ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.
Πέμπτη 16 Ιουλίου 2020
ΓΕΡΩΝ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ: ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΤΟΝΙΖΟΥΜΕ ΣΕ ΚΑΠΟΙΟΝ ΤΗΝ ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΤΟΥ!
ΑΓΙΟΣ ΑΘΗΝΟΓΕΝΗΣ Ο ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ
Σαν επίσκοπος, ήταν φωτεινό πνευματικό λυχνάρι για το ποίμνιο του. Μάλιστα τόσο πολύ ήθελε να συνεχιστεί το έργο του Ευαγγελίου, ώστε με ιδιαίτερη φροντίδα κατάρτισε ικανότατους βοηθούς του. Άλλα όταν έγινε ο διωγμός επί Διοκλητιανού, ο Αθηνογένης με δέκα μαθητές του, τον Ριγίνο, τον Μαξιμίνο, τον Πατρόφιλο, τον Αθηνογένη, τον Αντίοχο, τον Άμμων, τον Θεόφραστο, τον Κλεόνικο, τον Πέτρο και τον Ησύχιο, συνελήφθη από τον ηγεμόνα Φηλίμαρχο, και αφού όλοι ομολόγησαν το Χριστό αποκεφαλίσθηκαν.
Αξίζει δε να αναφέρουμε, ότι στον Αθηνογένη οφείλουμε το γνωστό κατανυκτικό εσπερινό ύμνο, «Φῶς ἱλαρὸν ἁγίας δόξης, ἀθανάτου Πατρός, οὐρανίου, ἁγίου, μάκαρος, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλθόντες ἐπὶ τὴν ἡλίου δύσιν, ἰδόντες φῶς ἑσπερινόν, ὑμνοῦμεν Πατέρα Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, Θεόν. Ἄξιον σὲ ἐν πάσι καιροὶς ὑμνείσθαι φωναὶς αἰσίαις, Υἱὲ Θεοῦ, ζωὴν ὁ διδοὺς διὸ ὁ κόσμος σὲ δοξάζει». Που σημαίνει: Ιησού Χριστέ, συ που είσαι το χαρούμενο φως του Αθανάτου, Ουρανίου, Άγιου και μακαρίου Πατρός, αφού φθάσαμε στη δύση του ήλιου και είδαμε το εσπερινό φως, υμνούμε τον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιο Πνεύμα, δηλαδή τον Τριαδικό Θεό. Είναι άξιο να σε υμνούμε σε κάθε ώρα με μελωδικές φωνές, Υιέ του Θεού, εσύ που δίνεις ζωή. Γι' αυτό ο κόσμος σε δοξάζει.
Τετάρτη 15 Ιουλίου 2020
ΑΓΙΟΙ ΚΗΡΥΚΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΤΤΑ
Στην Ταρσό συνελήφθη από τον ηγεμόνα Αλέξανδρο, ο οποίος την υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια μπροστά στο παιδί της. Στην συνέχεια προσπάθησε να φέρει με το μέρος του τον μικρό. Το παιδάκι όμως δεν δεχόταν και μάλιστα αφού επικαλέστηκε το όνομα του Χριστού, έδωσε μία δυνατή κλωτσιά στην κοιλιά του ηγεμόνα. Αυτός εξοργίστηκε τόσο πού το πέταξε από τα σκαλιά σπάζοντας το κρανίο του μικρού Κήρυκου. Μ' αυτόν τον τρόπο έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου ο μικρός Κήρυκος. Η δε μητέρα του μετά από λίγο, αφού υπεβλήθη σε πολλά και φρικτά βασανιστήρια, παρέδωσε το πνεύμα της στον Χριστό.
Τρίτη 14 Ιουλίου 2020
ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ
Τελικά μετά από διάφορες περιπέτειες, που υπέστη στη βραχύχρονη ζωή του, απεβίωσε από ημιπληγία, σε ηλικία 60 χρονών, τις πρώτες ορθρινές ώρες της 14ης Ιουλίου του έτους 1809 μ.Χ. στο κελλί των Σκουρταίων, στις Καρυές του Αγίου Όρους. Τα τελευταία του λόγια ήταν η απάντηση που έδωσε στους μαθητές του όταν τον ρώτησαν αν ησυχάζει: «Τον Χριστό έβαλα μέσα μου και πως να μη ησυχάσω;». Ενταφιάστηκε στο Λαυριωτικό Κελί των Σκουρταίων στις Καρυαίς του Άγιου Όρους, αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο πνευματικό συγγραφικό έργο, που σήμερα αποτελεί κεφάλαιο για τον λαό της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η Κάρα του Αγίου Νικοδήμου βρίσκεται στο Κελλί των Σκουρταίων Αγίου Όρους. Μέρος της Κάρας του Αγίου βρίσκεται στην ομώνυμη Μονή Πενταλόφου Κιλκίς. Η Ορθόδοξη Εκκλησία επάξια από το έτος 1955 μ.Χ. τον κατέταξε στο Αγιολόγιο της και εορτάζει τη μνήμη του στις 14 Ιουλίου.
Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020
Η ΣΥΝΑΞΗ ΤΟΥ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ!
Πως η Εκκλησία υμνεί
τον αρχάγγελο Γαβριήλ σ' αυτή τη γιορτή του:
«Θρόνω παριστάμενος τῆς τρισηλίου Θεότητας καὶ πλουσίως λαμπόμενος, ταὶς θείαις
λαμπρότησι, ταὶς ἐκπεμπομέναις, ἀπαύστως ἐκεῖθεν, τοὺς ἐπὶ γῆς χαρμονικῶς,
χοροστατοῦντας καὶ εὐφημούντας σέ, παθῶν ἀχλύος λύτρωσαι, καὶ καταλάμπρυνον,
Γαβριὴλ Ἀρχιστράτηγε, πρεσβευτὰ φωτισμῶ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.
Τῶν ἀσωμάτων λειτουργῶν ὡς πρωτεύων, τὸ πρὸ αἰώνων ὁρισθὲν ὄντως μέγα, σὺ Γαβριὴλ
πεπίστευσαι μυστήριον, τόκον τὸν ἀπόρρητον, τῆς ἁγίας Παρθένου, Χαῖρε, προσφωνῶν
αὕτη, ἡ κεχαριτωμένη. Χρεωστικῶς σὲ ὅθεν οἱ πιστοί, ἐν εὐφροσύνῃ ἀεὶ
μακαρίζαμεν».
Για ποιον λόγο γίνεται μνεία την Συνάξεως του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, δεν
γνωρίζουμε. Ίσως να συνδέεται με κάποια ευεργεσία του Αρχαγγέλου που ποίησε
αυτή την ημέρα στους Χριστιανούς ή να συνδέεται με το γεγονός ότι η Εκκλησία
της Κωνσταντινουπόλεως ήθελε να δείξει με αυτή την εορτή την αφοσίωση της στον
Αρχάγγελο Γαβριήλ και αυτό ίσως να έγινε περί τον 9ο μ.Χ. αιώνα.
Κυριακή 12 Ιουλίου 2020
ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ: ΝΑ ΣΚΕΠΑΖΟΥΜΕ ΤΟ ΣΦΑΛΜΑ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ!
ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΚΟΥΚΟΥΖΕΛΙΣΣΑ
Η Νέα Κίος Αργολίδος ιδρύθηκε το 1927 μ.Χ. και φιλοξένησε πρόσφυγες από την Μικρά Ασία. Παλιά πατρίδα η Κίος της Βιθυνίας, το επίνειον της Προύσσας, η έδρα της ξακουστής Μητρόπολης Νίκαιας.
Σοβαρός δεσμός, πνευματικός και ιστορικός με τις αλησμόνητες πατρίδες, είναι οι 4 παλαιές εικόνες που μεταφέρθηκαν από την Κίο της Μικράς Ασίας και φυλάσσονται ως ιερά κειμήλια – φάροι πίστης και μνήμης στον ιστορικό Ναό της Θεομάνας, πολιούχο της Νέας Κίου. Η ιερά εικόνα της Κουκουζέλησας – Τριχερούσας είναι η μεγαλύτερη σε μέγεθος από τις τέσσερις, μεγάλης παλαιότητας και ιδιαίτερα ξεχωριστή, γιατί αποτελεί ένα θαυμάσιο συνδυασμό (μοναδικό στα ελληνοχριστιανικά δεδομένα) της Παναγίας της Κουκουζέλησας της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας και της Τριχερούσας της Ιεράς Μονής Χιλιανδαρίου Αγίου Όρους.
Συγκεκριμένα, ενώ εκατέρωθεν της μορφής της Παναγίας απεικονίζονται ο Άγιος Ιωάννης ο Κουκουζέλησας και ο Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης, όπως στην Κουκουζέλησα της Μεγίστης Λαύρας, στην εν λόγω εικόνα υπάρχει ασημένιο τρίτο χέρι που παραπέμπει στην Τριχερούσα του Χιλιανδαρίου και στο θαύμα που επετέλεσε η Θεοτόκος στον Άγιο Ιωάννη τον Κουκουζέλη. Ο μοναδικός στην ψαλτική Ιωάννης Κουκουζέλης ενώ αποκοιμήθηκε αποκαμωμένος στο ψαλτήρι, εμφανίστηκε ενώπιον του η Παναγία σε όνειρο και τον παρακίνησε να ψάλλει γι’ αυτήν και Εκείνη θα τον ανταμειψει. Αμέσως μόλις εξύπνησε, είδε μέσα στο χέρι του ένα χρυσό νόμισμα το οποίο αποτελούσε την υλοποίηση της υπόσχεση της Θεοτόκου. Αυτή η φλόγα της πίστης προς την Παναγία φώτιζε τις ψυχές των παιδιών της, που δεν την άφησαν στα χέρια των κατακτητών, αλλά την πήραν μαζί τους για να τους δίνει θάρρος, δύναμη και παρηγοριά. Η «ανωτέρα τω Χερουβείμ», η Μάνα του Θεού και των προσφύγων, η Βασίλισσα του κόσμου, να φωτίζει τον δρόμο κάθε κουρασμένου και ταλαιπωρημένου της εποχής μας ανθρώπου, ώστε να οδηγεί κοντά σ’ Αυτήν και τον Υιό της, με απώτερο σκοπό μας την Αιωνιότητα. Αμήν!
https://www.saint.gr
ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΤΡΙΧΕΡΟΥΣΑ
Σε μεταγενέστερη εποχή όταν προέκυψε διχόνια στην αδελφότητα της μονής Χιλανδαρίου εξαιτίας της εκλογής νέου ηγούμενου, η Τριχερούσα μετατοπίστηκε θαυματουργικά από το Ιερό Βήμα, όπου ήταν μέχρι τότε, στο στασίδι του ηγούμενου, ενώ συγχρόνως ενάρετος ερημίτης μοναχός πληροφόρησε την αδελφότητα ότι στο εξής και προς αποφυγή φιλονικιών να μην εκλέγεται ηγούμενος στο Χιλανδάρι, διότι η Παναγία θα κρατήσει τη θέση αυτή και θα διοικεί το μοναστήρι. Πράγματι μέχρι σήμερα, η χιλανδρινή αδελφότητα, ενώ ζει κοινοβιακά, στερείται Καθηγουμένου και διοικείται κατά το σύστημα των ιδιόρρυθμων μονών.
ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ
Στην Ελλάδα, η οικογένεια του μικρού Αρσενίου εγκαταστάθηκε στην Κόνιτσα της Ηπείρου, όπου ο ίδιος πέρασε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια. Γαλουχούμενος με τις διηγήσεις για το θαυμαστό βίο του Αγίου Αρσενίου, έλεγε ότι θα γίνει μοναχός από την ηλικία των 5 ετών! Και αφού έμαθε να διαβάζει, αγαπημένη του ασχολία υπήρξε η ανἀγνωση των βίων των Αγίων, των οποίων εμιμείτο τους ασκητικούς αγώνες με θερμό ζήλο.
Μετά από τις εγκύκλιες σπουδές του δε θέλησε να συνεχίσει στα γράμματα, αλλά προτίμησε να μιμηθεί το Χριστό και μαθήτευσε στην τέχνη του ξυλουργού, την οποία άσκησε με επιμέλεια και δεξιοσύνη. Στην ηλικία των 15 ετών αξιώθηκε της θέας του Κυρίου, για ένα μόνο φιλότιμο λογισμό, μέσω του οποίου απέκρουσε μία δαιμονική προσβολή του πειρασμού της απιστίας. Από τότε φούντωσε μέσα του ακόμη περισσότερο η φλόγα της αγάπης του Θεού και ο πόθος για τη μοναχική ζωή.
Ακολούθησαν καιροί ταραχής και αναστάτωσης για την Ελλάδα, λόγω της ξένης Κατοχής και του εμφυλίου πολέμου. Ο Όσιος όμως, τόσο ως πολίτης όσο και ως στρατιώτης κατά τη θητεία του (1945 - 1949 μ.Χ.), επέδειξε απαράμιλλο θάρρος και αυτοθυσία. Ήταν πρόθυμος να δώσει κάθε στιγμή και τη ζωή του ακόμα για τη σωτηρία των άλλων. Ευρισκόμενος μάλιστα συχνά μέσα στον καταιγισμό των φονικών πυρών, συνέβη να σώσει με τις θερμές προσευχές του πολλούς στρατιώτες, αλλά να σωθεί και ο ίδιος με τρόπο θαυμαστό.
Επειδή το μεγαλύτερο διάστημα της στρατιωτικής του θητείας το υπηρέτησε με την ειδικότητα του ασυρματιστή, πολλές εκδόσεις αφιερωμένες στη ζωή του Οσίου τον αναφέρουν ως «Ασυρματιστή του Θεού». Μάλιστα, ο Όσιος φέροντας ως παράδειγμα την ειδικότητά του στον στρατό, απάντησε σε κάποιον που αμφισβητούσε τη χρησιμότητα της μοναχικής ζωής ότι οι μοναχοί είναι «ασυρματιστές του Θεού», εννοώντας την θερμή τους προσευχή και την έγνοια τους για την υπόλοιπη ανθρωπότητα.
Ύστερα και από αυτές τις περιπέτειες, θέλησε να καταταγεί στο αγγελικό τάγμα των μοναχών, με τα φτερά που δίνει ο θείος έρωτας. Έτσι, μετέβη στο Άγιον Όρος, αναζητώντας έναν οδηγό για τη ζωή της κατά Θεόν ησυχίας. Δεν κατάφερε όμως να εκπληρώσει αμέσως τον πόθο του. Παράλληλα, οι δικοί του βρέθηκαν την ίδια περίοδο σε μεγάλη οικονομική δυσκολία, οπότε τον κάλεσαν να τους βοηθήσει. Έτσι, επέστρεψε στην Κόνιτσα και εργάστηκε ως μαραγκός. Μετά από 3 χρόνια όμως (1953 μ.Χ.), σε ηλικία 29 ετών πλέον, εγκατέλειψε τα πράγματα του κόσμου και επέστρεψε στην Αθωνική Πολιτεία.
Αφού περιήλθε σκήτες και καλύβες, ακολούθησε τελικά τη συμβουλή ενός σεβάσμιου γέροντα και εντάχθηκε στην αδελφότητα της Ιερά Μονή Εσφιγμένου, γνωστής τότε για την αυστηρή της τάξη. Εκεί έζησε μέσα στην ολοτελή υπακοή και επιδόθηκε σε υπέρμετρη άσκηση, υπερβάλλοντας σε κόπους για χάρη του Χριστού και των αδελφών του. Έτσι, στις 27 Μαρτίου 1954 μ.Χ. εκάρη μοναχός. Έλαβε ρασοευχή και το όνομα Αβέρκιος. Έχοντας όμως άσβεστο μέσα του τον πόθο για τον ησύχιο και απράγμονα βίο, πήρε την ευλογία του Ηγουμένου και πήγε να μονάσει στην Ιερά Μονή Φιλοθέου, που ήταν τότε σε κατάσταση ιδιόρρυθμη. Εκεί προετοιμάστηκε για τη ζωή του ερημίτη, κάτω από την καθοδήγηση ενός διακριτικού και σοφού γέροντα, του γέροντα Συμεών. Στις 12 Μαρτίου 1956 μ.Χ., εκάρη μικρόσχημος μοναχός και έλαβε το όνομα «Παΐσιος», χάρη στο Μητροπολίτη Καισαρείας Παΐσιο τον β΄, ο οποίος ήταν και συμπατριώτης του.
Τον Αύγουστο του 1958 μ.Χ., υπακούοντας σε θεία βουλή, δεν εγκαταστάθηκε στην έρημο, για την οποία προετοιμαζόταν, αλλά στην κατεστραμμένη Ιερά Μονή της Παναγίας του Στομίου, που βρίσκεται κοντά στην Κόνιτσα. Σε αυτήν έζησε 4 χρόνια, ζώντας ισάγγελο βίο, παλεύοντας με τους πειρασμούς, ευεργετώντας τους ανθρώπους της περιοχής, σώζοντας πολλούς από τις διδασκαλίες των προτεσταντικών ομάδων που δρούσαν εκεί, και ανακαινίζοντας με πολύ μόχθο το Μοναστήρι.
Τo 1962 μ.Χ., όταν και ολοκληρώθηκε το έργο της ανακαίνισης και ο κίνδυνος από τις ετερόδοξες ομάδες εξέλιπε, ο Όσιος παρακαλούσε μέσα στους πειρασμούς, που καθημερινά τον πολιορκούσαν, θερμά το Θεό να του δείξει το δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει. Έτσι, δέχθηκε ως θεόσταλτη την πρόσκληση κάποιου ιεροδιακόνου να τον συνοδεύσει στο θεοβάδιστο Όρος του Σινά. Πάνω σε κείνον τον άνυδρο και ξερό τόπο, στο κελί των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης, έζησε επιτέλους αυτό που χρόνια ποθούσε, την προς Θεόν μόνωση.
Αγωνιζόμενος με πολλή ταπείνωση, διαρκή νηστεία, ακατάπαυστη αγρυπνία και αδιάλειπτη προσευχή, κατάφερε να υπερνικήσει τις παγίδες του μισόκαλου εχθρού και να απολαύσει την ένωση με το Θεό. Γεμάτος από τη χάρη της θείας παρακλήσεως, απολάμβανε την κατά Θεόν ευφρόσυνη μέσα στο καμίνι της απαράκλητης ερήμου. Έγινε μάλιστα ιδιαίτερα αγαπητός στους Βεδουίνους, δίνοντάς τους τρόφιμα με χρήματα από την πώληση στους προσκυνητές ξύλινων σταυρών που έφτιαχνε ο ίδιος.
Δεν θα υπήρχε, έτσι, κανένας λόγος να εγκαταλείψει το στάδιο εκείνο της αρετής, εάν – φεύ! – δεν ενέσκηπτε η σωματική ασθένεια από το τραχύ κλίμα, η οποία τον ανάγκασε να επιστρέψει στην κατά σάρκα πατρίδα του. Επανερχόμενος στο Άγιον Όρος το 1964 μ.Χ., δεν ελάττωσε το πλήθος των ασκητικών αγώνων του, παρά την καταβολή του σώματος, καθώς στο πνεύμα διατηρούσε την πρότερη ζέση του. Ζώντας λοιπόν ως ξένος και παρεπίδημος στη γη, έφτασε να γίνει πολίτης του ουρανού.
Έχοντας, συνεπώς, την πράξη ως την «επίβασιν» της θεωρίας, έφτασε σε υψηλά μέτρα και έγινε κοινωνός θείων μυστηρίων. Εντρύφησε έτσι και στην ωραιότητα του Κυρίου, ενώ επιπλέον έτυχε και της Θεομητορικής ευλογίας. Συνομίλησε με αγίους που εμφανίστηκαν μπροστά του, βίωσε την όραση του Άγγελου Φύλακά του, άκουσε αγγελικούς ύμνους και καταυγάσθηκε από το ουράνιο φως.
Το 1966 μ.Χ. ασθένησε σοβαρά και εισήχθη στο Κέντρο Νοσημάτων Θώρακος Βορείου Ελλάδας (Νοσοκομείο Παπανικολάου). Υποβλήθηκε σε εγχείρηση, με αποτέλεσμα μερική αφαίρεση των πνευμόνων. Στο διάστημα μέχρι να αναρρώσει και να επιστρέψει στο Άγιον Όρος φιλοξενήθηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο Αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού στη Σουρωτή. Επέστρεψε στο Άγιον Όρος μετά την ανάρρωσή του και το 1967 μ.Χ. μετακινήθηκε στα Κατουνάκια και συγκεκριμένα στο Λαυρεώτικο κελί του Υπατίου (Βλάχικα). Στις 12 Αυγούστου 1968 μ.Χ. ο Όσιος Παΐσιος, εισήλθε στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα και μόνασε στο κελί του Τιμίου Σταυρού.
Το 1979 μ.Χ. αφήνει τον Τίμιο Σταυρό και αναζητώντας κελί πηγαίνει στην εγκαταλελειμμένη «Παναγούδα». Εκεί ο Όσιος εργάστηκε σκληρά για να δημιουργήσει ένα κελί με «ομόλογο», όπου και έμεινε μέχρι και το τέλος τη ζωής του. Από την εποχή που εγκαταστάθηκε στην Παναγούδα πλήθος λαού τον επισκεπτόταν. Ήταν μάλιστα τόσο το πλήθος ώστε να υπάρχουν και ειδικές σημάνσεις που επεσήμαναν τον δρόμο προς το κελί του, ώστε να μην ενοχλούν οι επισκέπτες τους υπολοίπους μοναχούς. Επίσης δεχόταν πάρα πολλές επιστολές. Όπως έλεγε ο Όσιος στενοχωρείτο πολύ, γιατί από τις επιστολές μάθαινε μόνο για διαζύγια και ασθένειες ψυχικές ή σωματικές. Παρά το βεβαρημένο πρόγραμμά του, συνέχιζε την έντονη ασκητική ζωή, σε σημείο να ξεκουράζεται ελάχιστα, 2 με 3 ώρες την ημέρα. Εξακολούθησε όμως να δέχεται και να προσπαθεί να βοηθήσει τους επισκέπτες. Συνήθιζε επίσης να φτιάχνει «σταμπωτά» εικονάκια τα οποία χάριζε στους επισκέπτες σαν ευλογία.
Σε όλη αυτήν την καθημερινή κούραση του Οσίου Παϊσίου έρχονται να προστεθούν και τα προβλήματα υγείας που τον ταλαιπωρούσαν. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του οι πόνοι από τις διάφορες αρρώστιες όπως κολίτιδα, η οποία του άφησε μόνιμα δυσπεπτικά, βουβωνοκήλη και κυρίως από τον καρκίνο που του είχε διαγνωσθεί, γίνονταν όλο και περισσότεροι. Παρ' όλ' αυτά όμως αυτός ήταν ήρεμος και υπέμενε χωρίς να διαμαρτύρεται καθόλου. Αντιθέτως συνέχιζε να προσεύχεται για όλους.
Μετά το 1993 μ.Χ. παρουσίαζε αιμορραγίες για τις οποίες αρνούνταν να νοσηλευτεί, λέγοντας ότι «όλα θα βολευτούν με το χώμα». Το Νοέμβριο του ίδιου έτους βγήκε για τελευταία φορά από το Άγιον Όρος και πήγε στη Σουρωτή, στο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου για τη γιορτή του Αγίου Αρσενίου. Εκεί έμεινε για λίγες μέρες και ενώ ετοιμαζόταν να φύγει ασθένησε και μεταφέρθηκε στο Θεαγένειο, όπου έγινε διάγνωση για όγκο στο παχύ έντερο. Θεώρησε τον καρκίνο εκπλήρωση αιτήματός του προς το Θεό και ωφέλιμο για την πνευματική του υγεία. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1994 μ.Χ. χειρουργήθηκε. Παρότι η ασθένεια δεν έπαυσε, αλλά παρουσίασε μεταστάσεις στους πνεύμονες και στο ήπαρ, ο Όσιος ανακοίνωσε την επιθυμία του να επιστρέψει στο Άγιον Όρος στις 13 Ιουνίου. Ο υψηλός πυρετός όμως και η δύσπνοια τον ανάγκασαν να παραμείνει.
Στο τέλος του Ιουνίου οι γιατροί του ανακοίνωσαν ότι τα περιθώρια ζωής του ήταν δύο με τρεις εβδομάδες το πολύ. Τη Δευτέρα 11 Ιουλίου (γιορτή της Αγίας Ευφημίας) κοινώνησε για τελευταία φορά γονατιστός μπροστά στο κρεβάτι του. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του αποφάσισε να μην παίρνει φάρμακα ή παυσίπονα, παρά τους φρικτούς πόνους της ασθένειάς του. Κοιμήθηκε την Τρίτη 12 Ιουλίου 1994 μ.Χ. και ώρα 11:00 και ενταφιάστηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης.
Στις 13 Ιανουαρίου 2015 συνήλθε η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και αποφάσισε την κατάταξη του Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου στο Αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του Οσίου Παϊσίου στις 12 Ιουλίου.