ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.

Δευτέρα 6 Ιουλίου 2020

Η ΚΥΡΑ ΦΩΤΕΙΝΙΩ ΚΑΙ ΤΟ ΑΚΤΙΣΤΟ ΦΩΣ

Η κυρά Φωτεινιώ και το Άκτιστο Φως

Πριν δέκα χρόνια, δώδεκα χρόνια γνώρισα μία Ψυχή. Μία Αγία Ψυχή. Θα πούμε ένα όνομα για να κρατήσουμε πάλι το προσωπικό δεδομένο. Την λένε Φωτεινιώ…Ή εγώ την λέω Φωτεινιώ.
Η κυρά Φωτεινιώ ήρθε με οικογένεια στο σπίτι της μητέρας μου, εκεί που φιλοξενούμουνα τότε, γιατί δεν είχα σπίτι και είχανε τακτοποιήσει τότε το χώρο – καλοσύνη της η μητέρα μου – είχε κάνει ένα μικρό Αρχονταρίκι με τα Εικονίσματά μας, με το Καντήλι, με τα κεράκια μας, με τα Άγια Λείψανα και είχαμε ένα μικρό καναπέ που με χωρούσε εμένα.
Τον ανοίγαμε και κοιμόμουνα το βράδυ και το πρωί τον μαζεύαμε και στολιζόταν και ήτανε σαν μικρό Αρχονταρίκι, που μπορούσα εγώ να ακούσω κάποιον λογισμό ή κάποιος να με συμβουλευτεί ή να ακούσει μια γνώμη, κάπως κατ' ιδίαν.
Ήρθαν λοιπόν ένα απόγευμα αυτό το ζευγάρι, τέσσερα άτομα και έφεραν μαζί τους την κυρά Φωτεινιώ. Θα ταν εξηντατριό, εξήντα τεσσάρων χρονών. Μια μικρόσωμη γυναίκα αλλά με πολύ φωτεινό Πρόσωπο. Και μου λέει: «Πάτερ μου, έμαθα οτι είστε από το Σινά. Και μου συμβαίνει κάτι πολύ σοβαρό και ήρθα να ρωτήσω εσάς, γιατί φοβούμαι ότι δεν μπορώ να τα πω στον καθένα αυτά που μου συμβαίνουν». Λέω: «Ευχαρίστως, κυρία Φωτεινή μου. Περάστε».
Καθίσαμε λοιπόν στο μικρό Αρχονταρίκι και άρχισε να μου διηγείται ότι γεννήθηκε κάπου στη Στερεά Ελλάδα και στα εφτά της χρόνια ορφάνεψε. Έπεσε δυστυχώς σε άπληστους θείους οι οποίοι διαμέλισαν εν μια νυκτι την περιουσία της και την σφετεριστήκανε και την κακομεταχειριζόντουσαν.
Αυτή η κακομοίρα, μικρή και ευαίσθητη, προσκολλήθηκε στη γειτόνισά της, την κυρά-παπαδιά η οποία ήταν και αυτή χήρα και είχε τρία κορίτσια. Ευτυχώς, η μεγάλη της είχε προλάβει να πάει στην Ακαδημία να γίνει δασκάλα και έτσι βγάζαν τα προς το ζειν. Αλλά επειδή ήταν νοικοκυρές, είχε μάθει η παπαδιά και τα άλλα κορίτσια και μάθαινε και την Φωτεινιώ, να κεντάνε προίκες για τις πλούσιες κοπέλλες, – τότε δεν υπήρχαν οι μηχανές και δεν υπήρχαν τα έτοιμα ενδύματα. Έτσι λοιπόν κεντούσαν τα μονογράμματα στα σεντόνια, στις μαξιλαροθήκες, στις πετσέτες και κάναν άλλα κεντήματα. Και βγάζαν τα προς το ζειν.
Δίπλα με την παπαδιά που καθόταν όλη την μέρα η Φωτεινιώ από τα εφτά της χρόνια, την άκουγε να προσεύχεται. Μα η παπαδιά μέσα στους Ψαλμούς που έλεγε, έλεγε και κάτι: «Φχαριστώ Συ. Φχαριστώ Συ, Κύριε. Ευχαριστώ Συ, Κύριε. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω.»
Την άκουγε να το λέει συνέχεια και σαν πεδούλα η κυρά Φωτεινιώ την ρώτησε: «Θειά παπαδιά, γιατί συνέχεια λες ευχαριστώ; Γιατί λες, Ευχαριστώ Συ Κύριε;» Λέει: «Τι να πω άλλο παιδί μου; Μας έδωσε τόσα αγαθά ο Θεός και μας έχει καλά και με την Χάρη του Θεού Τον γνωρίζουμε. Μόνο ευχαριστώ μπορώ να Του πω. Τίποτε άλλο δεν μπορώ να ζητήσω».
Έτσι, η Φωτεινιώ μεγάλωσε και ενστερνίστηκε αυτή την Ευχή. Σαν να μην ήξερε άλλη Ευχή και σαν να μην ήξερε άλλη Προσευχή, ό,τι της συνέβαινε έλεγε: «Ευχαριστώ Συ Κύριε». Έμεινε μέχρι τα δεκαεφτά της χρόνια να κοιμάται στους θείους της στο σπίτι και το πρωί, πρωί-πρωί να φεύγει και να πηγαίνει στης κυρα-παππαδιάς και να της δίνει και εκείνη ένα χαρτζιλίκι, έτσι ώστε να μην χρεώνει τους θείους της για τα δικά της έξοδα.
Στα δεκαεφτά της χρόνια, πήγε μια εκδρομή σε ένα Μοναστήρι, μαζί με την κυρα-παππαδιά και με την Ενορία, στην Βόρεια Ελλάδα σε ένα γυναικείο Μοναστήρι και πόθησε η κακομοίρα να γίνει μοναχή. Της άρεσε τόσο πολύ αυτή η ζωή που κατανενυγμένη ζήτησε να γίνει. Όμως έπρεπε να έχει γονείς να την αφήσουν, γιατί ήταν ανήλικη.
Και έτσι γυρίζοντας βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα δυσάρεστο γεγονός, οτι οι θείοι της για να την ξεφορτωθούν της είχαν βρει ένα γαμπρό, ο οποίος φυσικά δεν θα ήταν και σόι αφού δεν ζήταγε προίκα. Έτσι λοιπόν σε ένα χρόνο, άρον άρον την παντρέψανε. Η κακομοίρα όμως αντιμετώπιζε το πρόβλημα, οτι αυτός είχε καφενείο και δυστυχώς μάθαινε να πίνει και ήταν και έπινε και άλλες ουσίες εκεί στο καφενείο και τα πράγματα δυσκόλεψαν.
Γέννησε όμως, του χάρισε τρία παιδιά: ένα αγόρι, τον Φάνη και δύο κορίτσια. Δεν θυμάμαι τα ονόματά τους να σας πω. Αλλά θυμάμαι ότι είχε τρία παιδιά. Και η κακομοίρα προσπαθούσε να τα αναθρέψει με νουθεσία Κυρίου.
Αυτός όμως όποτε γύριζε από το καφενείο μεθυσμένος ή το παιδί το ένα ήταν άρρωστο ή γκρίνιαζε, προσπαθούσε να τα μαλώσει και να τα δείρει και αυτή η κακομοίρα έβαζε τον εαυτό της μπροστά και έτρωγε αυτή το ξύλο. Έτσι εκτός από τις βρισιές που δεχόταν, αυτή έτρωγε και το ξύλο, έτρωγε και κάνα παιδάκι ξύλο. Και η κακομοίρα πάντοτε με την Ευχή «Ευχαριστώ Συ Κύριε. Ευχαριστώ Συ Κύριε. Ευχαριστήσομεν τω Κυρίω». Ποτέ δεν παραπονέθηκε.
Στα τέσσερα πέντε χρόνια του γάμου της, επειδή δεν πήγαινε καλά η επιχείρηση του άντρα της, τα ξαδέλφια του του είπανε: «’Ελα σε μας στην Πρωτεύουσα του νομού να βρούμε ένα καφενείο να βάλουμε το βιος μας με το βιος σου να κάνουμε ένα μεγάλο καφενείο». Όντως έτσι έγινε.
Βρήκαν και ένα σπιτάκι στην άκρη του χωριού, που είχε ένα πηγάδι και μια μικρή στάνη και μπορούσαν να επιβιώσουνε και οι δυο φτωχικά και όντως κάναν το καφενείο μεγαλύτερο αλλά σιγά σιγά ο καφενές έγινε καφετέρια, η καφετέρια έγινε καφέ-μπαρ και σιγά σιγά έγινε νυκτερινό κέντρο…
Με πεταλουδίτσες, με διάφορα τυχερά παιγνίδια. Γυρνούσε αργά ο Ανέστης, δεν του άρεσε πια η κυρά Φωτεινιώ, φώναζε, την έλεγε «μούχλα», την έλεγε «πανούκλα», την έλεγε «χολέρα». Την έβριζε, την ταπείνωνε. Εκείνη πάντοτε με ταπείνωση και πολύ καρτερία έλεγε: «Ευχαριστώ Συ Κύριε. Ευχαριστώ Συ Κύριε»
Δεκαοχτώ χρόνια πέρασε αυτό το μαρτύριο. Δεν την αφήναν να πάει στην Εκκλησία και μου έλεγε με δάκρυα: «Παίρναν, παππά μου, τα παπούτσια μου και τα ρίχναν στο πηγάδι ή τα ρίχναν στη κοπριά για να μην μπορώ να πάω. Πώς θα πάω; Ξυπόλητη; Και τα έβγαζα, τα έπλενα και μετά τα φορούσα». Και λέω: «Τον χειμώνα, κυρά Φωτεινιώ; Βρεμένα τα φορούσες;» «Όχι» λέει, «τα άλειφα και με λίγο λάδι να μην με λέει η γειτονιά ανοικοκύρευτη. Και πήγαινα στην Εκκλησία και δεν με ένοιαζε.»
Έτσι λοιπόν μετά από δεκαοχτώ χρόνια δύσκολης ζωής, μια μέρα ήταν Καθαρή Δευτέρα, είχε έρθει ο κυρ-Ανέστης από βραδίς στο σπίτι, κατά τις τέσσερις το πρωί τα χαράματα και κοιμόταν, εκείνη ετοίμασε το πρωί τα καλαθάκια για τα παιδιά της, τα μπουγαλάκια τους με τα νηστίσιμά τους για να πάνε να γιορτάσουν τα κούλουμα έξω στην ύπαιθρο, σηκώνεται μπουρινιασμένος ο κυρ-Ανέστης και λέει: «Φάνη σήκω. Και ετοίμασε την ψησταριά, γιατί θα βάλουμε να ψήσουμε κρέας και να χορτάσουμε. Σήμερα κάλεσα τα παιδιά που είναι κλειστή η ταβέρνα να πιούμε και να φάμε όλοι μαζί.»
