ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2018

ΠΡΩΤΟΠΡ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ: ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΗΣ ΑΙΡΕΣΕΩΣ ΤΙΜΑΤΑΙ ΩΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ

Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.

ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΗΣ ΑΙΡΕΣΕΩΣ ΤΙΜΑΤΑΙ ΩΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ

1. Ἀρμένιοι, Κόπτες, Συροϊακωβίτες καί Αἰθίοπες εἶναι αἱρετικοί

Τό «μή μεταίρειν ὅρια ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν», καί τό «Ἑπόμενοι τοῖς θείοις Πατράσι»,δηλαδή τό νά μή μετακινοῦμε τά ὅρια πού ἔθεσαν οἱ Πατέρες μας καί τό νά ἀκολουθοῦμε τούς Ἁγίους Πατέρες, σταθερό καί ἀπαραβίαστο γνώρισμα τῆς Ὀρθόδοξης πίστης καί ζωῆς, ἄρχισε νά παραβιάζεται ἀπό τόν περασμένο αἰώνα τοῦ διαθρησκειακοῦ καί διαχριστιανικοῦ Οἰκουμενισμοῦ-Συγκρητισμοῦ, καί ἡ παραβίαση αὐτή ἐξακολουθεῖ ἐντονώτερα κατά τόν παρόντα 21ο αἰώνα. Μεταξύ ἀλήθειας καί πλάνης, μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί αἱρέσεως, ὑπάρχουν σαφῆ ὅρια καί εὐδιάκριτα, πού τά ἔθεσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες θεπνεύστως σέ Οἰκουμενικές καί Τοπικές Συνόδους, ἀλλά καί στά θεοφώτιστα συγγράμματά τους.
Ὁ Μονοφυσιτισμός τόν ὁποῖον ἀκολουθοῦν καί πρεσβεύουν οἱ Ἀρμένιοι, οἱ Κόπτες, οἱ Συροϊακωβίτες καί οἱ Αἰθίοπες ἔχει καταδικασθῆ ἀπό τήν Δ´ ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενική Σύνοδο (451) ὡς Χριστολογική αἵρεση, ὅπως καί οἱ πρωτοστάτες αὐτῆς τῆς αἱρέσεως Διόσκορος καί Σεβῆρος, τούς ὁποίους ὅλοι οἱ ἀνωτέρω αἱρετικοί τιμοῦν ὡς ἁγίους, ἐνῶ ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι τούς ἀναθεματίζουμε ὡς αἱρετικούς στό «Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας», πού διαβάζεται ἤ πού πρέπει νά διαβάζεται τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας. Καί μετά τήν Δ´ ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενική Σύνοδο τοῦ 451 οἱ ἑπόμενες σύνοδοι, ὅπως καί οἱ ἑπόμενοι μεγάλοι Ἅγιοι Πατέρες, Μάξιμος Ὁμολογητής, Ἰωάννης Δαμασκηνός, Μ. Φώτιος ἐπανέλαβαν τήν καταδίκη τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ. Τί ἄλλο θέλαμε λοιπόν, τί ἄλλο χρειαζόμασταν, οἱ σύγχρονοι Ὀρθόδοξοι ἀπό τό νά ἀκολουθοῦμε τούς θεοφώτιστους Ἁγίους Πατέρες καί νά μή γκρεμίζουμε τά σύνορα ἀνάμεσα στήν Ὀρθοδοξία καί στήν αἵρεση;

2. Τά ὅρια Ὀρθοδοξίας καί αἱρέσεως ἔπεσαν στήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης

Τά σύνορα αὐτά παραβιάσθηκαν πολλές φορές ἀπό τόν περασμένο αἰώνα στούςπροβληματικούς Θεολογικούς Διαλόγους, ἀλλά καί στίς συχνές καί ἐπαναλαμβανόμενεςσυμπροσευχές μεταξύ Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν, ἀκόμη περισσότερο καί στήν μερικήμυστηριακή διακοινωνία μεταξύ τοῦ Ὀρθοδόξου Πατριαρχείου Ἀντιοχείας καί τῶνμονοφυσιτῶν Συροϊακωβιτῶν, στήν ὁποία θά ἀναφερθοῦμε προσεχῶς. Καί αὐτή παραβίαση ἐπισημοποιήθηκε, τό γκρέμισμα ἐπικυρώθηκε, ἀπό τήν ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης τόν Ἰούνιο τοῦ 2016, ὅπου οἱ αἱρέσεις ὀνομάσθηκαν Ἐκκλησίες. Εἶναι λοιπόν τώρα εὔλογο καί ἀναμενόμενο τό δογματικό χάσμα τῆς αἱρέσεως, ἄβυσσος τῆς πλάνης καί τοῦ ἐγωϊσμοῦ, νά ἐκλείψουν, καί πολλοί ἀπό τούς «Ὀρθοδόξους», πού θεωροῦν τήν ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου ὡς ἀληθινή καί Ὀρθόδοξη σύνοδο, νά συμπεριφέρονται πρός τούς αἱρετικούς σάν νά ἦταν Ὀρθόδοξοι καί νά τούς ὀνομάζουν μάλιστα Ὀρθοδόξους. Αὐτό συνέβη γιά πολλοστή φορά αὐτές τίς ἡμέρες, καί αὐτό μᾶς παρακίνησε νά ἐπικαιροποιήσουμε παλαιότερο σχετικό ἄρθρο μας, παρουσιάζοντας τίς θέσεις τῆς Ἐκκλησίας σχετικά μέ τούς Μονοφυσίτες, τίς θέσεις τῆς διαχρονικῆς Ἐκκλησίας, τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων. Σ᾽ αὐτήν τήν Ἐκκλησία ἀνήκουμε καί ὄχι στήν «ἐκκλησία» τοῦ Κολυμπαρίου καί τῶν Οἰκουμενιστῶν.

