ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Παρασκευή 14 Ιουνίου 2019

ΑΓΙΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ: ΟΠΟΙΟΣ ΕΧΕΙ ΝΙΚΗΣΕΙ ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΟΥ ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΝΙΚΗΣΕΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΘΛΙΨΗ!


Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ: Όποιος έχει νικήσει τα πάθη του έχει κατανικήσει και την θλίψη.
*********
Όποιος νίκησε τα πάθη, νίκησε και τη λύπη. Όποιος όμως νικάται από τα πάθη, δεν θα αποφυγη τα δεσμά της λύπης. Όπως ένας άρρωστος γίνεται αντιληπτός από το χρώμα του προσώπου του, έτσι και ο κυριευμένος από τα πάθη διακρίνεται από τη λύπη. Όποιος αγαπά τον κόσμο είναι αδύνατον να μη λυπάται. Όποιος όμως τον περιφρονεί, είναι πάντοτε χαρούμενος.

ΓΕΡΩΝ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΣΑΧΑΡΩΦ: ΑΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΩ ΟΤΙ ΟΛΑ ΤΑ ΛΑΘΗ ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΜΕΝΑ ΚΑΙ ΟΧΙ ΑΠ' ΤΟΝ ΘΕΟ!


Γέρων Σωφρόνιος Σαχάρωφ: Αν ο Θεός υπάρχει, αναγνωρίζω ότι όλα τα λάθη προέρχονται από μένα και όχι από Αυτόν. Αν κρατώ μια τέτοια στάση, ο Θεός θα μου δώσει το πνεύμα της μετανοίας.

ΓΕΡΩΝ ΘΑΔΔΑΙΟΣ ΤΗΣ ΒΙΤΟΒΝΙΤΣΑ: Η ΨΥΧΗ ΑΝΑΖΗΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΛΛΟΙΩΤΗ ΑΓΑΠΗ!


Γέρων Θαδδαίος της Βιτόβνιτσα: Η ψυχή αναζητά την αναλλοίωτη αγάπη. Και τέτοια δεν υπάρχει στη γη. Μόνον ο Κύριος μπορεί να μας παρηγορήσει.

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2019

ΤΟ ΨΑΡΙ ΤΗΣ ΥΠΑΚΟΗΣ


"Γέροντα, δεν μπορώ να αποδεχθώ την παρουσία αυτού του ανθρώπου με τίποτε!"
"Πρέπει να τον δεχθείς παιδί μου".
"Μα έχει κάνει αυτά κι αυτά κι αυτά... Είναι τέτοιος... είναι αλλιώς... είναι παραλλιώς..." είπε ο Διονύσης κι τελείωσε την εξομολόγηση με ένα περίεργο συναίσθημα. Ήταν η πρώτη φορά που ο πνευματικός του τού ζητούσε να κάνει κάτι τόσο κόντρα στην θέλησή του... Πήρε το αμάξι και γύρισε στο σπίτι προβληματισμένος.
Την άλλη μέρα το πρωί μόλις ξαναείδε τον άνθρωπο του οποίου δεν μπορούσε να αποδεχθεί την παρουσία, συγχύστηκε τόσο πολύ που μπήκε στο αμάξι κι έφυγε 100 χιλιόμετρα μακριά σε μια λίμνη πάνω σε ένα βουνό όπου πήγαινε για πρώτη φορά.
Πήγε να ψαρέψει εκεί για πρώτη φορά και να εκτονώσει τα νεύρα του... Στον δρόμο ήπιε αρκετά, αν και το πιοτό δεν τον έπιανε, από την ένταση που είχε μέσα του. Μόλις έφτασε έβγαλε το καλάμι του και κοίταξε αφηρημένα στο βάθος της λίμνης όπου αυτή συναντούσε δύο ψηλές κορφές, ανάμεσα από τις οποίες έτρεχε το ποτάμι που την γέμιζε.
Έσκυψε το κεφάλι του και είπε από μέσα του "Θεέ μου, εάν είναι να αποδεχθώ αυτόν τον άνθρωπο δως μου ένα σημάδι. Δώσε μου το πιο μεγάλο ψάρι που έπιασα ποτέ ως τώρα!".
Σήκωσε το κεφάλι του κι άρχισε να ψαρεύει... Μετά από πέντε λεπτά νόμισε ότι το τεχνητό δόλωμα πιάστηκε σε κλαδιά στον πάτο της λίμνης. Άρχισε να μαζεύει με δυσκολία περιμένοντας να κοπεί η πετονιά όμως όχι! Ω του θαύματος, η πετονιά αντί να κοπεί άρχισε να κινείται δεξιά κι αριστερά... "Ψάρι είναι!" σκέφτηκε. Μετά από λίγο το έβγαλε πάνω στον αφρό και με δυσκολία το τράβηξε έξω ώσπου να καταλήξει στην απόχη του.
Ήταν μια δίκιλη σολοπέστροφα! Πρώτη φορά έπιανε τέτοιο ψάρι! Άρχισε να ουρλιάζει και να κλαίει ταυτόχρονα... Άφησε το καλάμι και τα πόδια του λύγισαν... Είχε πιάσει το ψάρι της ...υπακοής!
Την άλλη μέρα κάλεσε τον άνθρωπο του οποίου δεν άντεχε την παρουσία του, με την οικογένειά του και το φάγανε παρέα...

