγιή πληθυσμό.

Κατά την αρχαιότητα, το όνομα του νησιού ήταν Καλυδών και μετονομάστηκε σε Σπιναλόγκα την περίοδο την Ενετοκρατίας, το οποίο ετυμολογείται από το spina lunga, που σημαίνει μακρύ αγκάθι.

Λόγω του ότι έως τότε η λέπρα ήταν μια ανίατη ασθένεια και ο κόσμος αγνοούσε πως η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων έχει φυσική ανοσία απέναντι στη νόσο, το στίγμα έφερε και ολόκληρη η οικογένεια του ασθενή, η οποία οδηγούνταν έτσι σε κοινωνική απομόνωση. Κρατική μέριμνα δεν υπήρχε και οι λεπροί ζούσαν αποκλειστικά από την ελεημοσύνη του κόσμου.
Το 1913, με την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, άρχισαν να μεταφέρουν εκεί λεπρούς απ' όλη τη χώρα και σταδιακά η Σπιναλόγκα χαρακτηρίστηκε ως Διεθνές Λεπροκομείο της Ευρώπης.

Στην είσοδο του λεπροκομείου, μάλιστα, είχε τοποθετηθεί μια ανατριχιαστική επιγραφή με το μήνυμα: «Ο εισερχόμενος να αποθέσει κάθε ελπίδα»...

Οι ασθενείς στη Σπιναλόγκα δικαιούνταν ένα μικρό επίδομα μηνιαίως, που συχνά δεν κάλυπτε τη διατροφή τους και τα φάρμακά τους.

Η σημαντική αλλαγή ήρθε τη δεκαετία του 1930, οπότε και μεταφέρθηκε στο νησί όταν νόσησε ο Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης, ένας τριτοετής φοιτητής της Νομικής.

Ο νεαρός Επαμεινώνδας αγωνίστηκε για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των κατοίκων του νησιού.
Με ενέργειές του έφερε ασβέστη για την απολύμανση των σπιτιών και κατάφερε παράλληλα να εγκαταστήσει ηλεκτρογεννήτρια προκειμένου να υπάρχει ρεύμα.

Διοργάνωσε υπηρεσία καθαριότητας των εξωτερικών και των κοινόχρηστων χώρων και χάρη στις προσπάθειές του το νησί απέκτησε θέατρο, κινηματογράφο, καφενεία και κουρείο, ενώ τοποθετήθηκαν και μεγάφωνα στους δρόμους που έπαιζαν κλασική μουσική.

Άρχισαν να ασκούνται επαγγέλματα, να λειτουργεί υποτυπώδες εμπόριο, ενώ λειτούργησε και σχολείο με δάσκαλο έναν λεπρό.

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, η Σπιναλόγκα ήταν από τα ελάχιστα μέρη της Ελλάδας στα οποία δεν πάτησαν πόδι οι Ιταλοί και οι Γερμανοί.

Στο νησί, λόγω του φόβου της μόλυνσης από τη λέπρα και της αποστροφής που προξενούσε το θέαμα των λεπρών, πήγαιναν ελάχιστοι, για να μεταφέρουν εκεί τρόφιμα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης.

Σε αυτό το κλίμα απομόνωσης και φόβου προς τους λεπρούς βρέθηκε ένας άνθρωπος του Θεού, ο ιερομόναχος π. Χρύσανθος Κουτσουλογιαννάκης, που ανέτρεψε τα πάντα! Ηταν ο ιερέας που άλλαξε τη ζωή των ανθρώπων της Σπιναλόγκας και τους έμαθε τη βιωματική αγάπη.
Μάλιστα, ήταν πράγματι «θεόσταλτος» για τους κατοίκους, αφού τοποθετήθηκε εκεί ως εφημέριος με δική του πρωτοβουλία.

Η «Ορθόδοξη Αλήθεια» επικοινώνησε με τον κ. Δημήτρη Παπαδάκη, πρώην λυκειάρχη και πρόεδρο του Λογοτεχνικού Συνδέσμου Ηρακλείου Κρήτης, ο οποίος γνώρισε τον π. Χρύσανθο και μας μετέφερε το μεγαλείο ψυχής του ιερέα, όπως αποτυπώνεται από τις συνομιλίες που είχε μαζί του αλλά και από τη μαρτυρία ενός πρώην χανσενικού στο Λεπροκομείο της Σπιναλόγκας, η οποία αποδεικνύει πως με την αγάπη του ο παπα-Χρύσανθος μετέτρεψε το «μακρύ αγκάθι» (spina lunga) σε άνθος διακονίας και προσφοράς.

«Πεταμένοι σαν κοπριά σ' έναν κοπρόλακκο βρωμερό»

«Το 1947 ο εφημέριος των λεπρών της Σπιναλόγκας Μελέτιος Βουργούρης έλαβε από τον Επίσκοπο Πέτρας Διονύσιο Μαραγκουδάκη διμηνιαία άδεια, από 20 Ιουλίου ως 20 Σεπτεμβρίου, για να μεταβεί στους Αγίους Τόπους. Μετά τη λήξη της άδειάς του δεν επέστρεψε στη θέση του. Ο Επίσκοπος δεν μπορούσε να βρει ιερέα για την αντικατάστασή του» αναφέρει ο κ. Παπαδάκης.

Ο Θέμος Κορνάρος στο βιβλίο του «Σπιναλόγκα» (1936) γράφει: «Αυτοί, που δουλεύανε σ᾽ όλη τους τη ζωή, χωρίς να χορτάσουν ψωμί, βρίσκονται τώρα στην αρρώστια τους πεταμένοι σαν κοπριά σ᾽ έναν κοπρόλακκο βρωμερό, που λέγεται Σπιναλόγκα». Ο φόβος μετάδοσης της αρρώστιας ήταν μεγάλος, πίστευαν ότι μεταδίδεται ακόμα και με την αναπνοή. Ο δημοσιογράφος Αγγελος Σγουρός παρουσιάζει αυτόν τον φόβο σε άρθρο του τον Αύγουστο του 1929 στην εφημερίδα «Εμπρός». Γράφει χαρακτηριστικά: «Ολοι όσοι άκουσαν ότι θα πάω στη Σπιναλόγκα με χαρακτήρισαν τρελό, πολλοί δε, γυρίζοντας στην Αθήνα, με κοιτάζουν με φρίκη ως φορέα της λέπρας. Η εμφάνιση των λεπρών, με το σώμα να γεμίζει εξανθήματα και έλκη, τα δάκτυλα κόβονταν. Το πρόσωπό τους, με φαγωμένα μάγουλα, με μάτια ζαρωμένα στην κόγχη τους ή γουρλωμένα, με χείλη σκισμένα ή σάπια, με πεσμένα τα φρύδια, τα ματόκλαδα και τα δόντια, προκαλούσε αποτροπιασμό».

«Τότε ο ιερομόναχος της Μονής Φανερωμένης Ιεράπετρας Χρύσανθος Κατσουλογιαννάκης εξέφρασε την επιθυμία του στον Επίσκοπό του Φιλόθεο Μαζοκοπάκη να αναπληρώσει το κενό. Έτσι, το 1947 διορίσθηκε εφημέριος των λεπρών της Σπιναλόγκας» τονίζει ο κ. Παπαδάκης και προσθέτει: «Ο ιερομόναχος Τιμόθεος Περάκης, ο μετέπειτα Ηγούμενος της Μονής Φανερωμένης, μου είπε: "Οι μοναχοί της μονής θαυμάζαμε τον Χρύσανθο για την απόφασή του, απόφαση αυταπάρνησης, να πάει στη Σπιναλόγκα ως αναπληρωτής του ιερομονάχου Μελετίου. Την ημέρα της αναχώρησής του τελέσαμε θεία λειτουργία. Τον κατευοδώσαμε δε με πολλή συγκίνηση και υπερηφάνεια, γιατί ιερομόναχος της μονής μας θα είναι εφημέριος στη Σπιναλόγκα».

«Ήταν μορφή ασκητική, με ξεθωριασμένο ράσο και καλογερικό σκούφο»

Ο κ. Παπαδάκης δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στη συγκινητική γνωριμία που είχε με τον παπα-Χρύσανθο, υπογραμμίζοντας: «Είχα την τύχη να γνωρίσω τον ιερομόναχο Χρύσανθο τον Δεκαπενταύγουστο του 1967 στη Μονή Τοπλού, όπου έπειτα από πρόσκληση του αγαπητού και σεβαστού μου Ηγουμένου, αρχιμανδρίτη Φιλόθεου Σπανουδάκη έμεινα μια εβδομάδα. Ηταν βραχύσωμος, μορφή ασκητική, με λευκή γενειάδα. Τα χρόνια βάραιναν τους ώμους του. Το ράσο και ο καλογερικός σκούφος του ήταν ξεθωριασμένα», ενώ ανασύρει από τη μνήμη του εικόνες και περιστατικά:

«Βρισκόμουν ένα πρωί με τον πατέρα Χρύσανθο στην έξω από το Καθολικό μικρή αυλή. Τότε εμφανίστηκε ένας άνθρωπος μεγάλης ηλικίας. Μόλις είδε τον πατέρα Χρύσανθο αναφώνησε γεμάτος έκπληξη και χαρά: "Πάτερ Χρύσανθε..." Και την ίδια στιγμή δυο αγκαλιές ανοίχθηκαν. Στο φτωχικό κελί του π. Χρύσανθου μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω τον ξένο αλλά και να τον προκαλέσω να μου μιλήσει για τις εμπειρίες του από την επαφή του με τον παπά στο νησί: "Ήμουνα λεπρός" είπε. "Εζησα στη Σπιναλόγκα πολλά χρόνια. Η αρρώστια μάς είχε παραμορφώσει. Ο φόβος της μόλυνσης έκανε όλους τους υγιείς ανθρώπους να μην τολμούν να μας πλησιάσουν. Ο γιατρός, οι νοσοκόμες, οι άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι και οι γυναίκες, που έπλεναν τα ρούχα μας, άφηναν το νησί λίγο πριν από τη δύση του ηλίου και πήγαιναν με βενζινάκατο στην Πλάκα, που ήταν δυτικά και απέναντι της Σπιναλόγκας. Έπρεπε να ζήσουν μερικές ώρες μακριά από το "νησί των ζωντανών νεκρών", όπως αποκαλούσαν τη Σπιναλόγκα τότε δημοσιογράφοι των αθηναϊκών εφημερίδων.