3. Ἐπίορκοι οἱ καθηγηταί τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν

Συγκεκριμέναὅπως ἔγινε εὐρέως γνωστόἐπεσκέφθη τήν Ἀθήνα  ΣυροϊακωβίτηςδηλαδήΜονοφυσίτηςπατριάρχης Ἀντιοχείας καί Πάσης Ἀφρικῆς Ἰγνάτιος-Ἐφραίμ Β´, μέ τήν εὐκαιρίατῆς ἀναγόρευσής του σέ ἐπίτιμο διδάκτορα τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας ἀπό τό ΤμῆμαΘεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου ἈθηνῶνΤί νά πεῖ κανείς γι᾽ αὐτήν τήν ἀπόφαση, γι᾽ αὐτό τό κατάντημα τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν, πού ἔγιναν παραρτήματα Οἰκουμενιστικῶν-Συγκρητιστικῶν Κέντρων; Ὡς παλαιός καθηγητής καί διδάσκαλος πολλῶν ἀπό τούς νεωτέρους καθηγητάς καί στήν Ἀθήνα καί στήν Θεσσαλονίκη μόνον τήν θλίψη, τήν ἀπογοήτευση καί τήν πικρία μπορῶ νά ἐκφράσω, ὅπως καί τήν εὐχή νά ἐπαναφέρουν τίς Θεολογικές Σχολές στόν Ὀρθόδοξο δρόμο, στό δρόμο τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ἁπλῶς τούς ὑπενθυμίζω ὅτι, σύν τοῖς ἄλλοις, καθίστανται, ἄν ὄχι ψεύδορκοι, ὁπωσδήποτε ἐπίορκοι, διότι παρέβησαν τήν μεθ᾽ ὅρκου ὑπόσχεσή τους ὡς διδάκτορες τῆς Θεολογίας «τά δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ἐσαεί τηρήσειν ἀκέραια καί ἀκίβδηλα, ταῖς θείαις Γραφαῖς αὐτῷ τε τῷ Ἱερῷ Εὐαγγελίῳ καί ταῖς τῶν Ἀποστόλων διδασκαλίαις καί τοῖς τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων θεσπίσμασιν ἀπαρατρέπτως ἑπόμενος καί μηδέν τούτοις ἀντίδοξον μηδ᾽ ἀπηχές μηδ᾽ ἀλλότριον μηδ᾽ ἑτέρους διδάξειν μήτ᾽ αὐτός ἀποδέξασθαι».
Δέν γνωρίζουν ξέχασαν ἀδιαφοροῦν γιά τό ὅτι οἱ Μονοφυσίτες ἀπό τίς ἑπτά Οἰκουμενικές Συνόδου ἀπέρριψαν τίς τέσσερες καί ἀναγνωρίζουν μόνον τίς τρεῖς πρῶτες, ἰδιαίτερα δέ στρέφονται ἐναντίον τῆς Δ´ ἐν Χαλκηδόνι, πού πρώτη τούς καταδίκασε, γι᾽ αὐτό καί ὀνομάζονται Ἀντιχαλκηδόνιοι; Ὅτι δέν δέχονται τό μεγάλο βασικό χριστολογικό δόγμα τῆς Χαλκηδόνος περί τοῦ ὅτι Χριστός ἔχει δύο φύσεις, θεία καί ἀνθρώπινη, ἑνωμένες στό ἕνα πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως; Ὅτι οἱ Θεολογικοί Διάλογοι πού κάναμε μαζί τους δέν τούς ἔπεισαν νά ἀναγνωρίσουν τήν Δ´ ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενική Σύνοδο καί τίς μετά ἀπό αὐτήν καί ὅτι δέν θέλουν νά ἀριθμήσουν δύο φύσεις ἑνωμένες στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, γι᾽ αὐτό καί χαρακτηρίζονται ὀρθῶς ὡς Μονοφυσίτες; Τόν πατριάρχη λοιπόν αὐτῶν τῶν αἱρετικῶν Μονοφυσιτῶν ἀνακήρυξαν διδάκτορα τῆς «Ὀρθοδόξου» Θεολογίας καί μποροῦν νά καθησυχάζουν τήν συνείδησή τους ὅτι τηροῦν τόν ὅρκο πού ἔδωσαν ὅτι θά τηροῦν ἀκέραια τά δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί ὅτι θά ἀκολουθοῦν χωρίς παρεκκλίσεις τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί δέν θά διδάξουν οὔτε θά δεχθοῦν κάτι ἀντίθετο πρός αὐτές; Κρίμα καί ἐντροπή.

4. Ὀρθόδοξοι οἱ Μονοφυσίτες κατά τόν ἀρχιεπίσκοπο καί τόν πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας

Αὐτόν λοιπόν τόν αἱρετικό μονοφυσίτη πατριάρχη παρουσίασε καί συνόδευσε ὁἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος στόν πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο. Καί ἐκεῖνος μέ τήν σειρά του εὐθυγραμμιζόμενος πρός τούς καθηγητάς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, πρός τήν ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου καί πρός τόν πατριάρχη Βαρθολομαῖο τόν ὀνόμασε Ὀρθόδοξο. Ἄς σημειώσουμε ὅτι πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας πρό ἡμερῶν παρέστη στίς ἑορτές γιά τά πενήντα χρόνια (50) ἀπό τήν ἵδρυση καί λειτουργία τῆς «Ὀρθόδοξης Ἀκαδημίας Κρήτης» στό Κολυμπάρι, ἐκεῖ πού ἔλαβε χώρα πρό δύο ἐτῶν «Σύνοδος», καί δέν ἐφείσθη ἐπαίνων καί ἐγκωμίων καί γιά τήν ψευδοσύνοδο καί γιά τόν πρωτεργάτη της πατριάρχη Βαρθολομαῖο. Ἀπευθυνόμενος λοιπόν πρός τόν Συροϊακωβίτη πατριάρχη εἶπε Προκόπης Παυλόπουλος:«Θερμά συγχαρητήρια γιά τήν προσπάθεια πού κάνετε, Θεός μαζί σας. Νά θυμᾶστε· ἀγώνας γιά τήν Ὀρθοδοξία καί μεγάλος καί θά δικαιωθεῖ». Ἀγωνίζεται λοιπόν γιά τήν Ὀρθοδοξία αὐτός πού δέν δέχεται ἀπό τίς ἑπτά οἰκουμενικές συνόδους τίς τέσσαρεες (Δ´, Ε´, ΣΤ´, καί Ζ´) καί ἀπορρίπτει τό βασικό χριστολογικό δόγμα τῆς Χαλκηδόνος γιά τήν ἕνωση τῶν δύο φύσεων στό ἕνα πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως καί ἀδιαιρέτως; Τόσο μεγάλη σύγχυση καί διαστροφή στίς ἔννοιες καί στά πράγματα!
παριστάμενος ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος κατά τήν συνάντηση τοῦ μονοφυσίτη πατριάρχη μέ τόν πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας περιέπεσε πρό ἐτῶν στό ἴδιο λάθος, εἴτε ἐν γνώσει εἴτε ἐν ἀγνοίᾳ, κατά τήν συνάντησή του μέ τόν πρόεδρο τῆς Ἀρμενίας στήν ἀρχιεπισκοπή Ἀθηνῶν στίς 10-1-2011, ὅταν τελευταῖος ἐπεσκέφθη τότε τήν Ἑλλάδα. Στήν προσφώνησή του λοιπόν πρός τόν πρόεδρο τῆς Ἀρμενίας ὀνόμασε ἀρχιεπίσκοπος τούς Ἀρμενίους Ὀρθοδόξους, ἐνῶ εἶναι μονοφυσίτες αἱρετικοί. Τότε λοιπόν γράψαμε ἄρθρο μέ τίτλο «Οἱ Ἀρμένιοι δέν εἶναι Ὀρθόδοξοι Μακαριώτατε», πού δημοσιεύθηκε στό περιοδικό Θεοδρομία (13/2011 σελ. 3-8), καί σέ ἄλλα ἔντυπα. Ὅσα ἐγράψαμε ἐκεῖ ἰσχύουν καί γιά τούς Συροϊακωβίτες, τούς Κόπτες καί τούς Αἰθίοπες. Γι᾽ αὐτό τό ἀναδημοσιεύουμε στή συνέχεια, χωρίς καμμία μεταβολή, ὥστε νά πληροφορηθοῦν οἱ ἀληθινοί Ὀρθόδοξοι ποῦ ὁδηγεῖται ἀπό κάποιους «ποιμένες» φίλη Ὀρθοδοξία.