Από τότε είχε ξαναπάει είκοσι φορές στην ίδια λίμνη χωρίς να πιάσει κανένα ψάρι της προκοπής. Απ' ότι έμαθε στην περιοχή τέτοιο ψάρι δεν βγήκε ποτέ από την δημιουργία της τεχνητής λίμνης!
Ο άνθρωπος του οποίου δεν άντεχε την παρουσία στην πορεία έκανε στροφή 180 μοιρών στην ζωή του και γίνανε πολύ φίλοι και πλέον ψαρεύουν και μαζί...

ΟΤΑΝ "ΕΞΑΝΑΓΚΑΖΕΙΣ" ΤΟΝ ΘΕΟ


Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἄρχισε ὁ γέροντας Πνευ­ματικὸς νὰ διηγεῖται στὸ πνευματικοπαίδι του μιὰ προσωπική του ἐμπειρία ἀπὸ κάποιον θεοφοβούμενο ἄνθρωπο παλαιὰ στὴ Μυτιλήνη.
–Ποὺ λές, Μιχάλη τὸν λέγανε. Τὸν ἤξερα ἐγὼ προσωπικά. Στὴ Μυτιλήνη ζοῦ­σε, σ’ ἕνα κεφαλοχώρι. Ἄνθρωπος τί­­μιος, ἐργάτης, μὲ φόβο Θεοῦ πάνω του. Οἰκοδόμος ἦταν. Μεροδούλι – μεροφάι. Ὅλη τὴ μέρα στὴ δουλειά, καὶ τὸ βρά­δυ στὸ σπίτι, στὴν οἰκογένειά του. Εἶ­χε γυναίκα καὶ ὀχτὼ παιδιά. Οὔτε ἕνα, οὔτε δύο. Ὀχτὼ τοῦ Θεοῦ τὰ εἶχε. Ἡ γυναίκα του δὲν ἐργαζόταν. Καὶ νά ’θελε, ποῦ νὰ εὐκαιρήσει μὲ ὀχτὼ παιδιά; Ἕνα ἡμερομίσθιο, καὶ μ’ αὐτό, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τά ’βγαζαν πέρα. Δὲν τοὺς ἄφηνε ὁ Θεός.

Δὲν τοὺς ἄφηνε ὁ Θεός, γιατὶ ἐκεῖνοι δὲν Τὸν ἄφηναν. Κατάλαβες; Ἦταν θεοσεβούμενη οἰκογένεια ἡ οἰκογένεια τοῦ κυρ-Μιχάλη, παιδί μου. Ἀπὸ τὴν ἐκ­κλη­σία δὲν ἔλειπαν Κυριακές, γιορτές, καὶ στὴ ζωή τους πολὺ προσεκτικοί. Καὶ μὲ ἐλεημοσύνες ἐπιπλέον, ὅσο μπο­ροῦ­σαν. Τί νὰ μποροῦσαν δηλαδή; ἀπ’ τὸ ὑ­στέρημά τους οἱ ἄνθρωποι… Κυλοῦσε ἡ ζωή τους ἥσυχα, κι αὐτοὶ δόξαζαν τὸν Θεό.
Κάποτε ὅμως ἦρθαν μέρες δύσκολες. Ἀναδουλειὲς στὸ νησί. Ἄρχισε νὰ στενεύεται ὁ κυρ-Μιχάλης. Πῶς νὰ τὰ καταφέρνει δέκα στόματα νὰ τρέφει καθημερινά; Κι ἡ καημένη ἡ γυναίκα ἀπὸ τὴν ἄλλη πιὸ πολὺ δυσκολευόταν. Ξέρεις τί ’ναι νὰ ξημερώνει, καὶ νὰ μὴν ξέρει ἡ μάνα ἂν θὰ βρεῖ νὰ ταΐσει τὰ μικρά της; Μαρτύριο σωστὸ γιὰ τὴ μητρικὴ καρδιά.

Καὶ ἔφτασε κι ἡ μέρα ποὺ δὲν εἶχε τίποτε στὸ σπίτι νὰ δώσει στὰ παιδιά. Ἀδειανὰ ὅλα τὰ ράφια. Κοίταξε χλωμή, πανιασμένη τὸν ἄντρα της:
–Ἂν σήμερα δὲν φέρεις κάτι στὸ σπίτι, τοῦ ’κανε, νὰ ξέρεις, τὰ παιδιὰ θὰ μείνουν νηστικά. Οὔτε ψίχουλο δὲν ὑπάρ­χει.

