ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2019

ΓΕΡΩΝ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ: ΤΙ ΑΛΛΟ ΝΑ ΤΟΥ ΖΗΤΗΣΩ. ΜΟΝΟ ΤΟΝ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!



-Γέροντα,τι ζητάς από τον Θεό στην προσευχή σου;
-Τίποτα.Τι άλλο να Του ζητήσω.Μόνο Τον ευχαριστώ!
-Εντάξει.Αλλά είδα ότι συζητάς μαζί Του για πολλή ώρα.Τι όλο Του λες;
-Τίποτα.Δεν έχω τίποτα να Του πω.Εκείνος έχει πιο πολλά να μου πει!

Γέροντας Νικόδημος (Ravaru)
Καψάλα Αγίου Όρους  +11-12- 2016


ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΚΟΜΙΔΗ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ


Ο Γέροντας ἀξημέρωτα ἀκόμη ἄνοιξε τήν πόρτα τοῦ καθολικοῦ. Τό σκοτάδι ἦταν ἀκόμη πηχτό, ἀλλά αὐτό δέν τόν ἐμπόδισε νά προχωρήσει καί νά φτάσει στό ἅγιο βῆμα. ῎Ηξερε κάθε πατημασιά, κάθε κρυφή γωνιά τοῦ μικροῦ μοναστηριοῦ του. Χρόνια βρισκόταν καί ὑπηρετοῦσε στό μικρό καί ταπεινό μοναστηράκι τῶν ἁγίων ᾽Αναργύρων, πού ἀπεῖχε λίγη ὥρα ἀπό τό σκαρφαλωμένο πάνω στό βουνό χωριό τῆς περιοχῆς. Λιγοστοί οἱ κάτοικοί του, εὐλαβεῖς καί πιστοί ὅμως στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, οἱ ὁποῖοι δέν δίσταζαν μέ κάθε καιρό νά ἀνεβαίνουν στούς ἁγίους καί νά λειτουργοῦνται ἀπό τόν ἀγαπημένο τους Γέροντα. Θεωροῦσαν μεγάλη εὐλογία τό γεγονός ὅτι παρ᾽ ὅλην τήν ἐγκατάλειψή τους ἀπό τήν Πολιτεία εἶχαν τό μοναστήρι καί τόν Γέροντα, ἔστω καί μόνο του.
 ῾῾Ο Θεός καί οἱ ἅγιοι ἀνάργυροι Κοσμᾶς καί Δαμιανός τουλάχιστον δέν μᾶς ἔχουν ἀφήσει ποτέ ἀβοήθητους᾽, ἔλεγαν καί ξανάλεγαν μέ εὐγνωμοσύνη. ῾Σ᾽ ἐμᾶς δέν ἰσχύει αὐτό πού λένε: ἀπ᾽ τόν Θεό κι ἀπ᾽ τούς ἀνθρώπους ξεγραμμένοι. ᾽Απ᾽ τούς ἀνθρώπους, ναί! ῎Οχι ὅμως ἀπό τόν Θεό!᾽
Γι᾽ αὐτό καί εἶχαν κανονίσει ἐκ περιτροπῆς νά ἀνεβαίνουν καί νά βοηθοῦν τόν Γέροντα στήν καθαριότητα τοῦ χώρου, ἐνῶ ὁ κυρ-Κωστῆς, πού διατηροῦσε ἕνα μικρό καφενέ ἀπό παλιά στό χωριό κι εἶχε μάθει ἀπό τόν παπποῦ του μερικά ψαλτικά, ἐκτελοῦσε χρέη νεωκόρου καί ψάλτη. Μπορεῖ νά μήν ἤξερε τά σημαδάκια τῶν βιβλίων τῆς ψαλτικῆς, ἀλλά τά κατάφερνε μιά χαρά στίς διάφορες ἀκολουθίες, τούς ἑσπερινούς καί τίς θεῖες λειτουργίες.
Πολλές φορές βέβαια εἶχε παραξενευτεῖ ἀπό τήν στάση τοῦ Γέροντα. Σάν νά ἀφαιρεῖτο κάποιες στιγμές τήν ὥρα τῆς Λειτουργίας, σάν νά μιλοῦσε ἄλλοτε μέ κάποιους, τότε πού ἑτοίμαζε τήν προσκομιδή.
