ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.
Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2019
Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2019
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΘΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ EΠΙΒΟΛΗ ΤΗΣ ΑΣΧΗΜΙΑΣ
ΓΕΝΙΚΟΣ
ΕΘΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ EΠΙΒΟΛΗ ΤΗΣ ΑΣΧΗΜΙΑΣ
Από την
εικόνα των πόλεων και των πανεπιστημίων
μπορεί να
αντιληφθεί κάποιος και το επίπεδο της δημοκρατίας
Από τον
Αλκιβιάδη Κ. Κεφαλά
Οι
ταξιδιώτες σε άλλες χώρες πάντα επιδιώκουν να μένουν στο κέντρο των πόλεων,
επειδή είναι εύκολα προσβάσιμο, ενώ ταυτόχρονα απεικονίζει τη γενική εικόνα της
ψυχής της χώρας, όπως η εθνική αισθητική, τα έργα και τα κατορθώματα του λαού,
η Ιστορία, οι κοινωνικές εκφράσεις και οι ευαισθησίες, τα στοιχεία δηλαδή που
συγκροτούν τον πολιτισμό της.
Η εικόνα
και η καθαριότητα των πόλεων αντικατοπτρίζει τον βαθμό του αμοιβαίου σεβασμού
όχι μόνο μεταξύ των πολιτών, αλλά και των πολιτικών προς τους πολίτες, καθώς και
το επίπεδο της λειτουργίας του νόμου. Από την εικόνα και την αισθητική των
πόλεων είναι δυνατόν να αντιληφθεί κάποιος, εκτός των πολιτισμικών παραμέτρων,
και το επίπεδο της λειτουργίας της δημοκρατίας. Ολες οι ευρωπαϊκές πόλεις και
τα οικοδομήματα κατά το μάλλον ή ήττον έχουν κοινά μορφολογικά και αισθητικά
χαρακτηριστικά και συνεπώς η λειτουργία των πολιτιστικών, κοινωνικών και
πολιτικών εκφράσεων αναμένεται να είναι παρόμοια. Αυτές τις σκέψεις εξέφρασε
Ευρωπαίος καθηγητής, μόλις αντίκρισε την εικόνα των Αθηνών και τις χαβούζες των
ελληνικών πανεπιστημίων, αρκετά χρόνια μετά την πρώτη επίσκεψή του στην Ελλάδα,
τονίζοντας με έκπληξη ότι η δημόσια εικόνα αποσύνθεσης της πόλης και των
πνευματικών της κέντρων αναδεικνύει ότι ο κοινός γεωμετρικός τόπος της χώρας
μας με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες είναι το κενό σύνολο.
Η σύγκριση
της Αθήνας με τη Λισαβόνα και το Δουβλίνο, με τα ίδια οικονομικά προβλήματα,
καθώς και η σύγκριση των ελληνικών πανεπιστημίων με αυτά των άλλων χώρων
αποδεικνύουν ότι πολιτικές και κοινωνικές παθογένειες είναι τα αίτια της
οικονομικής κρίσης και της καθολικής αποτυχίας της χώρας μας και όχι το
αντίθετο. Συνεχίζοντας τις σκέψεις του, επισήμανε ότι αντιλαμβάνεται πλέον το
γεγονός της καθολικής σιωπής και της μηδενικής κοινωνικής αντίδρασης στην
εξαθλίωση, επειδή η κοινωνική ψυχολογία επισημαίνει ότι οι πολίτες που
αποδέχονται την καθολική υποβάθμιση της ποιότητας ζωής τους και την άθλια
εικόνα της πόλης που ζουν δεν πρόκειται να αντιδράσουν ούτε στη συστηματική
πολιτική ασέλγεια επί της κοινωνίας.
Αυτό που
επίσης δεν μπορούσε να κατανοήσει ο επισκέπτης είναι πώς είναι δυνατόν η γνώση
και η επιστήμη να καλλιεργούνται σε άθλιους πανεπιστημιακούς χώρους.
Επιβεβαίωσε έτσι το συμπέρασμα ότι η τεχνολογική, η επιστημονική και η
κοινωνική πρόοδος μιας χώρας είναι ανάλογη της δημόσιας εικόνας των πνευματικών
ιδρυμάτων της, με τον ίδιο τρόπο που η παροχή υγειονομικών υπηρεσιών σε ένα
νοσοκομείο είναι ανάλογη της εικόνας του.
Στην
Ελλάδα η αρχιτεκτονική, η συμμετρία και το μέτρο καλλιεργήθηκαν αδιαλείπτως από
το 1830 έως το 1955, τη χρονιά που επιβλήθηκε η αντιπαροχή ως το νέο οικιστικό
μοντέλο της χώρας. Στο παρελθόν η Ελλάδα, παρά τις καταστροφές και τους
πολέμους που βίωσε, συμπεριλαμβανομένου και του καταστροφικού Εμφυλίου, ήταν
ικανή να κινήσει την Ιστορία, να δείξει σημαντικά πολιτισμικά και οικονομικά
επιτεύγματα, καθώς και να διατηρήσει την κοινωνική συνοχή παρά τις τραυματικές
εμπειρίες, επειδή η «δημιουργία» αναδεικνύεται και προάγεται μόνο από ψυχικά
υγιή άτομα που επιδιώκουν να ζουν μέσα σε καλαίσθητους και αξιοπρεπείς χώρους.
Η άθλια εικόνα των Αθηνών σήμερα και γενικότερα των ελληνικών πόλεων φαίνεται
να μην ενοχλεί κανέναν, επειδή οι κάτοικοι της χώρας έχουν πλέον εθιστεί στην
αθλιότητα. Αυτός είναι ο λόγος που τοποθετούν διά της ψήφου των στην εξουσία
τους ίδιους διαχρονικούς προπαγανδιστές και φορείς της ασχήμιας.
Η
γενικευμένη εικόνα της αθλιότητας σαπίζει τον νου και συνεπώς εμποδίζει τους
πολίτες να δημιουργήσουν κάτι εκτός του πλαισίου των πολιτικών σχημάτων της
Μεταπολίτευσης. Η επέκταση της κομματικής αθλιότητας στα πανεπιστήμια, όπως
εκφράζεται μέσω της ρυπαρότητας του ακαδημαϊκού χώρου και του νομοθετικού
πλαισίου που την ενθαρρύνει, αποτελεί μοναδική περίπτωση στον διεθνή ακαδημαϊκό
χώρο.
Η
αισθητική του χώρου σπουδών κυρίως εμποδίζει τους σπουδαστές των ελληνικών
πανεπιστημίων, πολλοί από τους οποίους θα προωθηθούν στις ηγετικές ομάδες
αργότερα, να αναπτύξουν τους προβληματισμούς για το μέλλον της χώρας και το
δικό τους, ώστε να μπορέσουν να αποκτήσουν τα πνευματικά και γνωστικά εφόδια
που θα τους επιτρέψουν να επιβιώσουν σε ένα άγριο ανταγωνιστικό διεθνές
περιβάλλον στο οποίο τους τοποθέτησαν οι πολιτικοί καθοδηγητές τους.
Η
επιβαλλόμενη αθλιότητα του δημόσιου χώρου και των πνευματικών ιδρυμάτων,
αφενός, προσδιορίζει το ζοφερό μέλλον της χώρας και, αφετέρου, είναι συνειδητή
πολιτική πρακτική που εθίζει τους πολίτες στην ασχήμια, διαλύοντας την ψυχή
τους ώστε να μην αντιδρούν στις καταστροφικές πολιτικές πρακτικές.