Ἔφυγε ὁ Μιχάλης γιὰ τὴν πιάτσα, μπὰς καὶ βρεῖ τίποτε. Στὸ δρόμο περνοῦσε ἔξω ἀπ’ τὸν κοιμητηριακὸ Ναὸ τοῦ χωριοῦ. Κοντοστάθηκε μιὰ στιγμὴ κι ἀ­μέ­σως τὸ ἀποφάσισε. Ἄλλαξε τὸ πρό­γραμμά του.
–Δὲν θὰ πάω στὴν πλατεία. Θὰ μπῶ ἐδῶ.
Μπῆκε στὴν ἐκκλησιά. Ἔκανε τὸ σταυ­­ρό του. Ἄναψε τὸ κερὶ καὶ κατευθύνθηκε μπροστὰ στὸ τέμπλο. Ἔπεσε στὰ γόνατα, σήκωσε τὰ χέρια του καὶ παρακαλέθηκε:
–Ὀχτὼ τὰ ἔχω, Χριστέ μου. Δικά Σου εἶναι, Ἐσὺ μοῦ τά ’δωσες. Ἐσὺ ποὺ μοῦ τά ’δωσες, φρόντισε νὰ τὰ θρέψεις. Δὲν ἔχουν τίποτε γιὰ σήμερα νὰ φᾶνε.
Ἔμεινε λίγη ὥρα ἔτσι γονατισμένος καὶ τέλος ξαναμίλησε:
–Ἐγὼ δὲν φεύγω ἀπὸ ᾿δῶ, Χριστέ μου, ἂν δὲν μοῦ φέρεις νὰ ταΐσω τὰ παιδιά μου, ποὺ δὲν εἶναι δικά μου· δικά Σου εἶναι.

Εἶπε, καὶ κατευθύνθηκε στὸ ἀναλόγιο. Πῆρε τὸ Ψαλτήρι κι ἄρχισε νὰ διαβάζει.
Δὲν θά ’χε περάσει μισὴ ὥρα, κι ἀπ­έ­ξω ἀκούστηκαν συνομιλίες. Στὴν ἀρ­χὴ δὲν ἔδωσε σημασία. Μετὰ διέκρινε τὴ φω­νὴ τοῦ παπᾶ τους. Μιλοῦσε μὲ κάποιον ἄγνωστο. Ἔπιασε μιὰ λέξη, ἂν ἄ­κουγε καλά…

–Ἕναν οἰκοδόμο πρέπει νὰ βρεῖς…
Πετάχτηκε ἔξω.
–Παπα-Γιάννη, τὴν εὐχή σου.
–Νά τος! φώναξε ὁ παπάς. Τὸν ξέρεις τὸν Μιχάλη;
Κι ἀμέσως πρὸς τὸν Μιχάλη:
–Μιχάλη, τὸν γνωρίζεις τὸν κύριο;
–Ὄχι, ἀπάντησε ἐκεῖνος.
–Εἶναι τοῦ Γρηγόρη τοῦ…, μακαρίτης τώρα, ἀπ’ τὸν ἀπάνω μαχαλά. Μᾶς ἦρθε χθὲς ἀπ’ τὴν Ἀμερική, χρόνια τώρα ἐκεῖ, δυὸ δεκαετίες κοντά. Τὸν θυμᾶσαι;
–Ἅμα λές, παπά μου, δυὸ δεκαετίες, ἐγὼ ἀκόμα δὲν ἤμουν ἐδῶ. Μετὰ ἐγκα­ταστάθηκα στὸ χωριό. Τὸν πατέρα του τὸν μακαρίτη τὸν ἔχω ἀκουστά.
–Κύριε Μιχάλη, εἶστε οἰκοδόμος;
–Ναί, παιδί μου.
–Ἐνδιαφέρομαι νὰ φτιάξω τὸν τάφο τῶν γονέων μου. Θέλω νὰ χτίσω κάτι ὡ­ραῖο, ἐπίσημο, σὰν τύμβο. Σὰν εἰκο­νο­στάσι. Νὰ χωράει κανεὶς νὰ μπεῖ μέσα, ν’ ἀνάψει τὸ κερί, τὸ καντήλι. Κατάλαβες; Ξέ­ρεις ἀπὸ τέτοια;
–Πῶς δὲν ξέρω, παλληκάρι μου. Ἔχω φτιάξει κι ἄλλοτε.
–Πόσα θέλεις νὰ μοῦ τὸ φτιάξεις;
Κοντοστάθηκε ὁ κυρ-Μιχάλης. «Νὰ πῶ ἑκατὸ χιλιάδες δραχμές», πῆρε νὰ σκέ­­φτεται, «μὴν τοῦ φανοῦν πολλά. Νὰ πῶ ἑβδομήντα;».
–Διακόσιες χιλιάδες σοῦ φτάνουν;
–…
–Ἔ, δὲν διαθέτω περισσότερα. Δέχεσαι;
–Δέχομαι.
–Πάρ᾿ τα.
Καὶ τοῦ ἔδωσε στὸ χέρι φάκελλο φουσκωμένο.

Μὲ τρεμάμενα χέρια ὁ κυρ-Μιχάλης ὁ οἰκοδόμος ξαναμπῆκε στὴν ἐκκλησιά. Ἔ­πεσε στὰ γόνατα μπροστὰ στὸ τέμπλο καὶ ἔκλαψε. Ὥρα πολλή. Κάποτε σηκώ­θηκε καὶ ξεκίνησε γιὰ τὸ σπίτι του. Στὴ γυ­ναίκα του καὶ τὰ ὀχτὼ παιδιά του. Τοῦ Θεοῦ ὅλα.