Νιώθαμε όλοι την ανάγκη ενός ιερέα. Εκείνος μόνο θα μπορούσε να μας παρηγορήσει με τον λόγο του Θεού, να μας συμπαρασταθεί πνευματικά. Όμως ιερέας ερχόταν στο νησί μας από την Ελούντα μόνο δύο φορές τον μήνα.

 Ερχόταν Σαββατόβραδο, έκανε τον εσπερινό και έφευγε. Ερχόταν πάλι την επόμενη μέρα, τελούσε τη θεία λειτουργία και έφευγε. Ερχόταν και άλλες φορές. Τότε όμως ερχόταν από αναπότρεπτη ανάγκη, για να κηδέψει τους νεκρούς μας!

Κάποια μέρα καθόμαστε μερικοί άντρες στην αυλή του καφενείου μας, που ήταν κοντά στην πύλη.

Τότε πιο πέρα φάνηκε ένας ιερέας. Καταλάβαμε όλοι μας ότι ήρθε στο νησί για να λειτουργήσει. Μόλις μας είδε, ήρθε κοντά μας. Μας καλημέρισε με εγκαρδιότητα.

Όλοι μας όρθιοι και με ελαφρά υπόκλιση τον καλωσορίσαμε. Κανένας μας όμως δεν έτεινε το χέρι του για να τον χαιρετήσει. Ο λεπρός δεν πρέπει να χαιρετά με χειραψία.

Κι αυτό, για να μη μεταδώσει την καταραμένη του αρρώστια. Τότε εκείνος μας χαιρέτησε όλους με χειραψία! Μας είπε απλά ότι θα μείνει κοντά μας, για να μας βοηθάει στην εκπλήρωση των χριστιανικών μας καθηκόντων. Η συγκίνησή μας ήταν μεγάλη"».

«Μεταλάβαμε όλοι και έπειτα τον είδαμε να καταλύει ό,τι απέμεινε! Κλάψαμε σαν παιδιά»

Η διήγηση για τη δεύτερη ημέρα στο νησί του π. Χρύσανθου έχει ως εξής: «"Την άλλη μέρα πήγαμε στην Εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα. Παρακολουθήσαμε όλοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, με κατάνυξη τη θεία λειτουργία, που τελούσε με δωρική απλότητα και απροσμέτρητη ευσέβεια. Την Κυριακή αυτή δεν μεταλάβαμε. Δεν είχαμε ενημερωθεί έγκαιρα για την τέλεση της θείας λειτουργίας και δεν είχαμε νηστέψει. Στο τέλος της λειτουργίας πήραμε από το χέρι του αντίδωρο. Και παίρνοντας το αντίδωρο, του φιλούσαμε όλοι το χέρι! Ήταν κάτι που το επιδίωξε ο ίδιος. Καθώς έδινε το αντίδωρο, πλησίαζε το χέρι του στο στόμα μας. Όλων μας τα μάτια βούρκωσαν από συγκίνηση. Πριν έρθει εκείνος, το αντίδωρο το παίρναμε από ένα καλαμόπλεκτο πανέρι που τοποθετούσε ο νεωκόρος στο παγκάρι. Την επόμενη Κυριακή πήγαμε σχεδόν όλοι στην εκκλησία. Η εκκλησία ήταν κατάμεστη, το ίδιο και το προαύλιό της. Τη μέρα αυτή μεταλάβαμε όλοι. Στο τέλος της θείας λειτουργίας είδαμε τον ιερέα μας να καταλύει ό,τι είχε απομείνει στο Άγιο Ποτήριο από τη μετάληψή μας! Ανοίξαμε όλοι τα μάτια μας από έκπληξη. Νομίζαμε ότι ονειρευόμαστε. Χοντρά και καυτά δάκρυα ανάβρυσαν από τα μάτια μας. Ο προηγούμενος ιερέας ό,τι απέμενε από τη μετάληψή μας -ασφαλώς κατά θεία οικονομία- το έχυνε στο χωνευτήρι. Ο ιερομόναχος Χρύσανθος έμενε κοντά μας νύκτα και μέρα. Και έμεινε κοντά μας δέκα χρόνια! Τα χρόνια αυτά εκδήλωσε σε όλους μας την αγάπη. Μας επισκεπτόταν στα σπίτια μας. Μας καθοδηγούσε όλους. Ενίσχυε με τα λίγα χρήματα που είχε τους φτωχούς. Και έκανε τούτο, τηρώντας το: μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου. Ευγνωμονώ, όπως και όλοι οι άρρωστοι της Σπιναλόγκας, τον πατέρα Χρύσανθο για...", δεν κατάφερε να ολοκληρώσει όμως τη φράση του. Ξέσπασε σ᾽ ένα βουβό κλάμα».

«Ο πατήρ Χρύσανθος», συνεχίζει ο κ. Παπαδάκης, «έχοντας το βλέμμα του καρφωμένο στο δάπεδο, ακούγοντας τις περιγραφές του πρώην χανσενικού, είπε με ένα εσωτερικό μεγαλείο: "Πιστεύω ότι δεν είναι τόσο σπουδαίο αυτό που έκαμα. Αυτό θα έκανε κάθε λειτουργός του Υψίστου, κάθε χριστιανός. Βοήθησα, όσο μπορούσα, συνανθρώπους μας να σηκώσουν τον σταυρό στον γολγοθά τους. Έπειτα, η αρρώστια δεν μεταδίδεται με τη Θεία Κοινωνία, με το σώμα και το αίμα του Χριστού"».

Έμεινε για να προσέχει τους τάφους!

Με συγκίνηση ο π. Χρύσανθος μίλησε στον κ. Παπαδάκη για την απόφασή του να μείνει στο νησί όταν πια όλοι είχαν φύγει από αυτό: «Το Λεπροκομείο της Σπιναλόγκας έκλεισε. Ήταν Ιούλιος του 1957. Έφυγαν όλοι από το νησί, έμεινα μόνο εγώ εκεί».

Τον ρώτησα γιατί και μου απάντησε: «Έπρεπε να περιποιούμαι τους τάφους των χανσενικών. Έπρεπε ακόμα, βρισκόμενος μπροστά στους τάφους τους, να ψέλνω τρισάγιο για την ανάπαυση των ψυχών τους. Εγκατέλειψα το νησί το 1959. Η υγεία μου κλονίστηκε. Τότε εγκατέλειψα το νησί. Ο Επίσκοπός μου με τοποθέτησε στη μονή τούτη».

Ο λογοτέχνης Νίκος Στρατάκης επισκέφθηκε τη Σπιναλόγκα τον καιρό που έμενε εκεί μόνος ο πατήρ Χρύσανθος. Σε κείμενό του το 1959 αναφέρεται και στον π. Χρύσανθο, γράφοντας: «Σήμερα το νησί του πόνου είναι έρημο. Τίποτε δεν ταράσσει την ησυχία του... Καθώς περνούσαμε τον πλακόστρωτο δρόμο, ένας λερός και κουρελής με ασκητική και βυζαντινή αποστέωση, μπροστά στην εκκλησία, σέρνει νερό από τη δεξαμενή και ποτίζει δύο καχεκτικά δεντράκια. Είναι τούτος ο καλόγερος το υστερνό απομεινάρι της μοναχικής ζωής του βράχου. Κόλλησε πάνω του σαν στρείδι, όπως κόλλησε η ψυχή του στην ασκητική του σάρκα».

Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2017

ΠΡΩΗΝ ΜΟΝΤΕΛΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΕΩΡΓΙΑ ΝΥΝ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ

Ο Lasha Bordzikuli γεννήθηκε στην Γεωργία και πριν ήταν πολύ γνωστό μοντέλο στην χώρα του συμμετέχοντας και σε διαγωνισμούς ομορφιάς.Έγινε μοναχός στην Ιερά Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους το 2012 ενώ έπειτα έζησε στον Καναδά και στις Η.Π.Α. Το μοναχικό του όνομα είναι Διονύσιος.







ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΣ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ; Η ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΘΕΣΣΑΛΙΩΤΙΔΟΣ ΚΑΙ ΦΑΝΑΡΙΟΦΑΡΣΑΛΩΝ ΕΦΙΣΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ «ΓΝΩΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ SAMAEL–LAKHSMI»

Διαλογισμὸς ἢ προσευχή;

«Διαλογιστεῖτε!» παρακινοῦν οἱ Γνωστικοὶ μὲ ἄρθρα τους στὸν τοπικὸ Τύπο, «εἰσέλθετε σὲ κατάσταση βαθειᾶς ἐνατένισης». «Ἑλλάδα διαλογίσου!» εἶναι τὸ σύνθημά τους σὲ ἀφίσες ποὺ κυκλοφοροῦν στοὺς δρόμους τῆς πόλεώς μας.