*Διδάκτωρ Φυσικής του πανεπιστημίου του Manchester,
UK, δ/ντής Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών
dimokratianews11.02.2019
ΠΕΘ: ΟΙ ΠΟΛΥ ΑΥΣΤΗΡΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΤΙΘΕΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΆΡΘΡΟΥ 3
Αθήνα, 8 Φεβρουαρίου
2019
Όπως προκύπτει από το άρθρο (110) του Συντάγματος, οι
προϋποθέσεις αναθεωρήσεώς του είναι πολύ αυστηρές και πολύ περιοριστικές,
επιβάλλουν δε τη στενή ερμηνεία τους απαραιτήτως, όπως διδάσκεται σε όλες τις
νομικές σχολές του κόσμου και, μάλιστα, από το πρώτο (1ο) έτος, όπου
υπάρχουν τέτοιες διατάξεις, με τόσο αυστηρές προϋποθέσεις, ήτοι:
Αριθμ. Πρωτ. 7
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ
ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Οι θέσεις της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων, όπως προκύπτουν
από τη νομική επεξεργασία του Θέματος του νομικού μας Συμβούλου κ. Γ. Κρίππα
ΟΙ ΠΟΛΥ ΑΥΣΤΗΡΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΤΙΘΕΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ (3)
1) Δεν
επιτρέπεται αναθεώρηση οποτεδήποτε, αλλά μόνον για περιορισμένο χρόνο.
2) Δεν επιτρέπεται
αναθεώρηση από την Βουλή που την απεφάσισε, αλλά από την επόμενη.
3) Δεν
επιτρέπεται αναθεώρηση με απλή, αλλά με αυξημένη πλειοψηφία.
4) Δεν
επιτρέπεται κατάργηση διατάξεων του Συντάγματος, αλλά μόνον αναθεώρηση.
5) Δεν
επιτρέπεται κατάργηση υπό μορφή αναθεώρησης.
6) Επιτρέπεται
αναθεώρηση ορισμένων μόνον διατάξεων του Συντάγματος -και όχι όλων-ΟΧΙ ΟΜΩΣ
ΤΟΥ ΠΡΟΟΙΜΙΟΥ ΤΟΥ.
Το άρθρο(3) του
Συντάγματος (περί Θρησκείας και Εκκλησίας) αποτελεί ΠΑΡΕΚΤΑΣΗ ΤΟΥ
ΠΡΟΟΙΜΙΟΥ ΤΟΥ ΚΑΙ, ΣΥΝΕΠΩΣ, ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ Η ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ.
Όλα τα ανωτέρω
προκύπτουν εκ της ερμηνείας του άρθρου (110) του Συντάγματος και, προς τούτο,
επικαλούμεθα τις σπουδαιότερες πηγές τις αναφερόμενες στην ερμηνεία του Νόμου
και του Συντάγματος. Π.χ.:
1) Ο Γ. Μπαλής, Καθηγητής Πανεπιστημίου, στο
έργο του: Γενικαί αρχαί του
Αστικού Δικαίου, 5η έκδοση, στη σελίδα (16), αναφέρει
ότι κάθε διάταξη νόμου απαιτεί ειδική και προσωποποιημένη ερμηνεία. Στη σελίδα
(17), αναφέρει ότι το argumentum a silentio (δηλαδή το επιχείρημα που συνίσταται στη σιγή του νόμου), ΔΕΝ
ΕΙΝΑΙ ΑΚΑΤΑΓΩΝΙΣΤΟΝ, ΔΙΟΤΙ ΔΕΝ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ ΤΗΝ ΠΛΗΡΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΑΛΛΑ ΠΑΡΕΧΕΙ ΑΠΛΩΣ
ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΕΣ. Στη σελίδα (18), αναλύει την ιστορική ερμηνεία του νόμου,
η οποία στην περίπτωσή μας είναι μια και μόνη (λόγω του προοιμίου του
Συντάγματος και της παρέκτασής του, του άρθρου (3) του Συντάγματος). Στη ίδια
σελίδα, αναφέρεται στην τελεολογική ερμηνεία του Νόμου (σκοπιμότητα του Νόμου,
καθόσον ο Νόμος δεν θεσπίζεται αυθαιρέτως, αλλά για κάποιο σκοπό). Επομένως και
το προοίμιο του Συντάγματος και η παρέκτασή του, δηλαδή το άρθρο (3) του
Συντάγματος, έχουν θεσπιστεί για ορισμένο σκοπό, ήτοι για την συναλληλία
Κράτους – Εκκλησίας, γεγονός το οποίο προκύπτει και εκ της ως άνω ιστορικής
ερμηνείας του Νόμου. Τέλος, στη σελίδα (19), αναφέρεται στη λογική ερμηνεία του
Νόμου, η οποία καταλήγει στο ίδιο σημείο.
2) Ο Ιωάννης Σπυριδάκης (ομοίως Καθηγητής
Πανεπιστημίου και Ακαδημαϊκός), στο σύγγραμμά του: Βασικοί θεσμοί του ιδιωτικού δικαίου, στη σελίδα (34) αναλύει
την ιστορική ερμηνεία του Νόμου, κατά ταυτόσημο τρόπο, όπως και ο Γ. Μπαλής.
Στην ίδια σελίδα, αναφέρεται στην εννοιοκρατική ερμηνεία, ήτοι, στην εξέταση
των συμφερόντων του Νόμου, τα οποία είχε υπόψη του ο νομοθέτης, συμφωνώντας
-και εδώ- με τον Γ. Μπαλή. Τέλος, στην σελίδα (35), αναφέρεται στη διορθωτική
ερμηνεία του Νόμου, ήτοι στην αναζήτηση του πνεύματος του νομοθέτου (στο τι
ακριβώς ήθελε να θεσπίσει).
3) Ο Εμμανουήλ
Μιχελάκης, Καθηγητής Πανεπιστημίου, στο έργο του,Εισαγωγή εις το δίκαιον και εις την Επιστήμη του δικαίου, στη
σελίδα (67), αναφέρει ότι η γραμματική ερμηνεία του Νόμου (δηλαδή η απλή
ανάγνωση του Νόμου) είναι μη αποδεκτή. Στη σελίδα (59), αναφέρει ότι ο Νόμος
εφαρμόζεται αφ’ ής συντρέξουν πάντες οι κατά το Σύνταγμα όροι γενέσεως αυτού.
Στη σελίδα (56) αναφέρει ότι οι κανόνες του δικαίου είναι αναγκαστικού δικαίου,
και ότι στην κατηγορία αυτή ανήκει και το Σύνταγμα. Στη σελίδα (68), αναφέρεται στο argumentum a silentio, καθ’ όμοιο τρόπο, όπως και ο Γ. Μπαλής. Παραθέτουμε, μάλιστα, επί
λέξει το σχετικό κείμενο: «Το
επιχείρημα εκ της σιγής του Νόμου σημαίνει ότι του Νόμου μη διακρίνοντος, ούτε
και υμείς δυνάμεθα να διακρίνωμε. Νόμος λ.χ., ρυθμίζων τα των δημοσίων
υπαλλήλων, δεν διακρίνει μεταξύ τακτικών και εκτάκτων υπαλλήλων. Οι διατάξεις
τούτου είναι εφαρμοστέες και επί των εκτάκτων υπαλλήλων».
Όπως βλέπουμε ο τρόπος
αυτός της ερμηνείας (argumentum a silentio) πρέπει, κατ’ανάγκη, να εφαρμοστεί στο Προοίμιο του Συντάγματος και
στην παρέκτασή του (άρθρο (3) του Συντάγματος). Επομένως, αν θεωρηθεί ότι
το άρθρο (3) του Συντάγματος δεν αποτελεί παρέκταση του Προοιμίου, ερμηνεύεται
το Σύνταγμα κατά τρόπον μη αποδεκτό, εν όψει των κανόνων της ερμηνείας του
Νόμου.
Άλλωστε, όποιος
υποστηρίξει το αντίθετο, θα πρέπει να επικαλεστεί και ανάλογα επιχειρήματα, και
τέτοια επιχειρήματα δεν υπάρχουν πουθενά, σε κανένα έγκυρο σύγγραμμα γενικών
αρχών του δικαίου, είτε Έλληνα είτε αλλοδαπού συγγραφέα. Ο Εμμανουήλ Μιχελάκης,
επίσης, στη σελίδα (70), αναφερόμενος στην τελεολογική ερμηνεία του Νόμου (δηλαδή
ποιος ήταν ο σκοπός του νομοθέτου), αναφέρει ότι το είδος αυτό της ερμηνείας
του Νόμου το έχουν πρώτοι επισημάνει ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, προσθέτοντας
ότι ο σκοπός του Νομοθέτου αφορά σε ένα συγκεκριμένο σημείο και τίποτε άλλο,
όπως, ακριβώς, ο σκοπός ενός τοξότη, που είναι να πετύχει ορισμένο μόνο στόχο
και τίποτε άλλο.
