ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Σάββατο 15 Ιουνίου 2019

ΑΓΙΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ: ΟΛΟΙ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΜΕΤΑΝΟΗΣΟΥΝ ΚΑΠΟΤΕ!


Άγιος Γαβριήλ ο δια Χριστόν Σαλός: Όλοι μπορούν να μετανοήσουν κάποτε στο χρόνο που μεσολαβεί μέχρι το τέλος της ζωής τους. Ο χρόνος είναι το μεγάλο έλεος του Θεού. Στη διάρκειά του ο άνθρωπος μπορεί να σωθεί, αλλά μπορεί και να καταστραφεί. Ο άνθρωπος πρέπει ασταμάτητα να επιδιώκει να πλησιάζει τον Θεό.

ΑΓΙΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ: ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΘΑ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ!


Άγιος Γαβριήλ ο δια Χριστόν Σαλός: Στα χρόνια του Αντιχρίστου οι άνθρωποι θα περιμένουν τη σωτηρία από το Διάστημα. Αυτό θα είναι το μεγαλύτερο τέχνασμα του διαβόλου. Η ανθρωπότητα θα ζητεί βοήθεια από τους εξωγήινους, χωρίς να γνωρίζει ότι αυτοί στην πραγματικότητα είναι δαίμονες.

ΑΓΙΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ: ΑΝ ΜΙΣΗΣΕΙΣ ΕΣΤΩ ΚΙ ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ, ΕΙΣΑΙ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ!


Άγιος Γαβριήλ ο δια Χριστόν Σαλός: Αν μισήσεις έστω κι έναν άνθρωπο, είσαι μακριά από τη Βασιλεία των Ουρανών!

ΑΓΙΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ: Η ΑΓΑΠΗ ΥΠΕΡΤΕΡΕΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ!


Άγιος Γαβριήλ ο δια Χριστόν Σαλός: Η αγάπη υπερτερεί όλων των κανόνων και των νόμων. Αγαπήστε τους πάντες. Αν δεν μπορείτε τουλάχιστον να έχετε καλή προαίρεση.

Παρασκευή 14 Ιουνίου 2019

ΑΓΙΟΣ ΛΟΥΚΑΣ ΚΡΙΜΑΙΑΣ: ΚΑΝΕ ΤΗ ΚΑΡΔΙΑ ΣΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ!


Άγιος Λουκάς Κριμαίας: Κάνε τη καρδιά σου μοναστήρι. Χτύπα εκεί το σήμαντρο, κάλεσε εκεί για αγρυπνία, θυμίασε και ψιθύρισε ακατάπαυστα προσευχές. Ο Θεός είναι δίπλα σου!

ΑΓΙΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ: ΟΠΟΙΟΣ ΕΧΕΙ ΝΙΚΗΣΕΙ ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΟΥ ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΝΙΚΗΣΕΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΘΛΙΨΗ!


Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ: Όποιος έχει νικήσει τα πάθη του έχει κατανικήσει και την θλίψη.
*********
Όποιος νίκησε τα πάθη, νίκησε και τη λύπη. Όποιος όμως νικάται από τα πάθη, δεν θα αποφυγη τα δεσμά της λύπης. Όπως ένας άρρωστος γίνεται αντιληπτός από το χρώμα του προσώπου του, έτσι και ο κυριευμένος από τα πάθη διακρίνεται από τη λύπη. Όποιος αγαπά τον κόσμο είναι αδύνατον να μη λυπάται. Όποιος όμως τον περιφρονεί, είναι πάντοτε χαρούμενος.

ΓΕΡΩΝ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΣΑΧΑΡΩΦ: ΑΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΩ ΟΤΙ ΟΛΑ ΤΑ ΛΑΘΗ ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΜΕΝΑ ΚΑΙ ΟΧΙ ΑΠ' ΤΟΝ ΘΕΟ!


Γέρων Σωφρόνιος Σαχάρωφ: Αν ο Θεός υπάρχει, αναγνωρίζω ότι όλα τα λάθη προέρχονται από μένα και όχι από Αυτόν. Αν κρατώ μια τέτοια στάση, ο Θεός θα μου δώσει το πνεύμα της μετανοίας.

ΓΕΡΩΝ ΘΑΔΔΑΙΟΣ ΤΗΣ ΒΙΤΟΒΝΙΤΣΑ: Η ΨΥΧΗ ΑΝΑΖΗΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΛΛΟΙΩΤΗ ΑΓΑΠΗ!


Γέρων Θαδδαίος της Βιτόβνιτσα: Η ψυχή αναζητά την αναλλοίωτη αγάπη. Και τέτοια δεν υπάρχει στη γη. Μόνον ο Κύριος μπορεί να μας παρηγορήσει.

