ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2018

ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ: ΚΟΣΜΙΚΕΣ ΕΟΡΤΕΣ

Ειδική Συνοδική Επιτροπή Λειτουργικής Αναγεννήσεως
(Κανονισμός 139/1999)

ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ
Η' ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟY
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟY ΣΥΜΠΟΣΙΟY
ΣΤΕΛΕΧΩΝ ΙΕΡΩΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΝ

«ΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟΝ»
18-20 Σεπτεμβρίου 2006 - Βόλος

ΚΟΣΜΙΚΕΣ ΕΟΡΤΕΣ
† Ἀρχιμανδρίτου
ΓEΩPΓIOΥ XPYΣOΣTOMOY
Δρ. Φιλολογίας Α. Π. Θ. - Πρωτοσυγκέλλου Ἱ. Μ. Βεροίας


Ἡ ἑορτή στήν προοπτική τῆς Ὀρθοδοξίας προσλαμβάνει «κοσμικές», δηλαδή οἰκουμενικές, διαστάσεις. Στίς συνάξεις τῆς Ἐκκλησίας προσκαλοῦνται νά συνεορτάσουν δοξολογικά ὅλα τά δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, νοερά καί αἰσθητά,(1) ἄγγελοι καί ἄνθρωποι,(2) ἄψυχα καί ἔμψυχα.(3) Σέ μία μεγαλειώδη συμπαντική χοροστασία συνεορτάζουν «πάντες οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ καί πᾶσαι αἱ δυνάμεις αὐτοῦ, ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη, πάντα τά ἄστρα καί τό φῶς».(4)

Ὁρολογία καί περιεχόμενο τοῦ κοσμικοῦ ἑορτολογίου

Ἐκτός ὅμως ἀπό τήν παραπάνω ἔννοια τοῦ ὅρου, τίς τελευταῖες δεκαετίες ἔχουν εἰσαχθεῖ διάφορες κοσμικές ἑορτές. Σέ αὐτές ἀνήκουν:

α) Οἱ ἐθνικές ἑορτές καί πανελλήνιες ἐπέτειοι, ὅπως εἶναι:

- Ἡ 25η Μαρτίου.
- Ἡ 28η Ὀκτωβρίου.
- Ἡ 21η Νοεμβρίου (ἡμέρα τῶν Ἐνόπλων Δυνάμεων).
- Ἡ 25η Νοεμβρίου ( Ἐπέτειος Ἐθνικῆς Ἀντιστάσεως).
- Οἱ ἑορτές τῶν ἐλευθερίων τῶν πόλεων.(5)

β) Οἱ ἱστορικές ἐπέτειοι:

- Ἡ 24η Ἀπριλίου (ἡμέρα μνήμης τῆς γενοκτονίας τῶν Ἀρμενίων ἀπό τούς Τούρκους).
- Ἡ 19η Μαίου (ἡμέρα μνήμης τῆς γενοκτονίας τοῦ Ποντιακοῦ ἑλληνισμοῦ ἀπό τούς Τούρκους).(6)

γ) Οἱ λεγόμενες Παγκόσμιες Ἡμέρες, ὅπως καθιερώθηκαν ἀπό τόν Ὀργανισμό Ἡνωμένων Ἐθνῶν (Ο. Η. Ε.) καί ἄλλους παγκόσμιους ὀργανισμούς:

Ἰανουάριος

Δέν ὑπάρχουν

Φεβρουάριος
14 Ἡμέρα τῶν ἐρωτευμένων
21 Ἡμέρα τῆς μητρικῆς γλώσσας

Μάρτιος
08 Ἡμέρα τῆς γυναίκας
15 Ἡμέρα τοῦ καταναλωτῆ
21 Ἡμέρα τῆς ποίησης
22 Ἡμέρα τοῦ νεροῦ
23 Ἡμέρα τῆς μετεωρολογίας
24 Ἡμέρα κατά τῆς φυματίωσης
27 Ἡμέρα τοῦ θεάτρου

Ἀπρίλιος

07 Ἡμέρα τῆς ὑγείας
22 Ἡμέρα τῆς γῆς
23 Ἡμέρα τοῦ βιβλίου καί τῶν πνευματικῶν δικαιωμάτων
29 Ἡμέρα τοῦ χοροῦ


Μάϊος


03 Ἡμέρα τῆς ἐλευθερίας τοῦ τύπου
09 Ἡμέρα τῆς Εὐρώπης
14 Ἡμέρα τῆς μητέρας
15 Ἡμέρα τῆς οἰκογένειας
17 Ἡμέρα τῶν τηλεπικοινωνιῶν
18 Ἡμέρα τῶν μουσείων
21 Ἡμέρα τῆς πολιτιστικῆς ἀνάπτυξης
31 Ἡμέρα κατά τοῦ καπνίσματος

Ἰούνιος

05 Ἡμέρα προστασίας τοῦ περιβάλλοντος
12 Ἡμέρα κατά τῆς ἐργασίας παιδιῶν
17 Ἡμέρα κατά τῆς ἐρημοποίησης καί τῆς ξηρασίας
18 Ἡμέρα τοῦ πατέρα
20 Ἡμέρα τῶν προσφύγων
26 Ἡμέρα κατά τῶν ναρκωτικῶν &
Ἡμέρα ὑπέρ τῶν θυμάτων βασανισμοῦ

Ἰούλιος

02 Ἡμέρα τῶν συνεταιρισμῶν
03 Ἡμέρα τῶν ἐρωτευμένων ὀρθόδοξων χριστιανῶν
11 Ἡμέρα τῶν πληθυσμῶν

Αὔγουστος
09 Ἡμέρα τῶν αὐτόχθονων λαῶν τοῦ κόσμου
12 Ἡμέρα τῆς νεότητας
23 Ἡμέρα θύμησης τοῦ ἐμπορίου σκλάβων καί τῆς ἀπαγόρευσής του

Σεπτέμβριος
08 Ἡμέρα ἐξάλειψης τοῦ ἀναλφαβητισμοῦ
16 Ἡμέρα προστασίας τῆς ζώνης τοῦ ὄζοντος
20 Ἡμέρα χωρίς αὐτοκίνητο
21 Ἡμέρα τῆς εἰρήνης
26 Ἡμέρα τῆς ναυτιλίας
27 Ἡμέρα τοῦ τουρισμοῦ

Ὀκτώβριος

01 Ἡμέρα τῆς μουσικῆς καί τῶν γηρατειῶν
04 Ἡμέρα τῶν ζώων
05 Ἡμέρα τῶν δασκάλων
09 Ἡμέρα τῶν ταχυδρομείων
11 Ἡμέρα μείωσης τῶν ζημιῶν ἀπό φυσικές καταστροφές
16 Ἡμέρα τῆς διατροφῆς
17 Ἡμέρα ὑπέρ τῆς ἐξάλειψης της φτώχειας
20 Ἡμέρα κατά τῆς ὀστεοπόρωσης
31 Ἡμέρα τῆς ἀποταμίευσης

Νοέμβριος
14 Ἡμέρα τοῦ διαβήτη
16 Ἡμέρα ὑπέρ τῆς ἀνοχῆς
21 Ἡμέρα τῆς τηλεόρασης
25 Ἡμέρα κατά τῆς βίας ἐναντίον τῶν γυναικῶν
29 Ἡμέρα ὑπέρ τῶν Παλαιστινίων

Δεκέμβριος

01 Ἡμέρα κατά τοῦ AIDS
02 Ἡμέρα κατά τῆς σκλαβιᾶς
03 Ἡμέρα τῶν ἀτόμων μέ εἰδικές ἀνάγκες (ΑμΕΑ)
04 Ἡμέρα κατά τῶν ναρκῶν
07 Ἡμέρα τῆς πολιτικῆς ἀεροπορίας
09 Ἡμέρα κατά τῆς διαφθορᾶς
10 Ἡμέρα τῶν ἀνθρώπινων δικαιωμάτων καί τῆς Διεθνοῦς Ἀμνηστίας
11 Ἡμέρα τῶν βουνῶν
18 Ἡμέρα τῶν μεταναστῶν(7)

Ἐκτός ἀπό τίς παραπάνω «ἀκίνητες» ἑορτές ὑπάρχουν καί ἄλλες «κινητές». Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε τήν Παγκόσμια Ἡμέρα Καρδιᾶς τήν τελευταία Κυριακή τοῦ Σεπτεμβρίου.(8) Γενικότερα ἡ ἡμερομηνία ἑορτασμοῦ τῶν Παγκόσμιων Ἡμερῶν μπορεῖ νά ποικίλει ἀπό τόπο σέ τόπο ἤ νά ἑορτάζεται σέ ἡμερομηνία διαφορετική τῆς διεθνῶς καθιερωμένης.

δ) Οἱ γιορτές τῆς γῆς καί τῶν προϊόντων της, πού παραπέμπουν στή λατρεία τῆς θεᾶς Γαίας.(9) Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε τή γιορτή τοῦ ρυζιοῦ στά Ν. Μάλγαρα Θεσσαλονίκης, τή γιορτή τοῦ μεταξιοῦ στό Σουφλί τοῦ Ἔβρου, τή γιορτή τοῦ τσίπουρου στό Σουφλί καί στόν Πεντάλοφο τοῦ Ἕβρου καθώς καί στή Ν. Πέραμο καί στούς ὀρεινούς Δήμους τοῦ Καβάλας, τή γιορτή τοῦ κρασιοῦ στό Καστράκι Καλαμπάκας, τή γιορτή τοῦ σπαραγγιοῦ στά Κόμαρα τοῦ Ἔβρου, τή γιορτή τῆς λάσπης στούς Φιλίππους τοῦ Καβάλας, τή γιορτή τοῦ κάστανου στό Παλαιοχώρι τοῦ Καβάλας, τή γιορτή τῆς πατάτας στή Λεκάνη τοῦ Καβάλας, στό Νευροκόπι τοῦ Ν. Δράμας καί στόν Δῆμο Κορυθίου τῆς Ἀρκαδίας, τή γιορτή τῆς ἐλιᾶς στή Λακωνία καί στήν Ἀρκαδία, τίς γιορτές τοῦ κερασιοῦ τῆς μαστίχας καί τῆς σούμας στή Χίο, τή γιορτή τοῦ μήλου στήν Ἁγιά Λάρισας.

Ἐπίσης συνταντοῦμε γιορτές πού παραπέμπουν στό ζωϊκό βασίλειο, ὅπως εἶναι ἡ γιορτή τῆς κτηνοτροφίας στόν Πλαταμῶνα τῆς ὀρεινῆς Καβάλας, ἡ γιορτή τοῦ μυδιοῦ στή Χαλάστρα Θεσσαλονίκης καί τόν Μακρύγιαλο Πιερίας καί ἡ γιορτή τῆς σαρδέλας στά Μεστά τῆς Χίου.

Τέλος, δέν λείπουν καί γιορτές πού θυμίζουν ὀνομασίες εἰδωλολατρικῶν ἑορτῶν, ὅπως π.χ. τά ἀνθεστήρια στό Αἴγιο τῆς Ἀχαϊας.

Οἱ ἡμερομηνίες τῶν παραπάνω ἑορτῶν ποικίλλουν καί μπορεῖ νά μήν εἶναι οἱ ἴδιες κάθε χρόνο.

Σέ πολλές περιπτώσεις ἀντί τῆς λέξης «γιορτή» χρησιμοποιεῖται σωστότερα ἡ λέξη «φεστιβάλ». Ἀναφέρουμε ἐνδεικτικά τό φεστιβάλ κρασιοῦ στή Μαντινεία τῆς Ἀρκαδίας. Νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ λέξη «φεστιβάλ» ὡς ξενική ἀποδίδει ἐπιτυχέστερα τόν χαρακτῆρα τῶν ἐκδηλώσεων αὐτοῦ τοῦ εἴδους. (10)

ε) Διάφορα κοινωνικά γεγονότα, ὅπως τά γενέθλια, τά καρναβάλια κ. ἄ.

Λόγοι πού ὁδήγησαν στήν καθιέρωση τῶν κοσμικῶν ἑορτῶν

Τί ὁδήγησε στίς κοσμικές ἑορτές;

α) Ἡ θρησκευτική ἀδιαφορία καί ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Θεό, πού ὁδηγεῖ στήν ἀπόρριψη τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἑορτῶν. Στήν περίπτωση αὐτή ὅμως ἰσχύει τό «βίος ἀνεόρταστος μακρά ὁδός ἀπανδόχευτος».(11) Ἡ ἱστορία ἀπέδειξε ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ζήσει χωρίς ἑορτές. Ἡ κοινωνιολογία καί ὄχι ἡ θεολογία ἔχει ἀποδείξει ὅτι οἱ ἑορτές «ἀνήκουν στό βαθύτερο καί πλέον πρωταρχικό ἐπίπεδο τῆς ζωῆς καί τοῦ πολιτισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Καμία κοινωνία, κανένας πολιτισμός δέν ἔχει ποτέ ὑπάρξει χωρίς ἑορτές».(12) Ἡ ἑορτή γενικά εἶναι μία βαθειά ψυχική ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως ὑποστηρίχθηκε «κάθε ψυχικά ὑγιής ἄνθρωπος αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη καί τό θέλει μέσα του νά ἑορτάσει. Νά βρεῖ τρόπο γιά νά ἐκφράσει ὅ,τι πιστεύει καί ὅ,τι ζεῖ μέσα του».(13)

Στό σημεῖο αὐτό ἰδιαίτερη σημασία ἔχουν ὅσα γράφει ὁ Γεώργιος Θεοτοκᾶς: «Ἡ Ὀρθοδοξία, ὅπως παρουσιάζεται στά μάτια τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, εἶναι θρησκεία ἐθνική, συνυφασμένη ἀξεδιάλυτα μέ τά ἤθη του καί τόν ὁμαδικό χαρακτῆρα, μέ τό κλίμα καί μέ τό ἄρωμα τοῦ τόπου, μέ τά τοπία του, μέ τήν οἰκογενειακή του ζωή καί μέ τά γυρίσματα τῶν ἐποχῶν τῆς χρονιᾶς. Ἡ ὀργάνωσή της εἶναι δημοκρατική, ἡ γλώσσα της θερμή, ἡ ἠθική της ἀνθρώπινη, ταιριασμένη μέ τήν ἑλληνική νοοτροπία, τά σύμβολά της οἰκεῖα καί ἀναντικατάστατα στή λαϊκή συνείδηση. Οἱ μεγάλες ἑορτές της, ὁ Εὐαγγελισμός, τό Πάσχα, ὁ Δεκαπενταύγουστος, τά Χριστούγεννα, τά Δωδεκάμερα καί ἄλλες εἶναι κάθε χρόνο οἱ μεγάλες μέρες τῆς Ἑλλάδας, οἱ μέρες ὅπου τό ἐθνικό σύνολο αἰσθάνεται περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη ὥρα τήν ἑνότητά του, τήν ἀλληλεγγύη του, τήν ἀμοιβαία ἀγάπη τῶν μελῶν του. Αὐτή ἡ θαλπωρή, αὐτά τά ζεστά κύματα πού μεταδίδονται ἀκατάπαυστα σέ ὅλη τήν Ἑλλάδα ἀπό τούς ὀρθόδοξους ναούς καί τίς βυζαντινές τους ἀκολουθίες ἀποτελοῦν στοιχεῖο συστατικό, ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ τῆς ἑλληνικῆς ζωῆς».(14) Ἡ λαϊκή συμμετοχή στά πανηγύρια «ἀποτελεῖ καί μία ἔμπρακτη ἀπάντηση σέ ὅσους θέλουν, θεωρητικά ἤ ἐφαρμοσμένα, νά διαχωρίσουν τήν ὁμαδική λειτουργία τοῦ λαοῦ μας ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ζωή καί πράξη».(15)

