ΑΝ ΒΙΑΖΕΣΑΙ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ, ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ. ΕΙΝΑΙ Ο ΣΥΝΤΟΜΟΤΕΡΟΣ ΔΡΟΜΟΣ.
Τρίτη 28 Ιουλίου 2020
ΟΣΙΑ ΕΙΡΗΝΗ Η ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΟΥ
Οσία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου
Η Οσία Ειρήνη έζησε στα χρόνια της βασίλισσας Θεοδώρας, που αναστήλωσε τις άγιες εικόνες. Η Ειρήνη καταγόταν από την Καππαδοκία και διακρινόταν όχι μόνο για την ευσέβειά της, αλλά και για την σωματική ωραιότητά της και για την ευγενή ανατροφή της.
Είχε ζητηθεί λοιπόν σε γάμο, από διακεκριμένο άνδρα του παλατιού και ξεκίνησε για το Βυζάντιο. Στη διαδρομή όμως, πέρασε από τη Μονή του Χρυσοβαλάντου και τόσο ελκύστηκε από τη συναναστροφή των καλογριών, ώστε πήρε τη μεγάλη απόφαση να παραμείνει μαζί τους. Έτσι απέρριψε τις κοσμικές δόξες, γύρισε στην πατρίδα της, πούλησε τα υπάρχοντά της, βοηθώντας πολλούς φτωχούς και τα υπόλοιπα χρήματα τα εναπόθεσε στη Μονή. Έγινε μοναχή και η ζωή της μέσα στο μοναστήρι υπήρξε πολύ ασκητική και αγία.
Όταν πέθανε η ηγουμένη, η Ειρήνη, παρά την άρνηση της, ορίστηκε διάδοχος της. Από τη νέα της θέση, επετέλεσε τα καθήκοντα της άριστα. Ο Θεός μάλιστα, την προίκισε με το προφητικό και θαυματουργικό χάρισμα. Έτσι διά της προσευχής της, απάλλαξε πολλούς από τα δαιμόνια. Προαισθάνθηκε τον θάνατο της και απεβίωσε ειρηνικά, γεμάτη χαρά για το ευχάριστο ουράνιο ταξίδι της. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη της Οσίας Ειρήνης στις 28 Ιουλίου.
Όταν πέθανε η ηγουμένη, η Ειρήνη, παρά την άρνηση της, ορίστηκε διάδοχος της. Από τη νέα της θέση, επετέλεσε τα καθήκοντα της άριστα. Ο Θεός μάλιστα, την προίκισε με το προφητικό και θαυματουργικό χάρισμα. Έτσι διά της προσευχής της, απάλλαξε πολλούς από τα δαιμόνια. Προαισθάνθηκε τον θάνατο της και απεβίωσε ειρηνικά, γεμάτη χαρά για το ευχάριστο ουράνιο ταξίδι της. Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη της Οσίας Ειρήνης στις 28 Ιουλίου.