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2019

ΤΟ ΨΑΡΙ ΤΗΣ ΥΠΑΚΟΗΣ


"Γέροντα, δεν μπορώ να αποδεχθώ την παρουσία αυτού του ανθρώπου με τίποτε!"
"Πρέπει να τον δεχθείς παιδί μου".
"Μα έχει κάνει αυτά κι αυτά κι αυτά... Είναι τέτοιος... είναι αλλιώς... είναι παραλλιώς..." είπε ο Διονύσης κι τελείωσε την εξομολόγηση με ένα περίεργο συναίσθημα. Ήταν η πρώτη φορά που ο πνευματικός του τού ζητούσε να κάνει κάτι τόσο κόντρα στην θέλησή του... Πήρε το αμάξι και γύρισε στο σπίτι προβληματισμένος.
Την άλλη μέρα το πρωί μόλις ξαναείδε τον άνθρωπο του οποίου δεν μπορούσε να αποδεχθεί την παρουσία, συγχύστηκε τόσο πολύ που μπήκε στο αμάξι κι έφυγε 100 χιλιόμετρα μακριά σε μια λίμνη πάνω σε ένα βουνό όπου πήγαινε για πρώτη φορά.
Πήγε να ψαρέψει εκεί για πρώτη φορά και να εκτονώσει τα νεύρα του... Στον δρόμο ήπιε αρκετά, αν και το πιοτό δεν τον έπιανε, από την ένταση που είχε μέσα του. Μόλις έφτασε έβγαλε το καλάμι του και κοίταξε αφηρημένα στο βάθος της λίμνης όπου αυτή συναντούσε δύο ψηλές κορφές, ανάμεσα από τις οποίες έτρεχε το ποτάμι που την γέμιζε.
Έσκυψε το κεφάλι του και είπε από μέσα του "Θεέ μου, εάν είναι να αποδεχθώ αυτόν τον άνθρωπο δως μου ένα σημάδι. Δώσε μου το πιο μεγάλο ψάρι που έπιασα ποτέ ως τώρα!".
Σήκωσε το κεφάλι του κι άρχισε να ψαρεύει... Μετά από πέντε λεπτά νόμισε ότι το τεχνητό δόλωμα πιάστηκε σε κλαδιά στον πάτο της λίμνης. Άρχισε να μαζεύει με δυσκολία περιμένοντας να κοπεί η πετονιά όμως όχι! Ω του θαύματος, η πετονιά αντί να κοπεί άρχισε να κινείται δεξιά κι αριστερά... "Ψάρι είναι!" σκέφτηκε. Μετά από λίγο το έβγαλε πάνω στον αφρό και με δυσκολία το τράβηξε έξω ώσπου να καταλήξει στην απόχη του.
Ήταν μια δίκιλη σολοπέστροφα! Πρώτη φορά έπιανε τέτοιο ψάρι! Άρχισε να ουρλιάζει και να κλαίει ταυτόχρονα... Άφησε το καλάμι και τα πόδια του λύγισαν... Είχε πιάσει το ψάρι της ...υπακοής!
Την άλλη μέρα κάλεσε τον άνθρωπο του οποίου δεν άντεχε την παρουσία του, με την οικογένειά του και το φάγανε παρέα...

Από τότε είχε ξαναπάει είκοσι φορές στην ίδια λίμνη χωρίς να πιάσει κανένα ψάρι της προκοπής. Απ' ότι έμαθε στην περιοχή τέτοιο ψάρι δεν βγήκε ποτέ από την δημιουργία της τεχνητής λίμνης!
Ο άνθρωπος του οποίου δεν άντεχε την παρουσία στην πορεία έκανε στροφή 180 μοιρών στην ζωή του και γίνανε πολύ φίλοι και πλέον ψαρεύουν και μαζί...

ΟΤΑΝ "ΕΞΑΝΑΓΚΑΖΕΙΣ" ΤΟΝ ΘΕΟ


Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἄρχισε ὁ γέροντας Πνευ­ματικὸς νὰ διηγεῖται στὸ πνευματικοπαίδι του μιὰ προσωπική του ἐμπειρία ἀπὸ κάποιον θεοφοβούμενο ἄνθρωπο παλαιὰ στὴ Μυτιλήνη.
–Ποὺ λές, Μιχάλη τὸν λέγανε. Τὸν ἤξερα ἐγὼ προσωπικά. Στὴ Μυτιλήνη ζοῦ­σε, σ’ ἕνα κεφαλοχώρι. Ἄνθρωπος τί­­μιος, ἐργάτης, μὲ φόβο Θεοῦ πάνω του. Οἰκοδόμος ἦταν. Μεροδούλι – μεροφάι. Ὅλη τὴ μέρα στὴ δουλειά, καὶ τὸ βρά­δυ στὸ σπίτι, στὴν οἰκογένειά του. Εἶ­χε γυναίκα καὶ ὀχτὼ παιδιά. Οὔτε ἕνα, οὔτε δύο. Ὀχτὼ τοῦ Θεοῦ τὰ εἶχε. Ἡ γυναίκα του δὲν ἐργαζόταν. Καὶ νά ’θελε, ποῦ νὰ εὐκαιρήσει μὲ ὀχτὼ παιδιά; Ἕνα ἡμερομίσθιο, καὶ μ’ αὐτό, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τά ’βγαζαν πέρα. Δὲν τοὺς ἄφηνε ὁ Θεός.

Δὲν τοὺς ἄφηνε ὁ Θεός, γιατὶ ἐκεῖνοι δὲν Τὸν ἄφηναν. Κατάλαβες; Ἦταν θεοσεβούμενη οἰκογένεια ἡ οἰκογένεια τοῦ κυρ-Μιχάλη, παιδί μου. Ἀπὸ τὴν ἐκ­κλη­σία δὲν ἔλειπαν Κυριακές, γιορτές, καὶ στὴ ζωή τους πολὺ προσεκτικοί. Καὶ μὲ ἐλεημοσύνες ἐπιπλέον, ὅσο μπο­ροῦ­σαν. Τί νὰ μποροῦσαν δηλαδή; ἀπ’ τὸ ὑ­στέρημά τους οἱ ἄνθρωποι… Κυλοῦσε ἡ ζωή τους ἥσυχα, κι αὐτοὶ δόξαζαν τὸν Θεό.
Κάποτε ὅμως ἦρθαν μέρες δύσκολες. Ἀναδουλειὲς στὸ νησί. Ἄρχισε νὰ στενεύεται ὁ κυρ-Μιχάλης. Πῶς νὰ τὰ καταφέρνει δέκα στόματα νὰ τρέφει καθημερινά; Κι ἡ καημένη ἡ γυναίκα ἀπὸ τὴν ἄλλη πιὸ πολὺ δυσκολευόταν. Ξέρεις τί ’ναι νὰ ξημερώνει, καὶ νὰ μὴν ξέρει ἡ μάνα ἂν θὰ βρεῖ νὰ ταΐσει τὰ μικρά της; Μαρτύριο σωστὸ γιὰ τὴ μητρικὴ καρδιά.

Καὶ ἔφτασε κι ἡ μέρα ποὺ δὲν εἶχε τίποτε στὸ σπίτι νὰ δώσει στὰ παιδιά. Ἀδειανὰ ὅλα τὰ ράφια. Κοίταξε χλωμή, πανιασμένη τὸν ἄντρα της:
–Ἂν σήμερα δὲν φέρεις κάτι στὸ σπίτι, τοῦ ’κανε, νὰ ξέρεις, τὰ παιδιὰ θὰ μείνουν νηστικά. Οὔτε ψίχουλο δὲν ὑπάρ­χει.

Ἔφυγε ὁ Μιχάλης γιὰ τὴν πιάτσα, μπὰς καὶ βρεῖ τίποτε. Στὸ δρόμο περνοῦσε ἔξω ἀπ’ τὸν κοιμητηριακὸ Ναὸ τοῦ χωριοῦ. Κοντοστάθηκε μιὰ στιγμὴ κι ἀ­μέ­σως τὸ ἀποφάσισε. Ἄλλαξε τὸ πρό­γραμμά του.
–Δὲν θὰ πάω στὴν πλατεία. Θὰ μπῶ ἐδῶ.
Μπῆκε στὴν ἐκκλησιά. Ἔκανε τὸ σταυ­­ρό του. Ἄναψε τὸ κερὶ καὶ κατευθύνθηκε μπροστὰ στὸ τέμπλο. Ἔπεσε στὰ γόνατα, σήκωσε τὰ χέρια του καὶ παρακαλέθηκε:
–Ὀχτὼ τὰ ἔχω, Χριστέ μου. Δικά Σου εἶναι, Ἐσὺ μοῦ τά ’δωσες. Ἐσὺ ποὺ μοῦ τά ’δωσες, φρόντισε νὰ τὰ θρέψεις. Δὲν ἔχουν τίποτε γιὰ σήμερα νὰ φᾶνε.
Ἔμεινε λίγη ὥρα ἔτσι γονατισμένος καὶ τέλος ξαναμίλησε:
–Ἐγὼ δὲν φεύγω ἀπὸ ᾿δῶ, Χριστέ μου, ἂν δὲν μοῦ φέρεις νὰ ταΐσω τὰ παιδιά μου, ποὺ δὲν εἶναι δικά μου· δικά Σου εἶναι.

Εἶπε, καὶ κατευθύνθηκε στὸ ἀναλόγιο. Πῆρε τὸ Ψαλτήρι κι ἄρχισε νὰ διαβάζει.
Δὲν θά ’χε περάσει μισὴ ὥρα, κι ἀπ­έ­ξω ἀκούστηκαν συνομιλίες. Στὴν ἀρ­χὴ δὲν ἔδωσε σημασία. Μετὰ διέκρινε τὴ φω­νὴ τοῦ παπᾶ τους. Μιλοῦσε μὲ κάποιον ἄγνωστο. Ἔπιασε μιὰ λέξη, ἂν ἄ­κουγε καλά…

–Ἕναν οἰκοδόμο πρέπει νὰ βρεῖς…
Πετάχτηκε ἔξω.
–Παπα-Γιάννη, τὴν εὐχή σου.
–Νά τος! φώναξε ὁ παπάς. Τὸν ξέρεις τὸν Μιχάλη;
Κι ἀμέσως πρὸς τὸν Μιχάλη:
–Μιχάλη, τὸν γνωρίζεις τὸν κύριο;
–Ὄχι, ἀπάντησε ἐκεῖνος.
–Εἶναι τοῦ Γρηγόρη τοῦ…, μακαρίτης τώρα, ἀπ’ τὸν ἀπάνω μαχαλά. Μᾶς ἦρθε χθὲς ἀπ’ τὴν Ἀμερική, χρόνια τώρα ἐκεῖ, δυὸ δεκαετίες κοντά. Τὸν θυμᾶσαι;
–Ἅμα λές, παπά μου, δυὸ δεκαετίες, ἐγὼ ἀκόμα δὲν ἤμουν ἐδῶ. Μετὰ ἐγκα­ταστάθηκα στὸ χωριό. Τὸν πατέρα του τὸν μακαρίτη τὸν ἔχω ἀκουστά.
–Κύριε Μιχάλη, εἶστε οἰκοδόμος;
–Ναί, παιδί μου.
–Ἐνδιαφέρομαι νὰ φτιάξω τὸν τάφο τῶν γονέων μου. Θέλω νὰ χτίσω κάτι ὡ­ραῖο, ἐπίσημο, σὰν τύμβο. Σὰν εἰκο­νο­στάσι. Νὰ χωράει κανεὶς νὰ μπεῖ μέσα, ν’ ἀνάψει τὸ κερί, τὸ καντήλι. Κατάλαβες; Ξέ­ρεις ἀπὸ τέτοια;
–Πῶς δὲν ξέρω, παλληκάρι μου. Ἔχω φτιάξει κι ἄλλοτε.
–Πόσα θέλεις νὰ μοῦ τὸ φτιάξεις;
Κοντοστάθηκε ὁ κυρ-Μιχάλης. «Νὰ πῶ ἑκατὸ χιλιάδες δραχμές», πῆρε νὰ σκέ­­φτεται, «μὴν τοῦ φανοῦν πολλά. Νὰ πῶ ἑβδομήντα;».
–Διακόσιες χιλιάδες σοῦ φτάνουν;
–…
–Ἔ, δὲν διαθέτω περισσότερα. Δέχεσαι;
–Δέχομαι.
–Πάρ᾿ τα.
Καὶ τοῦ ἔδωσε στὸ χέρι φάκελλο φουσκωμένο.

Μὲ τρεμάμενα χέρια ὁ κυρ-Μιχάλης ὁ οἰκοδόμος ξαναμπῆκε στὴν ἐκκλησιά. Ἔ­πεσε στὰ γόνατα μπροστὰ στὸ τέμπλο καὶ ἔκλαψε. Ὥρα πολλή. Κάποτε σηκώ­θηκε καὶ ξεκίνησε γιὰ τὸ σπίτι του. Στὴ γυ­ναίκα του καὶ τὰ ὀχτὼ παιδιά του. Τοῦ Θεοῦ ὅλα.

–Κατάλαβες, παιδί μου; κατέληξε ὁ γέ­­ροντας Πνευματικός. Αὐτὸς ὁ ἄν­θρω­πος μὲ τὴν πίστη του, τὴν προσευ­χή του, ἔ­τσι ποὺ τὴν ἔκανε, πῶς νὰ ποῦμε… τὸν ἐξανάγκασε τὸν Θεό. Ἔτσι δὲν εἶναι; Για­τὶ ἡ πίστη, ἡ ἀληθινή, ἡ ἀκράδαντη, αὐτὸ κάνει. Ἐξαναγκάζει τὸν Θεό. Συμ­φωνεῖς;