Και τόλμησε η κακομοίρα η κυρά Φωτεινιώ να πει: «Βρε Ανέστη μου, σήμερα είναι Καθαρά Δευτέρα. Οι Χριστιανοί όλοι νηστεύουν και τιμάνε την αρχή της Σαρακοστής, που στην Μεγάλη Βδομάδα ο Χριστός μας σταυρώθηκε για την Σωτηρία μας. Τι θα κάνουμε; Σαν τους Εβραίους να φάμε Καθαρά Δευτέρα κρέας;» «Ρε, εσύ θα με πεις, πανούκλα, Εβραίο, εσύ θα με πεις…» και εκεί που άρχισε να την φωνάζει και να την βρίζει, πέταγε τα πράγματα από το σαλόνι του στο σπίτι του, έσπαγε τα πράγματα και όπως πηγαίνει να την χτυπήσει…τον επισκέπτεται ο Κύριος εν βραχίονι υψηλό και πέφτει κατάχλωμος κάτω.
Άρχισε να τρέμει, μαζευτήκαν τα παιδιά, άρχισε ο γιός να φωνάζει στην μάνα του «Εσύ φταις ρε μάνα γιατί τον σκότωσες τον πατέρα μας. Τι του έκανες;»…Ήταν κατάσταση τραγική. Ήταν και τεράστιος ο κυρ-Ανέστης. Ήρθαν οι γείτονες. Τον βάλαν στο κρεβάτι και όταν ήρθε ο γιατρός το μόνο που διαπίστωσε ήταν ότι, δυστυχώς, είχε υποστεί ημιπληγία, είχε αγγιχτεί το κέντρο της ομιλίας του, είχε στραβώσει το στόμα του και το δεξί του χέρι και το δεξί του πόδι είχαν παραλύσει.
Οκτώμισι χρόνια τον διακονούσε με υπομονή, χωρίς να λέει τίποτε παρά μόνο: «Ευχαριστήσομεν τω Κυρίω». Τα παιδιά της την βασάνιζαν, την γιουχάρανε, την κοροιδεύανε, της κάναν τα ίδια, εκείνη υπέμενε λέγοντας πάντοτε: «Ευχαριστήσομεν τω Κυρίω». Μούγκριζε καμιά φορά ο κυρ-Ανέστης. Λέω: «Πώς τα κατάφερνες κυρά Φωτεινιώ;» «Τι να ‘κανα;» λέει «πάτερ μου.» Στην αρχή δεν καταλάβαινα. Κι όταν πήγα μια φορά κοντά του, τότε με το αριστερό του χέρι, που ήταν το μόνο γερό, μου έπιασε την κοτσίδα και με κοπάναγε.
Και δεν με άφησε πάρα μόνο μετά από μισή ώρα, όταν κουράστηκε το χέρι του. Τότε μόνο ησύχασε.» «Και το έκανες αυτό συχνά κυρά Φωτεινιώ;» «Ε, Δόξα τω Θεώ. Όχι πολύ συχνά. Κάνα δυο φορές την εβδομάδα. Λίγο να ξεκουράζεται. Γιατί ο καημένος έχει άγχος». Και δεν τον κατέκρινε. Δόξα τω Θεώ, έλεγε. Και της τραβούσε τα μαλλιά μόνο δυο φορές την εβδομάδα. Τέλος πάντων.
Μια Παραμονή των Θεοφανείων μετά τα οκτώμισι χρόνια, ήταν οι Μεγάλες Ώρες. Και αφού η κακομοίρα πήρε τον Αγιασμό πήγε σπίτι της γρήγορα γρήγορα να ευπρεπίσει το σπίτι της, να ετοιμάσει το καντήλι της, να θυμιάσει γιατί θα περνούσε ο παπα-Βασίλης να αγιάσει το σπίτι. Και όντως πέρασε ο παπα-Βασίλης. Και άγιασε το σπίτι. Και ήθελε – δεν ήθελε ο κυρ-Ανέστης τον διάβασε μια Ευχή, μουγκρίζοντας ο κυρ-Ανέστης γιατί δεν αγαπούσε τους παπάδες, αλλά δεν μπορούσε να κάνει και αλλιώς, πού να πάει να σηκωθεί αφού ήταν παράλυτος; Τον διάβασε ο παπάς όμως και έφυγε.
Στο κατόπι όμως του παπα-Βασίλη, έρχεται ο Θεοφάνης. Ο Φάνης. Ο γιος. Και αρχίζει και φωνάζει: «Τι βρωμοκοπάει εδώ σαν τα νεκροταφεία; Και εσείς και τα νεκροταφεία σας. Άντε πάλι, μούχλα, εσύ. Πάλι θύμιασες; Και με τα θυμιατά σου τι βρήκαμε; Να, πίσω πάμε. Και τι ωφεληθήκαμε εμείς με τα θυμιατά σου;» και με τα νεύρα του, πετάει το καντήλι, πετάει τις εικόνες, ρίχνει τα κεριά και βγαίνει η κακομοίρα έξω για να δει τι γίνεται στο σαλόνι από την κουζίνα, γιατί είχε ανοίξει φύλλο και ετοίμαζε πίτες, γιατί θα 'ρχόντουσαν την άλλη μέρα να την ευχηθούν και εκείνη και τον γιό της και να μην την δουν ανοικοκύρευτη και εκεί στα νεύρα του παίρνει τον πλάστη από τα χέρια της και της τον κοπανάει στο κεφάλι.
Η κακομοίρα από τον πόνο λιποθύμισε και έπεσε κάτω. Και ήρθαν οι γειτόνισσες να την συνεφέρουν, της βάλαν και μια σακούλα με πάγο στο κεφάλι και όταν συνήλθε σε καμιά ώρα και είδε τον εαυτό της στον καθρέφτη, τρόμαξε. Είχε ένα καρούμπαλο τόσο μεγάλο σαν αβγό στο μέτωπό της. Και είχε αρχίσει να μελανιάζει όλη η δεξιά πλευρά. «Πάτερ μου, στεναχωρήθηκα. Πώς θα πάω στην Εκκλησία με το καρούμπαλο; Πώς θα πάω μελανιασμένη; Τι θα λέει η γειτονιά για τα παιδιά; Καλά ο άντρας σου. Αλλά τα παιδιά; Θα με κουτσομπολεύουν και θα στεναχωριούνται».
«Τι έκανες, καλέ κυρά Φωτεινιώ;» «Έβαλα όλη τη νύχτα κομπρέσα, παπά μου και είπα το πρωί να πω στην κόρη μου να μου δώσει λίγο από εκείνες τις πούδρες που βάζουνε να καλύψω το μελάνιασμα. Αλλά με το καρούμπαλο, τι θα έκανα; Σκέφτηκα, λέει, να βάλω ένα φακιόλι, ένα μαντήλι και να κάνω έτσι όπως κάνουν οι ευσεβείς και να πάω στη άκρη. Να μην πάω στην θέση που πήγαινα στην Εκκλησία.» «Και το ‘κανες, κυρά Φωτεινιώ»; Λέει: «Ναι. Σηκώθηκα πρωί πρωί».
Σηκώθηκε η κακομοίρα, τακτοποίησε το σπίτι της, άλλαξε τον κυρ-Ανέστη, τον ξύρισε, τον έπλυνε, τον ετοίμασε, άναψε το Καντήλι της, θύμιασε και έφυγε τροχάδι για την Εκκλησία. «Μα σαν μπήκα, λέει, παπά μου μες στην Εκκλησία, ένα Ουράνιο Φως είδα μες στην Εκκλησία. Ένα φως που έφεγγε και τα πολυέλαια ήταν σβηστά» Λέω: «Και τι χρώμα είχε αυτό το Φως, κυρά Φωτεινιώ»; «Λευκογάλαζο, παπά μου. Άστραφτε το Φως». «Κι εγώ, παρόλο που έκανε κρύο έξω τσουχτερό αισθανόμουνα μια θερμότητα. Μια θερμότητα και μια δροσιά. Και η καρδιά μου άνοιγε. Και έλεγα. «Ευχαριστώ συ, Κύριε».
Πήγα λοιπόν στη ακριανή πόρτα που είναι στα αριστερά, κει που κάθονται οι γυναίκες για να μπορώ να ατενίσω τον Παντοκράτορα, να χαίρομαι, να παρηγοριέμαι. Και όσο προχωρούσε η Λειτουργία τόσο αυτό το Φως αύξαινε. Και όχι μόνο αύξαινε, παπά μου, αλλά έπεφτε και μια χρυσόσκονη και άστραφτε όλο αυτό το Φως, σαν να είχε χιλιάδες μυριάδες αστέρια. Και σαν κοιτάω τον Παντοκράτορα, τι να δω παπά μου;
Είχε…Έβγαινε Αυτό το Φως από το Φωτοστέφανο του Χριστού μας, από το Πρόσωπό Του, τα χεράκια Του, το Άγιο Ευαγγέλιο…και κάλυπτε τον κόσμο. Και όσοι ήταν στην Εκκλησία, άλλους τους έλουζε το Φως και έμπαινε μέσα τους το Φως και γινόντουσαν όλοι μια λαμπάδα. Φωτεινή. Γαλαζόασπρη. Στους άλλους δεν έμπαινε μέσα τους το Φως, όμως τους θώπευε.»
Και την ρώτησα: «Ήρθε και σε σένα το Φως; Ήρθε στη γωνιά σου, στην γωνίτσα σου το Φως;» «A! Αμ, καλοήρθε παπά μου. Ήρθε.» «Πώς το αισθάνθηκες, κυρά Φωτεινή;» «Σαν ένα χέρι που με θώπευε. Με άγγιζε από το μέτωπο, με χάιδευε στους ώμους, στα μπράτσα και στις παλάμες. Και μετά με πήγαινε αριστερά. Και το ίδιο πράγμα. Και άνοιξε η καρδιά μου παπά μου και άρχισαν να τρέχουν τα δάκρυά μου μετά.
Και όχι μόνον αυτό. Αλλά το Χέρι Αυτό μου επούλωσε τις πληγές, μού έκλεισε τις πληγές όλες. Τριανταπέντε χρόνια πληγές που είχα. Τα βρισίδια, τους ξυλοδαρμούς, τους βιασμούς, το ξύλο, την ταπείνωση…όλα μου τα επούλωσε ο Χριστός. Τίποτε δεν αισθανόμουνα. Αισθανόμουνα μια απέραντη ευφορία.