 Εἴχαμε κάνει γνωστὸ καὶ παλαιότερα ὅτι ἡ «Γνωστικὴ καὶ Πολιτιστικὴ Ἑταιρεία Samael–Lakhsmi», ποὺ δραστηριοποιεῖται ἐδῶ καὶ καιρὸ στὴν πόλη τῆς Καρδίτσας, ἐμφανίζεται ἐνώπιόν μας μὲ πολλὲς φορεσιές· ἄλλοτε ντυμένη μὲ τὸν μανδύα τῆς φιλοσοφίας, ἄλλοτε ὑπὸ τὸ πέπλο τῶν ἀνθρωπιστικῶν σπουδῶν ἢ τῆς κοινωνικῆς δραστηριότητος, ἄλλοτε πάλι ἀπροκάλυπτα, δεικνύοντας τὶς ἀληθινὲς πτυχὲς τοῦ προσώπου της ποὺ εἶναι ὁ ἀποκρυφισμὸς καὶ ἡ μαγεία.
 Γιὰ φέτος φαίνεται πὼς φιλοτιμοῦνται νὰ μᾶς μυήσουν «στοὺς ἀνώτερους πνευματικοὺς κόσμους καὶ νὰ μᾶς δώσουν ἀπαντήσεις ἢ λύσεις σὲ προβλήματα ποὺ μᾶς ταλαιπωροῦν», μέσῳ τοῦ διαλογισμοῦ φυσικά.
 Ἀδελφοί μου, δὲν χρειάζεται νὰ ποῦμε πολλὰ λόγια — ἔχουμε ἀναφερθεῖ ἄλλωστε κατὰ καιροὺς στὶς πλάνες τοῦ Γνωστικισμοῦ καὶ τὶς ἐπικίνδυνες πρακτικές του.
 Δὲν μᾶς χρειάζεται διαλογισμός. Ἐκεῖνο ποὺ μᾶς χρειάζεται εἶναι ἡ προσευχή. Ὁ διαλογισμὸς καλλιεργεῖ «καὶ καλὰ» ἐσωτερικὲς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ κάτι τέτοιο. Ἐκεῖνο ποὺ μᾶς χρειάζεται εἶναι ἡ ἕνωση μὲ τὸν Παντοδύναμο Τριαδικὸ Θεό. Ἐκείνου εἶναι ὅλη ἡ δύναμις — «ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα», ὅπως λέμε στὸ τέλος τῆς Κυριακῆς προσευχῆς. Ἡ ἕνωση μὲ Ἐκεῖνον ἀνακουφίζει τὸν ἄνθρωπο, τὸν ξαποσταίνει. Ἡ ἀποκρυφιστικὴ «ἐσωτερικὴ καλλιέργεια» κουράζει, ἀγχώνει στὴν οὐσία — κι ἂς λένε τὰ ἀντίθετα.
 Ἡ Ἑλλάδα μας δὲν χρειάζεται διαλογισμό, προσευχὴ χρειάζεται. «Ἑλλάδα, προσευχή σου!» θὰ πρέπει νὰ εἶναι τὸ σύνθημά μας, καὶ ὄχι «Ἑλλάδα, διαλογίσου».
 Δὲν μᾶς χρειάζεται κανένας βυθισμὸς σὲ καταστάσεις ἀσυνειδησίας, ἀπὸ τὶς ὁποῖες μπορεῖ καὶ νὰ μὴν ἐπιστρέψουμε ποτέ. Μᾶς χρειάζεται νῆψις καὶ ἐγρήγορσις.
 Καὶ βέβαια, μόλις καὶ μετὰ βίας εἶναι ἀνάγκη νὰ ποῦμε ὅτι τὰ «ἄφατα ὄντα», ἀπὸ τὰ ὁποῖα μᾶς προτρέπουν νὰ ζητοῦμε βοήθεια οἱ Γνωστικοί, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τοὺς πονηροὺς δαίμονες.


ΕΚ ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ
ΤΗΣ Ι. ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ

Ο ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ Π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΘΕΡΜΟΥ

ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ, 25 Σεπτεμβρίου και 2 Οκτωβρίου  2009
Ακολούθως δημοσιεύομεν κείμενον, το οποίον υπογράφουν οι κάτωθι διαπρεπείς κληρικοί: 

π. Ιωάννης Φωτόπουλος, εφημ. Ι. Ν. Αγ. Παρασκευής Αττικής, π. Αθανάσιος Μηνάς, πρώην εφημ. Ι. Ν. Αγ. Ελευθερίου Αρεως, π. Γεώργιος Διαμαντόπουλος εφημ. Ι. Ν. Αγ. Ανδρέου Λαυρίου, π. Βασίλειος Κοκολάκης, εφημ. Ι. Ν. Υψώσεως Τ. Σταυρού Χολαργού, π. Σταύρος Τρικαλιώτης, εφημ. Ι. Ν. Αγ. Παρασκευής Αττικής, π. Αντώνιος Μπουσδέκης, εφημ. Ι. Ν. Αγ. Νικολάου Νικαίας, π. Γεώργιος Παπαδάκης, εφημ. Ι. Ν. Αγ. Νικολάου Αμαρουσίου, π. Νικόλαος Πουρσανίδης εφημ. Ι. Ν. Παμ. Ταξιαρχών Αχαρνών, π. Γεώργιος Χρόνης, εφημ. Ι. Ν. Αγίου Ανδρέου Παιανίας, π. Χαράλαμπος Θεοδώσης, εφημ. Ι. Ν. Αγ. Νεκταρίου Κ. Κηφισιάς, π. Ιωάννης Χατζηθανάσης εφημ. Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Αττικής, π. Ευθύμιος Μουζακίτης, εφημ. Ι. Ν. Αγ. Κοσμά Αιτ. Αμαρουσίου, π. Χρήστος Κατσούλης, εφημ. Ι. Ν. Παναγίας Βλαχερνών Αμαρουσίου, Αρχιμ. Σαράντης Σαράντος εφημ. Ι. Ν. Κοιμ. Θεοτόκου Αμαρουσίου, οι οποίοι προέρχονται από διαφόρους Μητροπόλεις της Ελλαδικής Εκκλησίας, βάσει του οποίου ελέγχεται ο π. Βασίλειος Θερμός, αλλά και όσοι αποδέχονται τας καινοτόμους, αντιπατερικάς ιδέας του.

Το ύφος του κειμένου είναι απλούν, θεολογικόν αλλά και αυστηρόν εις τας -φρικτάς, δυστυχώς!- διαπιστώσεις του π. Βασιλείου Θερμού δια το Μέγα Μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας, ως αυτό παρεδόθη από τους Αγίους Πατέρας και τελείται έως τας ημέρας μας αναλλοίωτον και πανάγιον. Ο π. Βασίλειος Θερμός εμμένει εις την λεγομένην Λειτουργικήν αναγέννησιν, την οποίαν απέρριψεν -επί Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου- ο ευσεβής Ορθόδοξος Ελληνικός λαός.

Φρικτοί οι χαρακτηρισμοί του δια την Θείαν Λειτουργίαν, την οποίαν έγραψαν Θεοφόροι Πατέρες, ως οι Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και Μέγας Βασίλειος. Ο ισοπεδοτικός π. Βασίλειος εχαρακτήρισεν ως «Βυζαντινολιγούρηδες όσους τιμούν το Βυζάντιον» και ότι ο Βυζαντινός πολιτισμός ήτο «ένας πολιτισμός όπως όλοι». Ο «Ορθόδοξος Τύπος» έχει ασχοληθή και παλαιότερον με δηλώσεις και ομιλίας του π. Βασιλείου Θερμού θέλων -με βάσιν τους Αγίους Πατέρας και την Ιεράν Παράδοσιν της Αγίας μας Εκκλησίας- να αντικρούση και ανασκευάση τας καινοτόμους ιδέας του.

Το κείμενον, το οποίον υπογράφουν οι διαπρεπείς κληρικοί, έχει ως εξής:
 Όσα ακολουθούν αποτελούν κατά βάσιν κριτική στα λεχθέντα υπό του π. Βασιλείου Θερμού. Θα θέλαμε να παρακαλέσουμε τον αναγνώστη να τα διαβάσει έχοντας κατά νου την Αλήθεια και Παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας και όχι ατεκμηρίωτες καθ’ ημών κατηγορίες και ετικέτες, που σπεύδουν να δώσουν οι εχθροί της Εκκλησίας σε όσους μάχονται τις αντορθόδοξες καινοτομίες τους. Τα περί φανατισμού, φονταμενταλισμού και προσωπικών επιθέσεων διαρκώς επαναναλαμβανόμενα δεν πρέπει να τα λαμβάνει κανείς υπ’ όψιν του. Aυτούς τους δύσκολους καιρούς ας κρατήσουμε ακέραιη τουλάχιστον τη λογική μας και την κριτική μας ικανότητα.

Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του π. Γεωργίου Μπασιούδη «Η δύναμη της λατρείας. Η συμβολή του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν στη λειτουργική θεολογία», οργανώθηκε εκδήλωση στη «Στοά του Βιβλίου», στην οποία μίλησαν ο συγγραφέας του βιβλίου, ο π. Βασίλειος Θερμός και ο κ. Θανάσης Παπαθανασίου, συντάκτης του περιοδικού ΣΥΝΑΞΗ. Οι ομιλίες αυτές αναμεταδόθηκαν το Φεβρουάριο 2009 από την «Πειραϊκή Εκκλησία».