῾Γέροντα, τί λές; Μέ ποιούς μιλᾶς;᾽ εἶχε τολμήσει κάποια φορά νά τόν ρωτήσει.
῾Μά, μέ τούς ἀγγέλους, παιδί μου᾽, τοῦ ᾽χε ἀπαντήσει ὁ ἁπλοϊκός Γέροντας, σάν νά τοῦ ἔλεγε τό πιό φυσικό πράγμα τοῦ κόσμου.
 ῾Εἶναι δυνατόν νά λειτουργοῦμε τόν Κύριο, νά ἔρχεται ὁ ῎Ιδιος καί νά μᾶς δίνει τό σῶμα καί τό ἅγιο αἷμα Του, καί νά μή συνοδεύεται ἀπό τούς ἁγίους ὑπηρέτες Του, τούς ἀγγέλους καί ὅλους τούς ἁγίους;  Δέν λέμε στήν Λειτουργία ὅτι παρευρίσκονται χιλιάδες ἄγγελοι καί ἀρχάγγελοι, δυνάμεις, ἐξουσίες, πολυόμματα, πτερωτά; ῎Ε, μ᾽ αὐτούς μιλάω᾽.
῾Ο κυρ-Κωστῆς κρατοῦσε μία ῾πισινή᾽ στά λόγια αὐτά τοῦ καλόγερου. Μπορεῖ νά ἦταν πιστός ἄνθρωπος, ἀλλά δέν ἦταν ἐντελῶς πρόθυμος νά ἀκολουθήσει τήν λογική τοῦ καλοῦ Γέροντα, ὁ ὁποῖος στό κάτω-κάτω δέν διακρινόταν καί γιά τήν μόρφωσή του.
῎Ηξερε ὅτι ἀπό μικρό παιδί ὁ Γέροντας εἶχε ἀφιερωθεῖ στόν Θεό, ἀλλά γράμματα ἰδιαίτερα δέν εἶχε μάθει. Κι ἀπ᾽ ὅ,τι εἶχε ἀκουστεῖ τά ἐκκλησιαστικά γράμματα τά εἶχε μάθει ἀπό ἀνθρώπους ἀμφίβολης χριστιανικῆς πίστης. Κάποιοι λέγανε ὅτι αἱρετικοί τόν δίδαξαν τά τῆς Θείας Λειτουργίας. ᾽Αλλά κι ὁ κυρ-Κωστῆς ὀλιγογράμματος ὅπως ἦταν δέν μποροῦσε νά καταλάβει ἀκριβῶς ποιά ἦταν ἡ ἀλήθεια.
᾽Εκεῖνο πού γνώριζε ὅμως πολύ καλά καί χωρίς ἀμφιβολία, κι αὐτός καί ὅλοι στό χωριό, ἦταν ἡ ἁγία βιοτή τοῦ παπᾶ τους. ῎Α, ὅλα κι ὅλα, μπορεῖ ὁ Γέροντας νά μήν ἤξερε πολλά γράμματα, εἶχε ὅμως φόβο Θεοῦ καί μεγάλη εὐλάβεια γιά τήν πίστη. Τό ᾽βλεπες ὅταν λειτουργοῦσε, ὅταν προσευχόταν. Καί δέν μιλᾶμε γιά τίς ἐλεημοσύνες πού ἔκανε. ῾Ο ἴδιος ἔτρωγε ἐλάχιστα, ἤτανε ὀλιγαρκής σέ ὅλα του, κι ὅ,τι τοῦ ἔφερναν τό μοίραζε στούς ἀναγκεμένους χωρίς νά τό διατυμπανίζει. Δέν ἦταν λίγες οἱ φορές πού ἀπό τό πουθενά οἱ φτωχοί ἄνθρωποι ἔβρισκαν στήν πόρτα τους αὐτό πού τούς ἔλειπε, ἀλλά ξέρανε ὅτι αὐτό προερχόταν ἀπό τόν Γέροντά τους. Δέν ἦταν τυχαῖο λοιπόν ὅτι ὅλοι πιά τόν πίστευαν καί τόν εἶχαν γιά ἅγιο.
῾᾽Αλλά νά βλέπει καί νά μιλάει μέ ἀγγέλους;᾽ σιγομουρμούριζε ὁ κυρ-Κωστῆς. ῾Αὐτό μᾶλλον παραπάει...᾽.
῾Ο Γέροντας ἄναψε τά καντήλια. ῎Εκανε πολλές στρωτές μετάνοιες, φίλησε τίς εἰκόνες, πῆρε καιρό. ῾Δόξα Σοι ὁ Θεός᾽, ῾Κύριε, ἐλέησον᾽, ψέλλιζε διαρκῶς.
Μέχρι νά ᾽ρθεῖ ὁ νεωκόρος φόρεσε τήν στολή του, λέγοντας τήν συγκεκριμένη εὐχή γιά κάθε ἄμφιο, καί ξεκίνησε τήν προσκομιδή γιά τήν λειτουργία τοῦ Σαββάτου. Κάθε Σάββατο καί Κυριακή ὅλον τόν χρόνο λειτουργοῦσε. Πέρα ἀπό τίς ἄλλες γιορτές. ῾Ο κόσμος, ὅσο μποροῦσε, ἀνταποκρινόταν. ῎Εβλεπε κι ἔνιωθε ὅτι στό μοναστηράκι αὐτό ἡ Θεία Λειτουργία ἦταν κάτι ἄλλο. Σάν νά κατέβαινε ὁ οὐρανός στήν γῆ.