Αλλά και κάτι άλλο, παπά μου. Με κλειστά τα μάτια, έβλεπα τα γινούμενα στη Λειτουργία. Έβλεπα τα πάντα. Έβλεπα την Μεγάλη Είσοδο, είδα τους Πατέρες, είδα τη Λειτουργία όλη. Την έζησα στον Παράδεισο…Ξαφνικά όμως είδα τις γυναίκες να αρχίσουν να κινούνται και κατάλαβα ότι πάμε για να κοινωνήσουμε.
Ήρθε η ώρα της Θείας Κοινωνίας. Ετοιμάστηκα. Και όπως κοίταζα να δω το τσεμπέρι μου, τι να δω; Το Χέρι μού είχε κάνει καλά και το καρούμπαλο! Δεν είχα ούτε καρούμπαλο! Είχε φύγει το καρούμπαλο. Και με μεγάλη χαρά ότι δεν θα εκτεθώ στην γειτονιά, στάθηκα στη σειρά. Αλλά είπα να δω, κι έτσι δεξιά να δω, ποιος Κοινωνάει; Ο παπά-Βασίλης που ήρθε και μας άγιασε ή ο παπα-Γιάννης; και ξαφνικά, παπά μου…Ούτε ο παπα-Βασίλης ήτανε. Ούτε ο παπα-Γιάννης.
Ένας Δεσπότης… Μα τι Δεσπότης…Τι χρυσά Άμφια φορούσε! Τι διαμάντια και μπριλάντια είχαν πάνω τα ρούχα Του! Άστραφτε ολόκληρος! Και φορούσε μια Κορώνα…Όχι σαν Αυτές των Δεσποτάδων. Μια Βασιλική Κορώνα. Που άστραφταν χιλιάδες τα μπριλάντια και τα διαμάντια. Και πάνω στην Κορώνα Του είχε Αγγέλους. Μα και δίπλα Του είχε δύο Παραστάτες Αγγέλους που κρατούσαν το Μάκτρο.
Με έπιασε τρόμος. Τα Χέρια Του, το Πρόσωπό Του, έφεγγαν σαν τον Ήλιο. Και κρατούσε μια χρυσή λαβίδα. Αλλά δεν είχε μέσα το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, είχε ένα κάρβουνο αναμμένο. Και η δόλια, λέω, η κακομοίρα, τι θα κάνω; Πώς θα Κοινωνήσω το κάρβουνο; Φαίνεται τέτοια Τυπικά έχουν σήμερα. Άλλος Δεσπότης ήρθε και άλλες συνήθειες έχουν. Και τι να κάνω εγώ; Και πώς θα καώ; Και θα βάλω τις Φωνές στον κόσμο;»
«Και τι έκανες, βρε κυρά Φωτεινιώ; Δεν Κοινώνησες;» «Όχι» λέει. «Προφασίστηκα ευγένεια. Και πήγα στην άκρη και έλεγα: «Περάστε. Περάστε και εσείς.» Ε. Περάσανε καμιά εικοσιπενταριά που ήταν στην ουρά…Μετά δεν είχε άλλο “περάστε”. Έπρεπε να μπω εγώ στη σειρά». «Τι έκανες, κυρά Φωτεινιώ»; «Τι έκανα λέει; Πλησίασα και κοιτάζοντας χαμηλά μην μπορώντας να δω το Πρόσωπο του Δεσπότη, ακόμα και τα παπούτσια Του παπά μου χρυσά ήτανε. Και οι ΑΓΓΕΛΟΙ ΔΙΠΛΑ Του σαν να μην πατούσαν στη γη.
Και είπα: «ΧΡΙΣΤΕ ΜΟΥ, ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΣΥ. Άντε, ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΣΟΥ. Ας Είσαι ΕΣΥ και ας καώ. ΕΣΥ να είσαι και ας καώ. Κι εγώ θα Κοινωνήσω. Έκλεισα τα μάτια μου, έβαλα το Μάκτρο (κόκκινο ύφασμα που κρατάμε κάτω από το στόμα μας κατά την Θεία Μετάληψη) κάτω από το στόμα μου και άνοιξα το στόμα μου». «Κοινώνησες, κυρά Φωτεινιώ»; «Κοινώνησα παπά μου». «Κάηκες κυρά Φωτεινιώ»; «Όχι, παπά μου. Δροσίστηκε η Ψυχή μου. Άνοιξε η Καρδιά μου.
Και άρχισα να λέω από την καρδιά μου: «Ευχαριστώ Συ, Κύριε. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Σε Ευχαριστώ, Συ Κύριε. Και άρχισα φαίνεται να το λέω δυνατά και ξαφνικά ακούω τη φωνή του παπα-Βασίλη να μου λέει: «Κυρά Φωτεινιώ, είσαι καλά»; Και ανοίγω τα μάτια μου και βρίσκομαι μπροστά στον παπά-Βασίλη που κρατούσε το Άγιο Ποτήριο και σκέπαζε με το Μάκτρο.
Και λέω: «Παναγία μου, θα ρεζιλευτώ»….και πήγα στην άκρη και σκεφτόμουνα: «Όλα αυτά που είδα, παπά μου, ήταν αληθινά; Λες να ‘ταν φαντασία; Μα είδα τον Δεσπότη, είδα τους Αγγέλους, είδα τόσα πράγματα, κοινώνησα, είμαι τρελή»; Μόλις τελείωσε ο Αγιασμός και πήγα σπίτι μου, μπήκα αμέσως στην αποθηκούλα να αλλάξω τα ρούχα μου, για να βάλω τα ρούχα του σπιτιού και να βάλω την ποδιά μου να ετοιμάσω το φαγητό. Και σαν ντύθηκα, κάτι μου μύριζε το σπίτι.
Και μπαίνω μέσα στο σαλόνι και τι να δω; Η μικρή μου θυγατέρα κρατούσε ένα θυμιατό και θύμιαζε τις Εικόνες. Στη θέση Τους οι Εικόνες, ευπρεπισμένο το καντηλάκι μου, αναμένα τα κεράκια μου και δίπλα στην Παναγία ένα μικρό μπουκέτο λουλούδια. Και μου λέι η κόρη μου: «Χρόνια πολλά, μάνα. Σήμερα μεγάλη ημέρα. Είπαμε να θυμιάσουμε, μιας και σου αρέσει να θυμιάζεις το σπίτι. Αλήθεια, μας έφερες αντίδωρο»; κι εγώ έμεινα… και σκεφτόμουν: “τριανταεφτά χρόνια σε αυτό το σπίτι δεν μου ζητήσανε ποτέ Αντίδωρο”.
Και απαντούσα στην κόρη μου: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω»! Κι έρχεται και ο γιός μου από το κατόπι μου στο πλάι και σκύβει ταπεινά και μου φυλάει το χέρι και μου λέει: «Συχώρα με μάνα. Συχώρα με.» Και εγώ απαντούσα: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω».
Και ακούω τον Ανέστη να μου φωνάζει και μπαίνω βιαστική να δω μήπως ήθελε κάτι και τον βλέπω καθήμενο στο κρεβάτι του και μου έκανε σινιάλο με το αριστερό του χέρι. Και σαν τον είδα είχε μια ιλαρότητα το πρόσωπό του και μια γλυκύτητα τα μάτια του. Και του δίνω το χέρι μου, νομίζοντας θέλει να καθίσει και αυτός αρχίζει και μου το φιλούσε.
Μέσα και έξω, παπά μου μού το φιλούσε κλαίγοντας και μού ‘λεγε με το μισό του στόμα: «Συγχώρα με, Φωτεινιώ. Συγχώρα με να χαρείς». Και έρχεται πίσω το παιδί…Και εγώ απαντούσα: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω» και έρχεται το παιδί μου πάλι και με φιλάει στο μέτωπο εκεί που ήταν το καρούμπαλο και μου λέει: «Συχώρα με, μάνα. Δεν θα το ξανακάνω. Την Ευχή σου να χω, μάνα». Κι εγώ απαντούσα: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω»!
Κι εδώ σταμάτησε η διήγηση της κυρά Φωτεινιώς. Για είκοσι λεφτά πλάνταξε στο κλάμα. Κι αφού συνήλθε με ρώτησε με μια παιδική απλότητα, σαν μικρό κοριτσάκι ένοχο: «Πάτερ μου, είμαι κουζουλή; Τρελάθηκα; Λες να με κλείσουν στο Δρομοκαίτειο; Λες να είμαι για δέσιμο και είδα τόσες φαντασίες; Λες να είμαι τρελή; Τι θα πεις, Πάτερ; Τι γνώμη έχεις; Είμαι κουζουλή; Κουζουλάθηκα»; Κι εγώ απάντησα: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν για την ύπαρξή σου, κυρά Φωτεινιώ, τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω»!
Η κυρά Φωτεινιώ δεν ήταν ο Άγιος Χρυσόστομος, ούτε ο Άγιος Νείλος, ούτε ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, ούτε ο Μέγας Παΐσιος. Ήταν μια Ψυχή σαν κι εσάς, σαν κι εμάς. Απλώς έμαθε καλά στην καρδιά της να λέει: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω» και ο Θεός την πλήρωσε πλουσιοπάροχα.
Θα σας πω και την έκβαση γιατί ξέρω πως θα χαρείτε. Σήμερα, χήρα πια η κυρά Φωτεινιώ, είναι Μοναχή και πηγαίνουν τα παιδιά της και της φιλούν το χέρι και το μέτωπο…Και εκείνη κάθεται εκεί και αφουγκράζεται και θυμάται τον Δεσπότη Χριστό, που την κοινώνησε με την χρυσή Λαβίδα το Τίμιο Φρικτό Σώμα και Αίμα Του.
Είθε η Χάρις του Θεού να λαβώσει την Καρδιά μας με την Άπειρη αγάπη Του και να μας διδάξει από τα κατάβαθα, τα τρίσβαθα της καρδιάς μας, αναβαθμίζοντας την δική μας παιδική Προσευχή σε ευχαριστηριακή, να λέμε κι εμείς, δίνοντας το μπόλι της καρδίας και του σώματος: “Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω, πάντων ένεκεν».