Ο π. Σμέμαν με τα γραπτά του, όπως είπε ο π. Μπασιούδης, διακηρύττει ότι «η δύναμη της λατρείας… να βυθίζει τον άνθρωπο στην πνευματική πραγματικότητα… στη Βασιλεία του Θεού και να αλλάζει το μυαλό και την καρδιά του, σήμερα έχει εξαφανισθεί… έχει χάσει κάθε αναφορά στην πραγματική ζωή. Υφίσταται ένα τείχος μεταξύ της λατρείας, του μηνύματός της… και της κοινότητας, η οποία θεωρητικά υπάρχει, για να λατρεύει το Θεό».
Περιττό να πούμε ότι τα παραπάνω αποτελούν ανεπίτρεπτες γενικεύσεις. Ο μακαρίτης Σμέμαν βρίσκεται μάλλον μονίμως εν συγχύσει μεταφέροντας το ειδικό και επί μέρους στο γενικό και καθολικό. Ασφαλώς δεν φταίει η ευάρεστη στο Θεό Ορθόδοξη Λατρεία αν δεν ενεργεί η δι’ αυτής προσφερομένη Χάρις στην καρδιά όλων των ανθρώπων, αλλά η πνευματική κατάσταση κάθε ανθρώπου. Ο Σμέμαν, άνθρωπος του θεολογικού εργαστηρίου βλέπει την Λατρεία σαν εργαλείο, που έχει παληώσει, που έχει υποστεί κακές παρεμβάσεις και θέλει ανανέωση και διόρθωση, για να καταστεί λειτουργικό, για να έχει αποτέλεσμα και να επιδρά στους ανθρώπους. Δεν βλέπει την άκτιστη Χάρη του Θεού και το πνευματοκίνητο χέρι των Αγίων στη διαμόρφωση της Λατρείας. Βλέπει στρώματα ποικίλα και αλλοπρόσαλλα που βρίσκονται συσσωρευμένα από ιστορικούς λόγους, πολλά από τα οποία προβληματικά, χωρίς αξία και δύναμη. Γι αυτό αγωνιά και θέλει να δώσει δύναμη στη Λατρεία.

Θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε σχετικά με τα παραπάνω ότι φυσικά κάτι χρειάζεται διόρθωση όχι όμως η λατρεία αλλά ο καθένας μας προσωπικά. Διόρθωση είναι η μετάνοια για τις αμαρτίες μας, η διαρκής νηπτική εργασία, που θα μας οδηγήσει σε μια διαρκή και εις βάθος κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό. Έτσι θα επιτευχθεί η αληθής συνάντηση θείου και ανθρωπίνου μέσα στην παραδεδομένη Λογική λατρεία μας. Μ’ αυτόν και μόνο τον τρόπο η Λατρεία έχει αποτέλεσμα. Δεν έχει η Λατρεία μας μια μαγική δύναμη. Είναι τα «Σα εκ των Σών» εκάστου μέλους της Εκκλησίας. Μια λατρεία που άμεσα και εύκολα χωρίς μετάνοια και άσκηση έχει τη δύναμη «να αλλάζει το μυαλό και την καρδιά του ανθρώπου» μπορεί να ανήκει μόνο στις αποκρυφιστικές ομάδες, όπου απουσιάζει το σταυρικό – μαρτυρικό φρόνημα και βέβαια η θεία Χάρις.

Τελικώς τη δύναμη έχει ο Παντοδύναμος Τριαδικός Θεός («Σου εστίν η Βασιλεία και η δύναμις και η δόξα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος»). Αυτός δύναται να μεταμορφώσει δια της Χάριτός του, προσφερομένης μέσα στη Θεία Λατρεία, το νου και την καρδιά κάθε καλοπροαίρετου και αγωνιζόμενου ανθρώπου. Μέσα στην αγωνία του να δώσει δύναμη στη λατρεία ο π. Αλ. Σμέμαν βρίσκει αδιάκοπο ενδιαφέρον και επιστημονική ενασχόληση με τα κακά της Λατρείας μας, μεμψιμοιρία και γκρίνια για το Βυζάντιο και προτάσεις για «αποκάθαρση της λατρείας από τα στοιχεία τα οποία την αλλοτριώνουν» [1].

Οι παρατηρήσεις του για εκκοσμίκευση έχουν σχέση με τα αμερικανικά δεδομένα, όπου πάμπολλες ενορίες ασχολούνται με συγκέντρωση χρημάτων και φιλανθρωπικές δράσεις, καταπατώντας τις νηστείες, τελώντας τη Θ. Λειτουργία σύμφωνα με τις απαιτήσεις «της πραγματικής ζωής» στις 11 π.μ. και 12 το μεσημέρι, αδιαφορώντας για την εξομολόγηση κ.λπ. Οι ομιλητές βέβαια, κατά την παρουσίαση του βιβλίου μεταφέρουν όλα αυτά στην ελληνική πραγματικότητα προσπαθώντας να εμφυσήσουν ένα «εκλεπτυσμένο» φιλοσοφικο-θεολογικό πνεύμα στους χριστιανούς και να προωθήσουν ποικίλες νεοεποχήτικες μεταρρυθμίσεις στο χώρο της Εκκλησίας και ιδίως της Λατρείας. Ο τολμηρότερος των ομιλητών ήταν ο π. Βασίλειος Θερμός.

Η ομιλία του κινήθηκε σε τρεις άξονες: 1) Παραφθορά, αλλοιώσεις και εκφυλισμός της Λατρείας. 2) Ευθύνες για όλα στο Βυζάντιο. 3) Ριζική αλλαγή της Λατρείας. Πριν προχωρήσουμε πρέπει να επισημάνουμε ότι το όλο θέμα της Λατρείας, ο π. Βασίλειος το βλέπει μέσα από την προοπτική της ιστορίας και μόνο. Διακατέχεται η σκέψη του από ένα έμμονο ιστορισμό. Μέσα απ’ αυτόν ερμηνεύει όχι μόνο τα ζητήματα της Θείας Λατρείας, αλλά και όλη τη ζωή και θεολογία της Εκκλησίας π.χ.: «Η Εκκλησία μας έχει κακή σχέση με την ιστορία» και «η ιστορικότητα έχει κληροδοτήσει σ’ αυτήν (τη Λατρεία) στρώματα και προσθήκες, που εκφράζουν ποικίλες εποχές…»).

Όλα όσα καταμαρτυρεί στην αγία Λατρεία μας μοιάζουν να έχουν προκύψει ερήμην του Θεού, ωσάν ο Χριστός να είναι απών, ωσάν το Αγιο Πνεύμα να μη οδηγεί την Εκκλησία «εις πάσαν την αλήθειαν». Μοιάζουν όλα έρμαια των ιστορικών συνθηκών, της προχειρότητας, της τύχης, της εκάστοτε νοοτροπίας, των εμμονών και των λαθών των ανθρώπων της Εκκλησίας. Μιλάει για την «ενανθρώπιση του Θεού Λόγου», «το θεανθρώπινο στοιχείο» στη διαμόρφωση της Λατρείας. Στην ουσία όμως οι αναφορές αυτές αποτελούν ένα άλλοθι προκειμένου να καταλήξει στον ισχυρισμό ότι η λατρεία κατά τη διαμόρφωσή της επηρεάζεται «από την ανθρωπινότητα (sic!) των ανθρώπων» και ότι «είναι προϊόν του αγώνος του Σώματος του Χριστού να αρθρώσει λόγο και πράξη ευχαριστίας». Απουσιάζει από το σκεπτικό του η τοποθέτηση του π. Σωφρονίου ότι «οι λόγοι της Λειτουργίας, και εν γένει των προσευχών, δεν είναι μόνον ανθρώπινοι, αλλά και Ανωθεν δεδομένοι» [2]. Γι’ αυτό από τις αναλύσεις του, καθ’ όλη την ομιλία του περί της Ορθοδόξου Λατρείας λείπει το «θεανθρώπινο στοιχείο», η επίπνοια του Αγίου Πνεύματος, ο θείος φωτισμός και η συμμετοχή των Αγίων.

Επειδή για πολλοστή φορά με απεριόριστο θράσος ο π. Θερμός βάλλει κατά της Ορθοδόξου λατρείας, παρουσιάζουμε στη συνέχεια αποσπάσματα της ομιλίας του για να καταδειχθεί η σφοδρή του αντίθεση προς αυτήν την ίδια την Ορθόδοξη Εκκλησία και την αγιωτάτη Παράδοσή της.

