Η ασκήτρια Λαμπρινή από τήν
Άρτα και οι φοβερές νηστείες
Σ’ όλη την ζωή της είχε μονοφαγία και ξηροφαγία. Έτρωγε συνήθως ψωμί και
ελιές. Στο τριήμερο (της τεσσαρακοστής) δεν έτρωγε και δεν έπινε
τίποτε. Κοινωνούσε την καθαρά Τετάρτη και μετά συνέχιζε την τελεία νηστεία…
Τις ημέρες πού δεν έτρωγε τίποτε έπινε γύρω στις 3 μ.μ.
ένα κουταλάκι ζεστό νερό. Το συνηθισμένο φαγητό της ήταν μια πατάτα βρασμένη με
ξύδι. Τα παιδιά της την πίεζαν να φάει, αλλά αρνιόταν και απαντούσε: «Μη
στενοχωριέστε, δεν θα πεθάνω από τη νηστεία, η προσευχή είναι η τροφή
μου. Το σώμα θα το περιποιηθώ γιατί είναι η κατοικία της ψυχής μου.Όταν
έρθει η ώρα θα φάω. Μην ανησυχείτε».
Της έκανε το πρωί η κόρη της καφέ και το απόγευμα πού
πήγαινε να πάρει το φλυντζάνι ήταν απείραχτο. Το Πάσχα πού κάθονταν όλοι μαζί
να φάνε, η Λαμπρινή μιλούσε για τον Θεό και μετά από πίεση έτρωγε μια κουταλιά
γιαούρτι η μια πιρουνιά σαλάτα. έλεγε:
«Σήμερα είναι η μεγαλύτερη γιορτή. Σήμερα αναστήθηκε ο
Χριστός. Αν ερχόταν ένα πεθαμένο παιδί μου εγώ θα έτρωγα; Θα στόλιζα το σπίτι
μου να το υποδεχθώ».
Την τελευταία εικοσαετία της ζωής της έτρωγε μόνο ψωμί,
νερό και ξύδι.
Κάποτε θα πήγαινε στην Αθήνα για μια εβδομάδα, διότι θα
έκανε εγχείρηση ο αδελφός της. Μια γνωστή της έψηνε ψωμί από καλαμπόκι και της
έδωσε μια φέτα. Το δέχθηκε με μεγάλη χαρά γιατί ήξερε ότι η γυναίκα αυτή χάραξε
τον σταυρό πάνω στο ψωμί. Όταν γύρισε από την Αθήνα ευχαρίστησε την γυναίκα πού
της έδωσε το ψωμί, και της εκμυστηρεύτηκε ότι αυτό το ψωμάκι ήταν η τροφή της
για όλη την εβδομάδα πού πέρασε στην Αθήνα. Έτρωγα λίγο κάθε μέρα και ερχόταν ο
Κύριος και μου το αυγάταινε (αύξανε)».
Πριν την κοίμηση της για ένα διάστημα αρκείτο μόνο σ’ ένα
κουταλάκι αγίασμα, στο αντίδωρο και φυσικά στην θεία Κοινωνία. Σε κάποιον που
την ρώτησε τι είχε φάει, απάντησε ότι έφαγε μόνο αντίδωρο πού είχε κρατήσει από
την θεία Λειτουργία ότι μ’ αυτό ήταν χορτασμένη και θα την κρατήσει για κ’ ανά
– δυό μέρες ακόμη.
Αφού πάντρεψε τα παιδιά της, από την ηλικία των 45 ετών
σταμάτησε τις αγροτικές εργασίες και αφοσιώθηκε στην άσκηση και στην προσευχή.
η ζωή της πλέον ήταν μια συνεχής προσευχή στο σπίτι και στην Εκκλησία, όπου
τακτικά πήγαινε και κοινωνούσε συχνά…
Το καθημερινό τυπικό της ήταν περίπου το εξής:
Κοιμόταν μέχρι δύο ώρες το ημερονύκτιο από τις 3 μέχρι τις
4.30 τη νύχτα. Έκανε κομποσχοίνι γονατιστή και μεγάλες μετάνοιες. Έκανε όλες
τις ακολουθίες κάθε ήμερα. Το Μεσονυκτικό και τον Όρθρο τα διάβαζε με το αμυδρό
φως από το καντήλι και με ένα κεράκι. Μελετούσε πολύ την Αγία Γραφή και
πατερικά βιβλία. Την ημέρα, διάβαζε, έκανε την ακολουθία των Ωρών και προσευχή.