Η κυρα Φωτεινιώ και το άκτιστο φως – π. Αρσένιος Σιναΐτης – 
Δημήτρια 2016, Πηγή: Θυσαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας


ΟΣΙΟΣ ΣΙΣΩΗΣ Ο ΜΕΓΑΣ


Όσιος Σισώης ο μεγάλος

Ο Όσιος Σισώης έλαμψε με την πνευματική του σύνεση, την ταπεινοφροσύνη, τη φιλαδελφία και το ενδιαφέρον του στο να επιστρέψει και ένα μόνο αμαρτωλό. Μεταξύ των ασκητών αναδείχτηκε ονομαστός και μέγας, αθλητής της πρώτης γραμμής, τύπος εγκράτειας, αλλά και ψυχή πού προσευχόταν για δικαίους και αδίκους, πλούσιους και φτωχούς, άρχοντες και ιδιώτες, κληρικούς και λαϊκούς και γενικά για όλο τον κόσμο. Στη γη ήταν, αλλά η ζωή του ήταν ουράνια. Υψωμένος πάνω από τη σάρκα, που χαλιναγωγούσε τέλεια με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και τη θεία κοινωνία του σώματος και του αίματος του Χριστού. Η μνήμη του μένει υπόδειγμα σ' όσους θέλουν την ασκητική ζωή, για να είναι γνήσιοι και πραγματικοί ασκητές, όχι μόνο με την αντοχή του σώματος, αλλά και με την πνευματική αναγέννηση και τη λάμψη της αρετής. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του Οσίου Σισώη στις 6 Ιουλίου.