–Κατάλαβες, παιδί μου; κατέληξε ὁ γέ­­ροντας Πνευματικός. Αὐτὸς ὁ ἄν­θρω­πος μὲ τὴν πίστη του, τὴν προσευ­χή του, ἔ­τσι ποὺ τὴν ἔκανε, πῶς νὰ ποῦμε… τὸν ἐξανάγκασε τὸν Θεό. Ἔτσι δὲν εἶναι; Για­τὶ ἡ πίστη, ἡ ἀληθινή, ἡ ἀκράδαντη, αὐτὸ κάνει. Ἐξαναγκάζει τὸν Θεό. Συμ­φωνεῖς;

Ο ΓΕΡΟ ΚΩΣΤΑΣ ΠΟΥ ΤΟΝ ΥΠΗΡΕΤΟΥΣΕ Η ΠΑΝΑΓΙΑ


Αλλά και οι λαϊκοί πού μένουνε στο Άγιον Όρος παίρνουνε μία χάρη, παρ’ ότι πολλές φορές βλέπουμε ότι δεν έχουνε και βίο σωστό και πολλές φορές ίσως μας σκανδαλίζουν.
Μερικοί λένε: «τι τους θέλουμε αυτούς τους κοσμικούς εδώ πέρα και δεν τους βγάζει έξω ή Ιερά Κοινότης».
Σε παλαιότερη εποχή, απ’ ότι μας λέει ο παπά-Ακάκιος των Παχωμαίων πού είναι μεγαλύτερος, αποφάσισε ή Ιερά Κοινότης να τους μαζέψει όλους αυτούς -εμείς τους λέγαμε «ζεύγαλους» ή «καβιώτες»- και να τους βγάλει έξω, να τους κάνη εξορία από το Άγιον Όρος, διότι οι περισσότεροι από αυτούς μεθούσανε, πέφτανε στους δρόμους, ζούσαν άσωτη ζωή.
Τότε υπήρχαν τα καράβια τα μεγάλα, όπως το «Γεώργιος Φ», πού ερχότανε από Θεσσαλονίκη και πήγαινε Καβάλα, και κάθε δεκαπενθήμερο περνούσε από την Δάφνη. Αυτή ήταν ή συγκοινωνία του Αγίου Όρους. Όταν τους μαζέψανε εκεί στην Δάφνη, είπαν: «Μια πού είναι τώρα μαζεμένοι όλοι -ίσως να ήταν καμιά πενηνταριά άτομα- να τους βγάλουμε μία φωτογραφία, έτσι για ανάμνηση, για την ιστορία, να τους έχουμε».
Όταν έβγαλαν την φωτογραφία και εμφανίσανε την πλάκα, είδανε επάνω απ’ όλους αυτούς τους «ζεύγαλους» την Παναγία μας να τους σκεπάζει. Παρουσιάστηκε ή Παναγία στην πλάκα, οπότε αποφάσισαν οι πατέρες να μη τους διώξουν: «Αφού ή Παναγία μας τους σκεπάζει, ποιοι είμαστε εμείς πού θα τους διώξουμε;».
Γνωρίσαμε έναν απ’ αυτούς, πού τον έλεγαν γέρο-Κώστα, ο όποιος έμενε στο Μπουραζέρι, πριν να πάνε ακόμα εκεί οι πατέρες, όταν ήταν λίγοι Ρώσοι. Είχανε εξώσπιτα απ΄ έξω και ζούσανε κάποιοι απ αυτούς τους «ζεύγαλους»· Σ’ ένα καλυβάκι εκεί ζούσε και ο γέρο-Κώστας.
Έναν βαρύ χειμώνα είχε πέσει πολύ χιόνι και ο γέρο-Κώστας αρρώστησε από γρίπη. Είχε πέσει 60-70 πόντους χιόνι και δεν μπορούσε κανείς να πάει να τον δη. Όταν έλιωσε το χιόνι, πήγαν οι άλλοι λαϊκοί, οι «ζεύγαλοι», εκεί να τον δουν, και του λένε:
«Γέρο-Κώστα πώς τα πέρασες με το χιόνι; Ποιος σου έφερνε ψωμί εδώ πέρα; Είχες τρόφιμα να περάσης;».
«Είχα αρρωστήσει, παιδιά, πολύ άσχημα και θα πέθαινα από γρίπη, αλλά μία μαυροφόρα κυρία ερχότανε, άναβε την σόμπα μου και μ’ έκανε και τσάι. Μου ‘δινε και παξιμάδι και έτσι πέρασα αυτή την κρίση. Αλλιώς θα πέθαινα, θα ήμουν πεθαμένος».
Τον υπηρετούσε ή Παναγία και αυτός το θεωρούσε τόσο φυσιολογικό…

ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ ΚΑΙ Ο ΕΡΗΜΙΤΗΣ

Η γυναίκα της αμαρτίας και ο ερημίτης

Έβαλε κάποτε στο νου της μια γυναίκα της αμαρτίας καί στοιχημάτισε με τους φίλους της, πως θα το πετύχαινε να παρασύρει στα δίχτυα της τον Ερημίτη, που ζούσε στο βουνό, μακριά από την πόλη καί που όλοι έλεγαν γι’ αυτόν πως ήταν άγιος άνθρωπος.
Φόρεσε ένα πυκνό πέπλο, που έκρυβε την ομορφιά της κι’ ανέβηκε στο βουνό. Οι φίλοι της την περίμεναν στα μισά του δρόμου. Όταν βράδιασε, χτύπησε την πόρτα της σπηλιάς του Ερημίτη. Εκείνος όταν την είδε, ταράχτηκε…
Πώς βρέθηκε τάχα γυναίκα τέτοια ώρα σ’ αυτή την έρημο;
Πλάνη σου είναι τούτη, διάβολε, συλλογίστηκε.
Τη ρώτησε ποια ήταν καί τί γύρευε. Εκείνη έβαλε τα κλάματα.
— Ώρες ολόκληρες πλανιέμαι σ’ αυτές τις ερημιές, Αββά. Έχασα το δρόμο καί τη συντροφιά μου κι’ ούτε κατάλαβα πώς βρέθηκα εδώ. Μα για τ’ όνομα του Θεού, μη με αφήσεις να με φάνε τα θηρία.
Ο Ερημίτης βρέθηκε σε δίλημμα. Να βάλει γυναίκα στην κατοικία του; Τέτοιο πράγμα δεν του είχε συμβεί ποτέ. Μα ν’ αφήσει πάλι το πλάσμα του Θεού να φαγωθεί από τα θηρία; Αυτό θα ήταν απάνθρωπο, σχεδόν έγκλημα. Νικήθηκε, τέλος, από την συμπάθεια καί την έβαλε μέσα. Εκείνη τότε τράβηξε δήθεν με αφέλεια το πέπλο της καί του φανέρωσε τα θέλγητρά της. Ο πειρασμός άρχιζε να φλογίζει τον αγωνιστή, αφού η πράξη δεν ήταν πια δύσκολη. Έριξε κατά γης μερικά ξερά φύλλα κι’ είπε στη γυναίκα να πλαγιάσει, ενώ αυτός τράβηξε στο βάθος της σπηλιάς. Γονάτισε κι’ έκανε θερμή προσευχή. Απόψε συλλογίστηκε, έχω να δώσω την πιο σκληρή μάχη εναντίον του ορατού καί αόρατου εχθρού. Ή θα νικήσω ή θα χάσω όλους μου τους κόπους.
Όσο προχωρούσε ή νύχτα τόσο η φλόγα της επιθυμίας τον έκαιγε. Για μια στιγμή ένοιωσε να λυγίζει η αντίστασή του καί τρόμαξε.
Αυτοί, πού μολύνουν το σώμα με αμαρτωλές πράξεις, πηγαίνουν στην κόλαση, είπε σχεδόν φωναχτά. Για κάνε δοκιμή, αν θα αντέχεις στη βασανιστική φωτιά. Άναψε το λυχνάρι του κι’ έβαλε το δάχτυλό του στη φλόγα. Μα η άλλη φλόγα δεν τον άφηνε να νοιώσει τον πόνο από το κάψιμο. Αφού αχρηστεύθηκε το πρώτο δάχτυλο, έβαλε στη φλόγα του λυχναριού το δεύτερο, το τρίτο… Μέχρι να ξημερώσει έκαψε καί τα πέντε δάχτυλα του χεριού του.
Εκείνη η αθλία παρακολουθούσε κρυφά τον υπεράνθρωπο αγώνα του δούλου του Θεού καί, βλέποντας τον να καίει με πείσμα όλα του τα δάχτυλα το ένα πίσω από το άλλο, τόσο πολύ ταράχτηκε, που από τον τρόμο της ξεψύχησε. Οι φίλοι της στό μεταξύ έκαναν αιφνιδιασμό στη σπηλιά του ερημίτη για να γελάσουν σε βάρος του. Τον βρήκαν όμως απ’ έξω να προσεύχεται.
— Μήπως φάνηκε από δω χτες βράδυ καμιά γυναίκα; τον ρώτησαν.
— Μέσα είναι καί κοιμάται, τους αποκρίθηκε εκείνος. Μπήκαν μέσα καί τη βρήκαν νεκρή.
—Αββά, πέθανε, φώναξαν τρομαγμένοι. Εκείνος τότε ξεσκέπασε το χέρι του καί τους έδειξε τα δάχτυλά του.
— Για δέστε δω, τί μου έκανε η θυγατέρα του διαβόλου; Η εντολή του Χριστού όμως με προστάζει να κάνω καλό αντί κακού. Στάθηκε καί προσευχήθηκε πάνω από το άψυχο σώμα καί την επανέφερε στη ζωή.

Πηγή: Γεροντικό

Ο ΑΣΚΗΤΗΣ ΠΟΥ ΕΛΕΓΕ ΛΑΘΟΣ ΤΗΝ ΕΥΧΗ..!!!


Πριν από πολλά χρόνια ζούσε σε κάποιο χωριό ένας νέος, που από μικρός είχε πόθο να γίνει ασκητής.
Υπήρχαν όμως κάποιες δυσκολίες: Ήταν αγράμματος, βραδύγλωσσος, λίγο βραδύνους και με οικογενειακές υποχρεώσεις.