Αν, επομένως,
καταλήγαμε στη γνώμη ότι η αναθεώρηση του Συντάγματος επιτρέπει τον χωρισμό
Κράτους – Εκκλησίας, αυτό πρέπει να εξάγεται από συγκεκριμένη διάταξη, πράγμα
το οποίο δεν προκύπτει από πουθενά, διότι, άλλως, ο συνταγματικός νομοθέτης δεν
θα τοποθετούσε στην κορυφή του Συντάγματος την επίκληση της Αγίας Τριάδας.
Υπ’ όψη ότι και σε
άλλα κράτη της Ευρώπης υπάρχει στο προοίμιο του Συντάγματος επίκληση της Αγίας
Τριάδος (π.χ. Γερμανία, Ιρλανδία, κ.λπ.), με αποκορύφωση το προοίμιο του
Ιρλανδικού Συντάγματος, το οποίο επικαλείται την Αγία Τριάδα με ένα κείμενο,
λίαν εκτεταμένο (στο οποίο αναλύει λεπτομερώς και για ποιον λόγο έγινε αυτή η
επίκληση, ήτοι, διότι η Αγία Τριάδα ίδρυσε το Ιρλανδικό κράτος και απελευθέρωσε
τους Ιρλανδούς).
Επομένως, αν κάποια
Βουλή προχωρήσει στην αναθεώρηση του εν προκειμένω άρθρου (3), τι δέον
γενέσθαι; Έχουμε κάποιου είδους «αντισυνταγματικότητα» του Συντάγματος;
Στο εν λόγω ερώτημα, πρέπει να απαντήσουμε θετικά.
Και εξηγούμαστε: Είναι
γνωστό στους Συνταγματολόγους ότι, ήδη από του έτους 1951, ο Γερμανός
καθηγητής Otto Bachof, στο έργον τουVerfassungswidrige Verfassuνgsnormen, υπογράμμισε, κατά
τρόπον πειστικό, ότι πράγματι, μπορεί να υπάρξει περίπτωση μια διάταξη ενός
Συντάγματος να είναι αντισυνταγματική.
Αυτό, για παράδειγμα,
μπορεί να συμβεί, στην περίπτωση, που, όπως προαναφέραμε, αναθεωρηθεί το άρθρο
(3). Η άποψη αυτή έχει γίνει ευρύτερα αποδεκτή (μια περιήγηση δε στο ΙΝΤΕΡΝΕΤ
προσφέρει, εν προκειμένω, πλήρη θεωρητικά και βιβλιογραφικά στοιχεία).
Με βάση τα ανωτέρω,
προκύπτει ότι η τυχόν αναθεώρηση του άρθρου (3), αποτελεί συνταγματική
παρέκκλιση και ότι είναι δυνατόν να ελεγχθεί από τα δικαστήρια, τα οποία
και υποχρεούνται, να αποφανθούν για την περίπτωση «αντισυνταγματικότητας» και
να μην αδιαφορήσουν ή να υπεκφύγουν. Και τούτο, εν όψει των
προαναφερομένων και, ιδιαιτέρως, των λίαν αυστηρών και επιτακτικών διατάξεων
του Συντάγματος, που αναφέρονται στην αναθεώρησή του, προς την οποίαν δυσπιστούν,
περιορίζοντάς την σε πολύ αυστηρά όρια και υπό πολλούς και αυστηρούς όρους και
προϋποθέσεις.
Το ΔΣ της ΠΕΘ
Π. ΙΩΗΛ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: ΞΕΡΕΙΣ ΝΑ ΛΕΣ ΤΟ «ΠΑΤΕΡ ΗΜΩΝ»;
– Να μάθεις καλά το
«Πάτερ ημών». Ακούς;
– Το
«Πάτερ ημών» το ξέρω, δέσποτά μου, απ’ έξω από τότε που ήμουν παιδί.
– Απ’ έξω το ξέρεις, αλλά δεν το ξέρεις από
μέσα.
– Τι εννοείτε;
– Δεν ξέρεις το νόημά του. Μηχανικά το
απαγγέλλεις. Αν το ήξερες από μέσα, θα συγχωρούσες προθυμότατα τον πλησίον σου,
διότι αλλιώς δεν υπάρχει περίπτωση να συγχωρηθείς και εσύ από Τον Θεό για τις
αμαρτίες σου.
Το «άφες ημίν τα οφειλήματα ημών ως και ημείς
αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών» αυτό σημαίνει.
Λοιπόν να μάθεις το «Πάτερ ημών» από μέσα.
Σύμφωνοι;
π. Ιωήλ Γιαννακόπουλος
ΑΓΙΟΙ ΑΚΥΛΑΣ ΚΑΙ ΠΡΙΣΚΙΛΛΑ, ΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ- ΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΠΡΟΣΤΑΤΕΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
ΑΓΙΟΙ ΑΚΥΛΑΣ ΚΑΙ
ΠΡΙΣΚΙΛΛΑ ΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ
ΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΠΡΟΣΤΑΤΕΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
ΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΠΡΟΣΤΑΤΕΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Η Εκκλησία τιμά το
άγιο αυτό ζευγάρι στις 13 Φεβρουαρίου κάθε έτους. Όμως τα χριστιανικά ζευγάρια
ας μην μένουν μόνο σε μία ημέρα εκδήλωσης του έρωτος και της αγάπης τους προς
τον άλλο.
Διότι λέγει ο ιερός
Χρυσόστομος: “Δεν υπάρχει τίποτε, τίποτε πολυτιμότερο από το ν’ αγαπιέται πολύ
ο άντρας από τη γυναίκα του και η γυναίκα από τον άντρα της”. και πάλι “Δεν
είναι η περιουσία που φέρνει τον πλούτο στους συζύγους, αλλά η μεταξύ τους αγάπη”.
Ο Άγιος Ακύλας και η Αγία Πρίσκιλλα: το ιδανικό χριστιανικό ζευγάρι και προστάτες των συζύγων
“Να ποιους πρέπει τα ζευγάρια να μιμούνται, να ποιοι είναι οι προστάτες τους. Ο άγιος Ακύλας και η αγία Πρίσκιλλα ήταν δύο άνθρωποι που ήταν ερωτευμένοι μεταξύ τους, όμως συγχρόνως είχαν και έναν κοινό έρωτα για ένα άλλο πρόσωπο…όχι ανθρώπινο αλλά Θεανθρώπινο. Του Ιησού Χριστού. Και αυτός ο έρωτας για τον Χριστό αναζωογονούσε και τον μεταξύ τους έρωτα.”
Ο Άγιος Ακύλας και η Αγία Πρίσκιλλα: το ιδανικό χριστιανικό ζευγάρι και προστάτες των συζύγων
“Να ποιους πρέπει τα ζευγάρια να μιμούνται, να ποιοι είναι οι προστάτες τους. Ο άγιος Ακύλας και η αγία Πρίσκιλλα ήταν δύο άνθρωποι που ήταν ερωτευμένοι μεταξύ τους, όμως συγχρόνως είχαν και έναν κοινό έρωτα για ένα άλλο πρόσωπο…όχι ανθρώπινο αλλά Θεανθρώπινο. Του Ιησού Χριστού. Και αυτός ο έρωτας για τον Χριστό αναζωογονούσε και τον μεταξύ τους έρωτα.”
Χριστὸν ἀγαπήσαντες
καὶ φωτισθέντες τὸν νοῦν, τὴ πίστει ἐνούμενοι καὶ συζυγία σεμνή, Ἀκύλας καὶ
Πρισκίλλα ἤσαν μὲν προεστῶτες ἐκκλησίας κατ’ οἶκον, Παύλου δὲ τοῦ φωστῆρος
συνεργοὶ καὶ προστᾶται. Διὸ αὐτοὺς τιμήσωμεν καὶ μιμησώμεθα.