Κυριακή 5 Ιουλίου 2020

ΑΓΙΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ Ο ΝΕΟΣ Ο ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΑΣ


Άγιος Κυπριανός ο νέος οσιομάρτυρας

Η καταπληκτική του τόλμη, έκανε πολλούς να τον νομίζουν για τρελό, αλλά αυτός, μ' αυτόν τον τρόπο κατάφερε να πάρει το στεφάνι της αιώνιας δόξας. Ο Ιερομάρτυρας Κυπριανός γεννήθηκε από χριστιανούς γονείς, στο χωριό Κλειστό (ή Κλειτσός ή Κλητζός) των Άγραφων του τέως δήμου Κτημενίων. Ανατράφηκε με χριστιανοπρέπεια, έγινε μοναχός και αξιώθηκε του χαρίσματος της ιεροσύνης. Πήγε στο Άγιον Όρος και έμεινε στο κελλί του Αγίου Γεωργίου κοντά στο μοναστήρι Κουτλουμουσίου. Εκεί διέπρεψε στις αρετές και έγινε υπόδειγμα μεταξύ των πατέρων. Η καρδιά όμως του Κυπριανού, φλεγόταν από τον πόθο του μαρτυρίου, έτσι πήγε στη Θεσσαλονίκη και κήρυξε με καταπληκτική τόλμη μπροστά στον κριτή τον Χριστό. Προέτρεψε μάλιστα και τους εντός του κριτηρίου, και αυτόν τον ίδιο τον κριτή, να αρνηθούν το Μωάμεθ και ν' ακολουθήσουν τον Χριστό. Τον πέρασαν για τρελό και τον έβγαλαν με τις κλωτσιές έξω από το κριτήριο.

Αλλά ο διακαής πόθος του μαρτυρίου, έκανε τον Κυπριανό να πάει στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί, αυθόρμητα μπήκε στο παλάτι και κήρυξε με το ίδιο θάρρος τον Χριστό μπροστά στον Βεζίρη. Ο άρχοντας με διάφορες κολακείες προσπάθησε να τον παρασύρει στον μουσουλμανισμό, αλλά επειδή απέτυχε τον παρέδωσε στον Μουφτή. Αλλά και εκεί ο Κυπριανός ομολόγησε την αγάπη του στον Χριστό και ήλεγξε τον μουσουλμανισμό. Με χαρά δέχτηκε την καταδικαστική απόφαση.

Έτσι στις 5 Ιουλίου του 1679 μ.Χ. ήμερα Σάββατο, τον αποκεφάλισαν στο Φανάρι. Μαρτύριο του Αγίου συνέγραψε ο Ιωάννης Καρυοφύλλης. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του Οσιομάρτυρα Κυπριανού στις 5 Ιουλίου.

ΟΣΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ


Όσιος Αθανάσιος ο εν Άθω και οι συν αυτώ έξι μαθητές του

Ο Όσιος Αθανάσιος, ο οποίος καταγόταν από την Τραπεζούντα, προέρχονταν από πολύ ευσεβή και εύπορη οικογένεια. Η οικογένειά του, του προσέφερε όλα τα απαραίτητα εφόδια για τις σπουδές του, τις οποίες τις ολοκλήρωσε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί του γεννήθηκε μέσα στην ψυχή του η επιθυμία να γίνει μοναχός και να φθάσει στα άκρα της ασκητικής ζωής.

Γι' αυτό ακριβώς τον λόγο, πήγε στο όρος Κυμινάς της Μικράς Ασίας, όπου βρισκόταν ένα μοναστήρι του οποίου ηγούμενος ήταν ο Μιχαήλ, ο επονομαζόμενος Μαλείνος. Έτσι ανάμεσα στους μοναχούς, συγκαταριθμήθηκε και ο Αθανάσιος. Στο λίγο χρονικό διάστημα που ήταν στο Μοναστήρι, διακρίθηκε για τις αρετές και για την ασκητική του ζωή. Επειδή όμως έφθασε σε ύψιστα σημεία αρετής και τον τιμούσαν όλοι, αποφάσισε να φύγει και πήγε στον Άθωνα κοντά σε ένα γέρο ασκητή υπακούοντας σ' αυτόν με μεγάλη ταπεινοφροσύνη.

Εν συνεχεία μετά από Θεία αποκάλυψη, έφυγε από εκεί και πήγε στα ενδότερα του Αγίου Όρους. Εκεί μετά από πολλές παρακλήσεις του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά, με τον οποίο γνωρίζονταν, έχτισε έναν ναό προς τιμήν της Παναγίας. Επίσης έφτιαξε πολλά κελιά για τούς μοναχούς. Μετά λοιπόν από πολλούς κόπους και θυσίες, δημιούργησε την ιερά Μονή της Μεγίστης Λαύρας, η οποία είναι η αρχαιότερη μονή στο Όρος και τιμάται επ' ονόματι του Οσίου Αθανασίου (963 μ.Χ.).

Στην συνέχεια εξεδήμησε προς Κύριον και μάλιστα κατά τρόπο μαρτυρικό. Συγκεκριμένα υπήρχε ανάγκη να μετασκευαστεί η οροφή του Ναού της Μονής. Ο Όσιος, αν και σε μεγάλη ηλικία, ανέβηκε και αυτός μαζί με άλλους αδελφούς της μονής για να κάνουν το έργο. Η οροφή όμως κατέρρευσε και καταπλάκωσε τον Όσιο μαζί με τους υπόλοιπους αδελφούς. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του Οσίου Αθανασίου στις 5 Ιουλίου.

Σάββατο 4 Ιουλίου 2020

Η ΕΛΠΙΔΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟ

Η ΕΛΠΙΔΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟ

Κάποιος Χριστιανός σ’ ένα χωριό είχε ένα μικρό περιβολάκι. Το καλλιεργούσε κι από ό,τι του απέδιδε, κρατούσε τόσα μόνο, όσα του χρειάζονταν να συντηρείται φτωχικά. Τα υπόλοιπα τα έδινε στους φτωχούς ελεημοσύνη. Μα κάποτε ο διάβολος, για να τον εμποδίσει από το καλό, άρχισε να σπέρνει ζιζάνια στην ψυχή του. Του ψιθύριζε λοιπόν στον νου:
- Βάλε λίγα χρήματα στην άκρη για τα γεράματά σου. Μπορεί να σου έρθει και καμιά αρρώστια και να μην είσαι σε θέση να εργάζεσαι. Παρασύρθηκε ο άνθρωπος από τους λογισμούς του και περιόρισε σιγά-σιγά τις ελεημοσύνες του για να κάνει οικονομίες. Με τον καιρό γέμισε ένα μικρό κιούπι με χρυσά νομίσματα. Όταν το έθαψε ικανοποιημένος σ' ένα λάκκο του περιβολιού του, για να το έχει στα γεράματά του, του ήρθε ξαφνικά βαριά αρρώστια και σάπισε το πόδι του. Ξέθαψε έτσι το κιούπι πολύ γρήγορα για να ξοδεύει τις οικονομίες του σε γιατρούς και φάρμακα, χωρίς ωφέλεια όμως. Το πόδι χειροτέρευε κι οι γιατροί πήραν την απόφαση να το κόψουν.
Την παραμονή της ημέρας που ορίσθηκε η οδυνηρή εγχείρηση, πήρε κοντά στο κρεββάτι του ο κηπουρός το κιούπι του κι άρχισε να μετρά και να ξαναμετρά τα τελευταία υπολείμματα της οικονομίας του, που θα έδινε την επομένη στους γιατρούς, για να τον αφήσουν χωρίς πόδι. Είχε τώρα πικρά μετανοήσει που στήριξε πιο πολύ τις ελπίδες του στα χρυσά νομίσματα, παρά στον Κύριό του και Τον παρακαλούσε μ’ όλη του την ψυχή να τον συγχωρέσει. Καθώς προσευχόταν κι εκλαιγε, παρουσιάστηκε μπροστά του άγιος Άγγελος.
- Τα χρήματα που σύναξες, στερώντας τα από τους φτωχούς, σου χρησίμευσαν σε τίποτα; τον ρώτησε με αυστηρή φωνή.
- Όχι, κύριέ μου. Αναγνωρίζω πως έσφαλα. Ω, αν τύχω συγγνώμης, δεν θα ξαναπέσω στο ίδιο σφάλμα. Μόνο η ελπίδα στον Θεό είναι σταθερή και βεβαία, φώναξε ο δυστυχής μ’ όλο τον πόνο της ψυχής του.
Τότε ο αγαθός Άγγελος άγγιξε το πονεμένο πόδι και αμέσως το έγιανε. Το πρωί που πήγαν οι γιατροί με τα χειρουργικά τους εργαλεία να τον ακρωτηριάσουν, τον βρήκαν υγιέστατο να σκάβει το μικρό του περιβόλι.

ΑΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΗΣ


Άγιος Ανδρέας ο Ιεροσολυμίτης, Αρχιεπίσκοπος Κρήτης

Από τους μεγάλους εκκλησιαστικούς ποιητές ο Ανδρέας, γεννήθηκε στη Δαμασκό από γονείς ευσεβείς, το Γεώργιο και τη Γρηγορία. Σε ηλικία 15 χρονών, κατατάχθηκε στον κλήρο (αναγνώστης) του πατριαρχικού θρόνου των Ιεροσολύμων, από τον τότε Πατριάρχη Θεόδωρο. Στην Ιερουσαλήμ, ο Ανδρέας διακρίθηκε για τη μόρφωση και την αρετή του μεταξύ των αγιοταφιτών πατέρων, γι' αυτό και τον προέκριναν να σταλεί στην Κωνσταντινούπολη, για την έκτη Οικουμενική Σύνοδο κατά των Μονοφυσιτών.

Μετά το τέλος της Συνόδου, ο Ανδρέας παρέμεινε στη βασιλεύουσα, όπου χειροτονήθηκε διάκονος και διορίσθηκε διευθυντής του ορφανοτροφείου «Άγιος Παύλος».

Η έξοχη επιμέλεια που ανέπτυξε στο φιλανθρωπικό αυτό ίδρυμα, τον ανέδειξε αρχιεπίσκοπο Κρήτης. Αφοσιωμένος στα καθήκοντα της νέας του θέσης, αναδείχθηκε μέγας εκκλησιαστικός διοικητής, αλλά και λαμπρός διδάσκαλος και ρήτορας. Γι' αυτό και όλο του το ποίμνιο τον θεωρούσε πραγματικά πατέρα.

Αλλά ως μητροπολίτης πήρε μέρος στη σύνοδο που συγκάλεσε ο Φιλιππικός Βαρδάνης (712 μ.Χ.) και υποστήριξε τον Μονοφυσιτισμό, αλλά επανήλθε στην ορθή πίστη μετά τον θάνατο του Βαρδάνη.

Στο γυρισμό από την Κωνσταντινούπολη, όπου είχε πάει για διάφορες υποθέσεις, πέθανε (740μ.Χ.) επάνω στο καράβι. Τον έθαψαν στην Ερεσό της Μυτιλήνης, στο ναό της Αγίας Αναστασίας.
Η Κάρα του Αγίου βρίσκεται στην Μονή Βατοπεδίου Αγίου Όρους. Αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου βρίσκονται στις Μονές Διονυσίου και Ξηροποτάμου Αγίου Όρους., Υψηλού και Λειμώνος Λέσβου, Άνω Ξενιάς Αλμυρού Μαγνησίας και στον ομώνυμο Ναό Ερεσσού Λέσβου. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του Αγίου Ανδρέα στις 4 Ιουλίου.

Να σημειώσουμε επίσης, ότι ο Άγιος Ανδρέας, υπήρξε ο καλύτερος ρήτορας της εποχής του, με έργα όπου αναπτύσσει λόγο πλούσιο, με ρητορικά σχήματα απαράμιλλου κάλλους. Πρώτος αυτός παρουσίασε πλήρες σύστημα εορταστικών ομιλιών, από τις οποίες σώζονται περίπου 30, εκδιδόμενες και ανέκδοτες. Έγραψε αρκετά εγκώμια και λόγους. Σώζονται περίπου 100 Κανόνες και πολυάριθμα ιδιόμελα τροπάρια. Ως μελωδός έγραψε όχι μόνο τα κείμενα αλλά και την μουσική τους.

Ο Μέγας Κανών, που ψάλλεται την Πέμπτη της Ε' εβδομάδος Νηστειών της Μ. Τεσσαρακοστής, είναι το κατεξοχήν πρωτότυπο και εκτεταμένο υμνογραφικό έργο του Ανδρέα Κρήτης. Είναι πιθανόν ο Μέγας Κανών να γράφτηκε στην Κωνσταντινούπολη ή στον τόπο θανάτου του, την Ερεσό της Λέσβου, σε μεγάλη ηλικία.

Μέγας Κανών
Αποτελείται από 261 τροπάρια, από τα οποία 11 είναι Ειρμοί. Ονομάστηκε Μέγας λόγω της έκτασής του και αποτελείται από 9 ωδές. Ο αριθμός των τροπαρίων ποικίλλει στα διάφορα χειρόγραφα. Στην τελευταία έκδοσή του ( Migne ), που χρησιμοποιεί το εν χρήσει Τριώδιο της Εκκλησίας ο αριθμός των τροπαρίων κατά ωδές έχει ως εξής: α΄ 25, β΄ 29+12, γ΄ 9+19, δ΄ 29, ε΄ 23, στ΄ 17+16, ζ΄ 22, η΄ 22, θ΄ 27. Η ομοιοκαταληξία αν και όχι συστηματική είναι συχνή: Ουκ ήκουσα της φωνής σου /παρήκουσα της γραφής σου. / Το σώμα κατερρυπώθην. / Το πνεύμα κατεσπιλώθην. - Μη υπερίδης με. - Μη παρίδης με. Οι παρομοιώσεις είναι άφθονες, τα δε κοσμητικά επίθετα είναι πολύ εντυπωσιακά, πολλές φορές με νεολογισμούς, όπως φιλήδονος ορμή, πατρόθεος Δαυίδ, αισθητή Εύα, πρωτόκτιστον κάλλος . Η γλώσσα του Μεγάλου Κανόνα είναι η λόγια κοινή της εποχής.

Ο Μέγας Κανών είναι ένα κείμενο βαθύτατα κατανυκτικό, γεμάτο δύναμη και εικόνες, οι οποίες χαρακτηρίζονται από έντονα δραματικά στοιχεία με παράλληλη χρήση παραδειγμάτων από την Αγία Γραφή.

Από τα εσωτερικά στοιχεία του Μεγάλου Κανόνα μπορούμε να διακρίνουμε, την αμαρτωλή κατάσταση του ανθρώπου, τον τέλος της ροπής προς ηθική κατάρρευσή του, τη συναίσθηση της αμαρτίας του, τη μετάνοια του, τη βεβαιότητα της σωτηρίας του.

Ψάλλεται ολόκληρος την παραμονή της Πέμπτης της ΣΤ΄ εβδομάδας των Νηστειών, διαιρεμένος σε τέσσερα τμήματα, και κατά τις τέσσερις πρώτες ημέρες της καθαρής εβδομάδας.

Παρασκευή 3 Ιουλίου 2020

ΑΓΙΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Ο ΝΕΟΣ

Άγιος Γεράσιμος ο Νέος ο Οσιομάρτυρας

Ο Άγιος Γεράσιμος ο νέος ο Καρπενησιώτης καταγόταν από το Μεγάλο Χωριό του Καρπενησίου και ονομαζόταν Γεώργιος. Ένδεκα χρονών, πήγε στην Κωνσταντινούπολη και παρέμεινε κοντά σ' έναν παντοπώλη.

Κάποια μέρα, μετέφερε πάνω στο κεφάλι του ένα χάλκινο δίσκο, που είχε γιαούρτι σε πήλινα δοχεία. Σε κάποια στιγμή όμως γλίστρησε, του έπεσε ο δίσκος με τα δοχεία και του έσπασαν όλα. Και ενώ έκλαιγε μέσα στο δρόμο για τη δυστυχία που τον βρήκε, τον πήρε κοντά της μια επίσημη Οθωμανίδα κυρία, που τον παρηγόρησε. Στη συνέχεια με διάφορες περιποιήσεις, τον ξεγέλασε και κατάφερε να τον εξισλαμίσει.

Μετά από πολλά χρόνια ο Γεώργιος, κατάλαβε το αμάρτημα του και έφυγε για την πατρίδα του. Αργότερα πήγε στο Άγιο Όρος, εκάρη μοναχός και ονομάστηκε Γεράσιμος.

Επιθυμώντας όμως το μαρτύριο, επέστρεψε στη βασιλεύουσα και αποκήρυξε τον Ισλαμισμό. Κατόπιν μπροστά στον πρώην κύριο του, κήρυξε με θάρρος την πίστη του στον Χριστό. Παρά τις κολακείες και τα βασανιστήρια, ο Γεράσιμος έμεινε αμετακίνητος στην πίστη του. Τότε, στις 3 Ιουλίου 1812 μ.Χ. τον αποκεφάλισαν στο Μπαμπά Χουμάϊ της Κωνσταντινούπολης. Τότε ήταν 25 χρονών.