ΗΡΑΚΛΗΣ ΡΕΡΑΚΗΣ: Ο ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΛΗΡΟΣ- ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΘΥΜΑ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΟΜΑΧΩΝ, ΜΕΤΑ ΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ

«Ο ορθόδοξος κλήρος: Το επόμενο θύμα των εκκλησιομάχων, 
μετά τα ορθόδοξα Θρησκευτικά»
Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής Παιδαγωγικής – Χριστιανικής Παιδαγωγικής 
της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ

Είναι σαφές ότι, πίσω από τη λεγόμενη πρόταση ή πρόθεση της Πολιτείας, που αφορά στην απόλυση από το Δημόσιο των Ιερέων της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη χώρα μας, κρύβεται στην πραγματικότητα μία ακόμη δίωξη και απαξίωση της ορθόδοξης πίστεως και του πνευματικού χώρου που διακονεί η ορθόδοξη Ιεροσύνη.

Η δίωξη εναντίον των κληρικών δεν συνιστά μια απλή, μισθολογικού μόνον περιεχομένου, αποπομπή των κληρικών από την ενιαία αρχή πληρωμών του δημοσίου, αλλά ένα ακόμη στάδιο του σχεδίου επιβολής της ουδετεροθρησκείας, που μεθοδεύεται από την ηγεμονεύουσα πολιτεία.
Η πρόθεση της κυβέρνησης, να απολύσει 10.000 Ιερείς, δεν είναι καθόλου τυχαία, διότι είναι φανερό ότι στοχοποιεί έναν κλάδο, με συγκεκριμένο έργο, για τον λόγο ότι το έργο αυτό βρίσκεται σε αντίθετη κατεύθυνση από την ουδετεροθρησκεία που μεθοδεύει  να επιβάλει στην ελληνική κοινωνία.
Στη συζήτηση Πρωθυπουργού – Μακαριωτάτου, που προηγήθηκε της συμφωνίας, έγινε, εκτός των άλλων, λόγος για την ουδετεροθρησκεία και τις δομικές αρχές της, τις οποίες σχεδιάζει να επιβάλει το κυβερνόν κόμμα. Είναι οι ίδιες αρχές, με την ίδια ιδεοληπτική εχθρότητα, που εκφράστηκαν από την ίδια πολιτειακή αρχή, όταν αυτή, το 2016, αποφάσισε άρον – άρον, να επιβάλει στους έλληνες ορθόδοξους μαθητές, με υπουργικές αποφάσεις, τα Νέα Προγράμματα Σπουδών στα Θρησκευτικά, με τελικό στόχο τη μετάλλαξή τους σε πολυθρησκειακά  θρησκευτικά, αποφάσεις, βέβαια, τις οποίες ακύρωσε πρόσφατα (2018) το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Ο βασικός λόγος της δίωξης και αποπομπής των Ιερέων από το δημόσιο είναι ότι η ορθόδοξη πίστη ενοχλεί και εμποδίζει τα σχέδια για την πορεία προς την ολοκλήρωση της παγκόσμιας διακυβέρνησης, που θέλουν να εφαρμόσουν κάποιοι εξωτερικοί οικονομικοί παράγοντες στη χώρα μας και τα οποία σχέδια υπηρετούν με αφοσίωση, για τους δικούς τους λόγους, κάποιοι εσωτερικοί δορυφόροι τους.
 Η συμφωνία Πρωθυπουργού – Μακαριωτάτου αυτοακυρώθηκε, όταν, ενώ ο Μακαριώτατος δήλωνε δημοσίως ενώπιον του Πρωθυπουργού ότι η συμφωνία θα ισχύσει, εφόσον εγκριθεί από την Ιερά Σύνοδο, η Πολιτεία, ούτε καν ανέμενε την απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας, αλλά έσπευσε, αμέσως μετά τη συνάντηση Πρωθυπουργού – Μακαριωτάτου, την ίδια μέρα, να ανακοινώσει την απόλυση των κληρικών από το Δημόσιο και την προκήρυξη 10.000 νέων διορισμών στις θέσεις των απολυθέντων κληρικών! Με τον τρόπο αυτό η Πολιτεία έδειξε απόλυτη ασέβεια έναντι της Εκκλησίας και, αφενός, μετέτρεψε τη συμφωνία σε προεκλογική εξαγγελία και ψηφοθηρία, αφετέρου, προσέβαλε τον Μακαριώτατο, εμφανίζοντάς τον στον ελληνικό λαό ως εμπλεκόμενο στα δόλια προεκλογικά σχέδια και τεχνάσματά της και, λίγο πολύ, ως συμφωνούντα στην απόλυση των Κληρικών.
Ταυτόχρονα, η εργαλειοποίηση της απόλυσης των κληρικών και η εμφάνισή της ως προεκλογική σημαία ανοίγματος 10.000 νέων θέσεων στο δημόσιο αποτελεί ανήθικη πολιτική πρόκληση και παρακίνηση σύγκρουσης και διχασμού ανάμεσα σε διάφορες ομάδες ανέργων και στους κληρικούς.
Η πρόθεση απόλυσης των Ιερέων, όμως, αποτελεί συνάμα και μια πρωτάκουστη για τα εργασιακά δεδομένα της Ελλάδος και της Ευρώπης ενέργεια, διότι, για πρώτη φορά, μόνιμοι δημόσιοι λειτουργοί, αντί να προάγονται, υποβιβάζονται και υποτιμούνται, με εντελώς αντισυνταγματικό και παράνομο τρόπο, σε ένα κατώτερο και αγνώστων στοιχείων εργασιακό και ασφαλιστικό καθεστώς.
Η Πολιτεία, με την απαξιωτική στάση της στον Ιερό Κλήρο και το έργο του, επιδεικνύει εμφανώς, όχι συμπάθεια και αναγνώριση, αλλά εμφανή πρόθεση διαχωρισμού του ελληνικού λαού από την πνευματική παρουσία, προστασία και αρωγή της ορθόδοξης πίστεώς του, που διακονείται από τον Ιερό κλήρο και φυσικά ως προβολή του τι εννοεί με την επιμονή της σε ένα νέο καθεστώς διαχωρισμού Εκκλησίας - Πολιτείας και ουδετεροθρησκείας.