῾Εὐλογητός ὁ Θεός ἡμῶν πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων᾽, πῆρε νά λέει ὁ Γέροντας κι ἄρχισε νά λέει ὅ,τι εἶχε μάθει γιά τήν ἀκολουθία τῆς Προσκομιδῆς.
Κοίταξε στό ἡμίφως τῶν κεριῶν δεξιά καί ἀριστερά του. ῾Δόξα Σοι ὁ Θεός᾽, ψιθύρισε μέ εὐγνωμοσύνη. ῾῞Αγιοι ἄγγελοι πρεσβεύσατε καί ὑπέρ ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ᾽, ἔκανε μία κίνηση προσκύνησης βλέποντας τούς ἁγίους ἀγγέλους πού παρευρίσκονταν κάθε φορά πού ξεκινοῦσε τήν ἁγία τελετή, ἀλλά καί μετέπειτα στήν ὅλη ἀκολουθία.
Ξάφνου ἄκουσε βήματα καί κάτι σάν συζήτηση ἔξω ἀπό τό ἱερό πού τόν παραξένεψαν. ῾Γέροντα,  τήν εὐχή σου. ῾Ο Κωστῆς εἶμαι, ἀλλά ὄχι μόνος᾽, εἶπε ψιθυριστά ὁ νεωκόρος καί ψάλτης, ὁ ὁποῖος καί αὐτός εἶχε μάθει καί ἀκολουθοῦσε τό ὡράριο τοῦ Γέροντα.  ῾῎Εχει ἔλθει κι ἕνας παπᾶς ξένος μαζί μέ κάποιους ἄλλους καί περιμένει ἔξω ἀπό τό ἱερό᾽, συνέχισε, κατεβάζοντας ἀκόμη περισσότερο τόν τόνο τῆς φωνῆς του καί πλησιάζοντας τόν Γέροντα γιά νά φιλήσει τό χέρι του. ῾Νά τοῦ πῶ νά μπεῖ μέσα; Δέν μοιάζει χωριατόπαπας κι οὔτε τόν ἔχω ματαδεῖ. Ποιός ξέρει ἀπό ποιά πόλη ἦρθε καί πῶς ξέπεσε κατά δῶ;᾽
῾Πές του, παιδί μου, νά περάσει. Οἱ ἱερεῖς στό ἅγιο βῆμα μπαίνουν καί προσκυνοῦν᾽.
῾Ο παπᾶς ἦταν ἕνας νεαρός διάκος πού εἶχε ἔρθει μέ κάποιους προσκυνητές, γιατί εἶχε μάθει ὅτι ὑπάρχει αὐτό τό μοναστηράκι τῶν ἁγίων ᾽Αναργύρων, τό ὁποῖο σημειωτέον ἐκτός ἀπό τήν πνευματική του προσφορά εἶχε νά προσφέρει καί μία καταπληκτικοῦ κάλλους φυσική ὀμορφιά. Βρισκόταν ἀνάμεσα σέ λυγερόκορμα δέντρα, μέσα σέ πλούσια βλάστηση, πού τά πτηνά τοῦ οὐρανοῦ ἔβρισκαν καταφύγιο, δοξολογώντας τόν Θεό μέ τό ἀδιάκοπο τιτίβισμά τους. Θέλησαν λοιπόν νά προσκυνήσουν τούς ἁγίους καί νά ἀπολαύσουν τήν φύση τοῦ Θεοῦ, καί μέ τήν εὐκαιρία νά λειτουργηθοῦν, μιά καί ἦταν Σάββατο.
῾Παιδί μου, νά μέ συμπαθᾶς᾽ εἶπε ὁ Γέροντας στόν νεαρό διάκο. ῾Θά τά ποῦμε ἀργότερα, στό τέλος᾽.
῾Ο Γέροντας συνέχισε τήν προσκομιδή μέχρι νά ἔλθει ἡ ὥρα νά βάλει ῾εὐλογητό᾽ γιά τόν ὄρθρο. ῾Ο διάκος στεκόταν πλάϊ του στό μικρό ἱερό καί παρακολουθοῦσε μέ προσοχή τήν ὅλη τελετή. ῾Η μορφή τοῦ Γέροντα τόν εἶχε ἐντυπωσιάσει. Τοῦ εἶχαν μιλήσει γιά τήν ἁγιότητά του, ἀλλά τό διεπίστωνε κι ὁ ἴδιος. Στό βλέμμα τοῦ ἁπλοῦ αὐτοῦ καλόγερου ἔβλεπε μιά ὑπερκοσμιότητα πού δέν εἶχε ξαναδεῖ σέ ἄλλους ἱερεῖς.