Όμως στην ηλικία των 40 περίπου ετών μπόρεσε να πραγματοποιήσει την κρυφή του αγία επιθυμία. Έφυγε από το χωριό του και περιπλανώμενος από τόπου εις τόπον κατέληξε σ’ένα ερημονήσι, όπου βρήκε ένα γέρο ασκητή που του ανάπαυσε την καρδιά και έγινε υποτακτικός του.

Με έκπληξη λοιπόν παρατηρούσε ότι: όταν προσηύχετο ο Γέροντας του έλαμπε ολόκληρος και ιδιαιτέρως όταν παρακλητικά και μετά δακρύων έλεγε «Κύριε, ελέησον με». Ο Γερο-ασκητής ήταν κι αυτός αγράμματος, αλλά οι συμβουλές του ήταν πολύτιμες και γεμάτες σοφία και όλη του η πνευματική προσπάθεια συγκεντρώνετο στο πως να μάθει να προσεύχεται και ο υποτακτικός του με το «Κύριε ελέησον με».
Την τελευταία ημέρα της ζωής του ο Γέροντας ασκητής χάρισε στον υποτακτικό του το τρίχινο μισοτριμμένο ράσο του, ξάπλωσε κάτω, έκανε τον σταυρό του και λέγοντας τρεις φορές «Κύριε ελέησον με», «Κύριε ελέησον με», «Κύριε ελέησον με» η οσιακή του ψυχή πέταξε στον ουρανό.

Μετά την κοίμηση και ταφή του Γέροντός του ο εν λόγω υποτακτικός ζούσε πλέον ολομόναχος στο ερημονήσι ως ασκητής και ησυχαστής μέσα σε μια σπηλιά, ακολουθώντας το ίδιο τυπικό προσευχής και κανόνων που παρέλαβε από τον Γέροντά του. Έτσι πέρασαν 30 ολόκληρα χρόνια, χωρίς να δει ποτέ του άνθρωπο.

Με το πέρασμα όμως των ετών και με την βραδυγλωσσία και βραδύνοια που τον διέκρινε, μπέρδευε τα λόγια της ευχής και προσευχόμενος έλεγε «Κύριε, μη με ελεήσεις».
Η καρδιά του όμως ήταν δοσμένη ολόκληρη στον Θεό, γι’αυτό και τα δάκρυα έτρεχαν άφθονα από τα γεροντικά του μάτια, όταν μέρα νύχτα προσήχευτο με κατάνυξη και συντριβή, επαναλαμβάνοντας χιλιάδες φορές το «Κύριε, μη με ελεήσεις».
Κάποια ανοιξιάτικη μέρα ένα καράβι άραξε κοντά στο ερημονήσι. Ένας από τους επιβάτες του ήταν ο επίσκοπος της επαρχίας εκείνης και ο καπετάνιος για να τον ξεκουράσει και να τον ευχαριστήσει τον πήρε με μια βάρκα και πήγαν στο νησί για να περπατήσουν.

Αντίκρυσαν εκεί ένα μονοπάτι το οποίο ακολούθησαν και έφθασαν μπροστά σε μια σπηλιά όπου από μέσα άκουσαν την πονεμένη προσευχή του ασκητή που έλεγε συνεχώς «Κύριε, μη με ελεήσεις».

Προχώρησε ο επίσκοπος και είδε έναν σκελετωμένο γέροντα ασκητή, με μάτια βαθουλωμένα μέσα στις κόγχες τους, να είναι γονατιστός και ολόλαμπρος να προσεύχεται και να κλαίει. Ο δεσπότης με πολλή συστολή προσπάθησε να του πει ότι αυτή η προσευχή του δεν είναι σωστή και πρέπει να λέει «Κύριε ελέησον με».
Ταράχτηκε ο ασκητής πιστεύοντας, ότι 30 τόσα χρόνια έκανε κακό στην ψυχή του και ξέσπασε σε κλάματα ικετεύοντας τον επίσκοπο να τον μάθει να λέει σωστά την προσευχή.
Κι εκείνος με δέος προσπάθησε για αρκετή ώρα να του «στρώσει» την γλώσσα στο να λέει «Κύριε ελέησον με».
Φεύγοντας ο επίσκοπος, τον συνόδευσε ο ασκητής μέχρι την ακροθαλασσιά, επαναλαμβάνοντας μαζί του το «Κύριε ελέησον με», για να μην το ξεχάσει.
Το καράβι έφυγε και ο ασκητής το παρακολουθούσε με το βλέμμα του λέγοντας συνεχώς «Κύριε ελέησον με».

Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και ο ερημίτης ξέχασε το «Κύριε ελέησον με», σάστισε και ζαλίστηκε!!!
-Και τώρα τι θα γίνω; και ξέσπασε σε δάκρυα.
Στην απελπισία του πετάει στην θάλασσα το κουρελιασμένο ράσο του και βαδίζει πάνω σ’αυτό προς το καράβι.
-Φάντασμα, φάντασμα..! φώναζαν τρομαγμένοι οι ναύτες.
Με τις φωνές ανέβηκε ο δεσπότης στο κατάστρωμα και είδε τον ασκητή να του φωνάζει:
-Τι να λέω; Τι να λέω; Τι να λέω δεσπότη μου;
Και εκείνος με συγκίνηση του απάντησε:
-Ότι έλεγες να λες παιδί μου! Αυτή είναι η καλύτερη προσευχή για την ψυχή σου.
Συγχώρεσε με και κάνε και για μένα έναν σταυρό!


