ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Δευτέρα 29 Ιουνίου 2020

ΓΕΡΩΝ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ: Η ΑΜΕΛΕΙΑ ΜΟΙΑΖΕΙ ΜΕ ΑΝΟΜΒΡΙΑ!


Γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής: Η αμέλεια μοιάζει με ανομβρία, που δεν αφήνει να φυτρώσει τίποτε. Η κενοδοξία βλάπτει όσους έχουν καρπό,  όσους έχουν προχωρήσει, ενώ η αμέλεια ζημιώνει όλους. Εμποδίζει αυτούς που θέλουν να ξεκινήσουν και σταματά αυτούς που προχώρησαν. Δεν επιτρέπει την μάθηση σε αυτούς που αγνοούν και εμποδίζει την επιστροφή σε αυτούς που πλανήθηκαν. Δεν αφήνει να σηκωθούν όσοι έπεσαν και γενικά είναι όλεθρος για όσους αιχμαλωτίζονται από αυτήν.

Κυριακή 28 Ιουνίου 2020

ΑΓΙΟΣ ΣΕΡΓΙΟΣ Ο ΔΙΚΑΙΟΣ

Άγιος Σέργιος ο δίκαιος ο Μάγιστρος

Ο Άγιος και δίκαιος Σέργιος, καταγόταν από την κωμόπολη Νικήτια της Αμάστρισου, του Εύξεινου Πόντου. Η οικογένεια του ήταν αριστοκρατικής καταγωγής και συνδεόταν με συγγενικούς δεσμούς με εκείνη της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, συζύγου του αυτοκράτορα Θεόφιλου.
Έκανε λαμπρές σπουδές και γρήγορα έφθασε σε υψηλά στρατιωτικά και πολιτικά αξιώματα. Αν και ο Θεόφιλος ήταν θερμός υποστηρικτής των εικονομάχων, ο Σέργιος παρέμεινε πιστός στην ορθόδοξη πίστη και κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για την αναστύλωση των Ιερών Εικόνων. Αναδείχθηκε δε και προστάτης πολλών υπερασπιστών των αγίων εικόνων, κατά τον από του Θεόφιλου διωγμό. Μετά δε το θάνατο του Θεόφιλου, συνετέλεσε τα μέγιστα και εξάντλησε όλη την επιρροή του για να ενισχυθεί η γνώμη της Θεοδώρας για τη σύγκληση Οικουμενικης Συνόδου, για την αναστύλωση των Εικόνων.
Εκοιμήθη ειρηνικά στην Κρήτη και ετάφη στη μονή του Μαγίστρου. Αργότερα τα άγια λείψανά του μετακομίσθηκαν με μεγάλες τιμές και ετάφησαν στη Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου την οποία έκτισε ο ίδιος στον κόλπο της Νικομήδειας, η οποία λεγόταν του Νικητιάνου επειδή ο κτήτοράς της καταγόταν από την κωμόπολη Νικήτια. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του Αγίου Σέργιου στις 28 Ιουνίου.

ΑΓΙΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ ΚΥΡΟΣ ΚΑΙ ΙΩΑΝΝΗΣ


Εύρεση των Τιμίων Λειψάνων των Αγίων Αναργύρων
Κύρου και Ιωάννου

Αγωνίσθηκαν και οι δύο στα χρόνια του Διοκλητιανού (292 μ.Χ.). Ο Κύρος καταγόταν από την Αλεξάνδρεια και ο Ιωάννης από την Έδεσσα. Άριστα καταρτισμένοι στην ιατρική επιστήμη, προσέφεραν τις υπηρεσίες τους αφιλοκερδώς στους φτωχότερους συνανθρώπους τους. Και όχι μόνο δεν έπαιρναν χρήματα από κανένα, αλλά και οι ίδιοι έδιναν τα δικά τους, μέχρι που έμειναν φτωχοί. Γι' αυτό και επονομάστηκαν Ανάργυροι. Μαζί με την ιατρική βοήθεια που προσέφεραν στους πάσχοντες, μετέδιδαν σ' αυτούς και τη σωτήρια αλήθεια του Ευαγγελίου. Τα λόγια τους έδωσαν φως του Χριστού σε πολλούς ειδωλολάτρες.

Άλλα η δράση τους καταγγέλθηκε στις αρχές, με αποτέλεσμα να τους αποκεφαλίσουν και άξια να πάρουν το στεφάνι του μαρτυρίου. Τότε οι χριστιανοί τους έθαψαν κρυφά, και όταν αυτοκράτορας ήταν ο Αρκάδιος και Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας ο Θεόφιλος (400 μ.Χ.), τα άγια λείψανα τους βρέθηκαν και με πανηγυρικό τρόπο έγινε η ανακομιδή τους. Πολλοί, μάλιστα, ασθενείς που άγγιξαν αυτά, θεραπεύθηκαν. Έτσι, επιβεβαιώνεται ότι οι «δίκαιοι εἰς τὸν αἰῶνα ζώσι, καὶ ἐν Κυρίῳ ὃ μισθὸς αὐτῶν» (Σοφία Σολομώντος, ε' 15). Οι δίκαιοι δηλαδή, ζουν αιώνια, και η ανταμοιβή που αρμόζει σ' αυτούς βρίσκεται στα χέρια του Κυρίου. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη των Αγίων στις 28 Ιουνίου.

Σάββατο 27 Ιουνίου 2020

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΠΕΙΡΑΙΩΣ: ΟΤΑΝ Η ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΕΜΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΣ!


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 15η Ιουνίου 2020

ΟΤΑΝ Η ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΕΜΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΣ!