῾Μά..., Γέροντα, συγγνώμη πού ἐπεμβαίνω, μέ ὅλο τό θάρρος...᾽, διέκοψε τήν τελετή κάποια στιγμή μέ συστολή καί μεγάλη σεμνότητα ὁ διάκος. Εἶχε παλέψει νά μή μιλήσει, ἀλλά ἡ συνείδησή του τόν ἔκανε νά ξεπεράσει τόν δισταγμό του. ῾Δέν θά ἔλεγα τίποτε, ἀλλά αὐτά πού λέτε στήν προσκομιδή δέν εἶναι τῆς ὀρθόδοξης πίστης μας, ἀλλά κάποιας κακόδοξης. Δέν μπορῶ νά μήν σᾶς τό πῶ᾽.
Σάν νά τοῦ κακοφάνηκε τοῦ Γέροντα ἡ ἐπέμβαση τοῦ διάκου. ῾Ο ἴδιος συνέχιζε νά βλέπει τούς ἀγγέλους, τούς ὁποίους προφανῶς δέν ἔβλεπε ὁ νεαρός κληρικός, γι᾽ αὐτό καί στηριγμένος στήν ὅρασή του καταφρόνησε τά λόγια τοῦ διάκου. ῎Εκανε πώς δέν τόν ἄκουσε καί συνέχισε τό ἔργο του.
῾Ο διάκος ὅμως ἐπέμενε. ῾᾽Εδῶ δέν εἶναι θέμα εὐγένειας᾽ ἔλεγε ὁ λογισμός του, καί δικαίως. ῾᾽Εδῶ εἶναι θέμα ὀρθῆς πίστης. Καί μέ τήν πίστη δέν παίζει κανείς. ῾Ο Γέροντας εἶναι ἅγιος, ἀλλά σφάλλει᾽.
῾Σφάλλετε, Γέροντα, γιατί αὐτά πού λέτε ὡς εὐχές δέν τά παραδέχεται ἡ ᾽Εκκλησία μας᾽.
Προβληματίστηκε ὁ Γέροντας ἀπό τήν ἐπιμονή τοῦ διάκου νά τόν ἐλέγχει. Στράφηκε καί πάλι πρός τούς ἀγγέλους.
῾᾽Επειδή ὁ διάκονος αὐτά κι αὐτά μοῦ λέει, εἶναι σωστά τά λόγια του; ῎Εχει δίκιο ἤ ἄδικο;᾽
῾Νά τά παραδεχτεῖς, Γέροντα᾽, τοῦ εἶπαν οἱ ἄγγελοι, πάλι μέ φωνή πού μόνος αὐτός ἄκουγε. ῾῾Ο διάκος καλά σοῦ τά λέει᾽.
᾽Απόρησε καί παραξενεύτηκε ὁ Γέροντας. ῾Καί τόσο καιρό πού μέ  βλέπετε νά τά λέω λάθος, γιατί δέν μοῦ εἴπατε τίποτε; Γιατί δέν μέ διορθώσατε ἐσεῖς;᾽ Φάνηκε ἐξουθενωμένος ὁ παπᾶς.
῾Γιατί ὁ Θεός ἔτσι οἰκονόμησε τά πράγματα: ὁ ἄνθρωπος νά διορθώνεται ἀπό ἀνθρώπους. Γέροντα, μή ξεχνᾶς. ῾Ο Θεός μας γιά νά σώσει τούς ἀνθρώπους δέν ἔγινε ἄγγελος, δέν ἔγινε κάτι ἄλλο, ἀλλά ἔγινε κι ᾽Εκεῖνος ἄνθρωπος. Ἡ ἀπάντηση στήν ἐρώτησή σου εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ᾽Ιησοῦς Χριστός᾽.
Φωτίστηκε ὁ νοῦς τοῦ ἁπλοϊκοῦ ἅγιου Γέροντα. Ταπεινά διόρθωσε ὅ,τι ἐσφαλμένο ἔκανε καί ἔλεγε, εὐχαρίστησε τόν Θεό καί τόν ἀδελφό.
Μά τό πολύ σημαντικότερο πού ἔμαθε ἦταν κάτι ἄλλο: κατάλαβε ὅτι ἡ παρουσία τοῦ κάθε συνανθρώπου του μπορεῖ νά εἶναι τό μήνυμα πού τοῦ στέλνει κάθε φορά ὁ Κύριος γιά τήν σωτηρία του.  Ὁ ἅγιος Γέροντας ἄρχισε νά ῾βλέπει᾽ ὡς ἀγγέλους καί τούς ἴδιους τούς συνανθρώπους του.