Σε όσους την θαύμαζαν πού μπορούσε και αφιέρωνε την ήμερα της στο διάβασμα
έλεγε πώς χρόνος υπάρχει για όλους.
Και μια σελίδα την ημέρα να διαβάζεις είναι αρκετό,
αρκεί να γίνεται με πίστη.
Όλα αυτά τα έκανε με ευλογία από τον πνευματικό της π.
Μητροφάνη, ο οποίος της είχε δώσει τον κανόνα της προσευχής. Την Μ. Σαρακοστή,
έκανε το Μεγάλο Απόδειπνο και όταν κάποιος την διέκοπτε δεν το συνέχιζε, αλλά
το άρχιζε πάλι από την αρχή…
Όταν γινόταν αγρυπνία σε κάποια Εκκλησία ήταν πάντα πρώτη.
Συνήθως την ακολουθούσαν και γυναίκες από τα γύρω χωριά. Πολλές νύχτες
συγκέντρωνε τις γυναίκες στο σπίτι της και έκαναν ομαδική προσευχή.
Από την ηλικία των 30 ετών έραψε ένα τρίχινο σάκκο και τον
φορούσε κατάσαρκα σ’ όλη την ζωή της, για άσκηση και κακοπάθεια. Κανείς δεν το
ήξερε. Για 54 χρόνια τον φορούσε και ποτέ δεν τον έπλυνε. Πριν από την κοίμηση
της άφησε εντολή στην κόρη της να μην τον πλύνει ποτέ. Όσοι τον είδαν μαρτυρούν
ότι φαίνεται σαν να βγήκε από πλυντήριο και μοσχοβολά (ευωδιάζει).
Παρ’ όλο που ζούσε μέσα στον κόσμο, ο πόθος της για τον
Μοναχισμό και την Εκκλησία την έκαναν να μετατρέψει το δωμάτιό της σ’ ένα
μοναχικό κελλί. Ό,τι χαρτάκι εύρισκε πού είχε φωτογραφία κάποιου αγίου το
κολλούσε στον τοίχο, δημιουργώντας μια ξεχωριστή ατμόσφαιρα.
Δεν αγαπούσε τα χρήματα, ήταν ανάργυρη. Το μόνο που την
ενδιέφερε ήταν να μπορεί να κάνει ελεημοσύνες και να βοηθά τον κόσμο. Όλη την
σύνταξη της την μοίραζε σε ελεημοσύνες.
Όταν τα παιδιά της, επίσης της έδιναν χρήματα, τα διέθετε
και αυτά για να βοηθά φτωχούς. Έλεγε στα παιδιά της: «Τα χρήματα αυτά που δίνω,
δεν είναι δικά μου. Πιάνονται (λογίζονται) σε σας, γιατί δικά σας είναι».
Απέφευγε μάλιστα να πιάνει με τα χέρια της τα χρήματα,
αλλά με μια χαρτοπετσέτα ή με ένα κομμάτι ύφασμα. Και όταν πήγαινε να ψωνίσει
άνοιγε το πορτοφόλι ή την χαρτοπετσέτα και έπαιρνε ο μπακάλης μόνος
του. Από το σπίτι της έβγαινε τη νύχτα κρυφά, να μην την βλέπουν, και
πήγαινε σε φτωχά σπίτια, άφηνε έξω από την πόρτα ό,τι είχε και έφευγε.
Στον φούρναρη είχε δώσει παραγγελία να εφοδιάζει με ψωμί
μια φτωχή οικογένεια, χωρίς να μάθει κανείς τίποτε. Το είπε στην κόρη της μόνο
πριν κοιμηθεί, και της άφησε παρακαταθήκη να συνεχίσει την ελεημοσύνη. Η
Λαμπρινή συμβούλευε:
«Μεγάλη ευλογία έχει ο άνθρωπος
που κάνει ελεημοσύνη. Όταν κάνετε ελεημοσύνη δεν θα
δίνετε αυτό που είναι για πέταμα, αλλά θα δίνετε για τον ξένο και τον φτωχό το
καλύτερο. Οι γονείς να μην στενοχωρούνται που δεν έχουν ν’ αφήσουν περιουσία
στα παιδιά τους, αλλά να φροντίζουν για την κατά Θεόν πρόοδό τους και τα
υπόλοιπα θα τα τακτοποιήσει ο Θεός».