β) Ἡ ἐκκοσμίκευση. Ὅταν ἡ ζωή ἀποϊεροποιεῖται, τότε οἱ ἴδιες οἱ ἐκκλησιαστικές ἑορτές γίνονται κοσμικές. Ἔτσι ἀποκτοῦν σημασία οἱ προτροπές τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας νά ἑορτάζουμε «μή κοσμικῶς, ἀλλ’ ὑπερκοσμίως»,(16) «λελογισμένως καί εὐσεβῶς».(17)

Στό πλαίσιο τῆς ἐκκοσμίκευσης οἱ μνῆμες τῶν ἁγίων ἔγιναν κουρμπάνια, εὐκαιρίες τουριστικῆς προβολῆς τοῦ τόπου, συναπαντήματα κ. ο. κ. Οἱ ἑορτές ὅμως, ἐνῶ διαθέτουν ἕνα βαθύ περιεχόμενο, συχνά μεταβάλλονται σέ συμβατικά γεγονότα τῆς καθημερινότητας.(18)

Ἡ Κυριακή καί οἱ λοιπές ἀργίες ἀπό καιρός ἑορτῆς ὑποβαθμίστηκαν σέ εὐκαιρίες ἀνάπαυσης. Ἡ ἀνάπαυση ὅμως εἶναι ἁπλά «ἡ ἐπαναφόρτιση τοῦ ὀργανισμοῦ γιά νέα ἐργασία. Ἔτσι κάθε ἡμέρα ἀπαιτεῖ τόσες ὧρες ὕπνου, κάθε ἑβδομάδα ἀπαιτεῖ μία ἡμέρα ρεπό, κάθε ἔτος χρειάζεται τόσες ὧρες διακοπές. Τό κίνητρο ὅμως εἶναι αὐστηρά ὠφελιμιστικό: νά συντηρήσει τή δύναμη τοῦ ὀργανισμοῦ καί τήν ἱκανότητά του γιά παραγωγικότητα».(19) Ὁπότε ὁ ἄνθρωπος μετατρέπεται σέ μιά ἁπλή παραγωγική μηχανή. Ἡ ξεκούραση καί ἡ ἀναψυχή ἐξαγιάζεται μέ τόν θρησκευτικό ἑορτασμό. Ἀποκτᾶ νέο περιεχόμενο καί συνδυάζει τήν πνευματική τροφή μέ τή σωματική ἀπόλαυση.(20) Ἀπό τήν πρωτόγονη ὅμως ἐποχή, ὅπως πάντοτε, ὁ ἄνθρωπος δέν ἀναπαυόταν ἁπλά, ἀλλά πανηγύριζε. «Ὁ κόπος καί ἡ ἐργασία δέν ἔχουν ὡς ἀντίστοιχά τους μόνο τόν ὕπνο καί τήν ἀνάπαυση. Στό πλαίσιο τῆς ἑορτῆς ἡ ἐργασία παύει νά εἶναι μία πάλη γιά τήν ἐπιβίωση, μία ἀτελείωτη ἁλυσίδα ἡμερῶν καί νυκτῶν. Ἀντίθετα μέ τήν ἑορτή δίνεται νόημα στήν ἐργασία, μπορεῖ κανείς νά δεῖ τά ἀποτελέσματά της, διαθέτει ἔμπνευση καί ἀνθρωπιά».(21) Χωρίς τίς ἑορτές ὁ χρόνος θά κυλοῦσε ἀσταμάτητα καί μάλιστα σέ βάρος τῶν «σκλάβων» τῆς ἐργασιακῆς διαδικασίας.(22)

Οἱ ἄνθρωποι γνωρίζουν ὅτι ἐργασία ἀναπόφευκτα σημαίνει δουλειά, κόπος καί ἐξάντληση.(23) «Οἱ ἄνθρωποι ὅμως μποροῦν νά τά δεχθοῦν ὅλα αὐτά καί ὄντως νά τά μεταμορφώσουν, ὅταν ἡ ἐργασία τους δέν στέφεται μόνον ἀπό ὑλική ἐπιτυχία, ἀλλά ὅταν γίνεται ὄχημα ἐλευθερίας, χαρᾶς καί πληρότητας ζωῆς. Αὐτό εἶναι ἀκριβῶς καί τό νόημα τῆς ἑορτῆς, στό βαθύτερο καί πρωταρχικό ἐπίπεδο: ὁ ἄνθρωπος ἀπελευθερώνεται ἀπό μία ζωή ἁλυσοδεμένη ἀποκλειστικά στήν ἀναγκαιότητα καί στόν στυγνό νόμο. Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος πού ὁ ἄνθρωπος δέν ἀναπαύεται ἁπλά, ἀλλά πανηγυρίζει. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού οἱ ἑορτές καί τά πανηγύρια γίνονται ἡ συμπύκνωση καί ἡ ἔκφραση τοῦ τρόπου μέ τόν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ἀντιλαμβάνεται τόν σκοπό καί τό νόημα τῆς ζωῆς. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος τελικά πού μπορεῖ νά ἐκτιμήσει κανείς καλύτερα τό νόημα τῶν διαφόρων πίστεων καί κορσμοθεωριῶν. Παρατηρώντας τόν ἑορτασμό ἤ μᾶλλον τόν ἑορτάζοντα ἄνθρωπο, τόν ἑόρτιο ἄνθρωπο»,(24) τόν «homo festivus», κατά τήν ὁρολογία τῆς σύγχρονης κοινωνιολογίας.(25)

γ) Ἡ ἀντιθρησκευτική προπαγάνδα, ἰδιαίτερα κατά τόν 20ό αἰ. στίς χῶρες τοῦ ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ, προσπάθησε νά πολεμήσει τίς θρησκευτικές ἑορτές, ἀπομυθοποιώντας τις ὡς ψέματα, πρωτόγονους μύθους πού στεροῦνται παντελῶς νοήματος στό σύγχρονο κόσμο. Στήν προσπάθεια αὐτή τό χριστουγεννιάτικο δένδρο μετονομάστηκε «δένδρο τοῦ νέου ἔτους». Καί ὅπως ἀναφέρει μιά σχετική μαρτυρία: «παρόλα αὐτά, ὅταν τό δένδρο φωτίζεται αὐτές τίς σκοτεινές Δεκεμβριάτικες νύχτες καί τοποθετεῖται τό ἀστέρι στήν κορυφή του, ὑπενθυμίζει ἀκόμη τό ἄστρο πού ἔλαμψε κάποτε πάνω ἀπό μιά σπηλιά τῆς Βηθλεέμ. Ὅλα αὐτά τά ἔχουν ἰδιοποιηθεῖ - τό ἄστρο, τό δένδρο, τά κεριά πού λάμπουν καί καθρεφτίζονται τόσο χαρούμενα στά μάτια τῶν παιδιῶν - κανείς ὅμως δέν ἔχει πετύχει νά τά μετατρέψει σέ πειστικά σύμβολα τοῦ διαλεκτικοῦ ὑλισμοῦ καί τῆς ἀθεΐας».(26) Οἱ πολέμιοι τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἑορτῶν κατέβαλαν πολλή προσπάθεια γιά τή συγγραφή προπαγανδιστικῶν ἐντύπων καί φυλλαδίων. Ἐπιδίωξή τους ἦταν νά πείσουν ὅτι μέ ἀσύστολα ψέματα θά μποροῦσαν νά κρατήσουν ὑπό ἔλεγχο τόν λαό γιά αἰῶνες.(27)

ε) Ἡ παγκοσμιοποίηση, πού ἀποτελεῖ μία σύγχρονη πρόκληση γιά τήν Ἐκκλησία. Οἱ ὑποστηρικτές της ὁραματίζονται ἕναν κόσμο χωρίς ἰδιαιτερότητες τῶν μονάδων του, λαούς χωρίς ἰδιοπροσωπία, ἤθη καί ἔθιμα ἰσοπεδωμένα. Στά πλαίσιά της ἕνα παγκόσμιο ἑορτολόγιο τείνει νά ἀντικαταστήσει τίς ἐκκλησιαστικές ἑορτές ἤ τουλάχιστο νά διεκδικήσει μία ἰσότιμη θέση δίπλα σέ αὐτές.(28)

ε) Ὁ στεῖρος μιμητισμός καί ὁ ἀνταγωνισμός μεταξύ Δήμων, φορέων τοπικῆς αὐτοδιοίκησης, συλλόγων καί ἄλλων παραγόντων τῆς κοινωνικῆς ζωῆς.

στ) Τά οἰκονομικά συμφέροντα. Πολλές κοσμικές ἑορτές χρηματοδοτοῦνται ἀπό τήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση. Ἐπίσης πολλές γιορτές τῆς γῆς καθιερώθηκαν γιά προβληθεῖ ἕνα συγκεκριμένο προϊόν (π. χ. ποτά, τρόφιμα, φροῦτα) ἤ γιά νά προωθηθεῖ ἐμπορικά ἕνα συγκεκριμένο εἶδος (π. χ. τά λουλούδια στή γιορτή τῶν ἐρωτευμένων).(29)

Διαφορές μεταξύ τῶν κοσμικῶν
καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἑορτῶν

Τό κοσμικό ἑορτολόγιο διαμορφώθηκε μέ πρότυπα τίς μεθόδους καί τά τυπικά τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἑορτολογίου. Ἔτσι, «ἀκόμη καί ἡ ἀντιθρησκευτική, ἡ στρατευμένη ἀθεϊστική κοινωνία δημιούργησε τίς ἑορτές της καί παρήγαγε τόν δικό της ἑορτολογικό κύκλο. Τά ἑορταστικά τελετουργικά εἴτε παρέμειναν αὐτούσια: λουλούδια, ἀναψυχή, ξεκούραση, συνάξεις καί συμπόσια, εἴτε ὑποκαταστάθηκαν: μουσική ἀντί ψαλμωδίας, παρελάσεις ἀντί λιτανειῶν».(30) Σέ κάθε βέβαια περίπτωση οἱ κοσμικές ἑορτές εἶναι ἀπογυμνωμένες ἀπό τό μυστηριακό στοιχεῖο καί τό ὑπαρξιακό ἐνδιαφέρον γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο. Γι’ αὐτό καί ἡ ἀπήχησή τους εἶναι περιορισμένη.(31)

Ἄς δοῦμε ἀναλυτικά τίς διαφορές πού ὑπάρχουν μεταξύ κοσμικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν ἑορτῶν.

α) Οἱ κοσμικές ἑορτές ἔχουν χαρακτήρα ἐθιμικό, παιδαγωγικό, ψυχαγωγικό καί κοινωνικό. Ἡ Ἐκκλησία, χωρίς νά ἀπορρίπτει αὐτές τίς διαστάσεις, μέ τίς ἑορτές της στοχεύει σέ ἕνα πνευματικό βάθος.

β) Οἱ κοσμικές ἑορτές δέν ἔχουν μεταξύ τους ὀργανική σχέση καί συνάφεια. Ἀντίθετα οἱ ἐκκλησιαστικές ἑορτές ὑφαίνονται σέ ἕναν ὀργανικό ἱστό καί διατηροῦν τήν ἱστορική συνέχεια.(32) Κάθε ἐποχή ἔχει τήν ἰδιαιτερότητά της. Κάθε ἔτος, κάθε ἑβδομάδα, ἀλλά καί κάθε ἡμέρα ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει συνοπτικά ὁλόκληρο τό μυστήριο τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία καί τήν ἀνακαίνιση τοῦ κόσμου. Αὐτό φανερώνεται στούς τρεῖς ἑορταστικούς κύκλους: τόν ἡμερήσιο, τόν ἑβδομαδιαῖο καί τόν ἐτήσιο, πού περιέχουν τίς ἐκκλησιαστικές ἑορτές, τίς ἀκολουθίες, τίς μνῆμες τῶν ἁγίων καί τά γεγονότα τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ Χριστοῦ.(33) Γιά τήν Ἐκκλησία κάθε ἡμέρα εἶναι ἑορτή. Τό ἑορτολόγιο εἶναι μία συνεχής ἑορτή, συνεχής βίωση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο καί δυνατότητα ἁγιασμοῦ τοῦ ἀνθρώπου.(34)

γ) Ὑπάρχει οὐσιαστική διαφορά μεταξύ κοσμικοῦ χρόνου καί λειτουργικοῦ χρόνου. Ὁ λειτουργικός χρόνος, ὡς χρόνος σωτηρίας, βιώνεται ὡς ἕνα διαρκές παρόν, προβαλλόμενο συνεχῶς στό μέλλον. Οἱ ἐκκλησιαστικές ἑορτές συμβάλλουν στήν ἐν Χριστῷ μεταμόρφωση τοῦ χρόνου. Ἔτσι ἡ ἑορτή δέν εἶναι ἕνα ἁπλά ἕνα ἱστορικό γεγονός, ἀλλά ἐσχατολογικό.(35) Τό μυστήριο τῆς μεταμόρφωσης τοῦ χρόνου σέ καιρό σωτηρίας ἀποτυπώνεται ρεαλιστικά στό ἑορτολόγιο καί γενικότερα τή λειτουργική πράξη. «Καιρός» ὀνομάζεται ὄχι μόνον ὁ χρόνος, δηλαδή ἡ ἀποφασιστική στιγμή, τῆς σωτηρίας, ἀλλά καί ὁ χρόνος τῆς εἰσόδου στή λειτουργική ἱερουργία. Ὁ λειτουργικός χρόνος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι εἴσοδος στήν οὐράνια ἑορτή της.(36) «Καιρός» κατεξοχήν στή λειτουργική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἑορτή. Ὁ χρόνος λειτουργικά γίνεται ἑορτή, ὡς λειτουργική ἀνάμνηση τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ καί τῆς φιλανθρωπίας του. Ἡ ἑορτή μετουσιώνει ὅλο τόν χρόνο σέ χρόνο τοῦ Θεοῦ. (37)

Ὁ κοσμικός χρόνος, κατά τήν ἀρχαιοελληνική ἀντίληψη, ἦταν μία συνεχής ἀνακύκληση καί αἰώνια ἐπιστροφή.(38)Οἱ ἕλληνες φιλόσοφοι, κυρίως ὁ Πλάτων, ἔδωσαν φιλοσοφικό περιεχόμενο καί κύρος στή μυθολογική θρησκευτική ἐμπειρία τοῦ ἀρχέγονου ἀνθρώπου. Αὐτή ἡ θεώρηση τοῦ χρόνου ὁδηγεῖ οὐσιαστικά στήν κατάργηση τοῦ κοσμικοῦ χρόνου καί ἄρνηση τῆς ἱστορίας. Σέ αὐτό τό πλαίσιο, σωτηρία θεωρεῖται ἀκριβῶς ἡ φυγή ἀπό τόν κόσμο καί τήν ἱστορία.(39) Σωτηρία ὅμως στόν χριστιανισμό δέν εἶναι ἡ φυγή ἀπό τόν χρόνο, ἀλλά ἡ νίκη πάνω στό κακό. Ὁ χρόνος δέν καταργεῖται ἀλλά «καινουργεῖται».(40) Κόσμος καί χρόνος ἔχουν ἀρχή καί τέλος, δηλαδή προορισμό καί «πλήρωμα».(41) Ἡ πορεία τους εἶναι γραμμική-εὐθεία καί ἡ ροή τους ἀνεπανάληπτη. Κέντρο καί ἐντελέχεια τοῦ γραμμικοῦ χρόνου εἶναι ὁ Χριστός, πού δίνει σέ κάθε στιγμή τοῦ χρόνου σωτηριολογική σημασία. Στήν Ἐκκλησία συντελεῖται ὑπέρβαση τῆς γραμμικῆς ἔννοιας τοῦ χρόνου.