*Από το βιβλίο: «Η ΕΥΧΗ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ» του πρωτοπρεσβύτερου Στέφανου Κ. Αναγνωστόπουλου (Κεφ.1 -Η προσευχή με το όνομα του Ιησού Χριστού).


ΣΕ ΠΟΣΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΠΕΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ;

ΣΕ ΠΟΣΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΠΕΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ;

Ρώτησε ένας άνθρωπος με το "πνεύμα του κόσμου" ένα νεαρό παλικάρι:
- Καλά, βρε παιδί μου! Συ το πιστεύεις, ότι με τη θεία Κοινωνία έρχεται μέσα σου ο Χριστός; Σε πόσους ανθρώπους μπορεί να μπει πια… Αφού είναι ένας!

Ο νεαρός έμεινε για λίγο συλλογισμένος. Και μετά του απάντησε ως εξής:

- Εδώ μένεις;
- Ναι!
- Πόσα παράθυρα έχει η πόλη μας;
- Δεν τα μέτρησα. Αλλά πολλά. Εκατοντάδες χιλιάδες. Εκατομμύρια!
- Από τα παράθυρα αυτά, δεν μπαίνει στα σπίτια μας ο ήλιος;
- Ναι, βέβαια!
- Μα πόσους ήλιους έχουμε;
- Ένα. Μόνον ένα!

 Τον ρώτησε λοιπόν το έξυπνο παλικάρι:
- Και πώς γίνεται και ο ένας ήλιος μπαίνει σε τόσες χιλιάδες σπίτια, από τόσα παράθυρα;

Κάτι πήγε να ψελλίσει ο άλλος, αλλά δεν βρήκε λόγια. 

Έτσι ο νεαρός του εξήγησε:
- Κοίταξε... Σκέψου καλύτερα μήπως έχεις λάθος λογισμό. Σε σύγκριση με τον ήλιο, ο Θεός είναι πολύ πιο μεγάλος! Και πιο σοφός! Και πιο δυνατός! Μπορεί να κάνει ό,τι θέλει! Και δεν είναι καθόλου λογικό και σωστό κάτι που το θεωρείς τόσο φυσικό για τον ήλιο, να το βρίσκεις αδύνατο και απαράδεκτο για το Θεό. Εφόσον λοιπόν ο Θεός είναι ασύγκριτα πιο μεγάλος από τον ήλιο, όλα Του είναι δυνατά και όλα τα μπορεί!