Ξεχνάει βέβαια, στην περίπτωση αυτή, τη βαθύτερη σχέση του Ελληνικού λαού με τον Ιερέα του. Ο Ιερέας, στη συνείδηση σχεδόν όλων των Ελλήνων, αποτελεί το μόνιμο και σταθερό στήριγμα, στις λύπες, στις χαρές, στις συμφορές, στις εκάστοτε υλικές και πνευματικές τους ανάγκες. Υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι στις ενορίες της χώρας μας, χριστιανοί και μη, τόσο στις πόλεις όσο και στα χωριά, που βιώνουν τον δικό τους σταυρό, με ποικίλες και πάμπολλες μόνιμες ή προσωρινές ή και αιφνίδιες δυσχέρειες και δυσκολίες, που η Πολιτεία ούτε καν τις γνωρίζει.
Ο Ιερέας, όμως, που ζει καθημερινά στην ενορία του, η οποία, ως γνωστό, αποτελεί το κέντρο της αγάπης και της αλληλεγγύης της τοπικής κοινότητας και το αποκούμπι των πτωχών και των πάσης φύσεως αδυνάτων, είναι εκείνος που γνωρίζει από κοντά και προσωπικά τις υπάρχουσες πνευματικές και υλικές ανάγκες και προσπαθεί, με κάθε τρόπο, να αντιμετωπιστούν άμεσα και αποτελεσματικά.
Ειδικά, τα τελευταία χρόνια, οι ενορίες και οι ιερείς τους επωμίστηκαν το κύριο βάρος από τις γνωστές και οξύτατες κοινωνικές και ψυχικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσεως, συμβάλλοντας, μέσω του πνευματικού και φιλανθρωπικού τους έργου,  στην ανακούφιση όλων των εχόντων ανάγκη, ανεξάρτητα από εθνότητα ή θρησκεία.
Ο ελληνικός λαός, συνεπώς, αντιλαμβάνεται πλήρως ότι η στοχοθέτηση των Ιερέων  είναι μεθοδευμένη από την πολιτεία ενέργεια, ώστε να καλλιεργείται η εντύπωση ότι η δημοσιοϋπαλληλική σχέση των Ιερέων αποτελεί εμπόδιο για άλλους νέους διορισμούς στο δημόσιο για να προκαλείται, έτσι, μια ενδόμυχη εχθρότητα εναντίον των Ιερέων  και του φορέα που διακονούν.
Πάντως, το σχέδιο ουδετεροθρησκείας και αποϊεροποίησης της κοινωνικής και δημόσιας ζωής του λαού μας, που θα επιδιωχθεί ίσως να εφαρμοστεί και διά της αναθεωρήσεως του Συντάγματος, έχει ήδη αρχίσει να υλοποιείται στην πράξη διά της πρόσφατης αλλοιώσεως του ορθόδοξου προσανατολισμού του Μαθήματος των Θρησκευτικών, αλλά και διά της τωρινής διώξεως των Ιερέων από το δημόσιο, απειλώντας τις οντολογικές δομές του ελληνικού θρησκευτικού, κοινωνικού και πολιτισμικού τοπίου της χώρας.
Ωστόσο, ο λαός μας γνωρίζει ότι ο Ιερέας εκφράζει έναν συγκεκριμένο ιστορικό συμβολισμό, που σε γενικές γραμμές έπαιξε και συνεχίζει να παίζει σημαντικό και πολύπτυχο ρόλο στην  ορθόδοξη παράδοση και ζωή. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος έγραφε: «Η Ιεροσύνη αποτελεί διακονία, η οποία συνδέει τον άνθρωπο με τον Θεό».
 Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, επίσης, σημειώνει: «Πρόσεξε, πόση είναι η δύναμη των Ιερέων: Βάλε με το νου σου το βάπτισμα, την άφεση των αμαρτιών, τη θεία υιοθεσία, τα υπόλοιπα μυστήρια, χιλιάδες ευεργεσίες, τις οποίες απολαμβάνεις με την επίθεση των χειρών τους στην κεφαλή σου και τις ευχές προς τον Θεό για χάρη σου». Ο ίδιος Πατήρ υπογραμμίζει: «Δεν γνωρίζεις τι είναι ο Ιερέας; Είναι ο αγγελιοφόρος του Κυρίου. Εάν τον υποτιμάς, ουσιαστικά δεν υποτιμάς αυτόν, αλλά τον Θεό. Εάν δεν ενεργεί ο Θεός δι’ αυτών, ούτε πνευματικό καθαρισμό έχεις, ούτε των ιερών μυστηρίων μπορείς να μετέχεις, ούτε χαίρεσαι τις ευεργεσίες των ευλογιών, άρα δεν είσαι καν Χριστιανός.
Ο Φ. Κόντογλου, επίσης, εκφράζοντας την κληρονομιά που γνώρισε, ως προς τη θέση των Ιερέων στην ελληνική κοινωνία, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Οι παπάδες μας είναι σαν πνευματικοὶ άρχοντες. Δόξα σοι ο Θεὸς που βλέπουμε ακόμα τέτοιες βιβλικὲς μορφὲς στον αιώνα της μονοτονίας, της ανέκφραστης ομοιομορφίας και της αντιπνευματικής πεζότητας! Ο παπὰς είναι σύμβολο. Σύμβολο θρησκευτικὸ και εθνικό. Το ράσο θυμίζει στον λαὸ την ιστορία του, τις θυσίες του, τους πόνους του, τις χαρές του και γι᾿ αυτὸ το ράσο τον ζεσταίνει, του δίνει φρόνημα, πίστη, πεποίθηση, εμπιστοσύνη κι᾿ αγάπη».
Και, όμως, η σημερινή πολιτική ηγεσία όλα αυτά τα περιφρονεί και τα υποτιμά για ένα και μόνον λόγο: Γιατί, απλώς, δεν σέβεται την ταυτότητα και τη συνείδηση του Ελληνικού λαού, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ορθόδοξη παράδοση και κληρονομιά του.