Ὁ λειτουργικός χρόνος γίνεται «σταυρικός», δηλαδή προσλαμβάνει καί κατακόρυφη διάσταση. Δέν εἴμαστε ἐμεῖς πού ὁδηγούμαστε στήν εὕρεση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ στό μέλλον, ἀλλά ὁ Χριστός καί ἡ βασιλεία του ἦλθαν στούς ἀνθρώπους. Ἡ χρονικότητα ντύνεται τήν αἰωνιότητα. Ἡ αἰωνιότητα εἰσῆλθε στήν ἱστορία.(42) Ἡ χριστιανική αὐτή θεώρηση τοῦ χρόνου ἐφαρμόζεται πλήρως μέ τίς ἀκίνητες καί τίς κινητές ἑορτές τῆς Ἐκκλησίας. Κι ἐνῶ οἱ ἀκίνητες ἑορτές παρουσιάζουν τήν ἔλευση τῆς αἰωνιότητας μέσα στόν χρόνο, οἱ κινητές φανερώνουν τή μετάβαση ἀπό τόν χρόνο στήν αἰωνιότητα. Γιά τήν Ἐκκλησία κάθε ἡμέρα εἶναι ἑορτή. Αὐτό σημαίνει ἐσωτερική ὑποταγή τοῦ παλαιοῦ χρόνου στόν αἰώνα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.(43)

Μέ τή σύνθεση τοῦ ἑορτολογίου ὁ κοσμικός χρόνος μεταμορφώνεται σέ ἱερό, τύπο τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, καί κάθε ἡμέρα γίνεται ἑορτή, μνήμη ἁγίων ἤ σωτηριωδῶν γεγονότων, συνεχής βίωση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο καί δυνατότητα ἁγιασμοῦ τοῦ ἀνθρώπου.(44) Οἱ ἐκκλησιαστικές ἑορτές ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο σέ «μία ἀληθινή σχέση μέ τόν χρόνο, τήν ἱστορία καί τήν αἰωνιότητα».(45) Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τά γνήσια μέλης της, τούς ἁγίους της, τήν προσωπική φανέρωση τοῦ βασιλικοῦ, ἱερατικοῦ καί προφητικοῦ ἀξιώματος τοῦ ἀνθρώπου, τή νίκη καί τόν θρίαμβό της πάνω στήν ἁμαρτία καί τή φθορά.(46)

δ) Στίς κοσμικές ἑορτές ἡ ἀνάμνηση λειτουργεῖ κυρίως ἤ ἀποκλειστικά ὡς ἱστορική μνήμη. Ἀναπαριστάνονται ἁπλά κάποια σημαντικά γεγονότα τοῦ παρελθόντος, τά ὁποῖα ὅμως δέν μποροῦν νά ἀγγίξουν ὑπαρξιακά τόν ἄνθρωπο καί νά τόν γεμίσουν μέ τήν αἰδιοδοξία καί τήν ἐλπίδα τοῦ μέλλοντος.(47)

Οἱ ἐκκλησιαστικές ἑορτές δέν λειτουργοῦν ὡς ἁπλές ἱστορικές μνῆμες, ἀλλά ὡς γεγονότα πού τονίζουν τήν κατεξοχήν «μνήμη» τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τόν θάνατο καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, τή «μνήμη» τοῦ νέου χρόνου τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.(48) Μνήμη Θεοῦ εἶναι ἡ κατά χάρη κοινωνία τοῦ Θεοῦ, κάθαρση ἐσωτερική, ἀγαθή συνείδηση, ἐπικοινωνία μέ τό θεῖο καί ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας. Ἄλλωστε «κεφάλαιον ἑορτῆς μνήμη Θεοῦ», κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Θεολόγο.(49)

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος νά ἑορτάζει, νά θυμᾶται τόν Δημιουργό του. Ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι μιά θεωρητική καί ἀφηρημένη κατάσταση. Ἀντίθετα συνιστᾶ τήν κοπιώδη πορεία τοῦ ἀνθρώπου νά ἐπιστρέψει στόν Θεό.(50) Αὐτό δέν σημαίνει διανοητική προσέγγιση, ὅπως συμβαίνει στίς κοσμικές ἑορτές, ἀλλά βιωματική καί ἐμπειρική μετοχή στό ἑορταζόμενο γεγονός, κλήση στήν πνευματικότητα καί χάρη.(51) Γι’ αὐτό καί οἱ μεγάλες ἑορτές τῆς Ἐκκλησίας βοηθοῦν τούς πιστούς νά μεταβοῦν ἀπό τήν ἀνάμνηση ἑνός ἱστορικοῦ γεγονότος στήν ἔκφραση καί ὁμολογία μεγάλων ἀληθειῶν τῆς πίστεως.(52) Ἐπιπλέον εἶναι ὑπενθυμίσεις τῶν εὐεργεσιῶν τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι οἱ ἑορταστές, ἐνθυμούμενοι τίς παραπάνω εὐεργεσίες μέσα ἀπό τίς ἑορτές, «μή εἰς μέθην, ἀλλ’ εἰς εὐχαριστίαν καί ἀρετήν τρέποιντο».(53)

ε) Οἱ κοσμικές ἑορτές εἶναι ἀποκομμένες ἀπό κάθε μορφῆς λατρεία. Ἀντίθετα, οἱ ἐκκλησιαστικές ἑορτές συνδέονται ἄμεσα μέ τή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας. Ἰδιαίτερη σημασία μάλιστα ἔχει τό γεγονός ὅτι ἀκόμη καί στόν προχριστιανικό κόσμο ὁ χαρακτήρας τῆς ἑορτῆς ἦταν θρησκευτικός καί λατρευτικός. Περνοῦσε πάντοτε μέσα ἀπό τή λατρευτική πράξη καί τήν τελετουργική διαδικασία.(54) Ἡ σύνδεση τῆς ἑορτῆς μέ τή θ. λατρεία ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς χαρᾶς τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή ἡ χαρά στηρίζεται στήν ἀγάπη καί τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι χαρά πού πηγάζει ἀπό τήν ἑορτή τῆς δικῆς μας σωτηρίας, κατά τήν ὁποία ἑορτάζουμε «μή τά τῆς πλάσεως, ἀλλά τά τῆς ἀναπλάσεως».(55)

Ἰδιαίτερα ἡ θ. εὐχαριστία ἀποτελεῖ τό κέντρο τῆς ἑορτῆς καί ἡ βάση γιά νά δεῖ κανείς τή θεολογική διάσταση τῆς Ἐκκλησίας. Ἐάν ἡ θ. εὐχαριστία ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο, ἡ κάθε ἑορτή δέν εἶναι ἄσχετη μέ τό ἔργο αὐτό. Σκοπός ὅλων τῶν ἑορτῶν καί τῆς θ. εὐχαριστίας εἶναι νά παρουσιασθεῖ ζωντανό τό λυτρωτικό ἔργο τοῦ Κυρίου.(56) Ἡ θ. εὐχαριστία εἶναι τό ἀποκορύφωμα τῆς ἑορτῆς, ἀφοῦ ἔτσι βιώνουμε λειτουργικά ὁλόκληρο τό μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας. Τήν ἀδιάσπαστη σύνδεση ἑορτῆς καί θ. εὐχαριστίας ἐκφράζουν τά λόγια τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ νέου θεολόγου: «ἐάν ... καί τῶν θείων μυστηρίων μεταλαμβάνῃς ἔσται σοι ἅπας ὁ βίος ἑορτή μία».(57)

στ) Οἱ κοσμικές ἑορτές ἀγνοοῦν τήν κατακόρυφη διάσταση. Προσφέρουν «ψυχαγωγία σέ ὁριζόντια μόνο διάσταση καί ἐλάχιστη, ἤ καί καθόλου, ψυχῆς ἀγωγή καί ἀνάταση. Τά στοιχεῖα τους εἶναι κεντρόφυγα καί ὄχι κεντρομόλα. Γεωμόλα, φυσιομόλα καί ποτέ σχεδόν Θεομόλα ἤ Θεανθρωπομόλα».(58) Ἀντίθετα, οἱ ἐκκλησιαστικές ἑορτές χαρακτηρίζονται τόσο γιά τήν ὁριζόντια ὅσο καί γιά τήν κατακόρυφη διάστασή τους. Στήν κατακόρυφη διάσταση συνδέονται μέ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ κοινωνία μέ τόν Χριστό εἶναι ἡ αἰώνια ἑορτή τῶν χριστιανῶν. Οἱ ἑορτές, μέ τά προεόρτια καί τά μεθέορτα, ἀποτελοῦν συμμετοχή στή ζωή τοῦ Χριστοῦ.(59)

Ἡ ὁριζόντια διάσταση δηλώνει τήν κοινωνία μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους καί τήν ἴδια τή φύση. Αὐτό φανερώνει τόν κοινωνικό χαρακτήρα τῶν ἑορτῶν.(60) Ἀκόμη ἡ ἐνδυμασία καί οἱ τροφές ἔρχονται νά συμβάλουν στήν ἑόρτια ἐκδήλωση. Ὁρισμένες μάλιστα ἑορτές συνδέονται μέ συγκεκριμένα προϊόντα τῆς φύσης, ὅπως π. χ. ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος μέ τά σταφύλια,(61) οἱ μνῆμες ἁγίων μέ τά κόλλυβα(62) κ. ἄ.

ζ) Οἱ κοσμικές ἑορτές ὀργανώνονται γύρω ἀπό ἀόριστα πρόσωπα (π. χ. ἡμέρες τῆς γυναίκας, τοῦ πατέρα κ. ἄ) ἤ γενικές ἰδέες (π. χ. ἡμέρες τῆς δασοπονίας, τοῦ διαβήτη κ. ἄ.).(63) Ἔτσι οἱ κοσμικές ἑορτές μοιάζουν πολύ μέ τά εἰδωλολατρικά μυστήρια, πού ἦταν συνδεδεμένα μέ κάποιον μῦθο, μακριά ἀπό κάθε ἔννοια «ἱστορισμοῦ».

Ἀντίθετα, οἱ ἐκκλησιαστικές ἑορτές συνδέονται μέ συγκεκριμένα ἱστορικά πρόσωπα. Σέ πολλές περιπτώσεις σχετίζονται μέ κάποιο συγκεκριμένο ἱστορικό γεγονός τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ (δεσποτικές ἑορτές)(64) ἤ τῆς Θεοτόκου (θεομητορικές ἑορτές).(65) Μέ τόν τρόπο αὐτό οἱ πιστοί βιώνουν τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ μέ κάθε λεπτομέρεια μέσα στήν ἱστορία καί στήν καθημερινή πραγματικότητα.(66)

Οἱ ἐκκλησιαστικές ἑορτές σχετίζονται ἀκόμη μέ τούς ἁγίους, πού δέν τιμῶνται ὡς «θρησκευτικοί ἥρωες», διότι αὐτό θά σήμαινε εἰδωλολατρία.(67) Τιμῶνται ὡς ἀληθινοί θεράποντες τοῦ Θεοῦ καί ὁδηγοί τῶν πιστῶν στήν ἀλήθεια ἐν Πνεύματι ἁγίῳ.(68) Αὐτή τή σημασία ἔχει καί ἡ καθιέρωση προστατῶν ἁγίων σέ πολλούς τομεῖς τῆς ἐπαγγελματικῆς καί κοινωνικῆς ζωῆς.(69) Ἡ ἱστορικότητα εἶναι συνυφασμένη μέ κάθε ἑορτή, ὅπως ὅλος ὁ χριστιανισμός εἶναι κατεξοχήν ἱστορικός.(70)

η) Πολλές φορές οἱ κοσμικές ἑορτές ἐξελίσσονται σέ εὐκαιρίες «ἀποχαλιναγωγήσεως τῶν ποικίλων παθῶν ἤ τουλάχιστον ἁπλῆς κοσμικῆς ἐπιδείξεως, χθαμαλῆς χαρᾶς, πρόσκαιρης εὐφροσύνης ἤ διασκεδάσεως, μέ τήν ἀρνητική ἔννοια τοῦ ὅρου, δηλαδή τῆς διασπάσεως καί τοῦ κατακερματισμοῦ τοῦ ἔσω ἀνθρώπου».(71) Ἡ ἀληθινή ἐκκλησιαστική ἑορτή ἀπέχει ἀπό ὁποιοδήποτε κοσμικό, ἐμπαθές, ἀκάθαρο ἤ σαρκικό στοιχεῖο. Ἀκόμη ὑπερβαίνει κατά πολύ τήν, ὄχι ἀπαραίτητα ἐφάμαρτη, ἀνθρώπινη ψυχαγωγία.

θ) Οἱ κοσμικές ἑορτές καθιερώνονται συνήθως ἀπό παγκόσμιους ὀργανισμούς καί τείνουν νά διεισδύσουν σέ κάθε χώρα καί τόπο. Ἀντίθετα, ἡ διάδοση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἑορτῶν πραγματοποιήθηκε ἀπό τόν κάθε τόπο στήν οἰκουμένη.

Οἱ παραπάνω διαφορές μεταξύ κοσμικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν ἑορτῶν συμπυκνώνονται στούς λόγους τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου «ἑορτάζει καί ἰουδαῖος, ἀλλά κατά τό γράμμα ... Ἑορτάζει καί ἕλλην, ἀλλά κατά τό σῶμα ... Διά τοῦτο ἐμπαθές αὐτῶν τό ἑορτάζειν ... Ἑορτάζομεν καί ἡμεῖς, ἀλλ’ ὡς δοκεῖ τῷ πνεύματι».(72)

Ἐκκλησιαστική ἀντιμετώπιση τῶν κοσμικῶν ἑορτῶν

Οἱ κοσμικές ἑορτές ἀντιμετωπίστηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία μέ ἔντονο προσβληματισμό. Ὁ προβληματισμός αὐτός κινεῖται μεταξύ ἀποδοχῆς, ἀνοχῆς καί ἀπόρριψης.(73) Μιά ματιά στήν ἱστορία καί τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐξαιρετικά διαφωτιστική.