Έγινε ήδη λόγος σε παλαιότερες ανακοινώσεις μας για τον ιδιότυπο διωγμό που εξαπέλυσε η Πολιτεία τους τελευταίους τρεις μήνες εναντίον της Εκκλησίας, με κύριο στόχο να συκοφαντηθεί και ενοχοποιηθεί η Θεία Κοινωνία ως αιτία μεταδόσεως του κορωνοϊού στους πιστούς και κατ’ επέκταση, να  απαξιωθεί το ιερότερο, το κορυφαίο μυστήριο της Εκκλησίας μας, η Θεία Ευχαριστία. Και παραθέσαμε πολλές αποκαλυπτικές σχετικές δηλώσεις φορέων της Πολιτείας και εκπροσώπων της  αρμόδιας επιτροπής του Υπουργείου Υγείας, που αποδεικνύουν του λόγου το αληθές.
Το θέμα, όπως ήταν επόμενο πήρε διαστάσεις, αφού και ο ίδιος ο Παν. Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος με επιστολή του στις 17.5.2020 προς την Εκκλησία της Ελλάδος, ζητάει να πληροφορηθεί την γνώμη της σχετικά «προς το θέμα της κοινής πορείας στην ποιμαντική αντιμετώπιση των αμφισβητήσεων του καθιερωμένου τρόπου μεταδόσεως της Θείας Κοινωνίας». Η ΔΙΣ στην Συνεδρία της 3ης.6.2020 και με αφορμή το Γράμμα του Οικουμενικού Πατριάρχου ανακοίνωσε, ότι «η Εκκλησία της Ελλάδος εμμένει στην εξ αρχής εκφρασθείσα δογματική και θεολογική επιβεβαίωσή της ότι ‘το Ιερό Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας παραμένει αδιαπραγμάτευτο, όπως μας παρεδόθη από την περί αυτού διδασκαλία της Ορθοδόξου Παραδόσεως και των αγίων Πατέρων της αγίας μας Εκκλησίας’, ως επίσης και το ότι ‘η διαδικασία μεταδόσεως της Θείας Κοινωνίας προς τους πιστούς παραμένει ως έχει και όπως μας έχει παραδοθεί υπό των αγίων Πατέρων και υπό της Ιεράς μας Παραδόσεως’».
Προς στιγμήν φάνηκε, ότι το θέμα έκλεισε με την αποστομωτική απάντηση της ΔΙΣ προς τους χριστιανομάχους πολιτικούς. Ωστόσο ο αρχέκακος όφις, ο διάβολος, δεν ησύχασε. Άρχισε τώρα να πολεμάει την Εκκλησία, όχι πλέον από έξω, (μέσω των χριστιανομάχων πολιτικών), αλλά από μέσα, χρησιμοποιώντας ως όργανά του εκκλησιαστικά πρόσωπα, ακόμη και επισκόπους. Δηλαδή πρόσωπα τα οποία, ενώ θα έπρεπε να είναι οι φύλακες «της Ιεράς μας Παραδόσεως», δυστυχώς, με απαράδεκτες δηλώσεις και ενέργειές τους, όχι απλά «ρίχνουν νερό στο μύλο» των χριστιανομάχων, αλλά προχωρούν και σε καινοτομίες, οι οποίες μαρτυρούν ξεκάθαρα, (όπως θα φανεί με όσα θα λεχθούν παρά κάτω), ότι και αυτοί πάσχουν από την ίδια αρρώστια, από την οποία πάσχουν και οι χριστιανομάχοι. Στις γραμμές που ακολουθούν, θα σχολιάσουμε δηλώσεις και ενέργειες ενός εξ αυτών, του  Αρχιεπίσκοπου Αμερικής κ. Ελπιδοφόρου, κινούμενοι από αγάπη προς την αλήθεια του Ευαγγελίου και της Ορθοδόξου Παραδόσεως μας, αλλά και προς επαγρύπνηση του πιστού λαού του Θεού. 
Όπως πληροφορηθήκαμε από το διαδίκτυο, (βλ. «Ρομφαία», 25.5.2020), ο κ. Ελπιδοφόρος σε εκτενές Υπόμνημα του στις 18.5.2020 προς τους κληρικούς της Αρχιεπισκοπής του «έδωσε οδηγίες στους κληρικούς των κοινοτήτων της άμεσης Αρχιεπισκοπικής Περιφέρειας, (Νέα Υόρκη, Κονέκτικατ και Ουάσιγκτον), να προσφέρουν προσωρινά τη Θεία Κοινωνία στους πιστούς, χρησιμοποιώντας πολλαπλά μεταλλικά κουτάλια, για μία μόνο χρήση ανά άτομο». Σύμφωνα με τις οδηγίες του Υπομνήματος: «Η ενορία θα πρέπει να χρησιμοποιεί πολλαπλά μεταλλικά κουτάλια που θα είναι μίας χρήσης κατά τη διανομή της Αγίας Κοινωνίας. Ο ενορίτης θα πλησιάζει το δισκοπότηρο και θα του ζητηθεί να γείρει το κεφάλι του πίσω και να ανοίξει το στόμα του πλατιά, έτσι ώστε η Κοινωνία να πέσει μέσα στο στόμα του. Ο ιερέας θα χρησιμοποιήσει ένα νέο κουτάλι για να προσφέρει Κοινωνία και στη συνέχεια θα τοποθετήσει το κουτάλι σε ξεχωριστό δοχείο πριν από τον επόμενο ενορίτη. Αντί της μάκτρας, (Communion Cloth), η ενορία θα έχει διαθέσιμες πετσέτες μίας χρήσης για τους πιστούς, και όταν πλησιάζει το δισκοπότηρο, ο ενορίτης θα πάρει μια χαρτοπετσέτα, θα την κρατά κάτω από το πηγούνι του, θα σκουπίζει το στόμα του και στη συνέχεια θα πετάει την πετσέτα. σε ένα δοχείο στο σολέα, το περιεχόμενο του οποίου θα καεί την ίδια μέρα. Μετά από κάθε ραντεβού, τα κουτάλια θα βυθιστούν σε βραστό νερό για να καθαριστούν».
Από άλλο σχετικό δημοσίευμα πληροφορηθήκαμε τους «θεολογικούς» λόγους, που προβάλλει για να δικαιολογήσει την καινοτομία αυτή, στην οποία προχώρησε. Σε πρόσφατη διαδικτυακή συζήτηση στην Αμερική, (βλ. ιστολ. «Ακτίνες», 2.6.2020), απαντώντας σε ερωτήματα πιστών, δήλωσε μεταξύ άλλων τα εξής: «Τι είναι πιο σημαντικό για όλους μας; Η Θεία Κοινωνία, το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ή ο τρόπος που μεταλαμβάνουμε το Σώμα και το Αίμα Του; Η απάντηση είναι απλή. Δεν είναι ο τρόπος της μετάληψης, αλλά η ίδια η Θεία Κοινωνία, που μας σώζει και μας χαρίζει αιώνια ζωή. Οπότε, το οτιδήποτε άλλο, όπως η κοινή λαβίδα, ή ό,τι δοκίμασε η εκκλησία, ακόμα και στα τελευταία χίλια χρόνια, μπορεί να αλλάξει.  