ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
ΒΑΡΝΑΒΑΣ
Ο
Απόστολος Βαρνάβας είναι Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας και ήταν Ιουδαίος
Λευίτης από την Κύπρο. Στα χρόνια των Αποστόλων κατοικούσε στην Ιερουσαλήμ.
Ονομαζόταν Ιωσής ή Ιωσήφ αλλά οι Απόστολοι του έδωσαν το όνομα Βαρνάβας που
σημαίνει "γιος παρηγοριάς", ως ερμηνεία του σπουδαίου φιλανθρωπικού
και παρηγορητικού έργου που προσέφερε στους ενδεείς συνανθρώπους του (Πράξ.
4,36).
Ο Βαρνάβας είχε ακολουθήσει τον Ιησού και ήταν ένας εκ των 70 μαθητών Του. Ήταν ένας από τους πρωτεργάτες του κηρύγματος του Ευαγγελίου κατά την περίοδο των αποστολικών χρόνων, ο οποίος συνεργάστηκε στενά με τον Απόστολο Παύλο, με τον οποίο συμφοίτησε υπό του Γαμαλιήλ.
Ο
Ευαγγελιστής Μάρκος υπήρξε ανιψιός του, καθώς η μητέρα του Μαρία ήταν αδελφή
του. Ο ίδιος προερχόταν από εύπορη οικογένεια. Πούλησε όλα του τα υπάρχοντά
προσφέροντάς τα χρήματα στους Αποστόλους, για να βοηθήσει τα ασθενέστερα
μέλη της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων (Πράξ. 4, 36-37).
Ο Βαρνάβας υπήρξε μεγάλη και ένδοξη εκκλησιαστική φυσιογνωμία, που διακρίθηκε για τη φλογερή του πίστη και για την ικανότητα του στο κήρυγμα του θείου λόγου. Ήταν άνθρωπος αγαθός και πλήρης Πνεύματος Αγίου και πίστης, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Αγία Γραφή (Πράξ. 11,24).
Ο ΒΑΡΝΑΒΑΣ ΑΡΧΙΖΕΙ ΝΑ ΚΗΡΥΤΤΕΙ
Σύμφωνα με τις Πράξεις των Αποστόλων (Πράξ. 11,19-34), μετά το θάνατο του πρωτομάρτυρα Στεφάνου, οι Χριστιανοί σκορπίστηκαν στην Αντιόχεια, στη Φοινίκη και την Κύπρο. Αυτοί κήρυξαν το Ευαγγέλιο του Χριστού στις περιοχές αυτές και σιγά σιγά δημιουργήθηκαν μικρές χριστιανικές κοινότητες. Οι Απόστολοι θέλοντας να βεβαιωθούν για το έργο τους έστειλαν τον Βαρνάβα για να εξακριβώσει τα γεγονότα, αλλά και να ενισχύσει τους εκεί Χριστιανούς.
Αυτή
ήταν μια επιλογή που δεν ήταν διόλου τυχαία, διότι ο Βαρνάβας ήταν μια εξέχουσα
προσωπικότητα στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων. Χαρακτηριστικό επίσης των
ικανοτήτων του ήταν ότι ο ίδιος αποτέλεσε γέφυρα μεταξύ των πρώτων Χριστιανών
και του Παύλου, που λόγω του πρότερου διωκτικού βίου του, δεν ήταν αρχικώς
ιδιαίτερα ευπρόσδεκτος στην κοινότητα.
Έπειτα ο Βαρνάβας πήγε στην Ταρσό, όπου βρισκόταν ο Παύλος και μαζί επέστρεψαν στην Αντιόχεια (Πράξ. 11,25-26). Εκεί έμειναν ένα χρόνο και εργάστηκαν για την οργάνωση και την ενίσχυση της Εκκλησίας που συνεχώς αυξανόταν αριθμητικά. Αργότερα οι Χριστιανοί της Αντιόχειας έστειλαν τη βοήθειά τους στην δοκιμαζόμενη Εκκλησία των Ιεροσολύμων με τον Βαρνάβα και τον Παύλο (Πράξ. 11,29-30). Όταν τελείωσαν την αποστολή τους, γύρισαν πίσω στην Αντιόχεια παίρνοντας μαζί τους και τον Ιωάννη (ευαγγελιστή Μάρκο) που ήταν ανιψιός του Βαρνάβα και κατόπιν μετά από οδηγία του Θεού κατέβηκαν στη Σελεύκεια (Πράξ. 12,25).
Ο
ΒΑΡΝΑΒΑΣ ΚΑΙ Ο ΠΑΥΛΟΣ
ΣΤΗΝ
ΠΡΩΤΗ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΕΙΑ
Το Άγιο
Πνεύμα φανέρωσε στην Εκκλησία της Αντιόχειας να ξεχωρίσουν τον Παύλο και τον
Βαρνάβα με αποστολή να διδάξουν στον κόσμο το Ευαγγέλιο του Χριστού. Έτσι
ο Παύλος με τον Βαρνάβα, μαζί με το νεαρό Ιωάννη Μάρκο τον ανιψιό του Βαρνάβα, ξεκίνησαν
την πρώτη περιοδεία από την Αντιόχεια το 45 μ.Χ.
Τα
γεγονότα της πρώτης αποστολικής περιοδείας του Παύλου και του Βαρνάβα, που
αποτελεί την πρώτη μεγάλη εξόρμηση του Χριστιανισμού έξω από τα όρια της
Παλαιστίνης, περιλαμβάνονται στα κεφάλαια 13 και 14 των Πράξεων των Αποστόλων.
Οι Απόστολοι από την παραλιακή πόλη Σελεύκεια έπλευσαν για την Κύπρο. Έφτασαν στη Σαλαμίνα, την αρχαία παραλιακή πόλη στην ανατολική πλευρά του νησιού. Εκεί αρχικά κήρυξαν το λόγο του Θεού στις συναγωγές των Ιουδαίων.
Αφού
διέσχισαν το νησί κατέληξαν στην Πάφο. Εκεί βρήκαν και κάποιον μάγο
Ιουδαίο, ψευδοπροφήτη με το όνομα Ελύμας (Βαριησούς). Αυτός προσπάθησε να
αποτρέψει τον ανθύπατο Σέργιο Παύλο να πιστέψει στο Ευαγγέλιο και να βαπτιστεί.
Οι Απόστολοι με τη βοήθεια του Θεού τον επιτίμησαν και τον τιμώρησαν με τύφλωση.
Κατόπιν βάπτισαν τον ανθύπατο, ο οποίος εντυπωσιάστηκε από τη χριστιανική
διδασκαλία.
Οι Απόστολοι από την Κύπρο με πλοίο αποβιβάστηκαν στην Αττάλεια της Μικράς Ασίας. Μετά πήγαν στην Πέργη της Παμφυλίας, απ’ όπου ο νεαρός Μάρκος είχε επιστρέψει στα Ιεροσόλυμα (Πράξ. 13,13-14).
Ο
Παύλος με τον Βαρνάβα με πολλούς κόπους έφτασαν στην Αντιόχεια της
Πισιδίας. Εκεί κήρυξαν το λόγο του Θεού όχι μόνο στην εβραϊκή συναγωγή
αλλά και στους εθνικούς που ήταν προσήλυτοι στον Ιουδαϊσμό. Πολλοί από
αυτούς πίστεψαν στο Χριστό. Αυτό ξεσήκωσε τους Ιουδαίους οι οποίοι τους
αποδοκίμασαν και τους ανάγκασαν να φύγουν για το Ικόνιο.
Στο Ικόνιο ο Παύλος με τον Βαρνάβα όπως συνήθιζαν πήγαν στη συναγωγή και το κήρυγμα τους ήταν τόσο πειστικό, ώστε πίστεψαν αρκετοί Ιουδαίοι και εθνικοί. Έμειναν αρκετό καιρό εκεί και κήρυτταν το λόγο του Θεού. Οι Ιουδαίοι ξεσήκωσαν πολλούς από τους εθνικούς εναντίον των Χριστιανών και ετοιμάζονταν να τους λιθοβολήσουν και να τους εκδιώξουν (Πράξ. 14,1-7). Οι Απόστολοι κατάλαβαν τις προθέσεις τους και πήγαν στις πόλεις της Λυκαονίας Λύστρα και Δέρβη.
Στα Λύστρα με το κήρυγμά τους πολλοί πίστεψαν στον Κύριο. Εκεί ο Παύλος θεράπευσε ένα χωλό εκ γενετής και οι κάτοικοι δε δίστασαν ν' ανακηρύξουν θεούς τους Αποστόλους. Το Βαρνάβα ονόμασαν Δία και τον Παύλο, πού μιλούσε πιο πολύ, Ερμή. Ετοιμάζονταν μάλιστα να κάμουν θυσία για χάρη τους. Οι Απόστολοι με πολύ κόπο κατόρθωσαν να τους εμποδίσουν. Κι ενώ προσπαθούσαν να τους απαλλάξουν από αυτές τις μάταιες συνήθειες, οι διαθέσεις του ασταθούς πλήθους άλλαξαν ξαφνικά. Από τη μια άκρη έφτασαν στην άλλη. Άρχισαν να τους νομίζουν για μάγους. Ιουδαίοι από την Αντιόχεια και το Ικόνιο, πήραν μαζί τους τα πλήθη και μια μέρα πού βρέθηκε μόνος του ο Παύλος, τον λιθοβόλησαν και τον έσυραν έξω από την πόλη νομίζοντας ότι πέθανε (Πράξ. 14,8-20).
Όταν ο Παύλος με τις περιποιήσεις των πιστών συνήλθε, μαζί με το Βαρνάβα έφυγαν και έφτασαν στη Δέρβη, όπου πολλοί δέχτηκαν τη χριστιανική πίστη (Πράξ. 14,20).
Είχαν
περάσει δυο περίπου χρόνια από τότε πού άρχισε η ιεραποστολή. Ήταν καιρός να
γυρίσουν στην Αντιόχεια, απ’ όπου είχαν ξεκινήσει. Επέστρεψαν από τις
ίδιες πόλεις. Πήγαν ξανά στα Λύστρα, στο Ικόνιο και στην Αντιόχεια της
Πισιδίας. Οι Απόστολοι στερέωναν τους Χριστιανούς στην πίστη και έλυναν
όσα προβλήματα είχαν παρουσιαστεί. Χειροτόνησαν πρεσβυτέρους σε κάθε
Εκκλησία, κήρυξαν στην Πέργη και μετά στην Αττάλεια. Παντού οι πιστοί τους
υποδέχονταν με μεγάλη χαρά. Με ακόμη μεγαλύτερη χαρά τους υποδέχτηκαν, σαν
γύρισαν με πλοίο, οι Χριστιανοί της Αντιόχειας στη Συρία το 48 μ.Χ. (Πράξ.
14,26-28).
Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ
Οι Απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας διηγήθηκαν στους πιστούς της Αντιόχειας, όσα έγιναν με τη βοήθεια του Θεού κατά την αποστολική τους περιοδεία. Όλοι τους ευχαριστούσαν και δοξολογούσαν το Θεό, γιατί άνοιξε τις πόρτες της πίστεως και της σωτηρίας και στους εθνικούς (Πράξ. 14,27).
Κάποιοι Χριστιανοί, πού προέρχονταν από τους Ιουδαίους (οι λεγόμενοι ιουδαΐζοντες), απαίτησαν από τους Χριστιανούς πού προέρχονταν από τους ειδωλολάτρες να τηρούν την περιτομή και τις άλλες τυπικές διατάξεις του Μωσαϊκού Νόμου. Αυτή η διδασκαλία των ιουδαϊζόντων προκάλεσε την αντίδραση του Παύλου, ο οποίος στην προς Γαλάτας επιστολή αναφέρει (Γαλ. 2,11-14), ότι ήρθε αντιμέτωπος με τον Πέτρο, όταν αυτός επισκέφτηκε την Αντιόχεια, αλλά και με άλλα εξέχουσα στελέχη από την πρώτη Εκκλησία, ακόμη και με τον Βαρνάβα, οι οποίοι παρασύρθηκαν από τις απαιτήσεις των Ιουδαιοχριστιανών.
Τότε
αποφασίστηκε κι έγινε μια επιτροπή από τον Παύλο, το Βαρνάβα, τον Τίτο και
άλλους πιστούς, οι οποίοι με τις ευχές της Εκκλησίας έφυγαν για τα Ιεροσόλυμα,
όπου μαζί με τους Αποστόλους και τους πρεσβυτέρους θα έλυναν το ζήτημα
αυτό (Πράξ. 15,2).
Στη Σύνοδο που έγινε το 49 μ.Χ., ο Παύλος κι ο Βαρνάβας διηγήθηκαν, όσα έγιναν με τη βοήθεια του Θεού κατά την περιοδεία τους. Ύστερα από αρκετή συζήτηση επικράτησε η γνώμη του Παύλου, την οποία υποστήριξαν ο Πέτρος, ο Ιάκωβος, ο Βαρνάβας και άλλοι.
Σύμφωνα
με την απόφαση της Συνόδου το βάπτισμα ήταν αρκετό και δεν θα απαιτούνταν
τίποτα άλλο από τους ειδωλολάτρες που θα γίνονταν Χριστιανοί, παρά μόνο να μη
συμμετέχουν σε ειδωλολατρικές γιορτές και θυσίες, να μην τρώνε από τα
ειδωλόθυτα και να μην πίνουν από το αίμα των πνιγμένων ζώων (Πράξ. 15,28-29).
Οι αποφάσεις της αποστολικής Συνόδου έγιναν δεκτές απ' όλους και έφεραν την ειρήνη στην Εκκλησία. Κοινοποιήθηκαν μάλιστα με επιστολή της Συνόδου στις νεώτερες αδερφές Εκκλησίες της Αντιόχειας, της Συρίας και της Κιλικίας. Η Σύνοδος εξέλεξε τον Παύλο και το Βαρνάβα, οι οποίοι συνοδευόμενοι από τον Ιούδα (Βαρσαββάς) και το Σίλα, να μεταφέρουν στην Εκκλησία της Αντιόχειας την απόφαση της Συνόδου (Πράξ. 15,22-27).
ΤΟ
ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΑΙ ΤΟ
ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
Μετά την Αποστολική Σύνοδο ο Παύλος πρότεινε στο Βαρνάβα να ξεκινήσουν για τη δεύτερη ιεραποστολική περιοδεία. Ο Βαρνάβας όμως διαφώνησε με τον Παύλο, για το αν θα έπαιρναν τον Ιωάννη Μάρκο στη νέα περιοδεία τους, ο οποίος κατά την πρώτη έχοντας δειλιάσει, επέστρεψε στην πατρίδα του (Πράξ. 15, 35). Το αποτέλεσμα της διαφωνίας ήταν ο μεν Παύλος με το Σίλα να πάνε στη Συρία, την Κιλικία και την Ελλάδα, ο δε Βαρνάβας με τον ανιψιό του Μάρκο να πάνε στην Κύπρο, όπου οργάνωσαν την εκεί Εκκλησία (Πράξ. 15,37-41 και Γαλ. 2,13).
Παρόλη
τη διαφωνία τους, η αμοιβαία εκτίμηση και ο δεσμός αγάπης μεταξύ Παύλου
και Βαρνάβα ποτέ δεν κλονίστηκε και αυτό φαίνεται στις επιστολές του Παύλου
όταν αναφέρεται στο Βαρνάβα (Α' Κορ. 9,6. Γαλ. 2,1-9. Κολ. 4,10).
Για τη μετέπειτα δράση του Βαρνάβα δεν υπάρχουν στοιχεία στην Αγία Γραφή. Ο Απόστολος Βαρνάβας θεωρείται ο ιδρυτής και ο προστάτης της Εκκλησίας της Κύπρου και υπήρξε ο πρώτος επίσκοπος Σαλαμίνος. Σύμφωνα με μια παράδοση ο Βαρνάβας από την Κύπρο κήρυξε το Ευαγγέλιο στην Ιερουσαλήμ, στη Ρώμη και την Αλεξάνδρεια και επέστρεψε πάλι στην Κύπρο όπου και μαρτύρησε στη Σαλαμίνα. Εκεί λιθοβολήθηκε από τους Ιουδαίους και τους ειδωλολάτρες γύρω στο 57 μ.Χ., και στη συνέχεια τον έκαψαν.
Η
Ορθόδοξη Εκκλησία τιμάει τη μνήμη του Αποστόλου Βαρνάβα μαζί με τον Απόστολο
Βαρθολομαίο στις 11 Ιουνίου. Στη βυζαντινή αγιογραφία συχνά παρουσιάζεται
μαζί με τον Απόστολο Παύλο να κρατούν μια Εκκλησία, ή μόνος του με το Κατά
Ματθαίον Ευαγγέλιο στα χέρια του.
Σύμφωνα με το απόκρυφο βιβλίο "Πράξεις Βαρνάβα", που υποτίθεται ότι εγράφη από τον Ευαγγελιστή Μάρκο, ο Βαρνάβας ετάφη βιαστικά, μαζί με το χειρόγραφο Ευαγγέλιο του Ματθαίου που κατείχε και χρησιμοποιούσε.
Κοντά
στην αρχαία πόλη της Σαλαμίνας, αργότερα Κωνσταντία και σήμερα Αμμόχωστο,
βρίσκεται το μοναστήρι του Αποστόλου Βαρνάβα. Εκεί βρίσκεται και ο τάφος του
Αγίου, όπου βρέθηκε και το χειρόγραφο Ευαγγέλιο του Ματθαίου στο στήθος του,
κατόπιν οράματος του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Ανθέμιου το 477 μ.Χ., όταν ο
Απόστολος Βαρνάβας του εμφανίστηκε υποδεικνύοντάς του που βρισκόταν ο τάφος
του.
Στην
Κύπρο υπάρχουν αρκετοί ναοί αφιερωμένοι στον Απόστολο Βαρνάβα. Παράδειγμα
αποτελεί η σταυροπηγιακή μονή στα Κατεχόμενα, έξω από την Αμμόχωστο,
θεμελιωμένη από τον αυτοκράτορα Ζήνωνα (474-491 μ.Χ.).