Μέσα στήν Κ. Διαθήκη δέν προδιαγράφεται οὔτε ὁ τρόπος μετρήσεως τοῦ κοσμικοῦ χρόνου οὔτε ὁ καταρτισμός τοῦ ἑορτολογίου. Ἀντίθετα διακρίνουμε μία ἔντονη δυσπιστία ἔναντι τῶν κοσμικῶν σχημάτων, ἀκόμη καί αὐτῶν πού εἶχαν περιβληθεῖ μέ τό ἱερό ἔνδυμα τῆς νομικῆς λατρείας. Μέ τήν παραπάνω δυσπιστία ἐκφράζεται καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιά τό Σάββατο, τίς νουμηνίες καί τίς ἡμέρες τῶν ἑορτῶν, θεωρώντας ὅλα αὐτά ὡς σκιά τῶν μελλόντων.(74) Ἔτσι ὁ χριστιανισμός ὑπερέβαλε τά ρέοντα καί σκιώδη σχήματα. Στόχος τοῦ νέου λαοῦ τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἡ ἐπίγεια γῆ τῆς ἐπαγγελίας, ἀλλά ἡ οὐράνια Ἱερουσαλήμ. Σέ αὐτή ὅμως τή γῆ καί στήν παροῦσα ζωή ζεῖ τή σκιά τῶν μελλόντων καί προσπαθεῖ νά μεταμορφώσει τά ρέοντα κατά τόν τύπο τῶν ἑστώτων.(75)

Ἀρκετές ἑορτές πού προϋπῆρχαν τοῦ χριστιανισμοῦ κληρονομήθηκαν ἀπό αὐτόν. Οἱ ἑορτές αὐτές προέρχονταν ἀπό τίς δύο μεγάλες θρησκεῖες τῶν λαῶν τῆς Μεσογείου, ὅπου γεννήθηκε καί ἀνδρώθηκε ὁ χριστιανισμός: τῆς ἰουδαϊκῆς καί τῆς ἐθνικῆς θρησκείας. Στήν πρώιμη φάση τῆς ἱστορίας της ἡ Ἐκκλησία μέ τήν πρόσληψη τῶν ὑπαρχόντων ἑορτῶν κατόρθωσε τή μεταμόρφωση τοῦ κοσμικοῦ χρόνου. Ἔτσι «τό ἡμερολόγιο γίνεται ἑορτολόγιο. Ὁ κατάλογος τῶν ἡμερῶν μετατρέπεται σέ κατάλογο ἑορτῶν. Ἡ διαδοχή τῶν ἡμερῶν γίνεται διαδοχή ἑορτῶν. Ὅλος ὁ βίος τοῦ πιστοῦ γίνεται μία διαρκής ἑορτή. Ζεῖ στή γῆ, ἀλλά πολιτεύεται στόν οὐρανό. Τήν οὐράνια πολιτεία καί ἀτελεύτητη ἑορτή εἰκονίζει καί αἰσθητοποιεῖ τό ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας».(76) Γεγονότα τοῦ παρελθόντος «τά φέρνει κάθε φορά στή μνήμη της ὄχι σάν ἅπαξ τελεσθέντα, ἀλλά σάν νά ἐπαναλαμβάνονται κάθε χρόνο καί γιατί ὄχι κάθε ἡμέρα. Ἔτσι λοιπόν ἡ Ἐκκλησία κατόρθωσε μία οὐσιαστική ὑπέρβαση τοῦ κοσμικοῦ χρόνου πού ἐκπροσωποῦσαν οἱ προϋπάρχουσες ἰουδαϊκές καί ἐθνικές ἑορτές. Αὐτό εἶναι πολύ διδακτικό καθώς συντέλεσε στήν ἀποφυγή εἰδωλοποίησης καί μετατροπῆς τους ἀπό φέρον σέ φερόμενο».(77)

Σέ περιόδους ἔντονης ἀντιπαραθέσεως τοῦ παραδοσιακοῦ χριστιανισμοῦ πρός ἐξωτερικούς ἐχθρούς καί ἐσωτερικούς ἀντιρρησίες προβλήθηκαν καί ὑποστηρίχθηκαν μέ φανατισμό δύο ἀκραῖες θέσεις. Σύμφωνα μέ τήν πρώτη, τό ἐκκλησιαστικό ἑορτολόγιο δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἐπιβίωση καί ἐπιφανειακός ἐκχριστιανισμός ἰουδαϊκῶν καί εἰδωλολατρικῶν ἑορτῶν. Σύμφωνα μέ τή δεύτερη, δέν ἔχει καμία σχέση πρός αὐτές, παρά μόνο σέ ὀνόματα καί ἡμερομηνίες. Μελετώντας τίς ἐπιμέρους περιπτώσεις τῶν ἑορτῶν ὁ ψύχραιμος παρατηρητής διαπιστώνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία χειρίστηκε τά θέματα αὐτά μέ σοφία καί σύνεση. Τό κοσμικό φύραμα ἀναπλάστηκε μέ τήν ἀφομοιωτική δύναμη τῆς κοσμικῆς ζύμης.(78)

Τό μεγαλύτερο τόλμημα τῆς πρώτης Ἐκκλησίας ἦταν ἡ μετάθεση τῆς ἡμέρας τοῦ Κυρίου ἀπό τήν ἕβδομη στήν πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας. Ἀποτελεῖ χαρακτηριστική περίπτωση ἄρνησης στήν ὑποδούλωση τοῦ πνεύματος στό γράμμα, τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ στίς παραδόσεις τῶν ἀνθρώπων.(79) Σταδιακά καί οἱ ἄλλες ἡμέρες τῆς ἰουδαϊκῆς ἑβδομάδας ἀπέκτησαν κάποιο ἑορτολογικό περιεχόμενο. Τό Σάββατο διατήρησε ἡμιεορτάσιμο χαρακτήρα. Ἡ Τετάρτη καί ἡ Παρασκευή ἀντικατέστησαν τίς νηστεῖες τῶν ἰουδαίων.(80) Ἀργότερα ἡ Δευτέρα ἀφιερώθηκε στήν τιμή τῶν Ἀγγέλων, ἡ Τρίτη στόν Πρόδρομο καί ἡ Πέμπτη στούς Ἀποστόλους. Παρόμοια τακτική ἐφαρμόστηκε καί στό Πάσχα. Ἡ Ἐκκλησία μετέθεσε τό κέντρο βάρους τῆς ἑορτῆς, ἀφοῦ τή μετέφερε στή μετά τό ἑβραϊκό Πάσχα Κυριακή, δίνοντας ἔμφαση ὄχι στόν θάνατο, ἀλλά στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.(81)

Ἡ ἐκκλησιαστική ἀντιμετώπιση τῶν κοσμικῶν ἑορτῶν, πού δέν εἶναι ἑνιαία γιά τό σύνολο τῶν κοσμικῶν ἑορτῶν, μπορεῖ νά συνοψισθεῖ στά παρακάτω:

α) Ἡ Ἐκκλησία προέβη σέ πλήρη ἀποδοχή τῶν κοσμικῶν ἑορτῶν καί τίς ἐνέταξε μέσα σέ ἑορτολογικό καί ὑμνολογικό πλαίσιο. Ἡ προσπάθεια αὐτή τῆς Ἐκκλησίας χαρακτηρίστηκε ὡς ἀποκατάσταση τῆς ἰσορροπίας στίς σχέσεις τῶν μελῶν της μέ τόν κόσμο καί μεταξύ τους.(82)

Στήν κατηγορία αὐτή ἀνήκουν κυρίως οἱ ἐθνικές ἑορτές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀποτελεῖ ἡ νεότερη ἐθνική ἑορτή τῆς 28ης Ὀκτωβρίου, κατά τήν ὁποία ἑορτάζεται ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδας μετά τή γερμανική κατοχή. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος τό 1952 ἀποφάσισε τή μετάθεση τῆς ἑορτῆς τῆς Ἁγίας Σκέπης τήν 1η Ὀκτωβρίου στήν 28η Ὀκτωβρίου, ὥστε νά συνεορτάζεται μέ τήν ἐθνική ἑορτή τοῦ ἔπους τοῦ 1940.(83) Μέ αὐτό τόν τρόπο μία ἐθνική ἑορτή ἐκκλησιαστικοποιήθηκε, ἔχοντας ὅλα τά ἑορτολογικά καί ὑμνολογικά χαρακτηριστικά μίας χριστιανικῆς ἑορτῆς.(84)

Τό ἴδιο συνέβη καί μέ ὁρισμένες τοπικές ἐθνικές ἑορτές τῶν ἐλευθερίων ἀπό κάποιο ξενικό ζυγό. Μνημονεύουμε ἐνδεικτικά τήν περίπτωση τῶν ἐλευθερίων τῆς Βέροιας ἀπό τόν τουρκικό ζυγό στίς 16 Ὀκτωβρίου 1912. Ὅταν ἀποφασίστηκε ἡ καθιέρωση τῆς τοπικῆς αὐτῆς ἑορτῆς τό 1983, ὁ μητροπολίτης Βεροίας Παῦλος (†1993) καθιέρωσε τήν ἴδια ἡμέρα νά ἑορτάζεται ἐκκλησιαστικά ἡ Σύναξη Πάντων τῶν ἐν Βεροίᾳ Ἁγίων, πού μέχρι τότε δέν ἑορταζόταν, τουλάχιστον ἐπίσημα.(85)

Γενικά ὅλες οἱ ἐθνικές ἑορτές καί οἱ ἀντίστοιχες τῶν ἐλευθερίων τῶν πόλεων περιβλήθηκαν μέ τόν λειτουργικό καί ἐκκλησιαστικό μανδύα, ἄν καί τελευταῖα διαφαίνεται μία τάση ἐξάλειψης κάθε μορφῆς θρησκευτικότητας ἀπό αὐτές.(86)

β) Ἡ Ἐκκλησία προέβη σέ μετάθεση ἑορτασμῶν ἤ σέ καθιέρωση νέων ἑορτασμῶν σέ ἡμερομηνίες διαφορετικές ἀπό ἐκεῖνες τῶν κοσμικῶν ἑορτῶν.

Ἔτσι, ἐνῶ ἡ 5η Ἰουνίου θεωρεῖται ὡς Ἡμέρας Περιβάλλοντος, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καθιέρωσε τήν 1η Σεπτεμβρίου «ὡς ἡμέρα προσευχῆς γιά τό φυσικό περιβάλλον.(87)

Στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀντί τῆς 14ης Φεβρουαρίου ὡς Ἡμέρας τῶν Ἐρωτευμένων προτάθηκε ἡ 13η τοῦ ἴδιου μῆνα, ὡς ἡμέρα τῆς οἰκογένειας καί τῆς κατά Χριστόν συζυγίας μέ τήν εὐκαιρία τῆς μνήμης τῶν ὁμοζύγων ἁγίων Ἀκύλα καί Πρίσκιλλας. Ἐπίσης, ἀντί τῆς 2ας Ἰουνίου καθιερώθηκε ἡ 26η Δεκεμβρίου ὡς ἡμέρα ἀφιερωμένη στόν πρόσφυγα καί τόν μετανάστη «ἕνεκα τῆς, εἰς τήν εὐαγγελικήν περικοπήν τῆς ἡμέρας, ἀναφορᾶς εἰς τήν φυγήν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς Αἴγυπτον», ὅπως ἀναφέρει συγκεκριμένα τό σκεπτικό τῆς καθιέρωσης.(88)

Τέλος, ὡς εὐκαιρία τιμῆς πρός τό πρόσωπο τῆς μητέρας θεωρεῖται ἤδη ἀπό τό 1950 ἡ ἑορτή τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Χριστοῦ (2 Φεβρουαρίου) καί ὄχι μόνον ἡ 8η Μαϊου.(89)

γ) Ἡ Ἐκκλησία συμμετέχει στόν ἑορτασμό νεώτερων ἱστορικῶν ἐπετείων, ὅπως εἶναι ἡ γενοκτονία τῶν Ποντίων,(90)ἡ ἵδρυση τοῦ Ὀργανισμοῦ Ἡνωμένων Ἐθνῶν (Ο. Η. Ε.) κ. ο. κ.(91)

δ) Ἡ Ἐκκλησία ἐνθάρρυνε, συμμετεῖχε καί σέ ὁρισμένες περιπτώσεις πρωτοστάτησε στήν καθιέρωση ὁρισμένων ἑορτῶν, στό πρότυπο τῶν Παγκόσμιων Ἡμερῶν.

Στήν κατηγορία αὐτή ἀνήκουν ἡ «Ἡμέρα Προσευχῆς τῶν Ἑλλήνων Σπουδαστῶν» ἤ «Παγκόσμια ἡμέρα προσευχῆς τῶν φοιτητῶν» (1950), ἡ «Ἡμέρα εὐγνωμοσύνης τῆς Ἐκκλησίας» (1952), ἡ «Ἑβδομάς παραστρατημένου παιδιοῦ» (1958), ἡ «Ἡμέρα τοῦ ἐργάτη» (1959), ἡ «Ἑβδομάς θεάματος καί Νεότητας» (1962), ἡ «Φοιτητική ἑβδομάδα» (1962) καί ἡ «Ἑβδομάδα τοῦ μαθητῆ» (1971). Οἱ παραπάνω πρωτοβουλίες δέν εἶχαν μεγάλη διάρκεια, σέ σημεῖο πού σήμερα εἶναι τελείως ἄγνωστες.(92)

ε) Ἐκκλησιαστική ἀποδοχή γνώρισαν καί ὁρισμένες ἄλλες κοσμικές ἑορτές, πού δέν ἀντίκεινται στή διδασκαλία της. Μνημονεύουμε ἐνδεικτικά τίς Παγκόσμιες Ἡμέρες κατά τῆς βίας ἐναντίον τῶν γυναικῶν, τῆς Οἰκογένειας, κατά τῶν Ναρκωτικῶν, κατά τοῦ Aids, τῶν Ἀτόμων μέ Εἰδικές Ἀνάγκες, τῶν Ἀνθρώπινων Δικαιωμάτων, τοῦ Παιδιοῦ κ. ἄ.(93)

Συμπεράσματα

Ἡ καθιέρωση τῶν κοσμικῶν ἑορτῶν, ἰδιαίτερα στήν ἐποχή μας, ἐποχή παγκοσμιοποίησης, ἐκκοσμίκευσης καί πολυπολιτισμικότητας, καθιστᾶ ἐμφανῆ τρία πράγματα:

α) Ἡ ἑορτή ἀποτελεῖ ἀναπόσπαστο μέρος τοῦ ρυθμοῦ τῆς ἐργασίας καί τῆς ἀνάπαυσης. Γιά νά ζήσει ὁ ἄνθρωπος, πρέπει νά ἐργαστεῖ. Ἀλλά δέν μπορεῖ νά ἐργάζεται χωρίς νά ἀναπαύεται. Σέ κάθε ἐποχή, σέ κάθε τόπο καί πολιτισμό αὐτό παράγει τόν ρυθμό τῆς ἐργασίας καί τῆς ἀνάπαυσης. Ἐπιπλέον ὅμως ἡ ἀνάπαυση βιώνεται ἀνέκαθεν ὡς χαρά.(94)

β) Ἡ ἀνάπτυξη τῆς ἑορτῆς ἀναδεικνύει καθημερινά καί ὁλοένα περισσότερο τήν ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου γιά νόημα καί ἀπαλλαγή ἀπό τήν ἀπέραντη μοναξιά καί ἀνία. Μέ τήν ἑορτή ὁ ἄνθρωπος νοηματοδοτεῖ τήν ἴδια τήν ἐργασία του καί ὁλόκληρη τή ζωή του, προσπαθεῖ νά συμπληρώσει τό ὑπαρξιακό κενό του. Ἀκριβῶς ἐδῶ, στήν ἐπιτακτική ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου ὄχι μόνο γιά ἀνάπαυση ἀλλά γιά χαρά καί νόημα, εἶναι πού βρίσκουμε τήν ἀληθινή πηγή τοῦ ἑορτασμοῦ. Γι’ αὐτό ἄλλωστε καί ἡ ἑορτή διαθέτει μιά μοναδική ἀνθεκτικότητα μέσα στήν ἀνθρώπινη κοινωνία.