Ο ΕΥΣΕΒΙΣΜΟΣ ΕΝΟΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΡΧΗ ΚΑΙ ΤΟ "ΠΑΤΕΡ ΗΜΩΝ"
Ένας ευσεβής
οικογενειάρχης από την Ανατολή, ο Γεώργιος, επισκέφθηκε τον αββά Σιλουανό, για
να τον συμβουλευτεί σχετικά με κάτι που τον απασχολούσε.
Τον τελευταίο καιρό είχε προβλήματα με έναν γείτονά του, που του έκανε ζημιές στο κτήμα του. Για όλες τις ταλαιπωρίες ο Γεώργιος έκανε υπομονή και τις ξεπερνούσε με την προσευχή του στο Θεό.
Όσο περνούσαν όμως οι μέρες ο γείτονας γινόταν όλο και χειρότερος. Η υπομονή του Γεωργίου στο τέλος εξαντλήθηκε και πήρε την απόφαση να πάει το γείτονά του στα δικαστήρια.
Θέλησε να ρωτήσει γι’ αυτό τον αββά Σιλουανό. Στην εξομολόγησή του ο Γεώργιος αποκάλυψε στο Γέροντα το πρόβλημά του και την απόφασή του να πάει τον σκληρόκαρδο γείτονα στα δικαστήρια.
Τον τελευταίο καιρό είχε προβλήματα με έναν γείτονά του, που του έκανε ζημιές στο κτήμα του. Για όλες τις ταλαιπωρίες ο Γεώργιος έκανε υπομονή και τις ξεπερνούσε με την προσευχή του στο Θεό.
Όσο περνούσαν όμως οι μέρες ο γείτονας γινόταν όλο και χειρότερος. Η υπομονή του Γεωργίου στο τέλος εξαντλήθηκε και πήρε την απόφαση να πάει το γείτονά του στα δικαστήρια.
Θέλησε να ρωτήσει γι’ αυτό τον αββά Σιλουανό. Στην εξομολόγησή του ο Γεώργιος αποκάλυψε στο Γέροντα το πρόβλημά του και την απόφασή του να πάει τον σκληρόκαρδο γείτονα στα δικαστήρια.
Ο γέροντας, σιωπηλός
και ατάραχος, του λέει:
- Κάνε όπως θέλεις,
παιδί μου.
- Δεν νομίζεις όμως,
Γέροντα, ότι αν τιμωρηθεί αυστηρά θα ‘ναι πιο δίκαιο;
- Κάνε ό,τι σε
αναπαύει, απάντησε ο Γέροντας με αδιαφορία.
- Θα ‘ναι καλύτερα
και για την ψυχή του, ε Αββά; Ρώτησε ο Γεώργιος, μα ο Γέροντας δεν απάντησε.
- Τότε λοιπόν να
πηγαίνω σιγά-σιγά, είπε ο Γεώργιος, να μην κουράζω άλλο την αγάπη σου. Θα φύγω
για το δικαστή κατευθείαν.
- Στάσου λίγο, παιδί
μου. Μη βιάζεσαι τόσο, είπε ο Γέροντας. Έλα να προσευχηθούμε πρώτα, να
ευλογήσει ο Θεός την πράξη σου.
Σηκώθηκε ο Γέροντας
και πήρε τον Γεώργιο και στάθηκαν μπροστά στην εικόνα του Παντοκράτορα.
Αφού έκανε τον σταυρό
του ο Αββάς, άρχισε να λέει:
«Πάτερ ημών, ο εν
τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου• ελθέτω η βασιλεία σου• γενηθήτω το
θέλημά σου ως εν ουρανώ και επί της γης. Τον άρτον ημών τον επιούσιον δός ημίν
σήμερον και μη αφίης ημίν τα οφειλήματα ημών, ως ουδέ ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις
ημών».
Στα τελευταία αυτά
λόγια της προσευχής του αββά Σιλουανού ο Γεώργιος φώναξε:
-Μα, γέροντα, δε λέει
έτσι η Κυριακή Προσευχή. Μήπως κάνετε κάποιο λάθος;
-Πραγματικά, παιδί
μου, δεν λέει έτσι η Κυριακή Προσευχή, είπε με σταθερή φωνή ο Αββάς. Έτσι όμως
είναι η πραγματικότητα. Αφού εσύ αποφάσισες να παραδώσεις τον αδελφό στη
δικαιοσύνη, εγώ δεν μπορώ να κάνω άλλη προσευχή για σένα.
Ο Γεώργιος έμεινε
άφωνος! Πήρε ευχή και επέστρεψε στο σπίτι του. Τα λόγια του Αββά χαράκτηκαν
βαθιά στην ψυχή του. Ο Γεώργιος συνέχισε την ενάρετη ζωή του επαναλαμβάνοντας
το δίδαγμα του Αββά Σιλουανού:
«Άφες ημίν τα
οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών…»
ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ
Ήταν ο άνθρωπος της
παρέας. Πειράγματα, αισχρόλογα, αστεϊσμοί και άλλα πολλά ήταν στον ημερήσιο
κατάλογο των κατορθωμάτων του. Τα χρόνια περνούσαν και ποτέ του δεν συνδέθηκε
με κάποιους ανθρώπους…ποτέ του δεν εμπιστεύτηκε κανέναν. Όλοι τον θέλανε για
την παρέα αλλά μέχρις εκεί. Αλλά και ο ίδιος κανέναν δεν έπαιρνε στα σοβαρά,
κανέναν δεν αισθανόταν δικό του άνθρωπο, φίλο του, οικείο του.
Κάπου στα 30 του,
γνώρισε μία κοπέλα. Την γνώρισε μέσα από μια τυχαία παρέα, διαμέσου γνωστών
αγνώστων. Η κοπέλα αυτή είχε κάτι το διαφορετικό, κάτι το «περίεργο». Του
κίνησε το ενδιαφέρον. Όταν τύχαινε στην παρέα να βρίσκεται και εκείνη (σπάνια),
αυτός σταματούσε τις ανοησίες, σταματούσε τις αισχρότητες τις οποίες οι
υπόλοιποι τον ωθούσαν να πράξει για χάριν της παρέας και του κεφιού.
Μετά από μερικούς
μήνες πήρε το θάρρος και την ζήτησε να βγούνε έξω. Εκείνη δέχτηκε, προσφέροντάς
του μία ευχάριστη έκπληξη. Δεν περίμενε να βγεί μαζί του ραντεβού...
Από το πρώτο ραντεβού
κατάλαβε ότι είχε να κάνει με μία κοπέλα που πίστευε βαθιά στον Θεό. Απ΄την
άλλη αυτός στο στόμα του έπιανε κάτι το "εκκλησιαστικό" μόνο για να
το κοροϊδέψει και να το κατακρίνει.
Τα λόγια της κοπέλας
είχαν μία γλυκύτητα. Μιλούσε και νόμιζες ότι σε μιλούσε μια μελωδία. Τα
ραντεβού έφευγαν το ένα μετά το άλλο…η κοπέλα πάντα χαμογελαστή και πρόσχαρη,
εκείνος ανήσυχος και προβληματισμένος. Του μιλούσε για τον Θεό, του μιλούσε για
την ζωή μέσα στην Εκκλησία, του μιλούσε για την γνήσια και ανιδιοτελή αγάπη.
Εκείνος αναπαυόταν μόνο στην σιγουριά των ματιών της.
Ποτέ δεν άγγιξε εκείνη
την κοπέλα, μέχρις ότου στο τελευταίο τους ραντεβού του είπε: «Θα ήθελα να
προσευχηθείς για εμένα…την άλλη εβδομάδα θα κάνω μία πολύ σοβαρή εγχείρηση στην
καρδιά…». Τα λόγια της πάγωσαν το βλέμμα του. Ασυναίσθητα έπιασε τα χέρια της.
Του ήταν αδιανόητο ότι μπορεί να την έχανε. «Ναι, θα προσευχηθώ….», είπε με
τρεμάμενη φωνή.
Η κοπέλα σηκώθηκε τον
ασπάσθηκε και έφυγε λέγοντας «Θα σε πάρω τηλέφωνο…». Εκείνος δεν είπε τίποτα.