1) «Όλοι λέμε ότι η ορθόδοξη λατρεία είναι εσχατολογική… δεν κηρύσσει απλώς τη Βασιλεία του Θεού, αλλά την πραγματώνει εδώ και τώρα… κυρίως η Θεία Λειτουργία. Ε, λοιπόν μέσα στην Θεία Λειτουργία, αλλά και στις άλλες ακολουθίες έχουν εισβάλει ένθετα τα οποία εκφράζουν το βυζαντινό παλάτι. Καμμία σχέση· ημέρα με τη νύκτα· “μίξις άμικτος και τέρας αλλόκοτον„ που θα έλεγε ο ΑγιοςΝικόδημος ο Αγιορείτης».
Ώστε, κατά τον π. Βασίλειο, με τις προσμίξεις του… βυζαντινού παλατιού (!), με τα διάφορα «ένθετα» (;) η Θ. Λειτουργία κατάντησε «μίξις άμικτος και τέρας αλλόκοτον». Συμπεραίνει λοιπόν κανείς ότι όλοι οι απ’ αιώνος Αγιοι, που συνέθεσαν τη Θ. Λειτουργία και όσοι την τελούσαν δεν είχαν τις ειδικές γνώσεις των λειτουργιολόγων και γι’ αυτό τίποτε δεν κατάλαβαν και συνέχισαν να τελούν αυτή την αλλόκοτη, τερατώδη Λειτουργία! Πρέπει οπωσδήποτε να πούμε εδώ σε τι αναφέρεται ο λόγος του Αγίου Νικοδήμου «μίξις άμικτος και τέρας αλλόκοτον». Σχολιάζοντας ο Αγιος τον ΠΓ΄ Κανόνα των Αγίων Αποστόλων, που αναφέρεται στην απαγόρευση κατοχής κρατικής εξουσίας από τους κληρικούς λέγει: «καθώς έπαθε τούτο ο Δίκερως Γίγας της Ρώμης, ο Πάπας φημί, ο οποίος κοντά όπου είναι εσωτερικός Αρχιερεύς θέλει να είναι εξωτερικός και κατά σώμα βασιλεύς· να ευλογή και να θανατοί, να κρατή την ποιμαντικήν βακτηρίαν, και μάχαιραν την φονεύτριαν. Μίξις άμικτος και τέρας αλλόκοτον! Ας ιδή λοιπόν ούτος ότι παραβάτης του παρόντος Αποστολικού κανόνος ευρίσκεται, και καθαιρέσει υπόκειται αμφότερα βουλόμενος έχειν…» (Πηδάλιον σ. 109 υποσ. 1). Πράγματι τέρας αλλόκοτον είναι η μίξις του αντιπαπικού λόγου του Αγίου με την βλάσφημη άποψη του π. Θερμού ότι η Θ. Λειτουργία, με την οποία ζούμε και αναπνέομε τον Χριστό, είναι ένα τερατούργημα. Φρικτόν ειπείν! Όσον αφορά τα περί βυζαντινού παλατίου, ο π. Βασίλειος τα έχει παραλάβει από τα διαβάσματά του στα έργα του π. Σμέμαν. Κι εκείνος από που αλλού; Από τους «θεολόγους» – ερευνητές της νεκρής Δύσεως. Για παράδειγμα ο Σμέμαν στο βιβλίο του «Η Εκκλησία προσευχομένη» μιλάει για την «εξωτερική μεγαλοπρέπεια της λατρείας», που έχει «σαν κύρια πηγή… το τελετουργικό της αυτοκρατορικήςαυλής». Πιο κάτω ισχυρίζεται ότι «η σύνθεση και εξέλιξη της “υλικής„ πλευράς της λατρείας (ενδύματα, θυμίαμα, κεριά), η ανάπτυξη δηλαδή αυτής της πολύπλοκης λειτουργικής οργάνωσης… βρίσκει την εξήγησή της, τουλάχιστον μερικώς, στην επίδραση της αυτοκρατορικής αυλής» [3]. Ποιοί μας τα βεβαιώνουν αυτά; Ο Beurlier, ο Batiffol κ.λπ., στους οποίους παραπέμπει ο π. Σμέμαν. Αυτές τις ανοησίες μας μεταφέρει ο π. Θερμός χωρίς να μας εξηγεί τι συγκεκριμένα τον ενοχλεί στη Θ. Λειτουργία και τι του θυμίζει το «βυζαντινό παλάτι». Μήπως η Μικρά και η Μεγάλη Είσοδος και οι λιτανείες με τις λαμπάδες, τα εξαπτέρυγα, και τα θυμιατά; Αλλά ας προχωρήσουμε.

2) «Τους δύο πρώτους αιώνες, άντε τρεις, οι ακολουθίες της Εκκλησίας, τα μυστήρια βασικά, εμπνεόμενα από την εβραϊκή αντίληψη περί του κόσμου δεν περιλαμβάνουν ευλογία της ύλης. Δεν ευλογείτο ο άρτος ο οίνος… το νερό το λάδι, αλλά αναπεμπόταν ευχαριστία στο Θεό για τις δωρεές του και κατόπιν οι άνθρωποι κοινωνούσαν. Ήταν η πράξη της ευχαριστίας της κοινότητος, η οποία καθαγίαζε τα δώρα…Ο καθαγιασμός των υλικών αγαθών επέρχεται μετά τον 4ο αιώνα υπό την επίδραση του Ελληνισμού. Φεύγουμε από την αντίληψη ότι όλα είναι καλά λίαν στην κτίση και περνούμε στην αντίληψη ότι υπάρχουν αντίθετες δυνάμεις, υπάρχει μέσα στα στοιχεία της φύσεως το παγανιστικό στοιχείο, που πρέπει να δαμαστεί και να εξαγιασθεί. Και αυτό έκτοτε ισχύει. Δε λέω αν είναι κακό, που άλλαξε αυτό το πράγμα από μόνο του, αλλά περισσότερο το αναφέρω για τις παρενέργειες, που αυτό δημιούργησε, οι οποίες φάνηκαν στο Βυζάντιο αργότερα». 
Τί συμπεραίνουμε από τα ανωτέρω; Ότι, κατά τον π. Θερμό, τους δυο πρώτους αιώνες («άντε τρεις»!) καλά τα πήγαινε η Εκκλησία με τη λατρεία της. Μετά τα έμπλεξε με τη θρησκεία και τη φιλοσοφία του ελληνισμού και άρχισε κατά την τέλεση των Μυστηρίων, όπως οι ειδωλολάτρες, να καθαγιάζει την ύλη για να «δαμάσει το παγανιστικό στοιχείο», που υπήρχε, δήθεν, μέσα της! Κι αυτό δημιούργησε «παρενέργειες», που φάνηκαν αργότερα στο Βυζάντιο [4]. Με όσα λέγει ο π. Βασίλειος περί της απουσίας του καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων δια της επικλήσεως του Αγίου Πνεύματος («δεν ευλογείτο ο άρτος και ο Οίνος», γράφει) έρχεται πολύ κοντά στην παπική – δαιμονική πρακτική της μη επικλήσεως του Αγίου Πνεύματος κατά την Αγία Αναφορά! Προσεκτικός πάντως ο π. Βασίλειος ομιλώντας δεν αναφέρεται σε πρόσωπα, χειριζόμενος τους ακροατές του με λεπτότητα για να τους εμβολιάσει με τις ιδέες του. Δεν μας λέγει ποιος τα έκαμε αυτά. Ποιός άλλαξε το «παράδειγμα» λατρείας; Η Εκκλησία; Οι Αγιοι; Και ο Χριστός του οποίου η Εκκλησία είναι Σώμα Του, πού ήταν όταν άρχισαν οι «παρενέργειες» στη λατρεία; Μας λέγει ο Απόστολος ότι «η Εκκλησία υποτάσσεται τω Χριστώ» (Εφεσ. 5, 24) και ότι ο Χριστός «εκτρέφει και θάλπει» την Εκκλησία (Εφεσ. 5, 29). Λοιπόν, έπαψε η Εκκλησία να υποτάσσεται στο Χριστό; Έπαψε ο Χριστός να εκτρέφει το Σώμα Του; Ανέχθηκε ο παθών υπέρ ημών Κύριος ειδωλολατρικές επιμιξίες κατά την προς Αυτόν Λατρεία και Ευχαριστία; Ή μήπως η «ανθρωπινότητα» των ανθρώπων δρα ανεξέλεγκτα και ανεξάρτητα από το Θεάνθρωπο Χριστό;
Συνεχίζουμε παίρνοντας σαν αρχή του επομένου αποσπάσματος της ομιλίας του π. Θερμού την τελευταία φράση:

3) «…το αναφέρω για τις παρενέργειες, που αυτό δημιούργησε, οι οποίες φάνηκαν στο Βυζάντιο αργότερα. Ποιές ήταν αυτές: Αυτή η αλλαγή στην πραγματικότητα εγκαινίασε το διαχωρισμό ιερού και βεβήλου… Η μεγάλη φθορά στη λατρεία έγινε στα βυζαντινά χρόνια, επειδή το Βυζάντιο κράτησε πάρα πολύ —1100 χρόνια— και προσφερόταν για να γίνουν πάρα πολλές αλλοιώσεις και φθορές. Και υπ’ αυτήν την έννοια συμμερίζομαι τις επικριτικές τοποθετήσεις του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν σχετικά με το ρόλο του Βυζαντίου… Νομίζω ότι εκεί άρχισε η φθορά και ο εκφυλισμός, που δεν είναι ορατός λόγω της μεγάλης άνθισης της Υμνογραφίας, της θεολογικής γραμματείας, των Υπομνημάτων πάνω στη λατρεία. Επεκράτησε πλέον το φαινόμενο της λειτουργικής ευσέβειας, η οποία επεκάλυψε τις παραφθορές… Ο π. Σμέμαν φθάνει στο σημείο να πει ότι η λειτουργική ευσέβεια είναι ο κυριώτερος αντίπαλός μας… Επίσης πρέπει να πούμε ότι αυτά (εννοεί ο π. Βασίλειος τις αλλοιώσεις στη λατρεία) οφείλονταν στο γεγονός ότι… σε αντίθεση με τους βυζαντινολιγούρηδες, που ευδοκιμούν πάρα πολύ στην Εκκλησία μας, το Βυζάντιο δεν ήταν μια κοινωνία αγίων. Ήταν ένας πολιτισμός, που ήθελε να εμπνέεται από το Ευαγγέλιο και το Χριστό, ένας πολιτισμός όπως όλοι με τα ελαττώματα των ανθρώπων και γι’ αυτό έσβησε».
Διακρίνει κανείς στα παραπάνω μια αντιπάθεια του π. Θερμού προς το Βυζάντιο, προς τη ρίζα της Ρωμηοσύνης, προς την ιστορική μας συνέχεια, μια διάθεση πατροκτονίας, μια προσπάθεια διαγραφής από τη μνήμη των ελλήνων ακροατών της όλως ιδιαιτέρας πνευματικής προσφοράς του Βυζαντίου στον παγκόσμιο πολιτισμό, μια κίνηση απαξιώσεως των 1100 χρόνων ιστορίας με τον ισοπεδωτικό αφορισμό «ένας πολιτισμός όπως όλοι» και με τον αισχρό χαρακτηρισμό «βυζαντινολιγούρηδες» για όλους όσους αγαπούμε την ιστορία μας με τα λάθη της, αλλά και με το μεγαλείο της. Το Βυζάντιο δεν ήταν κοινωνία αγίων, αλλά υπήρχε μέσα του μια κοινωνία Αγίων, το άλας της γης, που αλάτιζε αυτή την αυτοκρατορία και την κοινωνία της. Δεν ήταν το Βυζάντιο, η Ρωμιοσύνη σαν τους άλλους πολιτισμούς, σαν τον «πολιτισμό» της Δύσεως, που ταλανίζει ακόμη και σήμερα όλο τον κόσμο με τον σκληρό ορθολογισμό του, με τον παπικών προδιαγραφών ιμπεριαλισμό του και τον άνευ αρχών ευδαιμονισμό του. Υπήρχαν στη Ρωμιοσύνη δυνάμεις πνευματικές, που εξανθρωπίζανε την κοινωνία, που αγιάζανε τους ανθρώπους, που δεν εξαναγκάζανε κανένα, που κανένα δεν έκαιγαν στην πυρά για την πίστη του και τις επιστημονικές του απόψεις. Όπως φαίνεται ο π. Θερμός αγωνίζεται φιλότιμα να μειωθούν οι «βυζαντινολιγούρηδες» και να αυξηθούν οι «ευρω» – και «αμερικανολιγούρηδες» και βρίσκεται στην ίδια γραμμή μάχης με τους «φωταδιστές», οι οποίοι μάχονται την Ορθόδοξη Εκκλησία, την Παράδοσή της και την ιστορία του Γένους μας. Παρά ταύτα οι παραπάνω κρίσεις μας αφορούν μια πρώτη ανάγνωση της ομιλίας του π. Βασιλείου. Τα υποκρυπτόμενα και υπονοούμενα στους λόγους του είναι σοβαρότερα. Λόγω του ιστορισμού του παραβλέπει το γεγονός ότι ο αυτουργός της Θείας Λατρείας δεν είναι το «Βυζάντιο», αλλά η Αγία Καθολική Εκκλησία. Ότι οι Αγιοι επώνυμοι και ανώνυμοι είναι αυτοί, που συνέταξαν τις ευχές και τους ύμνους της Θείας Λειτουργίας και των λοιπών Ακολουθιών. Ότι η «άνθιση της θεολογικής γραμματείας και της Υμνογραφίας» δεν είναι άνθιση κάποιας κουλτούρας, αλλά η συγγραφή των θεοπνεύστων συγγραμμάτων και ύμνων υπό των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας και ότι αυτά εμπνέουν και απαρτίζουν τη Λατρεία της Εκκλησίας μας. Ότι τις «αλλοιώσεις» τη «φθορά» την «παραφθορά», τις «παρενέργειες» και τον «εκφυλισμό της λατρείας», τα οποία αποδίδει στο «Βυζάντιο», κατ’ ουσίαν τα αποδίδει στην Εκκλησία του Χριστού και στους Αγίους Πατέρες.
Αυτό είναι εύκολο να αποδειχθεί, διότι δεν ήταν βέβαια ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ούτε οι κρατικοί λειτουργοί και θεσμοί, που καθόρισαν τον τρόπο της Λατρείας. Αλλά ήταν η ζώσα και υπό του Αγίου Πνεύματος οδηγουμένη Εκκλησία, που διαμόρφωσε τη Θεία Λατρεία. Ο ανθρώπινος παράγων ήταν ενεργός, αλλά ήταν και ο Χριστός παρών, συνέχων το Σώμα Του, παρόν και το Αγιο Πνεύμα ζωοποιούν και καθοδηγούν τους Αγίους. Όλη η ζωή της Εκκλησίας, η θεολογία της, η λατρεία της, η ασκητική της, η αρχιτεκτονική της, η εικονογραφία της, η μουσική της κ.λπ. ήταν σε μια διαρκή πρόοδο, έως ότου εμόρφωσε τους κατάλληλους τύπους, επαρκείς να εκφράσουν τη διδασκαλία της, τη ζωή της, την προσευχή της. Ουδείς εκ των αγίων εχλεύαζε τους προ αυτού Πατέρες, ούτε τους κατηγορούσε για εκφυλισμό και φθορά της λατρείας ακόμη και για «προδοσία της αρχαίας Εκκλησίας», όπως κάμει ο π. Βασίλειος. Όλες οι αλλαγές και οι προσθήκες έγιναν αβίαστα, χωρίς επαναστάσεις «ανανεώσεις» και «αναγεννήσεις». Τώρα με τη Χάρη του Θεού, έχουμε τη Λατρεία μας σε πλήρη τελειότητα. Δεν μας χρειάζεται καμμιά αλλαγή, παρά μόνο η προσωπική, η εσωτερική που επιτυγχάνεται με επίμονη και πολύμοχθη πνευματική εργασία, όπως την όρισαν οι Αγιοι. Αυτή η διαπίστωση στενοχωρεί τους επιδόξους αναμορφωτές της Εκκλησίας, τους στερεί κάθε επιστημονικό ενδιαφέρον για την Εκκλησία και κάθε φιλοδοξία να παίξουν ρόλο στην πορεία της. Γι’ αυτό σπεύδουν να κατηγορήσουν τους εμμένοντας στο αναλλοίωτο της Λατρείας ως φονταμενταλιστές. Θα πει κανείς δεν χρειάζεται κάτι καινούργιο για να αντιμετωπίσει η Εκκλησία νέες προκλήσεις; Αν χρειασθεί να αντιμετωπίσει η Εκκλησία νέες προκλήσεις θα το κάμει έχοντας ως βάση την Πίστη και την Παράδοσή της. Τέτοιες προκλήσεις είναι η άρνηση και η ποδοπάτηση της αμωμήτου Λατρείας και της Παραδόσεως, ο Οικουμενισμός, η προσπάθεια εγκλωβισμού της εκκλησιαστικής ζωής στα δίχτυα του ψυχαναλυτικού ολοκληρωτισμού, οι εγκληματικές μεταμοσχεύσεις κλπ. Για όλα αυτά έχει λόγο η Εκκλησία, που τον αρθρώνει στην κατάλληλη στιγμή.

4) «Η βασική φθορά που συνέβη εδώ, και ο μοναχισμός υπήρξε ο βασικός μοχλός γι’ αυτήν —που του χρωστάμε τόσα του μοναχισμού και τώρα και τότε εννοείται— ήταν η εισαγωγή της θεραπευτικής πνευματικότητος αντί της εκκλησιολογικής πνευματικότητος που υπήρχε προηγουμένως με όλα τα στοιχεία του ατομισμού του αισθητισμού…».
Μετά τη Θ. Λειτουργία, το Βυζάντιο, την Υμνογραφία, τη θεολογική γραμματεία, που άλλα προκάλεσαν τον εκφυλισμό της Λατρείας και άλλα τον συγκάλυψαν, δεν μπορούσε ο π. Βασίλειος να αφήσει έξω τον μοναχισμό, το «καύχημα της Χριστού Εκκλησίας», κατά τον Αγιο Ισαάκ τον Σύρο. Σύμφωνα με την ιδεοληψία του π. Βασιλείου η Εκκλησία έχει τη δική της «πνευματικότητα», την εκκλησιολογική, ενώ ο μοναχισμός προβάλλει μιαν άλλη «πνευματικότητα», την «θεραπευτική». Δεν τα είχαμε ξανακούσει αυτά τα πράγματα, αλλά εδώ, στην Ελλάδα μας, που «ανθεί η φαιδρά πορτοκαλέα», μας ήταν γραφτό να ακούσουμε κι αυτό. Υπονοεί ο π. Θερμός, ότι ο μοναχισμός καλλιεργεί μια ατομική πνευματικότητα και προβάλλει πολύ την αισθητική πλευρά με το Τυπικό, τις κανδήλες, τα κεριά, τις καμπάνες και τα τάλαντα κ.λπ. και παραβλέπει την εκκλησιαστική διάσταση της κοινότητος, της Ευχαριστίας κ.λπ. και τελικά επενδύει σε μια ψυχολογικού τύπου θεραπεία του ανθρώπου. Όλα αυτά βέβαια βρίσκονται μόνο μέσα στο μυαλό του. Ας κοιτάξει το Βίο και την Πολιτεία όχι μόνο των παλαιών Οσίων, αλλά και των εσχάτως διαλαμψάντων γερόντων για να δει αν υπάρχουν εκκλησιαστικότεροι άνθρωποι απ’ αυτούς και αν καλλιεργούσαν μια Λατρεία estet, δηλ. αν απολυτοποιούσαν την αισθητική αξία της λατρείας, ή οδηγούσαν εαυτούς και αλλήλους στον Χριστό, στη μετ’ Αυτού κοινωνία και την κοινωνία με τους άλλους και αν φρόντιζαν τη θεραπεία της ψυχής τους από τα δήγματα του αρχεκάκου όφεως. Δεν φαίνεται καθαρά στο λόγο του, αλλά μήπως στην απαξίωση της θεραπευτικής πνευματικότητος, της οποίας κατ’ εξοχήν φορέας είναι ο μοναχισμός, περιλαμβάνει την προσωπική άσκηση, τη νηπτική εργασία, την άσκηση της νοεράς προσευχής και τη Φιλοκαλία, την οποία ύβρισε ο Γιανναράς σαν έκφραση ατομικής ευσεβείας; Μετά απ’ αυτό δεν καταλαβαίνουμε τι εννοεί ο π. Θερμός με τη φράση «χρωστάμε τόσα στο μοναχισμό». Δεν απομένει τίποτα. Ίσως ελέχθη για να προλάβει τις αντιδράσεις κάποιων ακροατών του.