Δευτέρα 27 Ιουλίου 2020
ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΖΕΣΑΙ;
Γιατί δέν ἐκκλησιάζεσαι;
Παρ’ ὅλα αὐτά, λίγοι
εἶναι ἐκεῖνοι πού ἔρχονται στήν ἐκκλησία. Tί θλιβερό! Στούς χορούς καί στίς
διασκεδάσεις τρέχουμε πρόθυμα. Tίς ἀνοησίες τῶν τραγουδιστῶν τίς ἀκοῦμε μέ
εὐχαρίστηση. Tίς αἰσχρολογίες τῶν ἠθοποιῶν τίς ἀπολαμβάνουμε γιά ὧρες, δίχως νά
βαριόμαστε. Καί μόνο ὅταν μιλάει ὁ Θεός, χασμουριόμαστε, ξυνόμαστε καί
ζαλιζόμαστε. Mά καί στά ἱπποδρόμια, μολονότι δέν ὑπάρχει στέγη γιά νά
προστατεύει τούς θεατές ἀπό τή βροχή, τρέχουν οἱ περισσότεροι σάν μανιακοί,
ἀκόμα κι ὅταν βρέχει ραγδαῖα, ἀκόμα κι ὅταν ὁ ἄνεμος σηκώνει τά πάντα. Δέν
λογαριάζουν οὔτε τήν κακοκαιρία οὔτε τό κρύο οὔτε τήν ἀπόσταση. Tίποτα δέν τούς
κρατάει στά σπίτια τους. Ὅταν, ὅμως, πρόκειται νά πᾶνε στήν ἐκκλησία, τότε καί
τό ψιλόβροχο τούς γίνεται ἐμπόδιο. Κι ἄν τούς ρωτήσεις, ποιός εἶναι ὁ Ἀμώς ἤ ὁ
Ὀβδιού, πόσοι εἶναι οἱ προφῆτες ἤ οἱ ἀπόστολοι, δέν μποροῦν ν’ ἀνοίξουν τό
στόμα τους. Γιά τ’ ἄλογα, ὅμως, τούς τραγουδιστές καί τούς ἠθοποιούς μποροῦν νά
σέ πληροφορήσουν μέ κάθε λεπτομέρεια. Eἶναι κατάσταση αὐτή;
Γιορτάζουμε μνῆμες
ἁγίων, καί σχεδόν κανένας δέν παρουσιάζεται στό ναό. Φαίνεται πώς ἡ ἀπόσταση
παρασύρει τούς χριστιανούς στήν ἀμέλεια· ἤ μᾶλλον ὄχι ἡ ἀπόσταση, ἀλλά ἡ
ἀμέλεια μόνο τούς ἐμποδίζει. Γιατί, ὅπως τίποτα δέν μπορεῖ νά ἐμποδίσει αὐτόν
πού ἔχει ἀγαθή προαίρεση καί ζῆλο νά κάνει κάτι, ἔτσι καί τόν ἀμελή, τόν ράθυμο
καί ἀναβλητικό ὅλα μποροῦν νά τόν ἐμποδίσουν.
Oἱ μάρτυρες ἔχυσαν τό
αἷμα τους γιά τήν Ἀλήθεια, κι ἐσύ λογαριάζεις μιά τόσο μικρή ἀπόσταση; Ἐκεῖνοι
θυσίασαν τή ζωή τους γιά τό Xριστό, κι ἐσύ δέν θέλεις οὔτε λίγο νά κοπιάσεις; Ὁ
Κύριος πέθανε γιά χάρη σου, κι ἐσύ Tόν περιφρονεῖς; Γιορτάζουμε μνῆμες ἁγίων,
κι ἐσύ βαριέσαι νά ἔρθεις στό ναό, προτιμώντας νά κάθεσαι στό σπίτι σου; Καί
ὅμως, πρέπει νά ἔρθεις, γιά νά δεῖς τό διάβολο νά νικιέται, τόν ἅγιο νά νικάει,
τό Θεό νά δοξάζεται καί τήν Ἐκκλησία νά θριαμβεύει.
“Mά εἶμαι ἁμαρτωλός”,
λές, “καί δέν τολμῶ ν’ ἀντικρύσω τόν ἅγιο”. Ἀκριβῶς ἐπειδή εἶσαι ἁμαρτωλός, ἔλα
ἐδῶ, γιά νά γίνεις δίκαιος. Ἤ μήπως δέν γνωρίζεις, ὅτι καί αὐτοί πού στέκονται
μπροστά στό ἱερό θυσιαστήριο, ἔχουν διαπράξει ἁμαρτίες; Γι’ αὐτό οἰκονόμησε ὁ
Θεός νά ὑποφέρουν καί οἱ ἱερεῖς ἀπό κάποια πάθη, ὥστε νά κατανοοῦν τήν
ἀνθρώπινη ἀδυναμία καί νά συγχωροῦν τούς ἄλλους.
“Ἀφοῦ, ὅμως, δέν
τήρησα ὅσα ἄκουσα στήν ἐκκλησία”, θά μοῦ πεῖ κάποιος, “πῶς μπορῶ νά ἔρθω
πάλι;”. Ἔλα νά ξανακούσεις τόν θεῖο λόγο. Καί προσπάθησε τώρα νά τόν
ἐφαρμόσεις. Ἄν βάλεις φάρμακο πάνω στό τραῦμα σου καί δέν τό ἐπουλώσει τήν ἴδια
μέρα, δέν θά ξαναβάλεις καί τήν ἑπόμενη; Ἄν ὁ ξυλοκόπος, πού θέλει νά κόψει μιά
βελανιδιά, δέν κατορθώσει νά τή ρίξει μέ τήν πρώτη τσεκουριά, δέν τή χτυπάει
καί δεύτερη καί πέμπτη καί δέκατη φορά; Κάνε κι ἐσύ τό ἴδιο.
Ἀλλά, θά μοῦ πεῖς, σ’
ἐμποδίζουν νά ἐκκλησιαστεῖς ἡ φτώχεια καί ἡ ἀνάγκη νά ἐργαστεῖς. Ὅμως δέν εἶναι
εὔλογη καί τούτη ἡ πρόφαση. Ἑφτά μέρες ἔχει ἡ ἑβδομάδα. Aὐτές τίς ἑφτά μέρες
τίς μοιράστηκε ὁ Θεός μαζί μας. Καί σ’ ἐμᾶς ἔδωσε ἕξι, ἐνῶ γιά τόν ἑαυτό Tου
ἄφησε μία. Aὐτή τή μοναδική μέρα, λοιπόν, δέν δέχεσαι νά σταματήσεις τίς
ἐργασίες;
Καί γιατί λέω γιά
ὁλόκληρη μέρα; Ἐκεῖνο πού ἔκανε στήν περίπτωση τῆς ἐλεημοσύνης ἡ χήρα τοῦ
Eὐαγγελίου, τό ἴδιο κάνε κι ἐσύ στή διάρκεια αὐτῆς τῆς μιᾶς μέρας. Ἔδωσε ἐκείνη
δυό λεπτά καί πῆρε πολλή χάρη ἀπό τό Θεό. Δάνεισε κι ἐσύ δυό ὧρες στό Θεό,
πηγαίνοντας στήν ἐκκλησία, καί θά φέρεις στό σπίτι σου κέρδη ἀμέτρητων ἡμερῶν.
Ἄν ὅμως δέν δέχεσαι νά κάνεις κάτι τέτοιο, σκέψου μήπως μ’ αὐτή σου τή στάση
χάσεις τούς κόπους πολλῶν ἐτῶν. Γιατί ὁ Θεός, ὅταν περιφρονεῖται, γνωρίζει νά
σκορπίζει τά χρήματα πού συγκεντρώνεις μέ τήν ἐργασία τῆς Κυριακῆς.
Mά κι ἄν ἀκόμα
ἔβρισκες ὁλόκληρο θησαυροφυλάκιο γεμάτο ἀπό χρυσάφι καί ἐξ αἰτίας του
ἀπουσίαζες ἀπό τό ναό, θά ἦταν πολύ μεγαλύτερη ἡ ζημιά σου· καί τόσο
μεγαλύτερη, ὅσο ἀνώτερα εἶναι τά πνευματικά ἀπό τά ὑλικά. Γιατί τά ὑλικά
πράγματα, κι ἄν ἀκόμα εἶναι πολλά καί τρέχουν ἄφθονα ἀπό παντοῦ, δέν τά
παίρνουμε στήν ἄλλη ζωή, δέν μεταφέρονται μαζί μας στόν οὐρανό, δέν
παρουσιάζονται στό φοβερό ἐκεῖνο βῆμα τοῦ Κυρίου. Ἀλλά πολλές φορές, καί πρίν
ἀκόμα πεθάνουμε, μᾶς ἐγκαταλείπουν. Ἀντίθετα, ὁ πνευματικός θησαυρός πού
ἀποκτοῦμε στήν ἐκκλησία, εἶναι κτῆμα ἀναφαίρετο καί μᾶς ἀκολουθεῖ παντοῦ.
“Nαί, ἀλλά μπορῶ”,
λέει κάποιος ἄλλος, “νά προσευχηθῶ καί στό σπίτι μου”. Ἀπατᾶς τόν ἑαυτό σου,
ἄνθρωπε. Bεβαίως, εἶναι δυνατόν νά προσευχηθεῖς καί στό σπίτι σου· εἶναι
ἀδύνατον ὅμως νά προσευχηθεῖς ἔτσι, ὅπως προσεύχεσαι στήν ἐκκλησία, ὅπου
ὑπάρχει τό πλῆθος τῶν πατέρων καί ὅπου ὁμόφωνη κραυγή ἱκεσίας ἀναπέμπεται στό
Θεό. Δέν σέ ἀκούει τόσο πολύ ὁ Κύριος ὅταν Tόν παρακαλεῖς μόνος σου, ὅσο ὅταν
Tόν παρακαλεῖς ἑνωμένος μέ τούς ἀδελφούς σου. Γιατί στήν ἐκκλησία ὑπάρχουν
περισσότερες πνευματικές προϋποθέσεις ἀπ' ὅσες στό σπίτι. Ὑπάρχουν ἡ ὁμόνοια, ἡ
συμφωνία τῶν πιστῶν, ὁ σύνδεσμος τῆς ἀγάπης, οἱ εὐχές τῶν ἱερέων. Γι’ αὐτό,
ἄλλωστε, οἱ ἱερεῖς προΐστανται τῶν ἀκολουθιῶν· γιά νά ἐνισχύονται μέ τίς
δυνατότερες εὐχές τους οἱ ἀσθενέστερες εὐχές τοῦ λαοῦ, κι ἔτσι ὅλες μαζί ν’
ἀνεβαίνουν στόν οὐρανό.
Ὅταν προσευχόμαστε ὁ
καθένας χωριστά, εἴμαστε ἀνίσχυροι· ὅταν ὅμως συγκεντρωνόμαστε ὅλοι μαζί, τότε
γινόμαστε πιό δυνατοί καί ἑλκύουμε σέ μεγαλύτερο βαθμό τήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ.
Κάποτε ὁ ἀπόστολος Πέτρος βρισκόταν ἁλυσοδεμένος στή φυλακή. Ἔγινε ὅμως θερμή
προσευχή ἀπό τούς συναγμένους πιστούς, κι ἀμέσως ἐλευθερώθηκε. Tί θά μποροῦσε,
ἑπομένως, νά εἶναι πιό δυνατό ἀπό τήν κοινή προσευχή, πού ὠφέλησε κι αὐτούς
ἀκόμα τούς στύλους τῆς Ἐκκλησίας;
Κυριακή 26 Ιουλίου 2020
Ο ΜΕΓΑΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
Κάποτε, στην ώρα της
προσευχής στο κελί του, ο μέγας Μακάριος άκουσε μια φωνή άνωθεν, να του λέγει:
-Μακάριε, πρέπει να ξέρεις, πώς, παρά τις προσευχές και την άσκησή σου, δεν έφτασες ακόμη στα μέτρα της αρετής, πού έχουν ανέβει εκείνες οι δύο γυναίκες, στη τάδε πολιτεία.
Το πρωί ο Γέροντας σηκώθηκε, άρπαξε το ξύλινο ραβδί του και πήρε το δρόμο για την πολιτεία εκείνη. Όταν έφτασε, ρώτησε κι έμαθε, που μένουν εκείνες οι γυναίκες και χτύπησε την πόρτα τους. Βγήκε λοιπόν η μία γυναίκα και τον υποδέχτηκε στο σπίτι, με πολύ χαρούμενο πρόσωπο. Ώσπου να καθίσει ο Γέροντας να πάρει μια ανάσα, ήρθε και η άλλη. Τότε τις κάλεσε και τις δυο κοντά του και μόλις κάθισαν τους λέει:
-Μακάριε, πρέπει να ξέρεις, πώς, παρά τις προσευχές και την άσκησή σου, δεν έφτασες ακόμη στα μέτρα της αρετής, πού έχουν ανέβει εκείνες οι δύο γυναίκες, στη τάδε πολιτεία.
Το πρωί ο Γέροντας σηκώθηκε, άρπαξε το ξύλινο ραβδί του και πήρε το δρόμο για την πολιτεία εκείνη. Όταν έφτασε, ρώτησε κι έμαθε, που μένουν εκείνες οι γυναίκες και χτύπησε την πόρτα τους. Βγήκε λοιπόν η μία γυναίκα και τον υποδέχτηκε στο σπίτι, με πολύ χαρούμενο πρόσωπο. Ώσπου να καθίσει ο Γέροντας να πάρει μια ανάσα, ήρθε και η άλλη. Τότε τις κάλεσε και τις δυο κοντά του και μόλις κάθισαν τους λέει:
-Έκαμα όλο το δρόμο
και υπέμεινα τόση κούραση, ώσπου από την έρημο να φτάσω ίσαμε εδώ. Σάς παρακαλώ,
λοιπόν, να μου πείτε ποια είναι η πνευματική σας εργασία και οι αρετές, πού
αγωνίζεστε ν' ασκείτε.
Εκείνες απαντούν, με
πολλή απλότητα:
-Πίστεψε μας, άγιε Γέροντα, πώς δεν μένουμε έξω από τα κρεβάτια των συζύγων μας. Ποια εργασία πνευματική λοιπόν, περιμένεις από μας;
Όμως, ο Γέροντας τους έβαλε μετάνοια και τις παρακάλεσε να του φανερώσουν την αρετή τους.
-Πίστεψε μας, άγιε Γέροντα, πώς δεν μένουμε έξω από τα κρεβάτια των συζύγων μας. Ποια εργασία πνευματική λοιπόν, περιμένεις από μας;
Όμως, ο Γέροντας τους έβαλε μετάνοια και τις παρακάλεσε να του φανερώσουν την αρετή τους.
Βλέποντας τότε την
πολλή υπομονή του, είπαν στον άγιο Γέροντα
-Εμείς είμαστε ξένες για τούτο τον κόσμο, κ' έτυχε να παντρευτούμε συζύγους, πού ήταν αδέλφια κατά σάρκα' Από τότε, πού ζούμε σε τούτο το σπίτι με τους άνδρες μας, δεν θυμούμαστε να ' χουμε μαλώσει ποτέ μεταξύ μας, ούτε να πούμε άσχημη κουβέντα η μια στην άλλη. Πάντα μας ζούμε, όλα τα χρόνια με ειρήνη και ομόνοια, αγαπημένες.
Κάποτε μας ήρθε ένας περίεργος λογισμός: Να εγκαταλείψουμε τους άνδρες μας και να πάμε σ' ένα γυναικείο μοναστήρι να ζήσουμε. Κάναμε αγώνα και παρακαλέσαμε πολύ τους άνδρες μας να αφήσουν να φύγουμε. Μα δεν τα καταφέραμε να τους πείσουμε. Έτσι, καθώς δεν πετύχαμε αυτό το σκοπό μας, κάναμε μια συμφωνία (οι δυο μας με το Θεό): να μη βγει ποτέ απ' το στόμα μας κανένας κοσμικός λόγος, αδιαφόρετος.
-Εμείς είμαστε ξένες για τούτο τον κόσμο, κ' έτυχε να παντρευτούμε συζύγους, πού ήταν αδέλφια κατά σάρκα' Από τότε, πού ζούμε σε τούτο το σπίτι με τους άνδρες μας, δεν θυμούμαστε να ' χουμε μαλώσει ποτέ μεταξύ μας, ούτε να πούμε άσχημη κουβέντα η μια στην άλλη. Πάντα μας ζούμε, όλα τα χρόνια με ειρήνη και ομόνοια, αγαπημένες.
Κάποτε μας ήρθε ένας περίεργος λογισμός: Να εγκαταλείψουμε τους άνδρες μας και να πάμε σ' ένα γυναικείο μοναστήρι να ζήσουμε. Κάναμε αγώνα και παρακαλέσαμε πολύ τους άνδρες μας να αφήσουν να φύγουμε. Μα δεν τα καταφέραμε να τους πείσουμε. Έτσι, καθώς δεν πετύχαμε αυτό το σκοπό μας, κάναμε μια συμφωνία (οι δυο μας με το Θεό): να μη βγει ποτέ απ' το στόμα μας κανένας κοσμικός λόγος, αδιαφόρετος.
Ακούγοντας τούτα τα
λόγια ο άγιος εκείνος Γέροντας, θαύμασε και είπε:
-Αληθινά δεν παίζει κανένα ρόλο το ν' ακολουθεί κανείς τον παρθενικό βίο ή τον έγγαμο, το νά' ναι μοναχός ή κοσμικός, για να του χαρίσει ο Θεός το πνεύμα του και το έλεός του. Εκείνο, πού μονάχα ζητάει από μας είναι η προαίρεση.
Ο Γέροντας οικοδομήθηκε πνευματικά πολύ από την αρετή τους κ' επέστρεψε στο κελί του, στην έρημο δοξάζοντας το Θεό»...
-Αληθινά δεν παίζει κανένα ρόλο το ν' ακολουθεί κανείς τον παρθενικό βίο ή τον έγγαμο, το νά' ναι μοναχός ή κοσμικός, για να του χαρίσει ο Θεός το πνεύμα του και το έλεός του. Εκείνο, πού μονάχα ζητάει από μας είναι η προαίρεση.
Ο Γέροντας οικοδομήθηκε πνευματικά πολύ από την αρετή τους κ' επέστρεψε στο κελί του, στην έρημο δοξάζοντας το Θεό»...
Η ΑΝΕΞΙΚΑΚΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ
Ένας μοναχός έχασε
τον δρόμο του καθώς περπατούσε στην έρημο και για πολλές ώρες περιπλανιόταν
άσκοπα. Επιτέλους, συναντήθηκε με κάποιους ανθρώπους και τους παρακάλεσε να του
δείξουν τον τόπο που ήθελε να πάει. Εκείνοι όμως ήταν κακοποιοί και βλέποντάς
τον μόνο και ξένο τον παρέσυραν πολύ μακριά με σκοπό να τον ληστέψουν. Ένας
μάλιστα απ’ αυτούς τον πήρε από πίσω.
Ο μοναχός κατάλαβε τις κακές προθέσεις τους, αλλά δεν είπε τίποτε. Όταν έφτασαν κοντά στον ποταμό και επιχείρησαν να τον περάσουν, βγήκε ξαφνικά από τα νερά ένας μεγάλος κροκόδειλος και όρμησε εναντίον του ληστή. Τόσο αιφνίδια ήταν η επίθεση, που εκείνος τα έχασε και χωρίς άλλο θα κατασπαρασσόταν από τα δόντια του θηρίου, αν δεν προλάβαινε ο μοναχός να τον γλυτώσει, βάζοντας σε κίνδυνο την ίδια του την ζωή.
Συγκινημένος ο ληστής από το φέρσιμο του μοναχού, έπεσε στα πόδια του και του ζητούσε συγγνώμη για το κακό που θα του έκανε.
- Μόλις θα περνούσαμε το ποτάμι, του ομολόγησε, είχα σκοπό να σε σκοτώσω, αλλά η καλοσύνη σου με πρόλαβε.
Ο μοναχός κατάλαβε τις κακές προθέσεις τους, αλλά δεν είπε τίποτε. Όταν έφτασαν κοντά στον ποταμό και επιχείρησαν να τον περάσουν, βγήκε ξαφνικά από τα νερά ένας μεγάλος κροκόδειλος και όρμησε εναντίον του ληστή. Τόσο αιφνίδια ήταν η επίθεση, που εκείνος τα έχασε και χωρίς άλλο θα κατασπαρασσόταν από τα δόντια του θηρίου, αν δεν προλάβαινε ο μοναχός να τον γλυτώσει, βάζοντας σε κίνδυνο την ίδια του την ζωή.
Συγκινημένος ο ληστής από το φέρσιμο του μοναχού, έπεσε στα πόδια του και του ζητούσε συγγνώμη για το κακό που θα του έκανε.
- Μόλις θα περνούσαμε το ποτάμι, του ομολόγησε, είχα σκοπό να σε σκοτώσω, αλλά η καλοσύνη σου με πρόλαβε.
(Γεροντικό,
Σταλαγματιές από την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου
Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 64-64)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)