Η ημέρα της εγχείρησης
ήρθε. Σηκώθηκε το πρωί ενθυμούμενος ότι θα «πρέπει» να προσευχηθεί. Της το
υποσχέθηκε. Δεν ήξερε πως. Δεν γνώριζε απ΄αυτά τα πράγματα...
Θυμήθηκε την
μαυροφορεμένη γιαγιά του που τον πήγαινε μικρό σε ένα μικρό μοναστηράκι δίπλα
στο χωριό του. Ήταν το μοναδικό ίσως μέρος που θεωρούσε άσπιλο, γνήσιο και
αγνό. Κίνησε προς τα εκεί.
Ήταν πλέον μεσημέρι,
σχεδόν εκείνη η ώρα που η κοπέλα θα έκανε την εγχείρηση. Έσβησε τη μηχανή του
αυτοκινήτου και μαζί της έκλεισε και το ραδιόφωνο που τόσο ώρα έπαιζε στους
κσσμικούς του ρυθμούς. Σιωπή. Έκανε να βγεί από το αυτοκίνητο προσεκτικά και
ακόμα πιο ευλαβικά έκλεισε την πόρτα του αυτοκινήτου. Αυτή η ησυχία είχε κάτι
το ιερό, σαν να έκρυβε κάτι το πολύτιμο...
Πρώτη φορά στη ζωή του
βίωνε κάτι τέτοιο. Ησυχία, μέσα στην ανησυχία του. Προχώρησε προς το ναό.
Μερικά κεράκια τρεμόπαιζαν στο μανουάλι του εξωνάρθηκα.
Στάθηκε μπροστά στην
πόρτα του ναού, η οποία του έφερε μπροστά του, το ιλαρό πρόσωπο της γιαγιάς
του. Μικρό παιδί το έπαιρνε από το χέρι και ερχόταν εδώ να ανάψουν τα καντήλια.
Τόσα χρόνια όλες αυτές οι ιερές μνήμες είχαν πέσει στο σκοτάδι της λήθης...σαν
να μην τα είχε ζήσει.
Έκανε τον σταυρό του
και έπιασε το χερούλι της πόρτα για να μπει στα ενδότερα.
Η πόρτα άνοιξε και
μαζί της άνοιξε η πόρτα της καρδιάς του. Η πόρτα του ναού άνοιξε και μαζί της
άνοιξαν και οι βρύσες των ματιών του. Έκλαιγε μέσα στην πρωτόγνωρη αυτή σιωπή.
Έκλαιγε βουβά καθώς τα χείλη του ασπαζόταν την εικόνα της Παναγιάς. Ήταν μόνος
του στον ναό. Για αρκετή ώρα τα δακρυσμένα μάτια του περιεργαζόταν τις
αγιογραφίες, τα προσκυνητάρια, το τέμπλο, τους πολυέλεους, τα στασίδια.
Πήγε και κάθισε στο
πρώτο σκαλοπάτι που οδηγούσε προς το πατάρι. Μπροστά του απλωνόταν μυστικά μια
απόκοσμη και συνάμα γνώριμη οικειότητα. Ένιωθε σπίτι του. Ένιωθε μέσα στον ναό,
σαν να βρισκόταν μέσα στην αγκαλιά της συγχωρεμένης του μητέρας...
«Θεέ μου, κάνε καλά αυτή
την κοπέλα που τόσο πολύ σε αγαπά…βοήθησέ την…βοήθησε και εμένα…». Τα λεπτά
περνούσαν. Δεν έλεγε να φύγει από εκείνο το σκαλοπάτι. Καθόταν εκεί γεμάτος
αγωνία για την ηρεμία που ένιωθε…
Κάτι του έλεγε ότι όλα
θα πάνε καλά. Μετά από αρκετή ώρα σηκώθηκε, ασπάσθηκε τις εικόνες στα
προσκυνητάρια και έφυγε. Μετά από δύο ημέρες κάποιος συγγενείς της κοπέλας τον
πήρε τηλέφωνο. «Όλα καλά πήγανε… μην ανησυχείς...».
Ύστερα από δύο ημέρες
πήγε την είδε στο νοσοκομείο. «Φαίνεσαι διαφορετικός…» του είπε μόλις τον είδε
η κοπέλα. «Σ’ευχαριστώ…εσύ μου έδειξες τον δρόμο προς τα εκεί…».
Ήταν η τελευταία φορά
που την έβλεπε. Την φίλησε για πρώτη και μοναδική φορά, στο μέτωπο, της
χαμογέλασε και έφυγε.
Πέρασαν πολλά χρόνια
από τότε. Και να που ήρθε η ώρα να φύγει από αυτήν την ζωή, σε βαθιά γεράματα,
εκείνος ο νέος.
Εκοιμήθη καθισμένος
στο σκαλοπάτι του ναού που τότε είχε δακρύσει... Εκοιμήθη μετά από χρόνια μέσα
στο μοναχικό ράσο, λέγοντας την ευχή.
Όλα άρχισαν μέσα από
μία κοσμική παρέα. Μεταμορφώθηκαν μέσα από την ουράνια παρέα της Χάρης του
Θεού. Και όλα ξαναρχίζουν τώρα, μέσα σε Φως, μέσα σε Αγάπη, μέσα στην
Αιωνιότητα…πίσω από την πόρτα του ναού.
Ξύλινη, κλειστή και
σιωπηλή σου μιλούσε για όλα εκείνα που είχε δει και ακούσει. Κι εκείνος, ο
μοναχός, πλέον ακίνητος, σου έγνεφε για τα λάθη που έκανε, για την μετάνοια που
έζησε, για την Αγάπη που έδωσε και έλαβε, για τις ημέρες της σιωπής που βίωσε
σαν σε πανηγύρι...
Αρχιμ. Παύλος
Παπαδόπουλος
ΠΑΡΕ ΛΙΓΟ ΛΑΔΙ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΝΤΗΛΙ ΚΑΙ ΡΙΧΤΟ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΚΑΖΑΝΙ
Διήγηση Άνθιμου
Μοναχού Διονυσιάτου
Ο μοναχός Άνθιμος μου διηγήθηκε και τα ακόλουθα: «Κατά την εποχήν όπου ήμην μάγειρος μίαν Κυριακήν όπου ετελείτο αγρυπνία, επήρα από το Σάββατον εσπέρας από τον δοχειάρην ρεβίθια να βράσω. Τα εμούσκευσα κατά την συνήθειαν και εις την ώραν του όρθρου τα έβαλα εις το καζάνι και έβραζον. Τα έβραζα επί τρεις συνεχείς ώρας. Εξώδευσα δύο φορεία ξύλα, και τα ευλογημένα (ή κάλλιον ειπείν τ΄ αφορισμένα) αντί να μαλακώσουν και να βράσουν, περισσότερον έσφιγγον και εσκληρύνοντο. Δεν φαντάζεσαι, αδελφέ, την στενοχωρίαν μου.
Ο μοναχός Άνθιμος μου διηγήθηκε και τα ακόλουθα: «Κατά την εποχήν όπου ήμην μάγειρος μίαν Κυριακήν όπου ετελείτο αγρυπνία, επήρα από το Σάββατον εσπέρας από τον δοχειάρην ρεβίθια να βράσω. Τα εμούσκευσα κατά την συνήθειαν και εις την ώραν του όρθρου τα έβαλα εις το καζάνι και έβραζον. Τα έβραζα επί τρεις συνεχείς ώρας. Εξώδευσα δύο φορεία ξύλα, και τα ευλογημένα (ή κάλλιον ειπείν τ΄ αφορισμένα) αντί να μαλακώσουν και να βράσουν, περισσότερον έσφιγγον και εσκληρύνοντο. Δεν φαντάζεσαι, αδελφέ, την στενοχωρίαν μου.
Πώς να τραπεζώσω; Οι
πατέρες όλην την νύχτα ν΄ αγρυπνούν εις την εκκλησίαν και να μείνουν νηστικοί
εις την τράπεζαν; Δεν εύρισκα παρηγορίαν. τί να κάμω ; Περίλυπος και
στενοχωρημένος ως ήμην, ανέβηκα εις το παρεκκλήσιον των Αγίων Αρχαγγέλων, του
οποίου την επιμέλειαν και φιλοκαλίαν από έτους είχον αναλάβει. Αφού άναψα τα
κανδήλια και μετά πολλής ευλαβείας και με στρωτάς μετανοίας τους επροσκύνησα,
ασπασθείς την αγίαν εικόνα των, επήρα το κομβοσχοίνιον εις τας χείρας μου και
μετά πολλής αγάπης και ευλαβείας τους επαρακαλούσα να συνδράμουν και να με
βγάλουν από την θλίψιν, ην είχον.