γ) Μιά κοσμική ἀντίληψη, πού βασίζεται στό ὑλιστικό κοσμοείδωλο, εἶναι σωστή καί συνεπής ὅταν ἀρνεῖται ἤ παραθεωρεῖ τίς θρησκευτικές ἑορτές, ἀλλά ἐσφαλμένη καί ἀσυνεπής ὅταν τίς ἀντικαθιστᾶ μέ κοσμικές ἑορτές. Γιά νά εἶναι ἐντελῶς λογική καί συνεπής μέ τόν ἑαυτό της δέν πρέπει νά υἱοθετεῖ καμία ἑορτή, παρά μόνο τόν ζωώδη καί βιολογικό ρυθμό τῆς ἐργασίας καί τῆς ἀνάπαυσης.(95)

δ) Ἡ ὕπαρξη τῶν κοσμικῶν ἑορτῶν καί ὁ αὐξανόμενος ρυθμός ἀνάπτυξής τους καθιστᾶ ἀναγκαία τήν τόνωση καί ἐνδυνάμωση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἑορτῶν μέσα μέ ἀξιοποίηση τοῦ ὑμνολογικοῦ καί ἑορτολογικοῦ πλούτου πού διαθέτει ἡ Ἐκκλησία μας. Ἰδιαίτερα μέ τήν ἐνίσχυση τοῦ θεσμοῦ τῶν προστατῶν ἁγίων.(96) Ὅπως τονίστηκε ὁ λαός, διψώντας καί πεινώντας στρέφεται ἀλλοῦ «εἰς κενάς τραπέζας καί εἰς ἀνύδρους νεφέλας ματαίων καί ψυχοκτόνων πανηγύρεων καί ἑορτασμῶν ... Εἶναι καιρός ὅτι ἡ εὐχαριστιακή σύναξις ... εἶναι χαρά καί εὐλογία, ὄχι καθῆκον θρησκευτικό. Εἶναι ἀνάσα ζωῆς καί ἀναψυχή καί ἀνάπαυσις καί ὄχι κάποια διατεταγμένη ὑπηρεσία η συμβατική ὑποχρέωσις. Εἶναι νηφάλιος μέθη καί πανήγυρις Δαϋιτική».(97)

ε) Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ βρίσκεται μπροστά στήν πρόκληση νά ἀξιοποιήσει ποιμαντικά τίς ἴδιες τίς κοσμικές ἑορτές, μέσα ἀπό μία διαδικασία ἐκκλησιαστικοποιήσεώς τους. Ὅσες τουλάχιστον δέν ἔρχονται σέ ἀντίθεση μέ τή διδασκαλία της μπορεῖ μέ τίς μετατρέψει σέ εὐκαιρίες ποιμαντικῆς διακονίας καί προσεγγίσεως μέσα στή σύγχρονη κοινωνία δίδοντας πειστικές ἀπαντήσεις στά ἀγωνιώδη ἐρωτήματα τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἐποχῆς μας, ἰδιαίτερα τῶν νέων.(98)

Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία καλεῖται σήμερα νά ἀντιμετωπίσει τίς κοσμικές ἑορτές μπορεῖ νά συνοψισθεῖ στούς παρακάτω λόγους τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου Κύπρου: «Ἑόρταζε Χριστοῦ Ἐκκλησία οὐ τοπικῶς, οὐ σωματικῶς, ἀλλά πνευματικῶς ἐγχορεύουσα. Ἑόρταζε ἑορτάς, τήν τῶν εἰδώλων κατάπτωσιν βλέπουσα καί τῶν Ἐκκλησιῶν τήν ἀνάστασιν ἔχουσα».(99)




ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. «Ἑορταζέτω δέ κόσμος ὁρατός τε ἅπας καί ἀόρατος», 3ο τροπάριο α΄ ὠδῆς κανόνα Πάσχα. Πεντηκοστάριον, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, ἐν Ἀθήναις 1959, 2.

2. «... καί ἄγγελοι μετά ἀνθρώπων συνεορτάζουσι», ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Εὐχή Μ. Ἁγιασμοῦ Θεοφανείων. Βλ
. GOAR, J, Euchologion sive rituale Graecorum, Graz 21960, 369 καί PG 87, 4001D.

3. «Σήμερον τά ἄνω τοῖς κάτω συνεορτάζει καί τά κάτω τοῖς ἄνω συνομιλεῖ». Βλ. GOAR, J, Ὅ. π., 370 καί PG 87, 4004D.

4. Ψαλμ. 148, 3. Γιά τή σημασία τῶν ἑορτῶν βλ. ΣΚΑΛΤΣΗ, Π., «Θεολογική διάσταση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἑορτολογίου», Χριστιανικόν Ἑορτολόγιον, Δράμα 1990, 62˙ ARCHATZAKAKI, J., Études sur les fêtes Chrétiennes, Genéve 1904˙ ΚΕRENNYI, K., «Das wesen des festes», Paideuma 1(1938), 59 κ. ἑ.˙ ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Ε., «Τό νόημα τῶν ἑορτῶν τῶν ἁγίων», Ἐφημέριος 18 (1969), 17 κ. ἑ.˙ ANDRONIKOF, C., Les sens des fêtes, t. 1, ed. Cerf, Paris 1970 καί ΚΑΡΑΜΑΝΤΖΑΝΗ, Α., ἀρχιμ., «Ἡ ἑορτή στήν Ὀρθοδοξία», ἐφ. Ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια, 1-2-1989. Πρβλ. καί BALTHASAR, H., Liturgie cosmique. Maxime le Confesseur, Paris 1947.

5. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ, Σ., Ἐγχειρίδιο Πρωτοκόλλου-᾿Εθιμοτυπίας, Ἀθήνα 2001, 242 καί 244-254. Γιά τή σχέση ἑορτῆς καί πολιτείας βλ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ, Α., Ἡ κοινωνική δυναμική τῶν ἑορτῶν. Κοινωνική προσέγγιση τοῦ ὀρθόδοξου ἐκκλησιαστικοῦ ἑορτολογίου, ἔκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 2002, 161-165. Ἡ κρατικοποίηση τῶν «πολιτικῶν» ἑορτῶν ἦταν ἤδη γνωστή στήν ἀρχαία Ἑλλάδα καί στόν ἰουδαϊσμό. Βλ. ἀντίστοιχα NILSON, M., Ἑλληνική λαϊκή θρησκεία, μετ. Ἰ. Κακριδῆ, Ἀθήνα 1979, 270 κ. ἑ. καί ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ, Α., Κριτική θεωρία καί κοινωνική λειτουργία τῆς θρησκείας, Ἀθήνα 1996, 203 κ. ἑ. καί ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Η., Παραδόσεις ἀρχαιολογίας τῆς Παλαιστίνης καί βιβλικῆς θεσμολογίας, Ἀθῆναι 1992, 405 κ. ἑ.

6. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ, Σ., Ὅ. π., 243.

7. «Παγκόσμιες Ἡμέρες – International Days», Ἀνάκτηση 13-11-2006 ἀπό World Wide Web: http://eortologio.gr/data/eortes_pagosmies.htm. Ἐκτός ἀπό τίς Παγκόσμιες Ἡμέρες ἔγινε λόγος καί γιά « Ἔτη» προβληματισμοῦ τῆς παγκόσμιας συνείδησης καί τῆς διεθνοῦς κοινότητας. Βλ. σχετικά ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, Α., Στιγμιότυπα καί περιπλανήσεις σέ δρόμους ποιμαντικῆς διακονίας, Ἀθήνα 1984, 20 κ .ἑ.

8. ΚΟΥΠΙΔΗ, Δ., «Παγκόσμιος Ἡμέρα Καρδιᾶς», ἐφ. Λαός (Βεροίας), 24-9-2006.

9. Τό ἕκτο ἀπό τά δέκα ἄρθρα τοῦ «Πιστεύω» τῆς Νέας Ἐποχῆς ἀναφέρει στγκεκριμένα: «Τή θεά Γαῖα θά τή λατρεύεις μέ πίστη». Βλ. ἐφ. Στύλος Ὀρθοδοξίας, τχ. 66 (Μάρτιος 2006), 22.

10. Τά στοιχεῖα τῆς ἑνότητας αὐτῆς ὀφείλονται στήν προθυμία τοῦ συνεργάτη μου Κ. Λημνιώτη, πού ἐπισκέφθηκε τήν Polis: Ἔκθεση Φορέων Τοπικῆς Αὐτοδιοίκησης Δημόσιου καί Κοινωνικοῦ Τομέα, πού πραγματοποιήθηκε στίς ἐγκαταστάσεις τῆς Διεθνοῦς Ἐκθέσεως Θεσσαλονίκης-Hellexpo Δ.Ε.Θ. τόν Νοέμβριο 2005, καί συνέλεξε τίς σχετικές πληροφορίες, ἔπειτα ἀπό πρόταση τοῦ φίλου μου Ἀπ. Ἰωσηφίδη, γραμματέα τῆς Τοπικῆς Ἕνωσης Δήμων καί Κοινοτήτων (Τ.Ε.Δ.Κ.) Νομοῦ Ἠμαθίας. Πρός τούς ἀνωτέρω ἐκφράζω θερμές εὐχαριστίες.

11. ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΥ, Στοβαίῳ, 154, 38.

12. ΣΜΕΜΑΝ, Ἑορτολόγιο. Ἐτήσιος ἐκκλησιαστικός κύκλος, μετάφρ. Ἰ. Ροηλίδης, ἐκδ. Ἀκρίτας [᾿Ορθόδοξη Μαρτυρία 60], Ἀθήνα 1997, 17.

13. ΨΑΡΙΑΝΟΥ, Δ., μητροπ. Σερβίων, Ἑξαπλᾶ, ἔκδ. Τέρτιος, Κατερίνη, 89.

14. ΘΕΟΤΟΚΑ, Γ., Πνευματική πορεία, ἐκδ. Φέξη, Ἀθῆναι 1961, 152.

15. ΒΑΡΒΟΥΝΗ, Μ., «Καλοκαιρινές πανηγύρεις», Ἐφημέριος, τχ. 8 (Σεπτέμβριος 2006), 5. Περισσότερα γιά τό θέμα αὐτό βλ. ΜΕΓΑ, Γ., Ἑλληνικές γιορτές καί ἔθιμα τῆς λαϊκῆς λατρείας, Ἀθήνα 1956˙ ΤΖΕΡΜΠΟΥ, Δ., πρωτοπρ., «Ἡ ὀρθόδοξη λατρεία στά ἤθη καί ἔθιμα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ», Χριστιανική λατρεία καί εἰδωλολατρία. Πρακτικά Στ΄ Πανελλήνιου Λειτουργικοῦ Συμποσίου Στελεχῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων, Ἀθήνα 2005, 443-479 καί ΒΑΡΒΟΥΝΗ, Μ., «Σύγχρονες πανηγύρεις πόλεων», Ἐφημέριος τχ. 7(Ἰούλιος-Αὔγουστος 2006), 4-5.

16. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος λη΄ εἰς τά Θεοφάνεια, PG 36, 316A.

17. ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Περί ἑορτῶν, PG 120, 372. Γιά τήν ἑορτή ὡς πεδίο ἐκκοσμίκευσης βλ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ, Α., Ἡ κοινωνική δυναμική τῶν ἑορτῶν, Ὅ. π., 146-155.

18. Πρβλ. ΧΑΡΙΣΙΟΥ, Δ., πρωτοπρ., Κοσμικόν Ἑορτολόγιον, ἔκδ. Ν. Α. Κοζάνης, Κοζάνη 2003, 15. Ἡ ἐκκοσμίκευση χαρακτηρίστηκε ὡς «θετή θυγατέρα» τοῦ χριστιανισμοῦ. Βλ. σχετικά ΣΜΕΜΑΝ, Α., πρωτοπρ., Ἡ λειτουργική ἀναγέννηση καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μετ., Ν. Χριστοδούλου, Λάρνακα 1989, 105.

19. ΣΜΕΜΑΝ, Α., πρωτοπρ., Ἑορτολόγιο, Ὅ. π., 19.

20. ΒΑΡΒΟΥΝΗ, Μ., Ὅ. π., 4.

21. ΣΜΕΜΑΝ, Α., πρωτοπρ., Ὅ. π., 20. Εἰδικότερα βλ. BIANCHI, E., Dare senso al tempo.
Le feste cristiane, ed. Qiqajon-Comunitá di Bose, Magnano 2003.

22. Γιά τή χρήση τοῦ ὅρου βλ. EICHER, P., «Der Tag des Herrn für die Sklaven Arbeitswelt», Diakonia 1(1979), 3 κ. .

23. ΒΑΝΤΣΟΥ, Χ., «Τό ἑορτολόγιο ἀπό ποιμαντικῆς ἀπόψεως», Χριστιανικόν Ἑορτολόγιον, Ὅ. π., 77.

24.
 ΣΜΕΜΑΝ, Α., πρωτοπρ., . π., 20.

25. COX, H., Das Fest der Narren. Das Gelächter ist der Hoffnung letzte Waffe, Stuttgart-Berlin 261972, 19-20. Βλ. καί ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, Α., . π., 19.

27. ΣΜΕΜΑΝ, Α., πρωτοπρ., Ὅ. π., 15-16.

28. Ὅ. π., 16.

29. Ἡ διεκδίκηση αὐτή χαρακτηρίζεται ἀπό τό τρίπτυχο: ὑποκατάσταση, ἀντικατάσταση, ἀπομίμηση. Βλ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ. Α., Ὅ. π., 188. Πρβλ. ΚΑΡΔΑΜΑΚΗ, Μ., πρωτοπρ., Ὀρθόδοξη πνευματικότητα. Ἡ αὐθεντικότητα τοῦ ἀνθρώπινου ἤθους, Ἀθήνα 1980, 161 καί ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗ., Γ., Χριστιανική Ἠθική, τ. 2, ἔκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2003, 440.

30. Γιά τήν ἑορτή ὡς ὄργανο τῆς οἰκονομικῆς δραστηριότητας βλ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ, Α., Ὅ. π., 155-160.

31. ΣΜΕΜΑΝ, Α., πρωτοπρ., Ὅ. π., 18. Γιά τήν πρακτική καθιέρωσης «σοσιαλιστικῶν ἑορτῶν» στή θέση τῶν ἐκκλησιαστικῶν βλ.
MOREL, J., «Zur Soziologie des Gottesdienstes», H. Mayer, Liturgie und Gesellschaft, Innsburg 1970, 42 κ. .

32. Περισσότερα γιά τό θέμα αὐτό βλ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ, Α., Ὅ. π., 187-195.

33. Αὐτό ἰσχύει ἐάν ληφθεῖ ὑπόψη ὅτι τό ἐκκλησιαστικό ἔτος ἀρχίζει στίς 1 Σεπτεμβρίου, ὁπότε παρατηρεῖται χρονική ἀλληλουχία τῶν ἑορταζόμενων γεγονότων: Γέννηση Θεοτόκου, Σύλληψη Προδρόμου, Εἰσόδια Θεοτόκου, Χριστούγεννα, Περιτομή, Βάπτιση, Ὑπαπαντή, Πάθος καί Ἀνάσταση, Πεντηκοστή, Κοίμηση Θεοτόκου, Ἀποτομή κεφαλῆς Προδρόμου. Ἡ χρονολογική ἀφετηρία τῆς 1ης Ἰανουαρίου ὡς πρωτοχρονιᾶς προκάλεσε σύγχυση στήν παραπάνω ἑορτολογική συνάφεια. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Ι., «Τό ἑορτολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ γένεση καί διαμόρφωσή του», Χριστιανικόν Ἑορτολόγιον, Ὅ. π., 33. Περισσότερα γιά τό θέμα αὐτό βλ. HOLLAND, A., Les origines des fêtes chrétiennes, 1936˙ ΒΕΡΓΩΤΗ, Γ., «Γένεση καί σκοπός τῆς ἑορτῆς. Φαινομενολογική θεώρηση», Πάνταινος 72(1980), 7 κ. ἑ. καί ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗ, Γ., «Τό ἐκκλησιαστικό ἑορτολόγιο», Προσφορά Παντελεήμονι Β΄ τῷ Παναγιωτάτῳ Μητροπολίτῃ Θεσσαλονίκης ἐπί τῇ εἰκοσιπενταετηρίδι τῆς ἀρχιερατείας αὐτοῦ, Θεσσαλονίκη 1990, 329-341. Πρβλ. ΜΩΡΑΪΤΟΥ, Δ., Ἑορτολογία, ἔκδ. Γρηγόρη, Ἀθῆναι 1963 καί KELLNER, K., Heortogi: (oder die geschichtliche Entwicklung des Kirchenjahres und der Heilgenfeste), Fribourg 1906.