"Ορθόδοξη Αλήθεια", 21-11-2018

ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΟΛΗ Η ΒΑΣΗ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΙΟΣ ΦΩΤΙΣΜΟΣ!


Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης: Όλη η βάση είναι ο θείος φωτισμός. Και αν έρθη ο θείος φωτισμός, τότε ο άνθρωπος αναπαύει και το περιβάλλον του και ο ίδιος εξελίσσεται πνευματικά. Γι’ αυτό λέω ότι καλά είναι τα φώτα και τα πολύφωτα, οι εφευρέσεις του εγκεφάλου, αλλά ανώτερο είναι το θείο φως της Χάριτος του Θεού, το οποίο φωτίζει τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος που έχει θείο φωτισμό βλέπει πολύ καθαρά τα πράγματα, πληροφορείται χωρίς αμφιβολία, και ούτε εκείνος κουράζεται, αλλά και τους άλλους βοηθάει πολύ θετικά.

ΟΣΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ: ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΧΟΥΝ ΑΓΓΕΛΟ!


Όσιος Ιάκωβος Τσαλίκης: Όλοι οι άνθρωποι έχουν άγγελο.  Αυτός ο άγγελος έχει κατονομασθεί την ημέρα της βαπτίσεώς σου. Από την ημέρα της βαπτίσεώς σου σε συνοδεύει και δεν πρέπει να φεύγει από κοντά σου. Είναι αυτός, ο οποίος τελικά θα πάρει την ψυχή σου στα χέρια του και θα την οδηγήσει την ημέρα της Κρίσεως. Κι όταν θα έρχονται οι δαίμονες και θα λένε «αυτός έκανε εκείνο, έκανε το άλλο, διέπραξε αυτή την αμαρτία και την άλλη», τότε ο άγγελος σου θα λέει «ναι, τα έκανε αυτά, αλλά ταυτόχρονα έκανε κι αυτό το καλό, έκανε και το άλλο καλό». Αυτός είναι ο δικηγόρος, πού θα σε υποστηρίξει. Πρόσεξε, λοιπόν, να μην τον απομακρύνεις. Αυτό είναι ένα μέγα μήνυμα χαράς προς όλους όσους βαπτιστήκαμε Ορθόδοξοι Χριστιανοί.

ΑΓΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ Ο ΠΕΡΣΗΣ- ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁ Μάρτυς Ἰάκωβος, ὁ τῆς Περσίδας βλαστός, τὸν δόλιον δράκοντα, τοὶς τῶν αἱμάτων κρουνοίς, ἀθλήσας ἀπέπνιξε, πίστει γὰρ ἀληθείας, μεληδὸν τετμημένος, ὤφθη τροπαιοφόρος, τοῦ Σωτῆρος ὁπλίτης, πρεσβεύων ἀδιαλείπτως, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.

Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2018

ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΜΕΛΕΤΩΜΕΝΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 26η Νοεμβρίου 2018

ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΜΕΛΕΤΩΜΕΝΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ
ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

Η κυβερνητική σύζευξη της ριζοσπαστικής αριστεράς με την δεξιά, η οποία κυβερνά, με τον τρόπο που κυβερνά, τη χώρα  μας τα τελευταία τέσσερα χρόνια, έδειξε με τον πλέον προκλητικό τρόπο την εχθρότητα, την πλήρη περιφρόνηση και την αποστροφή της προς την Ορθόδοξη Εκκλησία μας,

που εκφράζει την πίστη της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Προώθησε και ψήφισε νόμους, οι οποίοι έρχονται σε πλήρη και απόλυτη αντίθεση με την σώζουσα διδασκαλία της Εκκλησίας μας, αλλά και με τα πατροπαράδοτα ήθη και έθιμα του ευσεβούς λαού μας, όπως το σύμφωνο συμβίωσης ομοφυλοφίλων, η αναδοχή παιδιών σε πρόσωπα του ιδίου φύλου, η δυνατότητα αλλαγής φύλου κ.α. με σημαία ένα κίβδηλο δικαιωματισμό που δεν έχει καμμία σχέση με την ανθρώπινη φύση και οντολογία. Φθάνοντας στο τέλος της θητείας της η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ αποφάσισε να ολοκληρώσει την κατεδαφιστική της πολιτική, δίνοντας βολή κατά της Εκκλησίας, με μια πρόσφατη ενέργειά της, με την πρόταση αναθεώρησης του άρθρου 3 του Συντάγματος, την αντισυνταγματική διαγραφή των κληρικών από το Δημόσιο και την έμμεση και με εύσχημο τρόπο υφαρπαγή και των τελευταίων υπολειμμάτων  της εκκλησιαστικής περιουσίας. Η κυβέρνηση θεώρησε ως «αναγκαία» την αναθεώρηση του ως άνω άρθρου 3 προκειμένου, όπως ισχυρίζεται, να παύσει ο «εναγκαλισμός Εκκλησίας-Πολιτείας», να επιτευχθεί ο «χωρισμός» μεταξύ των δύο θεσμών, ο οποίος θα είναι επωφελής και για τις δύο πλευρές, έτσι ώστε να «γίνουν διακριτοί οι ρόλοι Κράτους και Εκκλησίας σε ένα σύγχρονο κράτος δικαίου».