Ακόμα και προσωρινά, ή όχι προσωρινά. Αυτή η παράδοση, της κοινής λαβίδας, δεν είναι κάτι που αποφασίζεται από οποιαδήποτε Οικουμενική Σύνοδο, ή (τοπική) Σύνοδο των Ορθοδόξων Εκκλησιών, στην ιστορία της εκκλησίας. Είναι μια πρακτική που έχει αποδειχθεί πολύ αποτελεσματική, πολύ πρακτική, πολύ ευπρόσδεκτη και γι αυτό ήταν ευρέως διαδεδομένη, χωρίς καμία προσπάθεια και χωρίς κανέναν να επιβάλει, ή να υποχρεώσει τους πιστούς να χρησιμοποιήσουν την κοινή λαβίδα. Και στην πραγματικότητα όλοι γνωρίζουμε ότι το σημαντικό είναι ότι λαμβάνουμε, ότι όλοι κοινωνούμε, από το κοινό Ποτήριο, όχι από το ένα κοινό κουτάλι. Και υπάρχουν κάποιες ανησυχίες ότι ίσως αυτό το κουτάλι, το κοινό κουτάλι, μπορεί να παρουσιάσει κάποια προβλήματα υγείας στους ενορίτες μας, ή μερικοί άνθρωποι αισθάνονται ότι δεν είναι άνετα με αυτόν τον τρόπο. Γιατί πρέπει να κρατήσουμε αυτούς τους ανθρώπους μακριά από την Θ. Κοινωνία, μόνο λόγω της κοινής λαβίδας;».        
Είναι γεγονός ότι το πανάγιο Σώμα και Αίμα του Κυρίου είναι εκείνο «που μας σώζει και μας χαρίζει αιώνια ζωή», όμως το γεγονός αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει, ότι «το οτιδήποτε άλλο, όπως η κοινή λαβίδα, ή ό,τι δοκίμασε η εκκλησία, ακόμα και στα τελευταία χίλια χρόνια, μπορεί να αλλάξει», με την πρόφαση ότι «δεν είναι κάτι που αποφασίζεται από οποιαδήποτε Οικουμενική Σύνοδο, ή (τοπική), Σύνοδο των Ορθοδόξων Εκκλησιών». Ο παραδοσιακός τρόπος της μεταδόσεως της Θείας Κοινωνίας με την μία κοινή αγία λαβίδα έχει καθιερωθεί εδώ και περίπου 1200 χρόνια στη ζωή της Εκκλησίας και επομένως έχει ενσωματωθεί ως ουσιαστικό και αναπόσπαστο  στοιχείο της Εκκλησιαστικής μας Παραδόσεως. Και μπορεί, βέβαια, καμία Οικουμενική, ή Τοπική, Σύνοδος να μην ασχολήθηκε ειδικά με τον τρόπο μεταδόσεως της Θείας Κοινωνίας, ωστόσο επειδή αποτελεί ουσιαστικό και αναπόσπαστο στοιχείο της Εκκλησιαστικής μας παραδόσεως, ισχύει στην προκειμένη περίπτωση ο θεόπνευστος λόγος του αποστόλου Παύλου: «Άρα ουν αδελφοί, στήκετε και κρατείτε τας παραδόσεις, ας εδιδάχθητε είτε διά λόγου, είτε δι’ επιστολής ημών», (Β΄ Θεσ. 2,15).    
Εδώ τίθεται επίσης το ερώτημα: Αφού, όπως ισχυρίζεται ο κ. Ελπιδοφόρος, η παραδοσιακή μετάδοση της Θείας Κοινωνίας, «έχει αποδειχθεί πολύ αποτελεσματική, πολύ πρακτική, πολύ ευπρόσδεκτη και γι ‘αυτό ήταν ευρέως διαδεδομένη», για ποιο λόγο σήμερα, μετά από 1200 χρόνια, θα πρέπει να αλλάξει; Τι κρύβεται πίσω από αυτή την αλλαγή; Μα είναι φανερό, τι κρύβεται! Ο φόβος μεταδόσεως του κορωνοϊού μέσω της Θείας Κοινωνίας διά της κοινής αγίας λαβίδος. Το ομολογεί και ο ίδιος παρά κάτω: «Και υπάρχουν κάποιες ανησυχίες, ότι ίσως αυτό το κουτάλι, το κοινό κουτάλι, μπορεί να παρουσιάσει κάποια προβλήματα υγείας στους ενορίτες μας, ή μερικοί άνθρωποι αισθάνονται ότι δεν είναι άνετα με αυτόν τον τρόπο». Εάν υπάρχει μέσα μας η παραμικρή αμφιβολία, μήπως ο κορωνοϊός μεταδίδεται μέσω της Θείας Κοινωνίας, τότε ουσιαστικά δεν πιστεύουμε, ότι  στο Άγιο Ποτήριο, μετά τον καθαγιασμό του άρτου και του οίνου, υπάρχει το τεθεωμένο Σώμα και Αίμα του Χριστού. Ότι υπάρχει δηλαδή ο όλος Χριστός, ο Οποίος όχι μόνον δεν μπορεί να γίνει αίτιος μεταδόσεως ασθενειών και θανάτου, αλλά αντίθετα είναι η αληθινή ζωή, η πηγή της ζωής και φάρμακο αθανασίας, όπως μας διαβεβαίωσε ο Ίδιος «εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή. Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσεται· και πας ο ζων και πιστεύων εις εμέ ου μη αποθάνη εις τον αιώνα» (Ιω.11,25). Και ακόμη: «εγώ ειμί ο άρτος ο ζων ο εκ του ουρανού καταβάς· εάν τις φάγη εκ τούτου του άρτου, ζήσεται εις τον αιώνα, και ο άρτος δε ον εγώ δώσω η σαρξ μου εστίν, ην εγώ δώσω υπέρ της του κόσμου ζωής» (Ιω.6,35,51).
Την μεγάλη αυτή αλήθεια επιβεβαιώνει και η ιστορική πραγματικότητα. Από τη δισχιλιετή ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας δεν μαρτυρείται καμία περίπτωση μετάδοσης μολυσματικής νόσου από τη Θεία Κοινωνία. Διακεκριμένοι επιστήμονες, ιατροί λοιμοξιολόγοι και καθηγητές Ιατρικών Σχολών επισημαίνουν, ότι δεν υπάρχει καμιά επιστημονική τεκμηρίωση, ότι η Θεία Κοινωνία διασπείρει μεταδοτικές ασθένειες. Το μόνο επιστημονικό δεδομένο που μπορεί να υπάρχει και που η επιστημονική κοινότητα αποδέχεται, εκεί που δεν υπάρχει συγκεκριμένη επιστημονική έρευνα, είναι η αναδρομική μελέτη της κλινικής εμπειρίας, που στην περίπτωση της Θείας Κοινωνίας αφορά αναδρομική κλινική εμπειρία 2000 χρόνων, (π.χ. Ιερείς και όχι μόνον, που καταλύουν καθημερινά τη Θεία Κοινωνία στα Νοσοκομεία, ακόμη και Νοσοκομεία Λοιμωδών Νόσων κλπ) και ουδέποτε τους έχει μεταδοθεί ο,τιδήποτε.