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ: ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΙΑΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ: ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ († 1911-2005)

Μιά ἄλλη φορά ταξίδευα ἀπό τήν Ἀθήνα γιά τήν Θεσσαλονίκη μέ τό τραῖνο. Δίπλα μου συνταξίδευαν καί 2-3 φοιτήτριες. Μέ ἐρώτησαν νά τούς ἐξηγήσω τό μυστήριο τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου. Πῶς δηλαδή ἡ Παναγία μας γέννησε παιδί καί ταυτόχρονα εἶναι Παρθένος.
-Ἀκοῦστε, βρέ παιδιά μου, τούς εἶπα. Βλέπετε τώρα πού ταξιδεύουμε ὁ ἥλιος ρίχνει τίς ἀκτῖνες του στήν γῆ. Μία δεσμίδα ἀπ᾿ αὐτές μπαίνουν μέσα στό βαγόνι μας ἀπό τό τζάμι. Χρειάζεται νά σπάσουν τό τζάμι γιά νά μποῦν μέσα;
-Ὄχι, πάτερ, δέν σπάζουν τό τζάμι.
-Ἔε, ἔτσι ἀκριβῶς συνέβη καί μέ τό μυστήριο τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Παναγίας μας. Μπῆκε μέσα της τό πῦρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ἄφησε κατά τρόπο ἀνερμήνευτο ἔγκυον, χωρίς νά σπάση τά δεσμά τῆς ἀειπαρθενίας της.
Ἐξεπλάγησαν μέ τό παράδειγμα αὐτό. Δέν εἶναι δικό μου, ἀλλά ἀπό κάποιο βιβλίο τό διάβασα.