Πιο συγκεκριμένα στο ήδη ισχύον άρθρο 3 προτάσσεται η προβληματική φράση: «Η Ελληνική Πολιτεία είναι θρησκευτικά ουδέτερη», ενώ παράλληλα προστίθεται η ερμηνευτική δήλωση: «Ο όρος επικρατούσα θρησκεία δεν αποτελεί αναγνώριση επίσημης κρατικής θρησκείας και δεν επιφέρει καμία δυσμενή συνέπεια σε βάρος άλλων θρησκευμάτων και γενικότερα στην απόλαυση του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας». Η παρά πάνω πρόταση περί θρησκευτικής ουδετερότητος σε συνδυασμό με την ερμηνευτική δήλωση δεν είναι άνευ σημασίας, αλλά έχει σοβαρότατες κανονιστικές και νομικές συνέπειες, διότι δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια νέα ερμηνεία της επακολουθούσης στο άρθρο 3 φράσεως ότι «Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού», με άμεση συνέπεια την κατάργηση των μέχρι σήμερα υφισταμένων πατροπαραδότων σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας. Όπως έχουν επισημάνει έγκριτοι νομικοί και συνταγματολόγοι, που ασχολήθηκαν με το όλο θέμα, η επιχειρούμενη συνταγματική προσθήκη περί θρησκευτικής ουδετερότητος θα έχει καθοριστικές συνέπειες στην ερμηνεία του όρου «Επικρατούσα θρησκεία».Δηλαδή ο όρος «Επικρατούσα θρησκεία» θα τεθεί υπό επανεξέταση και θα επανερμηνευθεί υπό το πρίσμα της προτασσόμενης θρησκευτικής ουδετερότητας, η οποία θα γίνει μέσο ερμηνείας του όρου. Με την νέα αυτή ερμηνευτική θεώρηση ο όρος «Επικρατούσα θρησκεία» χάνει κάθε κανονιστική ισχύ και ερμηνεύεται απλώς ως διάταξη διαπιστωτική, δηλαδή άνευ ουσίας. Με πιο απλά λόγια, με την προτεινόμενη αναθεώρηση, θα παρέχεται η δυνατότητα στην πολιτεία και στις εκάστοτε κυβερνήσεις να καταργήσουν την θεσμική παρουσία της Εκκλησίας σε όλες τις εκφάνσεις του πολιτικού και κοινωνικού βίου της χώρας, ή να θεσπίσουν την ίση συμμετοχή όλων των θρησκειών, παρότι κάτι τέτοιο δεν έχει ούτε ιστορικό, ούτε λαϊκό, ούτε πρακτικό  έρεισμα.

Θα αναφέρουμε παρά κάτω μερικά παραδείγματα της μελετωμένης καταργήσεως της θεσμικής παρουσίας της Εκκλησίας, η οποία θα καταστεί δυνατή χάρις στη συνταγματική αλλαγή του άρθρου 3.

α) Κατάργηση της παρουσίας της Εκκλησίας στις Ένοπλες Δυνάμεις και Σώματα Ασφαλείας.
Το Θρησκευτικό Σώμα στις Ένοπλες Δυνάμεις, στην Αστυνομία και τα λοιπά Σώματα Ασφαλείας, θα τεθούν υπό κατάργηση. Ένα ουδετερόθρησκο κράτος δεν μπορεί να συντηρεί θρησκευτικές υπηρεσίες μίας συγκεκριμένης θρησκείας, έστω και αν σ’ αυτή ανήκει η συντριπτική πλειοψηφία των υπηρετούντων αξιωματικών, υπαξιωματικών και λοιπών εργαζομένων, ή εκτελούντων θητεία. Παράλληλα, δεν μπορεί να αναγνωρίζει προστάτες Αγίους στις Ένοπλες Δυνάμεις και στα Σώματα Ασφαλείας, διότι τότε παύει να είναι ουδέτερο ως προς τη θρησκεία. Με την κατάργηση όμως αυτή των Θρησκευτικών Σωμάτων παραθεωρείται το γεγονός, ότι ανέκαθεν η Ορθόδοξη Πίστη αποτελούσε πηγή θάρρους, ηρωϊσμού και ομοψυχίας των Ελλήνων στρατιωτών, οι οποίοι πολεμούσαν υπό την σκέπη της Υπεραγίας Θεοτόκου και επεκαλούντο την προστασία των αγίων. 

β) Κατάργηση των Ιερών Εικόνων και χριστιανικών συμβόλων σε Δημόσιες Υπηρεσίες.
Σε ένα συνταγματικά ουδετερόθρησκο κράτος, χωρίς αμφιβολία δεν θα έχουν πλέον θέση οι Ιερές Εικόνες, ο τίμιος Σταυρός του Κυρίου μας και γενικά τα θρησκευτικά σύμβολα της πίστεώς μας, στα Σχολεία, στα Δικαστήρια, στα Νοσοκομεία και στις Δημόσιες Υπηρεσίες. Και τούτο διότι η ανάρτηση των Ιερών Εικόνων και συμβόλων, δείχνει τη θετική διάθεση ενός Έθνους, το οποίο αναγνωρίζει έμπρακτα μια ουσιαστικά επικρατούσα θρησκεία, δηλαδή εκείνη που είναι συνδεδεμένη με το λαό και την ιστορία του. Όμως με την ευλογημένη αυτή συνήθεια της ανάρτησης Ιερών Εικόνων, ή συμβόλων σε Δημόσιες Υπηρεσίες, όπως και με την παρουσία του Τιμίου Σταυρού στον ιστό της σημαίας μας, αποδεικνύουμε εμείς οι Έλληνες την ευγνωμοσύνη μας προς τον Χριστό και ομολογούμε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία υπήρξε η τροφός του Γένους μας, η ακαταμάχητη δύναμη που συντήρησε και διέσωσε τον Ελληνισμό από τον αφανισμό και την διάλυση, ο μπροστάρης στους αγώνες των προγόνων μας για την απελευθέρωση της πατρίδος από τον τουρκικό ζυγό, οι οποίοι πολεμούσαν «για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία».