Ισχυρίζεται ακόμη ο κ. Ελπιδοφόρος ότι «Κατά τη διάρκεια της Θείας Ευχαριστίας, λαμβάνουμε σώμα και αίμα Χριστού και το σώμα και το αίμα του Κυρίου, μας μεταδίδουν ζωή και όχι ασθένειες….. όμως, ας μην ξεχνάμε ότι τα μέσα, τα εργαλεία με τα οποία προσφέρουμε στη Θεία Κοινωνία, είναι φθαρτά και γήινα». Η αγία Λαβίδα, (αυτή είναι η ορθή ονομασία και όχι ο χαρακτηρισμός «κοινό κουτάλι»), όπως και το άγιο Ποτήριο, είναι μεν «φθαρτά και γήινα», επειδή όμως έρχονται σε επαφή με το πανάγιο Σώμα και Αίμα του Κυρίου, δέχονται και αυτά τον αγιασμό, που προέρχεται από το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου. Μεταδίδεται και σ’ αυτά η άκτιστη ενέργεια της Χάριτος του αγίου Πνεύματος, γι’ αυτό άλλωστε και δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται για οποιαδήποτε άλλη χρήση και χαρακτηρίζονται ως άγια και ιερά. Η άκτιστη Χάρις μεταδίδεται στα ιερά σκεύη, όπως ακριβώς μεταδίδεται και στα άγια λείψανα και στις άγιες εικόνες, τα οποία ακριβώς γι’ αυτό προσκυνούμε, επειδή είναι μεταδοτικά Χάριτος. Επειδή λοιπόν η αγία Λαβίδα αγιάζεται από το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου μας, είναι αδύνατον να μεταδίδει ιούς και μεταδοτικές ασθένειες. Ο κ. Ελπιδοφόρος, με τον τρόπο που εκφράζεται, αφήνει να εννοηθεί, ότι η αγία Λαβίδα, ως φθαρτή και γήινη, μπορεί να μεταδώσει ασθένειες. Αν όμως μπορεί να μεταδώσει ασθένειες, τότε αυτό σημαίνει,  ότι δεν αγιάζεται από το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Δεν δέχεται δηλαδή την άκτιστη ενέργεια της Θείας Χάριτος, που ενυπάρχει μέσα στο τεθεωμένο Σώμα και Αίμα του Κυρίου. Αν όμως η άκτιστη Θεία Χάρις δεν έχει τη δύναμη να αγιάσει την αγία Λαβίδα, τότε αυτό σημαίνει ότι η Θεία Χάρις δεν είναι άκτιστη, αλλά κτιστή. Η εσφαλμένη αυτή παραδοχή οδηγεί αναπόδραστα στο συμπέρασμα, ότι η Θεία Κοινωνία, κτιστή ούσα και στο ίδιο οντολογικό επίπεδο με τα κτιστά υλικά αντικείμενα, δεν δύναται να τα αγιάσει, με αποτέλεσμα ο πιστός στην προσπάθειά του να μεταλάβει ζωή κινδυνεύει να λάβει θάνατο από το φθαρτό και γήινο Δισκοπότηρο και τη φθαρτή και γήινη Λαβίδα. Σε τελική ανάλυση ο κ. Ελπιδοφόρος δέχεται την φραγκολατινική διδασκαλία περί απρόσιτου Θεού και κτιστών θείων ενεργειών.
Εσφαλμένη είναι επίσης, κατά τη γνώμη μας και η δικαιολογία που προβάλλει, ότι «μερικοί άνθρωποι αισθάνονται ότι δεν είναι άνετα με αυτόν τον τρόπο», ή ότι κάποιοι ενορίτες εκφράζουν  «κάποιες ανησυχίες ότι ίσως αυτό το κουτάλι, το κοινό κουτάλι, μπορεί να παρουσιάσει κάποια προβλήματα υγείας». Η Εκκλησία ποτέ δεν αποφασίζει, με κριτήριο το τι «αισθάνονται», ή τι δεν αισθάνονται, τα μέλη της. Αν δηλαδή αισθάνονται «άνετα», ή όχι, με τις αποφάσεις της, αλλά με κριτήριο το θέλημα του Θεού και την δογματική διδασκαλία της. Ούτε προσαρμόζεται ανάλογα με τις επιθυμίες και τους προβληματισμούς του καθενός. Αλλοίμονο αν υιοθετούσε τέτοιου είδους τακτικές. Θα είχε εκκοσμικευθεί και θα ακύρωνε την αποστολή της.  Η Εκκλησία καλεί τους πιστούς, (όσοι είναι προετοιμασμένοι κατάλληλα), να μεταλάβουν Σώμα και Αίμα Χριστού «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης». Αν σε κάποιον απουσιάζει η πίστη, τότε καλύτερα θα είναι να μην μεταλάβει, διότι αν μεταλάβει, η Θεία Κοινωνία όχι μόνο δεν θα μεταδώσει μέσα του «άφεση αμαρτιών και ζωήν αιώνιον», αλλά θα γίνει «εις κρίμα» και «εις κατάκριμα».               
Κλείνοντας, εκφράζουμε την βαθειά μας λύπη, για όσα ο κ. Ελπιδοφόρος είπε και έπραξε. Εμποτισμένος από την παναίρεση του Οικουμενισμού, δεν μπόρεσε δυστυχώς, να απαγκιστρωθεί από τον πειρασμό του κόσμου, ο οποίος «εν τω πονηρώ κείται» (Α΄Ιωαν.5,19) και ταυτίστηκε μαζί του. Αθέτησε την ευαγγελική προτροπή «πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον, ή ανθρώποις» (Πραξ.5,29). Έβαλε πάνω από τον Χριστό, την αληθινή ζωή και τον χορηγό της ζωής, την ιατρική επιστήμη, για την οποία, δυστυχώς συχνά εφαρμόζεται το λόγιο του Πλάτωνα «πάσα τε επιστήμη, χωριζομένη δικαιοσύνης και της άλλης αρετής, πανουργία τις και ου σοφία φαίνεται». Συντάχτηκε με τη θέληση και την επιθυμία του πτωτικού κόσμου και κυρίως με όσους θέλουν την πίστη στα μέτρα τους και βάζουν πάνω απ’ όλα την σωματική υγεία τους.
Έχουμε την ταπεινή γνώμη, ότι η επιστολή την οποία  έστειλε ο παν. Οικουμενικός Πατριάρχης προς την Εκκλησία της Ελλάδος,  για την οποία έγινε λόγος παρά πάνω, θα έπρεπε να αποσταλεί πρωτίστως και κυρίως προς τον κ. Ελπιδοφόρο. Η δήλωση του παν. Οικουμενικού Πατριάρχου, στην ως άνω επιστολή, «ότι ουδόλως προτιθέμεθα να αποστώμεν εκ των κληροδοτηθέντων, πάσιν ημίν υπό των μακαρίων Πατέρων ημών», υποχρεοί και τον κ. Ελπιδοφόρο, Επίσκοπον όντα της Εκκλησιαστικής Δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Θρόνου.

Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών.

ΑΓΙΟΣ ΣΑΜΨΩΝ Ο ΞΕΝΟΔΟΧΟΣ


Άγιος Σαμψών ο Ξενοδόχος

Ο Άγιος Σαμψών, γεννήθηκε στη Ρώμη από πλουσίους αλλά ευσεβείς και ενάρετους γονείς. Ευφυής ως ήτο, σπούδασε φιλολογία, φιλοσοφία και ιατρική. Επιθυμώντας από τη μικρή του ηλικία να ζήσει κατά το χριστιανικό πρότυπο ζωής, μεταχειρίσθηκε την ιατρική όχι ως επικερδές επάγγελμα αλλά για καθαρά φιλανθρωπικούς και ευεργετικούς σκοπούς. Προσέτρεχε χωρίς διακρίσεις σε οποιονδήποτε είχε την ανάγκη του βοηθώντας τον, παρηγορώντας τον και στηρίζοντάς τον στην πίστη.
Όταν εκοιμήθησαν οι γονείς του, μοίρασε την μεγάλη περιουσία την οποία κληρονόμησε και πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί επισκέφθηκε όλα τα μοναστήρια. Εκεί έβρισκε ουσιαστικά καταφύγιο για να ηρεμεί και να μελετά τις Θείες Γραφές. Η φήμη του, η οποία γρήγορα εξαπλώθηκε προσέλκυσε την εύνοια και αυτού του μεγάλου αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Συγχρόνως η μεγάλη θεολογική του κατάρτιση και οι άλλες του αρετές, κίνησαν το ενδιαφέρον του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μηνά, ο οποίος τον χειροτόνησε πρεσβύτερο. Κάποτε ο Ιουστινιανός προσβλήθηκε από βαρεία ασθένεια και ζήτησε τη βοήθεια του Αγίου. Ο Όσιος προσευχήθηκε θερμά και κατόρθωσε να σώσει τη ζωή του αυτοκράτορα. Εκείνος θέλοντας να τον ευχαριστήσει και να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του στον Άγιο, έκτισε ένα νοσοκομείο το οποίο γρήγορα αναδείχθηκε σε μεγάλο φιλανθρωπικό ίδρυμα όπου κατέφευγαν οι άποροι και οι αδύναμοι για να θεραπευθούν και να εύρουν παρηγοριά και στήριγμα.
Έχοντας επιτελέσει ένα τεράστιο και θεάρεστο έργο, κοιμήθηκε ειρηνικά σε βαθιά γεράματα. Αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου βρίσκονται στις Μονές Μεγ. Λαύρας Αγίου Όρους και Κρεμαστής Ηλείας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του Αγίου στις 27 Ιουνίου.

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020

ΑΓΙΟΣ ΔΑΒΙΔ Ο ΝΕΟΣ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΑΣ

Άγιος Δαβίδ ο Νέος Οσιομάρτυρας
 
Ο Άγιος Οσιομάρτυρας Δαβίδ καταγόταν από τις Κυδωνίες (Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας. Οι κάτοικοι των Κυδωνιών είχαν αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση με το Άγιον Όρος, καθώς υπήρχαν δύο αγιορείτικα μετόχια στην πόλη τους, ένα της μονής Ιβήρων και ένα της μονής Παντοκράτορος. Έτσι, όταν ο Δαβίδ εγκατέλειψε τη γενέτειρά του, επισκέφθηκε το Άγιον Όρος και διέμενε κοντά σε κάποιον συμπατριώτη του, αδελφό της Σκήτης της Αγίας Άννης, όπου αργότερα εκάρη και ο ίδιος μοναχός.
Ο Όσιος Δαβίδ κατά τη διάρκεια της μοναχικής του πολιτείας, κινούμενος από θείο ζήλο, ανέλαβε την πρωτοβουλία, αφού πρώτα έλαβε την ευλογία του γέροντός του, να επισκεφθεί τη Σμύρνη, για να συλλέξει χρήματα για την ανοικοδόμηση των ερειπωμένων ναών της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και της Θεοτόκου στο Άγιον Όρος. Μετά την αποπεράτωση των εργασιών στους δύο ναούς, οικοδόμησε και δύο δεξαμενές νερού, καθώς και μία σειρά κελιά για τους προσκυνητές. Δεν παρέμεινε όμως άλλο στο Άγιον Όρος, αλλά φλεγόμενος από τον πόθο του μαρτυρίου επισκέφθηκε τη Μαγνησία της Μικράς Ασίας, όπου προκάλεσε τους Τούρκους, ονειδίζοντάς τους για τη θρησκεία τους. Αυτοί τον συνέλαβαν και, αφού τον εξυλοκόπησαν άγρια, τον απέπεμψαν από την πόλη τους. Έτσι, χωρίς να πραγματοποιήσει την επιθυμία του επέστρεψε στη Σκήτη της Αγίας Άννης, όπου εξομολογήθηκε στο γέροντά του το διακαή πόθο του για το μαρτύριο. Ο πνευματικός του, φοβούμενος για την έκβαση μιας τέτοιας πράξεως, προσπάθησε να τον αποτρέψει, χωρίς όμως τελικά να το επιτύχει.
Ο Όσιος Δαβίδ επισκέφθηκε στις Καρυές τον Επίσκοπο πρώην Χριστουπόλεως Παγκράτιο, από τον οποίο έλαβε την ευλογία για να προχωρήσει στο μαρτύριο, και κατόπιν ήλθε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί πληροφορήθηκε για την εξώμοση ενός μοναχού από τη Βατοπαιδινή Σκήτη του Αγίου Δημητρίου. Ο Όσιος Δαβίδ τον επισκέφθηκε και προσπάθησε να τον μεταπείσει· μάταια όμως, γιατί ο αρνησίθρησκος επέμενε στην πλάνη του. Οι Τούρκοι, οι οποίοι φρουρούσαν τον εξωμότη, συνέλαβαν τον Όσιο και αφού τον εκτύπησαν, τον παρέδωσαν στον κριτή, για να δικασθεί. Ο κριτής, φοβούμενος μήπως ο Όσιος Δαβίδ καταφέρει να μεταπείσει τον εξωμότη, διέταξε την άμεση θανάτωση του Οσίου. Την ίδια νύχτα λοιπόν, στις 26 Ιουνίου του 1813 μ.Χ., ο Όσιος Δαβίδ ο Κυδωνιεύς ευρήκε μαρτυρικό θάνατο δι’ απαγχονισμού.
Ιδιαίτερα τιμάται ο Οσιομάρτυς Δαβίδ στη Σκήτη της Αγίας Άννης του Αγίου Όρους. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του Αγίου στις 26 Ιουνίου.
  