5) «Αυτές οι αλλαγές που είπα ότι έγιναν από τον 5ο μέχρι τον 8ο αιώνα περίπου, παγιώθηκαν κατά τον 13ο και 14ο αιώνα —το Βυζάντιο πλέον αρχίζει να φθίνει— οπότε παγιώνονται αυτά, δεν υπάρχουν κριτικές φωνές… Ήρθε η Τουρκοκρατία η οποία τσιμεντώνει τις αλλοιώσεις αυτές σ’ αυτά τα τετρακόσια χρόνια…».
Έτσι λοιπόν μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι η λατρεία της Εκκλησίας, πάντοτε κατά τον π. Θερμό, είναι αμόλυντη και καθαρά μέχρι και τον 4o αιώνα. Νομίζετε; Διαβάστε και τα παρακάτω για να σχηματίσετε σαφή γνώμη:
«Δεν είναι η αλήθεια μόνο στο απώτατο παρελθόν. Δεν είναι η καθαρή λατρεία αυτή που ήταν στους πρώτους αιώνες». Πάει λοιπόν και η τελευταία ελπίδα μας να πιστεύσουμε ότι τουλάχιστον τους πρώτους αιώνες είχαμε μια γνήσια και αληθινή εκκλησιαστική λατρεία που θα ικανοποιούσε τον π. Βασίλειο. Αλλά, όχι! Τότε τι;
«Παρατηρούμε μια πολύ μεγάλη ατολμία γύρω από τη διόρθωσή τους (των αλλοιώσεων), που υπάρχει επείγουσα ανάγκη να γίνει και να αποκατασταθεί η λατρεία, όχι σ’ αυτό που ήταν πριν εισέλθουν τα άλλα στρώματα. Δεν είναι η αλήθεια μόνο στο απώτατο παρελθόν, δεν είναι η καθαρή λατρεία αυτή, που ήταν στους πρώτους αιώνες. Χρειάζονται κριτήρια με τα οποία θα ξεκαθαρίσουμε τι θα μείνει. Τι από τα παλιά τι απ’ τα νεώτερα…».
Νομίζουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά όχι απλώς σε μια ελιτίστικη αντίληψη για τη λατρεία μας, σε μία ρομαντική ή επιστημονική απόπειρα επαναφοράς κάποιων παλαιοτέρων τυπικών, για μια διαφορετική, καλοπροαίρετη θεώρηση της λατρείας, αλλά μπροστά σε μια μηδενιστική, ανατρεπτική, καταστροφική μανία που δεν έχει όρια. Αν δεν κατεβάζουμε πολύ το επίπεδο του λόγου μας μας θυμίζει με όσα λέγει ο π. Βασίλειος τον παλιατζή που πηγαίνει σε κάποιο εγκαταλελειμμένο σπίτι και «πιάνει δουλειά», βάζοντας σε ένα σωρό τα χρήσιμα και σ’ άλλον σωρό τα άχρηστα. Το λέει με όρους παλιατζίδικου ο π. Βασίλειος: «Χρειάζονται κριτήρια με τα οποία θα ξεκαθαρίσουμε τι θα μείνει. Τι από τα παλιά τι από τα νεώτερα». Ζητάει και κριτήρια. Ποιός θα τα ορίσει; Και βέβαια ο π. Βασίλειος!
«Ποιό είναι το διαχρονικό στοιχείο της λατρείας το οποίο πρέπει να παραμένει ακέραιο; Δοξολογία, ευχαριστία, δέηση». Το θέτει δε και «ως υπόθεση εργασίας». Όσα λέγει ο π. Βασίλειος δίνουν κατ’ αρχήν την εντύπωση ανθρώπου που δεν γνωρίζει από κοντά την Ορθόδοξη λατρεία, η οποία περιλαμβάνει σε όλες τις ακολουθίες και τα τρία αυτά στοιχεία. Όμως, όχι. Τα γνωρίζει αυτά ο π. Βασίλειος. Εκείνο που θέλει να πει είναι ότι θα κρατήσει ως υπόθεση εργασίας μόνο αυτά τα τρία στοιχεία, στοιχεία που έτσι ξεκομμένα υπάρχουν σ’ όλες τις ομολογίες και θρησκείες, και θ’ αρχίσει το ξήλωμα όλης της λατρείας. Λαμβανομένου δε υπ’ όψιν ότι ο π. Βασίλειος μάχεται και για την τέλεση της Λατρείας στη δημοτική γλώσσα, για την κατάργηση του ράσου, για την ενεργότερη συμμετοχή των ποικίλων ψυχο–επαγγελματιών στη ζωή της Εκκλησίας καταλαβαίνουμε ότι στην φανταστική περίπτωση που θα δινόταν σ’ αυτόν και τους συμφρονούντας μ’ αυτόν η εξουσία να ρυθμίσουν τη λατρεία δεν θα έμενε λίθος επί λίθου. Είναι και βιαστικός επιζητώντας «από χθες» θεσμικές αλλαγές και αλλαγές συνειδήσεων! «…το μεγάλο ερώτημα… είναι από πού θα έλθει το ποθούμενο; Δηλαδή θα προέλθει από την αλλαγή της λατρείας ή από αλλαγή των συνειδήσεων; …δηλ. οι θεσμικές αλλαγές θα αλλάξουν τα πράγματα στην Εκκλησία ή τα πρόσωπα; …χρειαζόμαστε αλλαγές και στα δύο επίπεδα. Ο,τι μπορούμε να κάνουμε για το ζήτημα του εκκλησιολογικού φρονήματος, το οποίο πάσχει, με την κατήχηση, το κήρυγμα, την εξομολόγηση, τον γραπτό λόγο… πρέπει να το κάνουμε, από χτες ήδη. Και ο,τι μπορούμε να κάνουμε για τη λατρεία να ανταποκριθεί στο όραμα της αυτό το τριπλό —δοξολογία, ευχαριστία, δέηση—…πρέπει να το κάνουμε κι αυτό από χθες». Δεν χρειάζεται να παρατείνουμε το λόγο μας. Από τα παραθέματα των λόγων του π. Βασιλείου Θερμού έγινε φανερή η αντίθεσή του στο απαύγασμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας που είναι η λατρεία της, η αντιπάθεια στο Βυζάντιο, τη μήτρα της Ρωμιοσύνης, και η επικριτική του στάση ακόμη και έναντι της Θ. Λειτουργίας. Όλα αυτά απαρτίζουν μια μηδενιστική εκκλησιαστική στάση, και συνιστούν μια ιδιότυπη αίρεση, καθώς «αιρείται», προτιμά να χαράξει το δικό του δρόμο, αντίθετο από την Οδό της Εκκλησίας, καθώς πλαγίως μεν αλλά σαφώς χλευάζει και περιφρονεί τους Αγίους και τα έργα τους. Η επιθυμία του να πραγματοποιήσει το φαντασιακό όραμα όλων των φιλόδοξων λειτουργιολόγων για τέλεια, καθαρή Λατρεία, πράγμα που, κατά τον π. Βασίλειο, δεν κατόρθωσε ούτε η αρχαία Εκκλησία, τον ωθεί στις παράλογες, αντορθόδοξες και επικίνδυνες τοποθετήσεις και προτάσεις του. Νομίζουμε γι’ αυτό ότι η στάση όλων μας, κληρικών, λαϊκών και μοναχών έναντι αυτών των ιδεών είναι αυτονόητη.

Τις θέσεις του κειμένου υπογράφουν οι κάτωθι ιερείς:
π. Ιωάννης Φωτόπουλος, εφημ. Ι. Ν. Αγ. Παρασκευής Αττικής. π. Αθανάσιος Μηνάς, πρώην εφημ. Ι. Ν. Αγ. Ελευθερίου Άρεως. π. Γεώργιος Διαμαντόπουλος εφημ. Ι. Ν. Αγ. Ανδρέου Λαυρίου. π. Βασίλειος Κοκολάκης εφημ. Ι. Ν. Υψώσεως Τ. Σταυρού Χολαργού. π. Σταύρος Τρικαλιώτης, εφημ. Ι. Ν. Αγ. Παρασκευής Αττικής. π. Αντώνιος Μπουσδέκης, εφημ. Ι. Ν. Αγ. Νικολάου Νικαίας. π. Γεώργιος Παπαδάκης εφημ. Ι. Ν. Αγ. Νικολάου Αμαρουσίου. π. Νικόλαος Πουρσανίδης εφημ. Ι. Ν. Παμ. Ταξιαρχών Αχαρνών. π. Γεώργιος Χρόνης, εφημ. Ι. Ν. Αγίου Ανδρέου Παιανίας. π. Χαράλαμπος Θεοδώσης, εφημ. Ι. Ν. Αγ. Νεκταρίου Κ. Κηφισιάς. π. Ιωάννης Χατζηθανάσης, εφημ. Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Αττικής. π. Ευθύμιος Μουζακίτης, εφημ. Ι. Ν. Αγ. Κοσμά Αιτ. Αμαρουσίου. π. Χρήστος Κατσούλης, εφημ. Ι. Ν. Παναγίας Βλαχερνών Αμαρουσίου. Αρχιμ. Σαράντης Σαράντος εφημ. Ι. Ν. Κοιμ. Θεοτόκου Αμαρουσίου.