γ) Κατάργηση Ιερών Ναών σε Δημόσια Νοσοκομεία.
Κατά παρόμοιο τρόπο και για τους ίδιους λόγους η επιχειρούμενη συνταγματική αναθεώρηση και η ρητή πρόβλεψη για ουδετερόθρησκο κράτος θα δώσει αφ’ ενός τη δυνατότητα στο νομοθέτη να προχωρήσει στην κατάργηση της λειτουργίας, ακόμη και την κατεδάφιση των ιερών ναών σε Δημόσια Νοσοκομεία, αφ’ ετέρου θα δώσει στους αλλοθρήσκους τη δυνατότητα να διεκδικήσουν δικαστικά τα ανωτέρω, βασιζόμενοι στην καταστρατήγηση της συνταγματικής ουδετερότητας με την παρουσία Ορθοδόξου ναού σε κρατικό χώρο. Ωστόσο είναι γνωστή η ανεκτίμητη προσφορά των εν λόγω Ιερών Ναών και των κληρικών που υπηρετούν σ’ αυτούς, διότι οι ασθενείς στις δύσκολες στιγμές της ζωής τους καταφεύγουν στην πίστη μας, αρχίζουν να προσεύχονται και αναζητούν ιερείς για να εξομολογηθούν και να κοινωνήσουν, προκειμένου να ξεπεράσουν τους φόβους και την αγωνία τους και να απαλύνουν τον πόνο τους. Μεγάλες μορφές της παγκόσμιας Ορθοδοξίας, όπως ο Άγιος Άνθιμος της Χίου, ο Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης, κ.α., υπηρέτησαν σε νοσοκομειακούς ναούς προσφέροντας ανεκτίμητες υπηρεσίες στον πάσχοντα άνθρωπο.

Για να μη μακρηγορούμε, κατά παρόμοιο τρόπο και για τους ίδιους λόγους η επιχειρούμενη συνταγματική αναθεώρηση θα δώσει τη δυνατότητα στο νομοθέτη να προχωρήσει στην κατάργηση του Αγιασμού στη Βουλή, στους ΟΤΑ, στα Σχολεία, στα Δικαστήρια. Επίσης στην κατάργηση του θρησκευτικού όρκου, των θρησκευτικών εορτών, της αργίας της Κυριακής κ.λ.π.
Η «ανάγκη» για αναθεώρηση του άρθρου 3 δεν είναι πραγματική για τον δήθεν εκδημοκρατισμό της κοινωνίας, αλλά ικανοποίηση των μαρξιστικών και αθεϊστικών ιδεοληψιών της «αριστερής» κυβερνήσεως του ΣΥΡΙΖΑ, την οποία στηρίζει δυστυχώς ο πολιτικός συνδυασμός ΑΝΕΛ. Η καθιέρωση του «ουδετερόθρησκου κράτους» είναι η γνωστή «παντιέρα» του άθεου Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και των διδαγμάτων της Γαλλικής Επανάστασης κατά των καταπιεστικών «Εκκλησιών» (Παπισμού και Προτεσταντισμού) στη δυτική Ευρώπη. Όπως είναι γνωστό σήμερα η θρησκεία στη Δύση, όπως για παράδειγμα στη Γαλλία, είναι ένας ξεχωριστός θεσμός στο κράτος και την κοινωνία. Η θρησκεία θεωρείται «ιδιωτική υπόθεση» των πολιτών, γι’ αυτό και πρέπει να απομονωθεί από κάθε κρατική λειτουργία.

Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ.κ. Σεραφείμ, άριστος γνώστης των νομικών θεμάτων, σε πρόσφατα δύο Υπομνήματα που κατέθεσε στα μέλη της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, παρατηρεί μεταξύ άλλων, τα εξής σχετικά με την επιχειρούμενη συνταγματική αναθεώρηση:  «Η πρότασις του κυβερνώντος κόμματος ΣΥΡΙΖΑ για την αναθεώρησι του άρθρου 3 του ισχύοντος Συντάγματος καταδεικνύει το περίγραμμα της αναθεωρητικής λογικής του στην οποία καταλέγεται ασφαλώς η τυπολογία των σχέσεων Πολιτείας-Εκκλησίας. Δεν επιλέγεται μεν η κατάργησι του άρθρου 3 του Συντάγματος που θα επέφερε τεκτονικό σεισμό με την κατάργησι της συνταγματικής προστασίας των Καταστατικών κειμένων της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά η εισαγωγή στο άρθρο 3 του Συντάγματος της αόριστης ρήτρας για την ‘κρατική θρησκευτική ουδετερότητα’ που όμως υπονοείται η κατοχύρωσίς της υπέρ όλων των γνωστών θρησκειών της χώρας, ήδη στο άρθρο 13 του Συντάγματος για την θρησκευτική ελευθερία» (Ιστ. Ακτίνες, 17.11.2018). Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Καισαριανής κ. Δανιήλ σε δήλωσή του στην Σύνοδο της Ιεραρχίας (16.11.2018), σχετικά με το ίδιο θέμα παρατηρεί τα εξής: «Για την σκοπούμενη αναθεώρηση του άρθρου 3 του Συντάγματος της Ελληνικής Δημοκρατίας και συγκεκριμένως ως προς την προσθήκη της διακηρύξεως ότι το Κράτος είναι ‘ουδετερόθρησκο’…θεωρώ ότι η διακήρυξη αυτή έρχεται σε αντίφαση με το προοίμιο του Συντάγματος. Είναι δυσερμήνευτο να επικαλείται ο Νομοθέτης το όνομα του Τριαδικού Θεού και στα επόμενα να το ακυρώνει και να ομολογεί ότι δεν το δέχεται… Το ‘ουδετερόθρησκο’ θα ερμηνευθεί από τα όργανα της Δημοσίας Διοικήσεως και τελικώς θα κριθεί από τα αρμόδια Δικαστήρια του Κράτους. Δεν γνωρίζουμε τι κρύπτεται κάτω από αυτή την διάταξη, τι υπονοείται, τι επιδιώκουν οι εισηγητές της και τι θα αποκαλυφθεί συν τω χρόνω κατά την εφαρμογή της». Ο σεβαστός πανεπιστημιακός δάσκαλος π. Γ. Μεταλληνός προσθέτει σε πρόσφατο δημοσίευμά του τα εξής: «Αυτό που λέμε ‘χωρισμός Εκκλησίας-Πολιτείας’, είναι λυμένο το θέμα με το νόμο 590/1977. Είναι διακριτοί οι ρόλοι, συνταγματικά κατοχυρωμένοι. Γιατί ο νόμος αυτός είναι απόρροια του Συντάγματος του 1975. Ξέρουμε λοιπόν πού συναντώμεθα, πού δίνουμε τα χέρια η Πολιτεία και ο Εκκλησιαστικός Χώρος -και δεν εννοώ τους Ιεράρχες μόνο, αλλά όλο τον Κλήρο- για να υπηρετήσουμε τον ίδιο Λαό. Έχουμε λοιπόν δυνατότητες να έχουμε διακριτούς ρόλους» (Ιστ. Ακτίνες).