https://www.saint.gr 

ΟΣΙΟΣ ΔΑΒΙΔ Ο ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ


Όσιος Δαβίδ ο εν Θεσσαλονίκη

Ο Όσιος Δαβίδ καταγόταν από τη βόρεια Μεσοποταμία, που ήταν μεγάλο μοναστικό κέντρο, και γεννήθηκε περί το 450 μ.Χ. Για λόγους που δεν αναφέρονται ήλθε στη Θεσσαλονίκη μαζί με το μοναχό Αδολά. Κατά το βιογράφο τους ο Όσιος εισήλθε αρχικά στη μονή των Αγίων Μαρτύρων Θεοδώρου και Μερκουρίου, επιλεγομένη Κουκουλλιατών, της οποίας η τοποθεσία προσδιορίζεται «ἐν τῷ ἀρκτικῷ μέρει τῆς πόλεως πλησίον τοῦ τείχους ἐν ᾧ ἐστι τὸ παραπόρτιον τῶν Ἀπροΐτων». Το προσωνύμιο «Κουκουλλιατῶν» ή «Κουκουλλατῶν» δηλώνει τους μοναχούς που έφεραν κουκούλιο, ίσως κατά ιδιάζοντα τρόπο, αν κρίνει κανείς από τις σωζόμενες απεικονίσεις του Οσίου, δηλαδή ριγμένο στους ώμους. Η θέση της μονής πρέπει να αναζητηθεί βορειοανατολικά της Ακροπόλεως, εκεί όπου αναγνωρίζεται το τοπωνύμιο «Κῆπος τοῦ Προβατᾶ».
Τα παραδείγματα των αγίων ανδρών της Παλαιάς Διαθήκης, ιδιαιτέρως του Προφήτου και βασιλέως Δαβίδ, ο οποίος «τριετῆ χρόνον ᾐτήσατο, ἵνα δοθῇ αὐτῷ χρηστότης καὶ παιδεία καὶ σύνεσις», ώθησαν τον Όσιο Δαβίδ να αποφασίσει να καθίσει σε δένδρο αμυγδαλέας μέχρι ο Κύριος να του αποκαλύψει το θέλημά Του και να του χαρίσει σύνεση και ταπείνωση. Στο τέλος της τριετίας εμφανίσθηκε στον Όσιο Άγγελος Κυρίου, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι εισακούσθηκε η παράκλησή του και η δοκιμασία του ως δενδρίτου ασκητού έληξε. Ο Άγγελος του είπε να κατέλθει από το δένδρο και να συνεχίσει τον ασκητικό του βίο σε κελί αινών και ευλογών τον Θεό. Ο Όσιος κοινοποίησε την οπτασία αυτή στους μαθητές του, ζητώντας τη βοήθειά τους για την κατασκευή του κελιού. Η είδηση γρήγορα έφθασε στον Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Δωρόθεο και σε όλη την πόλη.
Όταν ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός με τη Νεαρά 11, του 535 μ.Χ., απέσπασε από την εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τις βόρειες περιοχές του Ιλλυρικού και ανύψωσε την ιδιαίτερή του πατρίδα σε Αρχιεπισκοπή, υπό τον τίτλο της Νέας Ιουστινιανής, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ήταν ο Αριστείδης, ο οποίος αν και αποδέχθηκε τη μεταβολή, προσπάθησε όμως να περισώσει την πολιτική σημασία της πόλεως, με την επαναφορά της έδρας του υπάρχου του Ιλλυρικού από την Πρώτη Ιουστινιανή στη Θεσσαλονίκη. Ενώ η διάσπαση της εκκλησιαστικής διοικήσεως δεν μείωνε την αξία της Θεσσαλονίκης, η μετάθεση της έδρας της υπαρχίας συνιστούσε σοβαρό υποβιβασμό της πόλεως. Το αίτημα λοιπόν των Θεσσαλονικέων, καθώς και η επιθυμία του υπάρχου Δομνίκου, ήταν η επαναφορά της έδρας στη Θεσσαλονίκη, ιδέα που ενστερνίσθηκε με ενθουσιασμό ο Αρχιεπίσκοπος Αριστείδης. Στο σημείο αυτό ζητήθηκε η βοήθεια του Οσίου Δαβίδ για τη μεταφορά του αιτήματος στον Ιουστινιανό, διότι ο Αρχιεπίσκοπος, όπως ο Βίος εξηγεί, δεν μπορούσε «καταλιπεῖν τὴν πόλιν ἀδιοίκητον» και να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη. Εκτός των άλλων όμως, η προτίμηση του Οσίου Δαβίδ δείχνει τη βαρύτητα, αλλά και τις δυσχέρειες που προβλεπόταν ότι θα συναντούσε ένα παρόμοιο αίτημα στον Ιουστινιανό, ο οποίος προσφάτως είχε τιμήσει την ιδιαίτερή του πατρίδα, Πρώτη Ιουστινιανή, με τις έδρες της νέας Αρχιεπισκοπής και της υπαρχίας. Μετά από τόσα χρόνια εγκλεισμού ο Όσιος εμφανίσθηκε για πρώτη φορά στο φως του ήλιου. Η μορφή του είχε αλλάξει. Τα μαλλιά του είχαν μακρύνει μέχρι την οσφύ αυτού και τα γένια του μέχρι τους πόδες του, το δε άγιο πρόσωπό του έλαμπε σαν τις ακτίνες του ήλιου. Συνοδευόμενος από δύο μαθητές του, τον Θεόδωρο και τον Δημήτριο, απέπλευσε προς τη Βασιλεύουσα. Η φήμη όμως του Οσίου είχε προτρέξει. Έτσι, όταν έφθασε εκεί, όλη η Πόλη τον υποδέχθηκε. Η υποδοχή του από τη Θεοδώρα, σύζυγο του Ιουστινιανού, καθώς και οι τιμές και ο σεβασμός της προς το πρόσωπο του Οσίου, προκάλεσαν τον θαυμασμό όλων των παρισταμένων. Η Θεοδώρα κινήθηκε δραστήρια• έτσι, όταν επέστρεψε ο Ιουστινιανός, ο οποίος απουσίαζε σε επίσημες υποχρεώσεις, φρόντισε να προκαταλάβει τη γνώμη του θετικά υπέρ του Οσίου Δαβίδ, με αποτέλεσμα ο αυτοκράτορας να προσκαλέσει τον Όσιο ενώπιον της συγκλήτου. Ο Όσιος παρουσιάσθηκε στη σύγκλητο κατά τρόπο θεαματικό κρατώντας στα χέρια του φωτιά με θυμίαμα που δεν κατέκαιγε τη σάρκα του. Το παράστημα του Οσίου καθώς και το προφανές θαύμα επέβαλε σε όλους κλίμα δέους και κατανύξεως, ώστε ο βασιλέας πρόθυμα ικανοποίησε το αίτημά του με σπουδή.
Κομίζοντας τα αγαθά νέα ο Όσιος απέπλευσε για τη Θεσσαλονίκη, την οποία όμως έμελλε μόνο από μακριά να ξαναδεί, διότι μόλις το πλοίο παρέκαμψε το ακρωτήριο εκείνος παρέδωσε το πνεύμα του στο Θεό. Το γεγονός συνέβη μεταξύ των ετών 535 – 541 μ.Χ.
Η είδηση της αφίξεως του ιερού λειψάνου του Οσίου κάτω από τις συνθήκες αυτές συγκλόνισε ολόκληρη την πόλη της Θεσσαλονίκης. Το σκήνωμα του Οσίου Δαβίδ αρχικά κατατέθηκε στον τόπο, όπου είχαν αποτεθεί παλαιότερα τα ιερά λείψανα των Μαρτύρων Θεοδούλου και Αγαθόποδος, στα δυτικά του λιμανιού. Ο Αρχιεπίσκοπος Αριστείδης με πολλή θλίψη όρισε πάνδημη κηδεία. Το λείψανο του Οσίου ενταφιάσθηκε στη μονή του, των Απροΐτων, σύμφωνα με την επιθυμία του.
Εκατόν πενήντα χρόνια μετά την κοίμηση του Οσίου, περί το 685 – 690 μ.Χ., έγινε μία προσπάθεια για τη διάνοιξη του τάφου, όταν ο ηγούμενος της μονής των Απροΐτων Δημήτριος «ἠθέλησεν ἀπὸ πολλὴν πίστιν λαβεῖν τι μέρος ἐκ τοῦ ἁγίου αὐτοῦ λειψάνου». Μόλις όμως ξεκίνησε η εργασία αυτή, η πλάκα που κάλυπτε τον τάφο έσπασε και αυτό θεωρήθηκε ως φανέρωση του θελήματος του Οσίου να μη θιγεί. Το ιερό λείψανο παρέμεινε στην αρχική του θέση μέχρι την εποχή των σταυροφοριών. Κατά την περίοδο της λατινικής κυριαρχίας του μομφερρατικού οίκου στη Θεσσαλονίκη (1204 – 1222 μ.Χ.), το ιερό λείψανο μεταφέρθηκε στην Ιταλία και το 1236 μ.Χ. απαντάται στην Παβία, απ’ όπου μεταφέρθηκε στο Μιλάνο, το 1967 μ.Χ.
Τελικά, το σεπτό λείψανο του Οσίου Δαβίδ μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη και κατατέθηκε στη βασιλική του Αγίου Δημητρίου στις 16 Σεπτεμβρίου 1978 μ.Χ. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του Οσίου Δαβίδ στις 26 Ιουνίου.

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2020

ΑΓΙΑ ΦΕΒΡΩΝΙΑ Η ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ


Αγία Φεβρωνία

Η Αγία Φεβρωνία, ήταν περιζήτητη νύμφη για την σωματική της ομορφιά. Το ίδιο όμως έλαμπε και η αγνή ψυχή της. Για το λόγο αυτό σε ηλικία 17 ετών, επέλεξε το δρόμο της άσκησης και της εγκράτειας στο μοναστήρι όπου ηγουμένη ήταν η θεία της, Βρυένη και βρισκόταν στην Μεσοποταμία (στην πόλη της Νισίβεως, που λέγεται Αντιόχεια της Μυγδονίας και βρισκόταν στα σύνορα του Βυζαντινού και Περσικού κράτους).

Γρήγορα, παρά το νεαρό της ηλικίας της, προσαρμόσθηκε στους δύσκολους κανόνες της μοναχικής ζωής βρίσκοντας παράλληλα και χρόνο για να μελετά και να εμβαθύνει στις Θείες Γραφές. Έγινε δε υπόδειγμα ανάμεσα στις άλλες μοναχές για τη σύνεσή της το ζήλο της, την προθυμία της και το ταπεινό της φρόνημα.

Κάποια ημέρα όμως, ένα στρατιωτικό σώμα το οποίο κατεδίωκε χριστιανούς, με επικεφαλής το Σεληνο (288 μ.Χ.) έφθασε και στο μοναστήρι της Φεβρωνίας. Οι άλλες μοναχές κατόρθωσαν να διαφύγουν, η Αγία όμως η οποία ήταν άρρωστη δεν κατόρθωσε να μετακινηθεί. Κοντά της παρέμειναν η ηγουμένη Βρυένη και η αδελφή Θωμαΐς.

Οι στρατιώτες, μόλις αντίκρυσαν τη Φεβρωνία, έμειναν έκπληκτοι από την ομορφιά της. Άφησαν, λοιπόν, τρεις άνδρες να τη φρουρούν και οι υπόλοιποι γύρισαν και το ανέφεραν στον αρχηγό τους Σελήνο. Αυτός αμέσως διέταξε και την έφεραν μπροστά του, και με κάθε τρόπο την πίεσε να άλλαξοπιστήσει. Πρότεινε στη Φεβρωνία να τη δώσει σύζυγο στον ανεψιό του Λυσίμαχο, που κοντά του θα γνώριζε μεγάλη δόξα. Η Φεβρωνία, όμως, προτίμησε να γίνει «της μελλούσης αποκαλύπτεσθαι δόξης κοινωνός» (Α' Έπιστολή Πέτρου, ε' 1). Προτίμησε, δηλαδή, να είναι συμμέτοχος της δόξας που θα αποκαλυφθεί κατά τη δευτέρα παρουσία, και με περίσσιο θάρρος περιφρόνησε τις προτάσεις του Σελήνου, ο όποιος, αφού τη βασάνισε, τελικά τη σκότωσε με ξίφος. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη της Αγίας Φεβρωνίας στις 25 Ιουνίου.

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2020

ΟΣΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΠΑΡΙΟΣ


Όσιος Αθανάσιος ο Πάριος

Ο Όσιος Αθανάσιος ο Πάριος (το πραγματικό του επώνυμο ήταν Τούλιος αλλά από την πολλή αγάπη του προς τη γενέτειρα του, το αντικατέστησε με το Πάριος) ήταν ένας επιφανής θεολόγος και μέγας διδάσκαλος του Γένους, από τους πολυγραφότερους και σπουδαιότερους συγγραφείς της εποχής του. Γεννήθηκε στο Κώστο της Πάρου το 1722 μ.Χ. Ο πατέρας του Απόστολος καταγόταν από την Καταβατή Σίφνου, που και σήμερα ζουν εκεί Τούλιοι η Τόληδες. Η μητέρα του ήταν Παριανή, από το αρχοντικό γένος Δαμία.

Την πρώτη του παιδεία την έλαβε στη γενέτειρα του και συνέχισε, το 1745 μ.Χ., στη Σμύρνη κοντά στον Ιερόθεο Δενδρινό και τον Ιατροφιλόσοφο Χριστόδουλο. Το 1752 μ.Χ. αναχώρησε για το Άγιο Όρος και γράφτηκε στην περιώνυμη Αθωνιάδα Σχολή, που διηύθυνε ο Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης και αργότερα ο Ευγένιος Βούλγαρης. Μαθήματα άκουσε αργότερα στην Κέρκυρα και από τον Νικηφόρο Θεοτόκη. Με παράκληση του Παν. Παλαμά ήλθε στο Μεσολόγγι αλλά μετακλήθηκε στη Θεσσαλονίκη για να διδάξει (1767 - 1770 μ.Χ.). Από την Αθωνιάδα Σχολή, όπου κλήθηκε για να διδάξει, αναγκάστηκε να αποχωρήσει εξαιτίας της αναμίξεως του στις έριδες των Κολλυβάδων. Έφτασε στη Θεσσαλονίκη και ανέλαβε τη διεύθυνση της εκεί Σχολής μέχρι το 1786 μ.Χ. Επιθυμώντας να επιστρέψει στην Πάρο, αναχώρησε στα τέλη του 1786 μ.Χ. από τη Θεσσαλονίκη, αλλά τελικά βρέθηκε στη Χίο.

Διευθυντής της Σχολής της Χίου κατόρθωσε να τη διευρύνει και να την οδηγήσει σε μεγάλη ακμή (1788 - 1811 μ.Χ.). Σε ηλικία 90 περίπου χρόνων αποσύρθηκε στο μονίδριο του Αγίου Γεωργίου Ρευστών, όπου πέθανε στις 24 Ιουνίου 1813 μ.Χ. Στην επιτύμβια πλάκα ο συνασκητής του Όσιος Νικηφόρος έγραψε:

«Η πολύκροτος Αθανασίου φήμη
Η περικλεής και πανένδοτος μνήμη
Πάντων τοις ωσίν ενηχεί θαυμασίως
Και εις έπαινον πάντας κινεί αξίως....».

Στον ίδιο τάφο ετάφη αργότερα ο Όσιος Νικηφόρος. Τα οστά του οσίου Αθανασίου μεταφέρθηκαν στο οστεοφυλάκειο του εκεί ναϋδρίου, αλλά αποτεφρώθηκαν κατά τον εμπρησμό του 1822 μ.Χ. Μέρος της Κάρας του Αγίου βρίσκεται στη Μητρόπολη Χίου. Αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου βρίσκονται στη Μητρόπολη Παροναξίας και στη Μονή Αγίας Άννης Λυγαριάς Λαμίας. Η Αγιοκατάταξη του Αγίου Αθανασίου έγινε το 1995 μ.Χ. Ακολουθία προς τιμήν του αγίου έγραψε ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του Οσίου Αθανασίου στις 24 Ιουνίου.

Ο Αθανάσιος ανήκει στη μεγάλη χορεία των διδασκάλων του Γένους που με όλη τους τη δύναμη εργάστηκαν ακαταπόνητα για τη μόρφωση του. Πρέπει όμως να σημειωθεί εδώ ότι ο Πάριος διδάσκαλος ήταν πολέμιος των νέων ιδεών του Διαφωτισμού και της Γαλλικής επαναστάσεως, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε να ξεσηκώσει τη σφοδρότατη διαμαρτυρία του Αδαμάντιου Κοραή.

Το συγγραφικό έργο του καλύπτει ευρύτατο χώρο της θεολογικής και της θύραθεν επιστήμης. Τα έργα του, εκδομένα και ανέκδοτα, θα μπορούσαν να καταταγούν στις παρακάτω γενικές κατηγορίες: Απολογητικά, Δογματοκανονικά, Λειτουργικά, Παιδαγωγικά, Βιογραφικά, Ποιητικά, Ομιλίες - λόγοι, Επιστολές.


Τρίτη 23 Ιουνίου 2020

ΑΓΙΑ ΑΓΡΙΠΠΙΝΑ Η ΜΑΡΤΥΣ


Αγία Αγριππίνα

Η Αγία Αγριππίνα, γεννήθηκε και μαρτύρησε στη Ρώμη. Από νεαρή ηλικία ανέπτυξε βαθύτατο χριστιανικό φρόνημα και αφοσιώθηκε στην υπηρεσία του Κυρίου και Λυτρωτού της. Για το λόγο αυτό διέθεσε όλη της την περιουσία για την ανακούφιση των πτωχών και τη θεραπεία των ασθενών. Για την αγάπη του ουράνιου Νυμφίου της, απέφυγε το γάμο και προτίμησε να γίνει νύμφη του Χριστού.
Όσες δε φορές είχε ανάγκη, η εκκλησία της Ρώμης, η Αγριππίνα έτρεχε πρώτη να προσφέρει τις πολύτιμες υπηρεσίες της. Όμως η Αγία δεν προσέφερε μόνο υλικά αγαθά αλλά και πνευματικά, διδάσκοντας την χριστιανική πίστη και οδηγώντας στο δρόμο της αλήθειας, πλήθη πλανημένων. Η θεάρεστη αυτή δράση της Αγριππίνας δεν ήταν δυνατό να παραμείνει για πολύ καιρό κρυφή.
Το 262 μ.Χ., την κατήγγειλαν στις αρχές, ως ανατροπέα της πατροπαράδοτης λατρείας των ειδώλων. Η Αγία αποδέχθηκε τις καταγγελίες και με περισσό θάρρος, ομολόγησε την πίστη της στο Χριστό. Οι διώκτες της δεν δίστασαν να τη μαστιγώσουν για να κάμψουν το αγωνιστικό της φρόνημα. Όταν κατάλαβαν ότι δεν πρόκειται να μεταπείσουν την Αγριππίνα, την υπέβαλαν σε νέα φρικτά βασανιστήρια. Το σώμα της Αγίας δεν άντεξε τα μαρτύρια και με μαρτυρικό και ένδοξο τρόπο παρέδωσε την Αγία ψυχή της. Τρεις χριστιανές γυναίκες, η Βάσσα, η Παύλα και η Αγαθονίκη παρέλαβαν το σεπτό σκήνωμά της και μετά από αρκετή περιπλάνηση κατέληξαν, στη Σικελία, όπου και το ενταφίασαν. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη της Αγίας Αγριππίνας στις 23 Ιουνίου.