34. [ΚΥΡΑΤΣΟΥ], Δ., μητροπ. Δράμας, «Ὁ λειτουργικός χρόνος», Τό Χριστιανικόν Ἑορτολόγιον, Ὅ. π, 18-19. Εἰδικότερα γιά τό λειτουργικό ἔτος βλ. ΒΕΡΓΩΤΗ, Γ., «Χρόνος καί λειτουργικόν ἔτος», Κληρονομία 12(1980), 70 κ. ἑ. Βλ. καί STOELEN, A., «L’ année liturgique byzantine», Irénikon 10(1928), 310-330 καί PASCHER, J., Das liturgische jahr, München 1963. Εἰδικότερα γιά τή δομή τοῦ λειτουργικοῦ ἔτους βλ. FEDERICI, T., «L’ anno liturgico. Teologia liturgica orientale I», Bibbia e Liturgia 7(1978), 177-319.

35. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Ι., Λειτουργική Α΄, Εἰσαγωγή στή θεία λατρεία, Θεσσαλονίκη 1993,105.

36. «... ἄνωθέν ἐστι ... ἔνθα καί ἀποβλέποντες ἑορτάζομεν καλῶς». Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Ἐκ τῆς μγ΄ ἑορταστικῆς ἐπιστολῆς, PG 144C. Βλ. σχετικά ΑΓΟΥΡΙΔΟΥ, Σ., Χρόνος καί αἰωνιότης, Θεσσαλονίκη 1964, 79˙ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ, Ι., Δοκίμια ὀρθοδόξου ἤθους, Ἀθήνα 1979, 56-57 καί ΖΗΖΙΟΥΛΑ, Ι., μητροπ. Περγάμου, «Εὐχαριστία καί Βασιλεία τοῦ Θεοῦ», Σύναξη τχ. 49(1994), 18.

37. Γιά τήν ἔννοια τοῦ καιροῦ στή λειτουργική πράξη βλ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Ι., Λειτουργική, Ὅ. π., 195.

38. Πρβλ. ΣΚΑΛΤΣΗ, Π., Ὅ. π., 68 καί 72.

39. ELIADE, M., The myth of the eternal return or cosmos and history, Princeton 1974, 91 καί ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, Γ., Ἡ θεολογική μαρτυρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας, Ἀθήνα 21996, 112. Περισότερα γιά τό θέμα αὐτό βλ. CULLMANN, O., Christ and the time, Philadelphia 1964 (βλ. καί ἑλληνική ἔκδοση: Χριστός καί χρόνος, ἐκδ. Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθήνα 1980).

40. ΚΑΛΥΒΟΠΟΥΛΟΥ, Α., πρωτοπρ., Χρόνος τελέσεως τῆς θείας λειτουργίας. ῾῾Καιρός τοῦ ποιῆσαι τῳ Κυρίῳ᾿᾿, [Ἀνάλεκτα Βλατάδων 37], ἔκδ. Πατριαρχικοῦ Ἱδρύματος Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1982, 96.

41. Βλ. Τροπάριο ἀναβαθμῶν α΄ ἤχου. Γιά τή θεολογική ἑρμηνεία του βλ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Νέα Κλίμαξ, ἐν Βόλῳ 1956, 54.

42. Βλ. Γαλ. 4, 4.

43. PIDOUX, G., «À propos de la notion biblique du temps», Révue de Théologie et Philosophie, Lausanne 1952, 21.

44. Περισσότερα γι’ αὐτό βλ. ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗ, Γ., Χρόνος καί ἄνθρωπος, Θεσσαλονίκη 1992, 126 κ. ἑ.

45. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Ι., Λειτουργική, Ὅ. π., 113.

46. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ, Α., Ὅ. π., 25.

47. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Χ., Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἤθους, Ἀθήνα 1979, 137.

48.
 ΣΚΑΛΤΣΗ, Π., . π., 52 καί 73. Βλ. καί BARTSCH, H., Probleme der Entsakralisierung, München 1970, 222.

49. ΣΚΑΛΤΣΗ, Π., Ὅ. π., 67. Πρβλ. καί ΣΜΕΜΑΝ, Α., πρωτοπρ., Γιά νά ζήσει ὁ κόσμος, μετ. Ζ. Λορεντζᾶτος, Ἀθήνα 1970, 87-94. Εἰδικότερα γιά τή λειτουργία τῆς μνήμης στή θ. λειτουργία βλ. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, Α., Μνήμη καί λήθη στή θεία λειτουργία, Ἀθήνα 1989.

50. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος εἰς τά ἅγια Φῶτα, PG 36, 345Β καί ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Λόγος λη΄ εἰς τά Θεοφάνεια, Ὅ. π., 316Α-Β.

51. ΝΕΛΛΑ, Π., Ζῶον θεούμενον. Προοπτικές γιά μιά ὀρθόδοξη κατανόηση τοῦ ἀνθρώπου, ἔκδ. Ἐποπτεία, Ἀθήνα 1979, 34.

52. Κατά τόν πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Πρόκλο «αἱ δέ τῶν χριστιανῶν πανηγύρεις θεῖαι καί παράδοξοι καί ὄντως πηγαί κι θησαυροί σωτηρίας», Λόγος γ΄ εἰς τήν ἐνανθρώπησιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, PG 65, 705Β. Περισσότερα γι’ αὐτό βλ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Ε., «Ἀνάμνησις», Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία, τ. 2, Ἀθῆναι 1963, 521.

53. BAUMSTARK, A., Comparative liturgy, London 1958, 152.

54. ΙΣΙΔΩΡΟΥ ΠΗΛΟΥΣΙΩΤΟΥ, Περί ἑορτῶν, PG 78, 557B.

55. Περισσότερα γιά τήν ἑορτή στόν προχριστιανικό κόσμο βλ. ΣΚΑΛΤΣΗ, Π., Ὅ. π., 49-54. Γενικότερα γιά τή σχέση τῆς ἑορτῆς μέ τή λατρεία σέ κάθε θρησκεία βλ.
MALINOWSKI, B., «Die Religion der Naturvölker», Fr. Fürstenberg (Hrsg.), Religionssoziologie, Neuwied-Berlin 56 1970, 75.

57. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ὅ. π., 316Β. Γιά τή σύνδεση τῶν ἑορτῶν μέ τήν εὐρύτερη λειτουργική πράξη βλ. BAGGLEY., J., Festival Icons for the Christian Year, Crestwood N. Y. 2000.

58. ΒΕΡΓΩΤΗ, Γ., «Τό λειτουργικόν ἔτος μέσα ἀπό τή θ. εὐχαριστία», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 32(1984), 238. Βλ. καί ARRANZ, M., «Les “fêtes theologiques” du calendrier byzantin», La liturgie expression de la foi. Conferences Saint Serge XXVe, Paris 1978, 29.

59. ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Περί ἑορτῶν, τ. 5, ἔκδ. Ὠφέλιμου Βιβλίου, Ἀθῆναι 1979, 372. Περισσότερα γιά τό θέμα αὐτό βλ. MAGGIANI, S., «Festa», Nuovo dizionario di liturgia, Roma 1984, 555-581 καί SCILODONE, I., «Il senso liturgico delle feste», Paschale Mysterium [Analecta Liturgica 10], Roma 1986, 177-192.

60. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ἀρχιεπ. Ἀθηνῶν, «Ὁ βίος τοῦ πιστοῦ διαρκής ἑορτή», Ἀνάκτηση 17-11-2006 ἀπό World Wide Web: http://ecclesia.gr/greek/archbishop/default.asp?id=478.

61.
 ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, . π., 368. Βλ. καί THEODOROU, E., «Le Christ dans la le cycle des fêtes de l’Eglise Orthodoxe», Le Christ dans la liturgie. Conferences Saint Serge XXVIIe, Paris 1980, 245 καί ΒΕΡΓΩΤΗ, Γ, . π., 232.

62. Γιά τήν κατακόρυφη καί τήν ὁριζόντια διάσταση βλ. ΒΑΝΤΣΟΥ, Χ., Ὅ. π., 76-77 καί 85.

63. ΣΚΑΛΤΣΗ, Π., «Ἡ εὐλογία τῶν σταφυλιῶν κατά τήν ἑορτή τῆς Μεταμορφώσεως», Λειτουργικές Μελέτες, τ. 2, ἔκδ. Π. Πουρναρᾶ 2006, 295-312. Γενικότερα ἡ εὐλογία τῶν ἀπαρχῶν τῶν καρπῶν τῆς γῆς συνδέθηκε μέ τίς ἐκκλησιαστικές ἑορτές. Γιά περισσότερα βλ. ΜΟΥΤΣΟΥΛΑ, ᾿Η., «Ἀπαρχή», Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία, τ. 2, Ἀθῆναι 1963, 1042-1044.

64. ΜΠΕΚΑΤΩΡΟΥ, Γ., «Κόλλυβα», Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία, τ. 7, Ἀθῆναι 1965, 740-741. Γιά περισσότερα βλ. ΣΟΥΛΙΩΤΗ, Γ., Τά κόλλυβα, Ἀθήνα 1986.

65. ΧΑΡΙΣΙΟΥ, Δ., πρωτοπρ., Ὅ. π., 29-30.

66.
 Γιαὐτές βλ. Les fêtes et la vie de Jésus-Christ, éd. du Cerf [Cathéchèse Orthodoxe], Paris 1985.

67. Γι’ αὐτές βλ. ΦΙΛΙΑ, Γ., Οἱ θεομητορικές ἑορτές στή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. Γρηγόρη, ᾿Αθήνα 2002. Βλ. καί ΑΝΘΙΜΟΥ, μητροπ. Ἀλεξανδρουπόλεως, «Οἱ θεομητορικές ἑορτές στό ἑορτολόγιο, στό ἁγιολόγιο καί στό βυζαντινό τυπικό τους», Ἀντίδωρον τῷ Μητροπολίτῃ Μεσσανίας Χρυσοστόμῳ Θεμελῇ, τ. 3, Καλαμάτα 2006, 93-112. Γιά δευτερεύουσες θεομητορικές ἑορτές πού συνδέονται μέ εἰκόνες τῆς Θεοτόκου βλ. GROEN, J., «Icone e liturgia», Andrej Rublev e l’ icona Russa. Atti del XIII Convegno ecumenico internazionale di spiritualitá ortodossa. Sezione russa, ed. Qiqajon-Comunitá di Bose, Magnano 2005, 310.

68. ΒΕΡΓΩΤΗ, Γ., «Τό λειτουργικό ἔτος καί κατήχηση», Χριστιανικόν Ἑορτολόγιον, . π., 96.

69. Γιά τούς ἁγίους βλ. ΠΑΣΧΟΥ, Π., Ἅγιοι οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ. Εἰσαγωγή στήν ἁγιολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1985 καί ΣΤΟΓΙΑΝΝΟΥ, Β., «Κήρυγμα εἰς μνήμην ἁγίων», Ἀνάλεκτα [Βιβλική Βιβλιοθήκη 5], Θεσσαλονίκη 1988, 139 κ.ἑ.

70. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Α., Ἁγιολογία. Θέματα γενικά, εἰδικά καί ἑορτολογίου, Θεσσαλονίκη 1985, 58.

71. ΒΑΝΤΣΟΥ, Χ., Ὅ. π., 89 καί ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ, Α., Ὅ. π., 80-81. Γιά τό θέμα αὐτό βλ. εἰδικότερα ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, Π., Νά μᾶς φυλᾶνε. Ἅγιοι προστάτες, ἐκδ. Μύρτος, Ἀθήνα 2004. Γιά τήν προσπάθεια καταρτισμοῦ ἁγιολογικοῦ πίνακα (παναγίου) βλ. ΠΛΑΤΑΝΙΤΟΥ, Κ., οἰκονόμου, Ἑορτολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐν Ἀθήναις 1974 καί ΠΙΠΕΡΑΚΙ, Γ., Πανάγιον ἤτοι κατάλογος τῶν ὅπου γῆς ἑορταζομένων ὀρθοδόξων ἁγίων, ἔκδ. Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι 2006.

72. ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, Γ., πρωτοπρ., Χριστιανισμός καί πολιτισμός, μετάφρ. Ν. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1982, 40 καί 76. Βλ. καί ΣΜΕΜΑΝ, Α., πρωτοπρ., Ἡ Ἐκκλησία προσευχομένη. Εἰσαγωγή στή λειτουργική θεολογία, μετ. πρωτοπρ. Δημήτριος Τζέρμπος, Ἀθήνα 1991, 142.

73. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ἀρχιεπ. Ἀθηνῶν, Ὅ. π.

74. Λόγος μα΄ εἰς τήν Πεντηκοστήν, PG 36, 429.

75. Σύμφωνα μέ μία ἄποψη: «Ἡ συμμετοχή τῆς Ἐκκλησίας σέ ἑορτασμούς Παγκοσμίων Ἡμερῶν γιά τή γυναίκα, τό παιδί, τόν ρατσισμό κ. λπ. εἶναι λανθασμένη. Γιατί πίσω ἀπό τό ἀθῶο τῆς καθιέρωσης Παγκοσμίων Ἡμερῶν βρίσκεται ἡ προσπάθεια τοῦ ψευδομεσσία Μούν καί τῶν κύκλων τῆς ἀνομίας νά ἀλλοιώσουν καί νά ὑποβαθμίσουν τό ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας. Λίγη προσοχή λοιπόν ...». Βλ. ἐφ. Στύλος Ὀρθοδοξίας, Ὅ. π., 32.

76. Κολ. 2, 16-17. Περισσότερα γιά τό θέμα αὐτό βλ. DANIÉLOU, J., Bible et liturgie. La théologie biblique des sacrements et des fêtes d’ après les péres de l’ Eglise, Paris 21958 (ἑλληνική ἔκδοση: Ἁγία Γραφή καί λειτουργία. Ἡ βιβλική θεολογία τῶν μυστηρίων καί τῶν ἑορτῶν κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, Ἀθήνα 1981).

77. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Ι., «Τό ἑορτολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ γένεση καί διαμόρφωσή του», Ὅ. π., 28-29. Βλ. καί ΜΩΡΑΪΤΟΥ, Δ., «Ἑορταί (Αἱ χριστιανικαί ἑορταί)», Θρησκευτική καί Ἠθική ᾿Εγκυκλοπαιδεία, τ. 5, Ἀθῆναι 1964, 738-739.

78. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Ι., «Τά ἰουδαϊκά καί ἑλληνορωμαϊκά ἡμερολόγια καί οἱ χριστιανικές ἑορτές», Χριστιανική λατρεία καί εἰδωλολατρία. Πρακτικά Στ΄ Πανελλήνιου Λειτουργικοῦ Συμποσίου Στελεχῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων, Ἀθήνα 2005, 280.

79. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Ι., «Τό ἑορτολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ γένεση καί διαμόρφωσή του», Ὅ. π., 30. Βλ. καί ΤΑΣΣΙΑ, Ι., ἀρχιμ. «Νόημα καί περιεχόμενο τῶν ἑορτῶν στήν Παλαιά Διαθήκη», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Παντελεήμονι Β΄ τῷ Παναγιωτάτῳ Μητροπολίτῃ Θεσσαλονίκης τεῦχος ἀφιερωτήριον ἐπί τῇ εἰκοσιπενταετηρίδι τῆς ἀρχιερατείας αὐτοῦ, Θεσσαλονίκη 1991, 505-545.

80. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Ι., Ὅ. π., 35.

81. Βλ. Ματθ. 15, 3, 6.

82. Βλ. Λουκ. 18, 12.

83. Βλ. Πρξ. 20, 7. Πρβλ. καί ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ, Α., «Κοινωνικά ἔθιμα. Τυπολογία καί τρόπος ἀντιμετώπισης ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο», Ι΄ Παύλεια. Πρακτικά Διεθνοῦς Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου: Ἐκκλησία καί Κοινωνία κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, Βέροια 2005, 161.

84. ΧΑΡΙΣΙΟΥ, Δ., πρωτοπρ., Ὅ. π., 15.

85. Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος 2005, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, [Ἀθῆναι 2004], 283. Βλ. καί ΧΑΡΙΣΙΟΥ, Δ., πρωτοπρ., Ὅ. π., 131-140.

86. Γιά τήν ἀκολουθία τῆς ἑορτῆς βλ. Μηναῖον τοῦ Ὀκτωβρίου, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, [ἐν Ἀθήναις 1993], 408-431. Βλ. καί ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Γ., ἀρχιμ., Τό ἔργον τοῦ ὑμνογράφου Γερασίμου Μοναχοῦ Μικραγιαννανίτου. Εὑρετήρια, ἔκδ. Ὀργανισμοῦ Πολιτιστικῆς Πρωτεύουσας τῆς Εὐρώπης, Θεσσαλονίκη 1997, 62, 110 καί 114. Γιά τήν ἀκολουθία τῆς δοξολογίας βλ. Ἐπίσημοι δοξολογίαι μεγάλων ἑορτῶν, ἐπετείων καί τελετῶν, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 1999, 37-40.

87. Στό σκεπτικό τῆς καθιέρωσης ἀναφέρεται συγκεκριμένα «...ὁρίζομεν ὅπως ἡ ἀνωτέρω ἰδιάζουσα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βερροίας ἑορτή ἐπιτελῆται τήν 16ην Ὀκτωβρίου ὅτε ἡ πόλις ἄγει τά ἐλευθέρια αὐτῆς ἐκ τοῦ Τουρκικοῦ ζυγοῦ, τιμᾶ δέ καί γεραίρει πανηγυρικῶς τούς ἐν αὐτῇ ἁγίους...» Ἀκολουθία Πάντων τῶν ἐν Βερροίᾳ Ἁγίων ψαλλομένη ἐπί τῇ ἀπελευθερώσει τῆς πόλεως ταύτης, Βέρροια 1983, 9. Γιά τήν ἀκολουθία βλ. καί ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Γ., ἀρχιμ., Ὅ. π., 52 καί 160.

88. Γιά τό θέμα αὐτό βλ. Παρακαταθήκη, τχ. 44(Σεπτέμβριος-Ὀκτώβριος 2005), 17.

89. Βλ. ἐνδεικτικά «Σεπτόν Πατριαρχικόν Μήνυμα ἐπί τῇ ἡμέρᾳ τῆς προσευχῆς ὑπέρ τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος», Ἐπίσκεψις, τχ. 665 (30 Σεπτεμβρίου 2006), 6-8. Βλ. καί ΧΑΡΙΣΙΟΥ, Δ., πρωτοπρ., Ὅ. π., 89-98. Παρόλα αὐτά ἡ Ἐκκλησία συμμετέχει καί στήν Παγκόσμια Ἡμέρα Περιβάλλοντος. Βλ. σχετικά Ἐκκλησία, τχ. 6 (Ἰούνιος 2006), 422. Βλ. καί http://www.archdiocese.gr/greeknews/default.asp?id=182 καί Ἐπίσκεψις, Ὅ. π., 12.

90. Βλ. συγκεκριμένα τό ὑπ’ ἀριθμ. 4962/2607/2-11-2005 Ἐγκύκλιο Σημείωμα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἐκκλησία, τχ. 10 (Νοέμβριος 2005), 787.

91. ΧΑΡΙΣΙΟΥ, Δ., πρωτοπρ., Ὅ. π., 35 καί 38-43. Πρβλ. ΕΥΔΟΚΙΜΩΦ, Π., Ἡ γυναίκα καί ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου, μετ. Ν. Ματσούκα, ἔκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 21983, 391.

92. Βλ. σχετικά Ἐκκλησία, τχ. 6 (Ἰούνιος 2006), 421.

93. Γιά τήν εἰδική δοξολογία βλ. ΧΑΡΙΣΙΟΥ, Δ., πρωτοπρ., Ὅ. π., 108-109.

94. Γιά περισσότερα βλ. ΧΑΡΙΣΙΟΥ, Δ., πρωτοπρ., Ὅ. π., 62-74, 116-123 καί 142-153.

95. Βλ. συγκεκριμένα τά μηνύματα τοῦ Μακ. Ἀρχιεπ. Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. κ. Χριστοδούλου μέ τήν εὐκαιρία τῶν παραπάνω Παγκόσμιων Ἡμερῶν. Ἐκκλησία, τχ. 11 (Δεκέμβριος 2005), 880-882 καί τχ. 6 ( Ἰούνιος 2006), 421-422 καί 509.

96. ΣΜΕΜΑΝ, Α., πρωτοπρ., Ἑορτολόγιο, Ὅ. π., 18. Βλ. τή διαπίστωση «ὁ σημερινός ἄνθρωπος διασκεδάζει, ἀλλά δέν ἑορτάζει, ψυχαγωγεῖται ἀλλά δέν χαίρεται». ΚΑΡΔΑΜΑΚΗ, Μ., πρωτοπρ., Ὅ. π., 162.

97. ΣΜΕΜΑΝ, Α., πρωτοπρ., Ὅ. π., 19.

98. Γιά συγκεκριμένες προτάσεις ἐνίσχυσης τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἑορτῶν βλ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Ι., «Δυνατότητες-Πλαίσια δράσεως τῆς ἐνορίας», Κοινωνία 1(1985), 65-66.

99. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ἀρχιεπ. Ἀθηνῶν, Ὅ. π.

100. Γιά τήν ποιμαντική διάσταση τῶν ἑορτῶν βλ. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, Α., Μορφές ποιμαντικῆς διακονίας, Ἀθήνα 1986, 79-106 καί ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Στιγμιότυπα καί περιπλανήσεις σέ δρόμους ποιμαντικῆς διακονίας, Ὅ. π., 9-49.

101. ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΕΙΑΣ, Εἰς τά βάϊα, PG 43, 432B.

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2018

Ι.Μ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ: ΠΟΙΟΥΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥΣ ΣΤΟΧΟΥΣ ΕΞΥΠΗΡΕΤΕΙ Ο "ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΠΛΟΥΡΑΛΙΣΜΟΣ";

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 10η Δεκεμβρίου 2018

ΠΟΙΟΥΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥΣ ΣΤΟΧΟΥΣ ΕΞΥΠΗΡΕΤΕΙ
Ο «ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΠΛΟΥΡΑΛΙΣΜΟΣ»;

Δεν χωράει αμφιβολία ότι ο παγκόσμιος Οικουμενισμός, αποτελεί σήμερα το σπουδαιότερο και μεγαλύτερο εκφυλιστικό φαινόμενο της εποχής μας και ταυτόχρονα την μεγαλύτερη απειλή κατά της ανθρωπότητος.

Όπως έχουμε  ήδη αναφερθεί σε παλαιότερες ανακοινώσεις μας, πρόκειται για ένα παγκόσμιο κίνημα, γέννημα της Μασονίας και του Διεθνούς Σιωνισμού, που έχει σαν μοναδικό σκοπό την δημιουργία μιάς νέας τάξεως πραγμάτων, δηλαδή την πολιτική, οικονομική, πολιτισμική και θρησκευτική κυριαρχία του πάνω σ’ όλο τον πλανήτη, σ’ όλη την ανθρωπότητα. Είναι πλέον κοινός τόπος, αφού γίνεται από όλους αντιληπτό, ότι το παγκόσμιο πολιτικοοικονομικό σύστημα, προωθεί πυρετωδώς την παγκοσμιοποίηση. Προς την ίδια αυτή κατεύθυνση της ενοποιήσεως της ανθρωπότητος σε θρησκευτικό επίπεδο κινείται και ο Διαθρησκειακός Οικουμενισμός, ο οποίος εργάζεται πυρετωδώς για την ανοικοδόμηση μιάς νέας παγκόσμιας θρησκείας, ή πανθρησκείας, που θα είναι αποτέλεσμα της ομογενοποιήσεως και ισοπεδώσεως όλων των θρησκειών. Η πορεία της ανθρωπότητος σε μια παγκοσμίων διαστάσεων και σε όλα τα επίπεδα ενοποίηση δεν είναι πλέον μυστικό των ολίγων, αλλά μια πραγματικότητα, η οποία γίνεται όλο και πιο αισθητή. Στην πραγματοποίηση αυτού του οράματος έχουν ενταχθεί σχεδόν όλοι οι θρησκευτικοί ηγέτες όλων των μεγάλων θρησκειών, μεταξύ των οποίων δυστυχώς και μια πληθώρα «ορθοδόξων» πατριαρχών, αρχιεπισκόπων, επισκόπων, κληρικών, μοναχών και λαϊκών. Μαζί τους έχουν συστρατευτεί και τα ΜΜΕ, αλλά και ο έντυπος και ηλεκτρονικός τύπος με μια πληθώρα δημοσιευμάτων.

Ένα τέτοιο δημοσίευμα έπεσε στην αντίληψή μας σε πρόσφατο φύλο, (φ.4-11-2018),  της εφημερίδας των Αθηνών «Καθημερινή». Πρόκειται για εισήγηση  του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας κ. Αναστασίου, σε κάποιο Συνέδριο, στην 12η Διαθρησκειακή Συνδιάσκεψη για τον θρησκευτικό πλουραλισμό και την ειρηνική συνύπαρξη στη Μέση Ανατολή, με θέμα: «Θρησκευτικός πλουραλισμός και ειρηνική συνύπαρξη». Στην εισήγησή του αυτή ο Μακαριώτατος μεταξύ άλλων τονίζει την αναγκαιότητα της συμβολής των θρησκειών για την επίτευξη της παγκόσμιας δικαιοσύνης, της ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ αυτών, ενώ προσδιορίζει και τις αιτίες, που οδηγούν σε πράξεις βίας και μίσους εναντίον οπαδών άλλων θρησκευτικών κοινοτήτων.
Μελετώντας με προσοχή το δημοσίευμα διαπιστώσαμε αβίαστα ότι «πάσχει» σοβαρά από θεολογικής απόψεως. Πρόκειται για ένα κείμενο κλασικής οικουμενιστικής θεολογικής σκέψεως, στο οποίο απουσιάζει έστω και η ελάχιστη πατερική θεμελίωση των όσων γράφονται, αφού δεν υπάρχει ούτε μια πατερική παραπομπή. Από τα βιβλικά χωρία ο συντάκτης επιλέγει δύο- τρία, εκείνα που εξυπηρετούν τον στόχο του, αγνοώντας μια σωρεία άλλων, τα οποία ανατρέπουν και κονιορτοποιούν το οικουμενιστικό του ιδεολόγημα και δίδουν την σωστή ερμηνεία και στα χωρία εκείνα, που επικαλείται. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα κείμενο πολιτικοκοινωνιολογικό, που θα μπορούσε να το έχει συντάξει κάποιος πολιτικός αναλυτής, ή κάποιος κοινωνιολόγος.


Κατ’ αρχήν απουσιάζει έστω και μιά στοιχειώδης διάκριση μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού και των ποικιλωνύμων αιρέσεων και θρησκειών του κόσμου, έτσι ώστε ο αναγνώστης να αποκομίζει την εντύπωση ότι η Ορθοδοξία, η μόνη αληθινή Εκκλησία του Χριστού, είναι μία από τις πολλές θρησκείες του κόσμου. Γράφει: «Προσωπικά πιστεύω ότι η καλλιέργεια μιας υγιούς θρησκευτικής συνειδήσεως αποτελεί το σταθερότερο θεμέλιο της ειρηνικής συνυπάρξεως. Και όχι η θρησκευτική αδιαφορία. Στις μονοθεϊστικές θρησκείες που επηρεάζουν τη σημερινή οικουμένη διαπιστώνονται: α) μια αναζήτηση εσωτερικής ειρήνης· β) η χαλιναγώγηση της επιθετικότητος· γ) αρχές ειρηνικής συμβιώσεως· δ) επιδίωξη ειρηνικών σχέσεων με τον Θεό· ε) παροτρύνσεις για τη διατήρηση της ειρήνης στην ανθρωπότητα. Οι χριστιανοί ιδιαίτερα προσβλέπουμε σε ‘Θεό Ειρήνης’ και εκζητούμε συνεχώς την επέμβασή Του». Κατά τα γραφόμενά του οι μονοθεϊστικές θρησκείες, στις οποίες ανήκει και η Ορθοδοξία, οικοδομούν την υγιή θρησκευτική συνείδηση,  επειδή αναζητούν την ειρηνική συμβίωση και την εσωτερική ειρήνη και χαλιναγωγούν την  επιθετικότητα. Μπορεί όμως να υπάρξει υγιής θρησκευτική συνείδηση, με την κυριολεκτική σημασία του όρου, μέσα στο σκότος της πλάνης των αιρέσεων και των θρησκειών του κόσμου; Επίσης κατά πόσον μπορούμε να δεχθούμε τους παρά πάνω ισχυρισμούς με βάση τη διδασκαλία του Κορανίου περί Τζιχάντ και πολέμου κατά των απίστων; Δεν βλέπει ο Μακαριώτατος το φαινόμενο της θρησκευτικής βίας με πρωταγωνιστή το Ισλάμ, το οποίο έχει λάβει εφιαλτικές διαστάσεις στην εποχή μας και έχει καταστεί ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα, που αντιμετωπίζει η παγκόσμια κοινότητα; Εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων διώκονται, βασανίζονται και βρίσκουν τραγικό θάνατο στο όνομα του Αλλάχ, (βάσει μάλιστα συγκεκριμένου τελετουργικού τυπικού), σε περιοχές της Μέσης Ανατολής και της Βορείου Αφρικής, από τους τζιχαντιστές μουσουλμάνους, οι οποίοι πολεμούν και επιδιώκουν τον αφανισμό των «απίστων», προκειμένου να εδραιώσουν το «Ισλαμικό Κράτος».