Τοιαύτα ουν
προσευχόμενος – ω της ταχείας σας αντιλήψεως και αγάπης, Άγιοι Αρχάγγελοι ! –
ακούω μίαν φωνήν εις την διάνοιάν μου, όπου μοι έλεγε : «Πάρε λίγο λάδι από το
καντήλι και ρίψε το μέσα εις το καζάνι». Τούτο μετ΄ ευλαβείας ποιήσας και
επιλέγων συγχρόνως το απολυτίκιόν των, ω του θαύματος, αδελφέ !, εντός 15
λεπτών, τα ξηρά, σκληρά, πρώην κακόβραστα ρεβίθια, έλυωσαν, έγιναν ως χυλός.
Τούτο ιδών, από βάθους ψυχής και καρδίας εδόξασα τον Θεόν, και ευχαρίστησα
ευλαβώς και ευγνωμόνως τους Αγίους Αρχαγγέλους, όπου με έβγαλαν από μίαν
μεγάλην λύπην και στενοχωρίαν.
Όταν έφαγον και
εσηκώθησαν από την τράπεζαν οι πατέρες, μερικοί εξ αυτών μοι είπον : «Θεός
σχωρέσει σε, πάτερ Άνθιμε, μας ανάπαυσες. Απ΄ αυτά τα ρεβίθια να βράζης
πάντοτε». Εγώ δε νοερώς ηυχαρίστουν και έχαιρον, δοξάζων και μεγαλύνων τους
Αγίους Αρχαγγέλους, ων ταις πρεσβείαις και προστασίαις αξιωθείημεν της αιωνίου
του Χριστού Βασιλείας.
Αμήν.
ΛΑΖΑΡΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΟΥ,
ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΙΚΑΙ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ, Ι.Μ. ΑΓ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΘΩΣ,
1989, σσ. 190 κ.ε.
Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2019
ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ
Θέσεις της Εκκλησίας
της Ελλάδος
για την Συνταγματική
αναθεώρηση (12/2/2019).
των
Κοινοβουλευτικών Κομμάτων
και
τους ανεξάρτητους Βουλευτές
Αξιότιμοι,
Συνοδική
Αποφάσει, ληφθείση εν τη Συνεδρία της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της 7ης μηνός
Φεβρουαρίου ε.ε.,
σας γνωρίζουμε ότι η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, εν
τη ρηθείση Συνεδρία Αυτής, απεφάσισε την δια του παρόντος αποστολή των κατωτέρω
θέσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος εν σχέσει προς την εκκρεμή διαδικασία
αναθεωρήσεως του ισχύοντος Συντάγματος επί των ζητημάτων ενδιαφέροντός Της και
παρακαλούμε να συνεκτιμηθούν κατά τις συζητήσεις και ψηφοφορίες στη Βουλή των
Ελλήνων.
Η
Εκκλησία της Ελλάδος θεωρεί ότι:
1. Η
προμετωπίδα του Συντάγματος, που επικαλείται την Αγία Τριάδα, αποτελεί βασικό
στοιχείο ιστορικής συνδέσεως του παρόντος Συντάγματος με την επαναστατική
προέλευση του Ελληνικού Κράτους. Η προμετωπίδα αυτή υπήρχε σε όλα τα
επαναστατικά Συντάγματα και η διατήρησή της τεκμηριώνει την διαρκή πεποίθηση
του συντακτικού νομοθέτη, ότι ο ελληνικός λαός ασκούσε πρωτογενή συντακτική
εξουσία και πριν την 3η Φεβρουαρίου 1830 (Πρωτόκολλο Λονδίνου), οπότε έλαβε
χώρα η διεθνής αναγνώριση του Ελληνικού Κράτους. Το Ελληνικό Κράτος δεν είναι
απλώς ένα δημιούργημα των συμφωνιών των Μεγάλων Δυνάμεων, αλλά ερείδεται στη
βάση ενός Έθνους με συγκεκριμένη πολιτιστική και θρησκευτική ταυτότητα. Δεν
είναι τυχαίο, ότι ο πατριωτικός αυτός συμβολισμός της προμετωπίδας και η
αναγωγή της στην Αγία Τριάδα ξεκίνησε με τις Εθνοσυνελεύσεις της εποχής της
Επανάστασης ως πολιτική επιλογή των χριστιανών ιδρυτών του νέου Κράτους. Η
παραμονή της προμετωπίδας των επαναστατικών Συνταγμάτων στο ισχύον Σύνταγμα,
αποδεικνύει ως σταθερή την άποψη της Πολιτείας μας ότι ο Ελληνικός Λαός, μέσα
από αγώνα για εθνική ανεξαρτησία απέναντι στην αλλόθρησκη εξουσία, δημιούργησε
το νέο κράτος.
2. Το
άρθρο 3 αποτελεί θεμέλιο νομικής οργανώσεως των σχέσεων τόσο του Κράτους και
της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος, όσο και της τελευταίας με την Μεγάλη του
Χριστού Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. Αποτελεί αμετάβλητο στοιχείο πάγιας
συνταγματικής παραδόσεως, έτυχε επιμελούς ερμηνευτικής επεξεργασίας από τα
δικαστήρια και δη το Συμβούλιο της Επικρατείας, χωρίς ποτέ να προκαλέσει
προβλήματα στην πράξη, ενώ, όταν απαιτήθηκε, συνερμηνεύθηκε από τα δικαστήρια
με το άρθρο 13 Συντ. περί θρησκευτικής ελευθερίας. Ο όρος «επικρατούσα
θρησκεία» έχει περιεχόμενο ιστορικό και πολιτισμικό, πληθυσμιακό και
διαπιστωτικό της ιστορικής, αλλά και ενεργού σχέσης του Ελληνικού Έθνους με την
ορθόδοξη παράδοση. Από το άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος δεν προκύπτει κανένας
περιορισμός των δικαιωμάτων πλήρους θρησκευτικής ελευθερίας των μη ορθόδοξων
θρησκευτικών κοινοτήτων ή κατοίκων της Επικράτειας. Σε κάθε περίπτωση η
Εκκλησία της Ελλάδος στηρίζει κάθε ιδιαίτερη συνταγματική αναφορά και προστασία
προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, την Εκκλησία της Κρήτης και τις Ιερές
Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου.