Επισκεπτόταν αρρώστους χωρίς φόβο να κωλύσει κάτι, αφού
πολλές φορές κοινωνούσε πρώτα ο άρρωστος (ετοιμοθάνατος) κα! αμέσως εκείνη,
γιατί δεν φοβόταν τον θάνατο, αντίθετα θεωρούσε πώς θα την έφερνε πιο κοντά
στον Θεό.
Κάποτε πήγε να προσκυνήσει τον Άγιο Σπυρίδωνα στην Κέρκυρα
με ένα παιδάκι που το είχε βαφτίσει, χωρίς να έχει μαζί της χρήματα. Όμως με
την βοήθεια του Θεού πήγαν και γύρισαν, χωρίς να τους ζητήσουν χρήματα ούτε στο
λεωφορείο ούτε στο καράβι.
Η γιαγιά Λαμπρινή αγαπούσε τον Χριστό, αγωνιζόταν
περισσότερο από μοναχή, προσευχόταν συνέχεια και μετέδιδε την θεία Χάρη. Πολλοί
πήγαιναν να την δουν, να την συμβουλευθούν και να ζητήσουν την προσευχή της.
Ολόκληρα λεωφορεία σταματούσαν στο φτωχικό της. Δεχόταν
όλους τους ανθρώπους αδιαμαρτύρητα, πολλές φορές χωρίς ούτε μια διακοπή στην
διάρκεια της ημέρας.
Οι επισκέψεις στο σπίτι της ήταν καθημερινές. Δεν υπήρχε
ωράριο. Ο καθένας ερχόταν οπότε ήθελε και έφευγε όταν ήθελε. Δεχόταν τους
πάντες αγόγγυστα. Όταν ήταν μόνη της διάβαζε ή προσευχόταν. Για να ξεμουδιάσει
έβγαινε και έκανε περίπατο, όχι στο χωριό, αλλά στον κήπο με τις πορτοκαλιές
και έλεγε την ευχή (Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με).
Ο λόγος της ήταν πάντα για την υπομονή. Έλεγε: «Εμείς
Οι χριστιανοί θα περάσουμε εδώ μεγάλες δοκιμασίες, ακόμα και μέσα στην ίδια την
οικογένεια μας. Θα πρέπει να δείχνουμε υπομονή, αγάπη, και να κάνουμε
ελεημοσύνες». Σε όσους είχαν οικογενειακά προβλήματα τους παρακαλούσε να μη
διαλύσουν την οικογένεια τους. «Ο πειρασμός σας βάζει», έλεγε.
Σε νέους πού την επισκέπτονταν
συμβούλευε: «Αποφάσισες να παντρευτείς; Θα κάνεις υπομονή και όχι μία,
αλλά πολλές. Να εκκλησιάζεστε τακτικά, να εξομολογείστε, να κοινωνάτε και να
προσεύχεσθε. Όταν κάνετε αυτά, θα πάτε κοντά στον Χριστό να χαίρεστε για πάντα».
Αν και δεν είχε σπουδάσει, όμως διάβαζε πολλά πνευματικά
βιβλία, τα κατανοούσε και τα εξηγούσε.
Άνθρωποι εγγράμματοι – ακόμη και καθηγητές Πανεπιστημίου –
πήγαιναν να ακούσουν την γιαγιά Λαμπρινή. Την είχαν σε ιδιαίτερη ευλάβεια
γιατί η ζωή της ήταν τελείως δοσμένη στον Χριστό, αλλά και γιατί έβλεπαν να
ενεργεί η θεία Χάρη μέσω αυτής θαυμαστά έργα.
Αρπαζόταν πολλές φορές ο νους της και έβλεπε τα αθέατα
μυστήρια του μέλλοντος αιώνος, η προσευχή της εισακούετο, γνώριζε τα κρύφια των
ανθρώπων, και προέβλεπε γεγονότα του μέλλοντος…
Από το βιβλίο:
«Ασκητές μέσα στον κόσμο», η 19η διήγηση