Παρά κάτω γράφει: «Ύψιστο και άμεσο χρέος όλων των θρησκευτικών ηγετών είναι η επίμονη και συστηματική καλλιέργεια μιας υγιούς πνευματικότητος. Μέσα στα ιερά κείμενα υπάρχουν φωτεινές ακτίνες που συμβάλλουν στην ειρηνική συμβίωση και διευκρινίζουν τον χαρακτήρα της γνήσιας θρησκευτικότητος, στην οποία ευαρεστείται ο Θεός». Μπορεί όμως να υπάρξει «υγιής πνευματικότητα» έξω από την Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού; Η υγιής πνευματικότητα βιώνεται και πραγματώνεται, όπως ήδη ετονίσαμε σε παλαιότερες δημοσιεύσεις μας, μόνον εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας και ποτὲ, βεβαίως, στην αίρεση καιστην πλάνη, διότι μόνον εντὸς αυτής μεταδίδεται διὰ των μυστηρίων η Χάρις του αγίου Πνεύματος, άνευ της οποίας είναι αδύνατος η κατόρθωσις των αρετών και η θέωσις του ανθρώπου. Η των δογμάτων ακρίβεια αποτελεί τὴν απαραίτητη προϋπόθεση, αποτελεί τὸ θεμέλιο για την ανοικοδόμηση της αληθούς και γνησίας πνευματικής ζωής. Πίστις και έργα, δόγμα και ζωή, είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους, έτσι ώστε αλλοίωσις του ενὸς νὰ φέρη αναπόφευκτα αλλοίωση καὶ του άλλου. Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων παρατηρεί σχετικά: «Ο της θεοσεβείας τρόπος εκ δύο τούτων συνέστηκε, δογμάτων ευσεβών και πράξεων αγαθών. Και ούτε τα δόγματα χωρὶς έργων αγαθών ευπρόδεκτα τω Θεώ, ούτε τα μη μετ’ ευσεβών δογμάτων έργα τελούμενα, προσδέχεται ο Θεός».[1] «Βίος διεφθαρμένος πονηρὰτίκτει δόγματα»[2]   συμπληρώνει ὁ άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Γι’ αυτό,«ουδὲν γὰρ όφελος βίου καθαρού, δογμάτων διεφθαρμένων. Ώσπερ ουν ουδὲ τουναντίον, δογμάτων υγιών, εὰν βίος ή διεφθαρμένος».[3] Αλλού πάλι επισημαίνει: «Αποστρεφόμεθα των αιρετικών τούς συλλόγους, εχώμεθα δε διηνεκώς της ορθής πίστεως και βίον ακριβή και πολιτείαν τοις δόγμασιν ίσην επιδειξώμεθα».[4] 
Επίσης πως είναι δυνατόν να «υπάρχουν [στα ‘ιερά’ κείμενα των θρησκειών του κόσμου], φωτεινές ακτίνες που συμβάλλουν στην ειρηνική συμβίωση και διευκρινίζουν τον χαρακτήρα της γνήσιας θρησκευτικότητος» και μάλιστα μέσα από αυτή την θρησκευτικότητα να«ευαρεστείται ο Θεός»; Πραγματικά εκπλησσόμεθα και αδυνατούμε να πιστεύσουμε ότι οι παρά πάνω ισχυρισμοί βγήκαν από το στόμα Ορθοδόξου Ιεράρχου και μάλιστα Προκαθημένου τοπικής Εκκλησίας. Πως είναι δυνατόν, Μακαριώτατε, να αναζητούμε στο Ταλμούδ, στο Κοράνιο, στις Βέδες, στις Ουπανισάδες, και σε άλλα «ιερά» θρησκευτικά κείμενα «ακτίνες γνήσιας θρησκευτικότητας», στις οποίες μάλιστα ευαρεστείται ο Θεός; Και ποιες τέλος πάντων είναι αυτές οι «ακτίνες»; Αν τα κείμενα αυτά προσφέρουν«γνήσια θρησκευτικότητα» και αν ο Θεός ευαρεστείται σε τέτοιου είδους«γνήσια θρησκευτικοτήτα», γιατί ο Θεός έγινε άνθρωπος και ήρθε στον κόσμο και πέθανε επάνω στο σταυρό; Αν οι θρησκείες του κόσμου προσφέρουν σωτηρία, τι χρειάζεται η Εκκλησία του Χριστού; Οι παρά πάνω βλάσφημες θέσεις απηχούν την κλασική οικουμενιστική αντίληψη, η οποία διακηρύσσεται urbi et orbi τις τελευταίες δεκαετίες και από ορθοδόξους ηγέτες, σε διαθρησκειακά φόρουμ, ότι δήθεν όλες οι θρησκείες είναι καλές και διαφορετικοί δρόμοι σωτηρίας και αναγωγής στο Θεό. Αλλά σε ποιόν Θεό; Τον Τριαδικό, τον μονοπρόσωπο Γιαχβέ των Ιουδαίων, τον Αλλάχ, τον Βράχμα, τον Σίβα, τους 350.000.000 «θεούς» του Ινδουισμού, τον απόντα «θεό» των βουδιστών, την ακαθόριστη πληθώρα των «θεών» του Σιντοϊσμού, τους «θεούς» του δωδεκαθέου και των άλλων νεοειδωλολατρικών θρησκευμάτων, της «Μεγάλης Θεάς» των γουικανών;

Παρά κάτω ισχυρίζεται ότι το φαινόμενο της θρησκείας είναι «θείο δώρο, δοσμένο για να γαληνεύει τις καρδιές, να θεραπεύει τις πληγές και να φέρνει πλησιέστερα άτομα και λαούς» και πως «η βία εν ονόματι της θρησκείας βιάζει την ουσία της θρησκείας. Και κάθε έγκλημα στο όνομα της θρησκείας είναι έγκλημα κατά της ίδιας της θρησκείας»Πως είναι δυνατόν, Μακαριώτατε, να είναι «θείο δώρο» η θρησκεία; Είναι δυνατόν να δεχθούμε ότι εκτός από το μοναδικό και ανεκτιμήτου αξίας θείο δώρο της σωτηρίας, που μας προσέφερε ο Κύριός μας με την ενανθρώπιση, το πάθος και την ανάστασή Του, μας προσέφερε και άλλα θεία δώρα, τις θρησκείες του κόσμου; Δεν ακούτε τι μας λέγει ο Κύριος: «πάντες όσοι ήλθον προ εμού, κλέπται εισί και λησταί, αλλ  ουκ ήκουσαν αυτών τα πρόβατα», (Ιω. 10,8);Και παρά κάτω: «εγώ ειμι η θύρα, δι  εμού εάν τις εισέλθη, σωθήσεται, και εισελεύσεται και εξελεύσεται, και νομήν ευρήσει», (Ιω.10,9). Οι θρησκείες του κόσμου δεν είναι τίποτε άλλο παρά το έσχατο προϊόν της μεταπτωτικής πνευματικής συγχύσεως του ανθρώπου, ο οποίος μέσω των θρησκευτικών αντιλήψεών του, στράφηκε στη λατρεία των κτισμάτων και εν τέλει του διαβόλου, αφού«πάντες οι θεοί των εθνών (είναι) δαιμόνια» (Ψαλμ.95,5);

Και συνεχίζει: «Πολλές προσπάθειες έχουν γίνει ιδιαίτερα μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001 για την ανάπτυξη του Διαθρησκειακού Διαλόγου. Ο νηφάλιος διάλογος με τον τονισμό των ειρηνικών αρχών κάθε θρησκείας συμβάλλει σημαντικά στην καλλιέργεια της αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Δυστυχώς, οι φανατικές ερμηνείες των θρησκευτικών κειμένων ενθουσιάζουν ευκολότερα τα πλήθη και υπονομεύουν τη δυνατότητα οποιουδήποτε Διαθρησκειακού Διαλόγου. Παρά ταύτα πρέπει να ενισχυθούν οι προσπάθειες για ειρηνική αξιοποίηση του θρησκευτικού βιώματος». Δεν ξέρουμε αν το τραγικό γεγονός της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στις ΗΠΑ έγινε για να αναπτυχθεί ο Διαθρησκειακός Διάλογος. Εκείνο που ξέρουμε είναι ότι ο Διάλογος αυτός όχι μόνο δεν καταλάγιασε τη θρησκευτική βία, αλλά την γιγάντωσε τα τελευταία χρόνια. Φυσικά αυτό δεν οφείλεται στις«φανατικές ερμηνείες των θρησκευτικών κειμένων», όπως υποστηρίζει λανθασμένα ο Μακαριώτατος, αλλά σε αυτά τα ίδια τα «ιερά» κείμενα, τα οποία ξεκάθαρα, χωρίς να χρειάζεται καμιά ερμηνεία, εξωθούν σε πράξεις βίας και μίσους. Αυτό θα έπρεπε να το γνωρίζει καλά ο ίδιος ως δάσκαλος της θρησκειολογίας!

Τέλος καταλήγει στην διαπίστωση: «Ασφαλώς οι συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί στον σύγχρονο κόσμο, (κατεξοχήν στη Μέση Ανατολή) είναι συγκεχυμένες και ζοφερές. Αυτό το γεγονός δεν πρέπει να οδηγεί σε μελαγχολική απάθεια, αλλά σε αύξηση των προσπαθειών όλων μας, (ακαδημαϊκών, πολιτικών, θρησκευτικών λειτουργών, κ.ά.) για την υποστήριξη της αλήθειας, την υπεράσπιση της δικαιοσύνης, την ενδυνάμωση της ελπίδας ότι η παγκόσμια ειρήνη δεν αποτελεί ουτοπία, αλλά άμεση προτεραιότητα όλων όσοι πονούν και αγωνίζονται για έναν καλύτερο κόσμο. «Μακάριοι οι ειρηνοποιοί, ότι αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται» (Ματθ. 5:9), του Θεού της αγάπης»Εδώ θίγεται ο ύψιστος στόχος, το μεγάλο όραμα, το οποίο καλούνται να υπηρετήσουν όλες οι θρησκείες του κόσμου, μαζί και η Ορθοδοξία. Και το όραμα αυτό είναι η συμβολή τους στην ανοικοδόμηση της παγκόσμιας ειρήνης. Στην επίτευξη αυτού του οράματος έχουν συστρατευτεί οι οικουμενιστές, επικαλούμενοι μάλιστα το βιβλικό χωρίο «Μακάριοι οι ειρηνοποιοί, ότι αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται» (Ματθ. 5:9), το οποίο όμως διαστρεβλώνουν και παρερμηνεύουν. Ωστόσο μια τέτοιου είδους αποστολή της Εκκλησίας και μάλιστα σε συνεργασία με όλες τις θρησκείες του κόσμου, δεν μπορεί να δικαιωθεί, ούτε να θεμελιωθεί, ούτε στα βιβλικά κείμενα, ούτε στην πατερική μας Γραμματεία. Δεν υπάρχει ούτε μια βιβλική μαρτυρία, στην οποία να φαίνεται, ότι ο Χριστός κάλεσε τους μαθητές του, να συνεργαστούν με τις άλλες θρησκείες, για να συμβάλλουν στην παγκόσμια ειρήνη. Επίσης κανένας από τους αγίους Πατέρες της Εκκλησίας μας ισχυρίστηκε ποτέ, ή διατύπωσε μια παρόμοια θεωρία. Αποστολή της Εκκλησίας δεν είναι να συμβάλει στην ανοικοδόμηση μιάς κοσμικού τύπου παγκόσμιας ειρήνης. Αποστολή της είναι να ειρηνεύσει τον άνθρωπο με τον Θεό, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να ειρηνεύσουν και οι άνθρωποι στη συνέχεια μεταξύ τους. Να προσφέρει τον Χριστόν, τον μόνον ειρηνοποιόν, ο οποίος είναι «η ειρήνη ημών» (Εφ.2,14) κατά τον απόστολο. Ο άνθρωπος, υποδουλομένος στα πάθη και στην αμαρτία, ευρίσκεται σε κατάσταση έχθρας προς τον Θεόν και έχει ανάγκη καταλλαγής και συμφιλιώσεως, σύμφωνα με τον λόγο του μακαρίου Παύλου: «Ει γαρ εχθροί όντες κατηλλάγημεν τω Θεώ διά του θανάτου του υιού αυτού, πολλώ μάλλον καταλλαγέντες σωθησώμεθα εν τη ζωή αυτού» (Ρωμ.5,10). Όταν δε επιτευχθή αυτή η καταλλαγή διά της πίστεως, τότε ο άνθρωπος απολαμβάνει το αγαθόν της ειρήνης: «Δικαιωθέντες ουν εκ πίστεως ειρήνην έχομεν προς τον Θεόν διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». (Ρωμ.5,1). Αυτό δε ακριβώς το έργο της καταλλαγής επιτελούν οι ειρηνοποιοί, για τους οποίους γίνεται λόγος στον παρά πάνω Μακαρισμό αυτό του Κυρίου. Επιτυγχάνεται δε το έργο αυτό διά των κληρικών, μοναχών,  διδασκάλων, ιεραποστόλων και, βεβαίως, μόνον εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας και ποτέ διά μέσου και σε συνεργασία με στην αίρεση και την πλάνη.
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία η ειρήνη δεν έχει κοσμικό χαρακτήρα, αλλά είναι καρπός του αγίου Πνεύματος: «ο δε καρπός του Πνεύματος εστίν αγάπη, χαρά, ειρήνη…» (Γαλ.5,22). Εξ άλλου και ο ίδιος ο Χριστός την αντιδιαστέλλει από την κοσμική ειρήνη: «ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν, ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν, εγώ δίδωμι υμίν» (Ιω.14,27). Σας δίδω την ιδική μου ειρήνη, όχι σαν αυτή που δίδει ο κόσμος. Αυτήν και μόνον αυτού του είδους την ειρήνη καλείται να δώσει και η Εκκλησία στον κόσμο, η οποία, όταν υφίσταται, φέρνει από μόνη της και την άλλη, την κοσμική ειρήνη. Οι άγιοι απόστολοι και οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας αυτού του είδους την ειρήνη έφεραν στον κόσμο, αν και έζησαν και έδρασαν εν μέσω πολέμων και αιματοχυσιών. Δεν κατενόησαν όμως την αποστολή τους, όπως την κατανοούν σήμερα πολλοί Πατριάρχες, Αρχιεπίσκοποι και θεολόγοι Οικουμενιστές. Ποτέ δεν διανοήθηκαν να συμμαχήσουν και να συνεργαστούν με άλλες θρησκείες και αιρέσεις για να υπηρετήσουν μιά κοσμικού τύπου παγκόσμια ειρήνη.
Περαίνοντας την αναφορά μας, εκφράζουμε τη λύπη μας, για τα λεχθέντα  και γραφέντα από τον Μακαριώτατο, τον οποίο η Εκκλησία του Χριστού τίμησε και έθεσε να ποιμαίνει το λαό του Θεού στην πολύπαθη αυτή χώρα και να οδηγήσει τους εκτός της Εκκλησίας στην μόνη σωστική αγκαλιά της. Ας μην ελπίζουν ο ίδιος και οι όμοια φρονούντες, ότι μπορούν να εδραιώσουν ειρήνη και συναδέλφωση στη γη χωρίς τον Μέγα Ειρηνοποιό, την Ένσαρκη Ειρήνη, το Χριστό, διότι, μόνο Αυτός και κανένας άλλος είναι «η ειρήνη ημών, ο ποιήσας τὰ αμφότερα έν καὶ τὸ μεσότοιχον του φραγμού λύσας,….» (Εφ.2,14-18). Αν θέλουν να επικρατήσει η πραγματική και μόνιμη ειρήνη στον κόσμο, ας εργαστούν με όλες τους τις δυνάμεις, να διαδοθεί και να επικρατήσει στον κόσμο το Ευαγγέλιο του Χριστού και ας μην αναλώνονται στους ατελέσφορους και επιζήμιους Διαθρησκειακούς Διαλόγους, γενόμενοι εκόντες άκοντες, όργανα των σκοτεινών δυνάμεων για την προώθηση της δαιμονικής πανθρησκείας.

       Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών




[1]   Κυρίλλου Ιεροσολύμων,  Κατηχήσεις, 4,2. PG 33,456.
[2]   Αγ. Ιω. Χρυσοστόμου, Εις Α΄Κορινθίους 40,3, PG 61,351.
[3]   Αγίου Ιω. Χρυσοστόμου, Εις Ιωάννην, 66,3, PG 59,369.
[4]   Αγίου Ιω. Χρυσοστόμου,  Εις το ουδέποτε αφ’ εαυτού ποιεί ο Υιός ουδέν…,PG 56,256.