Σημειώσεις
1. Στο Γ. ΦΙΛΙΑ, Παράδοση και εξέλιξη στη Λατρεία της Εκκλησίας, σ. 248. 2. ΑΡΧΙΜ. ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ ΣΑΧΑΡΩΦ, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, Ι. Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας 1993, σ. 376. 3. π. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΜΕΜΑΝ, Η Εκκλησία προσευχομένη (μτφρ. Πρωτοπρ. Δ. Τζέρπος) εκδ. Ακρίτας Αθήνα 1991. 4. Θέλοντας να μιλήσουμε επί της ουσίας των σκέψεων του π. Θερμού δεν ασχολούμεθα με τα ανωτέρω ιδεολογήματα και τις υποθέσεις των λειτουργιολόγων, οι οποίοι μελετούν στενόκαρδα σαν ραββίνοι τα κείμενα της Παραδόσεώς της Εκκλησίας μας με τα γυαλιά των δυτικών. Κοιτούν το «γράμμα» και ξεχνούν ότι όλη η ζωή της Εκκλησίας δεν είναι καταγεγραμμένη. Ότι πολλά ενεργούνταν μέσα στη Λατρεία αλλά όλα, ως αυτονόητα για τους λειτουργούς, δεν καταγράφονταν. Με τη στενόκαρδη αυτή μελέτη τους εξάγουν «πρωτότυπα», αλλά πλήρως εσφαλμένα συμπεράσματα.

Πηγή: (ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ, 25 Σεπτεμβρίου και 2 Οκτωβρίου  2009)& Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου & tideon.org &alopsis

ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΕΚ ΖΑΚΥΝΘΟΥ

Ο Άγιος Διονύσιος γεννήθηκε το 1547 μ.Χ. στο χωριό Αιγιαλός της Ζακύνθου. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Δραγανίγος ή Γραδενίγος Σιγούρος (ή Σηκούρο). Η οικογενειά του ήταν εύπορη και κατείχε μεγάλη έκταση γης, ενώ οι γονείς του συμμετέχοντας στους πολέμους των Βενετών κατά των Τούρκων απέκτησαν και αριστοκρατικό ιδίωμα. Ο πατέρας του λεγόταν Μώκιος και η μητέρα του Παυλίνα, ενώ είχε άλλα δύο αδέλφια τον Κωνσταντίνο και τη Σιγούρα. Σύμφωνα με τοπικές παραδόσεις της Ζακύνθου, που δεν επιβεβαιώνονται ιστορικά, ο Άγιος είχε για ανάδοχο τον Άγιο Γεράσιμο.

Ο Άγιος Διονύσιος, ανατράφηκε με τα διδάγματα του Ευαγγελίου. Έτσι γρήγορα διακρίθηκε στα γράμματα και την αρετή. Νωρίς, μόλις ενηλικιώθηκε, ασχολήθηκε με τη διδασκαλία του θείου λόγου, φροντίζοντας συγχρόνως να συντρέχει στην ανακούφιση των φτωχών. Κατόπιν έγινε μοναχός στη βασιλική Μονή των Στροφάδων, παίρνοντας το όνομα Δανιήλ, όπου ασκήθηκε στην αγρυπνία, την εγκράτεια και τη μελέτη των Γραφών.

Αργότερα ο Διονύσιος, θα χριστεί ιερέας παρά τις αρχικές του επιφυλάξεις λόγω της βαριάς ευθύνης της ιεροσύνης, από τον επίσκοπο Κεφαληνίας και Ζακύνθου, Θεόφιλο. Έπειτα, το 1577 μ.Χ., πήγε στην Αθήνα, για να βρει καράβι προκειμένου να ταξιδέψει στα Ιεροσόλυμα. Αλλά ο τότε αρχιερέας των Αθηνών, Νικάνορας, άκουσε κάποια Κυριακή το λαμπρό του κήρυγμα και μετά από πολλές παρακλήσεις τον έκανε επίσκοπο Αιγίνης, με την επίσημη κατόπιν έγκριση της Εκκλησίας Κωνσταντινούπολης, δίνοντας του το όνομα Διονύσιος.

Τα ποιμαντικά του καθήκοντα, επιτέλεσε άγρυπνα και άοκνα. Αναδείχτηκε διδάσκαλος, πατέρας και παιδαγωγός του ποιμνίου του. Η φήμη του είχε διαδοθεί παντού, αλλά αυτός παρέμενε απλός και ταπεινός.

Ασθένησε όμως από τους πολλούς κόπους και παραιτήθηκε. Γύρισε στη Ζάκυνθο, όπου μέχρι το 1579 μ.Χ. ήταν προσωρινός επίσκοπος. Μετά αποσύρθηκε στη Μονή της Θεοτόκου της Αναφωνητρίας, όπου ασκήτευε και με αγάπη κήρυττε και βοηθούσε τους κατοίκους του νησιού.

Οι οικογένειες Σιγούρου και Μονδίνου από διασωθέντα έγγραφα που ανάγονται στα αρχεία της Βενετίας, φαίνεται να είχαν θανάσιμο μίσος. Συμπλοκές μεταξύ των δυο οικογενειών συνέβαιναν διαρκώς. Σε μια από αυτές ο αδελφός του Αγίου, Κωνσταντίνος, δολοφονήθηκε. Στην προσπάθεια όμως να διαφύγει ο δολοφονός του Κωνσταντίνου αναζήτησε καταφύγιο στο μοναστήρι που βρισκόταν ο Άγιος, χωρίς όμως να γνωρίζει τη συγγένεια. Όταν ο δολοφόνος έφτασε στη Μονή, ερωτήθη από τον Διονύσιο, που ήταν ο ηγούμενος της Μονής, γιατί ζητεί καταφύγιο, αφού κανονικά δεν επιτρέπετο να εισέλθει. Ο ίδιος απάντησε πως τον κυνηγούσαν οι Σιγούροι, ενώ μετά από διαρκείς ερωτήσεις ομολόγησε πως δολοφόνησε τον Κωνσταντίνο Σιγούρο. Ο Διονύσιος παρά τη θλίψη του, όχι μόνο έκρυψε τον δολοφόνο αλλά και τον φυγάδευσε. Έτσι με αυτόν τρόπο κατάφερε να αποτρέψει ένα ακόμα έγκλημα και ταυτόχρονα να δώσει τη δυνατότητα μετανοίας στον δολοφόνο, παρά την πικρία για το χαμό του αδελφού του, δίνοντας ένα παράδειγμα συγχωρητικότητας και υψηλής εφαρμογής των Χριστιανικών ιδεωδών. Για τον λόγο μάλιστα αυτό ονομάστηκε και «Άγιος της Συγνώμης».

Ο Διονύσιος πέθανε σε βαθιά γεράματα, 17 Δεκεμβρίου 1622 μ.Χ. Τάφηκε στη Μονή Στροφάδων και κατά την εκταφή το λείψανό του βγήκε ευωδιαστό και αδιάφθορο.

Η αγιότητά του αναγνωρίσθηκε από το οικουμενικό πατριαρχείο το 1703 μ.Χ., αλλά στο νησί ένεκα του βίου του, αλλά και του λειψάνου του ετιμάτο ως άγιος αρκετά νωρίτερα.

Στις 24 Αύγούστου του 1717 μ.Χ. μετεκομίσθη το Σεπτό Σκήνωμά του στη Ζάκυνθο για να προστατευθεί από τους πειρατές. Αρχικά φυλάχτηκε στον Ιερό Ναό του Μετοχίου της Ι. Μονής, στο προάστιο Καλλιτέρος. Το 1764 μ.Χ. εναποτέθηκε οριστικά στην ομώνυμη Ιερά Μονή του, που έχτισαν oί Μοναχοί των Στροφάδων. Από τότε το Σεπτό Σκήνωμά του αποτελεί μέχρι σήμερα πόλο έλξεως χιλιάδων προσκυνητών και πηγή συνεχών ιάσεων και θαυμάτων.

Η ανακήρυξη του Αγίου Διονυσίου σαν Προστάτη της Ζακύνθου, αντί της Παναγίας της Σκοπιώτισσας και του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, έγινε από την Κοινότητα Ζακύνθου ύστερ’ από το έτος 1758 μ.Χ. και πριν από το 1763 μ.Χ., όταν η Βενετσιάνικη Γερουσία ενέκρινε απόφαση του Προβλεπτή Ζακύνθου Φραγκίσκου Μανωλέσου, για την αναγνώριση σαν επίσημης ημέρας της 17ης Δεκεμβρίου κάθε χρόνου. Ως τότε, η επέτειος της Κοιμήσεως του Αγίου Διονυσίου (17 Δεκεμβρίου), θεσπισμένη από τη Συνοδική Έκθεση του 1703 μ.Χ., γιορταζόταν ανεπίσημα, με τη λιτανεία στην πόλη του ιερού Λειψάνου και πανηγύρι. Επίσης, ορίσθηκε να γιορτάζεται επίσημα και η 24η Αυγούστου, επέτειος της μετακομιδής του ιερού Λειψάνου από τα Στροφάδια στη Ζάκυνθο, με πανηγύρι και λιτανεία του Πολιούχου στην πόλη.

ΑΓΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ- Ο ΑΓΙΟΣ ΤΗΣ ΣΥΓΧΩΡΕΣΗΣ