3. Η
προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 3 Συντ. εισάγει στο ανωτέρω σύστημα
ρυθμίσεως παράγοντα νοηματικά αόριστο, ο οποίος είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει
ερμηνευτικά προβλήματα και παραδοχές επικίνδυνες στις σχέσεις των δύο εγχωρίων
θεσμών (Κράτους – Εκκλησίας της Ελλάδος) και περαιτέρω και στις σχέσεις αυτών
με το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
Η
εισαγωγή της ρήτρας περί θρησκευτικά ουδέτερου κράτους, ειδικά στην πρώτη
παράγραφο του άρθρου 3 του Συντάγματος, που αναγνωρίζει τον ρόλο της Ορθόδοξης
Εκκλησίας, δίνει την εντύπωση ότι αποσκοπεί να ανταγωνισθεί, και στην πράξη να
ακυρώσει, την υφιστάμενη στο ίδιο άρθρο αναγνώριση της πλειοψηφούσας ορθόδοξης
χριστιανικής κοινότητας της χώρας. Η εισαγωγή στο Σύνταγμα της ρήτρας ότι η
Ελλάδα είναι «θρησκευτικά ουδέτερο κράτος» είναι πολιτικά, νομικά και εν γένει
επιστημονικά αόριστη. Δεν μπορεί να γίνει καμία συζήτηση, εάν δεν
διευκρινίζεται ποιό μοντέλο θρησκευτικής ουδετερότητας υπονοείται, διότι
υπάρχουν διεθνώς τόσα μοντέλα θρησκευτικής ουδετερότητας, όσα και τα κράτη, που
δηλώνουν θρησκευτικώς ουδέτερα, είτε μέσω της καθιερώσεώς τους ρητώς στα οικεία
Συντάγματα, είτε μέσω της σχετικής νομοθεσίας και της ιστορικής τους
παραδόσεως. Είναι προβληματική και επικίνδυνη η εισαγωγή μίας ρήτρας
συνθηματικής συντομίας, η οποία διεθνώς έχει πολύσημο περιεχόμενο. Θα πρέπει να
διευκρινίζεται, εάν πρόκειται για μία δυσμενή ουδετερότητα (θρησκευτικά
αδιάφορο κράτος) ή για μία ευμενή ουδετερότητα (μη παρεμβατικό κράτος, το οποίο
ενισχύει τα θρησκεύματα και αναγνωρίζει ιδιαίτερο καθεστώς για τη διευκόλυνση
της αποστολής τους). Δεν είναι τυχαίο εξ άλλου ότι κράτη, θρησκευτικώς
ουδέτερα, έχουν επιλέξει στα Συντάγματά τους περιφραστική περιγραφή του είδους
της ουδετερότητας, που υιοθετούν (π.χ. «δεν υπάρχει επίσημη θρησκεία», «το
κράτος δεν παρεμβαίνει στις θρησκευτικές κοινότητες» κ.λπ.), ώστε να είναι
σαφές το περιεχόμενο της ουδετερότητας, που εννοούν και δεν μεταχειρίζονται
αυτόν τον όρο, ο οποίος μπορεί να επιστηρίξει ακόμα και νομοθετικές πολιτικές
εχθρικές προς το θρησκευτικό φαινόμενο. Φυσικά ο αναθεωρητικός ζήλος περί τις
συνταγματικές σχέσεις Κράτους και Ορθόδοξης Εκκλησίας, στο μέτρο που επιχειρεί
να παρουσιάσει ως μείζονες θεσμικές αλλαγές και ως νέες αξιακές κατακτήσεις,
νομικές αρχές που είναι από καιρού δεδομένες στην νομολογία των ελληνικών
δικαστηρίων, αποβλέπει απλώς στην παραγωγή εντυπώσεων ότι ο δημόσιος χώρος στην
Ελλάδα δήθεν «θεοκρατείται» και επέρχεται θεσμικός εκσυγχρονισμός της ελληνικής
κοινωνίας. Ωστόσο ο κοσμικός χαρακτήρας του Ελληνικού Κράτους επαρκώς προκύπτει
από τρεις ισχυρές ρήτρες (άρθρα 1 παρ. 2-3, 87 παρ. 2, 13 παρ. 4 Συντ.).
4. Η
τυχόν επιβολή αποκλειστικά πολιτικού όρκου σε όλους τους κρατικούς
αξιωματούχους και δημόσιους λειτουργούς και υπαλλήλους, αντί της δυνατότητας
επιλογής μεταξύ πολιτικής ή θρησκευτικής ορκοδοσίας, συνιστά μία μορφή απόλυτης
απαγόρευσης εκδήλωσης θρησκευτικών πεποιθήσεων, αλλά ταυτόχρονα, συνδυαζόμενη
με την ρήτρα περί θρησκευτικής ουδετερότητας, αποκαλύπτει ότι το νόημα της
τελευταίας ρήτρας αποσκοπεί στη θεμελίωση του θρησκευτικά αδιάφορου κράτους.
5. Η
συνταγματική αναφορά και προστασία του θεσμού της οικογένειας ως «θεμελίου
συντήρησης και προαγωγής του Έθνους» πρέπει να διατηρηθεί. Το ενδιαφέρον της
Εκκλησίας πηγάζει από την όλη διδασκαλία της, ιδιαίτερα από τα κείμενα των
Ευαγγελίων, αλλά και από το ρόλο της παραδοσιακής οικογένειας στην επιβίωση του
Έθνους. Η σχετική διάταξη περί αναγνώρισης της οικογένειας, ως βασικού κυττάρου
της ελληνικής κοινωνίας, δεν πρέπει να απαλειφθεί ή να δώσει την θέση της μέσα
στο κείμενο του Συντάγματος σε άλλες μορφές συμβίωσης, οι οποίες δεν έχουν
καμία παράδοση στην ελληνική κοινωνία, αλλά ούτε εξασφαλίζουν και την προοπτική
ιστορικής επιβίωσης του ελληνικού λαού ή εθνικής και κοινωνικής συνοχής της
χώρας.
6.
Τέλος παρατίθενται και οι κατωτέρω συνοπτικές παρατηρήσεις, ώστε να καταστεί
σαφές ποιά ζητήματα σχέσεων Κράτους και Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος δεν
αφορούν οι υφιστάμενες συνταγματικές διατάξεις :
α.
Είναι γνωστό ότι η κρατική μισθοδοσία του Κλήρου και επιχορήγηση της
εκκλησιαστικής εκπαίδευσης δεν έχουν σχέση με το άρθρο 3 παρ. 1 εδαφ. α Συντ.
(δηλαδή την ρήτρα περί επικρατούσας θρησκείας).
β. Η
νομική μορφή της Εκκλησίας της Ελλάδος και των φορέων Της ως «νομικών προσώπων
δημοσίου δικαίου» δεν προκύπτει από το άρθρο 3 Συντ. Είναι ζήτημα του νομοθέτη
ο καθορισμός της νομικής προσωπικότητας της Εκκλησίας της Ελλάδος και των
φορέων Της.
γ.
Επιπλέον, μετά το 2010 δεν υπάρχει στην νομοθεσία κανένα φορολογικό προνόμιο
ειδικά προβλεπόμενο για την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος. Αυτό αποδεικνύει ότι
ουδεμία σχέση έχει το άρθρο 3 Συντ. με την φορολογία των φορέων της Εκκλησίας,
και ότι ουδεμία προνομιακή φορολογική μεταχείρισή Της επιβάλλει.
δ. Το
Μάθημα των Θρησκευτικών δεν υφίσταται στην εκπαίδευση λόγω του άρθρου 3 Συντ.
Το μάθημα υφίσταται λόγω του άρθρου 16 παρ. 2 Συντ., που επιβάλλει την
θρησκευτική αγωγή των νέων. Ακόμα και εάν δεν υπήρχε το άρθρο 3 Συντ., που
τεκμαίρει το γεγονός ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων είναι ορθόδοξοι χριστιανοί,
το Μάθημα των Θρησκευτικών και πάλι θα είχε πλειοψηφία ύλης από την Ανατολική
Ορθοδοξία, αφού το ανωτέρω αντικειμενικό γεγονός συντρέχει είτε το τεκμαίρει το
άρθρο 3 Συντ., είτε όχι. Το μάθημα πρέπει να ανταποκρίνεται στις μορφωτικές
ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας, η οποία κατά πλειοψηφία ανήκει στην Ορθόδοξη
Εκκλησία, και δεν μπορεί να αγνοεί την ιστορική πορεία και κοινωνική
πραγματικότητα του Ελληνικού Λαού. Αυτά όμως δεν έχουν σχέση με το άρθρο 3
Συντ.
ε. Το
άρθρο 3 Συντ. εγγυάται ότι το Κράτος αναγνωρίζει ως Ορθόδοξη Εκκλησία, ως φορέα
της επικρατούσας θρησκείας των Ελλήνων εκείνη την Εκκλησία που διοικείται με
βάση τα Πατριαρχικά έγγραφα (Τόμος 1850, Πράξη 1928) και έχει «κοινωνία» με το
Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούν να διεκδικήσουν την
θρησκευτική εκπροσώπηση των εν Ελλάδι ορθόδοξων χριστιανών έναντι του Κράτους
άλλες θρησκευτικές κοινότητες και ομάδες, που δεν πληρούν τα παραπάνω κριτήρια.
Το άρθρο 3 Συντ. αποτελεί ένα χρήσιμο κανόνα αναγνώρισης από το Κράτος ποιά
Εκκλησία είναι αυτή, που εκπροσωπεί την πλειοψηφία των Ελλήνων.
Συνεπώς,
υπό την ισχύ του άρθρου 3 Συντ. και των ορισμών, που αυτό εισάγει (= ορίζει
ποιά Εκκλησία είναι ο φορέας της επικρατούσας θρησκείας της χώρας), οι σχέσεις
Κράτους και Ορθόδοξης Εκκλησίας μπορούν να τροποποιούνται με κοινούς νόμους,
χωρίς την ανάγκη αναθεωρήσεως του άρθρου 3 του Συντάγματος. Προς την κατεύθυνση
αυτή η Εκκλησία της Ελλάδος έχει ζητήσει νομοθετικές αλλαγές, ήτοι προς την
κατεύθυνση της μεγαλύτερης αυτονομίας Της από το Κράτος, που εκκρεμούν και δεν
προϋποθέτουν καμία συνταγματική αναθεώρηση.
Επί δε
τούτοις, ευελπιστούντες ότι θέλετε κατανοήσει την σημασία των ως άνω εκτεθέντων
και ότι θα λάβετε υπ’ όψιν τις θέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος, επικαλούμεθα
εφ’ υμάς πλούσια τη Χαρη του Θεού και διατελούμε μετ' ευχών και τιμής.
Ὁ
Ἀρχιγραμματεύς
† Ὁ
Μεθώνης Κλήμης
ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ: ΤΟ ΔΗΛΗΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΖΗΛΕΙΑΣ
Άγιος Παΐσιος ο
Αγιορείτης: Το δηλητήριο της ζήλειας
–
Γέροντα, ζηλεύω μια αδελφή.
– Ξέρω ποιά αδελφή ζηλεύεις... Έμαθα όμως ότι κι εκείνη ζηλεύει εσένα! Εγώ θα εύχωμαι και οι δυο σας να ζηλεύετε τον ζηλωτή Ηλία και εκείνος να σάς διώξη την ζήλεια και να σάς δώση από τον δικό του θείο ζήλο. Αμήν.
– Όταν, Γέροντα, ζηλεύω, προσπαθώ να τοποθετηθώ λογικά.
– Αν εξ αρχής προσπαθήσης να μη ζηλέψης, δεν είναι πιο καλά; Η ζήλεια είναι γελοίο πράγμα. Λίγη σκέψη χρειάζεται, για να ξεπεράση την ζήλεια κανείς· δεν χρειάζεται να κάνη μεγάλους αγώνες και πολλή άσκηση, γιατί είναι ψυχικό πάθος.Πρόσεξε, μην αφήσης ποτέ το πάθος της ζήλειας να σε κυριέψη, γιατί είναι ένα από τα μεγαλύτερα πάθη. Ξέρεις από την ζήλεια που μπορεί να φθάση ο άνθρωπος; Στον φθόνο και στην διαβολή. Και οι διαβολές κάνουν πολύ μεγαλύτερο κακό από τον φθόνο.
– Γέροντα, τί έχει μέσα η ζήλεια;
– Και τί δεν έχει!... Υπερηφάνεια έχει, εγωισμό έχει, φιλαυτία έχει... Δεν έχει αγάπη ούτε φυσικά και ταπείνωση.
– Δηλαδή, Γέροντα, αν κανείς ζηλεύη, αποκλείεται να έχη αγάπη;
– Και βέβαια αποκλείεται! Δεν είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να έχη συγχρόνως ζήλεια και αγάπη. Κι αν ακόμη έχη λίγη αγάπη, η αγάπη του δεν είναι καθαρή, γιατί μέσα στην αγάπη του είναι ο εαυτός του. Η ζήλεια μουρνταρεύει την αγάπη και την καλωσύνη, όπως το ψόφιο ποντίκι μουρνταρεύει όλο το λάδι, όταν πέση μέσα στο πιθάρι
– Γέροντα, εγώ νομίζω ότι ζηλεύω, επειδή μέσα μου δεν νιώθω γεμάτη.
– Πώς να νιώθης γεμάτη, όταν τα θέλης όλα δικά σου;
– Όταν όμως επιθυμώ κάτι που δίνεται σε μια άλλη αδελφή;
– Αφού ο Θεός είπε:«ουκ επιθυμήσεις όσα τω πλησίον σού εστι», πώς να επιθυμήσουμε κάτι που έχει ο άλλος; Ούτε τις βασικές εντολές να μην τηρήσουμε;Μετά η ζωή μας γίνεται κόλαση.«Έκαστος πειράζεται υπό της ιδίας επιθυμίας», λέει ο Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος. Αυτές οι επιθυμίες θα βασανίζουν τις ψυχές και στην κόλαση. Κι αν μας πάρη ο Θεός στον Παράδεισο, χωρίς να έχουμε απαλλαγή από την ζήλεια, και εκεί δεν θα βρούμε ανάπαυση, γιατί θα έχουμε τις ίδιες παράλογες επιθυμίες.
– Ξέρω ποιά αδελφή ζηλεύεις... Έμαθα όμως ότι κι εκείνη ζηλεύει εσένα! Εγώ θα εύχωμαι και οι δυο σας να ζηλεύετε τον ζηλωτή Ηλία και εκείνος να σάς διώξη την ζήλεια και να σάς δώση από τον δικό του θείο ζήλο. Αμήν.
– Όταν, Γέροντα, ζηλεύω, προσπαθώ να τοποθετηθώ λογικά.
– Αν εξ αρχής προσπαθήσης να μη ζηλέψης, δεν είναι πιο καλά; Η ζήλεια είναι γελοίο πράγμα. Λίγη σκέψη χρειάζεται, για να ξεπεράση την ζήλεια κανείς· δεν χρειάζεται να κάνη μεγάλους αγώνες και πολλή άσκηση, γιατί είναι ψυχικό πάθος.Πρόσεξε, μην αφήσης ποτέ το πάθος της ζήλειας να σε κυριέψη, γιατί είναι ένα από τα μεγαλύτερα πάθη. Ξέρεις από την ζήλεια που μπορεί να φθάση ο άνθρωπος; Στον φθόνο και στην διαβολή. Και οι διαβολές κάνουν πολύ μεγαλύτερο κακό από τον φθόνο.
– Γέροντα, τί έχει μέσα η ζήλεια;
– Και τί δεν έχει!... Υπερηφάνεια έχει, εγωισμό έχει, φιλαυτία έχει... Δεν έχει αγάπη ούτε φυσικά και ταπείνωση.
– Δηλαδή, Γέροντα, αν κανείς ζηλεύη, αποκλείεται να έχη αγάπη;
– Και βέβαια αποκλείεται! Δεν είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να έχη συγχρόνως ζήλεια και αγάπη. Κι αν ακόμη έχη λίγη αγάπη, η αγάπη του δεν είναι καθαρή, γιατί μέσα στην αγάπη του είναι ο εαυτός του. Η ζήλεια μουρνταρεύει την αγάπη και την καλωσύνη, όπως το ψόφιο ποντίκι μουρνταρεύει όλο το λάδι, όταν πέση μέσα στο πιθάρι
– Γέροντα, εγώ νομίζω ότι ζηλεύω, επειδή μέσα μου δεν νιώθω γεμάτη.
– Πώς να νιώθης γεμάτη, όταν τα θέλης όλα δικά σου;
– Όταν όμως επιθυμώ κάτι που δίνεται σε μια άλλη αδελφή;
– Αφού ο Θεός είπε:«ουκ επιθυμήσεις όσα τω πλησίον σού εστι», πώς να επιθυμήσουμε κάτι που έχει ο άλλος; Ούτε τις βασικές εντολές να μην τηρήσουμε;Μετά η ζωή μας γίνεται κόλαση.«Έκαστος πειράζεται υπό της ιδίας επιθυμίας», λέει ο Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος. Αυτές οι επιθυμίες θα βασανίζουν τις ψυχές και στην κόλαση. Κι αν μας πάρη ο Θεός στον Παράδεισο, χωρίς να έχουμε απαλλαγή από την ζήλεια, και εκεί δεν θα βρούμε ανάπαυση, γιατί θα έχουμε τις ίδιες παράλογες επιθυμίες.
Από το
βιβλίο ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ Ε΄.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)