Η ΥΠΑΠΑΝΤΗ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ - ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ - ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ - ΟΙΚΟΣ - ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟΝ

ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟ ΥΠΑΠΑΝΤΗΣ


Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2019

ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΦΑΙΝΕΤΑΙ


Αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος

Ο ιερέας μόλις είχε τελειώσει το συμβούλιο με την εκκλησιαστική επιτροπή. Είχε βραδιάσει πια. Η βροχή έκανε τους δρόμους να γυαλίζουν στο φως του φεγγαριού.
Μπήκε στο αμάξι του και πήρε τον δρόμο για το σπιτικό του. Ήταν πολύ κουρασμένος. Σωματικά αλλά και ψυχικά.

Όλη την ημέρα άκουγε τα προβλήματα του κόσμου προσπαθώντας να καθοδηγήσει, προσπαθώντας να μην αποκάμει ο ίδιος με αυτά που άκουγε δίνοντας συγχρόνως συγχώρεση και ελπίδα.
Καθώς είχε διασχίσει σχεδόν όλη την διαδρομή για το σπίτι του ξαφνικά πάτησε φρένο μπροστά σε ένα μαγαζί που πουλούσε σάντουιτς.
Κατέβηκε και με δυο τρία γρήγορα βήματα μπήκε μέσα στο κατάστημα. Η βροχή είχε δυναμώσει. Τα γυαλιά μυωπίας του θόλωσαν. Τα έβγαλε και τα σκούπισε με το εσώρασό του.

Στο κατάστημα δεν υπήρχε άλλος πελάτης. Δύο κοπέλες πίσω από τον κισέ και ένας νεαρός ο οποίος μάλλον πήγαινε τις παραγγελίες στα σπίτια.
«Θα ήθελα παρακαλώ, δύο σάντουιτς με γύρο και δύο με σουβλάκι...» είπε ο ιερέας.

Οι δύο κοπέλες κοιτάχτηκαν στα μάτια, με διάθεση να αστειευτούν.
Ο ιερέας κατευθύνθηκε προς το ψυγείο με τα αναψυκτικά και πήρε δύο. Τα τοποθέτησε δίπλα στην ταμειακή μηχανή. Αυτά που ζήτησε ήταν έτοιμα.
«Τι οφείλω παρακαλώ...», απευθύνθηκε στην κοπέλα που κτυπούσε τα πλήκτρα τις ταμειακής βαριεστημένα. Αντί όμως για την τιμή της παραγγελίας ο ιερέας δέχτηκε μία ερώτηση...
«Πάτερ, ξέρετε τί ημέρα είναι σήμερα; Μήπως ξεχάσατε»;

Ο ιερέας παραξενεύτηκε... «Τι ημέρα είναι...»;
«Είναι Παρασκευή πάτερ...δεν είναι νηστεία; Εσείς δήθεν πρέπει να μας δείχνεται το καλό παράδειγμα και όχι να τρώτε κρέατα τέτοια ημέρα...».
Ο ιερέας χαμήλωσε το κεφάλι του. Έβγαλε από το πορτοφόλι του το ποσό που είδε να αναγραφεται πάνω στην ταμειακή μηχανή.
«Κρατήστε τα ρέστα....θα ήθελα να προσεύχεστε για μένα, είμαι ένας ταλαίπωρος άνθρωπος γεμάτος πάθη...» είπε και βγήκε από το μαγαζί.
Η κοπέλα παρατήρησε ότι ο ιερέας βγαίνοντας από το μαγαζί τους δεν κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητό του, γεμάτη ικανοποίησε γι'αυτό που είπε έκανε να βγει και αυτή έξω...
«Μα που πάει...»; είπε κοιτώντας την άλλη κοπέλα η οποία είχε σαστίσει με το όλο σκηνικό.
Ο ιερέας κατευθύνθηκε προς την αντίθετη πλευρά που βρισκόταν η πορεία του προς το σπίτι του. Με γοργό βήμα σε λίγα δευτερόλεπτα βρέθηκε στο σημείο που ήθελε. Ένας κάδος σκουπιδιών. Η βροχή άρχισε να δυναμώνει ακόμα περισσότερο.
«Αδελφέ, μπορώ να σε απασχολήσω λίγο...» ήταν τα λόγια του ιερέως προς τον μελαψό άνδρα ο οποίος έψαχνε μέσα στα σκουπίδια.
Ο άνδρας άφησε τις σακούλες που είχε στο χέρι του. Κατευθύνθηκε προς τον ιερέα.

Στάθηκε ακριβώς μπροστά του. Τα μάτια τους κοινωνούσαν την ίδια βροχή, τον ίδιο αέρα, το ίδιο κρύο...
Ο ιερέας δεν είπε κάτι άλλο. Άπλωσε τα χέρια του τις σακούλες με τα σάντουιτς και τα αναψυκτικά.
Ο μελαψός άνδρας δεν άπλωσε τα δικά του. Μάλλον δεν πίστευε ότι αυτό του συμβαίνει. Ένα μικρό παιδάκι, μάλλον ο γιος του, το οποίο στεκόταν δίπλα του άπλωσε τα μικρά και αδύνατα χεράκια του και πήρε τις σακούλες και άρχισε να τα περιεργάζεται.

Ο ιερέας με ένα νεύμα συγκατάβασης γύρισε και απομακρύνθηκε.
Φτάνοντας στο αυτοκίνητό του, το οποίο το είχε αφήσει μπροστά στο σαντουιτσάδικο, τον περίμενε μια έκπληξη.
Η κοπέλα η οποία του είχε κάνει την παρατήρηση είχε βγει έξω για να δει που πήγε...τα είχε δει όλα.
«Πάτερ....συγνώμη...». Δεν πρόλαβε όμως να ολοκληρώσει. Ο ιερέας της έπιασε τα χέρια και διακόπτοντάς την είπε: «Μην στεναχωριέσαι...να εύχεσαι για μένα, καλό σου βράδυ».

Τα μάτια της κοπέλας βούρκωσαν...δύο τρία δάκρυα κύλισαν στα μάγουλά της καθώς έβλεπε το αυτοκίνητο του ιερέως να χάνεται μέσα στην βροχερή νύχτα.
Από το απέναντι πεζοδρόμιο περνούσαν τώρα ο μελαψός άνδρας με το μικρό παιδάκι του γελώντας και τρώγοντας αυτά που τους πρόσφερε ο ιερέας.
Η κοπέλα μπήκε μέσα στο μαγαζί.
«Είσαι καλά»; την ρώτησε η συνάδελφός της.
«Μεγάλο κακό το να κρίνουμε γρήγορα και επιπόλαια μόνο από αυτά που βλέπουμε...» είπε με τρεμάμενη φωνή.

Ο ΟΣΙΟΣ ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΣ ΚΑΙ ΟΣΙΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ: ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΣΥΜΠΟΡΕΥΣΙΣ

ΑΓΙΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ: ΕΑΝ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΠΟ ΑΓΑΠΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟ... ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΕΡΙΤΤΗ ΜΕΡΙΜΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ!


Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ: Εάν ο άνθρωπος από αγάπη προς τον Θεόν και χάριν της ενάρετου Ζωής δεν έχει περιττή μέριμνα για τον εαυτό του, πιστεύοντας ότι γι’ αυτόν φροντί­ζει ο Θεός, αυτή του η εμπιστοσύνη στην Πρόνοια του Θεού είναι και πραγματική και συνετή.

ΟΣΙΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ: ΠΟΣΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΧΑΡΑ ΘΑ ΝΟΙΩΘΕΙΣ, ΟΤΑΝ Ο ΝΟΥΣ ΣΟΥ ΒΛΕΠΕΙ ΤΟΝ ΗΛΙΟ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟΝ!


Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ: Μπορείς, βλέποντας τον ήλιο με τους φυσικούς οφθαλμούς, να μη χαίρεσαι; Μα πόσο μεγαλύτερη χαρά θα νοιώθεις, όταν ο νους σου βλέπει με τους ε­σωτερικούς οφθαλμούς τον Ήλιο της δικαιοσύνης, τον Χριστόν;

ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΣΙΝΑΪΤΗΣ: ΕΠΙΜΟΝΩΣ ΚΡΑΖΕ ΝΟΕΡΩΣ Ή ΨΥΧΙΚΩΣ ΤΟ, ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ, ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ!


Άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης: Επιμόνως κράζε νοερώς, ή ψυχικώς το, Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με!