Το λείψανο του Αγίου, ενταφιάστηκε στην αρχή στο νησί Πρώτη. Μεταφέρθηκε αργότερα στην Ιερά Μονή Προυσού και από εκεί το 1971 μ.Χ. στον ομώνυμο μεγαλοπρεπή ναό του χωριού του τον οποίον έκτισαν οι απανταχού Μεγαλοχωρίτες.
Η Κάρα και οι βραχίονες του Αγίου βρίσκονται στη Μονή Προυσού Ευρυτανίας. Τα λοιπά Λείψανα του Αγίου βρίσκονται στον ομώνυμο Ναό Μεγ. Χωριού Ευρυτανίας. Τρεις σπόνδυλοι του Αγίου βρίσκονται στο Κυριακό της Σκήτης Κουτλουμουσίου Αγίου Όρους. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του Αγίου Γεράσιμου στις 3 Ιουλίου.

ΑΓΙΟΣ ΥΑΚΙΝΘΟΣ Ο ΚΟΥΒΙΚΟΥΛΑΡΙΟΣ


Άγιος Υάκινθος ο κουβικουλάριος (θαλαμηπόλος)

Ο Άγιος Υάκινθος καταγόταν από την Καισαρεία της Καππαδοκίας και έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Τραϊανού (98 - 117 μ.Χ.). Ήταν άνθρωπος με εξαιρετική συμπεριφορά και διετέλεσε κουβικουλάριος του αυτοκράτορα. Διεκπεραίωνε τα καθήκοντα του μέσα στο παλάτι κατά τον καλύτερο τρόπο. Ήταν προσεκτικός και δε μολύνθηκε από τη χλιδή των ανακτόρων. 
Η ψυχή του ολόκληρη ήταν δοσμένη στο Σωτήρα Χριστό. Γι' αυτό, όταν ο Τραϊανός διέταξε διωγμό κατά των χριστιανών, ο Υάκινθος δε δίστασε να ομολογήσει μπροστά στον αυτοκράτορα ότι είναι χριστιανός. Ο Τραϊανός εξεπλάγη και του είπε ότι είναι αχάριστος, για την εμπιστοσύνη και την υπόληψη που του πρόσφερε το παλάτι. Τότε ο Υάκινθος με ψυχική άνεση απάντησε: «Αν η ευγνωμοσύνη είναι αρετή, βασιλιά, ποια απολογία θα μπορέσω να δώσω αρνούμενος το Σωτήρα μου Χριστό, ο όποιος έχυσε για μένα το αίμα του, ο οποίος μου χάρισε την πίστη, την ελπίδα, την αγάπη, ο όποιος μου δίνει λιμάνι στις τρικυμίες της ψυχής, παρηγοριά στη θλίψη, ασφάλεια στα κύματα, θώρακα στις δοκιμασίες; Και ο οποίος μου επιφυλάσσει συμμετοχή αιώνια στη βασιλεία Του και τη δόξα»; Ο Τραϊανός, στενοχωρημένος από τα λόγια του Υακίνθου, διέταξε να τον φυλακίσουν χωρίς να του δίνουν καθόλου φαγητό, εκτός και αν ήθελε να φάει ειδωλόθυτα. Σαράντα μέρες πέρασε έτσι ο Υάκινθος, χωρίς να αγγίξει τα ειδωλόθυτα. Την 41η, όμως, παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο. 
(Η μνήμη του Αγίου αυτού, μαζί μ' αυτή του Αγίου Διομήδη, από ορισμένους Συναξαριστές, επαναλαμβάνεται περιττώς και την 3η Ιουνίου). Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του Αγίου Υάκινθου στις 3 Ιουλίου.

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2020

Η ΧΗΡΑ ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΛΑΘΙ


Ζούσε, κάποτε, σ’ ένα χωριό μία χήρα πολύ φτωχιά με το μοναχογιό της. Για να μεγαλώσει το παιδί της ξενοδούλευε κι επειδή έβαλε σ’ αυτό όλο το μεράκι της, άπ’ τον καημό της αποφάσισε να το σπουδάσει. Πήγε, λοιπόν, κι έπεσε στα γόνατα μπροστά στην Παναγία κι έλεγε: «Παναγία μου, αξίωσέ με εμένα την αμαρτωλή να σπουδάσω το μοναχογιό μου». Έτσι με χίλιες στερήσεις και προσευχές κατάφερε η φτωχή χήρα να σπουδάσει το γιό της γιατρό.
Κάποια μέρα, με το δίπλωμα στην τσάντα ξεκίνησε ο γιατρός να επισκεφτεί τη μάνα του, που είχε πιά γεράσει, για να την ευχαριστήσει. Η μάνα τον υποδέχτηκε με πολλή χαρά και με βαθιά ευγνωμοσύνη στην Παναγία, που την αξίωσε να πραγματοποιήσει το όνειρο της ζωής της.
Την άλλη μέρα, Κυριακή, πηγαίνει και ξυπνάει το γιό της και του λέει: «Σήκω, γιέ μου, να πάμε να ευχαριστήσουμε την Παναγία για την προκοπή σου. Ο γιατρός όμως της αρνήθηκε να πάει στην εκκλησία, γιατί δεν πίστευε, όπως είπε, στα λόγια της και τα θεωρεί ξεπερασμένα.
Η μάνα φαρμακώθηκε, δεν είπε τίποτε, μόνο πήγε μονάχη της κι έκλαψε μπροστά στην εικόνα της Μεγαλόχαρης με ευχαριστία αλλά και πόνο. Όταν γύρισε στο σπίτι, ο γιός της, ο γιατρός, τη ρώτησε: «Ε μάνα, τι κατάλαβες απ’ τα λόγια της εκκλησίας, εσύ, αγράμματη γυναίκα;» Η χήρα δεν απάντησε, μόνο έπιασε ένα καλάθι από την αποθήκη και του λέει: «Γιε μου, το πρωί δεν με άκουσες να ρθείς μαζί μου στην εκκλησία. Συγχωρεμένος να είσαι. Τώρα, όμως, θέλω να μου κάνεις μία άλλη χάρη και μη μου την αρνηθείς. Θέλω να πάρεις το καλάθι και να πας στο ποτάμι να μου φέρεις νερό. «Μα με το καλάθι να σου φέρω νερό, μάνα; Τόσο τα ’χεις χαμένα»; λέει εκείνος. «Πήγαινε εσύ για το χατίρι μου, του απαντάει εκείνη, κι ο,τι θέλει ας γίνει».
Παραξενεμένος ο γιατρός πηγαίνει στο ποτάμι, βουτάει μέσα το καλάθι, το βγάζει και γυρίζει στο σπίτι με το καλάθι άδειο. «Να, μάνα, το καλάθι σου, όπως μου το ’δωσες. Σου την έκανα την χάρη. Βλέπεις εσύ να έχει νερό μέσα;», λέει ο γιατρός. «Ευχαριστώ, γιέ μου, που μ’ άκουσες. Βλέπεις όμως εσύ το καλάθι όπως σου το ’δωσα»; Απαντάει η μάνα. «Έ ναί, μόνο που είναι βρεγμένο». «Βλέπεις λοιπόν, γιέ μου, ότι δεν είναι το ίδιο, όπως σου το ’δωσα; Το πήρες στεγνό, κατάξερο και μου το ’φερες μουσκεμένο. Έτσι κι εγώ πηγαίνω αγράμματη στην εκκλησία, δεν φέρνω τη σοφία της, αλλά είμαι δροσισμένη άπ’ τη χάρη της και αυτό με συντηρεί τόσα χρόνια και κατάφερα με τη χάρη Της να σε σπουδάσω.
Τότε κατάλαβε ο γιατρός ότι ο Θεός «εμώρανε την σοφίαν του κόσμου τούτου… και τα μωρά του κόσμου εξελέξατο…» κι έβαλε μετάνοια στη μάνα του και πήγαν ύστερα μαζί στην εκκλησία κι ευχαρίστησαν την Παναγία.

π. Ευέλθοντος Χαραλάμπους
Πηγή: Περιοδικό«Παρά την Λίμνην»

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΞΙΜΟΒΙΤΣ

Άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς

Ο Άγιος Ιωάννης γεννήθηκε στις 4 Ιουνίου του 1896 μ.Χ. στο χωριό Αντάμοβκα της επαρχίας Χαρκώβ της Νότιας Ρωσίας και το βαπτιστικό του όνομα ήταν Μιχαήλ. Ήταν απόγονος της αριστοκρατικής οικογένειας Μαξίμοβιτς που ένα μέλος της ανακηρύχτηκε Άγιος το 1916 μ.Χ. και είναι ο ιεράρχης Ιωάννης Μαξίμοβιτς Μητροπολίτης Τομπόλσκ, το λείψανό του οποίου παραμένει άφθαρτο μέχρι σήμερα στο Τομπόλσκ. Οι γονείς του ονομάζονταν Μπόρις και Γλαφύρα.

Κατά την παιδική του ηλικία ο Μιχαήλ ήταν φιλάσθενος και έτρωγε λίγο. Ήταν ήσυχο παιδί, πολύ ευγενικό και είχε βαθειά θρησκευτικότητα. Όταν έπαιζε, έντυνε τα στρατιωτάκια του μοναχούς, μάζευε εικόνες, θρησκευτικά βιβλία και του άρεσε να διαβάζει βίους Αγίων. Τα βράδια στεκόταν όρθιος για πολλή ώρα προσευχόμενος. Επειδή ήταν ο μεγαλύτερος από τα 5 αδέλφια του και γνώριζε καλά τους βίους των Αγίων, έγινε και ο πρώτος δάσκαλος τους στην πίστη. Ήταν πολύ αυστηρός με τον εαυτό του στην εφαρμογή των εκκλησιαστικών και εθνικών παραδόσεων. Μάλιστα, τόσο πολύ εντυπωσίασε με την χριστιανική του ζωή την παιδαγωγό του που ήταν Γαλλίδα και καθολική που βαπτίστηκε Ορθόδοξη.

Σε ηλικία 11 ετών οι γονείς του Μιχαήλ τον έστειλαν στην Στρατιωτική σχολή της Πολτάβα. Εκεί συνάντησε τον Επίσκοπο της Πολτάβα Θεοφάνη, έναν πολύ αγαπητό ιεράρχη, που επηρέασε πολύ τον Μιχαήλ. Σε μια στρατιωτική παρέλαση ενώ περνούσαν από τον Καθεδρικό Ναό ο μικρός Μιχαήλ (ήταν τότε 13 ετών) έκανε τον σταυρό του. Οι συμμαθητές του γέλασαν και τον κορόιδεψαν, ενώ οι καθηγητές του θέλησαν να τον τιμωρήσουν. Ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος όμως, που ήταν προστάτης της Σχολής, είπε να μην τιμωρηθεί ο δόκιμος Μιχαήλ γιατί με την πράξη του αυτή δηλώνει βαθειά και υγιή θρησκευτικά αισθήματα.

Το 1914 μ.Χ. αποφοίτησε από την Στρατιωτική σχολή και παρόλο που ο ίδιος ήθελε να συνεχίσει τις σπουδές του στην Θεολογική Σχολή του Κιέβου, έκανε υπακοή στους γονείς του που ήθελαν να γίνει δικηγόρος και γράφτηκε στην Νομική σχολή.

Το 1921 μ.Χ. και αφού ξέσπασε στη Ρωσία εμφύλιος πόλεμος, φεύγει μαζί με την οικογένεια του και εγκαθιστάτε στην Γιουγκοσλαβία. Εκεί γράφετε στην Θεολογική σχολή του Βελιγραδίου ενώ παράλληλα πουλούσε εφημερίδες για να τα βγάζει πέρα.

Το 1924 μ.Χ. χειροτονήθηκε αναγνώστης στην Ρωσική Εκκλησία του Βελιγραδίου από τον Επίσκοπο Αντώνιο και το 1926 μ.Χ. χειροτονήθηκε διάκος και εκάρη μοναχός με τ' όνομα Ιωάννης στο Μοναστήρι του Μίλκοβ.

Λίγο χρόνια μετά, διορίστηκε στην Ιερατική σχολή στην πόλη Βιτόλ της Σερβίας και το 1934 μ.Χ. εκλέγετε Επίσκοπος Σαγκάης, παρόλο που ο ίδιος δεν ήθελε γιατί είχε πρόβλημα στην ομιλία του.

Όταν στις 21 Νοεμβρίου το 1934 μ.Χ. φτάνει στην Σαγκάη βρίσκει μονάχα μια μισοκτισμένη Εκκλησία και το ποίμνιο του διχασμένο από εθνικές έριδες. Αρχικά βοήθησε τους κατοίκους να ξεπεράσουν τα προβλήματα τους ώστε να ‘ρθει η ειρήνη και σιγά - σιγά οργάνωσε ορφανοτροφείο το οποίο αφιέρωσε στον Άγιο Τύχωνα του Ζαντόσκο που αγαπούσε τα παιδιά. Ξεκίνησε την προσπάθεια του με 8 παιδιά και στο τέλος κατάφερε να έχει 3.500. Όταν ξέσπασε η Κομουνιστική Επανάσταση στην Σαγκάη, ο Άγιος Ιωάννης, πήρε τα παιδιά και τα μετέφερε στις Φιλιππίνες και από εκεί τα πήγε στην Αμερική και στην Αυστραλία.

Το 1951 μ.Χ. ο Άγιος Ιωάννης καταφεύγει στην Αμερική αλλά εκεί οι Επίσκοποι της Συνόδου αποφασίζουν να τον στέλνουν στην Επισκοπή του Παρισιού και των Βρυξελλών. Εκεί, εκτός των άλλων καθηκόντων του, ασχολήθηκε και με την συγγραφή των Βίων Αγίων που έζησαν πριν το Σχίσμα με αποτέλεσμα να γίνουν γνωστοί στην Ορθόδοξη Εκκλησία και να εορτάζονται ακόμα και σήμερα.
Στις 21 Νοεμβρίου του 1962 μ.Χ. επιστρέφει στην Αμερική και διορίζεται Επίσκοπος της Ρωσικής Εκκλησίας της διασποράς στο Σαν Φρανσίσκο.

Ο Άγιος Ιωάννης κοιμήθηκε στις 2 Ιουλίου του 1966 μ.Χ. Είχε πάει στο Σιάτλ μαζί με την θαυματουργική εικόνα της Παναγίας του Κούρση. Μόλις τελείωσε την Θεία Λειτουργία και αφού πέρασε 3 ώρες προσευχόμενος μέσα στο ιερό, πήγε στο δωμάτιο του να ξεκουραστεί. Κάθισε στην πολυθρόνα του και στις 4 παρά δέκα το απόγευμα κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο ήρεμα χωρίς πόνο. Ο Άγιος Ιωάννης προγνώριζε την ημέρα του θανάτου του και είχε προετοιμαστεί όπως οι μεγάλοι Άγιοι της Εκκλησίας μας. Γι' αυτό και εκείνη την ημέρα του θανάτου του έστειλε ένα γράμμα, στέλνοντας για τελευταία φορά την ευλογία του στις μοναχές της Λέσνα στην Γαλλία που τόσο πολύ τον είχαν βοηθήσει και εξυπηρετήσει. Σχεδόν 24 ώρες αργότερα το σώμα του έφθασε στον Καθεδρικό Ναό του Σαν Φρανσίσκο που ο ίδιος είχε ολοκληρώσει. Τον προϋπάντησαν οι κληρικοί και έγινε ολονύχτια αγρυπνία που κράτησε 4 ώρες.

Μετά το τελευταίο ασπασμό έγινε 3 φορές η λιτάνευση του Ιερού λειψάνου του γύρω από τον Ναό. Το φέρετρο το βάσταζαν ορφανά που ο Άγιος είχε σώσει και μεγαλώσει στην Σαγκάη. Ένας Ιεράρχης παρομοίασε την λιτάνευση του Αγίου με την λιτάνευση του Επιταφίου του Χριστού την Μεγάλη Παρασκευή. Ετάφη στις 7 Ιουλίου το απόγευμα σ' ένα μικρό υπόγειο παρεκκλήσιο κάτω από το Ιερό.

Το φθινόπωρο του 1993 μ.Χ. η Σύνοδος των Επισκόπων της Αμερικής με υπεύθυνο τον Αρχιεπίσκοπο Αντώνιο του Σαν Φρανσίσκο, άνοιξε τον τάφο του και βρήκαν το σώμα του άφθαρτο. Ένα χρόνο αργότερα, στις 2 Ιουλίου του 1994 μ.Χ. ανακηρύσσετε επίσημα Άγιος.

Επειδή ο Άγιος Ιωάννης ταξίδευε συχνά αεροπορικώς, θεωρείται προστάτης των ταξιδευόντων αεροπορικώς. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη των Αγίων Κύρου και Ιωάννου στις 28 Ιουνίου.