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2019

Ο ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ Ο ΕΡΗΜΟΣ


Από νωρίς άρχισε ο σταυρός του. Ο πατέρας του, που ήταν αρκετά μεγάλος, πέθανε γρήγορα. Τη μητέρα του, που ήταν μια πολύ απλοϊκή χωρική, την ξαναπάντρεψαν οι δικοί της με το ζόρι σε άλλο τόπο! Τον Μιχαλάκη και την αδελφή του τους έκλεισαν σ  ἕνα ίδρυμα. Όταν μεγάλωσαν τα δύο παιδιά, το μεν κορίτσι το πήρε υπό την προστασία της κάποια πονόψυχη συγγενής, τον δε Μιχαλάκη τον έδιωξε το ίδρυμα, γιατί, λέει, μεγάλωσε! Ο Μιχαλάκης όμως δεν είχε μεγαλώσει και ούτε μπορούσε ποτέ να μεγαλώσει. Κι αυτό, γιατί είχε παιδική καρδιά και απλό μυαλό. Ήταν λογικός, αλλά απονήρευτος και ευκολόπιστος. Όλους τους θεωρούσε καλούς! Αυτή ήταν η «καθυστέρησή» του. Τον βοήθησε το ότι ήταν εργατικός. Τα αφεντικά όμως στα οποία πήγαινε για να βγάλει ένα κομμάτι ψωμί, οι περισσότεροι δεν άφηναν την ευκαιρία να πάει … χαμένη. Τον εκμεταλλεύονταν ασυνείδητα. Και αυτός ο φτωχός, μόλις το καταλάβαινε, προσπαθούσε να βρει άλλη δουλειά, αλλά και πάλι έπεφτε στα ίδια.
Εν τω μεταξύ η αδελφή του μορφώθηκε λιγάκι, βρήκε και μια δουλίτσα και ύστερα έναν σύζυγο. Ποτέ όμως δεν είπε σε κανέναν είτε συγγενή είτε ξένο πως είχε έναν λίγο «καθυστερημένο» αδελφό. Φοβόταν μη χαλάσει ο γάμος της και οι κοινωνικές σχέσεις της. Καμία επαφή, κανένα ενδιαφέρον. Τρόμος την έπιανε, μήπως και μαθευτεί το … τρομερό, κατά τη γνώμη της, μυστικό…
Ο καημένος ο Μιχαλάκης πληγωμένος, ώριμος νέος πλέον κατά την ηλικία, δεν έπαυε να την αγαπάει. Να την πλησιάσει όμως δεν τολμούσε. Ήξερε ότι δεν τον ήθελε. Του το είχαν πει κάποιοι συγγενείς από την πλευρά της μητέρας τους. Πήγαινε όμως στο απέναντι πεζοδρόμιο απ  ἐκεῖ που δούλευε η αδελφή του, για να τη δει έστω και από μακρυά! Και στον γάμο της, όταν έμαθε ότι επ  οὐδενί ήθελε να παρουσιαστεί ο αδελφός της, μαζί με μια συγγενή που τον λυπόταν, ανέβηκε κρυφά στον γυναικωνίτη της Εκκλησίας που θα γινόταν ο γάμος, για να κρυφοκαμαρώσει την αδελφούλα του νύφη!
Ω, πόσες πληγές είχε η ψυχή του πάνω της! Κι όμως, είχε μια παιδικότητα, μια καλωσύνη αγγελική. Δεν παραπονιόταν, δεν θύμωνε, ρωτούσε για όλους τους συγγενείς αν ήταν καλά με μια ήρεμη ανεξίκακη αγάπη. Χαρακτηριστική ήταν η απάντησή του όταν του είπαν πως δεν έπρεπε να πάει στον γάμο της αδελφής του. Είπε σοβαρά και νηφάλια:
» Όχι, δεν θα παρουσιαστώ. Δεν θέλω να κάνω κακό στην αδελφή μου!».
Κι έτσι, με ταπεινώσεις, ταλαιπωρίες και στερήσεις κύλησε η ζωή του κι έφθασε στη μέση ηλικία. Είχε μαζέψει λίγα χρήματα από τις δουλειές που έκανε, αλλά ένας επιτήδειος του είπε ότι δήθεν θα συνεταιρισθούν κάνοντας μαζί κάποια δουλειά και τελικά του τα » έφαγε «. Κι έμεινε ο φτωχός Μιχάλης πάλι χωρίς δουλειά, χωρίς ένα κομμάτι ψωμί. Τότε αναγκάστηκε να πάει να φυλάει τα ζώα κάποιου που είχε κτήμα, φάρμα, έξω από την πόλη. Το πως ζούσε εκεί, που κοιμόταν, τι έτρωγε, ο Θεός το ξέρει.
Αυτό που τελικά μαθεύτηκε είναι το ότι σε μια από τις δυνατές παγωνιές του χειμώνα πριν λίγα χρόνια τον βρήκαν παγωμένο, νεκρό μέσα στην καλύβα των ζώων!
Έτσι έπαψαν όλοι να ντρέπονται για τον φτωχό Μιχαλάκη. Όταν όμως τον δούνε μεθαύριο στον ουρανο να λάμπει σαν μικρός ήλιος, να δούμε αν θα ντρέπονται για τη συμπεριφορά τους όσοι τον εκμεταλλεύτηκαν, όσοι τον πλήγωσαν, όσοι τον αγνόησαν. Όποιος υπομένει για τον Χριστό τις θλίψεις και τις ταλαιπωρίες αυτής της ζωής χωρίς να αγανακτήσει, χωρίς να μνησικακήσει, τον αναμένει η αιώνια μακαριότητα κοντά στον Θεό.
Το μεγάλο όμως αυτό κατόρθωμα, δεν πραγματοποιείται και δεν επιτυγχάνεται αν ο άνθρωπος δεν έχει μυστηριακή ζωή, μέσα στην οποία να ενώνεται με τον Χριστό. Αν ο άνθρωπος δεν εξομολογείται, δεν κοινωνάει, δεν προσεύχεται, δεν αγαπά τον Θεό, δεν τηρεί τις εντολες του Θεού στη ζωή του, δεν είναι δυνατόν να επιτύχει τον εξαγιασμό και την σωτηρία του.
Μερικοί διατυπώνουν την απορία τι θα απογίνουν τόσοι άνθρωποι που δεν γνώρισαν Χριστό. Αυτό, βέβαια, είναι θέμα του Θεού. Αλλά, όπως γράφει και ο απόστολος Παύλος, αυτοί θα κριθούν σύμφωνα με τον έμφυτο ηθικό νόμο, τη συνείδηση που έχει φυτέψει ο Θεός μέσα σε κάθε ανθρώπινη ψυχή(Ρωμ. β : 14).
Αυτοί όμως που γνώρισαν την αλήθεια και τον θείο νόμο, ας προβληματιστούν αν δεν τον σέβονται και δεν τον τηρούν. Σ  ἐκεῖνον που εδόθη πολύ, θα ζητηθεί και πολύ. Εμείς οι Ορθόδοξοι Έλληνες ειδικά, ας αναλογιστούμε τις ευθύνες που έχουμε ενώπιον του Θεού, ενώπιον της ανθρωπότητας, ενώπιον της αθάνατης ψυχής μας.
Είθε!

Από Το Βιβλίο: «Νεώτερα Θαύματα Της Παναγίας Στη Βαρνάκοβα
& Ιστορίες Για Την Αιωνιότητα» 
Εκδόσις: Ιεράς Γυν. Μ. Παναγίας Βαρνάκοβας Δωρίδα 2007