Συμπερασματικά:       
Η ισχύουσα διατύπωση του άρθρου 3 του Συντάγματος δεν χρειάζεται καμία αναθεώρηση, διότι, οι θρησκευτικές ελευθερίες των ετεροδόξων και αλλοθρήσκων προστατεύονται απόλυτα στο άρθρο 13 του Συντάγματος και κανένα δικαίωμά τους δεν θίγεται ούτε περιορίζεται. Το περιεχόμενο της έννοιας της «επικρατούσας θρησκείας» ανταποκρίνεται στη θρησκεία που πρεσβεύει η συντριπτική πλειονότητα του 90% και πλέον των Ελλήνων πολιτών. Το στοιχείο αυτό δεν είναι περιγραφικό, επειδή συνδέεται άμεσα με την κοινωνική βάση της εφαρμογής των συνταγματικών διατάξεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, που είναι η λαϊκή κυριαρχία. Τόσο ο σεβασμός των  ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όσο και η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, αποτελούν θεμελιώδεις διατάξεις όχι μόνον του ισχύοντος Συντάγματος της χώρας μας,  αλλά και όλων των ευρωπαϊκών Συνταγμάτων. Κατά συνέπεια δεν υπάρχει καμία αναγκαιότητα για συνταγματική διάταξη περί θρησκευτικής ουδετερότητος, αφού η ελληνική Πολιτεία οφείλει να αναγνωρίσει, σεβόμενη την λαϊκή κυριαρχία, την Ορθόδοξη Εκκλησία ως επίσημη-επικρατούσα θρησκεία των Ελλήνων όχι μόνο για ιστορικούς λόγους, αλλά και για πρακτικούς, διατηρώντας και προστατεύοντας την παρουσία της σε όλες τις εκφάνσεις του πολιτικού και κοινωνικού βίου της χώρας.

Περιττό να τονιστεί βέβαια και ο επιπρόσθετος λόγος, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία, σε αντίθεση με τις υπάρχουσες θρησκευτικές μειονότητες, είναι συνδεδεμένη με την πορεία του Ελληνικού Έθνους εδώ και είκοσι αιώνες, η οποία, σε καιρούς δύσκολους, στάθηκε ο πολύτιμος αρωγός του. Στα νεώτερα χρόνια διέθεσε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας της για την επιβίωση και την πρόοδο του ελληνικού λαού. Διέθεσε εθελούσια, χωρίς εξαναγκασμούς το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας της για κοινωφελείς σκοπούς. Δεν είναι τυχαίο ότι τα περισσότερα νοσοκομεία και άλλα ιδρύματα της χώρας μας είναι κτισμένα σε οικόπεδα, που παραχώρησε η Εκκλησία. Ακόμα και στις δύσκολες σημερινές συνθήκες η Εκκλησία στάθηκε τροφός και συμπαραστάτης του λαού μας, σε αντίθεση με την παντελή απουσία των άλλων θρησκευτικών μειονοτήτων στη χώρα μας. Άρα το κράτος έχει την υποχρέωση, (και είναι προς το συμφέρον του ελληνικού λαού), να θεωρεί την Ορθόδοξη Εκκλησία ως «επικρατούσα θρησκεία». Η Πολιτεία είναι υποχρεωμένη να προσδώσει στην κυρίαρχη πίστη της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού κάποια προτεραιότητα και κάποια επιπρόσθετα δικαιώματα, διότι αυτό απαιτεί η δημοκρατία, χωρίς να τίθενται στο περιθώριο οι θρησκευτικές μειονότητες, οι οποίες πρέπει να προστατεύονται από το κράτος.

Κλείνοντας κάνουμε έκκληση στην σεπτή Ιεραρχία μας να αγωνιστεί με ενότητα δυναμικά και ανυποχώρητα, ώστε να μην περάσει από την Βουλή η μελετωμένη αναθεώρηση, διότι τότε θα αλλάξει άρδην η κατάσταση στη χώρα μας. Το κράτος ως ουδέτερο θρησκευτικά, θα αποβάλλει κάθε ίχνος θρησκευτικότητας, τώρα πλέον και με συνταγματική κάλυψη. Η Εκκλησία θα πάψει να είναι Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου και θα χάσει όλα τα προνόμια που απορρέουν από αυτή τη νομική σχέση, διότι θα μεταβληθεί σε ιδιωτικό σωματείο. Όμως κατά παρόμοιο τρόπο, βάσει της δικαιϊκής αρχής της ισότητος και της ισονομίας του άρθρου 4 του Συντάγματος θα πρέπει να παύσουν να είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, (δημόσιες Υπηρεσίες), οι Ισραηλινές Κοινότητες και οι Μουφτείες της Θράκης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εθνική μας ασφάλεια, αφού θα παύσει το κράτος να ορίζει τους μουφτήδες. Οι σημερινοί απόγονοι των ορκισμένων εχθρών της Ορθοδοξίας κάνουν ό, τι μπορούν να θέσουν στο απόλυτο περιθώριο την Εκκλησία μας. Η Ορθοδοξία μας, όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει ο π. Γ. Μεταλληνός, «είναι πάντοτε στο στόχαστρο των Φραγκικών Δυνάμεων, επειδή είναι το μόνο διαφοροποιητικό στοιχείο του Έθνους μας από τη Δύση».

               Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών